ΝΠ | Αφηγήματα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Λαμπριάτικος ψάλτης

*

Ἐὰν ὁ ἥρως τοῦ παρόντος διηγήματος ἦτο αὐτούσιος ὁ γράφων, τότε ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τίτλος θὰ εἶχε μᾶλλον τροπικὴν καὶ ἀλληγορικὴν σημασίαν. Διότι, ναὶ μέν, εὐδοκίᾳ τῆς θείας Προνοίας, εἶναι ἀληθὲς ὅτι καὶ χάρις εἰς τὴν φιλάδελφον προθυμίαν τοῦ χωρικοῦ καὶ ἀρχοντικοῦ φίλου μου κὺρ Γιάννη Πεντελιώτου, ἀξιοῦμαι σχεδὸν κατ᾽ ἔτος ἀνελλιπῶς, κατὰ τὰς περιδόξους ταύτας ἡμέρας, νὰ συμψάλλω ἐναμίλλως μετ᾽ αὐτοῦ, ὑποβαστάζοντος διὰ τῆς χειρὸς τὰ γυαλιά του, ἀγαπῶντος τὸ πολίτικον ὕφος, παρατείνοντος ἐπ᾽ ἄπειρον τὰ μουσικὰ κῶλα καὶ τὰς καταλήξεις του, εἰς τὸν μικρὸν ἀγροτικὸν ναΐσκον τοῦ χωρίου Θ. ὅπου μυροβολεῖ ἑλισσόμενον εἰς κυανοῦς στεφάνους τὸ μοσχολίβανον, περιβάλλον ὡς διὰ φεύγοντος πλαισίου τοὺς ἀκτινωτοὺς στεφάνους καὶ τὰς σεμνὰς ὄψεις τῶν ἁγίων, καὶ ὅπου μὲ τὰς κεντητὰς ποδιάς των καὶ τὰ λευκὰ κολόβια αἱ νεαραὶ χωρικαὶ προσέρχονται φέρουσαι ἀγκαλίδας ρόδων καὶ ἴων καὶ θημωνίας ὅλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι μὲ λόφους ἀνθέων τὸν πενιχρὸν ἐπιτάφιον, μὴ ἔχοντα ἀνάγκην ἄλλης πολυτελείας. Ἐκεῖ εἰσβάλλει οὐλαμὸς ὅλος αὐτοσχεδίων ψαλτῶν, κρατούντων ἀνὰ ἓν φυλλάδιον τοῦ ἐπιταφίου εἰς τὴν χεῖρα, οἵτινες φιλοτιμοῦνται νὰ ψάλλωσιν ἐν σπαρακτικῇ παραφωνίᾳ τὰ ἐγκώμια, καταστρέφοντες διὰ κωμικῶν σφαλμάτων καὶ τὰς ὀλίγας λέξεις, ὅσαι εἶναι ὀρθῶς τυπωμέναι εἰς τὰ φυλλάδια ἐκεῖνα.

Χωρὶς νὰ εἶμαι κύριον μέρος τοῦ αὐτοσχεδίου τούτου χοροῦ, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι, καίτοι προσπαθῶν νὰ συμψάλλω ὑποφερτὰ κάπως μὲ τὸν ἀρχοντικὸν καὶ πρόθυμον φίλον μου, οὐχ ἧττον ὑστερῶ αὐτοῦ κατὰ πολλά, καὶ διὰ τοῦτο ἐπεκαλέσθην ἐν ἀρχῇ, ὡς ἐπιείκειαν ἐκ μέρους τοῦ ἀναγνώστου, τὴν τροπικὴν τοῦ τίτλου ἐκδοχήν, καθ᾽ ὃν δηλ. τρόπον εἰς ὅλους τοὺς ναούς, παρουσιάζονται κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας πολλοὶ τέως ἄγνωστοι, μουσόληπτοι ἐκ τοῦ παραχρῆμα, λαμπριάτικοι ψάλται, οὕτω καὶ ὁ γράφων, ἐνῷ καθ᾽ ὅλον τὸν ἄλλον χρόνον σιωπᾷ, παρουσιάζεται, δὶς τοῦ ἔτους οὗτος, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα, κατ᾽ ἀποκοπὴν διηγηματογράφος. Τὸ πρᾶγμα ἤρχισε νὰ γίνεται κάπως φορτικόν, καὶ πολλοὶ μὲν ἐσκανδαλίσθησαν, τινὲς δὲ καὶ τὸ ἀπεδοκίμασαν. Ἀρκοῦσι τόσαι ἄλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί. Ἡμεῖς δὲν εἴμεθα Ἄγγλοι οὔτε Ἀμερικάνοι. Μὴ μᾶς σκοτίζῃς καὶ σύ. Πόθεν ἔλαβες ἀφορμὴν νὰ ὑποθέσῃς ὅτι τὸ κοινὸν θέλγεται ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις σου ἢ συγκινεῖται ἀπὸ τὰ αἰσθήματά σου; Τὸ ἔκαμες μίαν φορὰν ἢ δύο. Ἀρκεῖ. Παῦσε πλέον. Δὲν βλέπεις ὅτι τὸ αἰώνιον θέμα σου ἐξηντλήθη, καὶ ὅτι εὑρίσκεσαι εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ προσπαθῇς βίᾳ νὰ παρουσιάσῃς ἁπλῆν παραλλαγὴν κατ᾽ ἔτος;

