Month: Δεκέμβριος 2014

Μιχάλης Γκανάς: Αγάπης Εγκώμιον

Bokoros

Α Γ Α Π Η Σ   Ε Γ Κ Ω Μ Ι Ο Ν

Μ Π Ο Λ Ε Ρ Ο

Πρὸς Κο­ριν­θί­ους Α΄, 13. 1-13

Ἐὰν τὶς γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων μι­λῶ
Ἐὰν τὶς γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων μι­λῶ καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων
Ἐὰν τὶς γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων μι­λῶ καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων, ἀγά­πην δὲ μὴ ἔχω,
Εἶ­μαι χαλ­κὸς ποὺ ἀν­τη­χεῖ, κύμ­βα­λον ἀλα­λά­ζον.

Ἀκό­μη κι ἂν ἔχω τὸ χά­ρι­σμα
Ἀκό­μη κι ἂν ἔχω τὸ χά­ρι­σμα τῆς προ­φη­τεί­ας
Ἀκό­μη κι ἂν ἔχω τὸ χά­ρι­σμα τῆς προ­φη­τεί­ας καὶ κα­τέ­χω ὅλα τὰ μυ­στή­ρια
Καὶ ὅλη τὴ γνώ­ση καὶ ἡ πί­στη μου με­τα­κι­νεῖ βου­νά,
Ἀγά­πην δὲ μὴ ἔχω, εἶ­μαι ἕνα τί­πο­τα.

Ἐὰν δώ­σω ὅλα μου τὰ ὑπάρ­χον­τα
Ἐὰν δώ­σω ὅλα μου τὰ ὑπάρ­χον­τα στοὺς φτω­χοὺς
Ἐὰν δώ­σω ὅλα μου τὰ ὑπάρ­χον­τα στοὺς φτω­χοὺς καὶ γί­νω πα­ρα­νά­λω­μα
Πυρός, ἀγά­πην δὲ μὴ ἔχω, μά­ταιος κό­πος.

Ἡ ἀγά­πη μα­κρο­θυ­μεῖ, χρη­στεύ­ε­ται, δὲν ζη­λο­φθο­νεῖ
Δὲν ξι­πά­ζε­ται ἡ ἀγά­πη, δὲν πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται, δὲν ἀσχη­μο­νεῖ
Ἡ ἀγά­πη δὲν ζη­τά­ει τί­πο­τα, δὲν πα­ρα­φέ­ρε­ται, δὲν θέ­λει τὸ κα­κό,
Δὲν στέρ­γει τ’ ἄδι­κο, μά­χε­ται γιὰ τὸ δί­κιο.

Ἡ ἀγά­πη ὅλα τὰ σκέ­πει
Ὅλα τὰ σκέ­πει, ὅλα τὰ πι­στεύ­ει
Πάν­τα ἐλ­πί­ζει, τὰ πάν­τα ὑπο­μέ­νει.

Ἡ ἀγά­πη οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει.
Οἱ προ­φη­τεῖ­ες μπο­ρεῖ νὰ στε­ρέ­ψουν
Οἱ γλῶσ­σες μπο­ρεῖ νὰ σι­γή­σουν
Ἡ γνώ­ση μπο­ρεῖ νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ, για­τὶ ἐν μέ­ρει γνω­ρί­ζου­με
Καὶ ἐν μέ­ρει προ­φη­τεύ­ου­με καὶ ὅταν γνω­ρί­σου­με τὸ ὅλον
Θὰ ξε­χά­σου­με τὸ με­ρι­κό.

Ὅταν ἤμουν νή­πιο
Σὰν νή­πιο μι­λοῦ­σα
Σὰν νή­πιο σκε­πτό­μουν
Σὰν νή­πιο στο­χα­ζό­μουν.
Ὅταν ἔγι­να ἄν­τρας ἔπα­ψα νὰ σκέ­πτο­μαι σὰν νή­πιο.

Τώ­ρα δὲν βλέ­που­με κα­θα­ρά,
Για­τὶ εἶ­ναι σὰν νὰ βλέ­που­με σὲ κα­θρέ­φτη,
Ἐνῶ τό­τε θὰ βλέ­που­με πρό­σω­πο μὲ πρό­σω­πο.
Τώ­ρα γνω­ρί­ζω ἐν μέ­ρει ἐνῶ τό­τε θὰ κα­τέ­χω τὸ ὅλον.

