Στήλες | Δοκιμές (από τον Φώτη Παπαγεωργίου)

Σκοπός της στήλης «Δοκιμές» είναι να καταστήσει προσβάσιμα στο ευρύ κοινό, για πρώτη φορά στα ελληνικά, κλασικά κείμενα και αποσπάσματα της λατινικής και λατινογενούς γραμματείας. Κορφολογεί, εισάγει, μεταφράζει και σχολιάζει ο Φώτης Παπαγεωργίου.

Μποναβεντούρα, Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Όντας το πιο προσωπικό έργο του συγγραφέα του, το «Οδοιπορικό» συνιστά συγχρόνως την κορωνίδα της φραγκισκανικής μυστικής γραμματείας και ένα από τα πιο ρηξικέλευθα κείμενα της σχολαστικής μεταφυσικής. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στην εισαγωγή η οποία παρέχεται στη δημοσίευση του A΄ Μέρους του έργου.

 ~.~

 ΜΠΟΝΑΒΕΝΤΟΥΡΑ ΝΤΑ ΜΠΑΝΙΟΡΕΤΖΙΟ

Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό

Κεφ. 3

Για την ενατένιση του Θεού μέσω της εικόνας του που χαράσσεται στις φυσικές μας δυνάμεις

1 .  Έτσι τα δύο σκαλοπάτια τα οποία περιγράφηκαν προηγουμένως, που μας οδηγούν μες στον Θεό μέσω των ιχνών του, δια των οποίων καταλάμπει σε όλη την πλάση, μας πήραν από το χέρι για να επανεισέλθουμε στον νου μας, εκεί όπου καταλάμπει η εικόνα του Θεού. Τώρα είμαστε ήδη στο τρίτο στάδιο, κατά το οποίο εισερχόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό, ωσάν να αφήνουμε πίσω μας την αυλή[1], και εισερχόμαστε στα άγια, το μπροστινό μέρος της Σκηνής· εδώ οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δούμε τον Θεό μέσα από έναν καθρέφτη. Εδώ, σαν το φως της λυχνίας, το φως της αλήθειας καταλάμπει στο πρόσωπο του νου μας[2], αντανακλώντας την εικόνα της μακαριότατης Τριάδας.

Είσδυσε, λοιπόν, μέσα σου, και δες πόσο φλογερά ακριβαγαπά ο νους σου τον εαυτό του. Δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει αν δεν τον γνώριζε, και δεν θα μπορούσε να τον γνωρίσει αν δεν τον θυμόταν, αφού δεν αδράχνουμε τίποτα με τη νόηση εάν δεν είναι παρόν στη μνήμη μας. Από αυτό μπορείς να αντιληφθείς, όχι με το μάτι της σάρκας, μα με το μάτι της λογικής, ότι η ψυχή σου έχει μια τριπλή δύναμη. Στοχάσου τις ενέργειες και τις έξεις αυτών των τριών δυνάμεων, και θα μπορέσεις να δείς τον Θεό μέσα σου ωσάν σε μια εικόνα, βλέποντάς τον, ούτως ειπείν, θολά, μέσα από έναν καθρέφτη[3].

2 .  Ενέργεια της μνήμης είναι η διατήρηση και η αναπαράσταση, όχι μόνο πραγμάτων παρόντων, σωματικών και έγχρονων, αλλά και των διαδοχικών, των απλών και των αιώνιων. Η μνήμη διατηρεί εκείνα που έχουν προηγηθεί μέσω της ανάμνησης, εκείνα που είναι παρόντα μέσω της αφομοίωσης, και εκείνα που πρόκειται να γίνουν, μέσω της πρόβλεψης. Διατηρεί, επίσης, απλά πράγματα, όπως τις αρχές συνεχών και διακριτών μεγεθών, για παράδειγμα το σημείο, τη στιγμή και τη μονάδα, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ανακαλέσουμε ή να εξετάσουμε εκείνα τα πράγματα που προέρχονται από αυτά. Διατηρεί όμως και τις αρχές και τα αξιώματα των επιστημών: τούτα είναι αιώνια και τα διατηρεί αιωνίως, αφού όσο εξασκούμε τη λογική μας, δεν είναι δυνατόν να τα λησμονήσουμε εντελώς. Άπαξ και τα ακούσουμε, τα εγκρίνουμε και συγκατατιθέμεθα σε αυτά όχι λες και τα ακούμε για πρώτη φορά, αλλά σαν να αναγνωρίζουμε κάτι που μας είναι έμφυτο και οικείο. Αυτό καθίσταται σαφές, αν προβάλετε σε κάποιον μια δήλωση όπως «για καθετί [αληθεύει] είτε η κατάφαση είτε η άρνηση»» ή «κάθε σύνολο είναι μεγαλύτερο από το μέρος» ή οποιοδήποτε άλλο αξίωμα που δεν αντιφάσκει προς «την απόδειξη που λαμβάνει χώρα εσωτερικά»[4]. (περισσότερα…)

Μποναβεντούρα, Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το 1259, ο Μποναβεντούρα, έβδομος «γενικός διάκονος» των Μινοριτών αδελφών, επισκέφθηκε το όρος Βέρνα για να προσκυνήσει το μέρος όπου ο Φραγκίσκος της Ασίζης, 33 χρόνια πρωτύτερα, είχε βιώσει το σεραφεικό όραμα έπειτα από το οποίο δέχθηκε και έφερε τα στίγματα του εσταυρωμένου. Εμπνευσμένος από το όραμα (το εξαπτέρυγο Σεραφείμ δέσμιο στον σταυρό) και την ίδια την εμπειρία της εκστατικής θέασης στην οποία ανατάθηκε ο Φραγκίσκος, ο Μποναβεντούρα συνέλαβε την ιδέα να συγγράψει έναν οδηγό των έξι σταδίων απ’ τα οποία πρέπει να διέλθει ο ανθρώπινος νους για να φθάσει στην υπέρθετη θέαση του Θεού και, κατόπιν, στη μυστική, ειρηνική ένωση μαζί του. Στο έργο αυτό έδωσε τον τίτλο «Οδοιπορικό του νου μες στον Θεό» (Itinerarium mentis in Deum). Αποτελεί το πιο προσωπικό έργο του και συνάμα: την κορωνίδα της φραγκισκανικής μυστικής γραμματείας και ένα από τα πιο ρηξικέλευθα έργα σχολαστικής μεταφυσικής.

Ο Μποναβεντούρα ξεκινά από δύο βασικές παραδοχές της πλατωνικής παράδοσης: α) ότι η πρόσβαση στο θείο αποτελεί τη θεμιτή επιβράβευση μιας ανοδικής πορείας του «νου» την οποία κινητοποιεί η διαλεκτική και β) ότι στη Δημιουργία ο νους συναντά τα «ίχνη», το «αποτύπωμα» του Δημιουργού. Η πρώτη παραδοχή βαστάζει την ίδια τη βασική μεταφορά του έργου, με την απαραίτητη επισήμανση ότι ο Μποναβεντούρα δεν περιγράφει ποτέ το οδοιπορικό του ως μια πορεία «προς» (ad) τον Θεό, αλλά, πάντοτε, ως μια πορεία «μέσα» (in) στον Θεό. Τη δεύτερη καθοδηγητική πλατωνική ιδέα ο Μποναβεντούρα την προσαρμόζει στο αυγουστίνειο τρίπτυχο «έξω», «μέσα», «ύπερθεν», εντοπίζοντας, δηλαδή, τα ίχνη, την εικόνα και τις ομοιώσεις του Θεού και στις τρεις επικράτειες που οριοθετούν τον ανθρώπινο νου: τον εξωτερικό κόσμο, τον εσωτερικό κόσμο, και τον ίδιο τον Θεό.

Εντούτοις, και σε αυτό έγκειται η βασική πρωτοτυπία του «Οδοιπορικού», ο Μποναβεντούρα αναπτύσσει το τρίπτυχο αυτό σε τρία ζεύγη ενατενίσεων, ένα για κάθε επικράτεια, για αυτό και περιγράφει «έξι» στάδια της ανάβασης του νου μες στον Θεό. Τον διπλασιασμό σε κάθε τμήμα του τριπτύχου, τον σηματοδοτεί σταθερά με τις προθέσεις per (μέσω) και in (εντός, μέσα). Εκθέτοντας, λόγου χάρη, τον τρόπο θέασης του Θεού στον εξωτερικό κόσμο, ο Μποναβεντούρα εξηγεί ότι τούτη μπορεί να λάβει χώρα είτε «μέσω» των ιχνών του στον κόσμο, είτε «μέσα» σε αυτά. Ο πρώτος τρόπος είναι, για τον Μποναβεντούρα, κατώτερος. Οδηγεί σε μια έμμεση γνώση του Θεού. Είναι άλλο πράγμα να συνάγεις την ύπαρξη του Θεού «από» τα ίχνη των θείων ενεργειών στο σύμπαν, και είναι ολωσδιόλου υπέρτερο να είσαι σε θέση να δεις τον ίδιο τον Θεό «μέσα» στα δημιουργήματά του. Η ίδια λογική διέπει τη διαφοροποίηση των σταδίων ενατένισης όταν συζητιούνται ο εσωτερικός κόσμος (ο ίδιος ο νους) και το όνομα (η ουσία) του Θεού.

