ΝΠ | Αποχαιρετισμοί

Μικρός αποχαιρετισμός στον Frans de Waal (1948-2024)

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Ο Φρανς ντε Βάαλ (Χερτόγκενμπος, Ολλανδία, 29. 10. 1948 – Στόουν Μάουνταιν, ΗΠΑ, 14. 3. 2024) ήταν πρωτευοντολόγος, καθηγητής του Emory University στην Ατλάντα, που έγινε γνωστός για την έρευνά του σχετικά με την ηθική συμπεριφορά και την κοινωνική νοημοσύνη των πρωτευόντων (μαϊμούδων, γορίλων, χιμπατζήδων, μπονόμπο), φέρνοντας ζώα και ανθρώπους «λίγο πιο κοντά». Το έργο του περιλαμβάνει δώδεκα βιβλία και έχει συμβάλει σημαντικά στην κατανόηση της ενσυναίσθησης, της συνεργασίας, της δικαιοσύνης και της επίλυσης συγκρούσεων στα πρωτεύοντα (κυρίως χιμπατζήδες και μπονόμπο), αμφισβητώντας ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι αποκλειστικά ανθρώπινες.

Ενσυναίσθηση και συνεργασία: Ο De Waal υπήρξε πρωτοπόρος στη μελέτη της εξελικτικής βάσης της ενσυναίσθησης. Έδειξε ότι ζώα και ειδικά τα πρωτεύοντα δείχνουν σημάδια ενσυναίσθησης που μπορούν να παρατηρηθούν στον τρόπο με τον οποίο παρηγορούν τους στενοχωρημένους συνομηλίκους τους (π.χ. στο πώς παρηγορούν τους ηττημένους των συγκρούσεων), και συνεργατικής συμπεριφοράς για την επίτευξη κοινών στόχων. Κατέδειξε συμπεριφορές συμφιλίωσης στα πρωτεύοντα μετά από συγκρούσεις όπως η περιποίηση (grooming) ή η αγκαλιά, που αποκαθιστούν την αρμονία στην ομάδα. (περισσότερα…)

Κωστής Παπαγιώργης (1947-2014), δέκα χρόνια από τον θάνατό του

*

Στις 21 Μαρτίου συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την εκδημία του Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014). To Νέο Πλανόδιον του είχε αφιερώσει το πρώτο τεύχος του (χειμώνας 2013-2014), τον δε Μάιο του 2016 είχε διοργανώσει μια μεγάλη εκδήλωση όπου φίλοι και συνοδοιπόροι του Κωστή είχαν διαβάσει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το έργο του. Από το έντυπο αφιέρωμα αναδημοσιεύουμε στη μνήμη του το κείμενο του Κώστα Κουτσουρέλη που ακολουθεί.

~.~

Ἕ­νας δο­κι­μι­ο­γρά­φος

Ὁ Κί­μων Νη­σι­ώ­της δὲν ἔ­γρα­ψε πολ­λά. Καμ­μι­ὰ εἰ­κο­σι­πεν­τα­ρι­ὰ ση­μει­ώ­μα­τα ὅ­λα κι ὅ­λα, κι αὐ­τὰ βρα­χύ­σω­μα, τῆς μιᾶς ἢ τῶν δύ­ο σε­λί­δων, κά­πο­τε καὶ μο­νό­στη­λα ἢ ἀ­κό­μη πι­ὸ σύν­το­μα, μοι­ρα­σμέ­να στὰ τρί­α τεύ­χη ἑ­νὸς πε­ρι­ο­δι­κοῦ ποὺ εἶ­χε ὅ­λα τὰ φόν­τα νὰ γί­νει θρυ­λι­κό – καὶ μὲ τὸν τρό­πο του τὰ κα­τά­φε­ρε. Ἐ­πὶ ἔ­ξι μῆ­νες, ἀ­πὸ τὸν Δε­κέμ­βρη τοῦ 1984 ὣς τὸν Ἰ­ού­νι­ο τοῦ 1985, ἀ­φοῦ τό­σο ἄν­τε­ξε ἐ­κεῖ­νο τὸ ἔν­τυ­πο ποὺ ὑ­πά­κου­ε προ­γραμ­μα­τι­κὰ στὸν τί­τλο Κρι­τι­κὴ καὶ κεί­με­να καὶ δι­ευ­θυ­νό­ταν ἀ­πὸ τε­τρά­δα νε­α­ρῶν τό­τε συγ­γρα­φέ­ων καὶ μου­σι­κῶν, ὁ Νη­σι­ώ­της ἀ­πο­τι­μᾶ τὴν ἐκ­δο­τι­κὴ κί­νη­ση, βι­βλί­α πε­ζο­γρα­φί­ας καὶ στο­χα­σμοῦ, μὲ μιὰ αἰχ­μη­ρό­τη­τα ποὺ ἀ­να­ζη­τᾶ τὸ ὅ­μοι­ό της κι ἕ­να ὕ­φος πού, ὅ­πως ὁ ἴ­διος θὰ ἔ­γρα­φε, «ἔ­χει τὸ χά­ρι­σμα νὰ μὴ ζεῖ τὴν κοι­νο­το­πί­α».