Ὅ,τι μᾶς μέ­νει λοι­πὸν εἶ­ναι
Ἡ πί­στη
Ἡ ἐλ­πί­δα
Ἡ ἀγά­πη
Αὐ­τὰ τὰ τρία.
Μεί­ζων δὲ τού­των ἡ ἀγά­πη.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ | ΝΠ1, σ. 207-208

Εικονογράφηση | ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ

Advertisement

Νέοι καιροί, νέοι Διόνυσοι

articleGal_50220_54548.w_hr

Πραγματικά, δεν ξέρω τι τους φταίει ο Κάρολος Κουν και φροντίζουν να αναμειγνύουν τελευταία το όνομά του σε αθλιότητες: είτε σε διασκευές φρίκης στο Υπόγειο που ούτε «Με τα δόντια» υπομένει κανείς, παρεκτός αν συχνάζει στα καλούμενα μπουζουκομάγαζα και δεν έχει γνωρίσει τίποτα πέραν της αμερικανικής τηλεόρασης, είτε με το βραβείο αρχαίου δράματος (!) στον Ρουβά.

Βέβαια, η αναφορά της Διαβάτη στην αστυνομία είναι μάλλον άστοχη, δεδομένου ότι Τέχνη/Ελευθερία και Αστυνομία είναι έννοιες αντίθετες. Υπάρχει όμως η άλλη, αυτή η παντού και πάντα παρούσα αστυνομοκρατία με τα πολιτικά που επιτρέπει και πολλαπλασιάζει φαινόμενα σαν και αυτά που ανέφερα. Ασυναίσθητα της έχουμε ανοίξει την πόρτα του σπιτιού, της δουλειάς, κάθε έκφανσης της ζωής μας και εκεί αυτή πράττει όχι κατά βούληση, αλλά κατά βίτσιο.

Έτσι, από τα βραβεία στην Ελλάδα (ανεξαρτήτως χώρου) δεν μπορεί κανείς να περιμένει κάτι καλύτερο. Πρέπει μόνο να χαίρεται αν δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτά. Τότε και μόνον τότε σημαίνει πως πορεύεται καλά. Παρ’ όλα αυτά. Ήθελα να το αποφύγω αυτό το σχόλιο, αλλά τελικά αποδεικνύεται αδύνατον. Τον καιρό του Ρωμανού, για ποιον Κουν να μιλάμε, για ποιον και ποιον…

Νέοι καιροί, νέοι Διόνυσοι!

ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

http://www.thetoc.gr/people-style/article/i-diabati-arnithike-brabeio-logw-roubasklires-dilwseis

Γιάννης Καλιόρης, Το κεκτημένο και το ιδεατό

Kalioris

«Όταν ένα αγαθό το έχουμε αυτονόητα κεκτημένο, δεν το εκτιμούμε θετικά, ακριβώς επειδή το βιώνουμε σαν αυτονόητη φυσική κατάσταση, σαν τον αέρα που αναπνέουμε και τον ήλιο που μας φωτίζει. Και μόνον όταν χάνεται ή κινδυνεύει νιώθουμε την ανεκτίμητη αξία του – εκ των υστέρων και εξ αντιδιαστολής. Έτσι, αντί όσο το κατέχουμε να το χαιρόμαστε και να αγωνιζόμαστε για την ουσιαστικότερη εννοημάτωση, την κατά δύναμιν βελτίωση και περαιτέρω διεύρυνση και προαγωγή του, και φυσικά να το υπερασπιζόμαστε από κάθε επιβουλή και αλλοίωση -διότι τίποτα δεν είναι διασφαλισμένο εις το διηνεκές, αλλά απαιτείται αδιάπτωτη εγρήγορση, κατ’ εξοχήν στον σημερινό ταραγμένο κόσμο-, αντί γι’ αυτό, λοιπόν, του προσδίδουμε πρόσημο αρνητικό στο πλαίσιο μιας στάσης μαξιμαλιστικής, όπου εν ονόματι ενός ιδεατού απολύτου απαξιώνουμε και το ήδη κεκτημένο πολύτιμο σχετικό.»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΙΟΡΗΣ
«Το ξεχείλωμα των λέξεων»
(στο ΝΠ3 που επίκειται)

