Month: Ιανουαρίου 2023

Τρία τραγούδια

*

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

*

ΔΕΚΑ ΦΥΛΑΧΤΑ

Σκουπίδια από μετάξι
σταλάζω χάος στην τάξη
με μια κοπέλα στη γωνιά
Ραγκαβή και Καλλιγά
– είμαι μια λυρική μυθιστορία
από το Μοναστήρι κι ώς την Τροία.

Κάτι δονεί με ρεύμα τη ρωμέικη καρδιά
και τούτη την απόκρυφη πανσέληνη βραδιά.
Την κοπελιά τη λεν Βασάντα
και τώρα που μετράω σαράντα
Ιούλιους θα σου μιλήσω γραικικά:

από Χριστό κι από Ελιγιά
Φριζή, Δαμασκηνό, καλλιά
στο Ρέθυμνο να σ’ εύρει το δι’ ευχών
στα χέρια μέσα σύντροφων πιστών
κι ας είναι Οκτώβρης· μια χρονιά με δέκα φυλαχτά.

~.~

ΡΕΒΙΘΙΑ

Τώρα το ξέρουμε, δεν είπαν την αλήθεια
προδώσαν την πατρίδα τους για μια μπουκιά ρεβίθια·

εσύ όμως ασκητεύεις πάνω σε μια ξέρα
λιγόψυχος, από την κόλαση πιο πέρα
εκεί που το αλμυρό νερό ποτίζει το αλμυρίκι
μακριά από το φθινόπωρο, που γλυκοανθεί το ρείκι. (περισσότερα…)

Advertisement

Ευγένιος Αρανίτσης, Νίκος Καρούζος [αναθεωρημένη εκδοχή, 2002]

*

Στις 15 Ιανουαρίου αναρτήσαμε στη στήλη «Αναδρομές» του ΝΠ το ποίημα «Νίκος Καρούζος (1926-1990)» του Ευγένιου Αρανίτση, από το βιβλίο του Ποιήματα και πράξεις (1980-1993), Ίκαρος 1993. Ο ποιητής μάς πληροφόρησε ότι υπάρχει εν τω μεταξύ μια νεώτερη, αναθεωρημένη εκδοχή, δημοσιευμένη στην ανθολογία του Θ. Νιάρχου, Ποιητές για ποιητές. Χειραψία πάνω από την άβυσσο, Καστανιώτης 2002 (β’ έκδοση 2004).

Η αντιβολή των δύο εκδοχών έδειξε ότι σε μεγάλο βαθμό έχουμε να κάνουμε με ένα καινούργιο ποίημα, συγγενικό ασφαλώς σε πολλά με το αρχικό, αλλά και ουσιωδώς αποκλίνον σε άλλα. Με την άδεια του Ευγένιου Αρανίτση, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά, αλλά και με την πεποίθηση ότι μια συγκριτική ανάγνωση παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον, παραθέτουμε σήμερα και τη δεύτερη αναθεωρημένη εκδοχή.

~ . ~

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ  

Οι ώρες είναι σκιές στα σκαλοπάτια
που κατεβαίνουν ως τους πεθαμένους
μας ποιητές. «Της άβυσσος τα μάτια»,
είπε ο Νίκος, «βλέπουν μαγεμένους
γκρεμούς όπου περπάτησε η Venus
Obscura. Μα, στης τρέλας το κρεβάτι, Α-
φροδίτη και Παρθένος γίνοντ’ ένα.
Το έμαθ’ απ’ τη μάνα μου. Απένα-

ντι σ’ ένα τέτοιο δράμα θα ορίσει
ο ποιητής το έργο, στην οθόνη
της μνήμης προσπαθώντας να κρατήσει
όχι αυτό που τρέμει και τελειώνει,
αλλά την όψη ’κείνου που ακόμη
κι ο θάνατος αρνείται ν’ αντικρίσει:
το Βλέμμα Του Πατέρα, την ερκάνη
μιας γλώσσας που αδιάκοπα θα φτάνει

»στην άκρα σιωπή… Ούτε που ξέρω
αν σώπασα στη σκέψη ή στην πράξη»,
προσέθεσε. «…Εφόσον ο Αχέρο-
ντας θα μας έχει δέσμιους στην τάξη
του θανάτου, να λες “Θεός φυλάξοι”
όταν βρεθείς απέναντι σε γέρο
γιατί τελειών’ η βάρδια του σε λίγο».
«Και η δική σου;» «Σίγουρα… Θα φύγω

για κεί όπου ο νους –η συμμετρία
ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι–
γιατρεύει την παλιά μοιρολατρία.»
Σωστά μιλούσε έτσι για τον Άδη
αλλά –του είπα– μένει το ψεγάδι
της σκέψης πως υπήρξε η πορεία
του χρόνου γραμμική. «Σιγά μην ήταν!
Εμένα μου θυμίζει τη σαΐτα (περισσότερα…)

