Δευτερόλεπτα πριν

*

Υπάρχουν, σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, κάποιες χρονικές συχνότητες που καθορίζουν τα πράγματα και που μόλις συμβαίνουν τα μεταλλάσσουν.

Αυτές οι χρονικές συχνότητες, λοιπόν, λαμβάνουν χώρα στον καθένα από εμάς με τρόπο δυσδιάκριτα εμφανή, αλλά μόνο όταν είναι πλέον πολύ αργά. Και για την υπεράσπιση τη δική μου και των υπολοίπων θα πρέπει να διευκρινίσω εδώ πως δεν συμβαίνουν όλες με τον ίδιο τρόπο. Δεν ανιχνεύονται όλες με τον ίδιο μεγεθυντικό φακό των γεγονότων.

Λόγου χάρη, ουδέποτε κανείς θυμάται τι έκανε τα δευτερόλεπτα πριν από κάποια ανέλπιστα ευχάριστη είδηση ή ένα γεγονός το οποίο του συνέβη. Είναι, θα παρατηρήσει κάποιος ιδιαίτερα οξυδερκής, σαν τούτα τα δευτερόλεπτα μεταξύ των στιγμών ποτέ να μην υπήρξαν. Μετά από αυτό που επιτέλους μας συμβαίνει, το υπέροχα καλό ή τραγικά κακό, το πρωτόφαντα ωραίο, είναι φυσικό κι επόμενο κανείς να μην έχει διάθεση να θυμηθεί τι έκανε πριν, ώστε να καταγράψει αυτή την αδιόρατη μικρή ρωγμή ανάμεσα στο χρόνο για να προσδιορίσει πόσο άλλαξε ανάμεσα στη στιγμή που τίποτα δεν είχε αλλάξει – και στην επόμενη, από την οποία δεν θα ’μενε ποτέ ξανά ο ίδιος.

Μπορεί να έπλενε τα πιάτα εκείνη τη φορά και το κρύο νερό να κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα, ενώ σχημάτιζε μέσα στις σαπουνάδες φούσκες διάφανες και γυαλίζουσες που θα τις απελευθέρωνε στον αέρα. (περισσότερα…)

Advertisement

Ἡρὼ Νικοπούλου, Δύο ποιήματα


*

Ταποθαμέναμας

Ξεμακραίνει το σιωπηλό φίδι της πομπής
και χάνεται
πάντα χάνεται αλλά μένει
σκέφτομαι πάλι ταποθαμέναμας
σαν τα παιδιά
δεν έχουν φύλο
δεν έχουν παρελθόν ούτε ιδιότητες
δεν είναι εργάτες δικηγόροι δάσκαλοι γιατροί
δεν είν’ μάνες κλέφτες στρατηγοί
κομμωτές αδελφές πολιτικοί ή κρεοπώλες
είναι απλώς
ταποθαμέναμας.
Πότε-πότε ανάβουν
τα κρύα βράδια τους φανοστάτες
σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες
ή κουρδίζουν ατέλειωτα
μ‘ αφηρημένο χαμόγελο τις λατέρνες στην Πλάκα

Αλλού πάλι ταποθαμέναμας δεν ξέρουν
και πολεμούν ακόμα στα Στενά
στην Τριπολιτσά στη Χιμάρα
βλέπεις κανείς δεν τόλμησε να τους μηνύσει
Ταποθαμέναμας είναι αισιόδοξα και τρυφερά
τα βράδια κουρνιάζουν στον ύπνο μας
ρουφούν την ανάσα μας στο πηχτό σκοτάδι
τα χαράματα μάς χαρίζουν τα όνειρά τους
για μια γουλιά καφέ κι ένα αποτσίγαρο
ύστερα ζαλώνονται πάλι τ’ άρματα
και πολεμούν αδιαμαρτύρητα στο πόστο μας
ελπίζοντας πάντα να συγχωρεθούν
για να ζήσουν ξανά

~.~ (περισσότερα…)

Αντικατοπτρισμοί ενός κατακερματισμένου κόσμου

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Ελισάβετ Λαμπροπούλου,
Ετεροτοπίες, Ενύπνιον, 2022

