W. B. Yeats, Πολιτικά ποιήματα (εισαγωγή-μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης)

Με μία έννοια, όλο το έργο του W. B. Yeats είναι πολιτικό. Ταγμένος από την πρώτη του νεότητα στον σκοπό της πολιτιστικής και πολιτικής αφύπνισης των Ιρλανδών, ο ποιητής εκτός από γεννάρχης της νεώτερης ποίησης της χώρας του, υπήρξε αρχηγέτης του κινήματος της Κελτικής Αναγέννησης, δημιουργός του σύγχρονου ιρλανδικού θεάτρου, βάρδος του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία.

Όμως και πολιτικά ποιήματα με τη στενή έννοια του όρου, ο Γέητς στη διάρκεια της ζωής του έγραψε πολλά. Κάποια, όπως το περίφημο «Πάσχα 1916», ανήκουν στα εμβληματικότερα του έργου του, ιστορούν την περίφημη εξέγερση εκείνης της χρονιάς που πνίγηκε στο αίμα από τους Άγγλους αλλά άνοιξε τον δρόμο στην ίδρυση του Ιρλανδικού Κράτους λίγα χρόνια αργότερα. Άλλα είναι πολιτικά με άλλο τρόπο, απηχούν την οργή του ποιητή για την στενόμυαλη στάση κάποιων συμπατριωτών του απέναντι στις προσπαθειές του ίδιου και των συνεργατών του, ιδίως στο θέατρο. Ιδιαίτερα σκληρή, κάποτε μαστιγωτική, είναι η κριτική που ο Γέητς ασκεί στον λαό και τις κακές του συνήθειες. Από τους στίχους του περνά όλη η ιρλανδική ιστορία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα: ο αγώνας για την πνευματική ανόρθωση, το 1916, ο πικρός Εμφύλιος που ακολούθησε την κήρυξη της Ανεξαρτησίας, η απογοήτευση από τη διαπίστωση ότι και η ελεύθερη Ιρλανδία δεν στάθηκε στο ύψος που οι δημιουργοί της οραματίστηκαν.

Υπάρχουν όμως και στίχοι πιο προσωπικοί, στίχοι που σχολιάζουν ευτράπελα την αντίληψη ότι οι ποιητές πρέπει να ιδιωτεύουν, που αποδοκιμάζουν τις ανεδαφικές ουτοπίες και τις συνέπειές τους στην ψυχή του ανθρώπου ή που αντιπαραθέτουν την πολιτική στον έρωτα και τη βρίσκουν, τι άλλο, υπόθεση παρακατιανή. Η επιλογή που ακολουθεί περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα από το 1913 ώς το 1939 έτος του θανάτου του.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ, 1913

Μυαλό λέει βάλατε και τώρα θέλετε ένα,
μην και καμιά τρύπια δεκάρα σάς γλιτώσει
να ψαχουλεύετε ταμεία λιγδιασμένα
και να σταυροκοπιόσαστε με ζέση τόση
ώσπου τα οστά σας να τριφτούν στην εκκλησία.
Για προσευχές γεννιούνται οι άνθρωποι, για χρήμα:
έχει πεθάνει πια η ρομαντική Ιρλανδία,
με τον Ο’Λήρυ κείτεται νεκρή στο μνήμα.

Κι όμως, ετούτα τα παιδιάστικα παιχνίδια
τα παρατούσατε άλλοτε για ονόματα άλλα
τον κόσμο που όργωναν καθώς η καταιγίδα·
του δήμιου τότε έπνιγε λαό η κρεμάλα,
καιρός δεν ήτανε για προσευχές στα θεία
ή, θεός φυλάξοι, για το κουδουνάτο χρήμα:
μα έχει πεθάνει πια η ρομαντική Ιρλανδία,
με τον Ο’Λήρυ κείτεται νεκρή στο μνήμα.