Η στοχαστική Μέσα Μάνη

*

του ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΖΑΧΑΡΕΑ

Όταν η οργισμένη θάλασσα φαίνεται να ρουφά αυτό το κομμάτι της λακωνικής γης με τους απόκρημνους και επικίνδυνους βράχους, φόβος δεν υπάρχει, μόνο δέος και θαυμασμός! Το μανιάτικο τοπίο δημιουργεί στον επισκέπτη σκέψεις και περισυλλογή. Είναι τόσο δυνατή η μορφολογία του εδάφους σε συνδυασμό με την θαλασσινή απεραντοσύνη, ώστε επιβάλλεται αμέσως στον επισκέπτη. Το τοπίο καθηλώνει τον άνθρωπο, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο σ’ άλλα μέρη της χώρας, όπου ο επισκέπτης κυριαρχεί στο τοπίο. Είναι δύσκολο ή μάλλον αδύνατο να βγει μια παρέα από ένα αυτοκίνητο σε οποιοδήποτε μέρος της Μέσα Μάνης και ν’ αρχίσει να τραγουδά ή να ακούει δυνατά μουσική. Ο περίγυρος, το χώμα, οι πέτρες, οι άνθρωποι, το φως, τα αγριολούλουδα, τα θυμάρια και τα φασκόμηλα, όλα μαζί σε προτρέπουν σε έντονη ενδοσκόπηση. Τ’ αγέρωχα τοπία, μαζί με τους πύργους του Πολέμου, η παλλόμενη ιστορική μνήμη, δημιουργούν εντάσεις διανοητικές και ψυχικές στον κάθε «ψαγμένο» και ευαίσθητο οδοιπόρο.

Η περιπλάνηση μου στα δυσπρόσιτα μανιάτικα εδάφη, η επαφή με τους ανθρώπους της, είναι συνεχής, πολύχρονη. Ίσως πουθενά αλλού δεν στοχάζεται κανείς, παρά μόνο ξεκινώντας από τις Στέρνες για να φθάσει στη Σπηλιά του Άδη με τη μικρή βάρκα, πως το σύνολο της προσωπικής μας ζωής δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διαδικασία της γέννησής μας και ο φυσικός θάνατος δεν είναι παρά ο πλήρης κύκλος της γέννησής μας.

Κολυμπώντας μόνος στο εσωτερικό της Σπηλιάς του Άδη, ενώ τα θαλασσοπούλια πετούσαν αδιάκοπα έξω από τις φωλιές τους, συγκλονιστικό ήταν το θέαμα, ζωηρές οι μεταφυσικές αναζητήσεις, ενώ ενστικτωδώς είχα στα χείλη μου ένα ειρωνικό μειδίαμα που ο Τόμας Μαν αποκαλούσε «το πιο βαθύ και συναρπαστικό πρόβλημα του κόσμου». Το νόημα, αλλά και η ενδεχόμενη εκμηδένιση της φυσικής ύπαρξης, είχε ταυτιστεί με τη μοναδική εικόνα και τον περίγυρο της Σπηλιάς.

Οι μανιάτικοι πύργοι του Πολέμου είναι από τα πιο εντυπωσιακά μνημεία της χώρας, και όχι μόνο της λακωνικής γης. Ιστορίες και θρύλοι καλύπτουν τα ιστορικά αυτά κτίρια, που πολλές φορές ξεπερνούν σε ύψος τα 15 έως 20 μέτρα. Χωρίς πολλά παράθυρα, κτισμένοι με σκούρες πέτρες, με τις «ζεματίστρες» πάνω από την κεντρική είσοδο για να ρίχνουν καυτό λάδι σε εχθρούς και αντιπάλους. Οι πολεμόπυργοι της Μάνης είναι μνημεία σοβαρότητας, δωρικότητας και αλήθειας. Σ’ όλο τον δρόμο, από τον Δυρό έως τον Γερολιμένα, πάνω και κάτω από την άσφαλτο, είναι εντυπωσιακή η εικόνα χωριών και οικισμών περιτριγυρισμένων από τους μανιάτικους πύργους. Έχει κανείς την εντύπωση πως κατά μήκος της διαδρομής θα εμφανιστούν βυζαντινοί ιππότες, με τ’ άλογα και τις πανοπλίες τους, για να επιτεθούν εναντίον των εισβολέων ή των πειρατών. Οι πύργοι του Πολέμου της Μέσα Μάνης είναι αρχαίο στοιχείο ενός περήφανου και αδούλωτου λαού. Ας θυμηθούμε πως ο Ναπολέων αποκαλούσε τους Μανιάτες κατ’ ευθείαν απογόνους των αρχαίων Σπαρτιατών. Σήμερα, ελάχιστοι είναι σε καλή κατάσταση, πολλοί είναι ερειπωμένοι, ενώ στον προηγούμενο αιώνα ο αριθμός τους έφθανε τους 700-800.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες ενός πολεμόπυργου στη Λάγια, αντίκρισα το εκπληκτικό τοπίο των ελαιώνων, των άλλων πύργων και της άγριας θάλασσας. Σκεπτόμουν πως ο σύγχρονος άνθρωπος, και ιδιαίτερα της πολύπαθης πατρίδας μας, όταν περιβάλλεται από κινδύνους σοβαρούς, αναζητά μέσα από την πνευματική ευταξία διέξοδο προς το καλύτερο. Αισθάνθηκα επίσης, ότι όπου καιροφυλακτεί κίνδυνος μεγάλος, εκεί κοντά υποφώσκει η σωτηρία και η ελπίδα, τις οποίες ανακαλύπτουμε στην έξαρση της παιδείας και της κουλτούρας. Καθώς απουσιάζουν από την εποχή μας και τη χώρα οι ολιστικές σωτήριες εναλλακτικές λύσεις του παρελθόντος –θρησκευτικές, φιλοσοφικές, κοινωνικές– μόνο η διατήρηση της κουλτούρας αντιμετωπίζει τους κινδύνους του υπερκαταναλωτισμού και ελέγχει τ’ αλλοτριωτικά φαινόμενα. Είναι η κουλτούρα που έρχεται σε αντίθεση με την ασυδοσία της ελεύθερης αγοράς, τη Βαβέλ του θεάματος και του τζόγου και την κοινωνική περιθωριοποίηση. (περισσότερα…)

