Month: Ιουλίου 2016

Σημάδια παρακμής στην λογοτέχνια

DECAY

~~~

του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΑ

Το φαινόμενο της παρακμής όταν ερμηνεύεται σε «ειδικότερη» βάση, για παράδειγμα στα λογοτεχνικά πράγματα, παρουσιάζει πάντοτε ή κατά κανόνα κάποια ευκόλως ανιχνεύσιμα στοιχεία, βάσει των οποίων επιχειρείται ανά τις εποχές –και στο βαθμό που ένα τέτοιο φαινόμενο καθίσταται πλέον μη αγνοήσιμα αισθητό– μια ποιοτική καταμέτρησή του. Τα κριτήρια σε ένα τέτοιο εγχείρημα είναι δύο ειδών: θεωρητικά (από την άποψη μιας θεωρίας της τέχνης) και ιστορικά-ιστοριογραφικά.

Στην περίπτωση που εξετάζουμε, τουτέστιν τα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας μας, δύο είναι οι κύριες παράμετροι εφαρμογής των ιστορικών κριτηρίων: η κοινωνική-οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα μας εδώ και χρόνια αλλά και το –ίσως μοναδικό– νεοελληνικό φαινόμενο διεξαγωγής μιας «πνευματικής» ζωής πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικώς, μέσα από το διαδίκτυο και μάλιστα μέσα από τα προφίλ ενός μέσου κοινωνικής δικτύωσης!

Για λόγους προσληπτικής ευχρηστίας από τον αναγνώστη, θα επιχειρήσουμε να απαριθμήσουμε εν είδει καταλόγου, μερικές τέτοιες ενδείξεις παρακμής, οι οποίες λαμβανόμενες εν συνόλω δεν μπορεί παρά να άγονται σε μια κατάδειξη του παρακμιακού φαινόμενου. Πρόκειται, όπως ελέχθη, για «μερικές» ενδείξεις, πράγμα που σημαίνει πως υπάρχουν και άλλες (αρκετές ακόμα). Εδώ παρατίθενται από καθαρά δειγματοληπτική άποψη οι κάτωθι.

1. Πρώτο απ’όλα, ως γενικευμένο γνώρισμα λογοτεχνικής παρακμής ανά τους αιώνες, το ολοένα και περισσότερο χοντροκομμένο της μορφής στο όνομα μιας φαιδρώς εξιδανικευμένης ή μυστικοποιημένης απλότητας. Πληθαίνουν τα κείμενα ατελούς ή ανύπαρκτης προκατεργασίας που παρουσιάζονται στον έντυπο και τον διαδικτυακό κόσμο.

Δικαιολογίες από την πλευρά της παρακμής: Όπως προελέχθη, η «ποιούσα την ανάγκην φιλοτιμίαν» μυστικοποίηση ή λατρεία της «απλότητας». Σύμφωνα με αυτήν την μάλλον φυγόπονη και δίχως παιδεία θεώρηση, το απλό και το πολύπλοκο είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους πράγματα και ως εκ τούτου το απλό προτιμάται, έστω και αν το απλοϊκό ή απλοποιημένο παρερμηνεύεται από τους παρακμίες ως εάν ήταν πράγματι απλό και προβάλλεται ως τέτοιο.

Παρενέργειες και αρνητικές συνέπειες: Ολοένα και περισσότεροι θεωρούν περιττή μια βαθύτερη θεωρητική ενάσχοληση με τα λογοτεχνικά πράγματα, αποφεύγουν μια συστηματικότερη μελέτη κρισίμων περιόδων στην ιστορία της λογοτεχνίας ή εν γένει του ανθρωπίνου πνεύματος και εμπιστεύονται περισσότερο τον «εσωτερικό» κόσμο τους (όχι ότι αυτό είναι λάθος, μονόπλευρα όμως παρμένο είναι τραγικό… η λογοτεχνία θέλει δουλειά).

Αυτοσχεδιασμός και προχειρότητα λοιπόν στην θέση της υποδομής, με αποτέλεσμα οι «εμπνεύσεις» να περιτριγυρίζουν χιλιοαναμασημένα και «πολυτραγουδισμένα» μοτίβα, μη διακτινιζόμενα σε τίποτε περαιτέρω του εαυτού τους.

Ως αποτέλεσμα η μορφή καθίσταται πιο χοντροκομμένη, η εκφραστική έχει τα χάλια της καθώς οι «γωνίες» του γραπτού λόγου αμβλύνονται σε βαθμό τέτοιο ώστε να δύναται να ακολουθήσει την πνευματική φτώχεια του παρακμία, η θεματολογία είναι η πλέον «βασική» και χιλιοχρησιμοποιημένη, αλλά και άλλα συναφή γνωρίσματα.

Αντιμετώπιση: Είναι καλό –και σε πείσμα μιας κατ’ εξοχήν αντιθεωρητικής χώρας και νοοτροπίας που τους περιβάλλει– οι λογοτέχνες να ασχολούνται τόσον με την θεωρία γενικότερα όσον και ειδικότερα με την θεωρία της λογοτεχνίας. Επειδή, προτού επιχειρήσεις να αρθρώσεις λόγο για κάτι, θα πρέπει να είσαι ενήμερος (όσον το δυνατόν) περί του τι είπαν και έγραψαν πολλοί άνθρωποι πριν από σένα, ώστε να μην επαναλάβεις τα ίδια και μάλιστα σε πτωχότερη μορφή! Η τέχνη, αντίθετα με την θεώρηση της παρακμής –που τείνει να προσημειώσει με θετική σήμανση κάθε έκπτωση δεν είναι μίμηση ούτε «συνέχεια», αλλά νέα δημιουργία, ρήξη και ασυνέχεια!

Περαιτέρω, η εξιδανίκευση της «απλότητας», τόσον διαδεδομένη στην χώρα μας λόγω της ρωμέικης συνήθειας να αναπαράγονται ακρίτως διάφορα βολικά σλόγκαν και συνθηματάκια που εξυπηρετούν την πνευματική οκνηρία και την πρόχειρη έμπνευση, η εξιδανίκευση της απλότητας λοιπόν, είναι τόσον σαθρή όσον και επικίνδυνη εξ αιτίας των αναποφεύκτων παραλόγων συνεπειών της. Για να το κατανοήσουμε αυτό καλύτερα, αρκεί να σκεφθούμε ότι ένας ανθρώπινος οργανισμός για παράδειγμα, είναι κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο και σε καμμία περίπτωση δεν παραπέμπει στην ιδέα της “απλότητας”. Η ζωή για να υπάρξει και να λειτουργήσει χρειάζεται μια “πολύπλοκη” ανάπτυξη ή επέκταση. Αν αυτό λοιπόν ισχύει για τον άνθρωπο, πόσον περισσότερο θα έπρεπε να ισχύει για ό,τι ο ίδιος παράγει, και εν προκειμένω παράγει λογοτεχνικά!

Όμως αυτό που πρέπει να επισημανθεί εδώ κατά πρώτιστη και καίρια σημασία είναι το εξής: Το απλό δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με το εύληπτο! Όπως και το πολύπλοκο δεν είναι κατ’ ανάγκην δύσληπτο. Τέτοιου είδους χοντροκομμένα μυθεύματα γίνονται δημοφιλή της μιας ευκαιριακής χρήσεως σε καιρούς παρακμής αλλά και γενικότερα σε χώρες στις οποίες εξιδανικεύεται η στασιμότητα και η οπισθοδρόμηση στο όνομα του “απλού”!

Για να το αντιληφθούμε αυτό καλύτερα ας δούμε λίγο την φράση: «ο θεός είναι άπειρος». Δεν υπάρχει κάτι πιο απλό ως σκέψη, έκφραση και διατύπωση από αυτό. Πόσον όμως εύληπτο θα το θεωρούσατε; Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι η απλότητα πάση θυσία (ακόμα και της λογικής ή της πραγματικής ανάγκης), αλλά η λειτουργική, αιτιολογημένη απλότητα όποτε η περίσταση το απαιτεί, γιατί σε μιαν άλλη περίσταση μονάχα το πολύπλοκο φέρει τα πράγματα εις πέρας.

2. Η αντικατάσταση της λογοτεχνικής κριτικής προοδευτικώς και σε εκτεταμένη βάση από το ατεκμηρίωτο μπινελίκι, το μεθυσμένο μουρμουρητό που επιχειρεί να δυσφημίσει πλαγίως, τις πρόχειρες «στο πόδι» γνώμες, τις ξεδιάντροπες διαφημίσεις που πλασάρονται ως «θετικές κριτικές», τα άναρχα μουγκρητά αγνώστου ανθρωπολογικής συστάσεως κλπ. κλπ.

Δικαιολογίες από την πλευρά της παρακμής: Απολύτως καμμία εμφανιζόμενη δικαιολογία, «επίσημη» τουλάχιστον. Με παραδειγματικά ρωμέικο θρασύ τρόπο επιχειρείται κάποτε ή συχνά να περάσουν όλα τα άνω αναφερόμενα καταρρακώματα ως «κριτική». Ενίοτε και με την συνδρομή μιας κακώς εννοουμένης διασυμπεριφοροπαρλατορικής «καλλιτεχνικότητας» που «πουλάει τρέλα» ενώ στην ουσία δεν είναι τίποτε περισσότερο από ανειρμικότητα, ασυναρτησία ενώ στις χειρότερες περιπτώσεις λασπογραφία και bullying σε ψευδολογοτεχνίζουσα προφάνεια.

Παρενέργειες και αρνητικές συνέπειες: Όπως μπορεί ευκόλως να διαπιστωθεί στα κοινωνικά μέσα, αλλά και εν γένει στο ελληνικό διαδίκτυο, η πραγματική λογοτεχνική κριτική τείνει να καταστεί πλέον ανύπαρκτο είδος. Πράγμα τρομαχτικά επικίνδυνο για τις νεώτερες γενιές που μορφώνονται λογοτεχνικώς κυρίως από το διαδίκτυο και δεν πρέπει να θεωρείται απίθανη η οποιαδήποτε απόπειρα χειραγώγησής τους από επιτήδειους, απατεώνες και λασπογράφους όταν αυτοί οι τελευταίοι επιχειρούν να παρουσιάσουν ως πράγματα «φυσικά» την δια βοής επικρότηση ή τον χλευασμό από κάποια «στημένη» μικροπαρέα ή μικροόχλο.

Περαιτέρω, αρνητικότερη ίσως συνέπεια αποτελεί η μετατόπιση από την “ad judicium” στην “ad hominem” κρίση (ή παράκρουση), πράγμα το οποίο και συνιστά ένα από τα πλέον βασικά και επίμονα στην εμφάνιση γνωρίσματα παρακμής στην ανθρώπινη Ιστορία!

Ιδιαίτερα μάλιστα, αν αναλογιστεί κάποιος, ότι σε κοινωνίες όπως η νεοελληνική που επί δεκαετίες «διαπαιδαγωγείται» –σε σημαντικό βαθμό– με bullying, νταηλίκι αλλά και τον ευφημισμό της αισχρής λάσπης ως «ε εντάξει είπαμε και μια κουβέντα παραπάνω, δεν χάλασε ο κόσμος», τι τερατογραφήματα γελοιότητας και ψυχανωμαλίας, λοιπόν, μπορεί να γεννήσει το διαιωνίως παρακμιακό σημάδι σφετερισμού του argumentum ad judicium από το argumentum ad hominem! Είναι μήπως τυχαίο που στις συνθήκες της σημερινής παρακμής, και σε ένα όχι εύκολα αγνοήσιμο ποσοστό, το ελληνικό λογοτεχνικό (και παραλογοτεχνικό) διαδίκτυο θυμίζει βόθρο;

Φυσικά, και σε καιρούς ακμής το “ad hominem” στην λογοτεχνία δεν εξαφανίζεται, αλλά εκεί αποκτά την σωστή θέση του και την κρίσιμη ποιότητά του. Η κρίση επί του ανθρώπου ως λογοτέχνη, συμφώνως με τα έργα τέχνης του αλλά και με τις δημόσιες πράξεις που πιθανώς συνόδευσαν αυτά, ανήκει συνήθως σε πιο ώριμες χώρες και κοινωνίες και σε κάθε περίπτωση στις επερχόμενες γενεές που μπορούν να δουν με ψυχραιμία και με πιο αντικειμενικό μάτι εκεί που τα πάθη και τα μίση (τρελά και υπερχρονίσαντα συνήθως στο ρωμέικο) αποτυγχάνουν να δουν στο εκάστοτε παρόν.

Αντιμετώπιση: Σε αυτές τις γελοίες περιπτώσεις που δυστυχώς πληθαίνουν στο διαδίκτυο, και σε συνθήκες αμέριμνης παρακμής, η αντιμετώπιση είναι μόνο μία: Στα σκουπίδια.

Κείμενο, μουρμουρητό ή μουγκρητό που καμώνεται την κρίση, προσφέροντας αυθαιρεσία, μη παραδειγματογραφία, ανειρμικότητα και αναιτιατές συνδέσεις, ενώ στις χειρότερες πλην υπαρκτές περιπτώσεις μην όντας κάτι περισσότερο από υβρεομπινελικοστάσιο (χωρίς συνήθως να κατονομάζει τίποτα από φόβο ενοχής και συνεπειών) απορρίπτεται χωρίς πολλά πολλά. Ο βόθρος στην Ελλάδα έχει φρακάρει πλέον. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια για επέκτασή του.

3. Η ξεδιάντροπη αναπαραγωγή «υφών» κάποιων σημαντικών ποιητών, φαινόμενο που παρατηρείται κυρίως στο διαδίκτυο όπου το κοινό δεν είναι αμιγώς λογοτεχνικό και πολλές φορές η αναγνωστική πρόσληψη της παρουσιαζομένης λογοτεχνίας κάθε άλλο παρά με λογοτεχνικό τρόπο γίνεται, ενώ, παραλλήλως, η στοιχειώδης σοβαρότητα δεν εμφανίζεται ως προϋπόθεση για την συναναστροφή με τα λογοτεχνικά πράγματα!

Δικαιολογίες από την πλευρά της παρακμής: Ψευδοθεωρητικισμοί και χιλιομασημένα κλισέ για κάτι τόσον αυταπόδεικτο άμα τη εμφανίσει: το γεγονός δηλαδή ότι πολλοί ποιητές του διαδικτύου μιμούνται έως αισχρής εξαντλήσεως τις καβαφικές ή σεφερικές μανιέρες, ενώ οι πιο «διαμαρτυρόμενοι» πιθηκίζουν ασύστολα στις γραφές τους την «πληθυντική» μανιέρα του Ginsberg. (Π.χ.: Αγόρια που κλαίνε με αναφιλητά στους στρατούς! γέροι που κλαψουρίζουν στα πάρκα!… Διαμερίσματα ρομπότ! Αόρατα προάστια! Σκελετωμένα θησαυροφυλάκια! – κλπ. κλπ., στην Ελλάδα η μίμηση του συγκεκριμένου γινσπεργείου ύφους –που έχει τις καταβολές του φυσικά στον Ουίτμαν– δημιούργησε επί δεκαετίες θύματα και θύματα που πίστεψαν ότι απλά «γαυγίζοντας» θα γίνουν ποιητές με μια «επαναστατική» χροιά μάλιστα, γεμίζοντας χαρτιά και χαρτιά με παροξυσμούς σαλεμένων ή νοσηρών φαντασιογραφιών επί ανθρωπίνων τύπων οι οποίοι, αντίθετα με ό,τι επαγγέλλεται μια κοινωνικώς διαμαρτυρόμενη ποίηση, υπήρχαν κατά κανόνα μόνον στο κεφάλι των γινσπεργειοπαθών ποιητών και όχι στην πραγματικότητα).

Παρ’ όλ’ αυτά όμως, σου λέει ο άλλος, διαδίκτυο είναι, λέγε λέγε και ξελέγε, βρες και μια παρεούλα για κάνα λάικ και μπιζάρισμα, ρίξε και κάνα μπινελίκι στους σοβαρούς, κάπως θα την βγάλεις.

Παρενέργειες και αρνητικές συνέπειες: Πλήρης εκτροχιασμός και διαστροφή της αναγνωστικής συνείδησης όποτε συμβαίνει, γιατί το ρωμέικο πάντοτε αποπειράται να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, και να ακυρώσει ζηλοφθόνως όχι μόνο τα έγκυρα αλλά και αυτά τα επίκαιρα ή πιο σύγχρονα προς όφελος μιας εκάστοτε προτιμηθείσης παρελθοντολαγνείας.

Αντιμετώπιση: Η πραγματική κριτική που πρέπει κάποτε να εμφανιστεί και στο ελληνικό διαδίκτυο (πολύ λίγες οι θετικές εξαιρέσεις σήμερα).

Και όταν λέμε πραγματική κριτική, εννοούμε μονάχα: κατονομασία, ανάληψη ευθύνης, λογικά αιτιατές συνδέσεις στο κείμενο της κριτικής, επαρκής παραδειγματογραφία, αντιπαράθεση κειμένων όταν αυτή προκύπτει ως αναγκαία από τα προφραζόμενα, αναγωγή στην ιστορία της λογοτεχνίας, έκταση και ανάπτυξη των ιδεών και πάνω απ’ όλα: ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ (με αληθή και όχι με ψευδή στοιχεία ή παραπληροφορώντας).

Όλα τα άλλα δεν είναι παρά για τα σκουπίδια.

~ ~ ~

ΝΠ | ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ : γράφει ο Δ. Πλατανιάς

 

Advertisement

Λοξές ματιές: Κατά της δράσης

αξιον

~

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Τα φαινόμενα καταιγιστικής δράσης σε μια αφήγηση εγείρουν, αναπόφευκτα, σοβαρά ζητήματα αληθοφάνειας. Ακόμα χειρότερα: εντείνουν μια αίσθηση ματαιότητας των πραγμάτων και δείχνουν επιπολαιότητα του γράφοντος. Μετά από ένα σημείο είμαστε αναγκασμένοι να τα θεωρήσουμε εντελώς ανούσια.

Η ζωή, ακόμα και στις πιο πυκνές στιγμές της δεν είναι μόνο τρέξιμο, αδιάλειπτο αγκομαχητό και σφυροκόπημα, αλλά συντίθεται επίσης από παύσεις, ανάπαυλα, ακινησία, αναστοχασμό, κενά, διαλείμματα. Τείνουμε να πιστεύουμε το αντίθετο αλλά ακόμα και η πιο δεμένη αφήγηση παρουσιάζει ρωγμές υπό το βάρος της ανεξέλεγκτης δράσης. Σε ένα όνειρο μπορεί καμιά φορά να εμφανίζονται αλλεπάλληλα συμβάντα, εικόνες που διαδέχονται τάχιστα η μία την άλλη, κίνηση, ροή των πραγμάτων, αντικρουόμενες ενέργειες. Όχι όμως στην πραγματικότητα. Στην λογοτεχνία που είναι, κατά μία έννοια, συμφυρμός ονείρου και πραγματικότητας απαιτείται κάποιου άλλου είδους ισορροπία.