Λέτε γι’ αυτό λοιπόν πάνω από κάθε ρέμα
απλώναν τότε οι Αγριοχήνες τα φτερά τους;
Γι’ αυτό ένα ποτάμι σπαταλήθηκε αίμα,
γι ‘αυτό ξεψύχησε ο Φιτζέραλντ στα κελλιά τους,
γι’ αυτό ο τόσος πυρετός, η ανδρεία μανία
κι ο Έμμετ έπεσε κι ο Τον της μάχης θύμα;
Έχει πεθάνει πια η ρομαντική Ιρλανδία,
με τον Ο’Λήρυ κείτεται νεκρή στο μνήμα.

Κι όμως, αν πίσω γύρναγε κάτι τον χρόνο
και κάθε εξόριστος γινόταν να επιστρέψει,
παρ’ όλη τους τη μοναξιά, παρά τον πόνο,
εσείς θα σκούζατε χωρίς δεύτερη σκέψη:
«Από τις γόησσες πολλοί ξεμυαλιστήκαν!»
Χαράμι πήγε ο αγώνας τους λοιπόν, και κρίμα.
Μ’ άστε τους πια εν ειρήνη, πέσανε, χαθήκαν,
με τον Ο’ Λήρυ κείτονται νεκροί στο μνήμα.

Ο ΨΑΡΑΣ

Τον βλέπω ακόμη εμπρός μου—
σ’ έναν σταχτή βράχο τραβάει
τ’ αγκίστρια του για να μαζέψει,
ρούχα σταχτιά φοράει,
το πρόσωπό του όλο φακίδες—
μα είναι πια πολύς καιρός
που αυτός ο άντρας τριγυρνάει
στον νου μου ο γνωστικός κι απλός.
Στο πρόσωπό του όλη τη μέρα
ήλπιζα κάτι πως θα βρω
να γράψω για όλα τούτα γύρω,
για τον δικό μου τον λαό:
τους ζωντανούς που έχω μισήσει,
τους προσφιλείς μου τους νεκρούς,
τους άνανδρους που ’ναι στους θώκους,
τους υπεράνω ιταμούς—
αρκεί το ζήτω ενός πιωμένου
κι οι αγύρτες βγαίνουν καθαροί—
τον ευφυολόγο που όσα λέει
τά ’χει για το χυδαίο αυτί,
τον πονηρό που σαν τον κλόουν
ξέρει πότε να κλαψουρίσει,
την τέχνη τη σπουδαία, τη γνώση
που ο όχλος τους έχει τσακίσει.

Θα ’χει περάσει χρόνος πια
αφότου είπα ξαφνικά,
όλους αυτούς για να χλευάσω,
έν’ άντρα τέτοιο με φακίδες
στη φαντασία μου να πλάσω,
με τα σταχτιά τα ρούχα του
στον βράχο εκεί να σκαρφαλώνει
τον μαυρισμένο απ’ τον αφρό,
τις πετονιές του να δολώνει
και να τις ρίχνει στο νερό —
τον άντρα αυτόν που δεν υπάρχει,
που είναι μόνο ένα όνειρο·
και φώναξα «προτού γεράσω
θα πω για τούτη τη μορφή
ένα τραγούδι ίσως κρύο
και παθιασμένο όσο η αυγή.»