Καὶ τί δὲν ἀ­να­σύ­ρει ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες τὶς σπά­νι­ες σε­λί­δες; Κο­φτά, προ­κλη­τι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα, με­γα­λό­φω­να ἐγ­κώ­μι­α, σκω­πτι­κὲς ἀ­πο­φάν­σεις, βα­ρει­ὲς κα­τα­δί­κες. Ἀ­πὸ τὸν φα­κὸ τοῦ Νη­σι­ώ­τη περ­νοῦν τραν­τα­χτὰ ὀ­νό­μα­τα τῆς ἐ­πο­χῆς καὶ κάμ­πο­σα ἄλ­λα ποὺ ἔ­μελ­λε νὰ συ­ζη­τη­θοῦν πο­λὺ τὰ ἑ­πό­με­να χρό­νι­α. Ὁ Στέ­λιος Ράμ­φος λ.χ.:

«Κω­μω­δὸς καὶ μάρ­τυ­ρας –ἀ­βρό­χοις πο­σί–, ὁ Ράμ­φος κα­τά­φε­ρε καὶ μὲ τὴ συγ­γρα­φι­κὴ πα­ρα­γω­γή του νὰ ἀ­πο­βεῖ κά­τι σὰν Πα­σκὰλ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Κρά­μα εὐ­φυ­ΐ­ας καὶ ἀ­γο­ραί­ου πνεύ­μα­τος, ἡ σκέ­ψη του χρει­ά­στη­κε νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸν Μὰρξ στὸν Χρι­στὸ καὶ ἀ­πὸ τὸ Κόμ­μα στὴν Ἐκ­κλη­σία γιὰ νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­σει τὸ ἀ­σί­γα­στο πά­θος της γιὰ τὸν δογ­μα­τι­σμὸ καὶ τὴν τυ­ραν­νι­κὴ λα­τρεί­α τοῦ αὐ­το­νό­η­του».

Ὁ Πα­να­γι­ώ­της Κον­δύ­λης:

«ἱ­στο­ρι­κὸς τῆς φι­λο­σο­φί­ας μὲ τὴν καλ­λί­στη ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου. Γνώ­στης τῶν εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν γλωσ­σῶν –ζω­σῶν καὶ τε­θνε­ω­σῶν–, γνώ­στης ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ δυ­τι­κοῦ φι­λο­σο­φι­κοῦ ἀρ­χεί­ου, με­λε­τη­τὴς ἀ­πὸ πρό­γραμ­μα καὶ στο­χα­στὴς ἀ­πὸ φύ­ση».

Ὁ Κώ­στας Ζου­ρά­ρις:

«τέ­τοιο ἀ­να­κά­τω­μα ἀ­γο­ραί­ας ρη­το­ρεί­ας, λο­γι­ο­πα­θοῦς λε­ξι­μαρ­γί­ας καὶ θε­ω­ρη­τι­κῆς ἀ­συ­ναρ­τη­σί­ας εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ συ­ναν­τή­σει κα­νείς». (περισσότερα…)

Γιώργου Μπλάνα, τροπαιοφόρου

*

«Πηγαίνετε, κι ονειρευτείτε ότι είστε μάγοι»
μας ξεπροβόδισες, φυσώντας τον καπνό
απ’ το τσιγάρο σου. Ένα σιρίτι μαύρο
κηλίδωνε τον δείκτη – καπνιστή σημάδι,
ή του σαλού του Θεού ποινή σάρκα καμένη,
δροσιάς κουφάρι, των θαυμάτων του πνοή.

Τώρα που είσαι ένα με την κοσμική πνοή
εκείνο το «κι ονειρευτείτε ότι είστε μάγοι»
πώς ξεκλειδώνεται; Υπόθεση καμένη
από χέρι. Ποιος να διαβάσει τον καπνό
απ’ τα δαφνόφυλλα, ν’ αδράξει ένα σημάδι
απ’ τις τεφρές ακτές; Όλα δύουν στο μαύρο,

κάθε γραμμή, ματιού λαβή. Ναι, το ίδιο μαύρο
με τη φωνή σου που ως την ύστατη πνοή
πάλεψες μάταια να ξηλώσεις, σα σημάδι
κρυμμένο, ριζικό με χάχανα που οι μάγοι
στα σπλάχνα φύτεψαν του κόσμου, όλο καπνό
να μην αλυσοδένεται. Σε γη καμένη

βαδίζει ο άνθρωπος – ναι, ολότελα καμένη –
κι ο ποετάστρος ένα ψωραλέο μαύρο
σκυλί που ψάχνει μες στην τέφρα, στον καπνό
σκαλίζοντας, μυρίζοντας για μια πνοή
ζωής, ένα άνθος – άστρο που ατενίσαν μάγοι
διαθήκη απαντοχής, αλάθητο σημάδι.