Τι συνιστά δράση σε μια αφήγηση; Σίγουρα έχει να κάνει με την κίνηση των ηρώων, με την βούληση, με την πράξη τους. Κεντρίζει πάντα το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αλλά πόσο μπορεί να το κρατήσει; Και τι αντίκτυπο έχει μέσα του; Είναι η δράση η μόνη κινητοποιός δύναμη μιας αφήγησης; Όχι αναγκαστικά. Η αφηγηματική μηχανή δεν ενεργοποιείται, άλλωστε, πάντοτε από βαθιά, εσωτερικά αίτια. Κάποιες φορές συμμορφώνεται απλώς με τις ίδιες της τις ανάγκες. Τι σημαίνει αυτό; Ο ήρωας μιας ιστορίας κάνει το τάδε ή το δείνα, αντιδρά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, προβαίνει σε μια πράξη, όχι γιατί κανοναρχείται από μια προσωπική επιθυμία, ανάγκη, ένα εσωτερικό κέλευσμα, αλλά επειδή η ιστορία στην οποία μετέχει το ζητά, το επιτάσσει και ακόμα το επιβάλλει. Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα περισσότερα ευπώλητα και θα διαπιστώσει του λόγου το αληθές. Παρ’ όλα αυτά το κακό συμβαίνει και σε ιστορίες με αξιώσεις. Όπου και να εντοπιστεί πάντως το πρόβλημα (δηλαδή η δράση για την δράση) δημιουργεί κραδασμούς και προκαλεί τριγμούς που θέτουν σε κίνδυνο ολόκληρο το αφηγηματικό οικοδόμημα.

Μέσα στις συμπληγάδες των εξωτερικών γεγονότων που προωθούν την αφήγηση, ο αποχρών λόγος κάποιες φορές αποσυντίθεται, θρυμματίζεται, κονιορτοποιείται. Μπλεγμένη στην σπειροειδή τροχιά της αλλεπάλληλης δράσης η αφήγηση δεν καταφέρνει να ανασάνει. Η δράση από μόνη της δεν επαρκεί για να στήσει ένα στέρεο οικοδόμημα αφήγησης. Ας δούμε για παράδειγμα το γνωστό βιβλίο Κώδικας Ντα Βίντσι – ένα εμβληματικό παράδειγμα ραγδαίας όσο και αδιέξοδης δράσης. Η θερινή ραστώνη, που ευνοεί τόσο την πνευματική νωθρότητα, αμβλύνει τις αντιστάσεις μας και μας επιτρέπει να το πιάσουμε στα χέρια μας και να ασχοληθούμε για λίγο (έστω και τόσο όψιμα) μαζί του.

Η δράση στο εν λόγω βιβλίο μοιάζει με τον ουροβόρο όφι, το φίδι που τρώει την ουρά του, δεν αφήνει πολλά περιθώρια νοηματικής εξέλιξης, παρά δημιουργεί μια ασφυκτική αίσθηση κλειστότητας. Οι ήρωες περιφέρονται σαν ανδρείκελα από δράση σε δράση σε ένα σκηνικό που θυμίζει πάρα πολύ βιντεοπαιχνίδι. Μετά την εκατοστή σελίδα το μοτίβο γίνεται τόσο κουραστικό για τον αναγνώστη που μετά βίας κρατιέται και δεν πετάει το βιβλίο από το παράθυρο, με κίνδυνο, λόγω του ασύμμετρου όγκου του, να τραυματίσει κάποιον, τυχαίως διερχόμενο, περαστικό.

Η συμπαγής ιστορία εξυπηρετείται κάλλιστα από βαθείς χαρακτήρες, που έχουν ξεκάθαρα κίνητρα, συγκεκριμένες επιθυμίες και θέλω. Οι σπινθήρες της δράσης δημιουργούνται όταν η εκπλήρωση αυτών των “θέλω” αναστέλλεται εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων, εμποδίων, ενάντιας, αλλότριας βούλησης. Ο ήρωας καλείται να ξεπεράσει τα εμπόδια με βάση τις εσωτερικές του ποιότητες, τα προτερήματα του χαρακτήρα του, την ψυχική του δυναμική. Στον Κώδικα Ντα Βίντσι το πρωταγωνιστικό ζεύγος επιδίδεται σε μια σειρά (πραγματικά ατελείωτη) επίλυσης γρίφων που το οδηγεί από τη μία αποκάλυψη στην άλλη, ξηλώνοντας σιγά σιγά το πέπλο του μυστηρίου που καλύπτει την αφήγηση. Αμφότεροι όμως, ο σταρ καθηγητής του Χάρβαρντ (sic), Ρόμπερτ Λάνγκτον και η νεαρή, γοητευτική, κρυπτολόγος Νεβώ είναι χαρακτήρες ανιαρά μονοδιάστατοι. Ο συγγραφέας τούς προικίζει υποτίθεται με ιδιαίτερες αναλυτικές ικανότητες, ευφυΐα, ευρηματικότητα, πάθος και ζήλο. Αλλά μοιάζουν με δύο παιδιά που παίζουν το κυνήγι του χαμένου θησαυρού. Λύνουν με περισσή ευκολία έναν σωρό αινίγματα, και κάθε φορά το πανηγυρίζουν με ενθουσιασμό νηπίου. Η σκέψη τους φαίνεται αγκυροβολημένη στο λιμάνι του αυτονόητου.

Άλλη καταφανής ένδειξη τεχνικής ένδειας και συγγραφικής αδεξιότητας είναι, σε αυτό το βιβλίο, ένα φαιδρό πρωθύστερο σχήμα: πρώτα συμβαίνει κάτι στην ιστορία και κατόπιν ο παντογνώστης αφηγητής το εξηγεί. Αλλά δεν αφήνει αυτή την εξήγηση να διαφανεί μέσα από την εξέλιξη, τη ροή των πραγμάτων. Αντιθέτως βάζει κατά κανόνα τους ήρωες του να αποσαφηνίζουν λεκτικά τα καθέκαστα (όπως συνήθιζε να κάνει στα τηλεοπτικά του σενάρια ο Νίκος Φώσκολος) και ξεπερνάει με μαγικές λύσεις, με μικρούς από μηχανής θεούς τους αφηγηματικούς υφάλους.

Οι ασυνέπειες, τα πλημμελώς καλυμμένα νοηματικά χάσματα, οι αδικαιολόγητες τροπές, στεφανώνονται κατά τρόπο αναμενόμενο από αφηγηματικά τερτίπια και αναπόφευκτα κλισέ: ο προδότης, το μυστικό, η διαφυγή, το ανθρωποκυνηγητό. Το μεγάλο μυστικό που πυροδοτεί υποτίθεται το αναγνωστικό ενδιαφέρον και κορυφώνει την έξαψη, προδίδεται απελπιστικά εύκολα αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι το ίδιο πράγμα ειπώθηκε – και με απείρως καλύτερο τρόπον από τον Καζαντζάκη, τον Σκορτσέζε, τον Σαραμάγκου κτλ. Δεν θα κάνω spoiler ποιο είναι αυτό το επτασφράγιστο μυστικό για να μην αποθαρρύνω τον φιλοκάματο (αλλά και μαζοχιστή) αναγνώστη που επιθυμεί, παρόλα αυτά να αναμετρηθεί με τις εξακόσιες τόσες σελίδες του Κώδικα Ντα Βίντσι.

Οι μόνες φορές που πατάει φρένο ο συγγραφέας είναι για να μας σκοτίσει με εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που μοιάζουν να έχουν συλλεχθεί από αμφιβόλου εγκυρότητας λήμματα της Wikipedia ή από βιβλία συνομωσιολογίας. Αν και είναι γνωστή μια τάση της αμερικάνικης πεζογραφίας να αναλώνεται σε ενδελεχή έρευνα πριν βουτηχθεί στα άγνωστα νερά της μυθοπλασίας, εδώ ακόμα και αυτό φαίνεται ελλιπές. Αλλά και η ίδια η έρευνα γύρω από το υλικό που πρόκειται να απαρτίσει την βασική θεματική του βιβλίου, μοιάζει καμιά φορά στα ευρωπαϊκά μάτια μας (sic), ως μια ανόητη αμερικάνικη πρακτική. Ο συγγραφέας καλό είναι να έχει εμπεδώσει το υλικό που επιχειρεί να τιθασεύσει, μέσα από διαβάσματα, εμπειρική γνώση, διαίσθηση και τριβή. Όχι να ενδιατρίβει σαν προπτυχιακός ή και μεταπτυχιακός φοιτητής σε αποδελτιώσεις, αποσπασματική μελέτη έργων, συλλογή πληροφοριών, πλάγια και σταυρωτή ανάγνωση. Όσον αφορά την έρευνα πριν την συγγραφή: δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τον Μπέρνχαρντ να προβαίνει σε έρευνα πριν το γράψιμο κάποιου βιβλίου του, ή τον Μπέκετ ή τον Καλβίνο ή τον Μοράβια. Προφανώς υπήρξαν όλοι τους κινητές βιβλιοθήκες. Και ασφαλώς είχαν εμπεδώσει όλοι τους πολύ καλά γνωσιακό υλικό πολύτιμο για τα βιβλία τους. Αλλά κάτι τέτοιο ήταν για αυτούς modus vivendi –είχε να κάνει συλλήβδην με την συγγραφή. (Τελευταία και πολλοί Έλληνες συγγραφείς που καταγίνονται κυρίως με το ιστορικό μυθιστόρημα, επιδίδονται προφανέστατα, σε έρευνες και μελέτες προ της διαδικασίας της συγγραφής, με φαιδρά συνήθως αποτελέσματα…).

Αρκετά όμως με αυτόν τον ογκόλιθο φλυαρίας και δραματικής αμετροέπειας. Κάποιες φορές για να ξεπλυθούμε από το μίασμα της φτηνής ανάγνωσης, οφείλουμε να προστρέξουμε στα αντίθετά της. Βέβαια εδώ θα ήθελα να διευκρινίσω ότι δεν υπάρχει κάποια φανταστική διάκριση που χωρίζει τα μνημεία του λόγου σε έργα δράσης και έργα μη δράσης. Ένας τέτοιος διαχωρισμός θα ήταν αστόχαστος. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν λογοτεχνικές πλατφόρμες, αισθητικά ρεύματα και τάσεις που γύρισαν συνειδητά την πλάτη στην δράση ως αφηγηματικό εργαλείο και την υπονόμευσαν με υποδειγματικό τρόπο.

Ας ανατρέξουμε λοιπόν σε κάποιους από τους διαχρονικούς μέντορες της “αντι-δράσης” (της έλλειψης δράσης στην αφηγηματική ροή ή καλύτερα της άρνησης δράσης). Μια χαρακτηριστική ομάδα συγγραφέων που προέταξε τα στήθη της, συγκροτημένα και με μεγάλη επιδραστικότητα, σε όλον αυτόν τον συρφετό της δράσης ήταν οι εκφραστές του Θεάτρου του Παραλόγου. Γύρω στην δεκαετία του ’50 και του ’60 αυτοί οι συγγραφείς είπαν με τα έργα τους (συν τοις άλλοις και) ένα εκκωφαντικό στοπ σε όλη αυτή την μετακινούμενη και αδίκως ξοδεμένη ενέργεια. Βέβαια τα έργα τους δεν είναι σε καμία περίπτωση ακίνητα. Η γραμμικότητα εκεί αντικαθίσταται από την ελλειπτικότητα, την ατελή τροχιά, την χαοτική κίνηση. Την θέση της δομημένης αρχιτεκτονικής με την ευκλείδεια γεωμετρία της καταλαμβάνει μια τρελή χωροταξική αναρχία. Κάθε έννοια λογικής εξέλιξης αποδομείται. Είναι φυσικό σε ένα τέτοιο περιβάλλον, στο κβαντικό κουτί του θεάτρου του παραλόγου, να μην έχουμε σύσταση χαρακτήρων με την παραδοσιακή έννοια. Αντιθέτως εκεί κυριαρχούν τα ανδρείκελα, οι μαριονέτες του ανέμου που λικνίζονται στους ρυθμούς της τυχαιότητας. Επομένως υπάρχει πρόδηλη αναντιστοιχία ανάμεσα στα εσωτερικά κίνητρα του κάθε χαρακτήρα και στην εξωτερική έκφρασή τους – μια αναντιστιχία όμως που λαμβάνει, αναπόφευκτα, πολιτικές, υπαρξιακές και φιλοσοφικές διαστάσεις.

Πάνω σε αυτό το θέμα δεν χρειάζεται, ασφαλώς, να μακρηγορούμε. Για περισσότερες πληροφορίες ο καθένας μπορεί να ανατρέξει στα διαφωτιστικά βιβλία του Μάρτιν Έσλιν. Ίσως οφείλουμε να αναφερθούμε μόνο στον Μπέκετ (σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ζητήσω ταπεινά συγγνώμη από τον εύθικτο και ευαίσθητο αναγνώστη. Είναι παράταιρο σε ένα σημείωμα που αναφέρεται ο Νταν Μπράουν να παρεισφρέει ξαφνικά το βαρύγδουπο όνομα Σάμουελ Μπέκετ, ωστόσο η ψευδαίσθηση της οικειότητας που έχουμε με τους αγαπημένους μας συγγραφείς, μας δίνει καμιά φορά το δικαίωμα να τους συμπεριφερόμαστε ανάρμοστα). Ο Ιρλανδός συγγραφέας λοιπόν –πέρα από την αυτονόητη τομή που επιχείρησε στο λογοτεχνικό κατασκεύασμα εν γένει– διακρίνεται και για ένα ιδιότυπο χαρακτηριστικό του: το απαράμιλλο χιούμορ του. Η γραμμική δράση είναι κατά κανόνα σοβαροφανής, παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό της, αφού αναλώνεται σε επεξηγήσεις, αιτιάσεις και αποδεικτικούς συλλογισμούς. Το κείμενο στον Μπέκετ διασώζεται πάντα από το ίδιο του το χιούμορ. Το όλο ύφος του είναι συνυφασμένο με το ιδιότυπο, μαύρο και σαρδόνιο αυτό χιούμορ. Ο Μπέκετ παρωδεί την ίδια την ουσία της δράσης και κατ’ επέκταση την ίδια την ύπαρξη, μιας και η δράση, η κίνηση, ταυτίζεται πολύ συχνά με τη ζωή. Η στάση του υπαγορεύεται από γερή φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων. Έτσι σε κάποια έργα του δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα (βλ. το Ακατανόμαστος) ενώ σε άλλα η υποτυπώδης δράση καταμερίζεται σε τόσο μικρές και ανούσιες τομές συμβάντων που μέσα της κατακρημνίζεται κάθε έννοια νοηματικής συνοχής. Και αυτό φυσικά από μόνο του παράγει άλλους κύκλους νοήματος.

~  ~  ~

Το θέατρο του παραλόγου ως αισθητικό και ιδεολογικό κίνημα ήταν φυσικό να εκπνεύσει πολύ σύντομα. Άφησε όμως βαριά παρακαταθήκη στις επερχόμενες λογοτεχνικές γενιές. Πριν και μετά το εν λόγω κίνημα γίναν, ως γνωστόν, πολλές προσπάθειες εφαρμογής μιας άλλης λογοτεχνικής φόρμας που απέβλεπε στην ανατροπή των κατεστημένων δομών, τρόπων, ηθών. Μέσα σε αυτά αναθεωρήθηκε πολύ ουσιαστικά και το ζήτημα της δράσης, ως μέσου εξέλιξης του αφηγηματικού γίγνεσθαι. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κατά πόσο παρήχθη κάποτε αλεατορική λογοτεχνία (κατά το πρότυπο της αλεατορικής μουσικής –συνθέσεων δηλαδή που βασίζονται απολύτως στην τυχαιότητα) ίσως η ομάδα των Oulipo να έπαιξε κάποτε με αυτόν τον κανόνα – καθώς ο νόμος της τυχαιότητας είναι και αυτός ένας νόμος. Ή ίσως να προήλθαν ανάλογοι πειραματισμοί από λετριστές συγγραφείς. Δεν είναι πάντως δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί τέτοιου τύπου απόπειρες έφτασαν σε αναπόδραστα αφηγηματικά αδιέξοδα και σβήσανε άδοξα.

Ως αναγνώστες, ως φιλοθεάμον κοινό, ως ακροατήριο είμαστε βαθιά και αναπόδραστα αριστοτελικοί, εδώ και 3000 χρόνια περίπου. Επιθυμούμε αρχή, μέση και τέλος στις ιστορίες που παρακολουθούμε και διαβάζουμε. Θέλουμε έλεος και λύτρωση. Πολλές εξηγήσεις υπάρχουν για αυτό. Εγκεφαλικοί λόγοι (φυσιολογία του εγκεφάλου), τρόποι πρόσληψης της πραγματικότητας κ.ά. Οι κανόνες της αφήγησης που ταλανίζουν τόσο πολύ τους σεναριογράφους, λιγότερο τους θεατρικούς συγγραφείς και ακόμα λιγότερο (δυστυχώς) τους μυθιστοριογράφους, θεσπίστηκαν απο πολύ παλιά (Όμηρος, Τραγικοί, Αριστοτέλης). Και έκτοτε δεν έχουν πάψει να επιβάλλουν την εξουσία τους στα γραπτά μνημεία μας.

Η αλήθεια είναι ότι, κατά βάθος, δυσανασχετούμε με την παντελή απουσία δράσης. Αλλά και την καταιγιστική δράση την θεωρούμε δήγμα ρηχότητας, πνευματικής ένδειας και έλλειψη φιλοσοφικής συγκρότησης. Μπορεί να θεωρηθεί όλο αυτό και ως μέρος της τραγικότητας του σύγχρονου αναγνώστη: είμαστε αναγκασμένοι να επιθυμούμε δυο εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα. Η ισορροπία είναι αρκετά λεπτή. Αλλά τίθεται όντως κάποιο διακύβευμα; Ποιος ενδιαφέρεται για φλυαρίες και λογοτεχνικά φληναφήματα, όταν έχει να διαλέξει ανάμεσα σε αυτά και στα σαγηνευτικά δίχτυα της σφιχτοδεμένης πλοκής, όπου όλα γίνονται γρήγορα και κυριαρχεί το σασπένς; Στην ακριβώς αντίπερα όχθη βρίσκονται τα μυθιστορήματα, ανάμεσά τους και κλασικά, όπου δεν συμβαίνει τίποτα, επικρατεί μια ολύμπια ακινησία και απόλυτη έλλειψη εξωτερικής δράσης. Εκεί όμως υπάρχουν συχνά τα διαπιστευτήρια της λογοτεχνικής αρετής και της ποιοτικής ανάγνωσης. Κάποιες φορές επιλέγουμε μια από τις δυο κατηγορίες με γνώμονα την ιδιοσυγκρασία μας ή την εκάστοτε ψυχολογική και συναισθηματική μας κατάσταση.

Κάποιος θα πει ότι ο ίδιος ο λόγος με τις κινήσεις του, τις μεταβολές του, τις ανωφέρειες και τις κατωφέρειές του, τις εντάσεις, τα ποικίλματα, τις αποχρώσεις, το fortissimo και το pianissimo, δεν αποτελεί απλώς πεδίο δράσης, αλλά συνιστά δράση. Αρκετά ρομαντική άποψη με κάποια ψήγματα αληθείας. Πάντως αν δούμε τον λόγο ως δράση, ξεπερνάμε μεμιάς το δίλημμα που αναφέραμε παραπάνω και εισερχόμαστε στον μαγευτικό κόσμο της αφήγησης με μια αναγνωστική αθωότητα που υπόσχεται μεγάλες συγκινήσεις.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ

Δύο φίλοι

 ΓΕΩΡΓΉ ΒΙΒΛΊΟ.  ~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Την 24η Ιουλίου 1974 ο Γιώργος Σεφέρης δεν πρόφτασε να τη ζήσει. Είχε προηγηθεί ο θάνατός του, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971. Όμως στον αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η συμμετοχή του υπήρξε διαρκής, πολύπλευρη και αταλάντευτη. Το αργότερο από το 1969, όπως σημειώνει ο βιογράφος του, ο Σεφέρης «βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο κάθε λογοτεχνικής διαμαρτυρίας κατά του καθεστώτος.»

