Γιώργης Μανουσάκης

Η «πρωτόγονη» ποίηση

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒ Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Κάποτε τοὺς ὀνομάζαμε «ἄγριους» καὶ περιφρονούσαμε κάθε τὶ δικό τους. Τώρα τοὺς λέμε μόνο «πρωτόγονους»[1] κι ἡ λέξη ἔχει χάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὴν ὑποτιμητική της σημασία. Γεμίζομε τὰ μουσεῖα μας μὲ τὶς τελετουργικές τους μάσκες, τὰ ὅπλα, τὰ γλυπτά τους, καταγράφομε κι ἠχογραφοῦμε τὰ τραγούδια τους, ἀποτυπώνομε σὲ ταινίες τοὺς χορούς τους κι ἀνακαλύπτομε, ὄχι σπάνια, πὼς μᾶς συγκινοῦνε πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι τὸ ἔργο κάποιου χτεσινοῦ ἀκόμη ποιητῆ ἢ ζωγράφου πού ’ζησε καὶ δημιούργησε ἀνάμεσά μας. Μ’ ὅλη τὴν τεράστια ἀπόσταση, τοπικὴ ἴσως καὶ χρονική, τὶς διαφορὲς στὸν πολιτισμό, στὴν κοινωνικὴ ὀργάνωση, στὴ θρησκεία, στὴ νοοτροπία ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν ἀνώνυμο γλύπτη τῆς Ὠκεανίας ἢ τὸν ἄγνωστο ποιητὴ τῆς Δυτικῆς Ἀφρικῆς, τὸ ξόανο τοῦ πρώτου καὶ τὸ τραγούδι τοῦ δεύτερου συχνὰ φτάνουν ὁλόισια στὴν καρδιά μας.

Ὁ ὅρος «πρωτόγονος», ὅταν ἀναφέρεται στὴν Τέχνη, σχεδὸν χάνει τὸ νόημά του. Γιὰ τὴν ἐπιστήμη ἔχει πρωταρχικὴ σημασία τὸ ἐπίπεδο τοῦ πολιτισμοῦ κι ἡ μόρφωση ἐκείνου ποὺ θ’ ἀσχοληθεῖ μαζί της. Ὁ ἐπιστήμονας πρέπει νά ’ναι κάτοχος ὅλου τοῦ ὄγκου τῆς γνώσης πού ’χει μαζευτεῖ ὣς τὴν ἐποχή του καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ μαζεύεται κάθε μέρα. Γιὰ τὴν Τέχνη δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία ἔχει τὴν πηγή της στὸ συναίστημα ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του εἶν’ ἄλογο. Ἡ μόρφωση κι ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ καλλιτέχνη μπορεῖ νὰ συντελοῦνε στὸ νὰ γίνει τέλεια ἡ μορφὴ τοῦ ἔργου τῆς Τέχνης ἢ νὰ τὸ πλουτίζουνε μὲ βαθύτερες ἀνησυχίες καὶ προβλήματα, μὰ δὲν εἶναι πάντα ἀπαραίτητες. Ἀρκοῦν οἱ ἁπλὲς ἐμπειρίες τῆς ζωῆς. Ὅταν αὐτὲς ἀγγίξουνε τὶς συναιστηματικὲς χορδὲς κάποιου πού, ἐξὸν ἀπὸ τὴν εὐαιστησία, θά ’χει καὶ τὸ χάρισμα νὰ βλέπει τὸν κόσμο μέσ’ ἀπὸ τὸ κρύσταλλο τῆς ὀμορφιᾶς, θὰ γεννηθεῖ τὸ ποίημα τοῦ λόγου ἢ τῆς ὕλης.

Στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ἡ Τέχνη ἔρχεται πρὶν ἀπὸ τὰ κατορθώματα τοῦ νοῦ. Οἱ μακρινοὶ πρόγονοί μας δὲν εἴχανε μάθει νὰ τρυποῦνε καὶ νὰ πελεκοῦνε τὴν πέτρα κι ὅμως γεμίζανε μὲ ζωγραφιὲς τὶς σπηλιὲς ὅπου κατοικούσανε. Τὸ μυαλό τους ἦταν ἀκόμη βαρύ, «ἕνα κουβάρι σκοτεινὸ» ποὺ δὲν εἶχε ἀρχίσει νὰ ξετυλίγεται. Μέσα τους ὅμως ἀναβόσβηναν οἱ ἀστραπὲς τοῦ τρόμου καὶ τῆς χαρᾶς, σηκώνουνταν τὰ κύματα τοῦ μίσους καὶ τοῦ ἔρωτα. Τὰ μάτια τους ἀνακαλύπτανε κιόλας πὼς κάποιες γραμμὲς εἶναι πιὸ ἁπαλὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες, κάποια χρώματα πιὸ ταιριαστὰ στὸ συνδυασμό τους· τ’ αὐτιά τους ξεχώριζαν ἤχους ποὺ χύνανε στὴν ψυχή τους μιὰ ἀνείπωτη γλύκα. Βρήκανε πὼς ὁ φόβος τους μπροστὰ στὰ γιγάντια θηρία μποροῦσε νὰ χαραχτεῖ στὴν πέτρα σὰν ἕνα τριχωρὸ μαμούθ, πὼς ἡ χαρὰ κι ἡ περηφάνεια τους γιὰ τὸ θήραμα ποὺ σκοτώσανε μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια μποροῦσε ν’ ἀποτυπωθεῖ στὸ τοίχωμα τῆς σπηλιᾶς μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ταράνδου ποὺ τρέχει. Ἡ ἐρωτικὴ λαχτάρα ἔγινε ρυθμικὴ κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κι ἡ εὐμένεια τῶν πνευμάτων ἐξασφαλίστηκε μ’ ἕνα πλῆθος ὕμνους κι ἱκεσίες. (περισσότερα…)