Έχοντας περάσει από αυτά τα στάδια, ο νους είναι πια έτοιμος για την τελική υπέρβασή του μες στον Θεό. Τούτη επιτυγχάνεται με τη σίγαση και την κατάργηση των ίδιων των νοητικών δυνάμεων και με την έξαρση του συναισθήματος: του μυστικού έρωτα προς τον Θεό.

Το ΝΠ δημοσιεύει το «Οδοιπορικό» σε δύο συναπτές αναρτήσεις: τη σημερινή της Μ. Πέμπτης και την αυριανή της Μ. Παρασκευής.

 ~.~

 ΜΠΟΝΑΒΕΝΤΟΥΡΑ ΝΤΑ ΜΠΑΝΙΟΡΕΤΖΙΟ

Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό  [1]

Πρόλογος

1 .  Στην αρχή[2], σε εκείνη την πρώτη αρχή από την οποία απορρέει κάθε φώτιση, τον Πατέρα των φώτων από τον οποίο προέρχεται κάθε χάρισμα αγαθό και κάθε τέλειο δώρημα[3], στον αιώνιο, λοιπόν, Πατέρα, απευθύνω δέηση μέσω του Υιού Του, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με τη μεσιτεία της υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, μητέρας του ίδιου του Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, καθώς και του μακάριου Φραγκίσκου, πατέρα και οδηγού μας: να φωτίσει τα μάτια[4] του νου μας και να οδηγήσει τα βήματά μας στο μονοπάτι της ειρήνης[5] Του που υπερβαίνει κάθε κατανόηση[6]. Τούτην ακριβώς την ειρήνη ανήγγειλε και επιδαψίλευσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός[7]. Και αυτό το κήρυγμα επανέλαβε ο πατέρας μας Φραγκίσκος[8], ο οποίος ξεκινούσε και κατέληγε κάθε κήρυγμά του με ένα μήνυμα ειρήνης, και σε κάθε του χαιρετισμό απηύθυνε ευχή ειρήνης, και σε κάθε θέαση ακριβοποθούσε την εκστατική ειρήνη, ωσάν να ήταν πολίτης εκείνης της Ιερουσαλήμ για την οποία μιλά ο άνθρωπος εκείνος της ειρήνης που ήταν ειρηνικός και με όσους μισούν την ειρήνη[9]: ‘Να εύχεστε αυτά που φέρνουν την ειρήνη στην Ιερουσαλήμ[10]. Γνώριζε, βέβαια, ότι, τον θρόνο του Σολομώντα τον στέριωνε η ειρήνη, αφού έχει γραφτεί: Στην ειρήνη φτιάχτηκε η πατρίδα του, και η στέγη του είναι στη Σιών[11]. (περισσότερα…)

Μπουονακόρσο ντα Μοντεμάνιο, Περί ευγενείας

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο Μπουονακόρσο ντα Μοντεμάνιο συνέθεσε την Αντιπαράθεση για την ευγένεια (Controversia de nobilitate) στη Φλωρεντία περί το 1428, λίγο πριν τον θάνατό του. Η Αντιπαράθεση υπήρξε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του 15ου αιώνα. Πάνω από εκατό χειρόγραφα της πραγματείας σώζονται σήμερα σε βιβλιοθήκες της Ιταλίας. Μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες εμφανίστηκαν πολύ γρήγορα, ενώ στην αυγή του 16ου αιώνα είχε ήδη τυπωθεί στα Λατινικά, τα Γαλλικά, τα Ιταλικά, τα Γερμανικά και τα Αγγλικά. Πέρα από εκδοτικό φαινόμενο, η πραγματεία στάθηκε αφορμή να βλαστήσει μια ολόκληρη γραμματειακή παράδοση έργων περί ευγενείας. Μετά την εμφάνισή της στους φλωρεντινούς κύκλους, σχετικά κείμενα συνέθεσαν ο Μπρατσιολίνι, ο Μαρσουπίνι, ο Λεονάρδος ο Χίος, ο Αντώνιος Φεράρις και πολλοί άλλοι, ενώ η σπουδαιότητα αλλά και η καθαρότητα των ζητημάτων που ήγειρε επηρέασε τον κοσμικό-ανθρωπιστικό μα και τον αυλικό ηθικό λόγο ανά την Ευρώπη.

Το έργο αποτελεί μια declamatio : μια ρητορική «μελέτη». Μεταφερόμαστε στην κλασική Ρώμη. Η ευγενής Λουκρητία (θρυλικό ρωμαϊκό όνομα) βρίσκεται σε ηλικία γάμου. Το χέρι της διεκδικούν δύο όμορφοι μα ολότελα διαφορετικοί νέοι: ο Πόπλιος Κορνήλιος, από το ένδοξο γένος των Κορνηλίων, και ο Γάιος Φλαμίνιος, άνδρας ενάρετος μα ταπεινότερης καταγωγής. Η Λουκρητία ανακοινώνει ότι θα παντρευτεί εκείνον που υπερτερεί σε «ευγένεια» (nobilitas). Επειδή το ζήτημα είναι «καινούργιο» και έχει εξάψει τόσο το ενδιαφέρον του ρωμαϊκού λαού, η διαμάχη μεταφέρεται στη Σύγκλητο, με τους ανταγωνιστές να ανεβαίνουν στο βήμα για να αποδείξουν ότι είναι ευγενέστεροι του αντιπάλου τους. Ο Κορνήλιος θεμελιώνει την ευγένεια στον πλούτο και την καταγωγή, ενώ στον αντίλογό του –που μεταφράζεται εδώ– ο Φλαμίνιος, ο (αδήλωτος) νικητής της διαμάχης, τη στηρίζει στην αρετή και το πνεύμα.

~.~ 

ΜΠΟΥΟΝΑΚΟΡΣΟ ΝΤΑ ΜΟΝΤΕΜΑΝΙΟ

Περί ευγενείας
(O λόγος του Γάιου Φλαμίνιου) [1]

Είναι μεγάλη μου τιμή, έγγραφοι πατέρες[2], να προσέρχομαι ενώπιόν σας, και να απευθύνομαι σε ανθρώπους με πνεύμα τόσο ευγενές όταν το αντικείμενο της ομιλίας μου είναι η ευγένεια· διότι πουθενά αλλού δεν βρίσκει κανείς συγκεντρωμένη και εδραιωμένη τόση ευγένεια. Είναι για μένα πολύ ευχάριστο, αληθινή ευλογία, να μιλώ σε κοινό τόσο αμερόληπτο, γνωστικό και ενάρετο, από το οποίο είναι αδύνατον να εκφερθεί μια κρίση άδικη, σκοτεινή ή αναπάντεχη. Μα στη σημερινή αντιδικία, έγγραφοι πατέρες, ένα καινούργιο ζήτημα τίθεται στην κρίση σας, και πρέπει να βαδίσετε με τεταμένη την προσοχή, αφού δεν θα αποφανθείτε για ζήτημα ιδιωτικό, αλλά για κάτι το οποίο, κατά τη γενική προσδοκία, το βούλευμά σας θα αποτελέσει καθολικό και αιώνιο νόμο για όλα τα έθνη. Παρόλο που δεν το συνηθίζει, σήμερα σύσσωμος ο ρωμαϊκός λαός αναμένει εναγωνίως την κρίση σας. Η προσοχή όλων των Ρωμαίων πολιτών αλλά και όλων των ξένων είναι στραμμένη πάνω σας. Τους ενδιαφέρει αφενός να μάθουν ποιον πρέπει να παντρευτεί η Λουκρητία, αφετέρου δε, και κυρίως, ποιος πρέπει να θεωρείται ευγενής. Σας ικετεύω, λοιπόν, περιφανείς συγκλητικοί, να λάβετε σοβαρά υπόψη τη σπουδαιότητα της υπόθεσης. Παρόλο που όλες οι υποθέσεις πρέπει να αποφασίζονται με γνώμονα τη δικαιοσύνη, τούτο απαιτείται ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις που αφορούν τα πιο σημαντικά και κρίσιμα ζητήματα. (περισσότερα…)