Ο ΛΑΟΣ

«Μ’ όλα όσα πέτυχα λοιπόν, τι κέρδισα», είπα,
«μ’ όλους τους κόπους μου και μ’ όλες τις θυσίες;
Τη χλεύη κάθε μέρα αυτού του αγροίκου τόπου,
όπου την προσφορά τιμούν με ισόποση έχθρα
κι όπου η υπόληψη όλης σου της ζωής
σβήνει μες σε μια νύχτα. Κι όμως, θα μπορούσα,
πόσο πολύ το λαχταρούσα εσύ το ξέρεις,
στους χλοερούς να ζω τους ίσκιους της Φερράρας·
ν’ ανηφορίζω μέσα στα είδωλα του Ουρμπίνο –
τ’ αρχοντικά γαλήνια είδωλα του χθες
βράδυ-πρωί στ’ απότομα παλιά στενά του
εκεί όπου η Δούκισσα κι οι οικείοι της τα ’λέγαν
απ’ τα μεσάνυχτα έως τη στιγμή που βλέπαν
στα παραθύρια τα μεγάλα το πρωί·
κι ίσως εκεί φίλο κανέναν να μην είχα
που αρχοντιά και πάθος να μην τά ’νιωθε ένα
όπως αυτοί μπρος στης αυγής τα ωχρά κεριά.
Θα ’κανα χρήση έτσι του μόνου προνομίου
ετούτης της δουλειάς, συντρόφους να επιλέγω
και τόπο αυτόν που πιο πολύ μ’ ευχαριστεί.»
Κι ο φοίνικάς μου μ’ έψεξε απαντώντας:
«Μέθυσοι, αγύρτες, κλέφτες των δημόσιων πόρων,
όλος ο όχλος ο άτιμος που ’κανα πέρα,
μόλις η τύχη μου άλλαξε σηκώσαν πάλι
τα μάτια να με δουν· κι άλλοι μου ορμήσαν
απ’ όσους είχα ευεργετήσει και ταΐσει·
μα ούτε τώρα ούτε ποτέ λόγο δεν είπα
κακό για τον λαό.»
                                 Σ’ αυτό να πω ένα βρήκα:
«Εσύ δεν έζησες στη σκέψη, αλλά στην πράξη,
μπορείς να είσαι αγνή σαν δύναμη της φύσης,
ωστόσο εγώ που ’χω αρετή μου να διακρίνω
με τα όργανα του νου, δεν γίνεται να κλείσω
τα μάτια μου στη σκέψη και να μη μιλήσω».
Κι όμως, τα λόγια της ταράξαν την καρδιά μου
και σάστισα πολύ, και χρόνια εννιά από τότε,
σαν τα θυμάμαι, ακόμη προχωράω σκυφτός.

ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΖΗΤΗΣΑΝ ΕΝΑ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

Καλύτερο βρίσκω σε τέτοιους καιρούς
ένας ποιητής να σιωπά. Πιο σταράτα:
ο λόγος ανήκει στους πολιτικούς.
Να γιάνει έχει άλλωστε τόσες πληγές,
τη θλίψη μιας κόρης για τ’ άπραγα νιάτα,
τον φόβο ενός γέρου για τις αστραπές.

ΠΑΣΧΑ, 1916

Τους αντάμωνα εκεί προς το δείλι,
με τα πρόσωπα πάλι ζωηρά
παρατούσαν χαρτί και κοντύλι
κι απ’ τα μέγαρα βγαίναν τα ωχρά.
Μ’ ένα νεύμα μου τους προσπερνούσα,
δυο-τρεις λέξεις, κενές, τυπικές,
ή στο πόδι να πω σταματούσα
δυο-τρεις λέξεις, κενές, τυπικές,
και φορές σκαρφιζόμουν μια ωραία
ιστορία για κάναν καυγά,
να ’χει θέμα για γέλιο η παρέα
μπρος στης λέσχης εκεί τη φωτιά.
– βέβαιος πως ζούμε εκείνοι κι εγώ
σε μια χώρα τελείως παρδαλή,
μα όλ’ αλλάξαν ολότελα εδώ,
μια ομορφιά έχει δεινή γεννηθεί.

Μες σε άγνοια καλόπιστη αυτή
η γυναίκα πέρασε τη ζωή της,
τόσα χρόνια που αντιδικεί
έχει γίνει στριγγιά η φωνή της.
Μα υπήρχε φωνή πιο γλυκειά
όταν νέα κι ωραία αμαζόνα
στο κυνήγι έβγαζε τα σκυλιά;
Ο άντρας πλάι, του σχολείου μας κολώνα,
φτερωτό τ’ άτι μας καβαλούσε·
κι ο άλλος –φίλος του και βοηθός–
μες στο σφρίγος το πρώτο του ανθούσε·
Θα γινόταν, μπορεί, ξακουστός:
φύση έμοιαζε αισθαντική,
είχε η σκέψη του τόλμη και γλύκα.
Kαι ο τρίτος που ’χα ονειρευτεί,
με φερσίματα μέθυσα, αγροίκα
είχε κάποτε κάνει κακό
σ’ όσους είχα βαθιά στην καρδιά.
Μα, κι αυτόν, τώρα τον τραγουδώ,
τα καμώματα τα κωμικά
από πάνω του τά ’χει πετάξει,
άλλη πήρε η ζωή του μορφή,
έχει εμπρός μας ολότελα αλλάξει:
μια ομορφιά έχει δεινή γεννηθεί.