Ὁ ἥρωας τοῦ πνεύματος

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὅσοι μὲ γνωρίζουνε, ξέρουνε καλὰ πὼς τίποτε στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ μ’ ἀναγκάσει νὰ κάμω συμβιβασμοὺς μὲ τὴ συνείδησή μου καὶ νὰ ἐνεργήσω ἀντίθετα ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις μου.[1]
ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ

Τοῦτες τὶς μέρες ἔκλεισε ἕνας χρόνος ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Μπόρις Λεονίντοβιτς Πάστερνακ.[2] Ὁ μεγαλύτερος ποιητὴς τῆς Ρωσίας, ἀπ’ ὅσους βρίσκονταν ἀκόμη στὴ ζωή, ἔσβησε μέσα στὴν πίκρα καὶ τὴ μοναξιά. Κανεὶς ἐπίσημος δὲν παρηκολούθησε τὴν κηδεία του. Ἀπ’ ὅλες τὶς ἐφημερίδες τῆς πατρίδας του, μόνο ἡ Λιτερατούρα  πληροφόρησε τοὺς ἀναγνώστας της μὲ μιὰ λιγόλογη εἴδηση πὼς ὁ συγγραφέας δὲ βρισκότανε πιὰ ἀνάμεσα στοὺς ζωντανούς. Κι ἀπὸ τοὺς ραδιοσταθμούς, μόνο ὁ σταθμὸς τῆς Μόσχας, στὴν ἐκπομπή του γιὰ τὴν Αὐστραλία, σ’ ἀγγλικὴ γλῶσσα, ἀνάγγειλε, μὲ ὄχι παραπάνω  ἀπὸ τριάντα πέντε λέξεις, τὸ γεγονός.

Γιατὶ ὁ Πάστερνακ εἶχε κάμει ὅ,τι λογαριάζεται πάντα μεγάλο ἔγκλημα γιὰ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ πνεύματος: Εἶχε τολμήσει νά ’ναι ὁ ἑαυτός του. Μόνον ὁ ἑαυτός του καὶ κανεὶς ἄλλος. (περισσότερα…)

Γεωγραφικὰ τοῦ ρωμαντισμοῦ

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ἔγραφα τὴν περασμένη Κυριακὴ[1] πὼς ὁ ρωμαντισμὸς ἦταν ἠ ἀντίδραση τῆς ζωντανῆς καὶ συναισθηματικῆς νιότης τῆς Εὐρώπης. Ἀντίδραση ἐνάντια στὸν κλασικισμό, πού ’χει ἀπὸ καιρὸ ἀκινητήσει τὴν τέχνη μὲ τὴν ἀδιάκοπη προσπάθεια τῆς μίμησης ἑλληνιστικῶν καὶ ρωμαϊκῶν προτύπων καὶ ἐνάντια στὸν ὀρθολογισμό, ποὺ ὄχι μόνο εἶχε κυριαρχήσει στὴ φιλοσοφία μὲ τοὺς ἐγκυκλοπαιδιστὲς καὶ τοὺς διαφωτιστές, μὰ ἀπειλοῦσε νὰ γίνει κι ὁ ρυθμιστὴς τὴς πολιτκῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς.

Μὲ τὸ ρωμαντισμὸ ἡ Τέχνη τῆς Εὐρώπης ‒τῆς Εὐρώπης ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴ Μεσόγειο‒ ξαναβρίσκει τὸ δρόμο της ἀπ’ ὅπου τὴν εἶχε ξεστρατίσει ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὸν ἑλληνικὸ καὶ ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμὸ κι ἀρχίζει νὰ ἐκφράζει τὸν ἀληθινὸ χαρακτήρα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὁ Ἄγγλος, ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Ρῶσος ἤτανε καὶ εἶναι στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους ρωμαντικοί.  Φταίει ἴσως τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Οἱ μελαγχολικοὶ βάλτοι τῆς Ἀγγλίας κι ὁ ἀνήσυχος ὠκεανὸς ποὺ πελεκᾶ τοὺς βράχους τῶν ἀχτῶν της. Τὰ σκοτεινὰ δάση τῆς Γερμανίας. Ἡ ἀπέραντη ρωσικὴ πεδιάδα, πότε κάτασπρη, πότε μὲ τὸ χρῶμα τοῦ ξεροῦ χόρτου. Καὶ προπάντων ἐκεῖνος ὁ βαρὺς σταχτὴς οὐρανός, κοινὸς σ’ ὅλες τὶς βορεινὲς χῶρες, ποὺ κρύβει τὸν ἥλιο καὶ τυλίγει τὰ πάντα σ’ ἕνα θαμπὸ κι ἀμφίβολο φῶς καὶ σὲ κάνει ν’ ἀναρωτιέσαι ἂν ὅ,τι βλέπεις ὑπάρχει πραγματικὰ ἢ μήπως τό ’στησε μπρός σου ἡ φαντασία σου. Κάτω ἀπὸ ἕνα τέτοιον οὐρανὸ τριγυρισμένος ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα ὁ ἄνθρωπος τῆς βόρειας, τῆς κεντρικῆς ἢ τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης κλείνεται στὸν ἑαυτό του, γίνεται μυστικιστὴς κι ὀνειροπόλος, μοναχικὸς καὶ στοχαστικός.[2]

