πολιτική

Παναγιώτης Κονδύλης, Ο «συντηρητισμός» ως σύγχρονο πολιτικό σύνθημα

*

Η εκτίμησή μας ότι ο συντηρητισμός είναι ένα σαφώς διακριτό, αναγνωρίσιμο και από μακρού περατωμένο κοινωνικoπνευματικό φαινόμενο της περιόδου κατά την οποία συντελέστηκε η μετάβαση από την societas civilis στον δυαδισμό κράτους και κοινωνίας, μπορεί να πιστοποιηθεί από το γεγονός ότι όσοι σήμερα καλούνται ή αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», ελάχιστα κοινά έχουν με τους αρχικούς φορείς του ονόματος, αφού προσδίδουν στους παλαιούς συντηρητικούς κοινούς τόπους, όσο αυτοί παραμένουν ακόμη σε χρήση, νέο ουσιαστικά περιεχόμενο.

Κανείς σχεδόν σημερινός «συντηρητικός» δεν επιζητεί να ανατρέψει τον θεμελιώδη χωρισμό κράτους και κοινωνίας (ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει), κανείς σχεδόν δεν αμφισβητεί την ισονομία ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα» (κάθε άλλο μάλιστα), και κανείς σχεδόν δεν διανοείται να καταργήσει τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου ή νομιμότητας και ηθικής, τα οποία πρωτοχαράχτηκαν στον αγώνα κατά της societas civilis· ακόμη και οι σχέσεις ατόμου και ομάδας ή ζητήματα όπως η ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας, λ.χ., κατανοούνται συνήθως από τους σημερινούς «συντηρητικούς» με τρόπο ολότελα διαφορετικό από εκείνον των υποτιθέμενων προδρόμων τους. Αν όμως τα πράγματα έχουν έτσι, τότε το πραγματικό μέλημα της επιστημονικής έρευνας δεν είναι να εξηγήσει την επιβίωση και διάρκεια του συντηρητισμού ως κοινωνικού φαινομένου, αλλά αντίθετα να καταστήσει κατανοητό γιατί ο συντηρητισμός ως έννοια παραμένει ακόμη σε χρήση, ποιες δηλαδή πολεμικές και ιδεολογικές ανάγκες ωθούν στην καταφυγή σ’ αυτόν.

Ας σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η χρήση της έννοιας του συντηρητισμού από σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ρευμάτα που ελάχιστη σχέση έχουν με τον συντηρητισμό ως ιστορικό φαινόμενο και μάλιστα βρίσκονται στους αντίποδές του, συσκοτίζει ακόμη περισσότερο τη φύση του τελευταίου. Έτσι, πάνω στο ιστορικό φαινόμενο του συντηρητισμού προβάλλονται θέσεις και επιθυμίες (κατά πολύ) μεταγενέστερες, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν έχουν σχέση μ’ αυτόν τον ίδιο αλλά με την (επίσης κατά πολύ μεταγενέστερη) χρήση της έννοιάς του. Το ότι σημερινοί «συντηρητικοί», που κατά κύριο λόγο αγωνίζονται ενάντια στον επαναστατικό «ολοκληρωτισμό», παρουσιάζουν τους αντεπαναστάτες της εποχής γύρω στο 1800 ως εκφραστές της δικής τους αντίληψης περί ελευθερίας, ενίοτε μάλιστα και ως υπερόπτες και επιφυλακτικούς θιασώτες του όψιμου φιλελευθερισμού, παρεμβάλλει χωρίς αμφιβολία σημαντικά προσκόμματα στην κατανόηση του συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα του συντηρητικού φαινομένου. (περισσότερα…)

Στη σκιά του Σημίτη

*

Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την κυβερνητική του αφυπηρέτηση, δεκαπέντε σχεδόν χρόνια από την απαρχή της τωρινής σκοτοδίνης, αυτός ο τόσο ασυνήθιστος για τα ελληνικά μέτρα πολιτικός εξακολουθεί να εμπνέει τους ιθύνοντες νόες της χώρας της οποίας κάποτε ηγήθηκε – και όχι μόνον εκείνους.