Μαντελστάμ και Βαγιέχο

   mandelstam-190x300        vallejo

* * *

Από αναγνώστη μας λάβαμε και δημοσιεύουμε την ακόλουθη επιστολή:

* * *

Αγαπητό Νέο Πλανόδιον

Μικρή συμβολή στην έρευνά σας για τη λογοκλοπή στην Ελλάδα:

Το υπ. αριθμ. 40 ποίημα της συλλογής του Χάρη Βλαβιανού «Σονέτα της Συμφοράς» (Πατάκης, 2011, σ. 50) κοπιάρει το ποίημα «Rusia en 1931» του Αμερικανού ποιητή Robert Hass. (Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Human Wishes, Ecco Press, Νέα Υόρκη 1989· βλ. ελληνική μετάφρασή του από τον Αναστάση Βιστωνίτη στο περιοδικό Poetix, τχ. 6, φθινόπωρο-χειμώνας 2011-2012, σσ. 155-59.)

Θέμα του ποιήματος του Χας είναι ο Περουβιανός ποιητής Σέσαρ Βαγιέχο και ο Ρώσος Όσιπ Μαντελστάμ. Όπως λέει σε μια συνέντευξή του ο ίδιος: «This poem is about Mandelstam, who was a great poet and an anti-Stalinist, and Vallejo, who was a great poet and a Stalinist. Mandelstam was killed by Stalinist forces.»

Ο Βλαβιανός χωρίς να αναφέρει πουθενά τον Χας παίρνει από αυτόν την κεντρική ιδέα και όλα σχεδόν όσα αναφέρει στο δικό του κείμενο: την υποθετική συνάντηση των δύο στο Λένινγκραντ, τα παραπλήσια στον τίτλο τους βιβλία Trilce (του Βαγιέχο) και Tristia (του Μαντελστάμ), την σύμπτωση της έκδοσής τους την ίδια χρονιά (1922), τη φανταστική συνομιλία τους στα γαλλικά, το ότι η πολιτική παράταξη που υποστήριξε ο Βαγιέχο έστειλε στον θάνατο τον Μαντελστάμ. Οι 9 από τους 14 στίχους του Βλαβιανού αντιγράφουν ή παραλλάσσουν τον Χας.

Δεν φτάνει όμως ότι ο Βλαβιανός κλέβει το ποίημα του Χας, δεν καταλαβαίνει κιόλας τι κλέβει! Ενώ ο Χας θαυμάζει τη γαλλομάθεια των δύο ποιητών («Τι γαλλικά θα μιλούσαν!», γράφει), ο Βλαβιανός τους βάζει να μιλάνε: «με τα σπασμένα γαλλικά τους»! Πάνω στο θέμα, ο Βιστωνίτης σημειώνει τα εξής χαρακτηριστικά:

«και οι δύο μιλούσαν τέλεια γαλλικά. Ο μεν Μαντελστάμ σπούδασε γαλλικά και αρχαία γαλλικά στη Σορβόνη, την Πετρούπολη και τη Χαϊδελβέργη (έγραψε εξαίρετα δοκίμια για τον Αντρέ Σενιέ και τον Φρανσουά Βιγιόν, αναλύοντας τη λειτουργία της γαλλικής γλώσσας στην ποίησή τους), ο δε Βαγιέχο έζησε δεκαπέντε χρόνια στο Παρίσι, όπου έγραψε στα γαλλικά ένα θεατρικό έργο…»

Λάθος είναι η αναφορά του Βλαβιανού στη διαμονή του Μαντελστάμ το 1936 στο Βορόνεζ, όπου τον περιγράφει να δίνει «μάχη να κρατηθεί στη ζωή». Το Βορόνεζ είναι μητρόπολη της Νότιας Ρωσίας, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία. Ο Μαντελστάμ πέρασε εκεί μαζί με τη γυναίκα του τα τελευταία δημιουργικά χρόνια της ζωής του, στο μεσοδιάστημα των δύο συλλήψεών του. Ζήτησε ο ίδιος μάλιστα να πάει εκεί όταν το καθεστώς του απαγόρευσε τη διαμονή στη Μόσχα. Ο Χας κι αυτός δείχνει τον ποιητή να αγωνίζεται να επιζήσει, αλλά στη Σιβηρία: «να μαζεύει αποφάγια απ’ τον σκουπιδοντενεκέ σ’ ένα διαμετακομιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Βλαδιβοστόκ».