Μα, αλίμονο, της προκοπής τι σόι σημάδι
κανείς ν’ αντλήσει από μήτρα χαροκαμένη,
από έναν κόσμο κίβδηλο; Ποιοι πόθοι μάγοι,
χίμαιρες, άτες ποιες αινίττονται στο μαύρο
μια ανάπαυλα, σε μέλλον νήνεμο πνοή,
μια βάτο άκαυστη παρ’ όλο τον καπνό;

Κι όμως, μες σ’ όλη τη σβουνιά και τον καπνό,
εσύ ανοξείδωτος, κι ας σ’ έβαλαν σημάδι,
υψώθηκες στερνή φορά, την πικρή πνοή
του κόσμου βδέλλα να ρουφήξεις, Νέα Καμένη
για ν’ ανατείλει ωραιωμένος απ’ τον μαύρο
κρατήρα του κορμιού σου. Τώρα ξέρω, οι μάγοι

από το τίποτα – καπνό κι ύλη καμένη –
σημάδι αφήνουν ανεπούλωτο στο μαύρο
πνοή να μπάζει, ανέλεο φως: Τέτοιοι οι μάγοι!

ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

*

*

*

*

«Κάθε γλώσσα είναι κι ένα διαφορετικό κοίταγμα του κόσμου»: Μια άγνωστη συνέντευξη του Νίκου Σκουτερόπουλου

Τη συνέντευξη αυτή ο Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος (1938-2024) μου την παραχώρησε το 2009 ή το 2010, δεν θυμάμαι ακριβώς, όταν εκείνος εργαζόταν πάνω στη μετάφρασή του της θουκυδίδειας Ξυγγραφής, και εμείς, μια παρέα φίλων συγγραφέων μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Αρμάος, ο Ηρακλής Λογοθέτης και ο Αντώνης Ζέρβας, σχεδιάζαμε την έκδοση ενός νέου λογοτεχνικού περιοδικού. Επρόκειτο να περιληφθεί στο πρώτο τεύχος, που ευελπιστούσαμε τότε ότι δεν θα αργήσει. Το σχέδιο τελικά δεν προχώρησε και η συνομιλία μας, αποτυπωμένη χειρογράφως, παρέμεινε αδημοσίευτη. Την αναρτώ σήμερα στη μνήμη του σοφού και παθιασμένου μας δασκάλου. — Κώστας Κουτσουρέλης

— Έχετε μεταφράσει, μεταξύ άλλων πολλών, Πλάτωνα. Την Πολιτεία, πρωτίστως. Και νά που τώρα στρέφεστε στον Θουκυδίδη, έναν συγγραφέα αντιπλατωνικό, όπως τον είπαν, έναν «μαθητή των σοφιστών».

Κοιτάξτε, ο Πλάτων είναι φιλόσοφος και πηγαίνει κατά το χάρτη, ο Θουκυδίδης είναι πρωτίστως ιστορικός και πηγαίνει κατά το έδαφος· εδώ ριζώνουν οι μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους δύο. Βέβαια ο χαρακτηρισμός της «αντιπλατωνικότητας» μας παραπέμπει σε σχέσεις του Πλάτωνα με τον Θουκυδίδη, ο οποίος ήταν αρκετά παλαιότερος και μάλλον δεν γνώριζε τον Πλάτωνα, ενώ δεν ξέρουμε επίσης αν ο Πλάτων γνώριζε ή είχε προσέξει το έργο του Θουκυδίδη· και αν κάτι στον Πλάτωνα μας φαίνεται ως αντίδραση στον Θουκυδίδη, πάλι δεν μπορούμε να ξέρουμε αν πραγματικά είναι κάτι τέτοιο κι όχι αντίδραση σε διανοήματα άλλου συγγραφέα της εποχής. Όσο τώρα για τη δική μου απόπειρα να μεταφράσω τον Θουκυδίδη, ήδη από τα χρόνια του Πανεπιστημίου αυτό το κείμενο είχε μιλήσει βαθιά μέσα μου και από τότε πάντοτε ήθελα να το μεταφράσω, αλλά το ανέβαλα συνεχώς «για αργότερα», ώσπου πριν από πέντε χρόνια ήλθε τελικά το πλήρωμα του χρόνου και το ξεκίνησα.

— Μεταφράσεις του Θουκυδίδη στα σύγχρονα ελληνικά υπάρχουν αρκετές. Πού νομίζετε ότι συγκλίνει και πού ότι αποκλίνει η δική σας εργασία;

Καλύτερη νεοελληνική μετάφραση του Θουκυδίδη είναι η παλιά καθαρευουσιάνικη του Ελευθερίου Βενιζέλου· από τις μεταφράσεις στη δημοτική ξεχωρίζει κατά τη γνώμη μου η μετάφραση του Α. Γεωργοπαπαδάκου. Εγώ προσπάθησα να μεταφέρω στη γλώσσα μας με ακρίβεια και σαφήνεια τα νοήματα του πρωτοτύπου και να περισώσω κάτι από την εκπληκτική πυκνότητα και λιτότητα των διατυπώσεων του Θουκυδίδη, στις οποίες δεν λείπει τίποτα και δεν περισσεύει τίποτα· επίσης να αποφύγω γλωσσικές ακρότητες που υπάρχουν πολλές στις περισσότερες νεοελληνικές μεταφράσεις του. Πρέπει ακόμη να σας πω ότι θα υπάρχουν πολλές υποσημειώσεις που θα ζωντανεύουν το κείμενο και θα το φέρνουν πολύ κοντά στον σύγχρονο αναγνώστη. Ως προς αυτό το τελευταίο, η δική μου εργασία αποκλίνει από όλες τις προηγούμενες.