Στα μάτια των πολλών, ο Σημίτης έμοιαζε πάντα «Ευρωπαίος» κι αυτό κολάκευε έναν λαό που ήθελε το ίδιο: να περνιέται για ό,τι δεν είναι. Τον είπαν «λογιστή» κι αυτό ήταν βολικό κι αβανταδόρικο σ’ έναν τόπο όπου κανείς δεν ξέρει να λογαριάζει. Τον είπαν «προτεστάντη» για να μπορούν όλοι γύρω του να ξεφαντώνουν ανέμελοι στο όργιο του παρασιτισμού και του λάιφ-στάιλ. Άνθρωπος τακτικός, συστηματικός, συνεπής, σοβαρός, δεν υπήρχε δευτερεύουσα αρετή που να μην την είχε. Ούτε όμως κύρια αρετή που να τη διέθετε. Τις μάχες που επέλεξε να δώσει, όλες τις κέρδισε: ευρώ, Ολυμπιάδα, ταυτότητες. Όμως όλες τους ήταν οι λάθος μάχες. Στο πραγματικό πεδίο της σύγκρουσης δεν εμφανίστηκε ποτέ.

Νους βραχυπρόθεσμος, έζεψε την άμαξα πριν από τ’ άλογα. Επέλεξε να αγνοήσει τα πρώτιστα, την παραγωγική αποσάθρωση, τη δημογραφική κατακρήμνιση, την παραλυσία του κράτους. Η σύγκρουση με τις δυνάμεις της καθυστέρησης, με το ίδιο του το κόμμα πρώτα απ’ όλα, θα ήταν ανελέητη, το κόστος τεράστιο. Προτίμησε λοιπόν την υπεκφυγή προς τα εμπρός. Διάλεξε για συμμάχους τούς εχθρούς. Αναγόρευσε το παραμύθι της ΟΝΕ σε πανάκεια. Καλλιέργησε την αυταπάτη ότι αρκεί κανείς να συμμορφωθεί στα κριτήρια των Βρυξελλών και όλα θα πάνε καλά. Πέταξε κι αυτός, όπως ο παλαιός Καραμανλής, τη χώρα στα βαθιά, με την προσδοκία να μάθει κολύμπι. Δεν είδε ότι τα βαθιά ήταν πισίνα υπερπολυτελούς ξενοδοχείου με ναυαγοσώστες, σωσίβια, ξαπλώστρες, κοκτέηλ για μέθυσους – και με πανάκριβο λογαριασμό.

Ο Σημίτης στάθηκε ωστόσο τυχερός. Αποσύρθηκε εγκαίρως, προτού η βόμβα σκάσει στα χέρια του και βγάλουν όλοι τα συμπεράσματά τους. Αυτοί που πήραν και έχουν ακόμη τη θέση του τον κάνουν σήμερα να μοιάζει χαμένη ευκαιρία. Γι’ αυτό και γίνεται πιστευτός όταν όπου σταθεί κι όπου βρεθεί διηγείται το γνωστό συναξάρι: για όσα έγιναν φταίνε οι μετέπειτα, οι διάδοχοι, οι άλλοι.

Οι απελπισμένοι του «εκσυγχρονισμού», τα ορφανά της «Κεντροαριστεράς», οι «φιλελεύθεροι» και οι «μεταρρυθμιστές» του Μαξίμου, τα ανεμομαζώματα της δανεικής ευμάρειας τον νοσταλγούν. Αλλά και άνθρωποι πολλοί, αξιόλογοι, καλόπιστοι αναπολούν ακόμη τις μέρες του, τρέχουν να φωτιστούν στη σκιά του. Αυτός, που υπήρξε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι απ’ το πρόβλημα, τι ειρωνεία, μες στα ερείπια προβάλλει τώρα ως κομμάτι της λύσης που υποτίθεται είχαμε ήδη στα χέρια μας αλλά μάς γλίστρησε και όλο την κυνηγάμε.

«Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο», έγραφε και για κείνον στα 1997 ο Παναγιώτης Κονδύλης. Ο ίδιος θα το ’λεγε ίσως καλύτερα: «Αυτή είναι η Ελλάδα!»