Οι Ετεροτοπίες είναι το πρώτο βιβλίο της Λαμπροπούλου. Αποτελεί ένα ενδιαφέρον και συγκροτημένο εναρκτήριο λάκτισμα, σαφώς επηρεασμένο από την ποίηση του Σαχτούρη και την ελλειπτική φρίκη του σαχτουρικού κόσμου. Ανάλογα κι εδώ η Λαμπροπούλου συνθέτει έναν «τόπο» με «αναθήματα ακουμπισμένα στο υπαρκτό», όπως γράφει στο αρχικό ποίημα της συλλογής. Αυτός ο «τόπος» κατοικείται από παράδοξες εικόνες που οπτικοποιούν το παράλογο της κοινωνικής πραγματικότητας και των ψυχικών εξαλλαγών που αυτή δημιουργεί. Παράδειγμα το ποίημα «Ο εφημεριδοπώλης», από την πρώτη, κατεξοχήν σαχτουρική, ενότητα που σχολιάζει τη φονική ανθρώπινη φύση, το θάνατο, το αδιέξοδο της ύπαρξης:

Το εγγαστρίμυθο αγόρι
με το ραμμένο στόμα
πουλάει εφημερίδες
στον ουρανό

Ο κόσμος καίγεται! Καταστροφή!
φωνάζει

Οι πεθαμένοι τις αγοράζουνε
με τα σκουριασμένα νομίσματα που έβγαλαν
από τ’ άκαμπτα στόματά τους
Ατάραχοι τις ξεφυλλίζουν
με αδιάφορα δάχτυλα
Διαβάζουν μόνο τις νεκρολογίες
περίεργοι να μάθουν
πώς δραπέτευσαν
αυτοί που είναι να ’ρθουν.

Η συλλογή απαρτίζεται από πέντε ενότητες πλαισιωμένες από έναν πρόλογο δύο ποιημάτων και ένα καταληκτικό ποίημα-επίμετρο. Στην πρώτη ενότητα κυριαρχούν οι εικόνες ενός σπασμένου κόσμου, υπερρεαλιστικά μεγεθυσμένου σε δυστοπικά σκηνικά και ελλειπτικά στιγμιότυπα. Μέσα σε αυτά τα σκηνικά πλέουν παραμορφωμένα τα πράγματα και οι άνθρωποι, ή καλύτερα τα εξαλλαγμένα φάσματα των προσώπων και των πραγμάτων σε ονειρικές συνθέσεις, συχνά εφιαλτικές: «Ο φαροφύλακας / άναψε το κεφάλι του / φλεγόμενος τριγύριζε / στον πύργο / Κι ο αέρας μύριζε παραφίνη / κι ο ουρανός ήταν / μια πηχτή πετρελαιοκηλίδα / μέσα του πετούσε αργά/ το πλοίο «η Ελπίς» / με το κατάρτι του / έγδερνε το φεγγάρι/ γέμιζε η νύχτα / άσπρο πύον / κι αστέρια / δεν υπήρχαν πάνω / πουθενά […]». Τα πράγματα αποκτούν μια επίβουλη λειτουργία, όπως τα λέπια των ψαριών που γίνονται νυστέρια και κόβουν το νερό, οι νιφάδες- στάχτες και τα δηλητηριώδη όμποε. Τα εξαρθρωμένα αντικείμενα –άλλη μια σαχτουρική οφειλή– παίζουν εξέχοντα ρόλο, όπως και η αποσπασματική κατάστρωση των εικόνων και η κίνηση των μορφών που ανεβοκατεβαίνουν σε μια ιδεατή κλίμακα μεταξύ γης και ουρανού, δηλ. μεταξύ του πραγματικού και της φασματικής του παραμόρφωσης. Μια φαντασία ζωγραφική που θυμίζει κάποτε τις σαγκανικές πτήσεις και τα ανεστραμμένα παράδοξα του Μαγκρίτ. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»

*

Εφέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση και 25 από τον θάνατο του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998). Με την ευκαιρία της επετείου, το ΝΠ, για το οποίο το έργο του Κονδύλη στάθηκε εξ αρχής βασικό σημείο αναφοράς, θα αποθησαυρίσει στη διάρκεια του έτους έναν αριθμό κειμένων είτε του ιδίου του στοχαστή, είτε μελετητών του, Ελλήνων και ξένων, δημοσιευμένων παλαιότερα.

~.~

Παναγιώτης Κονδύλης

Ο γερμανικός «ξεχωριστός δρόμος»
και οι γερμανικές προοπτικές

Το ζήτημα των μελλοντικών γερμανικών προοπτικών δεν μπορεί να συζητηθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα του λεγόμενου «ξεχωριστού δρόμου» των Γερμανών κατά το παρελθόν. Άλλωστε, οφείλουμε να αποδεχθούμε μια κάποια συνάφεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος άσχετα από το πώς ερμηνεύουμε τον όρο «ξεχωριστός δρόμος», έστω δηλαδή κι αν δηλώνουμε με αυτόν απλώς και μόνο εκείνη την ιστορική πορεία που ακολούθησαν άπαξ και υπό το κράτος της ανάγκης οι Γερμανοί και η οποία τους οδήγησε στις σημερινές συνθήκες θέτοντας συγχρόνως το πλαίσιο της μελλοντικής τους δράσης.