Οχτώ ποιήματα για τον Άρη Μπερλή

*

Προλόγισμα-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Δεινός μεταφραστής της πεζογραφίας και του δοκιμίου, αλλά και της ελευθερόστιχης ποίησης, όπως του Ουρλιαχτού του Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Άρης Μπερλής απέφευγε την έμμετρη. Τόσο που, συχνά, όταν έπεφτε σε συγγραφείς που παρέθεταν έμμετρους στίχους, απευθυνόταν σε φίλους του ποιητές και μεταφραστές, καθώς τους θεωρούσε «αρμοδιότερους». Είχα την τύχη να είμαι ένας από αυτούς. Με την αφορμή των πέντε ετών από την εκδημία του, συγκέντρωσα εδώ οχτώ τέτοιες μεταφράσεις αγγλόγλωσσων ποιηματών που έγιναν κατά παραγγελία δική του τη δεκαετία του 2000. Κάποιες από αυτές, αρχικά αποσπασματικές, τις συμπλήρωσα εδώ για τον σκοπό αυτής της δημοσίευσης, μια-δυο τις άφησα ώς είχαν. Οι περισσότερες περιστρέφονται γύρω από το θέμα του θανάτου και ανήκουν στην μεγάλη ρομαντική παράδοση του 19ου αιώνα, που ο Άρης τόσο αγαπούσε. Τις αφιερώνω στη μνήμη του. – ΚΚ

~.~

Walter Raleigh (1552-1618)

ΤΙ ’ΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ ;

Τί ’ναι η ζωή μας; μια παράσταση παθών·
Τί ’ναι η χαρά μας; μια αρμονία διχασμών·
Ήδη στης μάνας μας τη μήτρα ηθοποιοί,
Ρούχα προβάρουμε για μια βραχεία σκηνή.
Ο Ουρανός είναι ο αδέκαστος θεατής
Που απαριθμεί τα λάθη μας, βουβός κριτής.
Το μνήμα που απ’ το φως το εταστικό μάς κρύβει
Μοιάζει αυλαία ενός δράματος που λήγει.
Κι έτσι ώς το τέλος, παίζοντας, τραβάμε εμπρός –
Ο θάνατός μας είναι μόνο αληθινός.

~ . ~

William Wordsworth (1770-1850)

ΧΑΡΤΙΑ, ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΡΑΤΑ!

Ω σήκω, σήκω, φίλε! Τα βιβλία παράτα,
διπλός θα γίνεις όπως πας.
Σήκω λοιπόν! Διώξ’ τον καπνό απ’ τα μάτια,
προς τι ο κόπος σου όλος κι ο μπελάς…

Βιβλία! Τι κολοκύθι ανιαρό, τι τιποτένιο,
έλα ν’ ακούσεις το γαρδέλι στο κλαδί.
Πόσο γλυκιά λαλιά την έχει! Όρκο παίρνω,
σοφία τόση δεν θα βρεις παρά εκεί…

Απ’ τ’ ανοιξιάτικα τα δάση ένα αεράκι
για των ανθρώπων πιο πολλά έχει να σου πει
την καλοσύνη ή το κακό φαρμάκι
απ’ τους σοφούς όλους που ζουν πάνω στη γη. (περισσότερα…)

Άρης Μπερλής, Από τα ελληνικά στα ελληνικά

*

Στις 28 Ιανουαρίου συμπληρώνονται 5 χρόνια από τον θάνατο του δοκιμιογράφου, κριτικού και μεταφραστή Άρη Μπερλή (1944-2018). Τιμώντας τη μνήμη του εξαίρετου συγγραφέα και αγαπημένου φίλου, το ΝΠ του αφιερώνει τη σημερινή και την αυριανή του ανάρτηση. Σήμερα, αναδημοσιεύουμε την ομιλία για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις την οποία ο Μπερλής εκφώνησε στις 10 Οκτωβρίου 2006, στη Στοά του Βιβλίου, σε εκδήλωση με θέμα «Σολωμός, Παπαδιαμάντης, Ροΐδης: από τα ελληνικά στα ελληνικά. Συζήτηση για τις ενδογλωσσικές περιπέτειες των κειμένων». Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης οι Δημήτρης Δημηρούλης και Δημοσθένης Κούρτοβικ ενώ είχαν προσκληθεί και οι Άρης Μαραγκόπουλoς, Γιώργος Αριστηνός και Δημήτρης Καλοκύρης, μεταφραστές του Σολωμού, Παπαδιαμάντη και Ροΐδη αντίστοιχα, οι οποίοι δεν θέλησαν να συμμετάσχουν.