ΚΚ

Σήματα καπνού

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Σήματα καπνού

Όταν ζορίζει ο καιρός και ο ζόφος, λίγο-πολύ καθορισμένος και συνάμα ακαθόριστος, ζώνει τον κόσμο από παντού, επιστρέφω στο Koyaanisqatsi του Γκόντφρεϋ Ρέτζιο. Η ταινία ξετυλίγεται γύρω από ένα μινιμαλιστικό μουσικό μοτίβο του Φίλιπ Γκλας και δεν έχει αφήγηση ούτε ηθοποιούς. Ο φακός παρακολουθεί σε αντίστιξη, απρόσιτα φυσικά τοπία και αγχώδη στιγμιότυπα από τη διαβίωση στις μεγαλουπόλεις. Περνάει από τα πυκνά δάση στις συστάδες των ουρανοξυστών. Παρασυνορίζει την αιωνιότητα των βράχων με την παροντικότητα της υστερικής επιτάχυνσης. Σαλπίζει μια προειδοποίηση για το τέλος (ολοκλήρωση και συντέλεια), που επέρχεται στο όνομα της προόδου. Η ταινία συγκροτεί τον πυρήνα της γύρω απ’ αυτή τη μία και μοναδική λέξη: Koyaanisqatsi. Μια ινδιάνικη λέξη που σημαίνει (περίπου), ζωή σε κρίσιμη αστάθεια, ζωή χωρίς ισορροπία, ζωή σε τροχιά ηθικής πτώσης, διασαλευμένη, φθίνουσα, τραυματισμένη βαθιά στον κορμό, ίσως και στη ρίζα της.

Σήμερα, με φόντο τις ανταύγειες της φωτιάς στην Πάρνηθα, στο δάσος της Δαδιάς, στη μέσα Ελλάδα της καρδιάς, καταφεύγω και πάλι σ’ αυτή την (περίπου) αμετάφραστη λέξη. Η ελλιπής της νοηματοδότηση εκφράζει την παρούσα κατάσταση πραγμάτων με τρόπο που δεν θα το κατόρθωνε καμιά γνωστή λέξη του δυτικού πολιτισμού. Μιλά με την αρτιότητα ενός χρησμού για τη σαθρότητα και την αποδιοργανωμένη τάξη του πλανήτη. Στη σάρκα της σαλεύει ακόμα κάποια τρεμάμενη συνείδηση, η γενική κατήφεια και η πικρή γεύση της ανημπόριας που συνοδεύει τις έσχατες επιγνώσεις. Από την επιφάνειά της όμως αναδύονται επίσης σήματα καπνού που, με την ένταση μιάς διφορούμενης προκαταβολής, καλούν τον καθένα να διαλέξει: νόμισμα ζωής ή κέρμα θανάτου. (περισσότερα…)

Γιώργος Σεφέρης, Το απομεσήμερο ενός φαύλου

*

ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΛΟΥ

Τράβα ἀγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα νὰ φτάσουμε γοργὰ στὴν Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
νὰ ᾿ρθοῦμε πρῶτοι ἐμεῖς! – οἱ στερνοί.

Τὰ στερνοπαίδια καὶ τ᾿ ἀποσπόρια
καὶ τ᾿ ἀποβράσματα καὶ τ᾿ ἀποφόρια
μιᾶς μάχης ποὺ ἤτανε γι᾿ ἄλλα κορμιὰ
γιὰ μάτια ἀλλιώτικα κι ἄλλη καρδιά.

Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζῆδες, κολλυβιστάδες,
μοῦργοι, μουνοῦχοι καὶ θηλυκά –
τράβα ἀγωγιάτη! βάρα ἁμαξά!

Φτωχὴ Πατρίδα, στὰ μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε τὸ γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ὀρφανή,
κοίτα ἂν ἀντέχεις τέτοια πομπή:

τὸ ματσαράγκα, τὸ φαταούλα
μὲ μπογαλάκια καὶ μὲ μπαοῦλα·
τὴ χύτρα ποὺ ἔβραζε κάθε βρωμιὰ
λὲς καὶ τὴν ἄδειασαν ὅλη μεμιὰ

σ᾿ αὐτοὺς ἀνάμεσα τοὺς ἤπιους λόφους
ὅπου μᾶς κλείσανε σὰν ὑποτρόφους
ἑνὸς ἀδιάντροπου φρενοβλαβῆ
ποὺ στὸ βραχνά του παραμιλεῖ.

