Month: Ιουνίου 2018

Πολυφωνική πραγματεία

galani-melani-1

~.~
της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ~.~

Ελένη Γαλάνη,
Το ανατολικό τέλος,
Μελάνι, 2017

Το ανατολικό τέλος, τρίτο βιβλίο της Ελένης Γαλάνη, είναι ένα πολυεπίπεδο σπονδυλωτό αφήγημα μιας εξόριστης νοσταλγού της πατρίδας και δέσμιας των μεγάλων οριζόντων.

Καταρχήν συγγραφική συνθήκη της συλλογής είναι η συνθετική πρόθεση. Τα επιμέρους ποιήματα είναι οι αρθρώσεις ενός συνθετικού οικοδομήματος που πραγματεύεται τις έννοιες της πατρίδας, του νόστου, της πολυώνυμης εξορίας, της αδυναμίας της επιστροφής. Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο της σύνθεσης. Υπάρχει, όμως, και δεύτερο, καθώς το βιβλίο συνιστά τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, όπως διαβάζουμε στην προλογική σημείωση της ποιήτριας : «Η ποιητική συλλογή Tο ανατολικό τέλος αποτελεί μέρος του πρότζεκτ με τίτλο “το ανατολικό τέλος”, το οποίο περιλαμβάνει χειροποίητα τετράδια ταξιδιού/ταξιδιωτικό ημερολόγιο, φωτογραφίες, μια εγκατάσταση και ένα βίντεο. Το υλικό εκτέθηκε στην γκαλερί TAF (Νορμανού 6, Μοναστηράκι) από τις 26 έως τις 29/9/2017».

Η παραπάνω συγγραφική συνθήκη υπαγορεύει και το είδος της γραφής, όπου ο αναγνώστης δεν αναζητά την ποιητική ουσία μόνο ή κυρίως στη συμπύκνωση του επιμέρους αλλά στο εύρος, στη διασπορά του λόγου που εκτείνεται σε γεωγραφίες, πρόσωπα, τόπους, βιώματα, στοχασμούς και παράγει το αισθητικό της αποτέλεσμα μέσα από την αλληλοδιαύγαση των μερών του συνόλου. Αυτό προϋποθέτει, βέβαια, ότι οι σπόνδυλοι του οργανισμού έχουν την συμπαγή εκείνη ύλη που συντελεί στην σταθερότητα του οικοδομήματος. Ο εγκιβωτισμός, εξάλλου, της συλλογής στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πρότζκεκτ μας παραπέμπει στην σταθερή τάση της σύγχρονης ποίησης να διαρρήξει το κειμενικό της χώρο και να συγκατοικήσει, να συν-εννοηθεί με άλλες καλλιτεχνικές εκφάνσεις, να επεκτείνει την ανοικτότητα και τη δεκτικότητά της. Η γνωστή ώσμωση των μορφών και η παραβίαση των παραδοσιακών στεγανών από τη μια, αλλά, ως προς την ποίηση, η διάγνωση ενός αδιεξόδου της μοναχικής γραφής, της ανεπίδοτης στον σύγχρονο αναγνώστη.

Πώς αποτυπώνονται αυτές οι αρχικές προϋποθέσεις μέσα στο σώμα της γραφής; Πρώτον, μέσω της σκηνοθεσίας του χώρου, δεύτερον μέσω της πολυφωνικής εκφοράς του λόγου, τρίτον μέσω της ποικίλης τροπικότητας της γλώσσας.

Το βιβλίο είναι αρθρωμένο σε τρεις άνισες ενότητες: Α. «Σάρλιτζα», χωρισμένη σε εννέα εξίσου άνισες υποενότητες, Β. «Friedrichstrasse» και Γ. «Το ανατολικό τέλος». Στην αρχή κάθε ποιήματος υπάρχει το όνομα ενός τόπου τοποθετημένο πριν τον τίτλο (Βερολίνο, Παρίσι, Σπιναλόγκα, Ταγγέρη, Νάπολη, Ικαρία, Παλμύρα, Μπέργκεν, Φραγκφούρτη κ.λπ.), αφετηριακό σημείο της έμπνευσης ή και εμβληματικό τοπόσημο της πληθωρικής ανθρωπογεωγραφίας της συλλογής. Όσο για τον τίτλο, παραπέμπει, κατά τα λεγόμενα της συγγραφέως, «στην Οστάνδη, παραθαλάσσια πόλη στο Βέλγιο, γνωστό θέρετρο και σημείο – πέρασμα προς την Αγγλία (Dover). Την περίοδο πριν τον Δ΄ Π. Π. κατέφυγαν εκεί καλλιτέχνες, συγγραφείς, διανοούμενοι στην προσπάθειά του να ξεφύγουν από την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη».