~ . ~

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΕΙΣ

Είναι κρίμα που η άλλη πλευρά αρνήθηκε να παραστεί και να συζητήσει ή και να διαπληκτιστεί μαζί μας. Η εκδήλωση θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα ανταλλάσσονταν επιχειρήματα, ενδεχομένως και βαριές κουβέντες, θα μας κατηγορούσαν για ελιτισμό, θα τους κατηγορούσαμε για λαϊκισμό, και πάει λέγοντας – κάπως έτσι προάγεται ο πνευματικός διάλογος, σοβαρολογώ, αυτό είναι που γενικότερα μας λείπει, η συζήτηση με τη σωστή αναλογία ψυχραιμίας και πάθους, νηφαλιότητας και παρρησίας, ακόμη και επιθετικότητας.

Διατύπωσα τις αντιρρήσεις μου στις μεταγλωττίσεις από τα ελληνικά στα ελληνικά, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στον τύπο. Θα συνοψίσω εδώ το βασικό μου επιχείρημα. Ο μεταφραστής της Πάπισσας Ιωάννας ή της Φόνισσας ή άλλου λογοτεχνικού κειμένου του 19ου αιώνα στη σύγχρονη ελληνική δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, είναι χαμένος από χέρι – οπότε το όλο εγχείρημα δεν έχει νόημα. Η αναμέτρηση με το πρωτότυπο είναι άνιση, η σύγκριση αναπόφευκτη, η υστέρηση μοιραία. Το ανυπέρβλητο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο μεταγλωττιστής (πρόβλημα που δεν το αντιμετωπίζει ο μεταφραστής κειμένου από ξένη γλώσσα) είναι ότι το πρωτότυπο είναι γραμμένο στην ίδια γλώσσα. Το μετάφρασμα έχει ανταγωνιστικό κείμενο, μέσα στην ίδια γλώσσα. Κείμενο εκτυφλωτικής ακτινοβολίας που καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε απόπειρα ενδογλωσσικής διατύπωσής του. Κι ας μην ειπωθεί ότι η καθαρεύουσα του Ροΐδη ή του Παπαδιαμάντη είναι άλλη γλώσσα, διαφορετική από τη σύγχρονη νεοελληνική. Διότι τότε, παράλληλα με το ιδεολόγημα της αδιάσπαστης και ενιαίας ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, όπου τάχα ανατρέχουμε γλωσσικά τους αιώνες μπρος-πίσω χωρίς πρόβλημα, θα έχουμε και το εκ διαμέτρου αντίθετο ιδεολόγημα, του ιστορικού κατακερματισμού της εθνικής γλώσσας σε πολυάριθμες γλωσσικές περιόδους ή εξελικτικές φάσεις, που σημαδεύονται από τόσο βίαιες ρήξεις της συνέχειας ώστε μέσα σε εκατό πενήντα, εκατό ή και σε πενήντα χρόνια, μπορεί και σε λιγότερα, η γλώσσα να αλλάζει τόσο ριζικά ώστε να χρειάζεται μετάφραση. Αυτό μπορεί να μην τέθηκε ρητά αλλά συνάγεται αφ’ ης στιγμής τίθεται θέμα μετάφρασης κειμένων που είναι κοντά, πολύ κοντά σε μας, κειμένων που υποτίθεται ότι είναι δύσβατα, δύσληπτα ή και ακατανόητα πια για τους περισσότερους σημερινούς χρήστες. Και ποιοι είναι αυτοί οι περισσότεροι; Είναι κυρίως οι μάζες των απαίδευτων νέων παιδιών –αυτό ειπώθηκε ως επιχείρημα– που, λόγω ελλιπούς παιδείας ή των περισπασμών της σύγχρονης ζωής δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα κείμενα. (περισσότερα…)

Jacqueline du Pré (1945-1987)

*

ΚΟΝΣΕΡΤΟ ΣΕ ΜΗ ΥΦΕΣΗ

μνήμη Jacqueline du Pré

Στὴν ἐποχή μου δὲν ἦταν καλύτερα.
Ἴσως λιγότερο στρὲς ἀλλὰ περισσότερος πόνος ―
τουλάχιστον γι’ αὐτὰ ποὺ ἐγὼ ϑυμᾶμαι.

Νὰ μιλήσω γιὰ τὶς θυσίες, τὴ σκληρὴ δουλειά;
Κάθε κονσέρτο ἔχει cadenza μὰ τελικὰ
διευθύνει ὁ μαέστρος.