*

(περισσότερα…)

Γιώργος Μπλάνας, Η ποίηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

*

Βιώνουμε, για πολλοστή φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, μια ταραγμένη εποχή. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως δεν υπήρξαν μη ταραγμένες εποχές. Οι άνθρωποι είμαστε ζώα σε κρίση, συμπτώματα μιας πτώσης από το οικείο σκοτάδι της μήτρας, στην αφιλόξενη λάμψη του κόσμου και από το σκότος του χάους στο αιχμηρό φως του πολιτισμού. Την δική μας ταραγμένη εποχή την χαρακτηρίζουμε μεταμοντέρνα, μεταπολιτική, μεταβιομηχανική και κάμποσα άλλα «μετά»: προσαγορεύσεις οι οποίες καλύπτονται εν πολλοίς από τον εννοιολογικό πέπλο της Παγκοσμιοποίησης, μιας ακόμα φαντασιακής “στρατηγικής” επιβίωσης του ανθρώπου. Και επιπλέον μιας ακόμα υπερφίαλης προσπάθειας επιβολής του μοντέλου πνευματικής και υλικής ισχύος του επονομαζόμενου Δυτικού Πολιτισμού, εκείθεν του γεωγραφικού ορίζοντά του.

Αυτό που ονομάζουμε Παγκοσμιοποίηση είναι αρχικά ένα σύνολο λίγο ως πολύ συντονισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, που ωστόσο δεν έχει την σχετικά συμπαγή οργάνωση των εθνικών οικονομικών μηχανισμών. Όπως είναι ευρύτατα γνωστό, η καπιταλιστική οικονομία αποτελεί δυναμικό σύστημα δραστηριοτήτων, οι οποίες στηρίζονται σε και στηρίζουν μια κοινωνική λογική με διαρκή τάση διεύρυνσης και ομογενοποίησης των κοινωνικών παραγόντων και λειτουργιών. Η σταθερή ανάπτυξη της παραγωγής απαιτεί αφενός όλο και ευρύτερες αγορές και αφετέρου όλο και εντατικότερο εξορθολογισμό των συνθηκών εμπορικής επικοινωνίας. Δεδομένου δε ότι η εμπορική επικοινωνία υφίσταται εντός της εν γένει κοινωνικής επικοινωνίας, η παραγωγή, διάθεση και κατανάλωση αγαθών απαιτεί την οργάνωση της δεύτερης κατά το πρότυπο της πρώτης ­­– απαίτηση η οποία ναι μεν δεν μπορεί να ικανοποιηθεί απόλυτα, κατορθώνει ωστόσο να αποσπά σημαντικές “νίκες” επί της απροσδιοριστίας της κοινωνικής δημιουργικότητας. (περισσότερα…)

Γιώργος Μπλάνας (1959-2024)

*

Τελευταία φορά βρεθήκαμε λίγο πριν τα Χριστούγεννα στου Οικονόμου, στα Πετράλωνα, όχι μακριά από το σπίτι του. Ήταν χαρούμενος, οι τελευταίες ιατρικές εξετάσεις ήταν καλές, η περιπέτεια της υγείας του φαινόταν να τελειώνει αίσια. Αμἐσως μετά τις γιορτές, όπως είχαμε συμφωνήσει, μου έστειλε και αναρτήσαμε στο Νέο Πλανόδιον τη «Δολώνεια», το Κ της Ιλιάδας, κομμάτι μιας μεταφραστικής δουλειάς που τον απασχολούσε δεκαετίες. Οι δικοί του δολεροί θεοί όμως δεν τον είχαν ξεχάσει.

Στις 27.1. μπήκε το τελευταίο του κείμενο, «Δεν απειλώ – ονειρεύομαι», ίσως το τελευταίο που πρόλαβε να δει δημοσιευμένο. Κρατώ από εκεί δυο-τρεις φράσεις του, γιατί τον φανερώνουν ολόκληρο:

«Δίχως πάθη δεν γίνεται ποίηση. Κάθε άνθρωπος που φλέγεται από πάθος, θέλει να το μοιραστεί με τους άλλους. Η ποίηση, η πολιτική και ο έρωτας μοιράζονται την ανεξέλεγκτη οργή απέναντι στη ματαίωση.»

Ύστερα, το νέο πλήγμα, οι επιπλοκές, η είσοδος στην εντατική, η πολυήμερη πάλη, και χθες βράδυ, το μαντάτο του τέλους.

Σε μια εποχή που η ποίηση σαλιαρίζει αφειδώς παντού την «ευαισθησία» της, ο Γιώργος Μπλάνας ήταν ο ποιητής της ρώμης. Μας μίλησε ιδιοφυώς για το διαρκές σφαγείο της ιστορίας, τραγούδησε τρυφερά το καθημαγμένο ανθρώπινο σώμα, πλανήθηκε στην αχανή ενδοχώρα των μύθων. Με ό,τι καταπιάστηκε, όπου κι αν στράφηκε, η φωνή του ακουγόταν πάντα δυνατή και ασυμβίβαστη. Έφυγε νωρίς, πρόλαβε όμως να μνημειώσει στους στίχους του το ιάνειο πρόσωπο του κόσμου – την παραζάλη του και την πικρή ομορφιά του.