Η Οστάνδη είναι ένας από τους πολλούς συμβολικούς τόπους που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, ενώ τα πρόσωπα που εκφέρουν το λόγο –πραγματικά ή επινοημένα– είναι οι απανταχού απάτριδες των χαμένων πατρίδων, του χαμένου χρόνου, του χαμένου σκοπού, της χαμένης ανθρωπιάς, που νοσταλγούν την επιστροφή στον εξίσου χαμένο εαυτό, στον εξίσου χαμένο άλλον. Μια από αυτούς τους απάτριδες –στους οποίους αφιερώνει το βιβλίο και με των οποίων τη γλώσσα μιλάει- είναι και η συγγραφέας ζώντας μόνιμα τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία. Το εκάστοτε κείμενο είναι ένα επεισόδιο μιας ιστορίας απώλειας, καταποντισμένης στους χάρτες του μεγάλου κόσμου, στις τροπές της χαώδους ιστορίας. Η απώλεια ιδωμένη καλειδοσκοπικά, σε προσωπικό, κοινωνικό, ιστορικό επίπεδο: ο διωκόμενος από την αρρώστια της φυγής (ή της φυλής) Νεοέλληνας, ο πρόσφυγας, ο άνθρωπος – θύμα των απανταχού ολοκληρωτισμών, ο εξόριστος των θλιμμένων δωματίων. Χαρακτηριστικό το πρώτο ποίημα της συλλογής:

                                                                         <ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ>,
«ΝΟΣΤΟΣ (HEIMWEH)»:

Είναι ο νόστος μια νόσος του νότου
λοιμώδης, μολυσματική, για τους χανσενικούς της φυγής
η Μνήμη
χάνει τα μέλη της μεσοπέλαγα
στη νήσο πηγαίνοντας των νεκρών

Εσύ με κατεύθυνση τον βορρά ψιθυρίζεις αινίγματα
της Στυγός
όρθιος στην κουπαστή συλλαβίζεις
αρχαία καλοκαίρια στο Λιβυκό:
κυ-πα-ρίσ-σι, θά-λασ-σα, πλώ-ρη, νη-σί
η Σπιναλόγκα της άγνοιας
μια εποχή ηλιακή, ήτανε όλα εκεί
να θυμηθείς να ξεχνάς
να στερεώνεις τις λέξεις κατάσαρκα
να τις μπήγεις χρυσές πρόκες
στον άνεμο
να σε σφίγγουν
ωραίες θηλιές
στο λαιμό
–Κόλαση είναι ένα μέρος φωτεινό–
(es wird hell*)

σε άλλους ήχους, σε ξένο ουρανό

ξημερώνει

(σημείωση: es wird hell: ξημερώνει)

Η ανήσυχη κινητικότητα της χαρτογράφησης του άλγους αποτυπώνεται και γλωσσικά στους ποικίλους τροπισμούς που συναντάμε: έχουμε τριτοπρόσωπη αποστασιοποιημένη αφήγηση, παράδοξους ορισμούς στον τύπο της αφοριστικής διατύπωσης, αισθαντικές επιστολές, μακροσκελείς νεορομαντικούς μονολόγους – κάλεσμα στο όραμα της φυγής. Συχνά συνυπάρχουν εναλλακτικές λεκτικές επιλογές (η γερμανική δίπλα στην ελληνική σύστοιχή της λέξη), ανορθόδοξες τομές που συστοιχούν σε ένα συνειρμικό συνεχές επάλληλες φραστικές μονάδες. Με τους πυρετικούς μονολόγους που αποτελούν τα δύο τελευταία ποιήματα της συλλογής («Φρήντριχστράσσε», «Αλμπέρ Προμενάντ») επιχειρείται η σύνθεση όλων των επιμέρους προβληματικών του βιβλίου, γι’ αυτό και είναι τα πιο συγκινημένα, τα πιο ελεύθερα αλλά και τα πιο φλύαρα. Εκεί είναι πιο απερίφραστα, ενίοτε πιο διδακτικά αρθρωμένο το κινούν αίτιο του βιβλίου, το κάλεσμα στις εσχατιές της ανθρώπινης αναζήτησης, η φυγή ως αίτημα αλλά και ως εξορία.