Ἐν πρώτοις, καλὸν θὰ ἦτο νὰ διακρίνωμεν ὅ,τι εἶναι πράγματι ξενισμὸς ἀπὸ ὅ,τι δύναται νὰ εἶναι, ἐκ τῆς φύσεως τῶν πραγμάτων, κοινὸν εἰς πάντα τὰ ἔθνη. Λόγου χάριν, τὸ νὰ ἐκδίδωνται τὰ περιοδικὰ κατὰ Σάββατον ἢ Κυριακὴν εἶναι ξενισμός; Τὸ νὰ δημοσιεύουν αἱ πολιτικαὶ ἐφημερίδες φιλολογικωτέραν ὕλην κατὰ Κυριακήν, εἶναι ξενισμός; Ἑνὶ λόγῳ, τὸ νὰ σχολάζῃ τις κατὰ τὰς ἑορτὰς ἀπὸ τῆς τύρβης τοῦ κόσμου, ὡς καὶ ἀπὸ τῆς ἀναγνώσεως ἄρθρων πολιτικῶν, καὶ νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην ἁβροτέρας, τερπνοτέρας, ἀκοπωτέρας ἀναγνώσεως εἶναι ξενισμός; Ἔστω, ἀλλὰ δύνασαι νὰ δημοσιεύῃς ἐν ἡμέραις ἑορτῶν διηγήματα ἢ περιγραφάς, χωρὶς νὰ κάμνῃς ποσῶς λόγον περὶ τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα.

(περισσότερα…)

Το φως που (δεν) καίει

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

«Ο πατριάρχης ανάβει την λαμπάδα του από την ακοίμητη κανδήλα, που βρίσκεται πάνω στον Πανάγιο Τάφο.»
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ,
Μέγας πρωτοπρεσβύτερος Οικουμενικού Πατριαρχείου,
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21.4.2006
Το Πατριαρχείο Iεροσολύμων είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας στο Iσραήλ, μετά το ίδιο το κράτος του Iσραήλ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 20% έως 30% των ακινήτων στην Παλαιά Πόλη της Iερουσαλήμ ανήκει στο Πατριαρχείο. Aνάμεσά τους τα τρία πιο σημαντικά μνημεία των Aγίων Tόπων αλλά και τα πιο σημαντικά κτήρια του Iσραήλ: η ίδια η Bουλή (Kνεσέτ), η Mεγάλη Συναγωγή και η κατοικία του πρωθυπουργού. Σύνολο αξίας, δεκάδες δισεκατομμύρια δολαρίων.
EΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 27.2.2005

Στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών «Παναγία η Βοήθεια» κατέληξα κατόπιν μικροατυχήματος με την μηχανή μου. Έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις και για λόγους προληπτικούς νοσηλεύτηκα για μια μέρα.

Νωρίς το απόγευμα εισήλθαν στον θάλαμο δύο καλόγριες και μοίραζαν φυλλάδια. Η μία γριά και κακάσχημη και η άλλη νεαρή και πανέμορφη. Για χάρη της νεαρής πήρα τα φυλλάδια και προσφέρθηκα ν’ αγοράσω κι ένα βιβλίο προς ενίσχυσιν του φιλανθρωπικού τους έργου.

Την μεγάλη την έλεγαν Μεθοδία και την μικρή Θεονύμφη.

«Θεονύμφη!» θαύμασα. «Ωραίο όνομα και… αρχαιοελληνικό!»

Η γριά καλόγρια ζάρωσε με δυσθυμία το μούτρο της μόλις άκουσε την λέξη «αρχαιοελληνικό» και με κοίταξε σχεδόν με αποστροφή, λες κι έβλεπε μπροστά της κανέναν σάτυρο με κέρατα στο κεφάλι, που αυτή θα προτιμούσε να τον ονομάσει δαίμονα ή εξαποδώ.

«Και πότε υψώνεται τ’ όνομά σου;» ρώτησα την νεαρή, επιστρατεύοντας ό,τι θυμόμουν από την εκκλησιαστική φρασεολογία κι αποφεύγοντας το «πότε γιορτάζει», σε μια προσπάθεια να εξευμενίσω τον κέρβερο που λέγονταν Μεθοδία.

«Την πρώτη του μηνός Σεπτεμβρίου», ακούστηκε η αργυρόεσσα καμπανούλα της φωνής της.

«Μα πρώτη Σεπτεμβρίου έχει αύριο!» έκανα θριαμβευτικά.

«Ναι, αύριο…» απάντησε χαμηλόφωνα.