Δὲς τὸ σελέμη, δὲς καὶ τὸ φάντη
πῶς θυμιατίζουνε τὸν ἱεροφάντη
ποὺ ρητορεύεται λειτουργικὰ
μπρὸς στὰ πιστά του μηρυκαστικά.

Μαυραγορίτες ἀπὸ τὰ Νάφια
τῆς προσφυγιᾶς μας ἄθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι ἁρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πὼς πᾶνε ἐκεῖ

στὰ χώματά σου τὰ λαβωμένα
γιατὶ μαράζωσαν, τάχα, στὰ ξένα
καὶ δὲν μποροῦνε χωρὶς ἐσέ –
οἱ φαῦλοι: τρέχουνε γιὰ τὸ λουφέ.

Cava dei Tirreni, 7. 10. 1944

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

*

περαστικά & παραμόνιμα | 05:23

*

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Γαλήνη αφάνταστη απλώνεται σ’ όλα τα καταστρώματα.
— Σας ομιλεί ο πλοίαρχος. Η ώρα είναι δύο και σας διατάσσω:
ο σώζων εαυτόν σωθήτω! — Μουσική! Για το φινάλε
ο αρχιμουσικός σηκώνει την μπαγκέτα του.

ΗANS MAGNUS ENZENSBERGER
Το ναύαγιο του Τιτανικού, 1978

~.~

Μπορεί κανείς να «δει» τα νούφαρα του Μονέ με τον φασματογράφο; Τον Ποσειδώνα του Αρτεμισίου με τα όργανα του ανατόμου; Το ρωμαϊκό Πάνθεον με τα κριτήρια της ογκομετρίας;

Κι όμως, πάμπολλες φιλολογικές μελέτες σήμερα κάνουν ακριβώς αυτό. Εκεί που χρειάζεται το γυμνό μάτι, επιστρατεύουν το μικροσκόπιο ή το τηλεσκόπιο, αντιμετωπίζουν την λογοτεχνία ως αποδεικτικό υλικό μιας θεωρητικής φαντασμαγορίας, ως πεδίο εστιάσεως ενός κλινικού φακού. Ζουμάρουν ασύμμετρα εκεί όπου η κλίμακα είναι εντελώς φυσική.

Η θεωριοκρατία και ο μικροφιλολογισμός, παρά τα ενδιαφέροντα ευρήματα που κομίζουν ενίοτε, έχουν απομακρυνθεί δραστικά από την λογοτεχνία. Μπορεί να την μελετούν, αλλά το κάνουν με έναν τρόπο που την μεταβάλλει «εις άλλο είδος», που αγνοεί και παραβλέπει εκείνα ακριβώς τα γνωρίσματα που την έχουν καταστήσει τέτοια, ήτοι λογοτεχνία. Την ερευνούν με τον τρόπο που ένας μικροβιολόγος προσεγγίζει έναν βάκιλλο, κάποτε και με ενδιαφέρον μικρότερο του δικού του.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ακαδημαϊκή γλώσσα μοιάζει σήμερα τόσο αποξηραμένη, τόσο στεγνή. Ο τύπος του πανεπιστημιακού δασκάλου που, διδασκόμενος από τους συγγραφείς που μελετά και σε δημιουργική ώσμωση μαζί τους, συνδυάζει στη γραφίδα του τη δύναμη της διεισδυτικής παρατήρησης και τη χάρη της καλλιέπειας σπανίζει όλο και πιο πολύ.

Αντιθέτως, έχουμε το αντίθετο φαινόμενο. Όλο και συχνότερα, λογοτέχνες και κριτικοί μιμούνται κακόζηλα την πανεπιστημιακή ξηρογραφία, ιδίως τη θεωριοκρατούμενη. Και άθελά τους προδίδουν έτσι ότι τη γλώσσα της ίδιας της λογοτεχνίας, την ικανότητά της να «εκφράσει», δηλαδή να περιγράψει τον κόσμο, δεν την πολυεμπιστεύονται. (περισσότερα…)

περαστικά & παραμόνιμα | 03:23

*

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

 

Εθνικές Εκλογές 2023. Στη δημοσιότητα τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων.