Το βιβλίο αποτελεί ένα ενδιαφέρον εγχείρημα να αποδοθεί πολυστρωματικά το σύγχρονο βίωμα του απάτριδος, εγγεγραμμένο στη βαθιά του ιστορική διαδρομή και στην υπαρξιακή του διάσταση. Οι πλατιές συντεταγμένες ενός κοσμοπολιτικού σκηνικού, η προσπάθεια να αποδοθεί η πυκνή σήμανση του παλίμψηστου ανθρώπινου άλγους (στην σημαντική ενότητα «ΡΕΝΤΙΜΕΝΤΙ»), η πανοραμική θέα ενός φασματικού κόσμου αριθμούνται στα συν της συλλογής. Υπάρχουν όμως και αρκετά σημεία που κουράζουν, καθώς μετέρχονται μια σωρευτική περιφραστικότητα που δεν αφήνει να παραχθεί ο υπαινιγμός, δηλ. εκείνη η νύξη που αφήνει τον αναγνώστη να παραγάγει ως συλλειτουργός το νόημα. Π.χ. στο ποίημα «Πατρίδα» η αφηγήτρια Γκέρτι ομολογεί:

– Κατάγομαι από έναν τόπο ά-τοπο η πατρίδα μου
δεν έχει στίγμα, σφυγμό (όπως εγώ) δεν έχει χρόνο–
Σου γράφω
γιατί καμιά ζωή δεν επιζεί χωρίς μάρτυρες καμιά μνήμη
χωρίς εραστές.

Εδώ το ποίημα θα κέρδιζε χωρίς τους δύο πρώτους στίχους που επεξηγούν, χωρίς να εννοούν. Η πληθωρική αναφορά, επίσης, σε τόπους-ινδάλματα της παρηκμασμένης ουτοπίας θα μπορούσε να περιοριστεί, γιατί σε κάποια σημεία εκτρέπονται σε καταλογογράφηση χωρίς να επιτυγχάνουν συνυποδήλωση.

Η γλωσσική οικονομία είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τομέας που πρέπει να δουλέψει η ποιήτρια, για να μπορέσει να αναδυθεί πιο λιτά και ζυγιασμένα ο κυρίαρχος ποιητικός της τρόπος, δηλαδή η αρθρωτά δομημένη αφήγηση ως πολυφωνική πραγματεία ενός μείζονος θέματος.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

Advertisement

Καθρέφτες της ποίησης Β΄

spiegel~

.~

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ~.~

Από τον καιρό που ο Μπόρχες συνάντησε τον εαυτό του σε εκείνο το ωραίο διήγημα με τίτλο ο “Μπόρχες κι εγώ” που βρίσκεται στην συλλογή Ο Δημιουργός (1960) κύλησε αρκετό νερό στο αυλάκι της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Εμφανίστηκαν και άλλοι ποιητές ή πεζογράφοι που ξέφυγαν από τη διάσταση του παρόντος και επιχείρησαν το παρακινδυνευμένο χωροχρονικό άλμα. Ήρθαν λοιπόν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους σε νεότερη ή γηραιότερη εκδοχή. Όπως μπορεί να προεικάσει κανείς, τέτοιου είδους συναντήσεις ενέχουν έντονο το στοιχείο του αιφνιδιασμού.

Ο ποιητής Χόρχε Ενρίκε Αντούμ από το Εκουαδόρ γράφει στο ολιγόλογο αλλά μεστό ποίημά του “Η Επίσκεψη” (La Visita) :

Χτυπώ την πόρτα
Ποιος είναι; ρωτώ
εγώ, απαντώ. Εμπρός, λέω.
Μπαίνω. Με βλέπω όπως ήμουν αρκετό καιρό πριν.
Με περιμένει αυτός που είμαι τώρα.
Δεν ξέρω ποιος από τους δυο είναι πιο γέρος.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η χρήση πρώτου προσώπου. Το ποιητικό υποκείμενο τέμνεται, χωρίζεται στα δύο, αλλά η αφηγηματική φωνή δεν αλλάζει. Και τα δύο πρόσωπα εκφράζονται με το εγώ. Παρόλο που είναι διακριτά. Αυτό μπορεί να προκαλεί μια μικρή σύγχυση στην ανάγνωση. Αλλά συγχρόνως βοηθά το ποίημα να πετύχει τον στόχο του, που δεν είναι άλλος από την υπογράμμιση αυτής της διχοτόμησης του εγώ.