Η Μεθοδία την επιτίμησε για την… φλυαρία της μ’ ένα βλέμμα.

Εγώ ανασηκώθηκα και της έτεινα το χέρι.

«Χρόνια Πολλά, λοιπόν, για αύριο!» (περισσότερα…)

Χωρίς καμιά παραχώρηση

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Στο γραφείο κανείς, η γραμματέας με άδεια. Επιστρέφοντας από την αίθουσα των αρχείων στην  άλλη άκρη του διαδρόμου ίσα που πρόλαβε και σήκωσε το ακουστικό. «Είσθε η διευθύντρια;», ρώτησε μια άγνωστη φωνή.

Όσα άκουγε από την άλλη άκρη της γραμμής στα πέρατα της χώρας ήταν δύσκολο να τα πιστέψει. Εκείνος ο κακομούτσουνος ο Μάριος των φοιτητικών της χρόνων εμφανιζόταν απρόσμενα μετά από σαράντα χρόνια. «Δεν σε ξέχασα ποτέ. Φροντίζω να μαθαίνω πού βρίσκεσαι… Νομίζω πως κάποτε είχες ανταποκριθεί στο ενδιαφέρον μου…». Τα λεγόμενά του αυτόματα τη γύρισαν χρόνια πίσω…

Μόλις είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ και είδε να καταφτάνει πίσω της ο φοιτητής που διάβαζε στο ίδιο σπουδαστήριο με κείνη. Την περίοδο των εξετάσεων του Ιουνίου ήταν το τελευταίο κορίτσι που εγκατέλειπε αργά το βράδυ το σπουδαστήριο του τέταρτου ορόφου. Ήθελε να περνάει όλα τα μαθήματα, για να χαρίζει το καλοκαίρι της στη θάλασσα και στην ηλιοθεραπεία πάνω στην καυτή άμμο. Τρομοκρατήθηκε, όταν έμεινε μόνη μαζί του μέσα στο καλοσφραγισμένο κινούμενο κουτί. Πάτησε γρήγορα το κουμπί για το ισόγειο. Της φάνηκε ότι κατέβαινε πολύ αργά. Σκέφτηκε την περίπτωση του εγκλωβισμού τους μέσα στον θάλαμο, αν τύχαινε κάποια βλάβη ή αν κοβόταν το ρεύμα. Κόλλησε το βλέμμα στο ρολόι της. Από τον τέταρτο ώς το ισόγειο ατέλειωτα και μαρτυρικά κύλησαν τα ελάχιστα δευτερόλεπτα της καθόδου. (περισσότερα…)

Ανάμεσά μας

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Κηλιδωμένος με σπόρια ο Αυνάν, καραφλός,
σταλάζοντας σπέρμα, κινήθηκε ανάμεσά μας…
ROBERT DUNCAN, «Περσεφόνη»

Έκοψε ταχύτητα, το χέρι της έσπρωξε τον λεβιέ στη νεκρά· το αυτοκίνητο άρχισε να επιβραδύνει κι η γυναίκα τρόμαξε από ένα βραχνό βουητό που παράταιρο δυνάμωνε και χαμήλωνε μες στ’ αυτιά της, ενώ ταυτόχρονα το αμάξι απειλούσε να σταματήσει και ν’ αρχίσει να κυλά προς τα πίσω – η οδηγός δεν το έλεγχε πια. Έστριψε απότομα το τιμόνι, σταμάτησε στη δεξιά μεριά του δρόμου, τράβηξε χειρόφρενο κι άναψε αμέσως τα αλάρμ. Κοίταξε μπερδεμένη μπροστά της το καντράν, τον νυχτωμένο δρόμο, έπειτα κάτι την έσπρωξε να κοιτάξει κάτω, προς τα πόδια της, να εστιάσει την προσοχή της στο δεξί που ακινητούσε ένοχα στο δάπεδο ακριβώς μπροστά στο πεντάλ του γκαζιού, και συνειδητοποίησε πως οι μηχανικές της κινήσεις είχαν χάσει μία φάση τους: δεν είχε χαμηλώσει ποτέ ταχύτητα πάνω στη στροφή, δεν είχε βάλει δευτέρα, και μόνο μάρσαρε ξανά και ξανά – με τον λεβιέ στη νεκρά. Τράβηξε ακόμα πιο πίσω το πόδι της συγχυσμένη, κι έμεινε ν’ αφουγκράζεται τη μηχανή να δουλεύει ήσυχα στο ρελαντί.