Αμφίβολη είναι η αναφορά του Βλαβιανού και στο έτος 1936 όταν, όπως γράφει, «οι σταλινικοί έσφαζαν τους αναρχικούς στη Βαλένθια». Μάλλον εννοεί τις «Μέρες του Μαΐου», όταν το αναρχικό CNT συγκρούστηκε με τους κομμουνιστές και υπήρξαν πολλοί νεκροί. Μόνο που τα γεγονότα αυτά διαδραματίστηκαν άλλη χρονιά (το 1937) και σε άλλη πόλη (τη Βαρκελώνη).

Ο Βλαβιανός κάνει επίδειξη των ιστορικών γνώσεών του. Όμως τα κείμενά του βρίθουν από χοντροκομμένα λάθη. Παλιότερα, (Britannica, Νεφέλη 2004) είχε βάλει τον Ταλλεϋράνδο να σχολιάζει τον θάνατο του Μέτερνιχ. Κι αυτό όταν ο Μέτερνιχ πέθανε 21 ολόκληρα χρόνια μετά τον Ταλλεϋράνδο! Στο ίδιο βιβλίο αποδίδει στον Ντοστογιέφσκι τα λόγια ότι «Ένα ζευγάρι μπότες είναι προτιμότερες σε κάθε περίπτωση από τον Πούσκιν. Ο Πούσκιν είναι μια βλακώδης πολυτέλεια». Μόνο που το άρθρο του 1864, απ’ όπου η φράση, είναι σατιρικό! Ο Ντοστογιέφσκι όχι μόνο δεν πίστευε κάτι τέτοιο, αλλά και ειρωνεύεται τους νιχιλιστές που το έκαναν…

NIKOΣ KANAKAPAKHΣ

roberthass     Hass, Human Wishes

Η μοναξιά του ανθολόγου

Nicola-Crocetti

του NICOLA CROCETTI

Θα ξεκινήσω με μια κοινοτοπία και συγχρόνως μια αναμφισβήτητη αλήθεια: οι χώρες μας –Ιταλία και Ελλάδα– μοιάζουν, προπαντός στα ελαττώματα και στα αρνητικά. Ένα από αυτά είναι πως οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί τους δεν αγαπούν ιδιαίτερα τον πολιτισμό. Ο ελληνικός και ο ιταλικός πολιτισμός (από τον αρχαίο κλασικό μέχρι τον σύγχρονο, σε κάθε έκφανση, τέχνη, θέατρο, λογοτεχνία κ.ά.) εκτιμούνται πολύ περισσότερο στο εξωτερικό απ’ ό,τι στη χώρα του ο καθένας. Τα δε πολιτιστικά ινστιτούτα που μας αντιπροσωπεύουν στο εξωτερικό βρίθουν συχνά από προσωπικότητες μέτριες και «συστημένες», που εκτελούν αδέξια τα καθήκοντά τους. Τα παραδείγματα κακής διαχείρισης της πολιτισμικής πολιτικής των κρατών μας θα μπορούσαν να γεμίσουν όχι απλώς έναν τόμο, μα μια εγκυκλοπαίδεια.

Όποιος ασχολείται με τον πολιτισμό σε Ελλάδα και Ιταλία, με την τέχνη είτε τη λογοτεχνία, δεν πρέπει ποτέ να έχει μεγάλες προσδοκίες ούτε ελπίδες. Όχι επειδή το Κράτος όπου ζει δεν θα τον βοηθήσει, αλλά γιατί θα κάνει τα πάντα για να τον εμποδίσει, με τα πιο επινοητικά και κακοήθη μέσα. Για παράδειγμα, αν ευελπιστεί να διδάξει στο Πανεπιστήμιο, και διαθέτει τα καλύτερα προσόντα, μπορεί να είναι σίγουρο ότι αντί γι’ αυτόν θα προτιμήσουν κάποιον κατώτερο υποψήφιο (οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες), αρκεί να επρόκειτο για τον συγγενή ή τον φίλο κάποιου ισχυρού. Αν έχει γράψει ένα βιβλίο και φιλοδοξεί να λάβει κάποιο βραβείο, έστω και αν το αξίζει, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν θα το κερδίσει αυτός, μα κάποιος άλλος λιγότερο άξιος, με φίλους στην κριτική επιτροπή. Αν πάλι διευθύνει έναν ποιοτικό εκδοτικό οίκο και ζητάει κρατική επιχορήγηση, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα τη λάβει ποτέ αν δεν έχει ισχυρούς φίλους ή συγγενείς, ή ακόμη πολιτικές γνωριμίες.