Η μονάδα παρουσιάζεται ως δυαδικότητα. Οι συνάφειες και οι αναφορές με τον Αργεντίνο προπάτορα είναι προφανέστατες. Ο Μπόρχες πρώτος είδε τον εαυτό ως μια σύνθεση αντιφατικών δυνάμεων και τάσεων. Ένα σύνολο αντικρουόμενων παρορμήσεων, όχι τόσο με την φροϋδική έννοια, όσο με καθαρά υπαρξιακή. Αυτή η αντίληψη περί αδιάπτωτης αλλαγής του εαυτού που παράγει συνεχώς νέα, αλλά διαφορετικά ομοιώματα, που κλωνοποιείται ουσιαστικά και προβάλλεται με κατοπτρική διάταξη μέσα στον χρόνο, έχει τις ρίζες της βεβαίως στην ηρακλείτεια σκέψη (και τι δεν ανάγεται εκεί;). Τα πάντα ρει. Ο εαυτός είναι ένα ποτάμι που βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει. Για τον Μπόρχες δεν υπάρχει κάτι σταθερό μέσα μας. Είμαστε έρμαια αστάθμητων συγκυριακών μεταβολών. Αυτή η πεσιμιστική, αλλά συγχρόνως και απελευθερωτική πεποίθηση, θα ανατραπεί ή θα αναπλαστεί στα χέρια άλλων ποιητών, όπως θα δούμε παρακάτω.

Στη συνάντηση που περιγράφει ο Αντούμ πάντως υπάρχει η νύξη ενός κάποιου υπαρξιακού μεγαλείου. Διαφαίνεται εν σπέρματι ένας κρυφός θαυμασμός, ένα άρρητο δέος απέναντι σε αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση της ύπαρξης, τη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει ενότητα. Γίνεται αισθητό ότι οποιαδήποτε απόπειρα συγκρότησης μιας συμπαγούς αφήγησης, ενός σταθερού οικοδομήματος για την έννοια του εαυτού είναι καταδικασμένη να καταρρέει, επαναληπτικά και αδιάλειπτα.

Εντελώς διαφορετική προσέγγιση κάνει ο Μεξικάνος ποιητής Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο. Αυτός δεν αναμετριέται με κάποια άλλη ηλικιακή εκδοχή του, αλλά πέφτει πάνω σε Αυτόν-που-θα-μπορούσε-να-έχει-γίνει-αλλά-ποτέ-δεν- έγινε. Η σύγκριση είναι ασφαλώς αμείλικτη και οδυνηρή. Ο φανταστικός εαυτός άσπιλος και ανέγγιχτος από τη λάσπη της πραγματικότητας, από τη φθορά της εμπειρίας, από τη σκόνη του αμετάκλητου, έρχεται με τον αέρα του νικητή και ρίχνει σε βαθιά μελαγχολία και σκεπτικισμό τον ποιητή, που μοιάζει εγκλωβισμένος σε μια αΐδια κατάσταση ήττας.

Η αναμέτρηση με τον εαυτό δεν αποτελεί όμως πάντα αιτία υπαρξιακής συντριβής. Παρόλο που γίνεται αναγκαστικά αφετηρία πικρών απολογισμών, κάποιες φορές οδηγεί στο πλάτωμα της προσωπικής ωριμότητας και εξέλιξης. Η ποιήτρια Βισλάβα Συμπόρσκα στο συγκλονιστικό ποίημα της με τίτλο “Έφηβη” περιγράφει μιαν αλλιώτικη επαφή. Μάλιστα αντιστρέφει τους όρους της συνάντησης. Εδώ είναι η ώριμη γυναίκα που συναντά τον έφηβο εαυτό της. Η εξιστόρηση γίνεται από την πλευρά της πρώτης. Στο ποίημα κυριαρχούν συναισθήματα όπως επιείκεια, τρυφερότητα, βαθιά συγκίνηση και αγάπη. Αγάπη όχι για τον εαυτό, αλλά για τον κόσμο που περιβάλλει τον εαυτό σε κάθε εποχή και σε κάθε εκδοχή του. Και συγχώρεση. Η Πολωνή ποιήτρια πετυχαίνει μια πολύ σημαντική υπέρβαση που δικαιώνει με βαθύ ανθρωπιστικό αίσθημα την παρελθούσα ηλικία της.

Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ στο πασίγνωστο ποίημα του “Εγώ δεν είμαι εγώ”, στρέφει τον καθρέφτη του προς μια πλευρά που φαινομενικά δε δείχνει τίποτα. Διαισθάνεται όμως κάτι αόρατο. Μια παρουσία που ενεδρεύει πίσω από το κατασκεύασμα του εαυτού, της προσωπικότητας, του εγώ και μοιάζει απαλλαγμένη από τις βαρυτικές δυνάμεις της πραγματικότητας. Από τον Χιμένεθ παίρνει ίσως το νήμα η Σεσίλια Μεϊρέλες όταν γράφει «μέσα μου δεν βλέπω ούτε τέλος ούτε αρχή». Σε αντίθεση με τον Μπόρχες που αναφέραμε στην αρχή, αυτοί οι ποιητές εντοπίζουν στα ψυχικά τους τρίσβαθα κάτι αμετακίνητο, αμετάλλακτο, θεϊκό και αιώνιο. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως όταν στρέφουν την προσοχή τους, πολλοί δυτικοί λογοτέχνες, προς στον εαυτό τους, συναντιούνται με την αντανάκλαση μιας κοσμολογικής σκέψης που δεν ανήκει στην παράδοσή τους, δεν είναι δική τους, δεν αποτελεί κτήμα τους. Μάλιστα προέρχεται από μια εκ διαμέτρου αντίθετη στάση και σκέψη ζωής: την ανατολική. Αυτό που λέει με βαθιά λυρική εκφραστικότητα ο Χιμένεθ ή η Μεϊρέλες (ή και ο Βύρων Λεοντάρης σε κάποια ποιήματά του), το διατυπώνουν οι δάσκαλοι της ινδικής σκέψης, ως κάτι αυτονόητο, ως κάτι δεδομένο και γνωστό τοις πάσι.

Οι ποιητές που σύμφωνα με τον Φρόυντ επισκέφτηκαν και ανακάλυψαν πριν από τον ίδιο σκιερά μέρη του ασυνειδήτου, έχουν εκδράμει προφανώς και πριν από τους φιλοσόφους σε σημεία της συλλογικής σκέψης που θεωρούνται δυσπρόσιτα. Και βέβαια προσεγγίζουν τα εν λόγω μέρη όχι τόσο με καρτεσιανή συλλογιστική όσο με τη διαίσθηση, τις ενοράσεις και το καλλιτεχνικό τους ένστικτο, με τον οίστρο και το πάθος τους και άλλοτε με την κρυστάλλινη διαύγειά τους. Άλλωστε δεν θέλγονται από την αλήθεια, αλλά από την ομορφιά. Αν και, καθώς λέγεται, σε ένα απροσδιόριστο βάθος αυτά τα δύο ταυτίζονται.

Είμαστε εξοικειωμένοι με τη διάλυση του εγώ στη λογοτεχνία της νεωτερικότητας και μετα-νεωτερικότητας. Γελάμε με τις συμβάσεις λογοτεχνικών ειδών που αντιμετωπίζουν τον χαρακτήρα ως κάτι μονοδιάστατο, μονοκόμματο και στατικό. Ίσως δεν θα έπρεπε να γελάμε λιγότερο και με αφηγήσεις που χειρίζονται τις μεταβολές των χαρακτήρων με τρόπο γραμμικό, ευανάγνωστο και αιτιοκρατικό, όπως παραδείγματος χάριν η mainstream λογοτεχνία ή τα αμερικάνικα σήριαλ. Η ποίηση αποτελεί το προνομιακό πεδίο κατάτμησης του εαυτού. Εδώ το θραύσμα λαμβάνει πρωταρχικό ρόλο και γίνεται ο πυρήνας μέσα από τον οποίο αναδύεται το όλον. Παρά την κατακερματισμένη μας αντίληψη για την πραγματικότητα –ή και εξαιτίας αυτής– βρίσκουμε στην ποίηση ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Μέσα από αυτήν μπορούμε να αποπειρόμαστε ερμηνείες της ανθρώπινης κατάστασης που είναι ευλογοφανείς, ασφαλείς και καίριες.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