Απ’ τα ποικίλα επεισόδια αυτής της συμμετοχής, γνωστά στο ευρύτερο κοινό είναι μόλις δύο: η περίφημη δήλωση του ποιητή στο ΒΒC στις 28.3.1969, που βρήκε παγκόσμια απήχηση, και η συμβολή του στη συλλογική αντιστασιακή έκδοση Δεκαοχτώ Κείμενα τον Ιούλιο του 1970. Δεν είναι όμως τα μόνα. Όπως δεν είναι ευρέως γνωστός, ο ρόλος που διαδραμάτισε όλη αυτή την περίοδο στο πλευρό του Σεφέρη ο, έμπιστος φίλος του, Στρατής Τσίρκας.

Ήδη από το 1967 ο Σεφέρης είχε πάρει τη διπλή απόφαση: Να μείνει στην Ελλάδα («Μού λένε να φύγω; Να πάω πού; Δεν μπορώ άλλο την προσφυγιά. Εδώ θα μείνω με τους ανθρώπους που μιλούν τη γλώσσα μου, σ’ αυτό το τοπίο που δεν μπορώ πια να τ’ αποχωριστώ.»)· και να σιωπήσει εκδοτικά («Έπειτα από τα καμώματα της 21ης του Απρίλη, πήρα την απόφαση να μην τυπώνω πια στην Ελλάδα όσο βασιλεύει η λογοκρισία»).

Ειδικά αυτή η τελευταία απόφαση του Σεφέρη δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Όπως σημειώνει ο Γιώργος Γεωργής στο πρόσφατο, εξαίρετο, βιβλίο του Η συνάντηση Στρατή Τσίρκα – Γιώργου Σεφέρη. Μια φιλία που βράδυνε (Καστανιώτης, 2016, όθεν και όλα τα εδώ παραθέματα), η εθελούσια αποχή του Σεφέρη από την εκδοτική δραστηριότητα «φαίνεται ότι έγινε γνωστή μέσω του Τσίρκα σ’ έναν ευρύ κύκλο Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων που ακολούθησαν την ίδια πρακτική. Η πατρότητα της ιδέας για σιωπή των συγγραφέων φαίνεται όμως ότι ανήκει στον Τσίρκα».

Στο ιστορικό της πολυκύμαντης σχέσης αυτών των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους ανθρώπων, που με τεκμηριωμένο όσο και τερπνό τρόπο φιλοτεχνεί, ο Γεωργής μας δείχνει πώς ο Τσίρκας με τις συγκινητικές φροντίδες του σταθερά ενθαρρύνει και παρακινεί τον πρεσβύτερο φίλο του, τον οποίο τόσο αγαπούσε και θαύμαζε, στις δημόσιες τοποθετήσεις του εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Και να σκεφτεί κανείς, ότι η σχέση των δύο ανδρών είχε ξεκινήσει τριάντα χρόνια πριν, επί Κατοχής, με μια δημόσια αντιπαράθεση!

tsirkas002Έτσι, στις 18.12.1970, Σεφέρης και Τσίρκας και συνολικά 28 συγγραφείς και καλλιτέχνες από όλο το πολιτικό φάσμα, από τη δεξιά ώς την αριστερά, πράγμα ώς τότε πρωτοφανές (ανάμεσά τους οι Ρίτσος, Θεοδωράκης, Σινόπουλος, Χάκκας, Βαλτινός, Κουμάντος, Συνοδινού, Σαμαράκης κ.ά.) συνυπογράφουν τηλεγράφημα συμπαράστασης προς τους Καταλανούς διανοουμένους και καλλιτέχνες (μεταξύ τους οι ζωγράφοι Μιρό και Τάπιες, η συγγραφέας Ματούτε κ.ά.) που σε ένδειξη διαμαρτυρίας προς το φρανκικό καθεστώς είχαν εγκλειστεί συμβολικά στο ιστορικό Αβαείο του Μονσεράτ.

Στις 23.3.1971, και με αφορμή την συμπλήρωση των 150 ετών της Επανάστασης, οι δύο φίλοι και άλλοι 131 συγγραφείς, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, και πάλι απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, συνυπογράφουν διακήρυξη για τον «αληθινό χαρακτήρα» και το «ιδεολογικό περιεχόμενο» του Ξεσηκωμού: «Αποτελεί θεμελιώδη υποθήκη του ’21, εκφρασμένη στα συνταγματικά κείμενα του αγωνιζόμενου Ελληνισμού ότι ένα έθνος τότε μόνο μπορεί να είναι αληθινά ελεύθερο, όταν είναι ελεύθεροι όλοι οι πολίτες του».

Τέλος, στις 9.7.1971, ο Γιώργος Σεφέρης σε κείμενό του στον Figaro Literraire για την εκατοστή επέτειο των γενεθλίων του Μαρσέλ Προυστ κλείνει την αναφορά του στον Γάλλο μυθιστοριογράφο καταγγέλλοντας τη φυλάκιση του μεταφραστή του στην Ελλάδα, Παύλου Ζάννα, από το απριλιανό καθεστώς. Και αυτό το κείμενο, ο ποιητής το είχε συζητήσει προηγουμένως με τον φίλο του. Όπως θυμάται ο ίδιος ο Τσίρκας στο κείμενο με το οποίο τον Σεπτέμβρη του 1971 αποχαιρέτησε από τις στήλες του Βήματος τον Σεφέρη:

Πρώτη του Ιούλη, δειλινό, είκοσι περίπου μέρες πριν να μπει στον Ευαγγελισμό. Απ’ το γραφείο του περάσαμε στην πλακόστρωτη αυλή που τη χωρίζει μια μεγάλη τζαμωτή πόρτα, τις πιο πολλές φορές κλειστή, όταν δούλευε. Καθίσαμε γύρω από το χαμηλό τραπέζι, εκείνος με τη ράχη στη δύση κι εγώ κάπως αντικριστά του. Σχολίαζε αργά ένα κείμενό του στα γαλλικά για τα εκατό χρόνια του Μαρσέλ Προυστ […]

Χαμήλωσα και πάλι τα μάτια στο κείμενο. Τώρα μιλούσε για το μεταφραστή του «Αναζητώντας», το φίλο του και φίλο μου, τον αγαπημένο μας και φυλακισμένο Παύλο Ζάννα. «Για κοίτα», έλεγα μέσα μου, «το κείμενο για τον Προυστ το έγραψε μόνο και μόνο για να θυμίσει στον κόσμο τη μοίρα του Παύλου. Αυτή η σκέψη, αυτή η αγωνία για τους φυλακισμένους, δεν τον αφήνει, του σκάβει τη ζωή».

Έγραψα ήδη, ξετυλίγοντας το συναρπαστικό νήμα της εξιστόρησης του Γ. Γεωργή για τη σχέση των δύο ανδρών, ότι η φιλία του Γιώργου Σεφέρη και του Στρατή Τσίρκα είχε ξεκινήσει απρόοπτα: με μια δημόσια αντιδικία. Τον Μάιο του 1942, σε σημείωμά του σε περιοδικό της Αλεξάνδρειας, ο Τσίρκας παρουσιάζει την έκδοση των καλβικών Ωδών, που είχε μόλις κυκλοφορήσει στην Αίγυπτο, σχολιάζοντας επικριτικά το εισαγωγικό κείμενο του Σεφέρη. seferiΕίναι η εποχή, θυμίζω, μεσούντος του Πολέμου, όπου ο διπλωμάτης Γεώργιος Σεφεριάδης, ακολουθεί την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στις περιπέτειές της, περιπλανώμενος προσωπικά μεταξύ Κρήτης, Καΐρου, Αλεξάνδρειας, Πρετόριας και Ιεροσολύμων. Εκεί άλλωστε, στην Ιερουσαλήμ, όπου και οι δυο τους είχαν καταφύγει προσωρινά εμπρός στον κίνδυνο του προελαύνοντος Ρόμελ, αναφέρει ο Τσίρκας ότι είδε τυχαία τον Σέφερη για πρώτη φορά («είχε έρθει με τη γυναίκα του και έβγαινε απ’ το ελληνικό προξενείο»).

Οι ενστάσεις του Τσίρκα για τη σεφερική ανάγνωση του Κάλβου είναι τόσο πολιτικές όσο και αισθητικές· έχουν τις καταβολές τους στη χρόνια ήδη τότε διαμάχη μεταξύ στρατευμένης και καθαρής ποίησης, και ως τέτοιες διατηρούν την επικαιρότητά τους ώς σήμερα. «Ο πρόλογος» του Σεφέρη, αναγνωρίζει ο Καϊρινός συγγραφέας, ταγμένος ήδη από τότε στους κόλπους της μάχιμης αριστεράς, ασφαλώς

αποτελεί πολύτιμη συμβολή στη μελέτη του έργου του Κάλβου από αισθητικής και γλωσσικής απόψεως και θα είναι εντρύφημα για τους, δυστυχώς, ευάριθμους καλβολάτρες. Η γνώμη μας όμως, είναι πως η εκλογή της μελέτης αυτής από τους εκδότες για να παρουσιασθεί μια έκδοση που έχει χαρακτήρα λαϊκό, δεν ήταν πετυχημένη. Ούτε συμβιβάζεται με το σκοπό που βάλανε στον εαυτό τους οι Νεοαλεξανδρινοί: Να γνωρίσουν δηλ. πλατύτερα «το ιδανικό που εμψυχώνει την Ελλάδα στην ηρωϊκή της θυσία που ήταν και ιδανικό του Κάλβου.» Για τα ιδανικά του Κάλβου δεν γίνεται σχεδόν καθόλου λόγος στον πρόλογο. Τίποτα για το καθαρά διανοητικό του πάθιασμα για τη λευτεριά, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία, την κοινωνική αρετή, την Ελλάδα

Με αυτό το κριτήριο, συνεχίζει ο Τσίρκας,

η μελέτη του κ. Σεφέρη μοιάζει μάλλον με βαθυστόχαστη προσπάθεια να δικαιολογήσει στα μάτια των οπαδών της «άδολης ποίησης» μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο ίδιος, τη διγλωσσία και την πατριωτική ποίηση του Κάλβου […]

Σαν εισαγωγή σ’ ένα έργο όπου ακούγεται ο Ωκεανός να μουγκρίζει μ’ όλη του την υδάτινη έξαρση, όπου νιώθεις το Χρόνο που

Περιτρέχει την θάλασσαν
Και την γην όλην

να σ’ αγγίζει με τα κοκκαλιάρικά του δάχτυλα, όπου σε καψαλίζει η λάβα όλων των ευγενών μετάλλων που λιώνουν κάτω από την αξεδίψαστη διανοητική φλόγα του αδιάλλαχτου ιδεαλιστή, μας δίνει ένα χαμηλόφωνο μονόλογο αισθητικού ταχυδακτυλουργού σε βραχμάνικο χρυσελεφάντινο ναΐσκο.

Και μόνο η τελευταία αυτή φράση, φράση βγαλμένη από πέννα θα λεγε κανείς ήδη σπουδαίου και κατασταλαγμένου παρά τη νεότητά του κριτικού (ο Τσίρκας δεν έχει κλείσει όταν γράφεται τα 31 του χρόνια), αρκεί νομίζω για Γιώργος Γεωργήςνα εξηγήσει την έντονη δυσφορία που προκάλεσε στον -έντεκα χρόνια μεγαλύτερό του- Σεφέρη το κείμενό του. Από την αλληλογραφία του με τους Αλεξανδρινούς φίλους του Παναγιωτόπουλο και Μαλάνο, μαθαίνουμε ότι για ένα διάστημα ερωτοτρόπησε με την ιδέα να απαντήσει προσωπικά στον Τσίρκα, για τον οποίο ζητεί μάλιστα από τον δεύτερο διά του πρώτου πληροφορίες («Ρώτησε τον Τίμο ποιος είναι αυτός ο τύπος και αν αξίζει να τον περιλάβω.»)

Στο τέλος, όπως σημειώνει ο Γεωργής, «θα επιλέξει την προσωρινή αποσιώπηση του θέματος». Θα επανέλθει σ’ αυτό, έναν χρόνο μετά, εμμέσως και παρεμπιπτόντως, στην πολύκροτη ομιλία του για τον Μακρυγιάννη, στο «Ριάλτο» της Αλεξάνδρειας στις 6 Μαΐου 1943. Και έχοντας τον ίδιο τον Τσίρκα στο ακροατήριο να τον ακούει…

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Λάμπρος Λαρέλης: Vita poetica

ηδξ

~ ~ ~

ΣΕ ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΑΘ’ ΟΛΑ ΣΥΝΕΠΗ

Οι μπουρδολόγοι σού ’τανε καρφί στο μάτι,
με τους αγύρτες, α, δεν είχες κολιγιές,
ήσουν των κλόουν και των τρα-λα-λά ο φονεύς.
Τώρα ζαχάρωσες· σαν του Χατζηαβάτη
έγινε η γλώσσα σου κομψή και ντελικάτη
και γλυκογλείφει όσους πίκραινε ώς χθές.

~ ~ ~

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΚΔΟΤΙΣΚΟ

Ιούδας; Όχι δα! Φτωχομαλάκας…
Σιγανοπαπαδιά σιελοφόρα
που ’κανε τη ρομαντικιά ώς την ώρα
να σπιτωθεί κι αυτός μες στην Παράγκα.

(Πια τρώει ενός σκατόγερου τα φράγκα
στίχους σωρό τυπώνοντας της πλάκας.)

~ ~ ~

ΣΕ ΣΤΙΧΟΠΛΟΚΟ ΞΕΜΩΡΑΜΕΝΟ

Τι νόμισες, τα πλήθη θα σ’ υμνήσουν;
Α, τούβλο, κοκκορόμυαλος θα ήσουν!
Τα πλήθη απαξιούν και να σε φτύσουν.

~ ~ ~

ΣΕ ΠΡΩΗΝ ΤΙΜΗΤΗ, ΣΦΟΓΓΟΚΩΛΑΡΙΟ ΤΩΡΑ

Τσιρίζοντας στα ογδόντα ντεσιμπέλ
κατήγγελλες σινάφια και καρτέλ
κι έκανες κρότο μες στη σαστιμάρα.
Μα γρήγορα σε βούβανε η Βαβέλ·
στον σβέρκο που τον είχες για Νομπέλ,
πια τώρα πέφτει σύννεφο η σφαλιάρα.

~ ~ ~

ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΑΥΤΟΠΑΡΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

Ο θάνατός Σου – τι θεόσταλτη ευκαιρία!
Ας μη σε χώνευα, είχαμε κοινούς εχθρούς:
υμνώντας του Έργου σου την τόση σημασία,
μαζί μ’ εκείνο θα τους θάψω κι αυτουνούς.

~ ~ ~

ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ

Ο Σκέρτσος και ο σιορ Λειρής κι ο Ξέβρας
από της μέρας το έμπας ώσμε το έβγας
ομάδι ομώσασι βιβλία να βγάνου.
Αμόλα ο Σκέρτσος στη σελίδα απάνου
τσιρλιά και πόρδους ᾽πο τ᾽ αντερικά του,
βάθος να δώση κι ύφος στ᾽ Άπαντά του.
Με μια πιρούνα ο σιορ Λειρής τσιμπούσε
το έργατο που κει μπρος του βουρβουρούσε
κι αλάτιζέ το για να νοστιμέψη.
Μα δεν πετύχαινε ποτές τη γέψη
και στράφι πήγαινε η δουλειά του η τόση.
«Γιάντα καθυστεράς ;» του κάνει ο Ξέβρας
πούτανε κι αυτουνού του να τυπώση.
Και του αποκρίθηκε ο πρεσσάς με σέβας :
«Μια μέση και μια γλώσσα ειμ᾽ ο καημένος
κι απ᾽ τα χρειαζούμενα αποστερεμένος.
Ζωή να πης κι αυτή του χαμαιτύπη !
Όσο κι αν γλείφω, πάντα κάτι λείπει . . .
Παχύς ο Σκέρτσος, κι έχει πάτο αφράτο,
μα εδώ ᾽χω ανάγκη πράμα πιο ξυγγάτο.
Κώλον φαρδύ κι ακένωτον ακόμα
στα ξώφυλλά μου για να δώση χρώμα.
Α δε βαστώ, ζόρια βαριά μου επέσα.
Βούηθα και συ, μπρε Ξέβρα ! Χέσε μέσα . . . »

~ ~ ~

ΚΑΚΟΦΑΝΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Eίχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σ. ΦΕΡΕΣΙΑΔΗΣ

Απείτις του γυρίσανε τη ράχη οι κριτικοί,
του Ποιητού πολύ του κακοφάνη·
και στο σινάφι έβγαλε φετφά
μ’ ανάθεμα βαρύ και κατηγόριες.

Πως οι γραφιάδες πράξαν αλαφρόμυαλα,
και την εμπιστοσύνη του προδώσαν·
πως δόλια εσούρθηκαν χαμαίς και του δαγκάσαν
τα χέρια τα ευεργετικά που τους χαϊδεύαν,
αντίς να τρέξουνε ευλαβώς να τα φιλήσουν·
πως άλλος πιο φριχτά δεν έφταιξε, μα ατός του,
που σκέφτηκε ο λωλός έτοιους ανήξερους,
για το Έργο του, που έχει πλοκάμια τόσα,
να στέρξει, να καταδεχτεί να τους ρωτήξει.

― ’Σύχασε, Ποιητά, στο χέρι σου είναι
κι άλλη φορά δεν τους ματαρωτάς.
Ή τις ορμήνειες αρχινάς ώς να αποκάμουνε
και το πολύ το ψου ψου ψου στ’ αυτί,
ώσπου σκασμένοι από το ινάτι σου στο τέλος,
σεβαστικά πια να σου γράψουν τά που θες.

~ ~ ~

ΕΙΣ ΟΜΟΤΕΧΝΟΝ

Ο Καίσαρ, άγριος θύτης η Ιστορία,
στη Μοίρα του έκλινε μπροστά το γόνυ,
ο Αλέξανδρος εχάθη στην Ασία
κι ο Διγενής πάντα λυγάει στ’ Αλώνι.

Οι φαραώ κοιμούνται στη Σαχάρα,
άμμος ψιλή τούς κήδεψεν η Λήθη,
τους κάιζερ θέρισε πικρή η Κατάρα
κι οι σάχηδες ξεπέσαν, μείναν μύθοι.

Πλην όμως, κι αν παρήκμασεν η Ρώμη,
το Τείχος πια κι αν έχει καταρρεύσει,
η Πόλις η ίδια κι αν εάλω ακόμη –
ασήμαντα όλα μοιάζουν, δίχως γεύση !

Εμπρός στης Γλώσσας τον κρυφό Μεσσία
που δίνει στα ποιήματά σου Ουσία.

Κίμων Καλαμάρας: Η παρακμή της Ρώμης

shado

Αγαπητέ Γιώργο και αγαπητή Καίτη

Τα χρόνια που οι Ρωμαίοι ήταν κυρίαρχοι του κόσμου, ένας από τους πιο υψηλούς ηθικούς κανόνες της κοινωνίας αυτής ήταν η φιλία. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Πύριλλος, έμεινε γνωστός για τα υδραγωγεία και τα λουτρά που χρηματοδότησε στις δυτικές συνοικίες, από τα προάστια μέχρι και τις παρυφές της Ρώμης. Όμως η ιστορία, καθώς τον μνημονεύει κυρίως για τα δημόσια αυτά έργα, τον αδικεί.