Λορέντσο Βάλλα, Εγκώμιο Αγίου Θωμά Ακινάτη

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς οι Δομινικανοί εισήγαγαν την παράδοση να προσκαλούν εξέχουσες προσωπικότητες εκτός του τάγματος προκειμένου να απευθύνουν πανηγυρικούς για τον Άγιο Θωμά Ακινάτη κατά την 7η Μαρτίου, την ημέρα τίμησης και μνήμης του. Στη σχετική παράδοση των Δομινικανών της Ρώμης, η παλαιότερη ομιλία που διασώζεται είναι εκείνη του Λορέντσο Βάλλα, θεμελιωτή της νεότερης φιλολογίας και ιστορικής κριτικής, η οποία εκφωνήθηκε το 1457 στη Βασιλική της Santa Maria sopra Minerva. Ο λόγος του Βάλλα, βέβαια, είναι ο λιγότερο αντιπροσωπευτικός και έχει πολλάκις χαρακτηρισθεί «αντι-πανηγυρικός». Δεν είναι τυχαίο ότι, καθώς μαθαίνουμε από συγκαιρινές πηγές, έτυχε ιδιαιτέρως δυσμενούς υποδοχής. Λαμβάνοντας υπόψη την εκτεταμένη αναζωογόνηση του θωμισμού στις αρχές του 15ου αιώνα –με τον Ακινάτη να έχει καταστεί κεντρικό σημείο αναφοράς της δομινικανής αυτοσυνειδησίας και τη Summa να επισκιάζει ως εγχειρίδιο ακόμα και τις Sententiae του Πέτρου Λομβαρδού–, οι ακροατές ενός λόγου που όχι μόνον αμφισβητούσε τη διαιώνια και υπερχρονική αξία της θωμιστικής φιλοσοφίας αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, την καταδείκνυε και ως παράδειγμα προς αποφυγή, πρέπει να ένιωσαν τουλάχιστον αμήχανα. Στο Εγκώμιο του Αγίου Θωμά Ακινάτη ο Βάλλα συνοψίζει αφενός τις ρηξικέλευθες αντιμεταφυσικές του θέσεις και αφετέρου τον βιβλικό ανθρωπισμό που θα επηρέαζε αποφασιστικά μεταγενέστερους συγγραφείς, και πιο χαρακτηριστικά τον Έρασμο.

Στο προοίμιο ο Βάλλα υπερασπίζεται την πρακτική της επίκλησης των θείων κατά την έναρξη μιας ομιλίας. Στη διήγηση παρουσιάζει ένα μακροσκελές σκεπτικό δυσπιστίας απέναντι στην τυπική διάκριση των αγίων σε «μάρτυρες» και «ομολογητές», εντός της οποίας οι δεύτεροι θεωρούνται γενικά υποδεέστεροι των πρώτων. Ο Θωμάς, εξηγεί ο Βάλλα, αν και συγκαταλέγεται στους «ομολογητές», είναι στην πραγματικότητα ανώτερος από πολλούς «μάρτυρες». Οδηγώντας δε το σκεπτικό στην υπερβολή, φθάνει να τον συγκαταριθμήσει μεταξύ των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, προκειμένου ακριβώς να αναγνωρίσει, γρήγορα και έντεχνα, την ανάγκη να τον εγκωμιάσει με αυστηρή αίσθηση του μέτρου. Στη σχετικά σύντομη απόδειξη ο Θωμάς επαινείται τόσο για τις αρετές του όσο και για τα σημάδια θεϊκής εύνοιας που συνόδευσαν τη ζωή του.

Το πιο διάσημο μέρος της ομιλίας του Βάλλα είναι, δίχως αμφιβολία, ο έλεγχος. Εκεί ο Βάλλα, αφού μεμφθεί με λεπτότητα την υποτιθέμενη πανεπιστημοσύνη του Ακινάτη, στρέφεται εναντίον τόσο του αντικειμένου, όσο και της ορολογίας της σχολαστικής μεταφυσικής. Για το πρώτο παρατηρεί ότι η σύμφυρση της θεολογίας με την –εγγενώς– σαθρή φιλοσοφία καταφέρνει μόνον να επιτείνει την άγνοια και την περιπλοκή γύρω από ιερά ζητήματα. Ως προς το δεύτερο, υπενθυμίζει τον βεβιασμένο/απερίσκεπτο χαρακτήρα της μεταφοράς ελληνικών φιλοσοφικών όρων στα λατινικά καθώς και ότι οι Λατίνοι πατέρες της εκκλησίας, κατεξοχήν εκείνοι του 4ου και του 5ου αιώνα, ουδέποτε υιοθέτησαν τέτοια ορολογία. Εκφράζοντας, λοιπόν, την αποστροφή του απέναντι στην τεχνητή και αφύσικη γλώσσα της σχολαστικής και πιστός στην προάσπιση του πρωτείου της ρητορικής έναντι της φιλοσοφίας, προβάλλει ως ανώτατο πρότυπο θεολογικού λόγου και ύφους τον Παύλο. Στον επίλογο ο Βάλλα παρουσιάζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αποτίμηση και αντιπαραβολή των διδασκάλων της εκκλησίας σε Δύση και Ανατολή, δίνοντας στον Θωμά μια θέση πλάι στον Ιωάννη Δαμασκηνό.

~.~

ΛΟΡΕΝΤΣΟ ΒΑΛΛΑ

Εγκώμιο Αγίου Θωμά Ακινάτη [1]

I 1 Στα αρχαία χρόνια, τόσο στους Έλληνες όσο και στους Λατίνους, όταν κάποιος επρόκειτο να αγορεύσει για ένα σπουδαίο θέμα ενώπιον δικαστών ή του πλήθους, είθιστο να ξεκινά με μια επίκληση των θείων[2]. 2 Νομίζω πως τούτο το τελετουργικό εισήχθη από τους λάτρεις του αληθινού θεού, όπως άλλωστε και οι θυσίες, οι απαρχές[3], οι ιεροτελεστίες και άλλες μορφές τίμησης των θείων. Έπειτα δε, τούτο το τελετουργικό, όπως και όλα τα υπόλοιπα, μεταφέρθηκε από την αληθινή θρησκεία στις ψεύτικες. Αναμφισβήτητα, από όλα τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι τούτο ξεχωρίζει ως η τερατωδέστερη ανοσιότητα και αποτελεί, ενδεχομένως, τη ρίζα όλων των κακών: να αποτίνουν τη θρησκευτική λατρεία που οφείλεται στον αθάνατο θεό και μοναδικό δημιουργό, στους θνητούς και τα δημιουργήματα. 3 Τούτη η συνήθεια, αφού ευδοκίμησε για πολλούς αιώνες και στα δύο έθνη, άρχισε σταδιακά να χάνει τη δύναμή της και οι άνθρωποι, είτε επρόκειτο να υπερασπιστούν καλό σκοπό, είτε κακό, έπαψαν να επικαλούνται τα θεία. Όσοι υπερασπίζονταν κακό σκοπό έπαψαν να τα επικαλούνται είτε επειδή δεν πίστευαν ότι υπάρχουν θεοί, είτε επειδή τους έτρεμαν (αφού, οποιοσδήποτε απευθύνει μια ικεσία στους θεούς, την απευθύνει προκειμένου να διασφαλίσουν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, πράγματα που ο κακός αποστρέφεται). Όσοι από την άλλη υπερασπίζονταν έναν καλό σκοπό, αφενός ήθελαν να καλλιεργούν την εντύπωση πως αποδίδουν μεγαλύτερη βάση στη θεσμοσύνη τους έναντι της κηδεμονίας των θεών, αφετέρου θεωρούσαν πως θα φαίνονταν πιο ανδροπρεπείς και σπουδαίοι εάν δεν κατέφευγαν διαρκώς σε ικεσίες προς τους θεούς όπως κάνουν οι γυναίκες (καθώς θεωρείτο τότε γυναικίσιο, και όχι ανδροπρεπές, να επικαλείσαι τα θεία, για αυτό και ο Κάτων -στον Σαλούστιο- λέει: «η αρωγή των θεών δεν εξασφαλίζεται ούτε με υποσχέσεις, ούτε με γυναικίσια παρακάλια»[4]). (περισσότερα…)

Ανδρέας Καπελλάνος, Περί έρωτος

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το σύγγραμμα στο οποίο η χειρόγραφη παράδοση αποδίδει συχνά τον τίτλο De amore (Περί Έρωτος), είναι αρκετά βέβαιο πως συντάχθηκε περί το 1185. Ο συγγραφέας του συστήνεται με το όνομα «Ανδρέας» και εσωτερικές –κυρίως–αναφορές παγίωσαν την παράδοση να αναφέρεται ως «Ανδρέας, Καπελλάνος της Βασιλικής Αυλής του Παρισιού». Εάν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα και αυτή η πραγματική του ιδιότητα, είναι τουλάχιστον αμφίβολο· ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ο συγγραφέας να ήταν κληρικός. Το έργο στάθηκε εξαιρετικά δημοφιλές. Τη δημοτικότητά του, μάλιστα, δεν κατάφερε να κάμψει σθεναρά ούτε και η περιβόητη condemnatio του 1277 που το οδήγησε στην πυρά. Ο συντάκτης της καταδίκης, Ετιέν Τεμπιέ, επίσκοπος του Παρισιού, πλάι στις 219 φιλοσοφικές-θεολογικές θέσεις που στηλίτευσε και απαγόρευσε εκεί, παρέσχε σε τούτο το έργο τη σπάνια «τιμή» να το περιλάβει σε εκείνα που καταδικάζονται ονομαστικά.

Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, το σύγγραμμα του Ανδρέα θεωρήθηκε η επιτομή του «αυλικού έρωτα» (amour courtois): δίνει, υποτίθεται, μια συστηματική αποτύπωση των γενικώς συνεκτικών ιδεών περί έρωτα που ενέπνεαν τους τροβαδούρους και τους συγγραφείς ερωτικής λογοτεχνίας της ώριμης μεσαιωνικής περιόδου. Σήμερα, ωστόσο, η ιστοριογραφική αξία της υπόθεσης του «αυλικού έρωτα» έχει υποβαθμιστεί και αναγνωρίζεται ευρέως ότι οι συγκαιρινές συλλήψεις περί έρωτα ήταν πολύ πιο διαφορισμένες.

Η υποτιθέμενη συνοχή του φαινομένου του «αυλικού έρωτα» δεν θα μπορούσε να αναγνωσθεί ούτε και εντός του ίδιου του Περί Έρωτος. Το έργο αντιστέκεται σε κάθε προσπάθεια εύκολης ταξινόμησης και ερμηνείας. Η πραγματεία, ο διάλογος, ο επιστολικός λόγος, το διήγημα, η συλλογή αφορισμών είναι κάποια από τα γραμματειακά είδη που συμπλέκονται απροσδόκητα στο κείμενο και, παρόλο που το ψυχαγωγικό αποτέλεσμα είναι, ομολογουμένως, εντυπωσιακό, η ποικιλία αυτή, σε συνδυασμό με τις έντεχνες και επιτηδευμένες εξακτινώσεις (και αντιφάσεις) του κειμένου, καθιστούν την ερμηνεία του εξαιρετικά δύσκολη.

Το απόσπασμα που μεταφράζεται εδώ είναι το κεφάλαιο που ολοκληρώνει το δεύτερο βιβλίο του έργου. Με εικονοποιητική δεξιοτεχνία, ο Ανδρέας συντάσσει μια ιπποτική αφήγηση που προλογίζει τη διατύπωση των περίφημων «κανόνων του έρωτα» (regulae amoris) οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα αποτελέσουν το καταστατικό κείμενο ενός «δικαστηρίου του έρωτα».

~.~

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΠΕΛΛΑΝΟΣ

«Οι Κανόνες του Έρωτα»  [1]

(Περί Έρωτος, βιβλίο ΙΙ, κεφ. 8)

Ας περάσουμε τώρα στους κανόνες του έρωτα. Θα προσπαθήσω να σου παρουσιάσω εν συντομία τους κανόνες που λέγεται ότι ο ίδιος ο βασιλιάς του έρωτα άρθρωσε προφορικά, διατυπώνοντάς τους εν συνεχεία και γραπτά προς χρήση όλων των ερωτευμένων. Ένας, λοιπόν, από τους ιππότες της Βρετανίας διέσχιζε μονάχος το βασιλικό δάσος με σκοπό να συναντήσει τον Αρθούρο. Όταν βρέθηκε στα βύθια του δάσους, αντάμωσε απροσδόκητα μια νεαρή κοπέλα εκπάγλου καλλονής, η οποία καθόταν επάνω σε ένα υπέροχο άλογο και έπλεκε τα μαλλιά της. Ο ιππότης έσπευσε να τη χαιρετήσει και η ίδια ανταποκρίθηκε ευγενικά. Του είπε, λοιπόν, η κοπέλα: «Αυτό που αναζητάς, Βρετανέ, δεν θα μπορέσεις να το βρεις όσο και να προσπαθήσεις, παρά μόνον εάν λάβεις τη βοήθειά μας». Ο ιππότης σάστισε όταν το άκουσε αυτό, και αμέσως τη ρώτησε εάν ήταν σε θέση να του πει για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί. Εάν ήξερε να του πει, τότε θα έδινε βάση στα λόγια της. Η νεαρή κοπέλα απάντησε: «Όταν γύρεψες τον έρωτα μιας Βρετανίδας δέσποινας, εκείνη σου είπε ότι δεν θα μπορούσες ποτέ να τον αξιωθείς, παρά μόνον εάν της έφερνες το νικηφόρο γεράκι που λένε πως ριζώνει στην αυλή του Αρθούρου, πάνω σε κούρνια χρυσή». Ο Βρετανός παραδέχθηκε ότι όλα αυτά αληθεύουν. Τότε η κοπέλα του είπε: «Δεν θα μπορέσεις να αποκτήσεις το γεράκι που αναζητάς, εκτός και αν πρώτα βεβαιώσεις, μονομαχώντας στο παλάτι του Αρθούρου, ότι απολαμβάνεις τον έρωτα μιας δέσποινας πιο όμορφης από όλες όσες ζουν στο παλάτι του. Δεν θα μπορέσεις καν να μπεις στο παλάτι, παρά μόνον εάν δείξεις στους φρουρούς την περιχειρίδα για το γεράκι. Και ούτε είναι δυνατόν να αποκτήσεις την περιχειρίδα, παρά αγωνιζόμενος σε διπλή μονομαχία εναντίον δύο ισχυρότατων ιπποτών». (περισσότερα…)

Νεύτων, Γενικό Σχόλιο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η πρώτη έκδοση των Μαθηματικών αρχών της φυσικής φιλοσοφίας (1687) δεν περιείχε επίλογο αφού ο Νεύτων απέφυγε να περιλάβει την conclusio που είχε σχεδιάσει. Όταν έφθασε η ώρα της δεύτερης έκδοσης του έργου (1713), είχε καταστεί πια απαραίτητο για τον Νεύτωνα να απαντήσει στους επικριτές του και να διορθώσει βασικές παρανοήσεις. Έχοντας συντάξει και απορρίψει διάφορες εκδοχές σχολιασμού ή/και επιλογικού σημειώματος, κάλυψε τελικά το κενό προσθέτοντας το Γενικό Σχόλιο. Ελαφρώς επεξεργασμένο, το Σχόλιο περιλήφθηκε και στην τρίτη –και τελευταία– έκδοση των Principia, δημοσιευμένη το 1726. Το Γενικό Σχόλιο –οι διασημότερες σελίδες που έγραψε ποτέ ο Νεύτων– συνιστά επιτομή και παρακαταθήκη ανέθιστης πυκνότητας. Στην τελική του μορφή περιλαμβάνει μόλις 1442 λέξεις και χωρίζεται σε έξι περιεκτικές παραγράφους, στις οποίες σμιλεύονται ιδέες που εκτείνονται από τη φυσική έως τη θεολογία, και από τη φιλοσοφία της επιστήμης έως τη γνωσιολογία. Συνυφασμένη δε άρρηκτα με την πυκνότητα της γραφής είναι και η πολεμική διάθεση που το διαπνέει. Γιατί, αν σε κάποιον βαθμό είναι απολύτως αναγνωρίσιμοι οι αποδέκτες των βελών του, γνωρίζουμε ταυτόχρονα πως ο Νεύτων επέλεξε σε ορισμένα σημεία μια γραφή σχεδόν κρυπτική προκειμένου να συγκαλύψει «αιρετικές» πεποιθήσεις που μόνον πεπαιδευμένοι αναγνώστες ήταν δυνατό να αποκωδικοποιήσουν.