KK

*

*

*

Μνήμη Ζήσιμου Λορεντζάτου (1915-2004)

*

Με χαρτιά και με μολύβια πέρασες τη ζωή σου. Κι ήσουν εσύ που είπες ότι πιο πολύ έγραφες με τη γόμα παρά με το μολύβι. Τώρα μαζεύω τούτα τα λόγια, σα να σε αντικρίζω ακόμα μία φορά σωματικά, με αυτή σου την οικία μορφή και όχι την «ετέρα» .

Έφυγες σε ώρες κρίσιμες. Την ημέρα ή μάλλον το ξημέρωμα που άφησες την τελευταία σου πνοή ολονυχτίς έβρεχε κρουνηδόν, όπως συμβαίνει συχνά στις μέρες μας, ίσως για να ξεπλύνει τους ρύπους, να μας καθαρίσει.

Έφυγες αποχωρώντας από τούτο τον κόσμο, τον ελληνικό και τον παγκόσμιο, του οποίου φανέρωσες στη διάρκεια της επίγειας μακροημέρευσής σου τα μυστικά του, ψηλάφησες τις ρωγμές του, τις ομορφιές του και τα τραύματα, φώτισες τις κρυφές και φανερές όψεις του, τονίζοντας πάντα, ωστόσο, ότι η ζωή είναι μυστήριο και καλά θα κάνουμε να μη ζητήσουμε να το καταργήσουμε.

Ο λόγος σου –γραπτός κυρίως– διασχίζει τον ελληνικό χωροχρόνο εις ώτα μή ακουόντων, λόγος που θαρρώ πρωτοφανερώθηκε το 1936 και τελευταία ακούστηκε εντελώς πρόσφατα με το «καθυστερημένο» Δοκίμιο για τον Κάλβο. Από το ’36 ως το 2004, έτος της εκδημίας σου, μετράω συμπληρωμένα 68 χρόνια: 68 ολόκληρα χρόνια διαβάζεις, γράφεις, μεταφράζεις και εκδίδεις εν μέσω μάλλον κλοιού σιωπής, που ελάχιστες φορές έσπασε για να ακουστεί ο λόγος σου, να συζητηθεί, να σχολιαστεί, μεριάζοντας την ασίγαστη φλυαρία της εποχής.

Συχνά, πολύ συχνά σε αναπολώ. Εδώ και χρόνια συναντιόμασταν αραιά, κρατούσαμε ωστόσο επαφή και ανηφόριζα που και που κατά το Κεφαλάρι. Τις περισσότερες φορές σε άφηνα να μιλάς και απολάμβανα αυτή την έξοχη στερεότητα της γλώσσας, κυριολεκτικά λέξεις-πράγματα. Μυστήριο πώς ο άνθρωπος που μιλούσε με τόσο στέρεα γλώσσα, περιφερόταν με τρομερή οικειότητα στο χώρο της ποίησης ή ερωτοτροπούσε με τη μυστική, πνευματική εμπειρία έργων και δημιουργών Ανατολής και Δύσης. Ταυτόχρονα όμως καθώς σε κοιτούσα ένιωθα πως δεν θα αργούσες να φύγεις για το μεγάλο ταξίδι και αυτό μου προξενούσε κάτι σα μετεώριση ανάκατη με βαθιά μελαγχολία. Μα ήταν και κάτι άλλο: όπως στεκόμασταν αντικριστά και παρ’ όλο που σε έβλεπα τελευταία ζαρωμένο και γερασμένο να αρθρώνεις τα λόγια σου με κόπο, έφθανε ως εμένα, σχεδόν με άγγιζε κάτι που ξεπερνούσε χώρο και χρόνο, σηκωνόταν πάνω από το γραφείο, την πολυθρόνα, τα βιβλία, υψωνόταν πάνω από την στέγη του πατρογονικού σπιτιού σου και φανέρωνε μία υπέρβαση, κάτι που αποτυπώνονταν πάνω σου ανεξάρτητα από τη σωματική σου παρουσία: ένα πλεόνασμα, μια περίσσια πνεύματος. (περισσότερα…)

Μνήμη Σάμη Γαβριηλίδη

*

του ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ

Ο Σάμης Γαβριηλίδης, ιδρυτής και στυλοβάτης του σημαντικού εκδοτικού οίκου που επί τρεις δεκαετίες έφερε το όνομά του, πέθανε σαν σήμερα στις 12.2.2020. Η ανέκδοτη ομιλία που ακολουθεί εκφωνήθηκε πέρυσι σε εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του (Κήπος του Μουσείου, 13.2.23).

~.~

Στη σεπτή σκιά του Σάμη

Κυρίες και κύριοι,
φίλες και φίλοι,

Μοιάζει σχεδόν απίστευτο, μα συμπληρώθηκαν κιόλας τρία χρόνια από την εκδημία του πολυφίλητου Σάμη Γαβριηλίδη, τη μνήμη του οποίου τιμάμε απόψε.