Τὴν τελειότερη ἔκφραση τῆς ψυχῆς τοῦ βορεινοῦ Εὐρωπαίου ἀποτελοῦν οἱ μεσαιωνικὲς μητροπόλεις, τὰ θαυμαστὰ μνημεῖα μιᾶς Τέχνης, ποὺ ὁ μεσογειακὸς Ραφαὴλ τὴν ὀνόμασε μερικοὺς αἰῶνες ἀργότερα, περιφρονητικὰ «Γοτθική», γιατὶ δὲν τοῦ ἤτανε δυνατὸ νὰ τὴ νιώσει. Γενικὰ ἡ Μεσαιωνικὴ Τέχνη, μιὰ τέχνη μὲ πολλὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ ποῦμε ρωμαντικά, εἶναι γέννημα τῆς Εὐρώπης τοῦ τεφροῦ οὐρανοῦ. Ἐνῶ ἡ Τέχνη τῆς Ἀναγέννησης εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νότιου Εὐρωπαίου, κυριώτερα τοῦ Ἰταλοῦ,  στὸ γνώριμό του ἀπὸ τὴν ἀρχαία Τέχνη «θεοποιημένο κόσμο τῶν σωμάτων». Ὅταν ἡ Ἀναγέννηση προχώρησε ὣς τὶς χῶρες ποὺ δὲν ἔχουνε γνωρίσει τὸ χάδι τῆς Μεσογείου, ἄλλαξε χαραχτήρα. Ἔπαψε νὰ παίζει μὲ τὸ φῶς, τὸ γυμνό, τὴ δροσερὴ φύση, ἔπαψε νὰ ἐκφράζει τὴ χαρὰ τῆς γήινης ζωῆς. (περισσότερα…)

Ξενάγηση στο ποιητικό εργαστήρι του Γιώργη Μανουσάκη

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Τί θὰ μείνει στὸ σπίτι ἀπὸ μένα
ὅταν θά ’χω φύγει γι’ ἀντίπερα;
 
διερωτάται ο ποιητής στο ποίημά του «Κατάλοιπα ζωῆς».

Ο ίσκιος, η ματιά, τα όνειρα, οι επίμονοι φόβοι, η σιγανή φωνή δεν είναι τα μόνα και κυρίαρχα κατάλοιπά του στο σπίτι, όπως έγραφε. Μετά το θάνατό του, όταν χώθηκα στο αρχείο του για να το καταγράψω και να ταξινομήσω ό,τι είχε προκύψει από το γράψιμο που τον είχε απορροφήσει τόσα χρόνια, βρέθηκα μπροστά σ’ ένα πλήθος χειρόγραφων κειμένων, ποιητικών και μη, από τα οποία λίγα είχαν ενταχθεί στα βιβλία του

Έδωσα τότε μυστικά την υπόσχεση στον ποιητή και στους αναγνώστες τού έργου του ότι δεν θα αφήσω να επαληθευτεί ο φόβος του ότι «ο άνεμος του χρόνου θα σαρώσει» «τα συντρίμμια των στίχων» του, όπως είχε γράψει το 1976 στο ποίημα «[Ἂν φύτεψα…]», που ακούστηκε. Η ύπαρξη αυτών των καταλοίπων αποτελούσε και αποτελεί για μένα ἕνα βαρύ καθήκον με πολλαπλές διαστάσεις.

Ο Μανουσάκης ως δημιουργός που ζούσε και έγραφε στην επαρχία νόμιζε πως είχε ασθενική ποιητική φωνή με περιορισμένη απήχηση. Γι’ αυτό πότε πότε σκεφτόταν πως ήταν μάταιο να επιμένει να γράφει. Όμως το γράψιμο ήταν για κείνον το οξυγόνο που τον βοηθούσε να ζει, ήταν η ψυχική λύτρωση από την υπαρξιακή αγωνία, ήταν συγχρόνως και «μια δημόσια εξομολόγηση “εκ βαθέων”,[1] που γεφύρωνε το χάσμα μεταξύ του ίδιου και των άλλων. Ακόμη κι όταν η φθορά του σώματος είχε αρχίσει να απειλεί την ζωή του, το γράψιμο ήταν ο μοναδικός λόγος ὕπαρξης, όπως είχε πει στην τελευταία συνέντευξή του το Νοέμβρη του 2007, (περισσότερα…)

«Η υποκειμενική αλήθεια είναι πιο βαθιά από την αλήθεια του ορθού λόγου»

*

Η συνομιλία αυτή του ποιητή Γιώργη Μανουσάκη με τον φιλόλογο και συγγραφέα Σταύρο Γ. Καλαϊτζόγλου καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2004. Μέρος της δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα. Εδώ δημοσιεύεται για πρώτη φορά χωρίς περικοπές με αφορμή το συνέδριο που διοργανώνεται για τον Μανουσάκη στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων το διήμερο 9 και 10 Φεβρουαρίου 2024. Θα ακολουθήσει αύριο το μελέτημα της Αγγελικής Καραθανάση «Ξενάγηση στο ποιητικό εργαστήρι του Γιώργη Μανουσάκη».