Από τα επιμέρους οφέλη για την υγιεινή των κατοίκων της ιδιαίτερης αυτής περιοχής, περάσαμε στην ολική αναβάθμισή τους. Οι άνδρες άρχισαν να συχνάζουν εκεί αναζητώντας παρέες με νόημα, άρχισαν να κοινωνικοποιούνται και να τους απασχολούν τα τρέχοντα ζητήματα, να καλλιεργούν καθημερινά τις φιλοσοφικές τους ανησυχίες και να προτιμούν μια καλή πολιτική συζήτηση σε μια φιλική ατμόσφαιρα, από τις μέχρι πρότινος άσκοπες συνήθειές τους, που περιορίζονταν στην κατανάλωση φθηνού οίνου. Οι γυναίκες διατηρούσαν πλέον καθαρό το σπίτι, που τώρα είχε μεταμορφωθεί σε ένα ευτυχές καταφύγιο, σε ένα πραγματικό κάστρο, σε μια ερωτική φωλιά. Τα λουτρά και το τρεχούμενο νερό, έφεραν την καθαριότητα στην σωματική υγιεινή και την διαύγεια στην ηθική ζωή.

Οι ευχάριστοι κύκλοι συζητήσεων, που αρχικά δέχτηκαν δριμεία κριτική περί της χρησιμότητάς τους, γρήγορα μετατράπηκαν σε φιλοσοφικούς κύκλους. Η πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Πύριλλου, που πολύ ορθώς είχε σκεφτεί πως, για να αλλάξει ο άνθρωπός θα πρέπει πρώτα να αλλάξει η πόλη, απέδιδε τους πρώτους της καρπούς. Οι άξεστοι πολίτες που μέχρι χθες πέταγαν πέτρες στον αέρα, περιμένοντας μάταια τον χρόνο να κυλήσει, έγιναν οι διανοούμενοι, υπαρξιακοί της διπλανής πόρτας. Οι οικογενειακές σχέσεις άρχισαν να ομαλοποιούνται και η ευτυχία άρχισε να φωλιάζει σε κάθε εστία, πάνω σε κάθε πλακόστρωτο δρομάκι. Έτσι, οι υποβαθμισμένες δυτικές συνοικίες της Ρώμης, άρχισαν σιγά σιγά να αναπνέουν τον καθαρό αέρα του δυτικού πολιτισμού, αναρριχώμενες την σκάλα της πνευματικής δόξας.

Από αυτές τις συνοικίες βγήκε ο μεγάλος θεωρητικός της οικονομίας Μπερτολδίνος, ή ο ζωγράφος αμφορέων και ναών, Σκάντζιος. Εκεί έζησε ο ποιητής Τίμων ο Αναξαμένης και εκεί διέπλασε συνειδήσεις, ο μεγάλος διδάσκαλος των παίδων Παπάριους. Και ω! η υπέροχη στιγμή, που όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνδρες συναντήθηκαν κάποτε, όπως λέει η ιστορία, τυχαία, σε ένα πνιγμένο από τους υδρατμούς δημόσιο λουτρό, με τ’ αχαμνά τους να στάζουν ιδρώτα και καθώς τσούγκριζαν τα aqua vitae ανάμεσα από ατέλειωτες φιλοσοφικές διαμάχες περί στηθών και οπισθίων των γυναικών, η φλόγα μιας όμορφης και αγνής φιλίας άναψε… φλόγα που έμελε να κρατήσει μια ζωή και να μας ανταμείψει με τα γνωστά αριστουργήματα της τέχνης, με τα σύγχρονα φιλοσοφικά πίτουρα με τα οποία και εξετράφη η δυτική σκέψη περί μακροοικονομίας και παιδείας αντιστοίχως. Είναι η φιλία λοιπόν… βεβαίως τα λουτρά και τα υδραγωγεία του Πύριλλου, αλλά κυρίως η φιλία, καθώς αυτή εμπεριέχει το στοιχείο του έρωτα, της αγάπης, της δημιουργίας. Είναι η φιλία που ύψωσε τον ρωμαϊκό πολιτισμό, πάνω από τα όρη και τις ταραχώδεις θάλασσες της Μεσογείου, θέλοντας να κάνει τον άνθρωπο να αγγίξει τα σύννεφα, κάτι από την θεϊκή φτέρνα του Δία.

Αγαπητέ Γιώργο, είσαι ο μοναδικός φίλος που γνωρίζω μια ζωή σχεδόν, από το δημοτικό μέχρι σήμερα… πάνε 30 έτη, manus in mano, bona fide και cum laude. Έκατσα λοιπόν ώρα πολλή και συλλογίστηκα. Έπειτα, έμεινα για διαστήματα χωρίς να πιέζω τον εαυτό μου να βρει μια απάντηση. Και μετά, με καθαρό μυαλό ξανάπιανα να συλλογίζομαι την φιλία μας. Την βδομάδα που πέρασε, σκέφτηκα εις βάθος, και τελικά, κατόρθωσα να δω απευθείας στην ψυχή σου·… μια για πάντα! Κάτω από την σκόνη των ετών και των συναισθημάτων, ξεδιάλυνα μια μεγάλη καρδιά, μια απέραντη μεγαλοψυχία. Έτσι κατέληξα πως, η μεγαλοψυχία σου απαντά στην ερώτηση, γιατί εσύ και η Καίτη δεν έχετε ποτέ σας ενοχληθεί -είτε στο παρελθόν, είτε ακόμη και πιο πρόσφατα- με το ότι η κοινή μας φίλη Μαίρη, από καιρού εις καιρόν, αρέσκεται να μας κατηγορεί. Πότε εσάς τους δύο στους φίλους σας, πότε την Ναταλί και μένα σε σας, κ.ο.κ. Για κανέναν απολύτως λόγο. H Μαίρη, την οποία είχα την καλή διάθεση να συστήσω στην όμορφη παρέα μας. Ακριβώς δεκαεπτά έτη πριν. Λοιπόν Γιώργο, στέκομαι ακίνητος σαν μπροστά από ακέφαλο ρωμαϊκό γλυπτό στην Αρχαία Αγορά και πραγματικά θαυμάζω την μεγαλοψυχία σου αυτή.

Η καημένη η Μαίρη… Τις προάλλες την είδα στην γειτονιά να ταΐζει γύρω στις 38 γάτες, έξω από κάποια εγκαταλελειμμένη κατοικία και συνειδητοποίησα πως, δεν έχει άλλους φίλους εκτός από τους δικούς σου και την πρώην σύζυγό μου. Έτσι, αφού το σκέφτηκα όπως σας είπα, πραγματικά σας συγχαίρω για την μεγαλοψυχία σας να καλέσετε στον γάμο, όχι μόνο την Μαίρη αλλά και την Καλλιόπη, την οποία και είχα κάποτε παρατήσει, εις τα κρύα κάποιου λουτρού.

Στο ίδιο πνεύμα, προσπαθώντας να γίνω καλύτερος άνθρωπος… σας στέλνω μια λίστα με ονόματα από γυναίκες με τις οποίες σχετιζόμουν, ώστε να τις καλέσετε και αυτές στον γάμο σας. Και γιατί όχι; Στο τέλος ίσως πιάσουν φιλία με την Μαίρη έτσι ώστε, όλες μαζί, να μας κατηγορούν a cappella.

Με αληθινή αγάπη,

Νίκος

Υ.Γ.  Πήρα πρωτοβουλία και μίλησα με την πρώην συζυγό σου. Θα φλεγόμουν από τα ίδια δάκρυα χαράς, θα κατακλυζόμουν από το ίδιο αίσθημα μεγαλοψυχίας που ραίνει και την δικιά σου καρδιά φίλε μου, αν αποφάσιζες να δεχτείς και την Ολυμπία στον περίλαμπρό σου γάμο.

Τάσος Αναστασίου: Μόνη της στην καφετέρια

 

0000000000000000000000000000000000000000000000000000000

 

1

Καθώς έτρεχε να τον προλάβει, δεν πρόσεξε και βρέθηκε στην άκρη του πεζοδρομίου· μια μοτοσικλέτα πέρασε σχίζοντας τα νερά κι αμέσως το παντελόνι της γέμισε λασπωμένες στάλες. Έφταιγε η βιασύνη της, ο ανόητος ενθουσιασμός της. Λίγα μέτρα πιο κάτω, απότομα, λες κι εκεί ακριβώς κοβόταν η επιφάνεια εργασίας του σύννεφου, η βροχή σταμάτησε. Τον είχε αντικρίσει απ’ το ταμείο του Λινοξυλάκη: καμπουριασμένος, κοιτάζοντας γύρω του, βαδίζοντας γρήγορα. Πάντα του έπρεπε να κινείται, δεν άντεχε λεπτό ήσυχος. Εδώ κοντά ήταν άλλοτε το φοιτητικό δωμάτιο της Δέσποινας. Στις άδειές του, φαντάρος, έμενε μαζί της· κόκκινος από τον ήλιο, κοκαλιάρης, το χιούμορ του κυνικό, άρρωστο, σαν να έλεγε: κοιτάτε με, ανοιχτή πληγή. Δεν φαινόταν πουθενά. Καλύτερα. Γιατί αλλιώς, πετώντας κάτω τις σακούλες της με τα ψώνια, θα έπεφτε στην αγκαλιά του –και τότε θα την κοιτούσε με το ψυχρό αδιαπέραστο ύφος του. Το βλέμμα της συνάντησε τη Φορτέτσα κι αμέσως βιάστηκε να ψάξει άλλο σημείο προσανατολισμού: Τέσσερις Μάρτυρες. Καλύτερα. Ίσως πάλι να του φερόταν τυπικά, κάνοντάς τον να χλομιάσει από κακία. Ήξερε τη δύναμή της πάνω του. Ήξερε και τη δικιά του δύναμη –την ικανότητά του να την σπρώχνει, να την ρίχνει προς τα πίσω. Για ποιο λόγο είχε έρθει; Δεν μπορούσε να βασίζεται στον εαυτό της, ήταν ικανή και να τον φιλήσει –για να τον τρομάξει, να τον αναγκάσει να ξεντυθεί ψυχραιμία και νευρικότητα. Τόσο βραδύνους, δεν θα το εκμεταλλευόταν, όπως εκείνο το βράδυ που του είχε τείνει χείρα παροδικής επανασύνδεσης, καθισμένη δίπλα του, περιμένοντας κέρασμα –μήνυμα που άλλοι θα το αποκρυπτογραφούσαν στο δευτερόλεπτο. Ή μήπως δεν ήταν αυτός;

      The stars we are, the stars will be / just you and me: το τραγούδι πλημμύρισε το μυαλό της μαζί με τον ήλιο που πρόβαλε μέσα από τα σύννεφα. Ο Αργύρης, σαν ντι- τζέι λιώνοντας τον ίδιο δίσκο ξανά και ξανά, το είχε μολύνει. Το άκουγες και θυμόσουν: βόλτες, χορούς, εκδρομές. Και το αντίθετο: πέρναγες έξω απ’ το Εδέμ, τα παράθυρά του σκοτεινά, τα τραπεζάκια του έρημα, και η μελωδία ορμούσε καταπάνω σου, φθινοπωρινή μπόρα κατακαλόκαιρο. Εικόνες γέλιου, συγκίνησης, νόστος παραδείσιας εφηβείας, ανανεωμένος πόθος ζωής. Απίστευτο: η αντίθεση με το παρόν της. Μοναξιά, μοναξιά, με τα δώδεκα σπαθιά. Οι δουλειές της κάθε μέρας, συγκρούσεις, καυγάδες. Απόμακρος θόρυβος τα πλήκτρα του υπολογιστή. Το αφηρημένο, μπουχτισμένο ύφος του. Τι κούραση, Θεέ μου. Είχε ξεχάσει πώς είναι να περπατάς. Απότομα σταμάτησε, οι σακούλες παραλίγο πέφτοντας απ’ τα χέρια της. Της έλειπε η αγκαλιά του, το βλέμμα του. Φοβόταν ότι στο σπίτι τους θα της άνοιγε την πόρτα ο Αργύρης και ανυπομονούσε να διαλύσει τον παραλογισμό της σκέψης της. Τι φρίκη. Και βέβαια δεν ήταν αυτός. Φτάνει. Φύγετε. Όχι άλλες νοσταλγίες, αναστατώσεις. Βρικόλακες, μακριά!

2

Αχτένιστος, με βρώμικα ρούχα, έντονο λαχάνιασμα, κουτσός. Το κεφάλι του γέρνοντας, σαν να προσπαθούσε να ξύσει το μάγουλό του στον ώμο του. Όπως εκείνος ο κουρελιάρης στο χωριό της, που περνώντας δίπλα σου σε ρωτούσε: «Πότε καπάκ’, πότε καπάκ’;»

      Συγκράτησε το βήμα της κι η εκκωφαντική ασχήμια του χάθηκε πίσω απ’ τη Λόντζα.

      Ένιωσε τα μάτια της να μισοκλείνουν. Ανάλαφρο παιχνίδισμα φωτός. Το χωριό της, παρά την εικόνα του τρελού, ανοιξιάτικο. Ήλιε του Μάρτη, Βαπτιστή και Πρόδρομε. Κοίταξε αριστερά της: σ’ ένα τραπέζι δυο φοιτητές έπαιζαν τάβλι· σ’ ένα άλλο, γεμάτο φραπέδες, πέντε μαθήτριες συζητούσαν· οι καφέ αφροί στα ποτήρια τους κατάξεροι, τα καλαμάκια λοξά πάνω στο κολλώδες στόμιο.

      Οι φοιτητές –κοντοκουρεμένοι, καλοντυμένοι– σταμάτησαν το τάβλι και της έριξαν μια ματιά: γάτα που με το ηλεκτρικό της άγγιγμα στο πόδι του τραπεζιού τάραξε την αυτοσυγκέντρωσή τους. Φοιτητές; Ναι. Αγύμναστο σώμα.

      Το οξύθυμο και ειρωνικό ύφος του μπάρμαν –το λερωμένο της παντελόνι;– την απώθησε και δεν μπήκε μέσα. Κάθισε κοντά στην πόρτα, κάτω απ’ την τέντα, κοκκινίζοντας στη σκέψη της Ιεράς Συμμαχίας γύρω της, νιώθοντας ότι, έτσι όπως ήταν μόνη, χωρίς τον Αποστόλη, παρέβαινε θέσφατα. Ο σερβιτόρος πλησίασε, το βλέμμα του θαμπό απ’ την αντηλιά, τα χείλη του μια ενιαία επιφάνεια, κολλημένα. Παράγγειλε με ξαφνική άνεση καφέ φίλτρο κι έβαλε τις σακούλες κάτω απ’ το τραπεζάκι.

      Οι άντρες της παρέας έφταιγαν. Ο Πολύκαρπος με τις απιστίες του. Ο Αργύρης με το πείσμα του. Ο Μίχας με τον κυνισμό του. Ήδη από τότε έπρεπε να τους κρατά σε απόσταση. Φύγετε. Μακριά!

      Ο σερβιτόρος έφερε τον καφέ, το νερό, σιωπηλός, τα μάτια του κοιτώντας πλάγια, στα χείλη του απομεινάρι χασμουρητού.

      Θυμήθηκε κάποτε που δούλευε για ένα διάστημα στο Εδέμ: πίσω απ’ την μπάρα πλένοντας ποτήρια, βάζοντας ποτά, σερβίροντας ξηρούς καρπούς, ο Πολύκαρπος στην άλλη άκρη γελώντας μεγαλόφωνα. Παρόλο που απέφευγε να τον κοιτάζει, η παρουσία του την συνόδευε αδιάκοπα, καθώς έκανε τη δουλειά της. Μικρό ανατρίχιασμα στα μπράτσα και τους ώμους, απολαυστικό αίσθημα πληγωμένης αξιοπρέπειας. Ένα βράδυ ο Πολύκαρπος είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με μια κακάσχημη και η Ειρήνη τον κορόιδευε από μέσα της: Έτσι προσπαθείς να μ’ εκνευρίσεις, κακομοίρη; Πετώντας τα ποτήρια που κρατούσε, πήρε απ’ τον πάγκο ένα μαχαίρι και τον πλησίασε φωνάζοντας «Θα σε σκοτώσω!». Κάποιος την τράβηξε από κοντά του, ήδη χαλαρή, ξεθυμασμένη.

      Έφερε το φλιτζάνι στο στόμα περιμένοντας μια στυφάδα που δεν θ’ απογοήτευε τη γλώσσα της. Μαύρος καφές καυτός. Σαν νύχτα που σβήνει, θα χάσει τη μαύρη αχνάδα του, θα μεταμορφωθεί, χλιαρή επίπεδη επιφάνεια. Και τότε θα καθρεφτίσει, κάτω απ’ τα μισόκλειστα βλέφαρά της, το πάνω μέρος του προσώπου της, θαμπό. Μια παρηγοριά όμως θα βαραίνει τη γλώσσα της –η στυφάδα που κανείς δεν μπορεί να την ακυρώσει.

      «Μην κάνεις έτσι», την είχε καθησυχάσει ο Αργύρης. «Δεν είπαμε και να σε παντρευτώ». «Εννοείται», του είχε απαντήσει, τρομάζοντας και μόνο στην αναφορά της λέξης. Όπως αν πεις διαζύγιο, ακόμα και στ’ αστεία, διάβηκες σύνορα. Ή σαν η όλη φράση να χρησιμοποιούνταν ευφημιστικά.

      Στον γάμο της Μέλπως: σταυρώνοντας τα χέρια του δεν κουνήθηκε στο άγγιγμά της, δεν μίλησε. Άραγε της κρατούσε κακία; Ή προσποιούνταν τον άνετο, μέσος όρος τελείως; Ο Πολύκαρπος, όταν παλιότερα τύχαινε να την συναντήσει, δεν φοβόταν να είναι εκδηλωτικός, να την κολακέψει («Γεια σου, Ρηνούλα! Τι ομορφιές είναι αυτές;») ή να την κατακρίνει («Εσύ φταις για όλα!»), νόμιμος δικαιούχος, παρά τα όσα είχαν συμβεί, της φιλίας, της μνησικακίας. Δεν στεκόταν ακίνητος, αρκούμενος να την παρατηρεί, σαν γάτος σε φοβισμένη εγρήγορση.

      Η κοπέλα του έδειχνε οξύθυμη, καταπιεστική. Όμορφη; Έπρεπε να τον είχε συμβουλέψει: Ξανασκέψου το. Έπρεπε κι ας της έλεγε: Και σένα τι σε νοιάζει; Αν δεν είχε μεσολαβήσει το θέατρο του Αλέξανδρου.

      Θυμήθηκε: ο μπάρμαν ήταν τότε μαθητής στο Τεχνικό Λύκειο και συνήθιζε να κοροϊδεύει τον Αργύρη· το ακούρευτο μαλλί και το πολύχρωμο πουκάμισό του τραβούσαν την προσοχή. Διασχίζοντας το προαύλιο του Τεχνικού τα πόδια του πεδικλώνονταν στο σπρωγμένο απ’ τα σφυρίγματα βάδην του.