Λάμψη-σκοτάδι, λάμψη-σκοτάδι τα αλάρμ, ο δρόμος έρημος. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη δυνατά όταν πάτησε το αμπραγιάζ κι έβαλε πρώτη, μετά άφησε απαλά το πεντάλ ενώ ταυτόχρονα πατούσε το γκάζι, έτσι, σιγά σιγά, προσεκτικά σαν για να μη σπάσει κάτι, το αυτοκίνητο, τον δρόμο, ή κάτι άλλο, κάτι γύρω απ’ το κεφάλι της που ένιωθε να της πιέζει τα μηνίγγια. Στο μυαλό της μία μία οι κινήσεις όπως τις μάθαινε όχι από τον δάσκαλο της σχολής οδηγών αλλά ακόμα πιο παλιά, στα δεκατέσσερα, απ’ τον πατέρα της, όταν της εξηγούσε υπομονετικά τη λογική της οδήγησης στην πλατιά λεωφόρο Αχαιών.

Τώρα οδηγούσε πάλι ήρεμα στον δρόμο του βουνού. Αλλά μαγκωμένη. Τι της είχε συμβεί; Τι ήταν αυτό; Προειδοποίηση; Που ίσως σχετιζόταν με τα σχεδόν πενήντα της χρόνια; Αποφάσισε να μην το ψάξει άλλο. Άσ’ το να φύγει, είπε στον εαυτό της. (περισσότερα…)

Το τελευταίο χάραμα

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Ο άνθρωπος μεθάει «επειδή» πεθαίνει.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ

Στο χωριό σπάνια επιστρέφω. Μόνο σε δύσκολους καιρούς τα βήματά μου με γυρίζουν πίσω. Ξαναγυρνάμε κάποτε εκεί όπου πονέσαμε περισσότερο. Ίσως για να βρούμε απαντήσεις σε παλιά ερωτήματα ή για να αναμετρηθούμε με φόβους που ποτέ δεν ξεπεράσαμε ή για να κλείσουμε λογαριασμούς με ένα παρελθόν που μας ακολουθεί όπως η σκιά το σώμα.

Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές ήταν μια καλή αφορμή για να ανέβω στο χωριό και να επισκεφτώ τον τάφο της μάνας μου και του πατέρα μου όπου είχα χρόνια να πάω.

Ήταν φθινόπωρο. Πήρα το λεωφορείο λίγο μετά τις δώδεκα το μεσημέρι. Μετά από ώρες βροχής ο ουρανός έμοιαζε χλωμός, κουρασμένος. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν. Κατά διαστήματα ψιλόβρεχε τρυφερά, διακριτικά, μια βροχούλα σαν ψίθυρος που μιλούσε για λύτρωση και συμπόνια.

Μέσα το λεωφορείο άδειο – εγώ, ο οδηγός και άλλοι δυο άνθρωποι. Κάτι έλεγαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, συνωμοτικά, σχόλια που είχα την απατηλή εντύπωση ότι με αφορούσαν. Μου φαινόταν πως τίποτα δεν είχε αλλάξει στη ζωή μου από την παιδική μου ηλικία. Όλα έμοιαζαν στάσιμα και στα πενήντα μου ένοιωθα σαν προέκταση ενός παιδιού που κοίταζε τον κόσμο απορημένο, αμήχανο, ανήμπορο να καταλάβει οτιδήποτε.

Το εκλογικό κέντρο ήταν στο δημοτικό σχολείο. Έξι χρόνια είχα περάσει στις αίθουσες, στους διαδρόμους και στην αυλή του αλλά οι αναμνήσεις μου ήταν ελάχιστες. Ποιοι ήταν οι συμμαθητές μου σε κάθε τάξη; Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί μου; Τι είχε απομείνει από τόσα μαθήματα και τόσα διαβάσματα; Τι έκανα στα διαλείμματα; Μόνο το γενικό περίγραμμα κάποιων εικόνων θυμόμουν. Μέσα στο γκρίζο τοπίο της μνήμης μου ξεπρόβαλλαν θαμπές παραστάσεις, σαν ξεθωριασμένες φωτογραφίες που κάποτε πρέπει να ήταν γεγονότα, ζωή, κίνηση, σώματα, χρώματα, δάκρυα, χαμόγελα, ζωντανή ύπαρξη μέσα στη θαλπωρή της σάρκας και του αίματος. (περισσότερα…)

Για την απρόσμενη κυριαρχία της αρχαίας βιολογίας 

*

του ΤΖΙ ΜΑΝΚ ΤΙ

Το τέλος του αιώνα μας και η αρχή της νέας Καλωδίωσης[1] απέδειξαν για μια ακόμη οδυνηρή φορά πως όσα επιτεύγματα και αν έχουμε πετύχει σε επίπεδο τεχνολογικό, ο βαθύτερος φόβος για το ανεφάρμοστο τους στην σφαίρα των υπαρξιακών απαιτήσεων παραμένει ενεργός και αδηφάγος: ήταν αλώστε πρώτος ο Nεξ Μεξ[2] που έδειξε με σαφήνεια πως η απεριόριστη αύξηση του προσδόκιμου ζωής καθώς και η ψηφιοποίηση του Χρυσού Πτηνού[3] δε θα μπορούσε να σταματήσει με τίποτα τον μέγα υπονομευτή των προσπαθειών μας: εκείνο, το Άθλιο.