~.~

Για τον χριστιανό ή τον διαφωτιστή (Διαφωτισμός: η τέταρτη αβρααμική θρησκεία), η τραγική σκέψη είναι σκάνδαλο. Για ποιον λόγο τιμωρείται για πράξεις του ολότελα ανεπίγνωστες ο Οιδίπους; Ο Αίας, ο Φιλοκτήτης, ο Ιππόλυτος, άπταιστοι υποκειμενικά, συνθλίβονται; Γιατί;

Στα σωτηριακά συστήματα, εκείνα που προσβλέπουν στην Ανάσταση ή στο Μέλλον, κάθε δεινό έχει έναν σκοπό, υπηρετεί ένα σχέδιο, τις άγνωστες έστω βουλές του Κυρίου, τη δύσκολη έστω μετάβαση προς την Πρόοδο. Και για τον λόγο αυτό είναι και δικαιολογημένο, σκαλοπάτι αναγκαίο προς την υπέρβαση, δάδα που δείχνει τον δρόμο ατομικά ή συλλογικά.

Σημασία εδώ έχει μόνο ότι ο δρόμος αυτός είναι ένας και ίσιος. Διά της βουλήσεως κάθε πιστός, κάθε οπαδός, έχει το ελεύθερο να τον βρει και να τον ακολουθήσει μέχρι τέλους. Εγώ ειμί η οδός… Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν. Όμως: Ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστί.

Οδός άνω κάτω μία και ωυτή, απαντά ο τραγικός φιλόσοφος. Οδός ευθεία και σκολιή μία εστί και η αυτή. Ανηφοριά κατηφοριά είναι το ίδιο, ισιάδες και στροφές, όλα τα μονοπάτια, όλοι οι οδηγοί στο ίδιο σημείο τελικά οδηγούν: στην συντριβή. Ελεύθερη βούληση δεν υπάρχει, είναι μια αυταπάτη, μια παραίσθηση της ιστορίας. Οι άνθρωποι συντρίβονται όχι επειδή φταίξαν σε κάτι, αλλά επειδή γεννήθηκαν.

Από τη μια πλευρά, Τραγωδία και Μοίρα. Από την άλλη, Λύτρωση και Ελευθερία – τα όρια της σκέψης, τα όρια του κόσμου μας. Πιο πέρα δεν μπορεί να πάει κανείς. (περισσότερα…)

«Η ανομία είναι ο εκφυλισμός της ισχύος», μια συνομιλία με τον Κώστα Μελά

Με έργο πολυσχιδές και ογκώδες που αδιαφορεί εντελώς για τους τεχνητούς φραγμούς μεταξύ των ακαδημαϊκών κλάδων, ο Κώστας Μελάς δεν ανήκει στην συντεχνία των «ειδημόνων» που κατακλύζουν το Πανεπιστήμιο και τα ΜΜΕ.  Η σκέψη του αγκαλιάζει παράλληλα και συγχρόνως την οικονομία και την κοινωνία, τις διεθνείς σχέσεις και την ιστορία, τη λειτουργία των ιδεών και των θεσμών. Ξεκινώντας από το παρόν και τα καθέκαστά του, συνιστά συνολική παρατήρηση της συμπεριφοράς του πολιτικού ανθρώπου. Με έναυσμα τις καταιγιστικές εξελίξεις που δρομολόγησαν ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι πλανητικές προεκτάσεις του, ο Κώστας Μελάς απάντησε στα ερωτήματα που του έθεσαν το Νέο Πλανόδιον και ο Κώστας Κουτσουρέλης.