~.~ 

–Τι σημαίνει ποιητική έμπνευση για σας;

–Να έχεις την ικανότητα ν’ ακούς την ομιλία των ανθρώπων και των πραγμάτων. Όχι την καθημερινή φλυαρία τους αλλά τις μυστικές φωνές τους, αυτές που τις εκπέμπουν σε μιαν άλλη συχνότητα. Αν έχεις την ικανότητα και την κατάλληλη εξάσκηση να συλλαμβάνεις αυτά τα μηνύματα κι είσαι έτοιμος να τα δεχτείς τη στιγμή που διαχέονται στον αέρα, τότε βρίσκεσαι, εκείνη την ώρα, σε ποιητική έμπνευση.

–Ναι, αλλά σε ένα ποίημα πόσο ρόλο παίζει το ταλέντο και πόσο η «θεία χάριτι» γραφή;

–Το ταλέντο το δημιουργεί, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό, η επίμονη κι επίμοχθη δουλειά, το σχίσιμο και το ξαναγράψιμο των ποιημάτων. Επόμενο είναι πως πρέπει να ’χουν προηγηθεί τα χρόνια μαθητείας, με ταπεινοσύνη και δεκτικότητα, στο έργο παλιότερων και νεότερων ποιητών. Δεν ξέρω αν επεμβαίνει η «θεία χάρις» στη δημιουργία του ταλέντου. Ίσως να παίζουν το ρόλο τους κάποια κληρονομημένα γονίδια (για να μεταχειριστούμε τους όρους της σύγχρονης επιστήμης). (περισσότερα…)

Στο σύνορο των δύο χρόνων

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὧρες μόνο μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸ σύνορο τῶν δυὸ χρόνων. Σὰν τὸ συλλογιζόμαστε νιώθομε νὰ χτυπᾶ πιὸ γρήγορα ἡ καρδιά μας. Ἕνα μυστικιστικὸ δέος ἀναρριχᾶται ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι  μας ἴσαμε τὴ σκέψη μας καὶ τήνε μουδιάζει γιὰ λίγες στιγμές. Οἱ τελευταῖες ὧρες ἑνὸς χρόνου ποὺ φεύγει εἶναι πάντα κάτι τὸ ξεχωριστό. Εἶναι φορτωμένες  ἀπὸ σημασία.

Κι ὅμως ἐξωτερικά, ἀντικειμενικά, εἶν’ ὅμοιες μὲ τὶς ὧρες ὁποιασδήποτε μέρας. Ἡ γῆ ἐξακολουθεῖ τὴν πορεία της μὲ τὴν ἴδια ταχύτητα κι ὁ ἥλιος της φέγγει μὲ τὴν ἴδια ἀδιαφορία, ὅπως πάντα. Οἱ δεῖχτες τοῦ ρολογιοῦ προχωροῦνε στρωτὰ πάνω στὴν ἄσπρη πλάκα δίχως νὰ ταράζουνται ἀπὸ τίποτα. Καμιὰ ἐντυπωσιακὴ ἀλλαγὴ στὴ ροὴ τοῦ χρόνου.

Μὰ ποιός μιλεῖ γιὰ ἀντικειμενικότητα μιὰ τέτοια μέρα; Σ’ αὐτὲς τὶς ὧρες τὸ μηχανικὸ ρολόι δὲ λέει τὴν ἀλήθεια. Τὸ ἄλλο ρολόι, ἐκεῖνο πού ’χομε μέσα μας, εἶναι τὸ μόνο ποὺ μετρᾶ σωστά, ἀφοῦ εἶναι σύμφωνο μὲ τὰ αἰστήματα καὶ τοὺς στοχασμούς μας. Κι αὐτὸ βρίσκει πὼς τὸ κάθε λεφτὸ τῆς τελευταίας μέρας τοῦ Δεκέμβρη εἶναι πολὺ πιὸ σύντομης διάρκειας ἀπὸ τὰ συνηθισμένα λεφτά. Τόσο σύντομο ποὺ δὲ θὰ πρέπει νά ’χει παραπάνω ἀπὸ εἴκοσι τριάντα δεφτερόλεφτα.

Ἡ πιὸ ἀπάνθρωπη ἐφεύρεση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέτρημα τοῦ χρόνου. Μπορεῖ νὰ τοῦ εἶναι χρήσιμη πραχτικά, κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει. Ὅμως αὐτὸ δὲν τήνε κάνει λιγότερο ἀπάνθρωπη. Ἐκείνη ἡ μονάδα ποὺ θὰ προστέσομε αὔριο στὸ γνωστὸ τετραψήφιο ἀριθμὸ πόσες μελαγχολικὲς σκέψεις δὲ μᾶς φέρνει! Ἕνα χρόνο πιὸ κοντὰ στὰ γεράματα. Ἕνα χρόνο πιὸ κοντὰ στὸ τέρμα τῶν φιλοδοξιῶν, στὸ τέρμα τῆς  δράσης, στὸ τέρμα τῆς ἔντονης ψυχικῆς ζωῆς. Ἕνα χρόνο πιὸ κοντὰ στὸ Μεγάλο Ἄγνωστο. Δὲ θά ’τανε καλύτερα νὰ μὴν καταγράψομε καὶ τούτους τοὺς  δώδεκα μῆνες ποὺ ἔχουν γίνει πιὰ παρελθόν; Τώρα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀλλαγῆς μιᾶς χρονολογίας θὰ σταματήσομε τὸ πρωὶ μπροστὰ στὸν καθρέφτη, μὲ τὸ χέρι ποὺ θὰ κρατᾶ τὸ χτένι μετέωρο γιὰ μιὰ στιγμή, καθὼς θὰ κοιτάζομε στὸ γυαλὶ τὴν εἰκόνα μας καὶ θὰ διαπιστώνομε τὰ χνάρια τῆς φθορᾶς πάνω της. Μιᾶς φθορᾶς ποὺ δὲν τὴν εἴχαμε ξαναπροσέξει. Καὶ θὰ νιώσομε τὴν ἴδια «πληγὴ ἀπὸ φριχτὸ μαχαίρι» ποὺ ἔνιωσε κι ὁ Ἰάσονας Κλεάνδρου τοῦ Καβάφη. (περισσότερα…)