Θυμάμαι πρόσφατα πως περπατώντας προς την συνοικία μου αντίκρισα μια γυναικά που μου φώναζε για τις επικείμενες μετατροπές· με ρώτησε: «είμαστε στ’ αλήθεια αβοήθητοι;» και άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερα τι να της απαντήσω (ένας διανοούμενος δυστυχώς δε ξέρει ποτέ τι να απαντήσει) και το μόνο που παρατήρησα ήταν πως τα μάτια της συσπώνταν. Με αγωνία, ανίκανα να παράξουν εκείνο το υγρό που οι Αρχαίοι μας αναφέρουν ως «δάκρυα» και οι Μεσαίοι ως «καθαρτικό υγρό», τα ματιά της έμοιαζαν έτοιμα να εκραγούν απ’ την υπερπροσπάθεια. Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον ήταν το γεγονός πως η κυρία αυτή, την ώρα που φώναζε με απελπισία πως καταφτάνει το τέλος, έτριβε με τις παλάμες της τα ζυγωματικά της. Ήταν ξεκάθαρο πως αυτή η κίνηση γινόταν αντανακλαστικά: μέσα μου γεννήθηκε το αίσθημα μιας αρχέγονης συμπεριφοράς, ξεχασμένης από καιρό, η οποία τώρα αναβίωνε χωρίς προφανή αιτία πάνω στο πρόσωπο της· η απελπισμένη αυτή κυρία σκούπιζε το ανύπαρκτο υγρό από πάνω της, με τον ίδιο τρόπο που μια μητέρα της αρχαιότητας έκανε το ίδιο στο μωρό παιδί της. Ετούτη η εμπειρία, μου έφερε στο κεφάλι –με τον τρόπο ενός πυρακτωμένου σίδερου ή μιας ατσάλινης rsd– πως πάρα τις αλλαγές που έχει υποστεί το ανθρώπινο σώμα, προς χάριν της μηχανικής του βελτίωσης, οι βαθύτερες ανάγκες μας, όπως εκείνη των «καθαρτικών υγρών», εξακολουθούν να κυριαρχούν, με τρόπο υπόγειο, κρυμμένο, και εν τελεί ολοκληρωτικό. Είναι γεγονός πως η παραφροσύνη που μας κατέκλυσε τα τελευταία χρονιά, δεν είναι παρά φυσικό επακόλουθο της αδυναμίας να δούμε καταπρόσωπο εκείνο που αδιάκοπα θάβουμε κάτω απ’ τα νέα μοντέλα αιώρησης και ζιγκλισμού[4]. Πάρα ταύτα θα ήταν αδύνατον να μην παρατηρήσουμε πως πίσω απ’ τις παρανοϊκές εξαγγελίες περί Γενικού Τερματισμού[5] που συνόδευσαν την αρχή της νέας Καλωδίωσης, υπήρχε πάντοτε μια ανάγκη για επιστροφή σε ορισμένες βασικές βιολογικές δομές –τις οποίες όλοι μας νιώθουμε απαραίτητες για να συνεχίσουμε ν’ αντέχουμε τον σύγχρονο τρόπο ζωής. (περισσότερα…)

Πάστα Ντίβα και άλλες ιστορίες

*

Πάστα Ντίβα

Τρελαινόταν για γλυκά. «Από τον ουρανίσκο στον έβδομο ουρανό», έλεγε στους συναδέλφους της, όταν στα καμαρίνια έτρωγε με λαιμαργία τις πάστες, που με περισσή προσοχή έβγαζε από το κουτί του γλυκοπωλείου που είχε στη τσάντα της. Λυρική σοπράνο με μεγάλη καριέρα σε όλα τα λυρικά θέατρα της χώρας. Κλίμακες, τρίλιες, ατελείωτες μελωδίες των Ιταλών συνθετών της όπερας ήταν για εκείνη a piece of cake. Δεν φοβόταν ούτε τις ψηλές νότες, ούτε τους δύσκολους ρόλους, ούτε τη ζάχαρη. «Όταν μπαίνεις στη μάχη, δεν πρέπει να περιμένεις το χειρότερο», είχε πει στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε στο Μιλάνο. Μια βδομάδα μετά την συνέντευξη, την βρήκαν νεκρή στο καμαρίνι της. Δίπλα της βρέθηκε μια μισοφαγωμένη σοκολατίνα.

~.~

(περισσότερα…)

Νημερτής (διήγημα, μέρος β΄)

*

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ

Συνέχεια από το α΄ μέρος  ]

XI

Αχ, ο Μαρκιανός του πρώτου ορόφου, άναψε το φως της κουζίνας του. Τώρα τραβάει τα κουρτινάκια από το παράθυρο. Θα το ανοίξει; Δυστυχώς, θα το ανοίξει.

«Νημερτή, εσείς είστε;»

«Ναι, Μαρκιανέ, εγώ. Καλησπέρα.»