~ . ~

– Θα ξεκινήσω με ερώτημα αναμενόμενο βέβαια, στο μέτρο που απευθύνεται σε δεινό μελετητή των οικονομικών φαινομένων. Πόση αισιοδοξία επιτρέπει η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας αυτή τη στιγμή; Πολλοί μιλούν για τον «βαρύτερο χειμώνα μετά το 1945», για επικείμενο κραχ που θα επισκιάζει εκείνο του 2008 ή και του 1929 ακόμη, έχουμε σε εξέλιξη μείζονες κρίσεις, επισιτιστική, ενεργειακή, έχουμε πληθωρισμό συνδυαζόμενο με ύφεση κ.ο.κ.

Αγαπητέ Κώστα, δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας σίγουρα σε βραχυχρόνιο διάστημα –για το 2023– αλλά νομίζω ούτε και για τον επόμενο χρόνο, το 2024. Η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε ιδιαίτερα δύσκολη φάση, η οποία κυριαρχείται από υψηλότατες αβεβαιότητες. Αβεβαιότητες που δεν προέρχονται μόνο – αν μπορούμε να το πούμε αυτό– από καθαρούς «οικονομικούς» λόγους, αλλά και από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις στον πλανήτη. Όπως έχω προσπαθήσει να δείξω στο βιβλίο μου Η ατελέσφορη επιστήμη δεν πιστεύω σε μια «καθαρή οικονομική discipline» από τους πολιτικούς παράγοντες. Λέγοντας πολιτικούς παράγοντες εννοώ παράγοντες ισχύος. Οι τελευταίοι εκλείπουν παντελώς από τις προκείμενες συγκρότησης της οικονομίας ως συστηματικής discipline. Μάλιστα όταν ενταχθούν στο πλαίσιο συγκρότησής της, που δεν είναι άλλο από αυτό «της αρμονίας των συμφερόντων», από καταρρέει, απογυμνώνοντάς την όποια προβαλλόμενη αντικειμενικότητα. Τέλος πάντων. Όλα τα παραπάνω τα είπα, για να δείξω, ότι πάντα, αλλά προπαντός στην παρούσα συγκυρία, των μεγάλων πολιτικών αλλαγών στην κατανομή της ισχύος και στην διαπάλη των ανταγωνισμών και εχθροτήτων που συμβαίνουν στον πλανήτη, δεν μπορούμε ποτέ να δείξουμε, με συστηματικό τρόπο πως επηρεάζεται η κατάσταση στην οικονομία. Τούτων λεχθέντων, και με τους περιορισμούς που απορρέουν, μπορώ να πω ότι η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο δεδομένου ότι συνυπάρχουν συνδυαστικά τα εξής αρνητικά χαρακτηριστικά: υψηλός πληθωρισμός, υψηλά επιτόκια υψηλό χρέος, ενεργειακή κρίση και κρίση στην προσφορά (εφοδιαστική αλυσίδα). (περισσότερα…)

Γλωσσικές νότες ν

*

[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων  ]

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

H Εταιρεία για τη Γερμανική Γλώσσα το 2016 ανέδειξε λέξη της χρονιάς το postfaktisch, το post-factual όπως το λένε οι αγγλόφωνοι. Είχε προηγηθεί το Λεξικό της Οξφόρδης που επέλεξε το (συνώνυμό τους) post-truth. Post-truth αποκαλούν στις αγγλόφωνες χώρες την πολιτική (ή τη δημοσιογραφία) που ασκείται, υποτίθεται, ερήμην και κατά των πραγματικών δεδομένων, εναντίον της αλήθειας της ίδιας. Ο όρος παραπέμπει φυσικά στα μείζονα πολιτικά γεγονότα των τελευταίων ετών, όπως λ.χ. τους εκλογικούς θριάμβους του Τραμπ και του Brexit. Είναι συνεπώς ιδεολογικά χρωματισμένος και, διά της κακοσημίας, εκ προθέσεως στιγματιστικός.