Γιὰ ἕνα τοπικὸ θέατρο

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὅλο καὶ πληθαίνουν οἱ εὐχάριστες εἰδήσεις: Ἡ ἑλληνικὴ ἐπαρχία ἀρχίζει νὰ ξυπνᾶ ἀπὸ τὴ μακρόχρονη νάρκη της. Ἀρχίζει νὰ παίρνει πρωτοβουλίες, δὲν τὰ περιμένει πιὰ ὅλα ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Προσπαθεῖ, ἀξιοποιώντας τὶς πνευματικὲς δυνάμεις ποὺ, ἀναμφισβήτητα, διαθέτει, νὰ δημιουργήσει μιὰ δική της πνευματικὴ κίνηση. Πιστεύει πὼς εἶναι καιρὸς πιὰ ἡ Πρέβεζα τοῦ τραγικοῦ Καρυωτάκη νὰ πάψει ν’ ἀποτελεῖ τὴν ἀντιπροσωπευτικὴ εἰκόνα της.

Ἄλλωστε κι ὁ καιρὸς κι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀλλάξει πολὺ ἀπὸ τὸ 1928 κι ἐδῶθε. Ὅλο καὶ περισσότεροι νέοι, μὲ κάποια μόρφωση ποὺ ξεπερνᾶ τὰ στενὰ πλαίσια τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων μιᾶς ὁρισμένης εἰδικότητας, ἀποφασίζουνε νὰ παραμείνουνε στὴν ἐπαρχία. Κι ὅλο καὶ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ γιὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο λόγο δὲν ἀκολούθησαν ἀνώτερο κύκλο σπουδῶν, μὰ ἔμειναν στὸν τόπο τους καὶ βολευτήκανε σὲ κάποια δουλειά, νοιάζονται γιὰ ζητήματα τῆς Τέχνης καὶ γενικότερα τοῦ Πνεύματος. Ὁ ἀριθμὸς ἐκείνων ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ Λογοτεχνία, τὴ Ζωγραφική, τὴ Μουσική, τὸ Θέατρο μεγαλώνει συνεχῶς.

Ἴσως ἀπ’ ὅλες τὶς μορφὲς τῆς Τέχνης τὸ Θέατρο ἔχει τοὺς περισσότερους πιστούς. Κι εἶναι φυσικὸ γιατὶ ἑνώνει τὴν ὀπτικὴ ἐντύπωση μὲ τὸ λόγο κι ἔτσι γίνεται, εὐκολοπλησίαστο ἀπὸ τὸ πλατύτερο κοινό. Τὰ πρόσωπα τοῦ δράματος ἢ τῆς κωμωδίας δὲν εἶναι ἁπλὰ δημιουργήματα τῆς φαντασίας ἑνὸς συγγραφέα, μὰ ζωντανοί, χειροπιαστοὶ ἄνθρωποι ποὺ κινοῦνται καὶ ζοῦνε μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ὁ φόβος πὼς ἡ διάδοση τοῦ κινηματογράφου θὰ καταργοῦσε τὸ θέατρο, ἀποδείχτηκε ἀβάσιμος. Τὸ δεύτερο τοῦτο μὲ τὴν ποιότητα τοῦ λόγου του καὶ μὲ τὴν ἀμεσότερη ἐπαφὴ τοῦ ἠθοποιοῦ μὲ τὸ θεατὴ ἔχει τὴ δική του ξεχωριστὴ ἀξία ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ μειώσει ἢ νὰ τὴ σφετεριστεῖ ὁ κινηματογράφος. Κι αὐτὸ τὸ νιώθει ἀκόμη κι ὁ μέσος, δίχως σπουδαία αἰσθητικὴ παιδεία, ἄνθρωπος τῆς ἐπαρχίας ποὺ τρέχει νὰ δεῖ θέατρο μόλις ἐπισκεφτεῖ κάποιος θίασος τὴν πόλη του, ἀδιαφορώντας συχνὰ γιὰ τὸ ἔργο καὶ γιὰ τοὺς ἠθοποιούς: Τοῦ ἀρκεῖ ποὺ θὰ δεῖ τὸ θέατρο. (περισσότερα…)