Στις δύο πρώτες παραγράφους, ο Νεύτων συνοψίζει την κριτική του εναντίον της «θεωρίας των δινών». Αποκούμπι του μηχανικισμού επί σχεδόν μια εκατονταετία, η θεωρία των δινών απορρίπτει την ιδέα του κενού και τη δυνατότητα αιτιακής και αδιαμεσολάβητης διάδρασης ανάμεσα σε σώματα που τα χωρίζει μεγάλη απόσταση. Υποθέτει ότι τις κινήσεις και την τροχιά των ουρανίων σωμάτων καθορίζει η ισορροπία ανάμεσα σε φυγόκεντρες δίνες ρευστής ύλης που τα ίδια τα ουράνια σώματα δημιουργούν. Πέρα από τον Ντεκάρτ, ο Νεύτων σημαδεύει οπωσδήποτε εδώ τον Λάιμπνιτς και τον Χόυχενς. Υπενθυμίζει τα εσφαλμένα «μαθηματικά» της υπόθεσης των δινών, την αδυναμία της τελευταίας να εξηγήσει την κίνηση των κομητών, την ανάγκη αποδοχής του κενού στο διάστημα και, ασφαλώς, την εξηγητική υπεροχή της θεωρίας και των νόμων της βαρύτητας.

Στην τρίτη και τέταρτη παράγραφο ο Νεύτων προχωρά σε μεταφυσικές και θεολογικές υπογραμμίσεις. Η τρίτη περιλαμβάνει μια από τις κλασσικότερες εκθέσεις του τελολογικού επιχειρήματος. Στην εκτενή τέταρτη παράγραφο, με διαφορά την πιο δυσνόητη του Γενικού Σχολίου, ο Νεύτων στέκεται κριτικά απέναντι σε οποιαδήποτε κατανόηση του Θεού αποτυγχάνει να λάβει σοβαρά υπόψη την πιο σημαντική του ιδιότητα: την παντοκρατορία. Η έννοια του θεού αποτελεί για τον Νεύτωνα έννοια σχέσης, η οποία υποδηλώνει την πραγματική και διαρκή κυριαρχία του υψίστου απέναντι σε όντα που του είναι -από κάθε άποψη- υποτελή. Η αιχμή διατυπώνεται εναντίον του μηχανικιστικού θεϊσμού, ο οποίος περιορίζει τον Θεό στον ρόλο και τη θέση μιας τέλειας αλλά αμέτοχης υπερκόσμιας νόησης. Ταυτόχρονα, όμως, για τον προσεκτικό αναγνώστη, ο Νεύτων σκιαγραφεί μια αντιτριαδική θεολογία στην οποία αναγνωρίζει κανείς στοιχεία παρμένα από τον Φίλωνα τον Αλεξανδρινό έως τους Πλατωνιστές του Κέημπριτζ και τον Λίπσιους, και από την theologia prisca έως τον σοκινιανισμό.

Η πέμπτη παράγραφος περιλαμβάνει την περίδοξη φράση hypotheses non fingo. Ο Νεύτων, υπερμαχόμενος ασφαλώς της πραγματικότητας της βαρύτητας, παραδέχεται ότι δεν έχει κατορθώσει να προσδιορίσει την ακριβή αιτία της. Απροθυμεί όμως να συγκατανεύσει σε αμφισβητήσιμες υποθέσεις. Βάλλοντας ξανά κατά του καρτεσιανού μηχανικισμού, επικρίνει την ετοιμότητά του να υιοθετήσει γενικευμένες θεωρητικές υποθέσεις και να υποκλιθεί σε ύποπτες μεταφυσικές «ποιότητες» που είναι αδύνατον να τεκμηριωθούν μαθηματικά-πειραματικά. Στην τελευταία παράγραφο ο Νεύτων υπαινίσσεται ότι η λύση ίσως βρίσκεται στην κατανόηση της φύσης του λεπτοφυούς «πνεύματος» που φαίνεται να δρα σε φυσικά φαινόμενα που μόλις τότε αρχίζουν να μελετώνται πιο συστηματικά, όπως ο ηλεκτρισμός.

~.~

ΝΕΥΤΩΝ

Γενικό Σχόλιο [1]

Η υπόθεση των δινών είναι κατάφορτη με δυσκολίες. Εάν η ακτίνα που ενώνει κάθε πλανήτη με τον ήλιο διαγράφει εμβαδά ανάλογα προς τον χρόνο, τότε οι περιοδικοί χρόνοι των μερών των δινών θα έπρεπε να είναι ανάλογοι της απόστασής τους από τον ήλιο υψωμένης στο τετράγωνο. Και όπως τα τετράγωνα των χρόνων περιφοράς των πλανητών είναι ανάλογα προς τον κύβο της απόστασής τους από τον ήλιο[2] έτσι και τα τετράγωνα των περιοδικών χρόνων των μερών των δινών θα έπρεπε να είναι ανάλογα προς τον κύβο των αποστάσεών τους. Εάν πρέπει να διατηρηθούν οι μικρότερες δίνες που περιφέρονται κυκλικά γύρω από τον Κρόνο, τον Δία και τους άλλους πλανήτες, θεωρώντας πως πλέουν σε κατάσταση ηρεμίας πάνω στη δίνη του Hλίου, τότε οι περιοδικοί χρόνοι των μερών της ηλιακής δίνης πρέπει να είναι οι ίδιοι. Όμως οι περιστροφές του Hλίου και των πλανητών γύρω από τον άξονά τους, οι οποίες θα έπρεπε να συμφωνούν με τις κινήσεις των δινών τους, αποκλίνουν από όλες αυτές τις αναλογίες. Οι κινήσεις των κομητών είναι απολύτως τακτικές, υπακούν δε στους ίδιους νόμους που ισχύουν για τις κινήσεις των πλανητών, ωστόσο δεν μπορούν να εξηγηθούν μέσω των δινών. Οι κομήτες διαγράφουν εξαιρετικά έκκεντρες κινήσεις, και μάλιστα σε όλα τα μέρη των ουρανών, πράγμα που δεν θα ήταν δυνατόν να συμβαίνει παρά μόνον εάν αρνούμαστε την ύπαρξη των δινών. (περισσότερα…)

Κασσάνδρα Φεντέλε, Γραμμάτων Εγκώμιο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Στο Κουατροτσέντο κυριαρχεί πια η σύλληψη μιας μεγάλης «πολιτείας των γραμμάτων» με επίκεντρο τις ανθρωπιστικές σπουδές (studia humanitatis, artes humaniores). Σε τούτο τον θαυμαστό νέο κόσμο, οι ανθρωπιστές ανταγωνίζονται σε υπόληψη, αξιώματα και παραγωγή. Η querelle des femmes αναπτύσσει ιδιαίτερη δυναμική στο πλαίσιο αυτό, με γυναίκες πρωτοπόρους να διεκδικούν πια μια θέση στην κοινότητα των ανθρωπιστών.

Η Κασσάνδρα Φεντέλε (1465-1558), γόνος αστικής οικογένειας της Βενετίας, αποτέλεσε μια από τις διασημότερες φωνές αυτής της προσπάθειας. Η φήμη της απλώνεται ξαφνικά σε ολόκληρη την Ευρώπη όταν γίνεται μια από τις πρώτες γυναίκες που αγορεύουν δημοσίως πάνω σε ανθρωπιστική θεματολογία, σε μια ιστορική ομιλία που εκφωνήθηκε στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, το 1487. Στη δεύτερη ομιλία της, το «Γραμμάτων Εγκώμιο», η Φεντέλε αναπτύσσει θεματολογία που είχε εκθέσει ήδη στην πρώτη, όμως το ερώτημα γίνεται τώρα ακόμα πιο συγκεκριμένο: ποια είναι η ωφελιμότητα της μελέτης των γραμμάτων και για το γυναικείο φύλο;

Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία, πάντως η Φεντέλε εκφώνησε τον λόγο ενώπιον του δόγη Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο και της Βενετικής Συγκλήτου. Αντιμέτωπη με ένα ανδρικό ακροατήριο, υιοθετεί και αξιοποιεί έντεχνα -σχεδόν ειρωνικά- τη γραμματειακή σύμβαση της υποβάθμισης του φύλου της, και υπερασπίζεται την απόφασή της για μια καριέρα στα γράμματα καθώς και την ωφελιμότητα των ανθρωπιστικών σπουδών για όλους τους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες.