Καθώς σήμερα η έννοια του γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» χρησιμοποιείται κυρίως αρνητικά, το ζήτημα της συνάφειας μεταξύ γερμανικού παρελθόντος και μέλλοντος δεν τίθεται μόνο με ιστορική αλλά και με πολιτική πρόθεση. Έχουμε επομένως να κάνουμε εδώ με μια εργαλειοποίηση της αντίληψης εκείνης που παρουσιάζει τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» ως αδιέξοδο και παραπλανητικό, εργαλειοποίηση που υποκινείται από όσους επιδιώκουν να στρέψουν τις γερμανικές προοπτικές προς συγκεκριμένη, κανονιστικά καθορισμένη κατεύθυνση. Έτσι οι προοπτικές αυτές επηρεάζονται πράγματι από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» – όχι όμως από τον γερμανικό «ξεχωριστό δρόμο» με την αντικειμενική ιστορική έννοια που εξηγήσαμε παραπάνω, αλλά από τη θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» που αποτελεί πολιτικό όπλο. Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι η θεωρία του «ξεχωριστού δρόμου» θα μπορούσε να έχει διαφορετική επίδραση. Γιατί, όπως δείχνει η αναδρομή στην ιστορία του όρου, όλες οι εκδοχές της είχαν εξαρχής πολεμικά κίνητρα και γίνονταν αντίστοιχα αντιληπτές. Όμως ως καθαρή πολεμική η θεωρία αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον αν μέσω της επιστημολογικής και ιστορικής κριτικής αποκτήσουμε επίγνωση του γεγονότος ότι οι θεμελιώδεις παραδοχές της είναι αβάσιμες.

Προτού επιχειρήσουμε αυτή την κριτική στα στενά περιθώρια που έχουμε εδώ στη διάθεσή μας, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η θέση περί γερμανικού «ξεχωριστού δρόμου» δεν είχε πάντοτε τη σημερινή αρνητική χροιά και ότι η θετική εκδοχή της, όπως και η αρνητική, είχε τις καταβολές της τόσο στη Γερμανία όσο και στο εξωτερικό. Η θετική εκδοχή υπήρξε η αρχική και μπορούμε να την ανιχνεύσουμε ήδη στις αποφάνσεις εξεχόντων Γερμανών στοχαστών του 18ου αιώνα, με τις οποίες ζητούσαν να περιγράψουν την ειδοποιό διαφορά του γερμανικού πνεύματος έναντι της «Δύσης» και να συνεισφέρουν έτσι στη διάπλαση της γερμανικής εθνικής συνείδησης. Μπορούμε να καταρτίσουμε έναν μακρύ κατάλογο ονομαστών συγγραφέων που εγκωμιάζουν σε υψηλότατους τόνους την εν μέρει φιλοσοφική και μεταφυσική, εν μέρει αισθητική και παιδευτική υπεροχή των προϊόντων της γερμανικής σκέψης απέναντι στον «ρηχό» δυτικό Διαφωτισμό. Οι φρικαλεότητες της περιόδου της Τρομοκρατίας κατά τη Γαλλική Επανάσταση ερμηνεύθηκαν συχνά ως αναγκαίο επακόλουθο του Διαφωτισμού αυτού του είδους και φάνηκε να επιβεβαιώνουν την αυτάρεσκη αντίληψη ότι η υψηλότερου επιπέδου παιδεία τους προστάτευσε τους Γερμανούς από τέτοιες απάνθρωπες πράξεις. Όσοι Γερμανοί μετά το 1750 περίπου εξέφρασαν τέτοιες απόψεις για τη «Δύση», και προ πάντων για τους Γάλλους γείτονες, ήταν συνήθως λόγιοι με φιλελεύθερο και ουμανιστικό φρόνημα, που όμως εμπρός στην τότε συγκεχυμένη πολιτική κατάσταση του γερμανικού έθνους δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν μια εθνική ταυτότητα παρά μόνο στο πολιτισμικό πεδίο και με τη σχηματική περιχαράκωση έναντι ενός γείτονα, του οποίου η ακτινοβολία και ο πλούτος τούς γεννούσε ανάμικτα συναισθήματα. Για τους λόγους αυτούς, θα ήταν εσφαλμένο και άδικο να δούμε στις δηλώσεις τους εκείνες έναν κακό οιωνό και να παραγνωρίσουμε εντελώς ανιστόρητα τον ψυχολογικό και ιδεολογικό μηχανισμό, μέσα από τον οποίο συντελείται η αποκρυστάλλωση κάθε εθνικής συνείδησης. Εξάλλου, σχεδόν κανείς δεν παρεξηγούσε τότε τη στάση αυτή των Γερμανών. Καθώς η ξηρά και η θάλασσα ήταν υπό την κυριαρχία άλλων, παραχωρήθηκε ευχαρίστως στους Γερμανούς, όπως το είχε κατανοήσει ήδη ο μεγάλος ποιητής, η βασιλεία των ουρανών, δηλαδή το βασίλειο ενός πολιτισμού χτισμένου πάνω σε ιδέες και ιδεώδη, ενώ τους αναγνωρίστηκε μετ’ επαίνων το προβάδισμα στους μακράν της πολιτικής τομείς. Μάλιστα, την αυτοεκτίμηση των Γερμανών λογίων και καλλιτεχνών τη συμμερίζονταν ευρέα στρώματα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και τη γερμανική θετική εκδοχή της θεωρίας του «ξεχωριστού δρόμου» ήρθε από νωρίς να συνδράμει μια άλλη, προερχόμενη από το εξωτερικό. Γάλλοι και Άγγλοι θιασώτες των ρομαντικών-αντεπαναστατικών ιδεών εξιδανίκευαν τους Γερμανούς, επειδή τάχα έμειναν αμόλυντοι από την επιρροή του «ρηχού» διαφωτισμού και την καπιταλιστική μέθη, μένοντας πιστοί στα όσια και ιερά. Ο θαυμασμός για τις γερμανικές επιδόσεις στα πεδία των κλασσικών γραμμάτων αλλά και των φυσικών επιστημών ήρθε αργότερα να συνοδεύσει αυτές τις συμπάθειες και ο λόγος για τον «λαό των Στοχαστών και των Ποιητών» έγινε παροιμιώδης. (περισσότερα…)