Οι συμβιβασμένοι και οι ασυμβίβαστοι

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

«Ὑπάρχουνε δυὸ φυλὲς πλασμάτων», λέει ἕνας ἥρωας τοῦ Ζὰν Ἀνούιγ. «Μιὰ φυλὴ πολυάριθμη, γόνιμη, εὐτυχισμένη, χοντρὴ πάστα γιὰ ζύμωμα, ποὺ τρώει ἥσυχα ἥσυχα λουκάνικα, φτιάχνει παιδιά, δουλεύει μὲ τὰ ἐργαλεῖα, μετρᾶ τὶς δεκάρες ἀφρόντιστα, παρ’ ὅλες τὶς ἐπιδημίες καὶ τοὺς πολέμους, ἴσαμε τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς ζωῆς, ἄνθρωποι δηλαδὴ καθημερινοί,  ποὺ δὲν τοὺς φαντάζεσαι νεκρούς. Κι ὕστερα ὑπάρχουν οἱ ἄλλοι, οἱ εὐγενικοί, οἱ ἥρωες. Αὐτοὶ ποὺ τοὺς φαντάζεσαι κάλλιστα πεσμένους χάμω, χλωμούς, μὲ μιὰ κόκκινη τρύπα στὸ κεφάλι τους γιὰ νὰ θριαμβεύουνε, γιὰ μιὰ στιγμή, μὲ μιὰ τιμητικὴ φρουρὰ γύρω τους ἢ κι ἀνάμεσα σὲ δυὸ χωροφύλακες, ἀναλόγως. Ἡ ἀριστοκρατία».[1]

Δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ  ποὺ στὰ νιάτα τους λαχταρήσανε νὰ γίνουνε μέλη τούτης τῆς τραγικῆς ἀριστοκρατίας. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὁλάκερη ἡ ὕπαρξή τους ἤτανε πυρωμένη ἀπὸ ἰδανικὰ γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἀγάπη, γιὰ ὀμορφιά. Καὶ τὰ ὑπερασπίζονταν μὲ πάθος ἀληθινὸ ἐνάντια σ’ ὅποιον ἤθελε νὰ τὰ χτυπήσει, ἀκόμη καὶ νὰ τὰ εἰρωνευτεῖ. Κι ἐπίστευαν ὁλόψυχα πὼς τίποτα δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τοὺς κάμει νὰ ἐγκαταλείψουνε τὴν ὡραία ἀδιαλλαξία τους. Ἦταν εὔκολο τότε νά ’χει κανεὶς ἕνα ἰδανικὸ καὶ νὰ τοῦ μένει πιστός. Μὰ σὰν ἐπήρανε κι αὐτοὶ μιὰ θέση ὑπεύθυνη μέσα στὴ κοινωνικὴ ζωή, εἴδανε νὰ ὀρθώνεται ἀδυσώπητο μπροστά τους τὸ δίλημμα: Ἢ νὰ κρατήσουνε τὸν ἰδεαλισμό τους καὶ νά ’ρθουνε σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς πανάρχαιους, ἀλύγιστους νόμους τῆς κοινωνίας, ἢ νὰ τὸν ἀπαρνηθοῦνε καὶ νὰ βολευτοῦνε κι αὐτοὶ μέσα σ’ ἕνα ἐπάγγελμα καὶ σὲ μιὰ οἰκογένεια, ὅπως ὅλοι οἱ γύρω τους. Κι οἱ πιὸ πολλοὶ προτιμήσανε τὸ δεύτερο. Ἴσως ὄχι χωρὶς λύπη, χωρὶς κάποια πίκρα, ὅμως δὲ μπορούσανε νὰ κάμουνε διαφορετικά. Ὁ ἄλλος δρόμος ζητοῦσε θυσίες κι αὐτοί ‒τώρα μόνο τὸ βλέπανε‒ δὲν ἦταν ἀπὸ κείνους ποὺ ἀνταλλάζουνε τὴν ἐχτίμηση τοῦ κόσμου καὶ τὶς χίλιες δυὸ μικρὲς χαρὲς τῆς ζωῆς μ’ ἕνα στεφάνι «ἀπὸ δάφνες κι ἀγκάθια». (περισσότερα…)

Ποίηση και σκληρότητα

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὅταν φέρνομε στὸ νοῦ μας τὸν αἰσθητικὰ καλλιεργημένο ἄνθρωπο, τόσο τὸ δημιουργό, ποιητὴ ἢ καλλιτέχνη, ὅσο κι ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο ἕνας εὐαίσθητος δέκτης τῶν δημιουργημάτων τῶν ἄλλων, τόνε φανταζόμαστε σὰν μιὰ φύση ἐκλεπτυσμένη, γεμάτη εὐγένεια καὶ καλοσύνη, ἀνίκανο νὰ κάμει τὸ κακό.

Ὅμως πόσο διαφορετική εἶναι ἡ ἀλήθεια!

Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ  χρόνια εἶχα διαβάσει σὲ κάποια ἐφημερίδα τὴν περίπτωση ἑνὸς συνταγματάρχη τῶν  Ἒς Ἔς. Ὁ ἀξιωματικὸς ἐκεῖνος ἤτανε διοικητὴς σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ὅλο τὸ πρωὶ ὄχι μόνο ἔδινε διαταγές, μὰ καὶ παρακολουθοῦσε ὁ ἴδιος τὴν ἐχτέλεσή τους στὶς αἴθουσες τῶν βασανιστηρίων, στοὺς θαλάμους τῶν ἀερίων καὶ στὰ κρεματόρια. Καὶ σὰν ἐτέλειωνε ἀπὸ τούτη τὴ δουλειὰ γύριζε στὸ γραφεῖο του, ἔπαιρνε ἕναν τόμο μὲ ποιήματα τοῦ Ρίλκε, τοῦ πιὸ λεπταίσθητου ἴσως ποιητῆ πού ’γραψε στὴ γερμανικὴ γλῶσσα, καὶ βυθιζότανε στὸ διάβασμα. Θάλαμοι ἀερίων καὶ ποίηση!