~.~

 ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΦΕΝΤΕΛΕ

Γραμμάτων εγκώμι0 [1]

Γαληνότατε Hγεμόνα, Πατέρες της Δημοκρατίας μας[2], ελλογιμότατοι Άνδρες· είναι αλήθεια πως ο εξαίρετος ρήτορας και φιλόσοφος Τζιόρτζιο Βάλλα[3], ο οποίος με τιμά βαθιά με την παρουσία του σήμερα, με εγκαρδίωσε και με παρακίνησε να στοχαστώ πού άραγε μπορεί να οδηγήσει το ασθενές φύλο η κοπιώδης εμβύθιση στις ανθρωπιστικές σπουδές, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη ότι και εγώ η ίδια έχω βαλθεί να κατακτήσω την αθανασία μέσω των σπουδών αυτών. Αποφάσισα λοιπόν να υποκύψω στην επίμονη προσδοκία και αξίωσή του να μιλήσω δημόσια, παρόλο που, ούσα γυναίκα, στέκομαι ενώπιόν σας κοκκινίζοντας από ταπεινοσύνη, αφού μου είναι αδύνατον να λησμονήσω ότι η ευφυΐα μου είναι περιορισμένη. Σε τέτοιες περιστάσεις οι απλοί άνθρωποι τα χάνουν από τη ντροπή, με αποτέλεσμα να καταντούν κουραστικοί -και φυσικά δεν αποτελώ εξαίρεση εγώ, παρόλη την αφοσίωσή μου στις ανθρωπιστικές τέχνες.

Μην σαστίσετε λοιπόν εάν στο πρώτο μέρος της ομιλίας μου, εγώ, η Κασσάνδρα, φανώ αδύναμη να τιθασεύσω το δείλιασμα του νου και της ψυχής μου, ή αρχίσω να τραυλίζω. Όταν μάλιστα αναλογίστηκα τη σπουδαιότητα του θέματος για το οποίο θα μιλούσα ενώπιον ενός τόσο εκλεπτυσμένου και έξοχου κοινού, συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχουν λόγια τόσο δαψιλή, τόσο έκλαμπρα και διαλεχτά τα οποία, ακόμα και αν τα εκφωνούσε ο ευγλωττότερος ρήτορας, δεν θα ωχριούσαν μπροστά στη λογιοσύνη και τη θωριά σας, καταλήγοντας να ακουστούν πεζά, αδιάφορα και άγαρμπα. Υπάρχει άραγε κάποιος που διαθέτει τέτοια δύναμη και τέτοιο χάρισμα πνεύματος και λόγου ώστε να καταφέρει να αρθεί στο ύψος το οποίο απαιτεί μια αγόρευση που εγκωμιάζει τα ίδια τα γράμματα ή να το κάνει μπροστά σε ένα τόσο πεπαιδευμένο κοινό; Έχοντας λοιπόν απόλυτη επίγνωση της δυσκολίας του έργου αλλά και της ανεπάρκειας των δυνάμεών μου, θα μπορούσα πολύ εύκολα να έχω λιποψυχήσει και να αποφύγω την περίσταση· με συγκράτησαν όμως η αγαθή προαίρεση και η μεγαλοψυχία που σας χαρακτηρίζουν συνολικά. Γνωρίζω καλά ότι δεν αξιώνετε από κάποιον περισσότερα από όσα είναι σε θέση να φέρει εις πέρας, καθώς και ότι δεν συνηθίζετε ούτε να αποβλέπετε σε περισσότερα από  όσα αρμόζουν σε μια περίσταση, ούτε να εναποθέτετε φορτίο βαρύτερο από αυτό που μπορούν να βαστάξουν οι ώμοι εκείνου που στέκεται μπροστά σας. (περισσότερα…)

Βερνάρδος του Κλαιρβώ, Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Περί το 1124 ο Γουλιέλμος, αββάς του Σαιντ-Τιερρύ, φέρεται να παρακάλεσε τον μέντορά του, Βερνάρδο του Κλαιρβώ, να συντάξει μια πραγματεία που θα υπερασπιζόταν το βαθιά διακριτό μοναστικό φρόνημα των Κιστερσιανών στους κόλπους των Βενεδικτίνων. Ο Βερνάρδος, επιφανής ηθικολόγος του 12ου αιώνα και σκαπανέας μιας εντυπωσιακής αναζωογόνησης των Κιστερσιανών, ανταποκρίθηκε μάλλον άμεσα, συγγράφοντας ένα από τα διασημότερα κείμενα της δυτικής μεσαιωνικής μοναστικής γραμματείας: την Απολογία.

Την πιο επιδραστική στιγμή του κειμένου σηματοδοτούν αναμφίβολα οι ενότητες 28-29, όπου ο Βερνάρδος συντάσσει μια πολεμική εναντίον της ακόρεστης επιθυμίας για πολυδάπανη (αναπαραστατική) τέχνη ή/και διακόσμηση σε μοναστικούς τόπους λατρείας, την οποία αντιπροσώπευε, ίσως πιο χαρακτηριστικά, η κλουνιακή πτέρυγα. Στις ενότητες αυτές αναβλύζει ρηξικέλευθη αισθητική σκέψη ενώ από ιστορική άποψη είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι η πραγματεία του Βερνάρδου είναι συγκαιρινή της άνθισης της ρομανικής και γοτθικής τέχνης.

~.~

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΚΛΑΙΡΒΩ

Απολογία προς τον αββά Γουλιέλμο

(28-29) [1]

ΧII. 28. Αλλά αυτά είναι ασήμαντα. Θα σχολιάσω τώρα τα μεγάλα, τα οποία, βέβαια, μοιάζουν μικρά, επειδή είναι τόσο κοινά. Δεν θα πω τίποτα για το τεράστιο ύψος, το υπερβολικό μήκος και το περιττό πλάτος των χώρων προσευχής, τον δαπανηρό καταστολισμό και τις εξεζητημένες απεικονίσεις που τραβούν το βλέμμα του προσευχόμενου και περιορίζουν την ευλάβειά του, και που, προσωπικά, μου φαίνεται λες και αναβιώνουν την αρχαία εβραϊκή λατρεία. Και θα παραδεχθώ ότι όλα αυτά γίνονται προς τιμήν του Θεού. Ωστόσο, θα απευθύνω ως μοναχός στους μοναχούς το ερώτημα που απηύθυνε ο εθνικός στους εθνικούς: «Πείτε μου, ποντίφικες», είχε πει, «τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;»[2].

Δίνοντας δε σημασία στο νόημα και όχι στο μέτρο του στίχου, παραφράζω το ερώτημα: «Πείτε μου, φτωχοί, αν είστε πραγματικά φτωχοί, τι κάνει το χρυσάφι στο ιερό;». Ας μην συγχέουμε εδώ τους επισκόπους με τους μοναχούς. Γνωρίζουμε ότι οι επίσκοποι, έχοντας ευθύνη απέναντι τόσο στους σοφούς όσο και στους αμόρφωτους[3], χρησιμοποιούν τον υλικό καλλωπισμό για να διεγείρουν την ευλάβεια ενός σαρκικού πλήθους, αφού δεν είναι δυνατόν να το επιτύχουν αυτό με τον πνευματικό.  Εμείς, όμως, που αποσυρθήκαμε από αυτό το πλήθος, εμείς που αφήσαμε τα πολύτιμα και υπέροχα πράγματα του κόσμου για χάρη του Χριστού[4], εμείς που επιλέξαμε να θεωρούμε καθετί που λάμπει από ομορφιά, ηχεί απαλά, ευωδιάζει γλυκά, τέρπει τη γεύση μας ή είναι ευχάριστο στην αφή -εν ολίγοις, όλες τις σωματικές απολαύσεις- σκέτη κοπριά προκειμένου να κερδίσουμε τον Χριστό[5], ποιανού την ευλάβεια περιμένουμε να διεγείρουμε με αυτόν τον καλλωπισμό; Πού αποσκοπούμε ακριβώς[6]; Στον θαυμασμό των αδαών, ή άραγε στις προσφορές των αφελών;  Ή μήπως, επειδή συγχρωτιστήκαμε με τους εθνικούς, υιοθετήσαμε τους τρόπους τους[7] και υπηρετούμε τα είδωλά τους; (περισσότερα…)

Γιοχάννες Κέπλερ, Όνειρο, ή Σεληνιακή Αστρονομία

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια ο Κέπλερ (1571-1630), θαυμαστής του Κοπέρνικου, γοητευόταν ζωηρά από μια πρωτότυπη απορία: πώς, άραγε, θα αντιλαμβανόταν τα ουράνια φαινόμενα ένας παρατηρητής εγκατεστημένος στη Σελήνη; Το ερώτημα αυτό παρείχε το ερέθισμα για τη συγγραφή, αρκετά χρόνια αργότερα, ενός σύντομου έργου κοσμικής φαντασίας με τίτλο «Όνειρο ή Σεληνιακή Αστρονομία». Το κείμενο συντάχθηκε περί το 1609, με τον Κέπλερ να επιστρέφει σε αυτό και να το επεξεργάζεται εντατικά από το 1622 έως το 1630, συμπληρώνοντας την αφήγηση με 223 επεξηγηματικές σημειώσεις -τετραπλάσιες σε έκταση από την ίδια τη νουβέλα. Τμήμα του έργου εκδόθηκε πριν τον θάνατο του Κέπλερ, όμως την πρώτη ολοκληρωμένη εκδοση επιμελήθηκε το 1634 ο γιος του, Λούντβιχ.