      Ναι, γάτος. Μεγαλόσωμος, ό,τι πρέπει για τις παιδικές συμμορίες, μαγνήτης πετροβολημάτων. Μέσα στο σπίτι παρατηρητής, μεθυσμένος απ’ τη νύστα, μισανοίγοντας τα μάτια, ξανακλείνοντάς τα, ευπροσήγορος υποδοχέας χαδιών.

3

Σοβαρός, ενθουσιώδης. Κάποιος που δεν κάνει ερωτήσεις, σίγουρος για τον εαυτό του. Πουθενά δεν πήγαινε μόνη της, χωρίς τη συνοδεία του, στο εστιατόριο, στον κινηματογράφο. Ζητούσε τη βοήθειά του για οτιδήποτε, για ένα μάθημα που προετοίμαζε, για ένα διαγώνισμα που σχεδίαζε. Πρόθυμα έσκυβε από πάνω της, χωρίς να βαριέται.

      Σκιά του;

      Υπηρέτης της;

      Ενώ ο Αργύρης: μπορούσε να σε συναντήσει μετά από χρόνια που είχατε να ιδωθείτε και να σου πει: Γεια, τι γίνεται;, λες και χθες ήσασταν μαζί. Τότε, στα ραντεβού τους την αντίκριζε να έρχεται, και το ύφος του παρέμενε ανέκφραστο, λες και δεν είχε αλλάξει τίποτε απ’ την προηγούμενη κατάστασή του, όταν περιμένοντάς την απευθυνόταν στους περαστικούς με αγαλμάτινο βλέμμα.

      Νά τος πάλι. Ξύνοντας το αυτί του στον ώμο του.

      «Πότε καπάκι;» έλεγε ο άλλος στο χωριό. Εννοώντας: πότε θα έρθει κι εσένα η ώρα σου να βάλεις καπάκι; Δηλαδή: να μπεις στο φέρετρο.

      Η ύπαρξη τέτοιας δυστυχίας πώς να μη σε κάνει να οργίζεσαι με τη φύση; Όχι με τη φύση. Με αυτούς που την λατρεύουν. Ή πώς να μη θες ν’ αφιερωθείς στους βασανισμένους, μαλακώνοντας την πίκρα τους, την πίκρα σου, προσπαθώντας να κρύψεις λίγη απ’ την ασχήμια γύρω σου;

      Ο τρελός πλησίασε, απέστρεψε το πρόσωπό του για να μη φανεί ότι την κοίταζε, τα χείλη του ανοιγμένα, το χαχάνισμά του ανάκουστο, και μπήκε μέσα.

      Παρηγορήσου. Τα προβλήματά σου ανάξια λόγου.

      Ν’ αδιαφορεί για τους γονείς του. Να μη μιλά στο τηλέφωνο με τη θεία, τον θείο της. Να μη θέλει στο σπίτι επισκέπτες.

      Και τώρα τελευταία: να μην της απαντάει αμέσως. «Πώς σου φαίνεται αυτό το θέμα για έκθεση;» Ούτε που γύρισε να την κοιτάξει, απορροφημένος.

      Όταν χώρισε από τον Πολύκαρπο, έλεγε μέσα της, ξεγελώντας επίτηδες τον εαυτό της, ότι ένιωθε νεκρή. Τη στιγμή που τον πρόδιδε στη σκέψη της με τον Αποστόλη, την πρόδωσε κι αυτός με την Ιωάννα. Χώρισαν αλλά φοβόταν να ολοκληρώσει την προδοσία της. Ο Αργύρης την έβγαλε απ’ τον φόβο, την ανάγκασε να κάνει ένα ακόμη βήμα. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, μέθη μαζί με χαιρεκακία μαζί με τύψεις. Όταν ο Αποστόλης πήγε για λίγο στην Αθήνα, τον πρόδωσε με τον Πολύκαρπο που, απρόσμενα, φαινόταν να έχει βυθιστεί στην απόγνωση.

      Κι έπειτα: η καθημερινότητα. Σιγά-σιγά, διακριτική, ξέροντας ότι δεν θα συναντούσε αντίσταση, χωρίς να βιάζεται.

      Όπως ένας αλκοολικός που γιατρεύτηκε: φαντάσου· κάποτε, αν δεν έπινε, τα χέρια του έτρεμαν, δυσκολευόταν ν’ ανάψει τσιγάρο. Και τώρα έχει αόριστη μόνο ανάμνηση από εκείνες τις ώρες. Τα χέρια μου έτρεμαν, το λέει αλλά δεν το θυμάται, δεν μπορεί να δει τον εαυτό του αυτοκαταστροφικό, η αναπαράσταση του παρελθόντος επίπεδη, άχρωμη.

      Του είχε πει: «Τώρα πραγματικά νιώθω ελεύθερη». Δεν του είχε πει: Τώρα νιώθω πως ξεπέρασα τον Πολύκαρπο. Κι ο Αργύρης, ενώ διάβαζε ποίηση, ενώ ήξερε από υπαινιγμούς, δεν είχε το σθένος να καταλάβει. Και το «πραγματικά», το πιο φθαρμένο των επιρρημάτων, γι’ αυτό το είχε χρησιμοποιήσει: για να δώσει επιφανειακό χαρακτήρα στα λεγόμενά της και ν’ απομακρύνει την υποψία ενθουσιασμού.

      Όταν τον επισκέφτηκε στο σπίτι του στην Ηλιούπολη και ήρθε η ώρα να φύγει, αντί να την γυρίσει με το αυτοκίνητο της μητέρας του, την συνόδεψε να βρει ταξί. Περπατούσαν, περπατούσαν, ερημιά, με κάθε του βήμα όλο και κοντύτερα στη γελοιοποίηση. Λίγο μετά τον χωρισμό τους της χτύπησε την πόρτα της ξημερώματα. Τον άφησε να ξαπλώσει, έτσι όπως ήταν, με τα ρούχα του, δίπλα της. Δεν την άγγιξε, άναψε μόνο τσιγάρο –κακόγουστη διαμαρτυρία. Και το χειρότερο: τον καταλάβαινε, τον δικαιολογούσε. Την επόμενη μέρα, τρομαγμένη, θυμωμένη, πήρε το αεροπλάνο για την Αθήνα. Όταν μετά από μια εβδομάδα επέστρεψε, τον βρήκε λιγότερο ενοχλητικό: δεν της απηύθυνε τον λόγο, την απέφευγε, τα χέρια του τρέμοντας απ’ την προσπάθεια γι’ αξιοπρέπεια.

      Ο Αποστόλης όλες εκείνες τις μέρες: διστακτικός. Ήθελε, της είπε αργότερα, να σεβαστεί τον χωρισμό της απ’ τον Πολύκαρπο. Δεν ήθελε να την ταράξει. Ανυποψίαστος. Αλλά ίσως της το έλεγε έτσι, για να της δώσει αξία, να της κρύψει ότι τραβήχτηκε προς το μέρος της όχι από μόνος του, όχι από ατόφιο ενδιαφέρον, αλλά επειδή πρώτα είχε διακρίνει τον πόθο στο βλέμμα της.

4

Κοίταξε πίσω της: στεκόταν αντικρίζοντας την μπάρα, το αυτί του κολλημένο στον ώμο του.

      Άραγε τι την αναστάτωνε; Η εμφάνιση του Αργύρη; Η πρωτόφαντη αποδέσμευσή της απ’ το προστατευτικό τείχος του Αποστόλη; Ο εξοδούχος ήλιος;

      Πενταόρια: άγγιγμα ζέστης, ανάλαφρο παιχνίδισμα φωτός έπειτα από μέρες συννεφιάς και κρύου. Έκπληκτη άκουσε τον εαυτό της, καθώς προχωρούσαν στον λόφο: «Ήλιε του Μάρτη, Βαπτιστή και Πρόδρομε». «Τι λες;» την ρώτησε η Μέλπω. Δεν της απάντησε γιατί πίστευε ότι θα ζήλευε· η Μέλπω, καθόλου περίεργη για τις σκέψεις των άλλων, δεν επέμεινε· βλέποντας τον ενθουσιασμό της γέλασε κι αυτή.

      Άγγιγμα από λεπτά δάχτυλα, χωρίς παρανυχίδες άγχους: γιατί να μην είναι εφικτό, γιατί πάντα κάτι να το χαλάει;

      Το στριγκό κέφι του Πολύκαρπου: μάσκα μπαλαφάρας στην οποία, έτσι και δεν ανταποκρινόσουν, μεταμορφωνόταν σε ακατεύναστο μούτρωμα.

      Το παράφορο πείσμα του Αργύρη: σαν κάποιος να την κρατούσε κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, κακόγουστη πατητή.

      Τώρα με τον Αποστόλη: αλλεπάλληλοι θρόμβοι στο αίμα, μπλόκαραν την κυκλοφορία, εκβράζονταν σε αδιόρατους πόνους, το μούδιασμα της απομάκρυνσης.

      – Ντα ίντα θες; Φράγκα;

      Το βλέμμα της στράφηκε πάλι πίσω. Ο τρελός χαχάνιζε μπροστά στον μπάρμαν και τον σερβιτόρο κουνώντας το κεφάλι καταφατικά και χτυπώντας ένα σιγανό παλαμάκι με τα χέρια του.

      – Και πόσα; ρώτησε ο μπάρμαν, το ύφος του αφ’ υψηλού χαζοχαρούμενο.

      Η Ειρήνη ήπιε μια γουλιά καφέ. Για χάρη της είχε έρθει, ποιος ξέρει από ποια ελπίδα κινημένος. Πώς υπέφερε τότε, μεθούσε, κυλιόταν στον δρόμο, κάπνιζε ασταμάτητα.

      Οξύτονος ήχος, μεταλλική αναπήδηση πάνω σε κυριακάτικο δίσκο. Κατρακύλισμα διαρκείας, εκνευριστικό σαν τικ.

      Ο τρελός απομακρύνθηκε απ’ την μπάρα κι έσκυψε στο πάτωμα. Σηκώθηκε κρατώντας ένα νόμισμα, και, γυρνώντας στην μπάρα, το ακούμπησε πάνω στον πάγκο.

      Ο σερβιτόρος πήρε το νόμισμα και, γελώντας πονηρά, το πέταξε στο πάτωμα. Καθώς ο τρελός πήγαινε να το μαζέψει, σερβιτόρος και μπάρμαν κοιτάχτηκαν ανασηκώνοντας τα φρύδια τους.

      Η καθημερινότητα: τα ιδιαίτερα, να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, μαθητές παράξενοι, δύσκολοι. Πέρυσι ένας πατέρας την είχε διώξει, γιατί η κόρη του δεν πρόσεχε στο μάθημα, συνεχώς την διέκοπτε με αστειάκια.

      Ο μπάρμαν πέταξε πάλι το νόμισμα στο πάτωμα. Χαμογελώντας ανόητα, καθόλου πικραμένα, ούτε καν με απορία, σαν να είχε ήδη ξεχάσει, ο τρελός το μάζεψε πάλι και το έδωσε πίσω. Ο σερβιτόρος το πέταξε στο πάτωμα.

      Η Ειρήνη κοίταξε γύρω της. Οι φοιτητές έπαιζαν τάβλι ανταλλάσσοντας ήρεμα πειράγματα, οι μαθήτριες  μιλούσαν όλες μαζί καπνίζοντας.

      Ο μπάρμαν και ο σερβιτόρος συνέχισαν το παιχνίδι τους, οι κινήσεις τους αργές, ήρεμες, μια συνηθισμένη απασχόληση, σχεδόν δεν την παίρνεις είδηση, όπως το κομπολόι.

      Ο τρελός μάζευε το νόμισμα, οι άλλοι δυο το ξαναπετούσαν, ο τρελός πήγαινε να το μαζέψει. Ανούσια επανάληψη που γέμιζε το οπτικό της πεδίο. Φύγε, άκουσε μια φωνή μέσα της.

      Όμως δεν μπορεί, κάποτε θα βαριόντουσαν. Το χοροπηδηχτό ντιντίνισμα του νομίσματος ξανακούστηκε. Φύγε. Τόση αθλιότητα.

      Σηκώθηκε παίρνοντας μαζί της το ποτήρι με το νερό και στάθηκε στην είσοδο της καφετέριας.

      – Σταματήστε αμέσως, αλλιώς θα σας το πετάξω!

      –  Ίντα ’γινε; είπε απορημένος και σαν τρομαγμένος απ’ τα σάλια της κραυγής της ο σερβιτόρος.

      – Αν δεν σταματήσετε, θα σας το πετάξω! ούρλιαξε η Ειρήνη.

ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Απόσπασμα από μυθιστόρημα που βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης.

 

 

Γεωργία Τριανταφυλλίδου: Δ. Ν. Μαρωνίτης (1929-2016)

μαρων

Στη μνήμη του Δημήτρη Μαρωνίτη που σήμερα, 12 Ιουλίου 2016, έφυγε από τη ζωή, η ποιήτρια και μαθήτριά του Γεωργία Τριανταφυλλίδου, σε μια εκ βαθέων προσωπογραφία του δασκάλου.

 ~ ~ ~

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ

                                              Λοιπόν ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει από τι κήπους…
Γιάννης Σκαρίμπας

Γυρίζω πίσω, πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια. Τίτλος μαθήματος: Ομηρικό έπος (3 διδακτικές μονάδες), Οδύσσεια : «Αλκίνου απόλογοι». Κωδικός μαθήματος: ΑΕΦ 102. Διδάσκων: Δ. Μαρωνίτης. Εαρινό εξάμηνο 1989. Μέρα και ώρα διδασκαλίας: Τρίτη 11-2. Αίθουσα διδασκαλίας: 101 νέου κτηρίου.

Τότε, στα υποχρεωτικά μαθήματα  του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, υπήρχε ακόμη η δυνατότητα να επιλέγει ο φοιτητής τον διδάσκοντα και την παράδοση της αρεσκείας του, εφόσον στον ίδιο κωδικό, του έπους στην προκειμένη περίπτωση, η Οδύσσεια είτε προσφερόταν σε δύο εκδοχές από δύο διαφορετικούς δασκάλους(π.χ. «Αλκίνου απόλογοι» και «Γυναικείες μορφές») είτε συνυπήρχε, ενδεικτικά και πάλι, με τις ραψωδίες Ζ και Ι της Ιλιάδας. Μπορούσες δηλαδή να διαλέξεις τον διδάσκοντα που επιθυμούσες χωρίς το πρώτο γράμμα του επιθέτου σου να λειτουργεί δεσμευτικά. Τώρα πια, νομίζω, οι διδάσκοντες του ίδιου γνωστικού αντικειμένου μοιράζονται αλφαβητικά τους φοιτητές, οπότε οι τελευταίοι «σύρονται» αναγκαστικά από το αρχικό κεφαλαίο του επωνύμου τους. Γιατί επιμένω σε τέτοιου είδους λεπτομέρειες του κανονισμού; Επειδή έχει σημασία για μένα να πω ότι η παρακολούθηση του μαθήματος του Δ. Μαρωνίτη δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ένα τυχαίο γεγονός στη φοιτητική μου ζωή. Έπεσα κατευθείαν πάνω του. Κι αυτή η ελεύθερη βούληση με οδήγησε ολοταχώς στο τυχερό μου.

Τι γνώριζα μέχρι τότε για τον διδάσκοντα; Φήμες. Ότι αξίζει να τον έχεις καθηγητή και πως αυτό ταυτόχρονα σου κοστίζει. Εκείνος ξέρει, όμως πρέπει κι εσύ να μπορείς. Απαιτείται προσήλωση στο πρόσωπό του γιατί από ένα σημείο και μετά η παθιασμένη «ομιλούσα κεφαλή» είναι η ίδια το μάθημα ακριβώς. Δεν χαρίζεται σε κανέναν. Κάποτε εντοπίζει την αδυναμία σου και τη φέρνει σταθερά απέναντί σου. Φυσικά, στο τέλος του εξαμήνου, οι εξετάσεις στο μάθημά του δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο των εξετάσεων. Επαναλαμβάνω ότι οι παραπάνω φήμες αφορούσαν τη διδασκαλική του ιδιότητα αποκλειστικά. Γιατί ως συγγραφέα και επιφυλλιδογράφο τον γνώριζα ήδη από τα μαθητικά μου χρόνια. Στο πανεπιστήμιο μάλιστα είχα προλάβει να τον συμβουλευτώ βιβλιογραφικά για θέματα σχετικά με μαθήματα της νεοελληνικής μου ειδίκευσης – π.χ. όταν «διδάχτηκα» Μίλτο Σαχτούρη. Έτσι, η επιθυμία να συναντηθώ μαζί του στην αίθουσα έκρυβε κάτι από τη λαχτάρα της αναμέτρησης με ό,τι κατά βάθος φοβόμουν: αυτό που ίσως πάθαινα εξαιτίας του συγχρωτισμού μαζί του και εκείνο που ίσως δεν κατάφερνα να μάθω στη διάρκεια της διδασκαλίας του.

Θυμάμαι ότι στο τέλος του πρώτου μαθήματος ένιωσα υπερβολικά πιεσμένη. Αργότερα κατάλαβα ότι η πίεση προήλθε από την αγωνία μου να είμαι ολόκληρη εκεί, παρούσα, ενώ αυτό απλώς συνέβαινε. Μια περιττή επίταση από μέρους μου. Εκείνη την άνοιξη του 1989 ο Δημήτρης Μαρωνίτης  άνοιξε την πόρτα της  αίθουσας  101 και αμφιβάλλω αν την έκλεισε ποτέ οριστικά πίσω του. Μπήκε μέσα φορώντας ένα λινό μπεζ παντελόνι και μια σκούρα βυσσινιά μπλούζα. Χώρεσε όλο το ακροατήριο σε μια ματιά, την ίδια στιγμή που ο καθένας χωριστά μπαίναμε αγαπησιάρικα στο μάτι του. Διάβασε: «Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπεν» και συνέχισε χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρη ποιος δάνειζε εφεξής τη φωνή του σε ποιον.

Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια έρχονται στο νου μου σχεδόν φωτογραφικά  τα φερσίματα και οι χειρονομίες του, η στάση του σώματος, τα ξεσπάσματα, οι ενδυματολογικές του προτιμήσεις. Τον θυμάμαι να ανεβαίνει από τα αριστερά της έδρας και τη μεριά των παραθύρων προς τις πίσω σειρές των εδράνων και να συνεχίζει περιμετρικά τη βόλτα του εναποθέτοντας τις κουβέντες του πάνω στο βλέμμα κάθε φοιτήτριας και φοιτητή. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης ήθελε να τον ακούς αντικρίζοντάς τον κατάματα. Και επέμενε να σου μιλάει με τα μάτια. Τότε έλεγα πως είναι θέμα γοήτρου. Αναπόφευκτα οι φοιτητές ασκούνταν στο να κρατούν σημειώσεις χωρίς ο ίδιος να τους αντιλαμβάνεται, προς το μέσον δε του εξαμήνου χωρίς να το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι, γεγονός που συνιστούσε από κοινού μια λαμπρή κατάκτηση διδασκομένων και διδάσκοντος αντίστοιχα. Το κεφάλι  που πιανόταν επ’ αυτοφώρω  να σκύβει πάνω από πυκνογραμμένες σημειώσεις επρόκειτο πάραυτα να κλονιστεί με λόγια του τύπου «υπόσχομαι κάθε σειρά από αυτές που με τόσο ζήλο γεμίσατε, να σας είναι παντελώς άχρηστη στις εξετάσεις». Αλλά μόνο τώρα καταλαβαίνω πως χρεωνόταν τη διάθεση για καταγραφή ως προσωπική του αποτυχία. Τα λεγόμενα του δασκάλου μπορούσαν να απειληθούν μόνο από τη γραπτή τους επαναδιατύπωση και ο Δημήτρης Μαρωνίτης δεν επρόκειτο να ανεχθεί την παραμικρή παρεμβολή ανάμεσα στην κερδισμένη ευηκοΐα των φοιτητών και τη δική του μαχητική προφορικότητα.