Όταν ο λαός καταντά όχλος

Γκρος

~ . ~  

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ 

Ο ξεπεσμός του δήμου σε όχλο, ο εκφαυλισμός ενός λαού και η κατάληξή του σε αποφάσεις μακροπρόθεσμα αυτοκαταστροφικές, είναι από τα βασικότερα θέματα της αρχαίας πολιτικής σκέψης. Όχι μόνο στον Αριστοτέλη, αλλά και στον Πλάτωνα και τον Θουκυδίδη, η παθολογία της αγελαίας μάζας έχει κεντρική θέση.

Δεν χρειάζεται όμως να μείνει κανείς στους Αρχαίους. Στην νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, κριτική του όχλου βρίσκει κανείς σε πλείστους όσους ποιητές μας. Στον «Ρωμιό» του Σουρή λ.χ., ποίημα-κοίτασμα εθνικής αυτογνωσίας:

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσσους, και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μου αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τον νούν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι επάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
επάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.

Αλλά και στον Βάρναλη του «Κύρ Μέντιου»:

Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, 
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!

Ή στον Γκάτσο της «Ελλαδογραφίας»:

Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα ’ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε τη βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;

Κυρίως όμως στον Κωστή Παλαμά των Σατιρικών γυμνασμάτων. Στο μοναδικό αυτό βιβλίο βρίσκει κανείς μια νηφάλια, κοινωνιολογικής ακριβείας περιγραφή των νοερών άκρων εντός των οποίων κινείται διαχρονικά ο Δήμος, από το μεγαλείο ώς την καταισχύνη:

Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι.
Ο λαός είναι τίποτε και είν’ όλα,
είναι του εκδικητή το γιαταγάνι

κι είν’ η μαϊμού η ξεδιάντροπη, η μαργιόλα,
και η ρίζα και η κορφή, ο στερνός κι ο πρώτος,
κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα

Για τη «σημερινή ψυχοπνευματική εξαθλίωση του ελληνικού λαού» έχουν μιλήσει πολλοί, με καυστικότερο όλων τον Παναγιώτη Κονδύλη το 1992 – η διατύπωση αυτή είναι δική του. Αλλά και έξω θυμάμαι τον μεγάλο Γκύντερ Γκρας, στα μισά της δεκαετίας του 1990, να ξεσπαθώνει από τον ναό του Αγίου Παύλου της Φρανκφούρτης, το λίκνο του σύγχρονου γερμανικού έθνους, κατά της χώρας του. «Ντρέπομαι για την πατρίδα μου», είχε πει, «που ξέπεσε σε έδρα μόνο για μπίζνες και για πάρε δώσε εμπορικά.» Ή τον Γέητς της δεκαετίας του 1910 να μαστιγώνει τους συμπατριώτες του Ιρλανδούς για τη σπέκουλα και τον ιησουιτισμό τους: (περισσότερα…)

Γιώργος Σεφέρης, Το απομεσήμερο ενός φαύλου

*

ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΛΟΥ

Τράβα ἀγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα νὰ φτάσουμε γοργὰ στὴν Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
νὰ ᾿ρθοῦμε πρῶτοι ἐμεῖς! – οἱ στερνοί.

Τὰ στερνοπαίδια καὶ τ᾿ ἀποσπόρια
καὶ τ᾿ ἀποβράσματα καὶ τ᾿ ἀποφόρια
μιᾶς μάχης ποὺ ἤτανε γι᾿ ἄλλα κορμιὰ
γιὰ μάτια ἀλλιώτικα κι ἄλλη καρδιά.

Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζῆδες, κολλυβιστάδες,
μοῦργοι, μουνοῦχοι καὶ θηλυκά –
τράβα ἀγωγιάτη! βάρα ἁμαξά!

Φτωχὴ Πατρίδα, στὰ μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε τὸ γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ὀρφανή,
κοίτα ἂν ἀντέχεις τέτοια πομπή:

τὸ ματσαράγκα, τὸ φαταούλα
μὲ μπογαλάκια καὶ μὲ μπαοῦλα·
τὴ χύτρα ποὺ ἔβραζε κάθε βρωμιὰ
λὲς καὶ τὴν ἄδειασαν ὅλη μεμιὰ

σ᾿ αὐτοὺς ἀνάμεσα τοὺς ἤπιους λόφους
ὅπου μᾶς κλείσανε σὰν ὑποτρόφους
ἑνὸς ἀδιάντροπου φρενοβλαβῆ
ποὺ στὸ βραχνά του παραμιλεῖ.

Δὲς τὸ σελέμη, δὲς καὶ τὸ φάντη
πῶς θυμιατίζουνε τὸν ἱεροφάντη
ποὺ ρητορεύεται λειτουργικὰ
μπρὸς στὰ πιστά του μηρυκαστικά.

Μαυραγορίτες ἀπὸ τὰ Νάφια
τῆς προσφυγιᾶς μας ἄθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι ἁρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πὼς πᾶνε ἐκεῖ

στὰ χώματά σου τὰ λαβωμένα
γιατὶ μαράζωσαν, τάχα, στὰ ξένα
καὶ δὲν μποροῦνε χωρὶς ἐσέ –
οἱ φαῦλοι: τρέχουνε γιὰ τὸ λουφέ.

Cava dei Tirreni, 7. 10. 1944

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

*

περαστικά & παραμόνιμα | 05:23

*

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Γαλήνη αφάνταστη απλώνεται σ’ όλα τα καταστρώματα.
— Σας ομιλεί ο πλοίαρχος. Η ώρα είναι δύο και σας διατάσσω:
ο σώζων εαυτόν σωθήτω! — Μουσική! Για το φινάλε
ο αρχιμουσικός σηκώνει την μπαγκέτα του.

ΗANS MAGNUS ENZENSBERGER
Το ναύαγιο του Τιτανικού, 1978

~.~

Μπορεί κανείς να «δει» τα νούφαρα του Μονέ με τον φασματογράφο; Τον Ποσειδώνα του Αρτεμισίου με τα όργανα του ανατόμου; Το ρωμαϊκό Πάνθεον με τα κριτήρια της ογκομετρίας;

Κι όμως, πάμπολλες φιλολογικές μελέτες σήμερα κάνουν ακριβώς αυτό. Εκεί που χρειάζεται το γυμνό μάτι, επιστρατεύουν το μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο, αντιμετωπίζουν την λογοτεχνία ως αποδεικτικό υλικό μιας θεωρητικής φαντασμαγορίας, ως πεδίο εστιάσεως ενός κλινικού φακού. Ζουμάρουν ασύμμετρα εκεί όπου η κλίμακα είναι εντελώς φυσική.