Βέβαια, τούτη ἡ περίπτωση μπορεῖ νά ’ναι μιὰ ἐξαίρεση μὲ τὴν ἀνατριχιαστική της ἀντίθεση. Ἀλλὰ τὴν ἴδια οὐσιαστικὰ ἀντίθεση, λιγότερο χτυπητή, τὴ συναντοῦμε συχνὰ γύρω μας. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ βλέπομε κάποιον –συνήθως κάποια – διαβάζοντας ἕνα μυθιστόρημα ἢ βλέποντας ἕνα ἔργο στὸ θέατρο, στὸν κινηματογράφο ἢ στὴν τηλεόραση νὰ συγκινεῖται μέχρι δακρύων καὶ τὴν ἄλλη στιγμὴ νὰ μένει ὁλότελα ἀδιάφορος μπροστὰ στὴ ζωντανή, τὴ χειροπιαστὴ δυστυχία τοῦ διπλανοῦ του. Κάποτε μάλιστα νὰ μὴ διστάζει νὰ τόνε βλάψει, ἂν πρόκειται νὰ ὠφεληθεῖ ὁ ἴδιος. Πόσοι ἐξάλλου ἀπὸ τοὺς δημιουργοὺς ὁποιασδήποτε μορφῆς τῆς Τέχνης, στάθηκαν ἠθικὲς προσωπικότητες  -ὄχι μὲ τὴ στενή, τὴν πουριτανικὴ ἔννοια τῆς λέξης;  Κάθε λογῆς πάθη, κακίες καὶ μικρότητες χαρακτηρίζουν τὴ ζωὴ πολλῶν ἀπὸ τοὺς μεγάλους τῆς λογοτεχνίας, τῶν καλῶν τεχνῶν καὶ τῆς μουσικῆς.

Ἂς θυμηθοῦμε τὸ βαθὺ μίσος τοῦ Σολωμοῦ πρὸς τὸν ἑτεροθαλὴ ἀδερφό του Ἰωάννη Λιονταράκη καὶ τὶς μακροχρόνιες δίκες ἐναντίον του γιὰ τὴν πατρικὴ κληρονομιά. Τὸ χαρτοπαιχτικὸ πάθος τοῦ Ντοστογιέφσκη, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐρωτικὸ πάθος του γιὰ τὴν Ἀπολινάρια Σούσλοβα, μὲ τὴν ὁποία γύριζε ἀπὸ πόλη σὲ πόλη τῆς Εὐρώπης, ἔχοντας παρατήσει μόνη της στὴ Ρωσία τὴ βαριὰ ἄρρωστη γυναίκα του. Τὶς αἱμομικτικὲς σχέσεις τοῦ Μπάιρον μὲ τὴν ἑτεροθαλὴ ἀδερφή του Αὐγούστα, χωρὶς νὰ λογαριάσομε τὴ σκανδαλώδη στὴ συνέχεια ζωή του. Τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ἀνευθυνότητα καὶ τὴν ἀναίδεια τοῦ νεαροῦ Μότσαρτ. Αὐτὴ ἡ ἠθικὴ ἐλαστικότητα γίνεται κάποτε ὁλοκληρωτικὴ ἀπουσία ἠθικῶν ἐνδοιασμῶν. Κι ἀποροῦμε ἐμεῖς οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας καλλιτέχνης, ποὺ ἔχει δώσει δείγματα τέτοιας εὐαισθησίας μὲ τὸ ἔργο του, νὰ συμπεριφέρεται μὲ τόση «ἀναισθησία» πρὸς τοὺς συνανθρώπους του, ἀκόμη καὶ πρὸς τὴν ἴδια τὴν οἰκογένειά του; (περισσότερα…)

Θεσσαλονίκη

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

*

Α΄ Ἡ σύγχρονη πολιτεία κι ἡ μαγικὴ πολιτεία [1]

Μὲ καρδιοχτύπι περιμένω πάντα τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πρωταντικρύσω ἕνα τοπίο, μιὰ πόλη ἢ ἕνα μνημεῖο, γνωστὰ ἀπὸ  τὰ βιβλία. Ἀνησυχῶ γιὰ τὴν πρώτη ἐντύπωση ποὺ θἀ μ’ ἀφήσει, γιὰ τοὺς ἀντίλαλους ποὺ θὰ ξυπνήσει μέσα μου. Νά ’ναι, ἄραγε, ὅπως τό ’χει δουλέψει ἡ φαντασία μου χρόνια τώρα, παίρνοντας τροφὴ ἀπὸ φωτογραφίες, σχέδια καὶ περιγραφὲς ἢ θὰ μ’ ἀπογοητέψει;

Μὲ τούτη τὴν ἀνησυχία μέσα μου πήγαινα, ἀνυπόμονος νὰ κάμω τὴν πρώτη γνωριμία μὲ τὴ Θεσσαλονίκη.