Το έργο αφηγείται ένα οδοιπορικό στη Σελήνη. Η πρωτοτυπία του, όμως, δεν έγκειται σε αυτό, αφού η κοσμική φαντασία αποτελεί γραμματειακό είδος δημοφιλές ήδη από την αρχαιότητα (ο ίδιος ο Κέπλερ αναγνωρίζει την οφειλή του στον Πλούταρχο και τον Λουκιανό), ενώ είχε σημειώσει νέα άνθηση κατά την Αναγέννηση. Αυτό που κάνει το «Όνειρο» να ξεχωρίζει στη σχετική γραμματειακή παράδοση, πέρα από το βαρύ όνομα του συγγραφέα του, είναι ότι αποτελεί το πρώτο έργο στο οποίο η φαντασία γίνεται πραγματικά «επιστημονική», αλληγορώντας μάλιστα μοναδικά τη μετάβαση από την άγνοια στην επιστημονική γνώση.

Ο Κέπλερ αξιοποιεί την τεχνική της διήγησης που ενσωματώνει επάλληλες διηγήσεις. Σε κοσμολογικά συγκείμενα η τεχνική απαντά ήδη στον –αγαπημένο του Κέπλερ– Τίμαιο και αξιοποιείται κατά κόρον στη μακραίωνη ιστορία της γραμματείας της κοσμικής φαντασίας. Η υιοθέτηση της σύμβασης αυτής αποσκοπεί, επιπροσθέτως, στο να παράσχει κάποια κάλυψη στον Κέπλερ, έναν αληθινό μάρτυρα της επιστήμης. Η αφήγηση ξεκινά από τον ίδιο, περνώντας σύντομα στη φωνή του φανταστικού Ισλανδού συγγραφέα Δουρακότου. Με τη μεσολάβηση της μάγισσας Φιολξίλδης, μητέρας του Δουρακότου, η αφήγηση περνά στην τραχιά φωνή ενός «δαιμονίου» από τη Λεβανία (Σελήνη). Το δαιμόνιο αυτό το επικαλείται κανείς εκφωνώντας 21 γράμματα, με τον Κέπλερ να επεξηγεί στη σχετική σημείωση ότι τόσα είναι τα γράμματα που απαρτίζουν τη φράση «Κοπερνίκεια Αστρονομία» (Astronomia Copernicana). Ως δαιμόνιο πια, ο Κέπλερ χαρίζει μια συναρπαστική περιγραφή του ίδιου του ταξιδιού προς τη Σελήνη και, κυρίως, των ουρανίων φαινομένων και σωμάτων –πάνω από όλα της Γης– όπως τα αντιλαμβάνονται οι κάτοικοι των δύο ημισφαιρίων του δορυφόρου μας. Καταλήγει με μια αναπαράσταση της γεωγραφίας της Σελήνης και των αξιοπερίεργων πλασμάτων που ζουν εκεί. Η απελευθερωτική αφήγηση διακόπτεται όταν ο Κέπλερ ξυπνά, απότομα, από το σεληνιακό του αστρονομικό όνειρο.

~.~

ΓΙΟΧΑΝΝΕΣ ΚΕΠΛΕΡ

Όνειρο,
ή Σεληνιακή Αστρονομία 
[1]

Το 1608, ενόσω μαινόταν η διαμάχη μεταξύ των δύο αδελφών –του αυτοκράτορα Ροδόλφου και του Αρχιδούκα Ματθία[2]– ο λαός αναζητούσε προηγούμενα για όσα συνέβαιναν στην ιστορία της Βοημίας. Παρακινημένος από την περιρρέουσα φιλοπεριέργεια, επιδόθηκα και εγώ στη μελέτη των θρύλων της Βοημίας. Τότε έτυχε να διαβάσω για τη μυθική Λιβούσα[3], την ξακουστή για τη μαγική της τέχνη. Συνέβη, λοιπόν, το εξής. Μια νύχτα, λίγο αφότου είχα περιεργαστεί τη Σελήνη και τους αστέρες, πλάγιασα στον καναπέ μου και βυθίστηκα σε ύπνο πυκνό. Ονειρεύτηκα ότι είχα αγοράσει από το παζάρι ένα βιβλίο για να διαβάσω. Και το βιβλίο περιείχε την παρακάτω αφήγηση:

«Το όνομά μου είναι Δουρακότος και πατρίδα μου είναι η Ισλανδία, την οποία οι αρχαίοι αποκαλούσαν Θούλη[4]. Μητέρα μου ήταν η Φιολξίλδη, της οποίας ο πρόσφατος θάνατος μου χάρισε πια τη δυνατότητα να γράψω, πράγμα που ήθελα να κάνω εδώ και καιρό[5]. Γιατί όσο ζούσε, η μητέρα μου φρόντιζε με κάθε τρόπο να με αποτρέψει. Επαναλάμβανε ότι είναι πολλοί οι μοχθηροί που επιβουλεύονται τις τέχνες και οι οποίοι, εξαιτίας της άγνοιάς τους, χλευάζουν αυτό που δεν μπορεί να συλλάβει το φτωχό τους μυαλό και θεσπίζουν εναντίον του νόμους επιβλαβείς για το ανθρώπινο γένος. Σύμφωνα με αυτούς τους νόμους, πολλοί είναι οι άνθρωποι που θα έπρεπε να έχουν καταδικαστεί και καταβαραθρωθεί στην άβυσσο της Χέκλας[6]. Πώς έλεγαν τον πατέρα μου η Φιολξίλδη δεν μου αποκάλυψε ποτέ. Μου ανέφερε μόνον ότι ήταν ένας ψαράς που είχε πεθάνει σε ηλικία εκατόν πενήντα ετών, όταν εγώ ήμουν μόλις τριών, και πως ήταν παντρεμένοι για εβδομήντα περίπου χρόνια.

Όταν ήμουν ακόμα πολύ μικρός η μητέρα μου, κρατώντας με από το χέρι ή βαστάζοντάς με στους ώμους της, με πήγαινε συχνά στα χαμηλά των ραχών της Χέκλας, ιδίως κοντά στη γιορτή του Αγίου Ιωάννη[7], όταν ο Ήλιος, ορατός όλο το εικοσιτετράωρο, δεν αφήνει κανέναν χώρο στη νύχτα. Μάζευε πολλά βοτάνια και στη συνέχεια τα μαγείρευε με απόλυτη ιεροτελεστία στο σπίτι. Έφτιαχνε σακιά από δέρμα κατσίκας και όταν αυτά γέμιζαν τα πήγαινε στο γειτονικό λιμάνι για να τα πουλήσει στους καπετάνιους των πλοίων. Έτσι εξασφάλιζε τα προς το ζην. Από περιέργεια έσκισα μια φορά ένα από τα σακιά. Η μητέρα μου, που δεν γνώριζε τι είχα κάνει, το είχε μόλις πουλήσει σε έναν καπετάνιο όταν ξαφνικά το σακί έσκασε και έπεσαν κατάχαμα βοτάνια αλλά και λινά πουγκιά, τα οποία ήταν ποικιλμένα με διάφορα σύμβολα κεντημένα με μεράκι. Αχρηστεύοντας αυτό το σακί της στέρησα ένα μικρό εισόδημα. Τότε η μητέρα μου, λυσσασμένη από οργή, μου ανακοίνωσε ότι θα προσφέρει εμένα στον καπετάνιο αντί για το σακί προκειμένου να κρατήσει τα χρήματα. Την επόμενη κιόλας μέρα το πλοίο σάλπαρε απροσδόκητα από το λιμάνι με ούριο άνεμο και έβαλε πλώρη για τα νησιά της Νορβηγίας. Μετά από κάποιες μέρες φύσηξε βοριάς που έσπρωξε το πλοίο ανάμεσα στη Νορβηγία και την Αγγλία[8]. Ο καπετάνιος διέπλευσε το κανάλι και τράβηξε για τη Δανία καθώς είχε να παραδώσει επιστολές ενός επισκόπου της Ισλανδίας στον Τύχο Μπράχε, τον Δανό, που ζούσε στο νησί Χβεν[9]. Εγώ, δεκατετράχρονο αγόρι ακόμα, αρρώστησα βαριά από τα τραμπαλίσματα του πλοίου και την ασυνήθιστη ζέστη που προκαλεί εκεί ο αέρας. Όταν άραξε το πλοίο, ο καπετάνιος μου εμπιστεύτηκε τις επιστολές και με άφησε στο σπίτι ενός ψαρά του νησιού, σαλπάροντας ξανά με την υπόσχεση να επιστρέψει.