Στην Ελλάδα, φυσικά, τέτοια συζήτηση δεν έγινε, άρα δεν φτιάχτηκαν και όροι ειδικοί για να τη διευκολύνουν. Αλλά και να αισθανόμασταν την ανάγκη τους, πώς θα μπορούσαμε να τους δημιουργήσουμε; Πάνω σε ποια παραγωγική βάση; Λέξεις όπως αναληθής, π.χ., παναληθής, ομοιαληθής, φιλαλήθης, που θα μπορούσαν να μας χρησιμεύσουν ως πρότυπα, είδαν τον βρικολακιασμένο μαλιαρισμό και τη θεσμοποιημένη αγραμματοσύνη της Μεταπολίτευσης να τους τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια. Τριτόκλιτα επίθετα τώρα, τρέχα γύρευε… (περισσότερα…)

Η πολιτική είναι η τέχνη του ανέφικτου

*

τοῦ ΧΑΝΣ ΜΑΓΚΝΟΥΣ ΕΝΤΣΕΝΣΜΠΕΡΓΚΕΡ

Ἐ­πει­δὴ τὰ ἀρχαῖα ἑλ­λη­νι­κά μου εἶ­ναι σκου­ρι­α­σμέ­να, χρει­ά­στη­κε νὰ συμ­βου­λευ­τῶ λε­ξι­κό. Φαί­νε­ται ὅ­τι «πρόβλημα» στὴν ἀρχὴ δὲν σήμαινε κά­τι ποὺ ἐξετάζουμε ἢ ἔ­στω ἀναζητοῦμε, ἀλ­λὰ μιὰ δο­κι­μα­σί­α ριγ­μέ­νη, τρό­πον τι­νά, μπρο­στὰ στὰ πό­δια μας· ἡ λέ­ξη προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ ρῆ­μα βάλ­λω ποὺ ση­μαί­νει ρί­χνω.

Ὅ­μως αὐ­τὸ εἶ­ναι ἡ μι­σὴ ἀ­λή­θει­α. Για­τὶ γιὰ κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ πε­ρι­μέ­νει νὰ λυ­θοῦν τὰ προ­βλή­μα­τα ἀ­πὸ μό­να τους, ποὺ τὰ θέτει κατὰ μέρος καὶ τὰ ἀ­φή­νει ἀνεξέταστα, ὑ­πάρ­χουν του­λά­χι­στον μιὰ ντου­ζί­να ἄλ­λοι οἱ ὁ­ποῖ­οι τὰ ἐπι­ζη­τοῦν, καὶ μά­λι­στα τό­σο πι­ὸ ἔν­το­να, ὅ­σο πι­ὸ δύ­σκο­λα εἶ­ναι. Καὶ ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­δι­κλώ­νον­ται, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πει­σμα­τώ­νουν γιὰ νὰ βροῦν τὴ λύ­ση. Ὁ κίν­δυ­νος τοῦ ἐθισμοῦ ποὺ καραδοκεῖ ἐδῶ, συ­χνὰ ὑ­πο­τι­μᾶ­ται, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸ ἐ­ὰν πρό­κει­ται γιὰ παι­χνί­δι στὸν ὑ­πο­λο­γι­στὴ ἢ γιὰ τὸ ζή­τη­μα τοῦ αἰ­ώ­να.