«Τρία, πέντε, δέκα χρόνια μετά», συνηθίζουμε να γράφουμε και να λέμε, δηλώνοντας με μια μόλις φράση, σαν μονοκοντυλιά, την απόσταση που μας χωρίζει από ένα γεγονός που, άλλοτε για τις ανάγκες της ώρας και άλλοτε για λόγους ουσιαστικότερους, εκλαμβάνουμε ως σημείο αναφοράς.

Καλύπτοντας κάτω ή πίσω από έναν ουδέτερο αριθμό τρομακτικές αλλαγές και σπαρακτικά συμβάντα, γεγονότα που χωρίζουν τις ζωές των ανθρώπων σε «πριν» και σε «μετά», η καθημερινή γλώσσα στρογγυλεύει με σκανδαλιστική ευκολία το πέρασμα του χρόνου και ό,τι αυτό συνεπάγεται: όλα εκείνα που μας δωρίζει μα προπαντός όλα όσα, ιδίως από ένα σημείο κι έπειτα, συχνότερα μάς στερεί, πότε λίγο λίγο και πότε αρπάζοντάς τα βίαια και ακαριαία.

Όμως η γλώσσα ετούτη, που καταγράφει, στενογραφικά έστω, τον χρόνο που παρέρχεται, δεν αποτυπώνει (αν δεν προδίδει κιόλας) το χάραγμα του πόνου, το βαθύ σχίσμα στα σωθικά – το μέγεθος της απώλειας και το βάρος της απουσίας. (περισσότερα…)

Ελένη

*

Με τη Λίζυ Λασσιθιωτάκη [1946-2024] «Ενοχλώντας το σύμπαν» [1990-1992]. Αποχαιρετισμός