«Καλησπέρα. Έχουμε καιρό να συναντηθούμε. Μου φαίνεται από τότε που άλλαξε ο χρόνος δεν ειδωθήκαμε καθόλου. Καλή χρονιά!»

«Καλή χρονιά!»

«Είχα αρπάξει ένα γερό κρύωμα, που μου βούλωσε τ’ αφτιά για είκοσι μέρες. Τις περισσότερες ώρες ήμουν κρεβατωμένος. Ούτε κι εγώ ξέρω πώς κατάφερνα και περιποιούμουν τη Ριρή. Νιαούριζε συνέχεια τσαντισμένη. Η Ράνια, ξέρετε η κοπέλα που έρχεται πότε πότε και με βοηθάει, είχε πάει στο χωριό της να περάσει τις γιορτές. Είπε πως το νοστάλγησε.»

«Ανθρώπινο είναι.»

«Τον Άση τον είδα το πρωί. Ήταν βιαστικός. Πήγαινε να παραδώσει μια παραγγελία. Τις περάσατε καλά τις γιορτές;»

«Ναι, καλά!»

«Ήταν κι ο μικρός;»

«Όχι. Έλειπε με τη Δήμητρα στα χιόνια.»

«Ασχολείται ακόμη με τα πλήκτρα;»

«Ναι, πάντα.»

«Έχει έφεση. Σε ποιον έμοιασε;»

«Μάλλον σ’ εμένα. Μην ξεχνάτε πως κι εγώ δουλεύω με πλήκτρα!»

«Άνοιξα το παράθυρο γιατί μια διαβολεμένη μύγα μπήκε στο σπίτι τριγυρίζοντας όλα τα δωμάτια. Μπορείς να μου πεις πού βρέθηκε μύγα μες στο Γενάρη; Σα να το έκανε επίτηδες για να εκνευρίσει τη Ριρή. Δε νιαούρισε, αλλά την κατάλαβα. Κουνούσε την ουρά της κι όλο άλλαζε θέση. Με τα πολλά, κατάφερα ν’ απομονώσω τη μύγα στην κουζίνα. Έκλεισα αμέσως την πόρτα και τώρα έχει κολλήσει ψηλά, στο ταβάνι. Σκέφτηκα ν’ ανοίξω το παράθυρο, να σβήσω το φως κι έτσι να πάρει δρόμο.»

«Πολύ καλά σκεφτήκατε.»

«Το έχω ξαναδοκιμάσει. Ζω μόνος σ’ ένα τεράστιο σπίτι που όλα πρέπει να τα σκέφτομαι χωρίς να περιμένω βοήθεια από πουθενά. Η Ράνια ό,τι προλαβαίνει κάνει, και πάντως αφού της το έχω υποδείξει. Καμιά φορά θυμάμαι με πόσους ανθρώπους ζούσα άλλοτε και με πιάνει φρίκη. Θέλω να πω, ότι μάλλον είναι καλύτερα να μη ζει κανείς μόνος.»

«Τα καταφέρνετε όμως μια χαρά, Μαρκιανέ.»

«Λέτε; Είμαι όμως δυσαρεστημένος μ’ αυτά που βλέπω να γίνονται γύρω μας, Νημερτή. Η οικονομική κρίση μάς έχει αποκάμει. Συμφωνείτε;»

«Συμφωνώ. Εξανεμίστηκε κάθε βεβαιότητα για το οτιδήποτε.»

«Κυρίως απορρυθμίστηκε η βεβαιότητά μας για το χρόνο. Ο καθένας για τον εαυτό του ήταν βέβαιος για το τι θα του συνέβαινε το καλοκαίρι ή για το τι θα του συνέβαινε το χειμώνα. Ήταν βέβαιος για το τι θα γινόταν στην οικογένειά του σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Εσείς, λόγου χάρη, Νημερτή, δεν είχατε ποτέ κάποια βεβαιότητα για το τι θα γίνει στο σπίτι σας μελλοντικά;»

«Μάλλον είχα.»

«Βλέπετε; Αυτό λοιπόν πώς θα το βγάλετε τώρα από το μυαλό σας;»

«Έχετε δίκιο, Μαρκιανέ. Όλες οι βεβαιότητές μου κλονίστηκαν. Εσάς;»

«Προτιμώ να μη σκεφτώ τι θα μου συμβεί σε πέντε ή σε δέκα χρόνια. Βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτάζω στο απέναντι μαγαζί τη φωτεινή επιγραφή που πότε δείχνει τη θερμοκρασία, πότε γράφει “Ευχαριστούμε που μας προτιμάτε”, και πότε δείχνει μια χρονολογία.»

«Α, κατάλαβα. Λέτε για τη φωτεινή επιγραφή που υπάρχει στο κρεοπωλείο και που πότε δείχνει τη θερμοκρασία, πότε γράφει “Ευχαριστούμε που μας προτιμάτε” και πότε δείχνει την ώρα, Μαρκιανέ, όχι τη χρονολογία.»

«Μα όχι, Νημερτή, στην πραγματικότητα δε δείχνει την ώρα.»