Κα­λὸ θὰ ἦ­ταν νὰ κά­νου­με τὴ δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα σὲ ἐ­πι­λύ­σι­μα καὶ σὲ ἀ­νε­πί­λυ­τα προ­βλή­μα­τα. Δυ­στυ­χῶς, πι­ὸ εὔ­κο­λα τὸ λέ­με πα­ρὰ τὸ κά­νου­με. Δι­ό­τι ὑ­πάρ­χουν ἁ­πλὲς ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως δο­κι­μα­σί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­τὰ κύ­ρι­ο λό­γο ἐ­πι­δέ­χον­ται λύ­ση, ὅ­μως τὸ κό­στος ποὺ ἀ­παι­τεῖ­ται γιὰ τὴν ἐ­πί­λυ­σή τους εἶ­ναι τό­σο ἀ­στρο­νο­μι­κὸ ποὺ εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ τὰ πα­ρα­τή­σει κα­νείς. Ἕ­να τέ­τοιο πρό­βλη­μα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ ἐμ­πο­ρι­κὸς ἀν­τι­πρό­σω­πος ποὺ πρέ­πει νὰ ἐ­πι­σκε­φτεῖ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­ριθ­μὸ πε­λα­τῶν. Ση­μει­ώ­νει λοι­πὸν τὸν τό­πο δι­α­μο­νῆς τους πά­νω στὸ χάρ­τη του. Καὶ τώ­ρα σκέ­φτε­ται ποιός εἶ­ναι ὁ συν­το­μό­τε­ρος τρόπος γιὰ νὰ ὑ­πο­βά­λει τὰ σέ­βη του σὲ κά­θε πε­λά­τη. Καὶ τρα­βά­ει τὰ μαλ­λιά του μό­λις δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν πι­θα­νῶν δι­α­δρο­μῶν αὐ­ξά­νε­ται ὑπέρμετρα κάθε φορά ποὺ ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν προ­ο­ρι­σμῶν του αὐξάνει. Ἦδη μὲ εἴ­κο­σι μόνο πε­λά­τες θὰ εἶ­χε νὰ ἀποφασίσει ἀ­νά­με­σα σὲ τρι­σε­κα­τομ­μύ­ρι­α δυνατὲς έπιλογές. Ἂν ἤ­θε­λε νὰ τὶς δο­κι­μά­σει ὅ­λες, ὄ­χι μό­νο θὰ ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­τή­σει τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά του, ἀλ­λὰ καὶ νὰ ζή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νι­α ἀ­πὸ τὸν πλα­νή­τη Γῆ. (περισσότερα…)

Γιατί μας τρομάζει το λοκντάουν της Σαγκάης;

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Η πανδημία του κορωνοϊού τελειώνει όπως ξεκίνησε: με εικόνες ακραίων, σχεδόν σαδιστικών, υγειονομικών μέτρων του κινεζικού κράτους και με τις αντίστοιχες αντιδράσεις ανησυχίας αλλά και αισθήματος ανωτερότητας των δυτικών παρατηρητών. Όπως τον Φεβρουάριο του 2020 βλέπαμε τα λοκντάουν στην Γιουχάν ως κάτι σουρεαλιστικό, έτσι και τώρα βλέπουμε την Σαγκάη ως κάτι εντελώς ξένο προς την δική μας πραγματικότητα. Αυτές οι αντιδράσεις βέβαια παραλείπουν βολικά ότι μεταξύ της Γουχάν και της Σαγκάης μεσολάβησαν δυο χρόνια περιορισμών, μέτρων και λοκντάουν στην καρδιά της λεγόμενης «δημοκρατικής Δύσης».

Κάποιος θα αντιτείνει ότι τα λοκντάουν στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική δεν έφτασαν ποτέ τις υπερβολές των Κινέζων. Ο αντίλογος φυσικά είναι ότι Δύση και Κίνα δεν εκκινούσαν από το ίδιο σημείο. Αυτά που θεωρούμε υπερβολές στην Σαγκάη απέχουν λιγότερο από την κανονικότητα της ζωής υπό το ΚΚ Κίνας από ό,τι τα SMS εξόδου απείχαν από τα ιδεώδη των δικών μας δημοκρατικών συστημάτων. Ένα λοκντάουν στην Κίνα είναι επέκταση ενός ήδη υπάρχοντος συστήματος ελέγχου. Τα λοκντάουν στην Δύση ήταν πλήρης ανατροπή της δημοκρατικής τάξης, ανεξάρτητα από τους όποιους υγειονομικούς λόγους υπήρχαν για αυτά.

Το σοκ που νιώθουμε λοιπόν για τις εικόνες της Σαγκάης είναι μάλλον ένας μηχανισμός αντίστασης σε έναν απολογισμό που, αν τον κάναμε, μάλλον δεν θα ήταν και πολύ κολακευτικός για την ευκολία με την οποία αποδεχτήκαμε περιορισμούς στις ελευθερίες μας, ιδιαίτερα σε εποχές που κατά τα άλλα το επίσημο αφήγημα πολιτικής και διανόησης είναι ότι η «δημοκρατία κινδυνεύει». Δηλώνουμε αποτροπιασμό για τις εικόνες της Σαγκάης για να δικαιολογήσουμε τα δικά μας λοκντάουν, που στο κάτω-κάτω «δεν ήταν και τόσο υπερβολικά». (περισσότερα…)