Η θεωριοκρατία και ο μικροφιλολογισμός, παρά τα ενδιαφέροντα ευρήματα που κομίζουν ενίοτε, έχουν απομακρυνθεί δραστικά από την λογοτεχνία. Μπορεί να την μελετούν, αλλά το κάνουν με έναν τρόπο που την μεταβάλλει «εις άλλο είδος», που αγνοεί και παραβλέπει εκείνα ακριβώς τα γνωρίσματα που την έχουν καταστήσει τέτοια, ήτοι λογοτεχνία. Την ερευνούν με τον τρόπο που ένας μικροβιολόγος προσεγγίζει έναν βάκιλλο, κάποτε και με ενδιαφέρον μικρότερο του δικού του.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ακαδημαϊκή γλώσσα μοιάζει σήμερα τόσο αποξηραμένη, τόσο στεγνή. Ο τύπος του πανεπιστημιακού δασκάλου που, διδασκόμενος από τους συγγραφείς που μελετά και σε δημιουργική ώσμωση μαζί τους, συνδυάζει στη γραφίδα του τη δύναμη της διεισδυτικής παρατήρησης και τη χάρη της καλλιέπειας σπανίζει όλο και πιο πολύ.

Αντιθέτως, έχουμε το αντίθετο φαινόμενο. Όλο και συχνότερα, λογοτέχνες και κριτικοί μιμούνται κακόζηλα την πανεπιστημιακή ξηρογραφία, ιδίως τη θεωριοκρατούμενη. Και άθελά τους προδίδουν έτσι ότι τη γλώσσα της ίδιας της λογοτεχνίας, την ικανότητά της να «εκφράσει», δηλαδή να περιγράψει τον κόσμο, δεν την πολυεμπιστεύονται. (περισσότερα…)

Ηλίας Μηνιάτης, Το δίλημμα του Ζάλευκου

*

Ζάλευκος, ὁ βασιλεύς τῶν Λοκρῶν, ἔκαμεν ἀνάμεσα εἰς τούς ἄλλους ἕνα νόμον, ὅτι ἑνός μοιχοῦ νά ἐβγάνωσι καί τούς δύο ὀφθαλμούς· δικαιότατος νόμος, νά χάνη τό φῶς τῶν ὀμμάτων, ὁποῦ εἶναι τό ἀκριβώτερον πρᾶγμα τῆς ζωῆς, ὅποιος ἐγγίζει τοῦ ἄλλου τήν τιμήν, ὅπου εἶναι τό ἀκριβώτερον πρᾶγμα τοῦ κόσμου.

Πρῶτος, ὅπου παρέβη τόν νόμον τοῦτον καί ἐπιάσθη εἰς μοιχείαν, ἐστάθη ὁ ἴδιος του υἱός καί ἀποφασίζει ὁ δικαιότατος βασιλεύς νά τοῦ δοθῇ ἡ πρέπουσα παίδευσις. Παρακαλοῦσιν ὅλοι οἱ ἄρχοντες, παρακαλεῖ ὅλος ὁ λαός τόν βασιλέα νά γένῃ ἵλεως πρός τόν υἱόν του, τόν διάδοχον καί κληρονόμον τῆς βασιλείας του, ἄλλ᾽ ἐκεῖνος στέκει στερεός εἰς τήν γνώμην του καί θέλει καλλίτερα νά φυλάξη τόν νόμον του, παρά τόν υἱόν του. Ἀλλ᾽ ἐπειδή αἱ μεσιτεῖαι καί αἱ παρακλήσεις τόν στενεύουσι δυνατά, ἄρχισε νά μαλακώνεται καί νά ἀκούῃ ὄχι μόνον δικαιοσύνην του, ἀλλά καί τήν πατρικήν ἀγάπην. Ἡ δικαιοσύνη – ἔλεγε συλλογιζόμενος μέ τόν ἑαυτόν του – ζητεῖ νά τυφλώσω τόν υἱόν μου, διατί εἶναι παραβάτης τοῦ νόμου μου· ἡ ἀγάπη ἡ πατρική ζητεῖ νά συμπαθήσω τόν υἱόν μου, διότι εἶναι γέννημα τῶν σπλάγχνων μου. Ἄν ἐγώ παραβλέψω τήν δικαιοσύνην μου καί δέν τόν παιδεύσω καθώς πρέπει, εἶμαι ἄδικος κριτής· ἄν παραβλέψω πάλιν τήν ἀγάπην τήν πατρικήν καί τόν τιμωρήσω καθώς πρέπει, εἶμαι ἄσπλαγχνος πατήρ.