Ωστόσο, μη φανταστεί κανείς πως κατά τη διάρκεια των παραδόσεων το ακροατήριο παρέμενε σιωπηλό ή παρίστανε το μαγεμένο για να ξεμπερδεύει μαζί του. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ο Μαρωνίτης απηύθυνε πάντα «προσωπικές» ερωτήσεις: κάτι μεγαλύτερο και ανθεκτικότερο από το να σου απευθύνεται ονομαστικά. Τι εννοώ; Καθώς ήταν αδύνατη, εκ των πραγμάτων, η απομνημόνευση τόσων πολλών ονομάτων από μέρους του,  όμως δυνατός –και δαιμονικά, θα έλεγα, αξιοποιήσιμος– ο εντοπισμός εκείνου του εξωτερικού στοιχείου που διέκρινε, χωρίς βέβαια να εκθέτει, τον ένα φοιτητή μέσα στις πολλές δεκάδες, έπαιρνε αφορμή και φόρα απ’ αυτό για να επερωτήσει σχετικά. «Ας μου πει, λοιπόν, η νεαρή με το βυζαντινό βραχιόλι». Ή «θα ήθελε μήπως να βοηθήσει ο κύριος με τη μωβ πένα;» Ενδύματα, αξεσουάρ όλων των χρωμάτων και σχεδίων, μαντήλια στο λαιμό και στρατιωτικά σακκίδια παρατημένα στο πλάι, κομμώσεις κάθε τύπου, γυαλιά κοκάλινα και μεταλλικά, πλεγμένα χέρια, η απουσία ρολογιού στον αριστερό καρπό, ακόμη και «ο διπλανός που όλο σας γλυκοψιθυρίζει στο αυτί» έκαναν το ακροατήριο φανερό στα μάτια του και αξιοσύστατο. Η διάχυση της πληροφορίας ότι ο δάσκαλος αναγνωρίζει όλα τα παιδιά του, ότι καθένα αναδύεται αυτόνομα μέσα απ’ το πήξιμο του ακροατηρίου είτε φορώντας ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι είτε γράφοντας με το αριστερό, παρείχε μια πρωτόγνωρη αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας.

Όχι ότι έλειπαν οι καυγάδες. Υπήρχαν φορές που δεν σε άφηνε ήσυχο μέχρι να πάρει την απάντηση που επιθυμούσε. Αυτό το διανοητικό πιλάτεμα, ο καταιγισμός των ερωτήσεων προς τα πίσω ώσπου να πιάσεις το νήμα από κει που η αφηρημάδα ή η επιπολαιότητα σού το είχαν αφαιρέσει, ήταν στιγμές στιγμές τυραννικό. «Θυμοδακής γάρ μύθος». Και πρώτος απ’ όλους ο δικός του, καθώς ένιωθες να σε «δαγκώνει» με μανία. Τότε, νομίζω, κατάλαβα για πρώτη φορά ότι η επιτυχημένη μαθητεία δεν έχει τόσο σχέση με το χρονικό διάστημα όσο με κάποιου είδους σωματοσκόπηση που συντελείται όταν ο δάσκαλος συνομιλεί απευθείας με τη σπλαχνική κοιλότητα του μαθητή. Όπως ακριβώς ο Μαρωνίτης.

Οι παραδόσεις του δεν ήταν ποτέ ανεικονικές. Κάθε συλλογιστικό του βήμα επιβεβαίωνε την ύπαρξη του αναπαριστώμενου μέσα στο κείμενο. Μ’ αυτόν τον τρόπο σε κρατούσε εντός των περιγραφών, ενισχύοντας την κατανόησή τους από την πλήρη επίγνωση της κατάστασης κι ενός αντικειμένου ακόμη. Όποιος κατέφευγε στην άσχετη υποκατάσταση του πράγματος με τον στοχασμό, δεχόταν εκ νέου την παρότρυνση να κοιτάξει μέσα στο κείμενο και να αναζητήσει την ακριβή του θέση.

Στο μεταξύ, μου δόθηκε η ευκαιρία να τον παρακολουθήσω και σε άλλα μαθήματα: να διδάσκει Σοφοκλή, Ηρόδοτο, Πλάτωνα. Κατά κάποιον τρόπο εκπαιδεύτηκα στο να τον ακούω και να μαθαίνω απ’ αυτόν, καμία  όμως από τις μετέπειτα παραδόσεις δεν κατόρθωσε να με ελκύσει όμοια με την ακαταμάχητη γοητεία της διδασκαλίας της Οδύσσειας. Ο Φρήντριχ Σίλλερ έγραψε πως «όλοι συγκεντρώνονται γεμάτοι προσδοκίες γύρω από εκείνον που διηγείται μια πονεμένη ιστορία. Καταβροχθίζουν άπληστα το πλέον περιπετειώδες παραμύθι και η απληστία  τους είναι τόσο μεγαλύτερη όσο περισσότερο τους κάνει να σηκώνονται όρθιες οι τρίχες των μαλλιών τους απ’ την αγωνία». Aυτή η απλή εξήγηση (και για τη μανία με την Οδύσσεια) μου φαίνεται σήμερα υπεραρκετή.

Την άνοιξη του 1989 ο Δημήτρης Μαρωνίτης άνοιξε την πόρτα  της 101 αίθουσας φέρνοντας μαζί του τη μανία για τις ομηρικές παρομοιώσεις. (Έτσι, μάλλον, εξηγείται «το κόλλημα που έφαγα» αργότερα με τις παρομοιώσεις γενικά. Πιο ειδικά, με τις αβρές του Νίκου Εγγονόπουλου και τις λάβρες του Βαγγέλη Ραπτόπουλου). Οι παρομοιώσεις έγιναν μάθημα.. Η τέχνη ήταν μια μορφή επικοινωνίας που βασιζόταν στο «σαν». Θυμάμαι ότι μπήκα μαζί του στη θαυμαστή κρυψώνα των συγκρινόμενων όρων χωρίς να υποψιάζομαι πως επισκέπτομαι τα μέρη από τα οποία προβάλλει ένα ξεκάθαρο ποίημα. Τα τρίωρα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Μα πόση ανάλωση ενέργειας απαιτεί η διαπίστωση ότι αυτές οι παρομοιώσεις είναι επεκτάσεις των σύντομων παρομοιώσεων; Και εκείνη τη μέρα ο Μαρωνίτης κάπνιζε ασταμάτητα. Άναβε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο και τα έσβηνε, ως συνήθως, στο περβάζι του πρώτου ανοιχτού παραθύρου στα δεξιά του. Από τα μεγάφωνα της γειτονικής Νομικής ακούστηκαν λαικοπόπ τραγούδια. Εισέβαλαν στην αίθουσα πάνω που ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε ότι τα πιο εμβριθή έργα τέχνης είναι εκείνα που συνδέονται με τις πιο μύχιες προθέσεις. (Ξεφυλλίζοντας σήμερα τα παλιά μου χαρτιά   εντοπίζω τις πιο απίθανες λεπτομέρειες κρατημένες στο περιθώριο των σημειώσεων).

Ο δάσκαλος μουρμούρισε κάτι άκομψο προς τη μεριά της Νομικής κι έκλεισε νευριασμένος το παράθυρο. Κοίταξα θορυβημένη τη Σοφία δίπλα μου. Καθόμασταν σχετικά μπροστά, τι θα γινόταν αν εξακολουθούσε να καπνίζει; «Του τέλειωσαν τα τσιγάρα» μου είπε εκείνη χαμογελώντας πονηρά. Στο μεταξύ ο Οδυσσέας επρόκειτο να  τυφλώσει τον Πολύφημο. Ακολουθούσαν δυο απανωτές παρομοιώσεις που σου έκοβαν την ανάσα. Με τι θα μπορούσε να συγκριθεί ο τρόπος με τον οποίο έμπηξε το ξύλο μέσα στο μάτι του Κύκλωπα; Τι θύμιζε το τσιτσίρισμα του ματιού που καιγόταν; Χωρίς να πάρει τα μάτια του από το ακροατήριο, άρχισε να διατρέχει στα τυφλά όλη την πρώτη σειρά των εδράνων, ψάχνοντας και με τα δυο του χέρια από τα αριστερά προς τα δεξιά. Τελικά η τύχη τού χαμογέλασε  μπροστά στον προτελευταίο Νίκο Μυλωνάκη. Βρήκε το πακέτο του φοιτητή, το άνοιξε χωρίς να κοιτάξει κι έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του.

Ο Δημήτρης Μαρωνίτης είναι δάσκαλος μέχρι το τέλος της σκέψης του. Τίποτε δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία του κι αν χρειαστεί θα φέρει στη διδασκαλία ως πράξη κάτι από την ωμότητα και τη δυνατότητα για ψυχή. Ήδη από τότε  αποσπούσε τις παρομοιώσεις από το σώμα της Οδύσσειας, σαν να περίμεναν οι εικόνες να τις κουρδίσει κι αυτές περπατούσαν ως αυτόνομα ποιήματα. Η ανακάλυψη των στίχων που γεννούν στίχους, η καταφυγή σ’ ένα σχήμα-μέσο για την επανένωση με τον κόσμο της καθημερινής εμπειρίας και συναλλαγής και την ίδια στιγμή σ’ ένα σχήμα-εύρημα για την απομάκρυνση από το βαρετό χαρακτήρα του θεματικού αντικειμένου (του έπους, της ταλαίπωρης ύπαρξης, της ταλαιπωρημένης ζωής) είναι, ίσως, η μεγαλύτερη απόλαυση που μοιράστηκα μαζί του εκείνο το εαρινό εξάμηνο. Και η μεγαλύτερη ευεργεσία. Αυτή της δυνατότητας για ποίηση που απλόχερα μου παρείχε.

Ο Δημήτρης Μαρωνίτης συνδέθηκε ποικιλοτρόπως με την Οδύσσεια. Η μεταφραστική του εργασία διαπερνά όμοια με ηλεκτρικό ρεύμα το σύνολο παρόμοιων εγχειρημάτων, αλλά είναι η φωνή του καθώς μεταφράζει στη διάρκεια του μαθήματος που δένει το μυαλό του ακροατή σαν ξόρκι. «Τον έφαγε η αλμύρα». «Από πού κρατάει η σκούφια του»; «Έβαλε τα κλάματα». «Τι σόι αστείο είναι αυτό»; «Κακό του κεφαλιού του». «Θλιβερό μαντάτο». «Που να μην έσωνα να γεννηθώ». «Μα δεν κρατάει την όρεξή της». «Να τα πάρει το ποτάμι». «Αστόχαστα». Τα πιο απλά λόγια εμφανίζονται με μια ένταση που πριν αγνοούσα. Επειδή τα πιο απλά πράγματα στον Όμηρο αποτελούν πηγή αποκάλυψης και η έκσταση κρύβεται μέσα στις καθαρές κουβέντες του ενός για την καθαρή σα νερό εικονογραφική αφήγηση του άλλου. (Ποιος, άραγε, ο ένας και ποιος ο άλλος; Στο συγκεκριμένο σημείο διαφαίνεται η πληρέστερη ίσως ταύτιση ανάμεσα στο περιεχόμενο και την τεχνική της εκφοράς του). Η Οδύσσεια του Δημήτρη Μαρωνίτη είναι, ευτυχώς, κάτι λιγότερο από την Οδύσσεια με το στόμα του Μαρωνίτη. Γιατί ο ίδιος, νομίζω, δεν θεώρησε ποτέ σαν σκοπό εκείνο που γι’ αυτόν δεν ήταν παρά ένα μέσο: το περιλάλητο προσωπικό του ιδίωμα. Όταν  λοιπόν την αποδίδει ζωντανά, κατορθώνει να διατηρήσει τη λεπτή και ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ των δικών του τονικών χαρακτηριστικών και της συνολικής φόρμας. Γίνεται ο Κανένας-Ομιλητής ενώ η Οδύσσεια, το όλον:  το πιο παλιό παραμύθι για το διαρκές φανέρωμα μιας ανθρώπινης προσωπικότητας που είναι ο Οδυσσέας αλλά και για την αέναη αποκάλυψη μιας θέλησης για ύπαρξη που είναι αυτή του κάθε ανθρώπου όταν αφηγείται.

Ίσως σε ορισμένους ακουστεί υπερβολικό, όμως πιστεύω ότι όλοι όσοι διδαχτήκαμε κάποτε στις αίθουσες από τον Δημήτρη Μαρωνίτη συνδεόμαστε μαζί του με το είδος της σχέσης που εδραιώνεται άπαξ. Κάτι σαν ταξίδι με one way ticket αλλά χωρίς τις δραματικές του προεκτάσεις. Κάτι σαν «είμαστε μαθητές του ανεπιστρεπτί». Ή ακόμη καλύτερα: είμαστε μαθητές του χωρίς τη δέσμευση να του επιστραφούμε. Συνήθως οι ευφυείς δάσκαλοι οδηγούν το μαθητή με τη θέλησή του στα δίχτυα τους κι εκεί τον κρατούν γοητευμένο ες αεί. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης του γεννά την προσδοκία του ξανα-ψαρέματος. Σε άλλες θάλασσες, από άλλους επιτήδειους ψαράδες. Η διδασκαλία του παύει να είναι η γνωστή συνειδητή διάρθρωση μέσα σε ορισμένο χρόνο (και τόπο), μολονότι ορίζεται από μια τυπική έναρξη κι ένα προκαθορισμένο τέλος. Μεταφράζεται πλέον ως το φούντωμα της επιθυμίας για την ακρόαση αυτή καθαυτή.

Στο τέλος της άνοιξης του 1989 ο διδάσκων του ΑΕΦ 102, Δ. Μαρωνίτης, άνοιξε την πόρτα της 101 αίθουσας του νέου κτιρίου της Φιλοσοφικής και αποχώρησε. Οι μαθητές του ήταν έτοιμοι να ακούσουν. Άρα, ο (επόμενος) δάσκαλος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να φανεί.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ

Πρὠτη δημοσίευση:  Επέτειος. Κρίσεις και σχόλια για το έργο του Δ. Ν. Μαρωνίτη 2008-2009, επιμ. Νάσος Βαγενάς, Μικρή Άρκτος, 2009

Σελάνα Γραίκα: Η φεγγαροντυμένη, πεζή

womthon

Θα πρέπει ο κόσμος κάποτε να παραδεχτεί πως για να
λάβει σώμα η ψυχή είναι απαραίτητη μια κάποια υγρασία.
Δάκρυα ή ιδρώτα νομίζω, δεν έχει σημασία.
Κι η φεγγαροντυμένη που αναφέρει ο Ποιητής, μόνο τότε,
θα πάρει την ικανοποίηση που της ανήκει.

Θα πρέπει ο κόσμος – κι αυτοί ειδικά που χτυπούν
καμπάνες μιας κηδείας στο ξωκλήσι του όρμου, να
καταλάβει πως ήταν ορθαγορίσκος εκείνη η γυναίκα,
με σάρκα από σαπουνάδα και κολυμπούσε γρήγορα
στο πλάι σα μεθυσμένη. Αλλιώς την θέλησε ο Ποιητής,
αλλά υποψιάζομαι πως η εμπειρία των θαλασσινών θα ήταν
απόλυτα χρήσιμη προς αναγνώριση της αλήθειας,
άλλωστε οι αρμενιστές είναι ονομαστοί αστροναύτες, απλά
καθυστερήσαν.

Η φεγγαροντυμένη, επομένως, δεν βούλιαξε, απλώς κολυμπά.
Κι οι ορθαγορίσκοι θεωρούνται ανέκαθεν κεριά, που φωτίζουν
τη μνήμη ναυαγών.

Κάποτε άκουσα, δεν έχει σημασία πού και πλέον δεν θυμάμαι,
πως οι κινήσεις των ζώων και του ανθρώπου συγκεκριμένα
δια της εναλλαγής των κινήσεων υμνολογούν τον θεό,
γι’ αυτό

θα πρέπει να εκτιμώνται περισσότερο τα μισοκατεστραμμένα
πρόσωπα από τα ακέραια των ανασκαφών, που τα στολίζουν
οι πολιτισμοί της ζωής και της ενότητας.
Ανασταίνουν τα νεκρά, εις βάρος της ψευδούς κατηγόριας
των συντριμμάτων αυτών και περί των υποθέσεών τους.
Εδώ θα πρέπει να ευχαριστήσω νομίζω τον κάποιο, που
είχε βρει παρά πέρα, σκάβοντας τον φτωχό του αγρό, λυχνάρι,
σημάδι τάφου προγονικού· και του νεκροταφείου.
Κι εμείς που βρεθήκαμε εδώ, για απασχόληση ως υπηρέτες
της μνήμης, άμισθοι, αδέλφια του πόνου,
επωμιστήκαμε έργο βαρύ, να ταυτίσουμε αυτή και τον θάνατο,
να ευθειάσουμε τις σπειροειδείς ευξελίξεις προς αναγέννηση
καθέτων γραμμών.

Ομολογούμε, έργο καθ’ όλα κοπιαστικό.
Αυτό που θέλω να πω, φαντάζομαι, είναι ότι έναν
Σεπτέμβρη μαλακό, κατά το τέλος του, συνάντησα
σ’ έναν περίπατό μου τoν σωσία εκείνου που είχα κηδέψει
προ αμνημονεύτων ετών.

Εδώ να σημειώσω πως το σύστημα της ζωής, μας εμπαίζει
ενδεχομένως κι άτσαλα «καθαρίζει¨ το νου
με τις θολές του εικόνες.

Και το λυχνάρι κρατώντας εκείνο, βρέθηκα να παρατηρώ
τις λεπτές αντικνημίδες και τις ηδονικές κλειδώσεις των γονάτων.
Φευ! πως ήταν το φως του λυχναριού μου που του
αλλοίωνε το πρόσωπο σχηματίζοντας στα μάτια εκείνου
δακρυδόχη και μια ορειχάλκινη βελόνα, αφήνοντάς μας
να μαντέψουμε όλη την απαισιοδοξία ενός μελλοντικού γίγνεσθαι.

Διότι αν αφεθώ ελεύθερη, αγαπητέ αδελφέ του πόνου,
θα σας τρομάξει η έκρηξις!

Τέλος πάντων, λέω να τραβήξω για το σπίτι σιγά-σιγά·
να ρίξω λίγο νερό στο αποτέτοιο μου, να πλύνω πόδια και λαιμό,
να ετοιμάσω τον καφέ μου – γλυκύ βραστό μετά μανίας,
να διασκεδάσω και ν’ ανοίξω το ραδιόφωνο
στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού.