Καθὼς τὸ λεωφορεῖο ἄρχισε νὰ συναντᾶ τὰ πρῶτα σπιτάκια κι ὕστερα, ὅσο πήγαινε, τὰ σπιτάκια νὰ πληθαίνουνε καὶ νὰ φαίνεται μπροστά μας μιὰ ὁλάκερη πολιτεία ἀνεβασμένη ἀπάνω στοὺς χωματόλοφους, μήτε ὑποψιάστηκα πὼς εἴχαμε μπεῖ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἀναρωτιόμουνα ποιά πολιτεία νά ’τανε κι ἔψαχνα νοερὰ τὸ χάρτη νὰ θυμηθῶ τὴ μαύρη μικρὴ κουκίδα ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ μακεδονίτικη πρωτεύουσα.  Μόνο σὰν ἐπροχωρήσαμε κάμποσο μέσα στὸ πέτρινο κορμί της κι ἄρχισε νὰ σταυρώνεται ὁ δρόμος μας μ’ ἄλλους δρόμους πολύβοους, τὴν ἀναγνώρισα.  Τὰ φτωχὰ τενεκεδόσπιτα, ξυλόσπιτα, χαμόσπιτα ἤτανε τὸ αἰώνιο θέμα ποὺ ὑπάρχει πάντα στὶς ἄκρες ὅλων τῶν ἑλληνικῶν πολιτειῶν.

Βέβαια, ἡ «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ» ἔχει μιὰ λαμπρὴ βιτρίνα. Τὸ κέντρο της, ὅλη ἡ κάτω πόλη, ἀπὸ τὸν Ἅη Δημήτρη ὣς τὴ θάλασσα, εἶναι μιὰ μεγαλούπολη τοῦ καιροῦ μας. Δρόμοι πλατιοί, ἴσιοι, μὲ τὰ μέγαρά τους, μὲ τὰ φανταχτερά τους καταστήματα, μὲ τὸ πλῆθος τῶν τροχῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ κυλοῦν ἢ περπατοῦν στὴν ἄσφαλτό τους. Ἡ Ἐγνατία, ἡ ὁδὸς Τσιμισκῆ, ἡ ὁδὸς Ἑρμοῦ, ἡ ὁδὸς Βενιζέλου. Τὸ κομμάτι τοῦτο τῆς πολιτείας δὲν ἔχει νὰ ζηλέψει τίποτα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἴσως εἶναι καὶ καλύτερό της. Ἔχει περισσότερη ἀρχιτεκτονικὴ συνέπεια ‒δὲν παρουσιάζει ἐκεῖνο  τὸ ἀνακάτωμα τῶν ρυθμῶν, άπὸ τὸν κλασικίζοντα τοῦ περασμένου αἰώνα, ὣς τοὺς περιστερώνες τῶν μοντέρνων πολυκατοικιῶν. Ἔχει ὁλόκληρο τὸ συντηρητικὸ σύγχρονο ὕφος πού ’χουνε τὰ χτίρια τῆς ἐποχῆς τοῦ μεσοπολέμου. Τοῦτο τὸ ὕφος παίρνει σὲ μερικοὺς δρόμους, ὅπως στὴν ὄμορφη ὁδὸ Ἀριστοτέλους, ἕνα ἰδιαίτερο χρῶμα, καθῶς σμίγει μὲ κάποια τυπικὰ στοιχεῖα βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, σὰν τὶς κολόνες ποὺ βαστοῦνε μιὰ σειρὰ ἡμικυκλικὰ τόξα, σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ τὶς πλαστικὲς διακοσμήσεις στοὺς ἐξωτερικοὺς τοίχους.

Πίσω ἀπὸ τούτη τὴ βιτρίνα ἁπλώνεται μιὰ μελαγχολική, μιὰ σιωπηλὴ πολιτεία.  Οἱ παλιὲς γειτονιές, μὲ τὰ στενὰ φιδωτὰ δρομάκια τους προχωροῦν ἀνηφορίζοντας, ὥσπου νὰ συναντήσουνε τὸ κάστρο, τὸ Ἑπταπύργιο, στὴν κορυφή. Τὰ σπίτια μὲ τοὺς χαρακτηριστικοὺς μακεδονίτικους ἐξῶστες ἔχουνε τὴ γοητεία τῶν περασμένων καιρῶν. Ὅμως  πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν εἶδα τόσο ἔντονη τὴν εἰκόνα τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου ἑνὸς κόσμου, ὅσο ἐδῶ.  Τὰ περισσότερα παλιὰ σπίτια ἔχουνε μιὰ θλιβερὴ ὄψη ἐγκατάλειψης, ἄβαφα καθὼς εἶναι μὲ πεσμένους σοβάδες, μὲ ξεχαρβαλωμένα παράθυρα. Συχνὰ μεγάλες ραγισματιὲς  ἢ τοῖχοι ποὺ γέρνουν ἐπικίνδυνα πρὸς τὰ ἔξω, παραμορφωμένα σχήματα παραθυριῶν, φανερώνουνε τὴν ἐπιθανάτια ἀγωνία τοῦ γέρικου χτιρίου.  Κι ὅμως κάποιο κουρτινάκι πίσω ἀπὸ τὸ τζάμι λέει πὼς ἐξακολουθοῦνε νὰ κατοικοῦνε ἀκόμη ἄνθρωποι μέσα σ’ ἐκείνη τὴν παγίδα.  Κάπου κάπου  ἀνάμεσ’ ἀπὸ τοῦτα τὰ σπιτάκια τινάζει μιὰ ὁλοκαίνουργια πολυκατοικία πρὸς τὸν οὐρανὸ τὰ ὀχτώ της πατώματα, μὲ νεοπλουτίστικη  ξιπασιά.  Στὰ πόδια της τὰ ἑτοιμόρροπα σπιτάκια τὴ βλέπουνε ντροπιασμένα καὶ θαρρεῖς  πὼς μικραίνουν ἀκόμη πιὸ πολύ, θαρρεῖς πὼς  παρακαλοῦνε τὸ θάνατο νά ’ρθει νὰ τὰ σωριάσει στὴ γῆς. (περισσότερα…)