Η ανθολογία που παρουσιάζεται σήμερα είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση και μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα, διότι εμπλέκει περισσότερους τομείς και θεσμούς: λογοτεχνικό χώρο, εκδοτικούς οίκους, πανεπιστήμια, κρατικά πολιτιστικά ινστιτούτα, Τύπο, κριτικούς λογοτεχνίας και κριτικές επιτροπές των κρατικών βραβείων.

Γύρω στις αρχές του 2000, ο μεγαλύτερος εκδοτικός οίκος της Ιταλίας, ο Mondadori, αποφασίζει να εκδώσει μια ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Απευθύνεται, όπως θα ήταν φυσικό, στο πανεπιστήμιο, και μάλιστα σε ένα από τα πιο έγκυρα με έδρα νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας. Αναθέτει το καθήκον στον κάτοχο της έδρας, με τον όρο να το ολοκληρώσει μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ύστερα από έξι χρόνια ο Mondadori ακυρώνει τη συμφωνία με τον/την νεοελληνιστή/-τρια και αναθέτει το έργο σε δύο άλλα πρόσωπα, αμφότερα ξένα στο ακαδημαϊκό περιβάλλον των νεοελληνικών σπουδών: ο πρώτος, ο Filippomaria Pontani, είναι κλασικιστής, ο άλλος, ο ομιλών, εκδότης και μεταφραστής. Περίπου μέσα σε έναν χρόνο η εργασία ολοκληρώνεται και, επιτέλους, δέκα χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 2010, η ανθολογία βλέπει το φως.

Τυπωμένο σε 5.000 αντίτυπα στην περίφημη σειρά I Meridiani*, το Poeti greci del Novecento παρουσιάζεται με εγκωμιαστικά λόγια στον ιταλικό Τύπο καθώς επίσης στο Journal of Modern Greek Studies του Πανεπιστημίου John Hopkins. Μάλιστα, το Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης προσκάλεσε το 2013 τους δύο επιμελητές για να παρουσιάσουν την ανθολογία. Μέσα σε τρεις μήνες ο τόμος εξαντλήθηκε, παρά τη μη οικονομική τιμή των 65 ευρώ.

Και η Ελλάδα τι κάνει γι’ αυτό, πώς αντιδρά; Πρόκειται για την πιο σημαντική εργασία που έγινε ποτέ στο εξωτερικό για την ελληνική ποίηση: μια πολυτελής δίγλωσση (σε πολυτονικό σύστημα) έκδοση 2.000 σελίδων (η εισαγωγή του Filippomaria Pontani καλύπτει 100 σελίδες), με 66 ποιητές, ορισμένοι από τους οποίους, όπως ο Κάλβος, ο Παλαμάς και ο Σολωμός, παρουσιάζονταν για πρώτη φορά στους Ιταλούς αναγνώστες. Θα μπορούσε επομένως να περιμένει κανείς κάποια αντίδραση της Ελλάδας σε κρατικό επίπεδο, και ενδεχομένως ιδιωτικό. Λόγου χάρη, μια κριτική σε εφημερίδα ή λογοτεχνικό περιοδικό, μια παρουσίαση του τόμου –δεν εννοώ στο τμήμα ιταλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, ή σε κάποια άλλη σημαντική έδρα– έστω σε κάποιο βιβλιοπωλείο ή στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο. Αντιθέτως, τίποτα. Εκτός από δύο αναφορές στον Τύπο με τη μορφή απλής είδησης για την κυκλοφορία της ανθολογίας, υπήρξε μια αναλυτική παρουσίαση στο περιοδικό Φάρμακο (τχ. 2, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2013). Το βιβλίο δεν κρίθηκε άξιο να λάβει ούτε καν ένα μικρό βραβείο, από εκείνα που δίδονται μέχρι και σε αδέξιους ή κάκιστους μεταφραστές, όπως όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε.

Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν μίλησε κανείς γι’ αυτό, λες και –αντί να αποτελεί μια σπουδαία ανταπόδοση στην ποίηση και στον πολιτισμό αυτής της χώρας– ήταν κάτι επιζήμιο ή αρνητικό, κάτι που κανείς πρέπει να αγνοήσει ή να απομακρύνει. Και το κερασάκι στην τούρτα: όταν το βιβλίο στάλθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού στην Αθήνα ώστε να συμμετέχει στις υποψηφιότητες για το κρατικό βραβείο μετάφρασης ελληνικού έργου σε ξένη γλώσσα, το 2011, μου απάντησαν προσωπικά ότι δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί, διότι ο κανονισμός προβλέπει (ψέμα) πως οι μεταφραστές πρέπει να ζουν, ενώ ένας από τους δύο επιμελητές-μεταφραστές της ανθολογίας –ο Filippomaria Pontani– ήταν νεκρός (πράγμα που δεν ισχύει, αφού πρόκειται για τον υιό και όχι για τον πατέρα, ο οποίος λεγόταν Filippo Maria…!). Αν είχαν κάνει τον κόπο έστω να ξεφυλλίσουν τον τόμο, θα είχαν διαβάσει τα βιογραφικά των δύο επιμελητών και θα είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο Filippomaria Pontani (γεννημένος το 1976) ήταν τότε 35 ετών και, όπως λέτε, ζει και βασιλεύει. Είναι ολοφάνερο πως το Υπουργείο είπε δύο απανωτά ψέματα ώστε να μπορέσει να αποκλείσει την υποψηφιότητα και να βραβεύσει κάποιο άλλο βιβλίο.

Ας έρθουμε όμως στην ίδια την ανθολογία. Οι ανθολογίες ποίησης είναι αναπόφευκτα ένα ναρκοπέδιο. Καμιά ανθολογία δεν ικανοποιεί ποτέ τις προσδοκίες των κριτικών, πόσο μάλλον εκείνες των ποιητών: όσων αποκλείονται –και είναι κατανοητός ο λόγος της δυσαρέσκειάς τους–, αλλά συχνά και όσων περιλαμβάνονται, οι οποίοι παραπονιούνται ότι το μεγαλύτερο μέρος αφιερώθηκε σε ποιητές που οι ίδιοι θεωρούν κατώτερους ή «αντιπάλους» τους. Έπειτα, οι κριτικοί σχεδόν πάντα παρασύρονται από την τετριμμένη συνήθεια να υπογραμμίζουν ποιοι αποκλείστηκαν: γιατί αυτός ο ποιητής και όχι εκείνος; Συνήθεια που θυμίζει με θλίψη τις κουβεντούλες του καφενείου, το πρωί της Δευτέρας, για τα αποτελέσματα των κυριακάτικων αγώνων ποδοσφαίρου: αν ο προπονητής είχε βάλει στην ομάδα εκείνον τον παίκτη αντί για τον άλλον, θα είχαμε κερδίσει τον αγώνα.

Αντιθέτως, προσωπική μου γνώμη είναι πως προπαντώς στην περίπτωση μιας ανθολογίας μεταφρασμένης σε μια ξένη γλώσσα, θα έπρεπε να είναι άλλα τα κριτήρια αξιολόγησης. Για παράδειγμα, τι το διαφορετικό έχει αυτή η ανθολογία σε σχέση με προηγούμενες αντίστοιχες στην Ιταλία, ή σε σχέση με άλλες ανθολογίες ελληνικής ποίησης σε άλλες γλώσσες· αν η μετάφραση είναι καλή, κακή ή κάκιστη· αν η εν λόγω ανθολογία αναπληρώνει ένα κενό στον πολιτισμό της χώρας όπου κυκλοφόρησε (εν προκειμένω της Ιταλίας), τι υποδοχή είχε, κ.λπ.