Ἄχ τύχη! καί ἄν ἐγώ ἔμελλον νά εἶμαι πατήρ, διά τί νά μέ κάμῃς κριτήν; ἄχ φύσις! καί ἄν ἐγώ ἔμελλον νά εἶμαι κριτής, διατί νά μέ καμῃς πατέρα; μά πῶς; ἀμφιβάλλω; ἐγώ εἶμαι δίκαιος κριτής, ἡ δικαιοσύνη εἶναι τυφλή καί δέν βλέπει εἰς τοῦ πταίστου τό πρόσωπον…, μά πάλιν τί ἀποφασίζω; ἐγώ εἶμαι φιλότεκνος πατήρ καί ἡ ἀγάπη εἶναι ὁμοίως τυφλή, καί δέν βλέπει τοῦ πταίστου τό πταίσιμον. Εἶμαι βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νά παιδεύσω, μά καί ὡς βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νά συγχωρήσω· καί νά μή φυλάξω ἕνα υἱόν, ὁποῦ ἐγώ ἐγέννησα; τί νά κάμω ὁ δυστυχής, καί κριτής καί πατήρ; εἶναι τάχα μέσον νά φυλάξω καί τόν νόμον μου, νά φυλάξω καί τόν υἱόν μου;

Ναί. Ἐδῶ χρειάζεται νά ἐβγοῦσι δύο μάτια· ἄς ἔβγῃ ἕνα ἀπό τά μάτια μου, ἄς ἔβγῃ καί ἄλλο τοῦ υἱοῦ μου· ἄς δώσῃ ἐκεῖνος τό ἕνα, διατί εἶναι πταίστης, ἄς δώσω καί ἐγώ τό ἄλλο, διατί εἶμαι πατήρ· μέ τοῦτο θέλω εὐχαριστήσει τήν δικαιοσύνην μου καί τήν ἀγάπην μου· μέ τοῦτο θέλω φυλάξει τόν νόμον ου καί τόν υἱόν μου· μέ τοῦτο θέλω φανῇ καί κριτής δίκαιος καί πατήρ φιλότεκνος. Ἔτσι ἔγινεν ἀκροαταί. Ἐδῶ δύο μάτια ἐχρειάζοντο, ὅμως ἀπό τό ἕνα μέρος, διά νά πληρωθῇ ὁ νόμος καί νά παιδευθῇ τό πταίσιμον, ἀπό τό ἄλλο διά νά φυλάξη ὁ κριτής πατήρ τήν ἀγάπην του, ὁ πταίστης υἱός τό φῶς του, εὑρέθη τοῦτος ὁ μέσος ὅρος, νά δώσῃ τό ἕνα ὁ πατήρ καί τό ἄλλο ὁ υἱός. Τοῦτο εἶναι ἕνα παράδειγμα ἐξαίρετον, ἀνάμεσα εἰς ὅλας τάς ἱστορίας, μιᾶς ἄκρας καί βασιλικῆς δικαιοσύνης καί συγκαταβάσεως πατρικῆς.