Όταν του παρέδωσα τις επιστολές, ο Μπράχε άρχισε, εμφανώς ευδιάθετος, να μου κάνει πολλές ερωτήσεις. Δεν τις πολυκαταλάβαινα αφού δεν γνώριζα τη γλώσσα, εκτός από ελάχιστες λέξεις. Εκείνος όμως παρήγγειλε στους πολυάριθμους μαθητές του να μου αφιερώσουν αφειδώς χρόνο για να συζητούν μαζί μου. Χάρις στη γενναιοδωρία του Μπράχε, και με εξάσκηση λίγων μόλις εβδομάδων, άρχισα να μιλάω δανέζικα κάπως ανεκτά. Αισθανόμουν έτοιμος και πρόθυμος να απαντώ, τουλάχιστον όσο πρόθυμοι ήταν και εκείνοι να μου απευθύνουν ερωτήσεις. Είχα την ευκαιρία να θαυμάσω πολλά πράγματα που μου ήταν παντελώς άγνωστα. Και, με τη σειρά μου, διηγιόμουν ιστορίες από την πατρίδα μου που προκαλούσαν τον δικό τους θαυμασμό. (περισσότερα…)

Κόιντος Αυρήλιος Σύμμαχος, Για τον Βωμό της Νίκης

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το Υπόμνημα αρ. 3 «Για τον Βωμό της Νίκης» (Relatio III, De Ara Victoriae) του συγκλητικού και κορυφαίου ρήτορα Κόιντου Αυρήλιου Σύμμαχου είναι οπωσδήποτε το πιο διάσημο αλλά και ένα από τα ελάχιστα διασωθέντα κείμενα αντίδρασης των υπερασπιστών της παραδοσιακής ρωμαϊκής θρησκείας απέναντι στην καταστολή που επέβαλαν οι χριστιανοί αυτοκράτορες τον 4ο αιώνα. Ο Βωμός (μαζί με το χρυσό άγαλμα) της θεάς Νίκης εγκαταστάθηκε από τον Αύγουστο το 29 π.Χ. στην Κουρία, την έδρα της Συγκλήτου, και αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα σύμβολα της Ρώμης – σημείο αναφοράς για τη σύνδεση της ευημερίας της πόλης με την εύνοια των θεών. O Βωμός αφαιρέθηκε κατόπιν διαταγής του Κωνστάντιου Β΄ το 357 και αποκαταστάθηκε προσωρινά είτε από τον ίδιο, είτε από τον Ιουλιανό. Το 382 ο Γρατιανός όχι μόνον διέταξε να αφαιρεθεί αλλά εισήγαγε και άλλα κατασταλτικά μέτρα, μεταξύ των οποίων τη διακοπή της χρηματοδότησης των εθνικών λατρευτικών τελετών, την κατάργηση των προνομίων των Εστιάδων Παρθένων και την απαλλοτρίωση περιουσιακών εκτάσεων ορισμένων ιερατικών κολληγίων. Η Σύγκλητος, στην οποία πλειοψηφούσαν οι εκπρόσωποι της παραδοσιακής θρησκείας, εξουσιοδότησε τότε τον Σύμμαχο να παρουσιαστεί στο Μιλάνο (έδρα της αυτοκρατορικής αυλής) και να εκφράσει τη διαμαρτυρία της στον Γρατιανό. Με την έντεχνη μεσολάβηση του Αμβρόσιου, επισκόπου Μιλάνου, αλλά και αντίπαλων συγκλητικών, ο Γρατιανός αρνήθηκε την ακρόαση. Το επόμενο έτος (383) ο Γρατιανός δολοφονείται, ενώ μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας μαστίζεται από λιμό. Τον τελευταίο οι εθνικοί τον ερμηνεύουν ως τιμωρία που επέβαλαν οι θεοί της Ρώμης εξαιτίας της υποβάθμισης της λατρείας τους. Στον θρόνο ανεβαίνει ο 12ετής ετεροθαλής αδελφός του Γρατιανού, Ουαλεντινιανός Β΄. Το 384 ο Σύμμαχος εκλέγεται «πολίαρχος» Ρώμης (Praefectus Urbis Romae) και υποβάλλει το διάσημο υπόμνημά του στον νέο αυτοκράτορα. Αν και γνωστό ως υπόμνημα για την αποκατάσταση του Βωμού της Νίκης, στο κείμενο ο Σύμμαχος υπερμάχεται επίσης της επανακαθιέρωσης των προνομίων και του δικαίου των ιερατικών κολληγίων (κυρίως εκείνων των Εστιάδων Παρθένων) και, γενικότερα, του σεβασμού της πατρώας λατρείας. Το υπόμνημα καταπνίγεται στο αυτοκρατορικό Κονσιστόριο υπό την επίδραση, και πάλι, του Αμβρόσιου. Κομβική ως προς αυτό στάθηκε η επιστολή αρ. 17 του τελευταίου. Σε επόμενη δε επιστολή (αρ. 18), όταν το ζήτημα έχει πια κριθεί, ο Αμβρόσιος απαντά στα επιχειρήματα του Σύμμαχου με ευγλωττία οπωσδήποτε ισάξια του θύραθεν αντιπάλου του.

~.~

ΚΟΪΝΤΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ

Για τον Βωμό της Νίκης

Υπόμνημα ΙΙΙ [1]

Στους Αεισέβαστους Δεσπότες και Αυτοκράτορές μας Ουαλεντινιανό, Θεοδόσιο και Αρκάδιο[2], από τον Λαμπρότατο Σύμμαχο, Πολίαρχο Ρώμης.

1 . Μόλις η περιφανέστατη Σύγκλητος, πάντα αφοσιωμένη σε εσάς, πληροφορήθηκε ότι για τις αδικίες λογοδοτεί πια κανείς στον νόμο και πως ευσεβείς ηγεμόνες λαγαρίζουν τη Ρώμη από τη μαυρίλα που επικράτησε τα τελευταία χρόνια, ενθαρρυμένη δε από τη μεγαλειώδη έλευση μιας πιο ελπιδοφόρας εποχής, έλυσε τη σιωπή της, εξέφρασε την επί μακρόν καταπνιγμένη θλίψη της και με εξουσιοδότησε να την εκπροσωπήσω για δεύτερη φορά προκειμένου να μεταφέρω τις ενστάσεις της. Διότι, την πρώτη φορά, άνδρες ιδιοτελείς είχαν καταφέρει να μου αποστερήσουν το προνόμιο της ακρόασης από τον Θείο[3] Αυτοκράτορα. Εάν δεν το είχαν μεθοδεύσει αυτό, η δικαιοσύνη θα είχε ασφαλώς αποδοθεί, Δεσπότες και Αυτοκράτορές μας.

2 . Απευθύνομαι σε εσάς με διπλή ιδιότητα. Ως πολίαρχος, ενεργώ στο πλαίσιο των δημοσίων καθηκόντων μου, ενώ ως πρεσβευτής είμαι επιφορτισμένος να σας μεταφέρω τη βουλή των πολιτών. Δεν υφίσταται πλέον διάσταση προθέσεων στη Σύγκλητο, αφού οι άνδρες έχουν πάψει πια να πιστεύουν ότι, εκφράζοντας μια προσποιητή διαφωνία, θα κερδίσουν την εύνοια των αυλικών. Το να σε αγαπούν, το να σε σέβονται, το να σε εκτιμούν, είναι πράγματα πολύ σπουδαιότερα από την εξουσία. Ποιος μπορεί να ανέχεται ιδιωτικά συμφέροντα να στρέφονται ενάντια στην πολιτεία; Και δικαίως, φυσικά, η Σύγκλητος πατάσσει εκείνους που ενεργούν προς χάριν της δικής τους ισχύος και όχι υπέρ της δόξας του ηγεμόνα. Οι κόποι μας αποσκοπούν στην περιφρούρηση της Μεγαλοφροσύνης σας. Για ποιον άλλωστε λόγο υπερασπιζόμαστε τους θεσμούς των προγόνων μας και τα δικαιώματα και το πεπρωμένο της πατρίδας μας, παρά για τη δόξα που όλα αυτά επιθέτουν στο παρόν; Και τούτη η δόξα στα αλήθεια εκτινάσσεται όταν ενεργεί κανείς με την επίγνωση πως δεν μπορεί να αντιμάχεται, ούτε στο ελάχιστο, το έθος των προγόνων. (περισσότερα…)