Είν’ καρδιές που έναν έχουν σκοπό,
βράχοι λες που τους γήτεψε πνεύμα,
με καλό ή με άγριο καιρό
να παλεύουνε κόντρα στο ρεύμα.
Τ’ άλογο που ο δρόμος το φέρνει,
ο αναβάτης, ο αχός των φτερών
που το σύννεφο στα ύψη τα παίρνει,
όλ’ αλλάζουν στο αείρροο παρόν.
Των νεφών η σκιά στα νερά
που καινούργιο δανείζεται σχήμα·
το φαρί που χιμάει στα ρηχά
κι η οπλή του παφλάζει στο κύμα·
οι νερόκοτες που όλο βουτούν
και στο ταίρι μπρος στήνουν χορό
μες σε κίνηση αέναη ζουν:
μα οι βράχοι είν’ ακλόνητοι, εδώ.

Μια θυσία που τραβάει για πολύ
μπορεί, ναι, την καρδιά να πετρώσει.
Θα ’ρθει η ώρα να πούμε «αρκεί»;
Ο ουρανός το σημάδι θα δώσει:
μουρμουρίζουμε ονόματα εμείς
σιγανά σαν του γιου της η μάνα
που ύπνος μόλις τον πήρε βαρύς
κι έτρεχε ολημερίς στην αλάνα.
Τι ’ναι αυτό παρά η νύχτα που φτάνει;
Όχι, νύχτα δεν είναι, είν’ ο χάρος·
μην ανώφελα έχουν πεθάνει;
Του Άγγλου ο λόγος, ποιος ξέρει, ίσως βάρος
νά ’χει εντέλει, κι ας έγιναν τόσα.
Τ’ όνειρό τους το ξέρουμε· εκείνοι
τη ζωή τους για τ’ όνειρο δώσαν.
Τι κι αν πάθους παράφορου η δίνη
σαστισμένους τούς πήρε στο χώμα;
Θες απάντηση; Εδώ θα τη βρεις –
ο MακMπράιντ και ο Τόμας ΜακΝτόνα,
και ο Kόνολλυ ο Τζέημς και ο Πηρς,
από τώρα και παντοτινά
τούτη η πράσινη χώρα όσο ζει,
όλοι αλλάξαν ολότελα πια:
μια ομορφιά έχει δεινή γεννηθεί.

Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ

«Α, λόγια λέει κανείς πολλά»,
είπε στον Κόννολλυ ο Πηρς,
«και λόγια ίσως πολιτικά
μαράναν την Τριανταφυλλιά·
ή ίσως άνεμος βαρύς,
της κείθε ακτής φοβέρα.»

«Πότισμα θέλει μοναχά,
ο Κόννολλυ είπε στον Πηρς»,
«για να πετάξει νέα κλαδιά,
φύλλα, μπουμπούκια κόκκινα
και το καμάρι της αυλής
να γίνει αυτή εδώ πέρα.»

«Μα να βρεθούν πού τα νερά»
στον Κόννολλυ είπε ο Πηρς,
«σαν τα πηγάδια είναι ξερά;
Το αίμα μας τρέχει και κυλά.
Απ’ τα νερά τέτοιας πηγής
θα βγάλει ανθούς μια μέρα.»

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΠΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ

Κοψιάς βαριάς, φαλσταφικής,
πέρασ’ ένας αντάρτης προσηνής
κι έλεγε του Εμφύλιου χωρατά,
λες και στο κούτελο αν σ’ ανάψουν μια
είναι το πράγμα το πιο αστείο της γης.

Ένας καστανομάλλης λοχαγός,
μισοντυμένος σαν εθνοφρουρός,
στάθηκε στο κατώφλι μου, κι εγώ
του γκρίνιαζα για τον κακό καιρό,
την αχλαδιά που ’καψε ο κεραυνός.