Μετὰ τὸ adagio ἀκολουθεῖ τὸ allegro.

Ἄφησα τὴ σκηνὴ νωρίς· ϐάρυνε τὸ δοξάρι
καὶ ἔγινα δασκάλα. Τὸ κόλπο
εἶναι ν’ ἀγαπᾶς τὴ μελωδία ποὺ παίζεις.

Τώρα ποὺ τὰ δάχτυλα βρῆκαν τὴ φόρμα τους
στὴν Ἐδὲμ ἀκούγονται αἰθέρια vibrato ―
ἑνὸς Σούμαν, ἑνὸς Ἔλγκαρ.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ

~ . ~

Σὰν σήμερα, στὶς 26 Ἰανουαρίου 1945, γεννήθηκε ἡ σπουδαία Ἀγγλίδα τσελίστα Jacqueline du Pré. Διάσημη ἤδη στὰ 28 της χρόνια ἀναγκάστηκε νὰ διακόψει τὴν καριέρα της λόγῳ σκλήρυνσης κατὰ πλάκας. Πέθανε τὸ 1987 σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν.

*

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΣΤ΄: Γρηγόριος Ναζιανζηνός | Αποδόσεις του Ιγνάτιου Σακαλή (γ΄)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ

Επιλογές από το ποιητικό του έργο

Αποδόσεις του Ιγνάτιου Σακαλή  (γ΄)

Ο Ιγνάτιος Σακαλής παραμένει ο μόνος που μετέφρασε το σύνολο ποιητικό έργο του Ναζιανζηνού στη νεοελληνική γλώσσα. Παρά δε την συμπαράθεση των συγκεκριμένων αποδόσεων σε γνωστή θεολογική σειρά εκκλησιαστικής γραμματείας (Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας), τόσο ο τρόπος όσο και η διάθεση, η πρόθεση και η γλώσσα του Σακαλή στις αποδόσεις του παραμένουν εκδήλως ποιητικοί. Το σύνολο λοιπόν της μεταφραστικής του εργασίας, επιτρέπει την διεύρυνση των επιλογών μας, τόσο ως προς τα θέματα της ποίησης του Γρηγορίου όσο και ως προς την γλώσσα των αποδόσεων, καθιστώντας έτσι την παρουσίαση και την γνωριμία της ποίησης του Γρηγορίου εκτενέστερη και ουσιαστικότερη.

~·~

ΚΘ΄
Ἐναντίον τῶν γυναικῶν ποὺ καλλωπίζονται

Μὲ ψεύτικες πλεξοῦδες τὰ κεφάλια μὴν πυργώνετε, γυναῖκες,
τσακίζοντας τοὺς μαλακοὺς τραχήλους πάνω στοὺς σκοπέλους.
Καὶ μὴν ἀλείβετε τὶς θεϊκὲς μορφὲς μ᾽ ἄσχημα χρώματα,
ἔτσι ποὺ νὰ μὴν ἔχετε πιὰ πρόσωπο μὰ προσωπεῖο.
Οὔτε κεφάλι ξέσκεπο στὸν ἄντρα εἶναι σωστὸ ἡ γυναίκα
νὰ δείχνει οὔτε πλεξοῦδες μὲ χρυσόνημα δεμένες
ἢ καὶ μαλλιὰ στοὺς ὤμους της χυμένα δῶθε κεῖθε,
― μαλλιὰ μαινάδας ποὺ σκιρτοῦν σὲ αὔρα ἁπαλά·
οὔτε καὶ στὴν κορφὴ λοφίο νὰ φτιάχνει περικεφαλαίας,
βίγλα ποὺ ἀστράφτει γιὰ τοὺς ἄντρες ἀπὸ πέρα·
οὔτε μαλλιὰ ποὺ σὰν λινάρι ἁπαλὸ γιαλίζουν
κρυφὰ καὶ φανερά, στὸ μέτωπο στρωμένα,
φλόγες ξανθὲς πετοῦν ὅσα τὴν μπόλια ξέφυγαν,
ὥστε χεριοῦ ποὺ κόπιασε νὰ φαίνονται ἔργα,
ὅταν τὸν ποὺ δὲ βλέπει δάσκαλο, ἄπνοη εἰκόνα
στήνοντας μορφῆς, τὴν ὀμορφιὰ ἀπὸ κεῖ ἀντιγράφεις.