Φώτης Παπαγεωργίου: Ἡ ἀσκητική τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης τοῦ πολίτη

 platstatue

 

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 480 a-d ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΓΟΡΓΙΑ

~  ~  ~

Ἡ ἑλληνότροπη ἐκδοχή ὡς καθρεφτης

Ἡ ἀρχαία-ἑλληνική ἐκδοχή τῆς ὑποχρέωσης, ὅπως τήν ἐμβρυουλκοῦμε ἀπό τόν πλατωνικό Γοργία, ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι ἡ σύγχρονη νεοελληνική ματιά θά ἀναγνώριζε σέ αὐτή ὅ,τι σήμερα καλοῦμε διαβολή, προδοσία. Τό πλατωνικό κείμενο λειτουργεῖ σάν καθρέφτης αὐτογνωσίας, ὁ ὁποῖος μᾶς βοηθᾶ νά κοιταχτοῦμε στόν κλασσικό ἑαυτό μας. Μία τέτοια ἐνέργεια ἀπαιτεῖ θάρρος καί ἐσωτερική ἑτοιμότητα, ἀφοῦ στή θέα τοῦ εἰδώλου θά μᾶς ζητήσουμε αὐτοκριτική καί τελικά ἀλλαγή. Ὅ,τι ὅμως καθεφτίζεται στό κλασσικό ἐπενδύει στό μέλλον, ἄρα ἡ διαδικασία δέ γίνεται εἰς μάτην καί δέν σχετίζεται ἐπ΄οὐδενί μέ μία κοντόφθαλμη καί μικρόψυχη ἀρχαιολαγνεία.

Τό κείμενο

Τό πλατωνικό ἀπόσπασμα στό ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε εἶναι τό 480 a-d τοῦ διαλόγου Γοργίας. Ὁ Σωκράτης ἀπευθυνόμενος στόν Πῶλο παρατηρεῖ ὅτι ἡ διάπραξη μιᾶς ἀδικίας δέν πρέπει νά ἀποκρύπτεται καί νά μένει ἀτιμώρητη, ἀλλά αὐτός πού τήν διαπράττει ἤ αὐτός πού ἀντιλαμβάνεται κάποιον ἄλλον νά τήν διαπράττει, νά σπεύδει μέ τήν θέλησή του (ἑκόντα ἰέναι) στή δικαιοσύνη, ὅπως σέ γιατρό, πρός θεραπεία τοῦ κακοῦ τῆς πόλεως ἄλλά καί τῆς ψυχῆς. Ὁ Σωκράτης δηλαδή προτρέπει αὐτόν πού ἔχει ἀδικήσει ἤ κάποιον ἄλλο πού παρατηρεῖ νά ἀδικεῖ, ἀκόμα καί ἄν πρόκειται γιά συγγενῆ ἤ φίλο, μή ἀποκρύπτεσθαι ἀλλ΄ εἰς τό φανερόν ἄγειν τό ἀδίκημα, γιά νά δικαστεῖ (δῷ δίκην) καί νά θεραπευτεῖ (ὑγιής γένηται). Ἐπιμένει μάλιστα ὅτι ὁ ἄδικος ὀφείλει νά ἀναγκάζει τόν ἑαυτό του (ἀναγκάζειν τέ αὑτόν) καί τούς ἄλλους πού ἀδικοῦν νά μήν δειλιάζουν (καί τούς ἄλλους μή ἀποδειλιᾶν), ἀλλά νά τούς προσφέρει μέ σταθερή θέληση καί ἀνδρεία (ἀλλά παρέχειν μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως) ἐνώπιον τοῦ νόμου, σάν σέ γιατρό πού χειρουργεῖ καί καυτηριάζει (ὥσπερ τέμνειν καί κάειν ἰατρῷ), ἐπιδιώκοντας τό καλό καί τό ὄμορφο (τό ἀγαθόν καί καλόν διώκοντα), ἀνεξάρτητα ἀπό τούς πόνους (μή ὑπολογοζομένου τό ἀλγεῖον).

Ἀπόπειρα  ἑρμηνείας

Ἡ νεοελληνική ματιά σίγουρα θα δυσκολευτεῖ νά διακρίνει τόν ἐνάρετο καί δίκαιο στήν παραπάνω περιγραφή τοῦ φιλοσόφου. Εἰδικά στή φράση μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως, ἡ λέξη «ρουφιανά» ἤ προδοσία θά ἀπέδιδε γιά πολλούς νεοέλληνες καλύτερα τό περιεχόμενο μιᾶς τέτοιας πράξης. Μέ δεδομένο πάντα ὅτι τό κείμενο ἀναφέρεται σέ μία ἄλλη ἐποχή, σέ ἄλλο κοσμοείδωλο, ἡ δυναμική του δέν παύει νά εἶναι διαχρονική καί νά συμβάλλει τά μέγιστα στήν ἀποκρυστάλλωση πανανθρώπινων ἀξιῶν. Δέν συναντᾶμε στό λόγο τοῦ Σωκράτη σίγουρα τήν καντιανοῦ τύπου νεώτερη ἠθική συνείδηση, ἄν καί σ΄ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ρίζα εἶναι πάλι ὁ Πλάτων μέ ἐνδιάμεσο σταθμό τή στωική φιλοσοφία, ἀλλά τή λογική διευθέτηση μιᾶς κατάστασης, ὄχι αὐτιστικά γιά χάρι τῆς ἴδιας τῆς λογικῆς, ἀλλά χάρι τῆς ἐσωτερικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀτόμου (ἵνα μή ἐγχρονισθέν τό νόσημα τῆς ἀδικίας ὕπουλον τήν ψυχήν ποιήσει καί ἀνίατον) καί τῆς κοινότητος. Τό λογικό ἔρεισμα τῆς αὐτοκριτικῆς τῆς ἀτομικῆς πράξης πού διδάσκει ὁ Σωκράτης, μετασχηματίζεται σέ δυναμικό φορέα ἔγνοιας καί φροντίδας τοῦ ἴδιου καί τῶν ἄλλων, μέ τό συναίσθημα νά ὑφίσταται καί νά αἰμοδοτεῖ τή ζωή, ἀλλά χωρίς νά κυριαρχεῖ…μή ὑπολογιζομένου τό ἀλγεῖον. Ὡς λογική ὑπαγόρευση, ἡ ὑποχρέωση ἀποκτᾶ καθολική ἰσχύ, καί γιά αὐτό καθῆκον ἀδιαπραγμάτευτο γιά ὅλες τίς εὐνομούμενες κοινωνίες. Ἡ σύσταση πρός αὐτόν πού θεραπεύει τό πρόβλημα εἶναι αὐστηρή και καλεῖ σέ ὑπέρβαση τοῦ θυμικοῦ, ὥστε νά μή θολώσει τό εὐγενές καί ἀνώτερο τῆς σκέψης. Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ Σωκράτης ἐπιδιώκει τήν λογική ἀφύπνιση τοῦ ἄδικου ἀνθρώπου, ξεκινώντας ἀπό τή σχέση μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τούς οἰκείους του. Ὁ φιλόσοφος γνωρίζει, ὅτι ὁ ἑαυτός, οἱ φίλοι καί οἱ συγγενεῖς καθιστοῦν τόν πολίτη εὐάλωτο, διότι ὁ συσχετισμός μαζί τους, διά τοῦ θυμικοῦ ἀποκλειστικά καί μόνο, ἀφήνει τό λογικό μετέωρο καί καθιστᾶ τίς σχέσεις εὐόλισθες σέ ὑπαρξιακά ἀδιέξοδα. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στό ἀπόσπασμα τοῦ Γοργία ἡ παραίνεση τοῦ Σωκράτη γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς δικαιοσύνης ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀνάγκη μεταστροφῆς τοῦ ἑαυτοῦ (ἀναγκάζειν τέ αὑτόν), καί ὕστερα συνεχίζει στούς ἄλλους, συν-πολίτες καί οἰκείους. Ὅποιος λοιπόν θά θελήσει μέ ὑπευθυνότητα καί ἀποφασιστικότητα νά ἐπαναφέρει κάποιον στήν τάξη (παρέχειν μύσαντα εὖ καί ἀνδρείως), ὀφείλει νά ξεκινήσει ἀπό τήν δική τοῦ ἀτομική ἀλλαγή, ἡ ὁποία ἔγκειται στήν αὐτο-κριτική του (αὐτόν πρῶτον ὄντα κατήγορον καί αὑτοῦ…), στήν αὐτογνωσία του. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ παρατήρηση τοῦ Σωκράτη στόν Πῶλο γιά ἄμεση ἀποκατάσταση τῆς διακαιοσύνης ἀποκτᾶ παιδαγωγική καί ἠθική ἀξία, χωρίς νά ἐξαντλεῖται στήν τυπική τήρηση τοῦ νόμου. Ἔτσι, ἀκόμα καί ἄν δέν πρόκειται γιά ἠθική συνείδηση μέ τήν ἔννοια τῶν νέων χρόνων, εἶναι βέβαιο ὅτι ἀποτελεῖ πρωτόγνωρη γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς ὁριοθέτηση ἐνεργειῶν τοῦ ἑαυτοῦ καί χάραξη ἠθικοῦ-ἐσωτερικοῦ πεδίου μιᾶς οἱονεί συνειδητότητας. Κατά κάποιο τρόπο, ἡ ἐσωτερικότητα ἐκβιάζεται ἀπό τήν παντοδυναμία τῆς λογικῆς ἐπέμβασης τοῦ ἀτόμου πρώτα στήν πολιτική συμπεριφορά τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὕστερα τῶν ἄλλων καί δή τῶν οἰκείων. Μέσα ὅμως ἀπό τόν μετασχηματιστή τῆς ἐσωτερικῆς διαδικασίας τοῦ αὐτοελέγχου, ἡ λογική ἐπέμβαση γιά τήν πολιτική τάξη γίνεται πολισμική ἀξία. Μήπως πρέπει καί ἐμεῖς ὡς νεοέλληνες νά ἀσκηθοῦμε στήν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς τάξης γιά νά κατανοήσουμε τήν πολιτική ὑποχρέωση ὡς ἀξία ἤ μᾶς φοβίζει ἀκόμα ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης καί ἄν ναι, γιά πιό λόγο;

Ἔχοντας πάντα κατά νοῦ τήν πλατωνική κίνηση-σύλληψη σχετικά μέ τήν δέουσα ἀντίδραση τοῦ πολίτη ἀπέναντι στό ἄδικο καί μέ δεδομένο τό διαφορετικό άνθρωπολογικό μοντέλο τοῦ ἀνθρώπου τῶν κλασσικῶν χρόνων, μποροῦμε νά προβληματιστοῦμε γιά τήν σύγχρονη Ἕλλάδα. Ἡ «ἀπόπειρα ἑρμηνείας» ὅμως πού προηγήθηκε διεύρυνε τό πεδίο τοῦ προβληματισμοῦ, γεγονός πού μᾶς ἀναγκάζει νά τό φωτίσουμε γιά νά συντονιστοῦμε μέ τήν ἐποχή μας. Ἄρα, ὅ,τι θά ἀκολουθήσει ἀποτελεῖ οὐσιαστικά προέκταση τῆς ἑρμηνείας μέ μιά φαινομενική ἀπομάκρυνση ἀπό τό κείμενο. Ἀπώτερος στόχος εἶναι νά κατανοήσουμε, ὅτι ὅσο ψάχνουμε καί ἐπιμένουμε νά βρίσκουμε, ὡς ἄτομα καί ὡς ἔθνη, ἐχθρούς ἔξω ἀπό ἐμᾶς θά βρισκόμαστε μόνιμα στίς ὑποσημειώσεις τῆς σύγχρονης ἱστορίας καί ἴσως ὄχι μέ τις καλύτερες ἀναφορές. Ἡ ἑλληνική σκέψη διέπρεψε ἐπειδή ἐκανε λόγο, στό βαθμό πού ἀνθρωπολογικά μποροῦσε, γιά τόν ἔλεγχο καί τήν ἐπιμέλεια τοῦ ἑαυτοῦ.

Μέ πεδίο προβληματισμοῦ τό σήμερα

Ἀπό τήν στιγμή πού ὡς πολίτες ἔχουμε διακρίνει τά πολιτικά δικαιώματα ἀπό τίς ὑποχρεώσεις, εἶναι κρίσιμο νά σταθοῦμε στό θέμα τῶν ὑποχρεώσεων. Δέν πρόκειται γιά ἀξιολογική προτίμηση ἤ διάκριση, ἀλλά γιά ἀγωνία ἐπένδυσης στό πεδίο πού προκρίνει τήν ἀτομική προσπάθεια, τήν στιγμή πού πανθομολογουμένως ὡς ἔθνος δυσκολευόμαστε βασανιστικά γιά τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀπέναντι στό κράτος. Ὁ προβληματισμός δέν γεννήθηκε ἀπό τήν δυσκολία ἀποπληρώσεις τῶν χρεών – φόρων τῶν πολιτῶν τήν συγκεκριμένη δύσκολη οἰκονομική περίοδο στή χώρα μας, πού συνειρμικά θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ κανείς, ἀλλά ἀπό τήν παρατήρηση μιᾶς γενικότερης ἐσωτερικής δυσκαμψίας σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τά πολιτικά μας καθήκοντα ἐν γένει. Ἡ προβληματική τῶν πολιτικῶν ὑποχρεώσεων μπορεῖ κάλλιστα νά λειτουργήσει ὡς καθρέφτης αὐτογνωσίας γιά μιά κοινωνία καί τά μέλη της. Κεντρικό ζήτημα σέ μία συζήτηση γιά τούς πολίτες καί τίς ὑποχρεώσεις τους εἶναι, ἤ θά ἔπρεπε νά εἶναι, ἡ ἐσωτερική ἐνεργοποίηση τοῦ πράττοντος, τοῦ ἀτόμου, μέ στόχο τόσο τήν δημιουργική καί ἀνατατική σχέση μέ τόν ἑαυτό του ὅσο καί τήν ἁρμονική συνύπαρξη μέ τούς ἄλλους σέ μία πολιτισμένη κοινωνία. Εἶναι σημαντικό νά γίνει κατανοητό, ὅτι κάθε κοινωνικό φαινόμενο, ὅπως εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις τῶν πολιτῶν, συνιστᾶ ἀποτέλεσμα ἐσωτερικῶν ζυμώσεων στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἤ διαφορετικά, τά γεγονότα πρέπει νά ἀνάγονται στά βιώματα καί στίς ἐσωτερικές πολιτισμικές ἐγγραφές τῶν πραττόντων προκειμένου νά κατανοηθοῦν ὡς κοινωνικό γεγονός. Ἡ σχέση τοῦ κάθ΄ ἑνός μέ τίς ὑποχρεώσεις του σέ μιά πολιτεία φανερώνει τήν ποιότητα σχέσης τοῦ πολίτη μέ τόν ἑαυτό του καί τό αἴσθημα εὐθύνης ἀπέναντι στόν ἄλλο.

Γιατί ὅμως εἶναι κρίσιμο νά ἐπιμείνουμε στίς ὑποχρεώσεις; Ἡ κρισιμότητα ἔγκειται στήν ἀποσαφήνιση τῆς διαστρεβλωμένης ἄποψης πού ἔχουμε σχετικά μέ τόν τρόπο προέλευσης τῶν ὑποχρεώσεων. Δέν θά  ἐπιδιώξουμε βέβαια ἱστορική ἀναδρομή ἀλλά προσπαθοῦμε νά προβληματιστοῦμε ἐπί τοῦ θέματος, μέ ἀφορμή τό παραπάνω ἀπόσπασμα ἀπό τόν Γοργία τοῦ Πλάτωνα. Προσεγγίζοντας τήν ἑλληνότροπη ἔννοια τῆς ὑποχρεώσης, ὅπως αὐτή διάφαίνεται στό πλατωνικό ἔργο, θά ἀντιληφθοῦμε πόσο ἄδικοι εἴμαστε μέ τόν ἐθνικό ἑαυτό μας, ἀλλά καί πόσο ἀπέχουμε ἀπό τά εὐγενῆ στοιχεῖα τῆς παράδοσής μας. Ἄδικοι, διότι τό καθῆκον γιά προσφορά καί προστασία τοῦ καθολικοῦ ὀνομάζεται νεοελληνικά «ρουφιανιά». Ἄν κάποιος δηλαδή κάνει λόγο γιά τίς ὑποχρεώσεις τοῦ πολίτη καί προτρέπει ἤ παρακινεῖ ἄλλους νά πράξουν τά δέοντα, θεωρεῖται αἰθεροβάμων, προδότης ἤ ἀκόμα καί ἐγκάθετος τοῦ κράτους. Ὁ λόγος τῆς γενικευμένης αὐτῆς παραδοξότητας ἔγκειται στή στάση μας ἀπέναντι στό κράτος. Ἡ σχέση μας μέ τό κράτος, τό γενικό, εἶναι ἐχθρική – συγκρουσιακή, γιατί ἀποκαλύπτει τήν ἀντι-κειμενοποίηση τοῦ λογικοῦ ἐλλείματος μας. Ἀφαιρώντας αὐθαίρετα τό λογικό καί ἠθικό πλαίσιο τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης, εὔκολα οἱ χαρακτηρισμοί ἀντικαθιστοῦν τήν οὐσία, τό μερικό καί ἐπιφανειακό ἐκτοπίζει τό καθολικό καί οὐσιῶδες. Ὁ λόγος λοιπόν γίνεται γιά τό ἀτομικό κατόρθωμα στό συλλογικό ἐπίπεδο. Ἡ ἐνέργεια τῆς ὑποχρέωσης παράγεται στό βαθμό κατανόησης τῆς διαλεκτική τῶν δύο αὐτῶν πόλων, ἀτομικοῦ-συλλογικοῦ.

Ἡ ὑποχρέωση ὡς πολιτισμός

Πέρα καί πάνω ἀπό ὅλα πολιτισμός εἶναι ὅ,τι μᾶς παρέχει τήν δυνατότητα νά ὑπερβαίνουμε τήν ὑλική βαρύτητά μας. Ἡ δημιουργία τῆς πόλεως, τό θέατρο καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ φιλοσοφία, καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ἱκανό νά στοχεύει πέραν τοῦ χρονικά στιγμαίου ἐνστίκτου του. Κάτι τέτοιο βέβαια σημαίνει προσπάθεια, μόχθο καί ἀναμέτρηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό πνεῦμα του, ἀνακάλυψη τῶν ὁρίων καί κατανόηση τῶν δυνατοτήτων του, ἐκλέπτυνση τῆς ψυχῆς ἤ μέ μία λέξη πολιτισμός. Πολιτισμός λοιπόν ἐπιπλέον εἶναι ὁ ἐκκεντρισμός τῆς ἀτομικῆς προσπάθειας στό συλλογικό ἐπίπεδο μέ ἀπώτερο στόχο τό εὖ ζῆν. Στό στοίχημα τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ὅποια ἀτομική ἐνέργεια, διανοητική καί καλλιτεχνική, μορφώνεται λογικά προκειμένου νά διεκδικήσει καθολικότητα, νά ἀξιωθεῖ ὡς προσφορά σέ μία πρόταση ζωῆς ἐντός τῆς κοινωνίας. Σέ πολιτικό ἐπίπεδο, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρεώσης φαίνεται νά ἀνταποκρίνεται στήν παραπάνω περιγραφή τῆς ἀτομικῆς ἐνέργειας, ὡς ἐσωτερικῆς μορφῆς, μέ στόχο τήν ποιοτική ἀναβάθμιση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἄρα, ὁ σεβασμός στήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀποτελεῖ χειρονομία πολιτισμοῦ. Ὁ πολιτισμός μέ αὐτόν τόν τρόπο λειτουργεῖ ὡς ὁδοδείκτης πνευματικῶν ἐπιλογῶν ἐντός τῆς πραγματικότητας, ἐμπλουτίζοντας τή ζωή τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου-πολίτη. Ἄς μή λησμονοῦμε ὅτι, δομικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ, ὄχι τῆς κουλτούρας καί τῶν παραδόσεων, εἶναι νά κομίζει δυναμικά παραδείγματα καθολικῆς ἀποδοχῆς, τά ὁποία ἐσωτερικευμένα ἀπό τίς κοινωνίες, μετασχηματίζονται σέ ἀξίες. Κάτι τέτοιο ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ ὅσους κατανοοῦν ὡς πολιτισμό καί πνευματική πρόοδο τά στατικά μιμήματα συμπεριφορῶν ἑνός ἔνδοξου παρελθόντος. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης συνιστᾶ κατεξοχήν πολιτισμό, διότι προϋποθέτει ἐκλέπτυνση πνεύματος, ἄρα ἀτομική προσπάθεια, καί ἔγνοια γιά τόν συνάνθρωπο ἄρα πρόταση ζωῆς σέ καθολική προοπτική.