Μπαλάκια πουπουλένια από καπνιά
μετρώ τα νεροπούλια στη σειρά
τον φθόνο για να πνίξω στο μυαλό·
κι έπειτα πάλι στο γραφείο γυρνώ,
μες στων ονείρων μου τον κρύο χιονιά.

ΕΜΕΙΣ, ΠΟΥ ΜΙΑ ΕΠΤΑΕΤΙΑ πιο μπροστά
όλο μιλούσαμε γι’ αλήθεια και τιμή,
πια κορδωνόμαστε με λόγια τσιριχτά
που ’χουμε δόντια σαν νυφίτσα πονηρή.

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΕΥΑΣ ΓΚΟΡ-ΜΠΟΥΘ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΝ ΜΑΡΚΙΕΒΙΤΣ

Δείλι στο Λίσσαντελ, το φως χρυσάφι,
το παραθύρι στον νοτιά ανοιχτό,
δύο κορίτσια με ατλαζένιο κιμονό,
ωραίες κι οι δυο, η μια τους ίδιο ελάφι.
Μα του φθινόπωρου η μανία τα δέρνει
τ’ άνθη απ’ του θέρους το στεφάνι·
η πιο μεγάλη, που ήταν να πεθάνει
μα πήρε χάρη, πια τη μοναξιά της σέρνει
συνωμοτώντας μες στους αδαείς.
Δεν ξέρω τι ονειρεύεται η πιο νέα –
κάποια αόριστη ουτοπία ακραία –,
εικόνα και ομοίωση τέτοιας πολιτικής
σκελετωμένο πλάσμα γέρικο έχει μείνει.
Συχνά λέω να βρεθούμε με τη μια ή την άλλη,
μαζί να θυμηθούμε πάλι
τη γεωργιανή την έπαυλη εκείνη,
εικόνες απ’ αυτές που η μνήμη γράφει,
λόγια της νιότης στο τραπέζι το παλιό,
δύο κορίτσια με ατλαζένιο κιμονό,
ωραίες κι οι δυο, η μια τους ίδιο ελάφι.

Πια το γνωρίζετε, φάσματα αγαπημένα,
το να παλεύεις διαρκώς είναι μωρό
με των πολλών το λάθος ή με το σωστό.
Οι αθώοι κι οι ωραίοι ένα
εχθρό έχουν μόνο, τον καιρό.
Ελάτε, δώστε μου φωτιά,
άλλο ένα σπίρτο ώς να ’ρθεί η νυχτιά·
κι αν δείτε πυρκαγιάς καπνό,
τρέξτε και όλους τους σοφούς πληροφορήστε.
Εμείς που χτίσαμε το πιο λαμπρό παλάτι
βαριά ποινή μάς φόρτωσαν στην πλάτη.
Φωτιά εσείς δώστε μου και σβήστε.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΗΜΕΡΑ

Ζήτω της Επανάστασης, φέρτε κανόνια κι άλλα·
επαίτη επαίτης τον κλωτσά, πεζό όποιος πάει καβάλα·
ζήτω της Επανάστασης, βαράτε οι κανονιές,
άλλαξαν θέση οι ζήτουλες μα οι κλωτσιές κλωτσιές.

ΠΑΡΝΕΛΛ

Σ’ έναν που ζητωκραύγαζε του ’πε ο Παρνέλλ: «Πού πας;
Ο τόπος θα ελευθερωθεί κι εσύ πέτρες θα σπας.»

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Στους καιρούς μας το πεπρωμένο του ανθρώπου
εκφράζεται με όρους πολιτικούς.
ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ

Μ’ ένα κορίτσι τέτοιο εκεί
η σκέψη μου πώς να στραφεί
στων Ρώσσων ή στων Ισπανών
ή στων Λατίνων την πολιτική;
Ιδού ένας κοσμογυρισμένος,
ξέρει γιατί μιλά·
κι ένας λαμπρός πολιτικός κοντά του :
σκέφτηκε, διάβασε πολλά.
Κι ίσως αλήθεια νά ’ν’ σωστό
για τους πολέμους ό,τι λεν.
Μα ας ήμουν στα είκοσί μου εγώ
στα μπράτσα μου να την κρατώ.

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠΑΤΛΕΡ ΓΕΗΤΣ