Ἡ φύση ἂν σοῦ ᾽δωσε ὀμορφιὰ μ᾽ ἀλοιφὲς μὴν τὴν κρύβεις
ἀλλὰ γιὰ τοὺς δικούς σας ἄνδρες μόνο καθαρὴ
κρατῆστε την, καὶ πόθου βλέμματα μὴ ρίχνετε σὲ ξένο
γιατί τ᾽ ἀνόσια μάτια ἀκολουθεῖ ἡ ψυχή.
Μ᾽ ἂν ὄμορφη δὲν ἔχεις γεννηθεῖ, τὴν ἄλλη ν᾽ ἀποφεύγεις
ντροπή, τὴν ὀμορφιὰ νὰ πλάθεις μὲ τὰ χέρια σου.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ δίνει ἡ γῆ, κι ἀγοράζουν οἱ κοινὲς
γυναῖκες, ποὺ γιὰ λίγες δεκάρες μοναχὰ πουλιοῦνται.
Τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ὅταν πλυθεῖ χάμω κυλᾶ κι οὔτε στὸ γέλιο
δὲ μένει, ὅταν τὰ μάγουλα χαλαρώνει ἡ χαρὰ
καὶ τῶν δακρύων τ᾽ αὐλάκια τ᾽ ἀσχημίζουν κι ἀπ᾽ τοῦ φόβου
τὸν ἱδρῶτα καὶ μὲ σταγόνες λίγες λιώνει.
Καὶ αὐτὰ ποὺ ἔλαμπαν πρῶτα μάγουλα χαριτωμένα
ἀπὸ χαρὰ μεγάλη, αἰφνίδια μὲ διπλὸ φάνηκαν χρῶμα
σκοῦρα, χιονάτα. Ὦ μελαχροινή, ροδομάγουλη,
πῶς μπορεῖς νά ᾽χεις ὁμορφιὰ ποὺ προδίνεται;
Γι᾽ ἀκίνητα εἶν᾽ αὐτὰ ἀγάλματα· γιὰ σένα αὐτὴ ἡ μορφὴ
ἀταίριαστη ποὺ μὲ διάφορα πάθη ἀλλάζει. (περισσότερα…)

Νίκος Ξανθόπουλος, Καταφυγή και παρηγορία για τον φτωχόκοσμο

*

τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗ

(Μὲ ἀφορμὴ τὸ βιβλίο: Νίκος Ξανθόπουλος, Ὅσα θυμᾶμαι καὶ ὅσα ἀγάπησα, Ἀθήνα, Ἄγκυρα 2005, σελ. 406 ‒ Μὲ ἕναν ψηφιακὸ δίσκο)

Τὸ βιβλίο τοῦ Νίκου Ξανθόπουλου Ὅσα θυμᾶμαι καὶ ὅσα ἀγάπησα εἶναι ἐκ τῆς προθέ­σεως τοῦ συγγραφέα του —τὸ μαρτυρεῖ καὶ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ τίτλου— καὶ ἐξ ἀντικειμένου πρωτί­στως αὐτοβιογραφία, κλασικὴ αὐτοβιογραφία, ὅπως τὴν ὁρίζει ἡ γραμματολογία, ἕνα εἶδος γρα­φῆς δηλαδή, ὅπου ὁ συγγραφέας καταγράφει τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τὰ θυμᾶται, προσπαθῶντας, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ ὁμολογεῖ οὔτε στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, νὰ δικαιω­θεῖ στὰ μάτια τοῦ ἀναγνώστη. Αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τῆς αὐτοβιογραφίας.

Τὸ βιβλίο τοῦ Νίκου Ξανθόπουλου εἶναι ἐπίσης, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ πρόθεση τοῦ συγ­γραφέα του, μαρτυρία τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ, ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ ἀφηγεῖται προκύπτει καὶ ἀναδεικνύεται, ἔστω καὶ πλαγίως φωτιζόμενη, ἔστω καὶ κατὰ ἕνα μέρος μόνο, μιὰ ὁλόκληρη ἐποχή, ἐκείνη ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸν πόλεμο τοῦ ’40, περνᾶ ἀπὸ τὴν Κατοχὴ καὶ τὴν Ἀντίσταση, διατρέχει τὸν Ἐμφύλιο καὶ τὴ μετεμφυλιακὴ δυστυχία καὶ φτάνει ὣς τὴ Μεταπολίτευση καὶ τὰ τωρινά. Μερικὲς φορές, μάλιστα, μαρτυρεῖ καὶ γιὰ παλαιότερα γεγονότα, ὅπως ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ποὺ ὁ συγγραφέας γνωρίζει μόνο ἀπὸ τὶς ἀφηγήσεις τῶν γο­νέων καὶ τῶν συγγενῶν του ἢ ἀπὸ τὶς συνέπειές τους.

Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ κλήθηκε νὰ διέλθει ὁ Νίκος Ξανθόπουλος, ἕνα φτωχὸ προσφυγόπου­λο δεύτερης γενιᾶς ἀπὸ τὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Νέας Ἰωνίας καὶ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ καὶ τὴν πορεία του σ’ αὐτὴν ἀφηγεῖται. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀφήγηση, ὀφείλουμε νὰ τὸ ὑπογραμμίσουμε, ἔχει δύο χαρακτηριστικά, τὴν ἐντιμότητα καὶ τὴ λιτότητα τῆς γραφῆς. Δὲν ἀποκρύπτει πράγμα­τα οὐσιώδη γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς γραφῆς, οὔτε τὰ ἐξωραΐζει, τὰ λέει ὅπως θὰ τὰ ἔλεγε σ’ ἕνα φίλο του μιὰ μέρα σ’ ἕνα ταβερνάκι τῆς γειτονιᾶς, ὅπως θὰ τὰ ἔλεγε στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Χωρὶς μεγαλοστομίες, χωρὶς περιττὰ λόγια, χωρὶς λογοτεχνικὲς φιοριτοῦ­ρες, μὲ λόγια ντρέτα καὶ σταράτα. Ὅπως θὰ τὰ ἔλεγε ἕνα παιδὶ τοὺ λαοῦ. Τὸ «παιδὶ τοῦ λαοῦ» τῆς Ἱστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου δὲν εἶναι κάποιος πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν ἀφηγητὴ Νίκο Ξανθόπουλο. (περισσότερα…)