«Όχι;»

«Όχι! Δείχνει κάποιες χρονιές που πέρασαν και κάποιες χρονιές που θα έρθουν. Να, για παράδειγμα, προηγουμένως που βγήκα έδειχνε δεκατέσσερα πενήντα. Ξέρετε να έγινε κανένα σπουδαίο γεγονός το 1450, Νημερτή;» (περισσότερα…)

Συστηματική βιομυθολογία

*

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Δημήτριου Μουζάκη Συστηματική βιομυθολογία  που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΑΩ αυτόν τον Απρίλιο.

~.~

Sciadopitys verticillata

Ο γενναίος σαμουράι έκαμε να ξαποστάσει κάτω από τη σκιά ενός δένδρου μετά τη φοβερή μάχη με τους εισβολείς. Τα χέρια του έτρεμαν από την αδρεναλίνη που αναμεμιγμένη με τον κίνδυνο έρεε στο σώμα του προσδίδοντάς του υπεράνθρωπες ιδιότητες. Μολονότι, όμως, ο ιερός αγώνας ήταν νικηφόρος, ο νεαρός πολεμιστής δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Το πρόσωπό του ήταν συννεφιασμένο από μικρές συσπάσεις αγωνίας για το μέλλον. «Τι έχεις;», του ψιθύρισε το δένδρο. Ο Ιάπωνας δεν αιφνιδιάστηκε από την ερώτηση του δένδρου, παρότι δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά δένδρο στη ζωή του να μιλάει. Γνώριζε, όμως, από τις αρχαίες αφηγήσεις για την ιερότητα του ξύλου, των φύλλων και της σκιάς, κι αγαπούσε τα δένδρα σαν αδέλφια του που περιποιούνταν τα πνευμόνια και τις ψυχές όλων των ανθρώπων με τιμή. «Φοβάμαι», αποκρίθηκε στο δένδρο με παρρησία, «η οικογένεια έχει κανονίσει να πάρω για γυναίκα μου μια υπέροχη κοπέλα, την οποία και ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα, κι αναρωτιέμαι αν πάντοτε θα την αγαπώ όπως τώρα κι αν πάντοτε θα με αγαπάει κι εκείνη». «Γιατί να πάψει η αγάπη σας;», ρώτησε το δένδρο. «Δεν ξέρω, οι άνθρωποι αλλάζουν, οι επιθυμίες αλλάζουν και οι αρχαίες αφηγήσεις λένε πως μόνον όποιος προσαρμόζεται επιβιώνει. Εγώ, όμως, δεν τις θέλω τις αλλαγές, θέλω τα πράγματα να μένουν όπως είναι». «Δεν είναι πρόβλημα αυτό, γενναίε πολεμιστή», αποκρίθηκε το δένδρο καθώς ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε το πλούσιο φύλλωμά του. «Εγώ βρίσκομαι σε αυτή τη γη διακόσια πενήντα εκατομμύρια χρόνια και δεν έχω αλλάξει». Εντυπωσιάσθηκε ο τολμηρός σαμουράι με την ηλικία του δένδρου και ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον «πες μου το μυστικό σου, δένδρο των μεγααιώνων». «Δεν υπάρχει συνταγή για να ανταποκριθείς στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, γενναίε πολεμιστή. Μπορείς στο βωμό της αλλαγής να προσφέρεις την αλλαγή ή τη σταθερότητα, είναι η τύχη που θα κρίνει αν η προσφορά σου θα γενεί αειφορική. Ο γάμος είναι ούτως ή άλλως μια παράξενη συμφωνία μεταξύ δυο ανθρώπων, πως θα θέλουν πάντοτε να βαδίζουνε μαζί. Αν θέλεις να προσφέρεις σε αυτόν τη σταθερότητα, κοίταξε στα μάτια το υπέροχο κορίτσι σου ακριβώς πριν το παντρευτείς και πες του ότι υπόσχεσαι να στέκεσαι δίπλα του πάντα, ως αυτός που γνωρίζει κι όχι άλλος». Τα λόγια του δένδρου χαράχτηκαν στην ψυχή του έντιμου σαμουράι που απεχθανόταν τις αλλαγές κι ήθελε με τους ίδιους τρόπους και τις ίδιες αρχές να αντέχει σε όλες τις θεομηνίες, τις βροχές, τους κεραυνούς, τους ανεμοστρόβιλους, τους σεισμούς, τις πλημμύρες και τις πυρηνικές εκρήξεις. Κρατώντας το κορίτσι του πριν από το μυστήριο και κοιτάζοντάς το βαθιά μέσα στα μάτια, είπε: «υπόσχομαι να είμαι πάντοτε αυτός που παντρεύεσαι αυτή τη στιγμή και όχι άλλος, ακόμη κι όταν ο καιρός θα μας έχει προσπεράσει». Δύσκολος πολύ ήταν ο αρχαίος πολεμιστής, μα το κορίτσι δεν έφυγε από το πλάι του, όπως πρέπει σε όλους τους ανθρώπους που το λόγο τους προσφέρουν με τιμή στο βωμό της τύχης. (περισσότερα…)