ΗΛΙΑΣ ΜΗΝΙΑΤΗΣ (1669-1714)
Εἰς τό Σωτήριον Πάθος Α΄, απόσπασμα

*

Μαύρα καράβια τα όνειρά μας

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

Μαύρα καράβια τα όνειρά μας

Ασπρίζει η καρδιά μου από τη λύπη βλέποντας πως το ορθοπολιτικό κίνημα στα γράμματά μας είναι ακόμα δειλό και άτολμο. H προφορική μας παράδοση ωστόσο επιβάλλεται να επανεξεταστεί αυστηρά και η γραμματεία μας να ξαναγραφτεί απ’ την αρχή, προκειμένου να απαλλαγεί από τα γλωσσικά ανομήματα της λευκής πατριαρχίας. Ένα απ’ αυτά, για παράδειγμα, συσχετίζει δυσφημιστικά το μαύρο χρώμα με τη θλίψη και τον θάνατο ενώ συνδέει το λευκό με θετικές αξίες. Έτσι, ξεκινώντας από τη μυθολογία και την τραγωδία, προτείνω τα πρόσημα να αντιστραφούν. Οι μαύρες Ευμενίδες ν’ ασπρίσουν από το κακό τους και ο Θησέας να προξενεί τον θάνατο του πατέρα του σηκώνοντας κατά λάθος άσπρο πανί. Η μαύρη χολή του Αχιλλέα να ωχριάσει και οι μαύρες σκιές που τριγυρίζουν τον Οδυσσέα στον Άδη να γίνουν λευκές οπτασίες. Ο Χάρος να πάψει ν’ απεικονίζεται ως μαύρος καβαλάρης και τα νερά της Στυγός να ρέουν γαλακτόχρωμα. Ακολούθως, η δήλωση του Σωκράτη, «λευκή στάθμη ειμί προς τους νέους», είναι αναγκαίο ν’ αλλάξει φιλοσοφικό χρωματισμό και να γίνει μαύρη στάθμη. Ο στίχος του Σολωμού, γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα, να εξοριστεί από τα αναγνωστικά μας για τη ρατσιστική του παρομοίωση, όσο για την ποιητική του κόρη, ας επιτραπεί να κατεβαίνει απ’ το βουνό αλλά μόνο μαυροντυμένη. Τα υπόπτου πολιτικής αποχρώσεως μαύρα ερείπια της καβαφικής Πόλεως θα πρέπει να βαφτούν άσπρα και το απαράδεκτο για τις ιδεολογικές του παρασημάνσεις Εν Λευκώ του Ελύτη, να τιτλοφορηθεί εκ νέου Εν Αμαυρώ. Η διαλεύκανση μιάς εκκρεμούσας αστυνομικής υποθέσεως να κοινοποιείται ως διαμαύρωση, καθαρό ποινικό μητρώο να λογίζεται το μαύρο και, αντιθέτως, η αμαύρωση της φήμης ενός αδίκως κατηγορούμενου να στηλιτεύεται εφεξής ως λεύκανση. Η λευκή κάρτα, ως μεταφορική ένδειξη εμπιστοσύνης, να αντικατασταθεί με την επίδοση μαύρης κάρτας και εκφράσεις όπως, η μαύρη μου η μοίρα, να λογοκριθούν απηνώς ενώ πάσα κακοτυχία να ντυθεί στα λευκά. Το μαύρισμα ενός υποψηφίου στις εκλογές να τραπεί σε άσπρισμα και η μαύρη ώρα της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου να γυρίσει σε λευκή. Τα μαύρα ταμεία των διεφθαρμένων επιχειρήσεων να ονομάζονται πλέον πάλλευκα, η μαύρη ψυχή ενός κακούργου να καταγγέλλεται ως λευκή και την ώρα της κρίσεως να γκρεμίζεται σε άσπρα βάραθρα. Γενικότερα, ο μονομερής παραλληλισμός της αθωότητας με τη λευκότητα χρήζει ανατροπής, όθεν η υπεράσπιση μιάς συνειδήσεως λευκής ως περιστερά να γίνει μαύρη σαν καλιακούδα. Τέλος, το βαμμένο στην προκατάληψη δημοτικό τραγούδι, μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες, να διαγραφεί από τα ιστορικά μας κατάστιχα, μπας και ξημερώσει επιτέλους και για μας μια μαύρη μέρα! (περισσότερα…)

Ορέστης Αλεξάκης (2.10.1931-16.5.2015)

*

ΕΚΛΥΣΗ

Με παρασύρεις σ’ ένα φως που εξουθενώνει
Νιώθω το θαύμα σαν απέραντη ενοχή
Βρίσκομαι κάπου σε μιαν άγνωστη εποχή
Ξάφνου μυρίζω τα μαλλιά σου και νυχτώνει

Κρύψε με μέσα στους μυχούς του σώματός σου
Μια μεταμόρφωση στο χρόνο προσπαθώ
Δόσε μου σχήμα, δόσμου βάρος να βρεθώ
προστατευμένος στον ασύλητο βυθό σου

Μη λησμονείς τη σκοτεινή συνωμοσία
Τον Επισκέπτη τον Επόπτη το Γιατρό
Μ’ έχουν καρφώσει σ’ έναν πέτρινο σταυρό
ν’ αντιμετριέμαι με τη σκόνη στα μουσεία

Χιόνι σα θάνατος το θάλαμο σκεπάζει
Μέσα σε δάσος αγαλμάτων περπατώ
Λες κι’ είναι ο κόσμος ένα βλέφαρο ανοιχτό
μ’ απ’ όπου δε θυμάμαι ποιος και πού κοιτάζει

Σ’ έχω ανασύρει μα κανείς δεν το ’χει μάθει
Κρύβω το σκάφανδρο στα υπόγεια του ναού
Σ’ αγγίζω – αγγίζω το μυστήριο του θεού
λουσμένος πάλι σ’ άγιο φως κι’ ανίερα πάθη

Αγαθά παιγνίδια, 1994

*