Προσοχή, το μικρό μου cahier de doléances δεν σκοπεύει να είναι απλώς μια κατηγορία στους πολιτιστικούς θεσμούς της Ελλάδας, αλλά και της Ιταλίας. Διότι αν είναι αλήθεια ότι οι μεγαλύτερες ιταλικές εφημερίδες έγραψαν ενθουσιώδη άρθρα για την ανθολογία, και αρκετά βιβλιοπωλεία και ιδιωτικά ιδρύματα οργάνωσαν παρουσιάσεις, είναι επίσης αλήθεια ότι κανένα τμήμα νεοελληνικών σπουδών στα ιταλικά πανεπιστήμια (νομίζω ότι αριθμούν καμιά δεκαριά) δεν την παρουσίασε στους φοιτητές του. Και κανένας «λαμπρός» διδάσκων ή διδάσκουσα των νεοελληνικών δεν έγραψε έστω ένα σχετικό άρθρο. Ακόμη και αυτό το γεγονός όμως εξηγείται εύκολα, δεδομένου του ότι οι δύο επιμελητές-μεταφραστές είναι ξένοι στο ακαδημαϊκό περιβάλλον των νεοελληνικών στην Ιταλία.

Θα ήθελα να καταλήξω με μια παρατήρηση που προέρχεται από την πολύχρονη εμπειρία μου στον χώρο της ποίησης. Στη Πολιτεία των Γραμμάτων γενικά, και σε αυτήν της Ποίησης ιδιαίτερα, η Δικαιοσύνη δεν υφίσταται, και υπάρχει μία και μοναδική ανώτερη θεότητα που μπορεί να την επιβάλει: ο Χρόνος. Πριν από είκοσι πέντε περίπου χρόνια, ένας Γάλλος κριτικός δημοσίευσε μια έρευνα για 130 ποιητές της εποχής του Baudelaire. Ήταν εκείνοι που εκδίδονταν από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους και τα πιο σημαντικά περιοδικά, εκείνοι που όλοι διάβαζαν και για τους οποίους όλοι μιλούσαν, που κέρδιζαν τα πιο μεγάλα βραβεία, δημοσίευαν άρθρα στις εφημερίδες και απολάμβαναν εξουσία και λογοτεχνικές φιλίες. Ανάμεσα σε αυτούς τους ποιητές δεν υπήρχε ο Baudelaire. Γι’ αυτόν μιλούσαν μόνο επειδή δικάστηκε για βλασφημία με Τα άνθη του κακού. Λοιπόν, περισσότερο από ενάμιση αιώνα μετά, κανείς δεν θυμάται το όνομα κανενός από αυτούς τους 130 ποιητές, ενώ ο μοναδικός που ξεχωρίζει στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι ο Baudelaire.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω το Νέο Πλανόδιον που πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει αυτή την παρουσίαση, τους ομιλητές που συμμετείχαν και όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να παρευρεθείτε.

Το κείμενο αυτό του ΝΙΚΟΛΑ ΚΡΟΤΣΕΤΤΙ διαβάστηκε από τον ίδιο στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Νέο Πλανόδιον προς τιμήν του στις 29.11.2014 στον Πολυχώρο της Άγκυρας στην Αθήνα. Για τον Κροτσέττι και την Ανθολογία των Ελλήνων ποιητών που συνεπιμελήθηκε με τον Φιλιππομαρία Ποντάνι, μίλησαν ο Αντώνης Φωστιέρης, ο Παντελής Μπουκάλας και ο Κώστας Κουτσουρέλης. 

* Η σειρά «Meridiani» εγκαινιάστηκε το 1969 από τον Vittorio Sereni. Φιλοδοξία του Mondadori ήταν να δημιουργήσει μια σειρά αντίστοιχη με τη «Bibliothèque de la Pléiade». Πρόκειται για έγκυρες, πολυτελείς (πολύ λεπτό χαρτί, κομψό δέσιμο) εκδόσεις με τα άπαντα των μεγαλύτερων πεζογράφων και ποιητών της ιταλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, από την κλασική αρχαιότητα ώς τις μέρες μας. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 350 τόμοι. Ο τόμος Poeti Greci del Novecento είναι η πρώτη ποιητική ανθολογία της σειράς.

559658_10204413728656348_3727635049095555913_n     10411280_411384922348933_6017886407980275611_n