Τόπος: «Brazilian». Χρόνος: Νοέμβριος 1989. Με το Νίκο Καρούζο. Πίνοντας καφέ συζητώντας και χαζεύοντας τη Βουκουρεστίου. Συλλαμβάνω μια αστραπή να με τυφλώνει έξω απ’ το τζάμι. Γυρίζω στο Ν.: «Ν., κοίταξε αυτή τη γυναίκα που περνάει! Είναι ασύλληπτη!» «Πράγματι, πολύ ωραία γυναίκα», μου κάνει ο Ν. αδιάφορα. Την αιχμαλωτίζω. Τόπος: «Μικρό μπαρ». Χρόνος: 17 Φεβρουαρίου 1990. Εισέρχομαι νύχτα. Ο Ν. κάθεται στο κεντρικό τραπέζι με μια μικρή παρέα αγνώστων. [Ήσουν με τη Σοφία.] Τη βλέπω: είναι εκεί, στην παρέα. Είναι αυτή. Ελάχιστες φορές έχω χάσει την ψυχραιμία μου σε συμβάντα του είδους θαύμα. Θα μπορούσα να δω τον Ιησού χωρίς πανικό ή ταραχή ή να πέσω στα γόνατα. Χαιρετάω το Ν., αλλά δεν υπάρχει χώρος να κάτσω και ακουμπάω στο μπαρ, σε απόσταση δύο μέτρων. Κοιταζόμαστε. Σε λίγο ο Ν. μού απευθύνεται: «Θ., να σου συστήσω τη φίλη μου τη Λίζυ που θέλει να σε γνωρίσει!». [Του είχες πει, όπως μου αποκάλυψες λίγο αργότερα, τι έξυπνο πρόσωπο, γνώρισέ μου τον – ζητάω συγνώμη από τους αναγνώστες.] Με συστήνει. Ο Ν. με τη Λ. έχουν γνωριστεί μόλις πριν από δύο ώρες αλλά μιλούν και επικοινωνούν σα να γνωρίζονται χρόνια. Ένας από τους άγνωστους σηκώνεται και μου λέει: «Καθίστε». Κάθομαι. Μπαίνω στ’ όνειρο. Δεν έχουν περάσει δέκα λεπτά και τους αφήνουμε, σηκωνόμαστε και καθόμαστε στο μπαρ οι δυο μας. Στις τέσσερις το πρωί η Λ. με προσκαλεί στο σπίτι της για ένα τελευταίο ποτό. Αναστασίου Τσόχα 18-20, 5ος όροφος. Σε τρεις ώρες ξημερώνει Σάββατο. Επιστρέφω στο σπίτι μου τη Δευτέρα το απόγευμα. Υπήρξαμε: Βασιλίσσης Σοφίας, Η ναυτία, Το Είναι και πέρα απ’ αυτό τίποτ’ άλλο», Player’s, «Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου» – Ψαλμός ΞΒ΄, το Βερολίνο που άφησα πίσω μου, ακυρώνοντας κάθε βδομάδα τα αεροπορικά εισιτήρια και ορίζοντας νέα ημερομηνία μέχρι που τέλος! Silk Cut, «Φλόκας», Δημητρίου Σούτσου, Hypnosedon, 6468658, Πλατεία Μαβίλη [ο ανδρικός πληθυσμός όλων των ηλικιών της πλατείας με μίσησε, πλην του Αλέξανδρου, του Λώρα και του Τζώρτζη, σταμάτησαν ξαφνικά να μου μιλούν, να με συναναστρέφονται – ένας με περίμενε μια νύχτα για να με χτυπήσει, δεν με πέτυχε], «Η αφήγηση είναι πάντα η άλλη πλευρά του βιώματος, αυτή απ’ την οποία απουσιάζει το βίωμα», Baltazar, Michel Serres, Κολωνάκι, Με τον Σαρτρ, Αίγινα, «Ζήλια, τη φώναξα ένα βράδυ», Η ιστορία της μουσικής, «Λώρας» [Δεν έγινα σαν τους αλκοολικούς του «Λώρα», όπως φοβόσουν και με ξόρκιζες χτυπώντας με στο στήθος – το διαπίστωσες άλλωστε μέσα στα χρόνια], Δάφνος, “Fazz”, [μια νύχτα μας έδωσαν βραβείο καλύτερου χορευτικού ζευγαριού, το βραβείο ήταν μια πολαρόιντ (την κράτησες) την ώρα που χορεύαμε, στο περιθώριο είχαν γράψει,: «Να είστε πάντα έτσι!», με θαυμαστικό (δεν περάσαμε ποτέ από face control είχαμε πάντα το τραπέζι μας), «Αυτό που θέλω να καταλάβεις, καλό μου αντικείμενο, είναι πως οτιδήποτε υπάρχει εκ-στατικά είναι αυτόματα καταδικασμένο να μην “υπάρχει”. Εδώ θα πρέπει, μ’ άλλα λόγια, ν’ αναζητήσουμε την ποίηση της ύπαρξης καθώς και την καταδίκη της. Πρόκειται για μια παρ-ουσία που δεν επαρκεί στον εαυτό της (αλλιώς θα ’ταν μια απλή υποκειμενική εποπτεία) ριγμένη πάντα έξω, στον κόσμο, σε διαρκή αναζήτηση μιας αδύνατης σύμπτωσης με τα πράγματα του κόσμου και τον εαυτό της, αφού η ταύτισή της μαζί τους θα σήμαινε, και στις δύο περιπτώσεις, τη μετατροπή της σε πράγμα (καθ’ εαυτό). Η ταυτότητά της επομένως ορίζεται απ’ την αδυνατότητά της να υπάρξει παρά ως δυαδικότητα, σε συνεχή μηδενοποίηση του ταυτόσημου προς χάριν της διαφοράς, αυτού δηλαδή που την αποσπά απ’ τη στείρα προσομοίωση με τον εαυτό της για να την εκτοξεύσει στο σύμπαν», Νοσταλγία, στις 28 Σεπτεμβρίου πεθαίνει ο Ν., το βράδυ μ’ έψαχνες, είχαμε μόλις γυρίσει από το Νάυπλιο με τον Τάσο, μου τηλεφώνησες στο μπαρ του Τζώρτζη, ήλθαμε στο σπίτι σου και ήπιαμε μέχρι το πρωί, Σέριφος, Τέσσερα Κουαρτέτα, πάντα ο Έλιοτ, ας τον γράψω στα ελληνικά, σου άρεσε να μου διαβάζεις Έλιοτ στ’ αγγλικά, Κύθνος, Η απόλαυση του κειμένου, «Μικρό μπαρ», “Hotel Brown”, Leo Ferre, Avec le temps, κοριτσάκι μου, Το είναι και το μηδέν, Κωστής Παπαγιώργης, «Τα μεγαλύτερα γεγονότα δεν είναι οι θορυβωδέστερες, μα οι σιωπηλότερες ώρες μας» – Nietszche, Chanel No 5, διέγερση έως εσχάτων, David Bowie, κανείς δεν ξέρει ότι κάνεις ένα πέρασμα ως κοριτσάκι στο Ζορμπά του Κακογιάννη, Κωστής Σαλιάρης-Δευτέρα Δημοτικού, Μαρίκα, Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Ο ηλίθιος της οικογένειας, αυτόματος τηλεφωνητής («Θέλω να ξέρεις ότι είσαι πολύ, πολύ παρών στη ζωή μου»), αγάπη μου, κομμωτήριο «Άγγελος», Jameson, «Περδικιώτικα», Lacan, Gin&Tonic, Μάριος Μαρκίδης, λίθιο, «Καλογήρου», η τρέλα μας με τα παπούτσια, στριπτιζ, Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, “Zonar’s”, οδός Μαρωνείας, θυρωρός, αν μπορούσαν θα μας πετούσαν πέτρες οπουδήποτε, πλην του “GB Corner”, ο μπάρμαν μάς έβλεπε να φιλιόμαστε και έλεγε, «Αφού είστε φίλοι του Μάνου Χατζιδάκι…», έπαιρνες τα χείλη σου απ’ τα χείλη μου και πεταγόσουν, «Αυτός! Εγώ είμαι φίλη του Μίκη Θεοδωράκη!», Ο βαθμός μηδέν της γραφής, Francis Bacon, άμβλωση, “The Hill”, εξαδέλφη Σοφία, αδελφός Μανώλης, Η ιστορία της τρέλας, Τάσος Δενέγρης, “Decadence”, [Μακάρι να μπορούσα να σου πάρω τη μανία], Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι, Tanita Tikaram, Twist in my sobriety, ήσουν, είσαι και θα είσαι ο άξονάς μου, ο λάκκος μου, «πού σου θάνατε, τον κέντρον, πού ΄σου, άδη, το νίκος»; Adieu, mon amour. Βροχή βροχή βροχή φτύνω αίμα

ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

*

*

Ἀποχαιρετισμὸς στὸν ἄνθρωπο, ποιητὴ καὶ φίλο Νίκο Λεβέντη καὶ ὥριμο Καλωσόρισμα στὸ ἔργο του

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ

 (ἐπιμνημόσυνο τρίπτυχο)

I.