Νίκος Ξανθόπουλος (14 Μαρτίου 1934 – 22 Ιανουαρίου 2023)

*
ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Νίκο Ξανθόπουλε, κοντεύεις τα ενενήντα
και ΤΟ ΠΑΙΔΙ είσαι ΤΟΥ ΛΑΟΥ μέχρι τα τώρα.
Εξήντα χρόνια κι αν απέχει το εξήντα,
ίδιος λαός κι ακόμα ίδια αυτή η χώρα.

Κι αν όλα «αλλάζουνε το δέρμα σαν το φίδι»₁
– όπως το γράφει ο ποιητής – ίδιο φαρμάκι
πίνει ο λαός, κι ίδια στημένο το παιχνίδι
από την Γαύδο ώς το Ιόνιο κι ώς την Θράκη.

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΥ ξαναρχίζει:
απ’ την Μικρά Ασία πάλι στην Ελλάδα.
Το κύμα δάκρυ αρμυρό, που αίμα αφρίζει,
σαν σε ταινία που ξανάδες και ξανάδα.

Ο ΓΙΑΚΟΥΜΗΣ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ κάθε χαμάλης
που κουβαλά μία ζωή όλο το δίκιο
κι όλο το άδικο του κόσμου υπό μάλης
αλλά με μάτια καθαρά και λόγο αντρίκιο.

ΑΠΟΚΛΗΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, όποιος έχει
ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ καταντήσει.
Κι εγώ ΑΓΑΠΗΣΑ ΚΑΙ ΠΟΝΕΣΑ, μα αντέχει
αυτός που ξέρει τον καημό του να γλεντήσει.

Λίγα ΤΑ ΨΙΧΟΥΛΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, όποιος προφτάσει.
Όμως Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΕ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΟΝΟ,
μπορεί με μια καλή κουβέντα να χορτάσει
και να ντυθεί με μια ζεστή ματιά σου μόνο.

Φταίει Η ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ή φταίει η τόση
απανθρωπιά, που «των τεράτων παίρνει όψη»;₂
Ποιος ΑΕΤΟΣ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΩΝ θα σηκώσει
κεφάλι, δίχως ο αφέντης να το κόψει;

Νίκο Ξανθόπουλε, μας έφαγε η κουλτούρα,
τα ειδικά effe, τα τέλειας λήψης πλάνα,
η foul και high-definition σαβούρα,
και λησμονήσαμε εντελώς την λέξη «μάνα»

και «φίλος», φίλος γκαρδιακός, «λόγο» και «μπέσα» –
γίναν ασπρόμαυρα σαν φιλμ μελό, φθαρμένο.
Την κοινωνία μου γαμώ, να χέσω μέσα
στο νέο που ’ν’ απ’ το παλιό πιο παλιωμένο.

Νίκο Ξανθόπουλε, μεγάλωσα μ’ εσένα,
με τις ταινίες, τα τραγούδια σου τα ωραία.
Όλα φτωχά και ταπεινά, μα στο καθένα
υπάρχει η αγάπη, που τα κάνει όλα σπουδαία!

Νίκο Ξανθόπουλε, την ποίηση απαρνιέμαι
στον χρόνο πίσω εάν δέχεσαι να πάμε.
Γίνε πατέρας μου, αφού ορφανός λογιέμαι,
κι εγώ φτωχόπαιδο, όπως ήμουν, θέλω να ’μαι

και να δουλεύω γκαρσονάκι εκεί στο πλάι
του παλαιοβιβλιοπωλείου της ταινίας,
γιατί εδώ που ζω – ο Θεός να με φυλάει! –
είμ’ ο Ξανθόπουλος μιας ξένης κοινωνίας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ
Από το βιβλίο Μαύρη Βίβλος της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, 2021

___________
₁ Μιχάλης Γκανάς
₂ Οδυσσέας Ελύτης

*

Αιμίλιος Ζαχαρέας (13 Απριλίου 1937 – 21 Ιανουαρίου 2023)

*

Στον Αρμα­γεδ­δώ­να των κομ­μα­τι­κών διε­νέ­ξε­ων, πέρα από κάθε ηθι­κή αξιο­λό­γη­ση, πα­ρα­τη­ρού­με με­λαγ­χο­λι­κά πως η αν­θρώ­πι­νη δρά­ση δεν πυρ­πο­λεί­ται πλέ­ον από τη φω­τιά της σύ­γκρου­σης ανά­με­σα στην πα­ρά­δο­ση και στην επα­νά­στα­ση. Εξα­ντλεί­ται στην προ­ο­πτι­κή του εδώ και τώρα.