Λογική προϋπόθεση καί ἐσωτερική ἄνοιξη

 Προϋπόθεση γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ὑποχρέωσης ὡς ἀξίας ἀποτελεῖ ἡ ἐξάσκηση τοῦ πολίτη στίς ἀρχές τῆς λογικῆς, προκειμένου νά μορφώνει καί νά ἀνα-δια-μορφώνει συνεχῶς τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Ἡ ὑποχρέωση μέ τόν τρόπο αὐτό ἀποκτᾶ σταθερό καί ἐμμενές πλαίσιο νοηματοδότησης καί συνεχή ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, χωρίς ὅμως νά ἐξαντλεῖται στίς λογικές προκείμενες μιᾶς στατικά καθολικῆς παραδοχῆς. Δικλείδα ἀσφαλείας, προκειμένου ἡ ἐσωτερική μορφή νά μήν   ἀλλοιωθεῖ σέ διανοητικισμό καί στεῖρο ὀρθολογισμό, ἀποτελεῖ ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἐσωτερικῆς κινητικότητας τοῦ ἀτόμου πού ἀναζητᾶ νοήματα καί ὄχι ἁπλά λύσεις. Ἡ λογική ἔτσι γίνεται τό μεγάλο ὅπλο τοῦ πολίτη, ἀλλα ὄχι ὁ σκοπός του. Ὡς σκοπός ἡ λογική, μπορεῖ εὔκολα νά ὁδηγήσει στήν ἀνάπτυξη μηδενιστικῶν γιά τήν ὕπαρξη ἐπιλογῶν καί λύσεων. Ἄν τό μέσο-λογική γίνει σκοπός, τότε οἱ μηδενιστικές τάσεις θά συντρίψουν τήν τρυφερότητα τοῦ αἰσθήματος, συντελεστής ὑπό προϋποθέσεις σημαντικότατος καί ζωογόνος γιά τήν κατανόηση τῆς  πολιτικῆς ὑποχρέωσης ὡς πολιτιστικῆς χειρονομίας. Ἀντίθετα, ἡ λογική ὡς μέσο ἐξασφαλίζει τήν ἐν ἀτρεμεῖ ἐπαφή τοῦ πολίτη μέ τό ἐνθάδε καθώς καί τό κοινό πεδίο συνεννόησης τῶν πολιτῶν μεταξύ τους. Στόχος μιᾶς τέτοιας διαδικασίας εἶναι νά ἐπιτευχθεῖ ἡ κατασκευή τῆς μήτρας, πού θά γεννήσει τήν κατανόηση τῆς ὑποχρεώσης ὡς ἀξίας. Ἡ μήτρα αὐτή νοήματος δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν διαρκῆ ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ. Στήν ἐνεργῆ σχέση μέ τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος κτίζει νοήματα, δημιουργώντας χώρους ὑποδοχῆς γιά τήν αὐθεντική διάσταση τόσο τήν δική του ὅσο καί τῶν ἄλλων. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ λογική σταματᾶ νά εἶναι ἀτροφική καί ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἀποκλεισμένος ναρκισσιστικά στό ἐγώ του. Αὐτό τό ὁποῖο λοιπόν γεννᾶ τήν ἀξία τῆς ὑποχρεώσης ἤ τήν ὑποχρέωση ὡς ἀξία, εἶναι ἡ στροφή τοῦ ἀνθρώπου μέσα του.

Ἡ ὑποχρέωση ὡς σχέση μέ τόν ἑαυτό

Θεωροῦμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης εἶναι μονόπλευρα συνδυασμένη  μέ τήν προτεσταντική μεταφυσική. Ἴσως τότε νά συστηματοποιήθηκε σέ ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο, ἀλλά ἀποτελεῖ σέ κάθε περίπτωση, καί πιθανόν πάνω ἀπ΄ ὅλα, λογική κατασκευή καί ὑπαγόρευση. Ἐπίσης, λόγω τῆς σύνδεσής της μέ τήν χριστιανική πίστη, κυρίως στόν δυτικό πολιτισμό, ἡ ἔννοια τῆς ὑποχρέωσης γίνεται ἀντιληπτή ὡς καταναγκαστικό ἔργο καί ἔκτιση ποινῆς γιά μιά μεταφυσική ἐκκρεμότητα. Πρέπει νά γίνει σαφές στό συλλογικό ὑποσυνείδητό μας, ὅτι ἐκτελώντας τίς ὑποχρεώσεις μας δέν κατευνάζουμε τό μένος μιᾶς ἀνώτερης ἐξωκοσμικῆς δύναμης καί δέν ἐξαγοράζουμε κανένα παράδεισο. Ταυτόχρονα, καί πηγαίνοντας στό ἄλλο ἄκρο, ἀρνούμενοι νά ἐκπληρώσουμε τίς ὑποχρεώσεις μας ὡς πολίτες, πιστεύουμε ἐσφαλμένα ὅτι ἐκδικούμαστε τό κράτος, χωρίς νά καταλαβαίνουμε ὅτι οὐσιαστικά πληγώνουμε τόν ἑαυτό μας. Σύμφωνα μ΄ αὐτή, τήν πιό «ἀνατολίτικη» λογική, ἡ πραγματικότητα, τό ἐνθάδε, ἀξιολογεῖται ἀρνητικά ὡς συνθήκη προσωρινοῦ ἀποκλεισμοῦ ἀπό κάτι μεταφυσικά ὑψηλότερο. Στόν ἐγκλωβισμό τῆς  ἐσωτερικῆς συνθήκης πού ὑποτιμᾶ τήν πραγματικότητα, τό φαντασιακό αυτονομεῖται μέ αποτέλεσμα ὁ πολίτης νά ὁδηγεῖται σέ συμπεριφορές παράλογες καί ἀνεύθυνες. Προσπαθοῦμε νά καταστήσουμε σαφές, ὅτι ἀποδεσμεύοντας τίς πολιτικές ὑποχρεώσεών μας ἀπό τίς θρησκευτικές ἐγγραφές, τίς ὁποῖες κατανοοῦμε εἴτε ὡς ἀποπλήρωση προϊστορικοῦ χρέους, εἴτε ὡς ἀδιαφορία γιά τήν πραγματικότητα, μποροῦμε νά τίς καταλάβουμε (τίς ὑποχρεώσεις) ὡς ἄξία. Ἀκόμα καί ἄν οἱ μεταφυσικές ἐγγραφές δέν εἶναι πάντα συνειδητές, ἡ ἐπιρροή τους στήν συμπεριφορά μας εἶναι καταφανής μέσα ἀπό τίς νοοτροπίες, τήν ἀσύνειδη, μονοκόμματη καί ἀσφυκτικά φορμαρισμένη κίνηση τοῦ νοῦ. Ἡ παραπάνω προσέγγιση ἀποτελεῖ ἴσως τήν πιό χαρακτηριστική ἐκδοχή τῆς ἀποδέσμευσης τοῦ ἐγώ ἀπό τό ἐμεῖς. Ἡ ἐν λόγω ἀποδέσμευση πρέπει νά γίνει κατανοητή ὄχι μέ διάθεση συγκρουσιακή, ἀλλά μέ πρόθεση νά διαφανεῖ ἡ ἀνάγκη γιά ἐσωτερική τάξη, ὥστε τό ἐγώ νά κατανοεῖ τή δομή του καί τό πεδίο τῶν κινήσεών του. Σέ αὐτό πλαίσιο, ἡ ἀξιακή κατανόηση τῶν ὑποχρεώσεών μας ἀποκαλύπτει τή βαθύτερη σχέση μέ τόν ἑαυτό μας. Μέ αὐτό τόν τρόπο, ὁ σεβασμός τῆς ἐκπλήρωσης τῆς ὑποχρεώσης ἀποτελεῖ σημαντικό πεδίο ἄσκησης γιά ὅλους, καί ὄχι μόνο γιά τούς λίγους καί ἐν ἐρήμω ἀπομεμακρυσμένους. Τό λογικό ἔρεισμα τῆς ἀξίας τῆς ὑποχρεώσης τήν καθιστᾶ δυνατή νά ἀποκτηθεῖ ἀπό ὅλους ἀδιακρίτως.

Συντάσσοντας τό διά ταῦτα

Προσπαθήσαμε νά δείξουμε, ὅτι ἡ ἄσκηση τῶν πολιτῶν στήν ἐκπλήρωση τῶν πολιτικῶν τους ὑποχρεώσεων, μέ λογικά κριτήρια καί ἐσωτερική ἑτοιμότητα, ἀποτρέπει τίς μηδενιστικές δυνάμεις τοῦ ἀτομικισμοῦ καί τοῦ ὠχαδελφισμοῦ ἀπό τό νά διαβρώνουν τήν πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα. Ἡ ἀποτροπή συνίσταται στήν κατανόηση τῆς πολιτικῆς ὑποχρέωσης ὡς ἀξίας.

ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

«Γράμμα από τις Βρυξέλλες»: Μετά το τρομοκρατικό δημοψήφισμα

13533123_10157092491190603_6862818073120492_n

Γράμμα από τις Βρυξέλλες, 28.06.2016

Αγαπημένη μου,

ναι, εντάξει, έχεις δίκιο να παραπονιέσαι και να διαμαρτύρεσαι, πάει καιρός που έχω να σου γράψω, πράγμα που βαραίνει και στη δική μου συνείδηση. Έλα όμως που τα χτυπήματα διαδέχονται απανωτά το ένα το άλλο. Πριν προλάβει κανείς να συνέλθει απ’ το πρώτο, να ‘σου και το επόμενο. Ευτυχώς, όμως, γνωρίζεις με ποιαν έχεις να κάνεις και είμαι βέβαιη ότι όχι μόνο δεν θα μου το επιρρίψεις, αλλά θα έχεις πιθανότατα και κατανόηση για το πώς επιδρά μια τέτοια κατάσταση σε μένα, όπως και σε όλους βέβαια. Εξάλλου, στην ίδια λίγο-πολύ θέση βρίσκεται πλέον ολόκληρη η Ευρώπη και ο κόσμος όλος.

Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στη (Μεγάλη) Βρετανία σχετικά με την παραμονή της ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα τα έμαθες. Παρά το θετικό αποτέλεσμα σε Σκωτία, Βόρεια Ιρλανδία και Λονδίνο, οι Βρετανοί αποφάσισαν υπερήφανα με 51,9% απόσχιση από την ευρωπαϊκή οικογένεια, πράγμα που προξένησε «συγκρατημένο πανικό» όχι μόνο στην πολιτική ηγεσία της Ε.Ε., αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη γενικότερα. Κάποιοι αναρωτιούνταν (εύχονταν) μήπως ο Κάμερον ακολουθήσει το παράδειγμα του Τσίπρα (είμαστε πρωτοπόρος λαός, πώς να το κάνουμε!) και κάνει το «όχι», «ναι». Μόνο που πέρα από πρωτοπόροι, είμαστε και μοναδικοί, απαράμιλλοι στο είδος μας. Κάθε άλλο, λοιπόν, οι Βρετανοί προσήλθαν με το κούτελο ψηλά στην έκτακτη σύνοδο της ολομέλειας του Ευρωκοινοβουλίου σήμερα και, για να είμαστε πιο ακριβείς, με τσαμπουκά. Βρετανοί Ευρωβουλευτές μίλησαν με απρεπή τρόπο σε συναδέρφους, εκφράζοντας τη χαρά τους που επιτέλους η (Μεγάλη) Βρετανία δεν θα πληρώνει για τους μισθούς Ευρωβουλευτών που ούτως ή άλλως δεν κάνουν τίποτα και άλλα συναφή. Η άλλη πλευρά δεν έχασε την ευκαιρία (κάτι μου θυμίζει αυτό) και απάντησε με εξίσου ειρωνικό υφάκι. Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να οξύνονται τόσο οι τόνοι.

Πολλοί, ανάμεσα σε κείνους -φαντάζομαι- κι εσύ, θα αναρωτιούνται προς τι η βιασύνη. Κι όμως, ποια βιασύνη; Να τους δώσουμε χρόνο να το ξανασκεφτούν, ελπίζοντας ότι θα αλλάξουν γνώμη; Δεν θα αλλάξουν. Να περιμένουμε να κακοφορμίσει η πληγή, πράγμα που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τρίτοι; Προς τι; Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Βλέπεις ποιους έχεις μαζί σου και ποιους όχι και προχωράς. Το θέμα είναι απλό: Η (Μεγάλη) Βρετανία δεν ένιωσε ποτέ ‘μέλος’ (άκου τώρα έκφραση για ολόκληρη αυτοκρατορία!) του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η στάση της ήταν πάντα στάση αμφιβολίας, καχυποψίας και συντηρητισμού -αν όχι οπισθοδρόμησης- (το καλύτερο για τους ίδιους θα ήταν η πραγματική επιστροφή στο παρελθόν βλ. Επέκταση των συνόρων, ίσως και Βρετανική Ένωση –who knows?), πράγμα που συνιστούσε ανέκαθεν πολιτικό τραύμα στο ευρωπαϊκό σώμα.Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τη στάση της στο ενιαίο νόμισμα, στο κοινό Σύνταγμα; Οπότε μια σύγκριση του BREXIT με το GREXIT θα ήταν άστοχη. Ο μαθηματικός στο γυμνάσιο μας έλεγε: «ανόμοια ποσά μεταξύ τους δεν συγκρίνονται». Άσε που, με τα 3/4 της νεολαίας να έχουν σκορπίσει στην Ευρώπη, η Ελληνίδα μάνα θα το σκεφτόταν διπλά πριν απλώσει το χέρι στην κάλπη. Λοιπόν, (Μεγάλη) Βρετανία, «γενηθήτω το θέλημά σου».

Όμως, προσοχή! Ήδη στις συνομιλίες μου και σε όσα ακούω στους διαδρόμους του Κοινοβουλίου, διακρίνω μια τάση εκδίκησης, ακόμη και παραδειγματισμού, πράγμα που θεωρώ μικροπρεπές. Η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα πρέπει να γίνει όπως στο χωρισμό ενός ζευγαριού.  Θα μου πεις, δεν γίνονται μικροπρέπειες –όσο μικρές ή μεγάλες– όταν χωρίζει ένα ζευγάρι; Ε, όπως και να ‘χει, ο ένας οφείλει να σέβεται την επιθυμία του άλλου να φύγει κι ώς εκεί. Εφόσον η Βρετανία αποφάσισε να αποχωρίσει, δεν θα πρέπει να μας νοιάζει το αν αποσχιστούν από εκείνην η Σκωτία, η Ουαλία κλπ, ούτε αν θα γονατίσει οικονομικά, αλλά πώς εμείς θα προχωρήσουμε, χωρίς μάλιστα να φοβερίζουμε τα υπόλοιπα κράτη-μέλη με δυσβάσταχτες κυρώσεις. Η αρχή είναι απλή: τίποτε δεν γίνεται με το ζόρι. Όσοι θέλουν να φύγουν, ας φύγουν, κι όσοι θέλουν να μείνουν, ας μείνουν. Να ξέρουμε, μόνο, ποιοι είναι αυτοί. Με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούν να υποχρεώνονται οι Σκωτσέζοι (διαφορετικός λαός από τους Βρετανούς) να ονομάζονται Βρετανοί υπό τη σκέπη της (Μεγάλης) Βρετανίας, ούτε οι Καταλανοί να λέγονται Ισπανοί, αφού οι ίδιοι δεν βλέπουν τον εαυτό τους ως τέτοιους. Μπορείς να επιβάλεις σε κάποιον πώς να βλέπει τον εαυτό του και να λέγεσαι δημοκρατικός και προοδευτικός άνθρωπος;

Πέρα όμως από τα λόγια, που αυτές τις μέρες είναι και πολλά και ηχηρά και φορτισμένα, η Αλήθεια βρίσκεται στα σημεία (δεν επέλεγα τυχαία τη Σημειολογία ως μάθημα επιλογής στο πανεπιστήμιο). Στο δρόμο σήμερα για το Κοινοβούλιο, με καλημερίζει μια σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πάντα με κεφαλαίο!) στο ρολόι στην πλατεία Λουξεμβούργου. «Μπα;» σκέφτομαι, «για δες! έβαλαν σημαία;» Πριν προλάβω να απορρίψω το ενδεχόμενο, σκεπτόμενη πως απλώς δεν την είχα προσέξει νωρίτερα,  τσουπ! κι άλλη σημαία, στη γυάλινη ημικυκλική οροφή! «Έχει γούστο!» ξανασκέφτηκα. Έμεινα με την απορία –μου φαινόταν τραβηγμένο– ώσπου, φεύγοντας το απόγευμα, αντίκρισα τη σημαία της Ευρώπης και στο τηλεοπτικό στούντιο! Όπως και με το τρομοκρατικό χτύπημα στο μετρό των Βρυξελλών πριν λίγους μήνες είχαν ξεφυτρώσει στα μπαλκόνια σημαίες του Βελγίου, έτσι ξεφύτρωσαν παντού στα ίδια τα ευρωπαϊκά όργανα οι σημαίες της Ενωμένης Ευρώπης. Φταίω εγώ μετά να το χαρακτηρίσω ‘τρομοκρατικό δημοψήφισμα’;

Θέλουμε, δεν θέλουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, την ηρακλείτεια φράση ζούμε: «τα πάντα ρει, τα πάντα χωρεί», όμως -ας μου επιτρέψει ο αρχαίος σοφός τον αντίλογο-, όλο και κάτι μένει: εσύ, ας πούμε, η φίλη μου, ενσαρκώτρια των υψηλών αξιών της φιλίας και της αγάπης. Τώρα μπορεί να μοιάζει παλιομοδίτικο -αν όχι μπαγιάτικο- και γλυκερό -αν όχι κιτς-, όμως όλα -τρομοκρατία, αποσχιστικά δημοψηφίσματα, μισαλλοδοξία, κρίση, προσφυγικό- στο ένα αυτό συγκλίνουν: όχι στο διάλογο και στην κατάστρωση σχεδίων που τόσο μα τόσο συχνά ακούμε στις αίθουσες εντός κι εκτός του Κοινοβουλίου, αλλά στην αγάπη, σε μια προσέγγιση ουμανιστική, απαραίτητη προϋπόθεση κάθε διαλόγου και κάθε σχεδίου. Άσε που αν υπήρχε αυτή, ούτε σχέδιο, αλλά ίσως ούτε καν διάλογος θα χρειαζόταν.

Πες μου, όμως, πώς έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα του καλοκαιριού;

Σε φιλώ,

Έλενα

ΥΓ: Να μου φιλήσεις τα παιδιά. Αν τα ετοίμαζες για Αγγλία, μάθε τους κινέζικα.

*Κείμενο: Έλενα Σταγκουράκη