Το  Ποιητόμετρο

*

Από δω και πέρα, τίποτα δεν θα είναι ίδιο…

Εκείνο το απόγευμα που τηλεφώνησε ο ποιητής, δοκιμιογράφος, ιδρυτής και τέως εκδότης του έντυπου λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον, Γιάννης Πατίλης, στον ποιητή, δοκιμιογράφο και νυν εκδότη του περιοδικού σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, υπό τον τίτλο Νέο Πλανόδιον, Κώστα Κουτσουρέλη, ήταν σαν όλα τ’ άλλα απογεύματα που τηλεφωνιόντουσαν οι δυο τους για θέματα του περιοδικού.

Ο αίθριος καιρός δεν προμήνυε την απρόσμενη καταιγίδα που θα ξεσπούσε και θα πλημμύριζε – όπως κάθε ξαφνική νεροποντή στην Αθήνα – λεωφόρους, κεντρικές οδούς, παράκεντρα και αδιέξοδα – λογοτεχνικά – σοκάκια.

Ήταν μια παράξενη εποχή για την λογοτεχνία. Χωρίς τα μεγάλα ρεύματα του παρελθόντος, δίχως τρανταχτά ονόματα και διακριτές φωνές, βούλιαζαν σχεδόν τα πάντα σ’ έναν στείρο μιμητισμό και σ’ έναν εξαμβλωματικό πειραματισμό.

Ειδικώς στην ποίηση, γινόντανε το «έλα να δεις». Έβγαιναν 1.000 συλλογές τον χρόνο. Σε 10 χρόνια 10.000. Σε 100 χρόνια 100.000 ποιητικές συλλογές! Ποιος θα έφτανε στον επόμενο αιώνα; Ποιος θα επέπλεε σαν καρυδότσουφλο στον ωκεανό του Χρόνου;

Ποιητές και ποιητίσκοι, αστέρες κι αστερίσκοι, διαγωνίζονταν για το εκλαμπρότερο πυροτέχνημα στον χάρτινο ουρανό τους. Αυτό που θα τους εκτόξευε στην αιωνιότητα. Κι επειδή το μεγάλο έργο ήταν δύσκολο να γραφτεί, στράφηκαν προς την μεγάλη προβολή του μικρού τους έργου: αλλεπάλληλες εκδόσεις – μία συλλογή στην αρχή της χρονιάς και μία στο τέλος της άλλης, ώστε να παίζουν συνεχώς στα Κρατικά Βραβεία· εντυπωσιακές παρουσιάσεις – με απαγγελίες ηθοποιών και μελοποιήσεις· επιστρατεύσεις μεγάρων, θεάτρων, στοών· κριτικές και συνεντεύξεις – όσο πιο άφθονες κριτικές και συνεντεύξεις. Τα περιοδικά – έντυπα και ηλεκτρονικά – ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια και τα ποιήματα δημοσιεύονταν σαν αγγούρια.

Το 2% του αναγνωστικού κοινού απηύδησε – δηλαδή ολόκληρο το κοινό που διάβαζε ποίηση. Κάτι φιλόλογοι επί το πλείστον, κάτι φοιτητές, κάτι «βαρεμένοι» και οι μετρημένοι στα δάχτυλα της προκοπής αναγνώστες. Κοινό στην θέση του κοινού – του κενού καλύτερα – έγιναν οι ίδιοι οι ποιητές. Βάραγαν παλαμάκια ο ένας του άλλου, χορεύοντας σαν αρκούδια. Η πίστα γέμισε λουλούδια – επαίνους κι επευφημίες – και σπασμένα πιάτα – έριδες και κακολογήματα.

Έτσι, τσουβαλιασμένοι όλοι μαζί, πήγαιναν «ντουγρού» για τον κάδο της γειτονιάς – μια γειτονιά κι η λογοτεχνία μας – μέχρι να περάσει το σκουπιδιάρικο της Ιστορίας και να μαζέψει τους πάντες. Η αιωνιότητα που ονειρεύονταν όλοι τους, δεν θα μπορούσε παρά να είναι η ανακύκλωση.

Ντρίιιν! Ντρίιιν…

Το τηλέφωνο χτυπούσε ανυπόμονα κι ο Κουτσουρέλης το σήκωσε καθυστερημένα, γιατί εκείνη την στιγμή έγραφε ένα άρθρο για τον πόλεμο στην Ουκρανία κι αμφιταλαντεύονταν μεταξύ τελείας και άνω τελείας σε μια παράγραφο. Τελικά έβαλε μια βιαστική τελεία, λες και τερμάτιζε οριστικά και βεβιασμένα, κατόπιν άνωθεν εντολής, ένα πολεμικό επεισόδιο και απάντησε:

«Καλώς τον Γιάννη!» (περισσότερα…)