Τα προ­βλή­μα­τα της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας του απελ­πι­σμέ­νου Έλλη­να πο­λί­τη προ­βάλ­λο­νται ως το «όρα­μα» των κομ­μά­των της εξου­σί­ας. Η ιστο­ρία και η προ­ο­πτι­κή του μέλ­λο­ντος δεν απο­τε­λούν πλέ­ον τον ορί­ζο­ντα της αν­θρώ­πι­νης δρά­σης, αλλά εί­ναι η στιγ­μή του πα­ρό­ντος εντός του οποί­ου εξα­ντλεί­ται στην από­λαυ­ση του πα­ρό­ντος, και εδώ βρί­σκε­ται το αδιέ­ξο­δο. Απαι­τούν οι πά­ντες την πλη­ρέ­στε­ρη πραγ­μά­τω­ση των επι­διώ­ξε­ων και συμ­φε­ρό­ντων τους, αλλά τη θέ­λουν τώρα. Προ­ω­θούν την επί­λυ­ση των οι­κο­νο­μι­κών και κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των, όχι σε κά­ποια μελ­λο­ντι­κή ημε­ρο­μη­νία, αλλά σή­με­ρα. Το πολύ αύ­ριο.

Σε μια τέ­τοια κα­τά­στα­ση η αν­θρώ­πι­νη ευ­φυ­ΐα στέ­κε­ται ανί­κα­νη να πα­ρά­γει συμ­βο­λι­κές εμπει­ρί­ες ικα­νές να δη­μιουρ­γή­σουν συ­ναι­νέ­σεις. Αντι­θέ­τως, οδη­γεί­ται σε μια κοι­νω­νι­κή στά­ση που κλυ­δω­νί­ζε­ται στο πα­ρόν, στο εφή­με­ρο, με την απλη­στία να κα­τα­να­λώ­νει τα πά­ντα εδώ και τώρα. Ο μη­δε­νι­σμός στο από­γειό του.

Αυτό εί­ναι το κλί­μα μέσα στο οποίο κα­λεί­ται να το­πο­θε­τη­θεί ο αρι­στε­ρός-(ή) σή­με­ρα. Δεν εί­ναι ίσως πολύ δύ­σκο­λο να δια­πι­στώ­σει πως η αρι­στε­ρά απο­τε­λεί το φω­τι­σμέ­νο κα­ντη­λά­κι στο σκο­τά­δι που μας τρι­γυ­ρί­ζει. Να κρα­τη­θεί αναμ­μέ­νη η φλό­γα αυτή, έστω και αν πολ­λές φο­ρές τρε­μο­σβή­νει από λάθη μας, για­τί απο­τε­λεί­ται από αν­θρώ­πους που ενώ προ­σφέ­ρουν ό,τι μπο­ρούν για τη βελ­τί­ω­ση του πα­ρό­ντος, εξα­κο­λου­θούν να στο­χά­ζο­νται πως ο άν­θρω­πος μπο­ρεί, ίσως, να προ­γραμ­μα­τί­σει την ιστο­ρία του.

Η προ­σπά­θεια αυτή εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νη απο­λύ­τως με τους αν­θρώ­πους εκεί­νους οι οποί­οι επι­χεί­ρη­σαν στην πρά­ξη, όχι μό­νο στη θε­ω­ρία, το πιο ση­μα­ντι­κό κοι­νω­νι­κό πεί­ρα­μα του αιώ­να που μό­λις μας εγκα­τέ­λει­ψε. Ηττή­θη­κε το με­γα­λειώ­δες αυτό εγ­χεί­ρη­μα στη Μεγά­λη Πτώση του 1989-1991. «Εκεί όμως που υπάρ­χει κίν­δυ­νος, με­γα­λώ­νει η ελ­πί­δα» μας θυ­μί­ζει ο Χαίλ­ντερ­λιν. Και μας προ­τρέ­πει να μελετήσουμε και πάλι εξο­νυ­χι­στι­κά τις κοι­νω­νι­κές συ­γκρού­σεις της επο­χής μας και να αναζητήσουμε μια θε­τι­κή έξο­δο απ’ αυ­τές. Να στραφούμε στον πνευ­μα­τι­κό ορί­ζο­ντα τον χω­ρίς όρια και να εγκα­τα­λεί­ψου­με τα με­τα­φυ­σι­κά άλ­μα­τα στο κενό.

Νομί­ζω πως κα­θή­κον, αλλά και δι­καί­ω­μα της αρι­στε­ράς εί­ναι η προ­σή­λω­σή της και η κι­νη­το­ποί­η­σή της προς τους σκο­πούς αυ­τούς. Δεν εί­πα­με πα­ρα­πά­νω πως εί­ναι το κα­ντη­λά­κι που μας φω­τί­ζει στο σκο­τά­δι;

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΖΑΧΑΡΕΑΣ

Εφημερίδα Αυγή, Αύγουστος 2004

*