1976-1977. Ἦ­ταν κά­ποι­ο ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τὰ ζε­στὰ Κα­λο­καί­ρια τῆς Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ὅ­ταν τὰ δύ­ο ζευ­γά­ρια ἔ­βγαι­ναν μα­ζὶ γιὰ κά­ποι­ον και­ρὸ βρά­δυ Σαβ­βά­του – δι­ά­λειμ­μα δρο­σε­ρὸ μὲ φόν­το τὴν πυ­ρε­τώ­δη ἀ­με­ρι­μνη­σί­α τῆς Ἐ­πο­χῆς. Τὸ ἄ­κου­γα κα­θα­ρὰ σὰν τώ­ρα ἀ­πὸ τὴν Ἰ­ω­άν­να Ζερ­βοῦ, τὴν πα­ρά­φο­ρη Ὑ­πα­τί­α ἀ­πὸ τὸ φι­λο­σο­φι­κὸ πρω­το­ξύ­πνη­μα τῆς ἔμ­φυ­λης νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας στὴ ρὶβ γκὼς τοῦ Ση­κουά­να: Ὑ­πάρ­χουν τρεῖς Ἕλ­λη­νες ἐ­κεῖ ποὺ ἡ ἐ­πι­στρο­φή τους στὴν Ἑλ­λά­δα θὰ ἀλ­λά­ξει τὸ το­πί­ο τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν γραμ­μά­των! Κα­τά­πλη­κτος ἄ­κου­γα τρί­α ἐν­τε­λῶς ἄ­γνω­στά μου ὀ­νό­μα­τα συ­νο­μι­λή­κων: Κω­στῆς Πα­πα­γι­ώρ­γης, Ἀν­τώ­νης Ζέρ­βας, Νί­κος Λε­βέν­της! Πῶς!; Δὲν ἦ­ταν ἡ γε­νιὰ τοῦ ‘70, ὁ Γιά­ννης Κον­τός, ὁ Βα­σί­λης Στε­ριά­δης, ἡ Τζέ­νη Μα­στο­ρά­κη ποὺ ἔ­γρα­φαν τὶς φρέ­σκες λαμ­πρὲς ποι­η­τι­κὲς σε­λί­δες τῶν χρό­νων μας;…

Τὴν ἀ­πάν­τη­ση τὴν ἔ­δω­σε χρό­νια με­τὰ ὁ ποι­η­τὴς Δη­μή­τρης Ἀρ­μά­ος: «Δὲν θὰ εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ ἐ­πο­χὴ ποὺ οἱ καρ­ποί της ὡ­ρί­μα­σαν στὸ ὑ­πέ­δα­φος.»

Ἡ ὑ­περ­κρα­τού­σα γε­νιὰ τοῦ ’70, αὐ­το­τε­λει­ώ­θη­κε θε­α­μα­τι­κῶς στὸ πα­λιμ­παι­δι­κὸ reunion της στὶς 19:30 τῆς Δευ­τέ­ρας τῆς 23ης Ὀ­κτω­βρί­ου 2017 στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο Ἀ­τλαν­τίς, στὸν ἀ­ριθ­μὸ 245 τῆς Λε­ω­φό­ρου Βου­λι­αγ­μέ­νης:

*

*

Οἱ νέ­οι θέ­λουν πάν­τα νὰ φθά­σουν νω­ρίς. Γέ­μι­σε γρή­γο­ρα ἡ Δι­ψα­σμέ­νη Με­τα­πο­λί­τευ­ση ἀ­πὸ νέ­ους φθα­σμέ­νους. Τὸ φθά­σι­μο κλη­ρο­δο­τή­θη­κε ὡς ὑ­ψη­λὴ αὐ­τα­ξί­α στὶς ἑ­πό­με­νες γε­νι­ές. Οἱ μη­χα­νὲς πα­ρα­γω­γῆς τους στὴν Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων καὶ στὸν Κύ­κλο Ποι­η­τῶν δου­λεύ­ουν νυ­χθη­με­ρόν. Δὲν προ­λα­βαί­νεις νὰ ξε­φυλ­λί­σεις πιὰ τὰ (συ­νή­θως κα­τα­σκευ­α­σμέ­να) πει­στή­ρια… (Γιὰ τοὺς ἀ­πέ­ξω φρον­τί­ζει ἱ­πτά­με­νος ἕ­νας Ἵ­κα­ρος-Μπαμ­πα­σά­κης-στὸν-Κό­σμο-Του.) (περισσότερα…)