Month: Μαρτίου 2018

Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος: Ένα προτεσταντικό μυθιστόρημα

σιμπλι

~. ~

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ ~.~

Hans Jacob Christoffel Grimmelshausen,
Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος,
μετάφραση Γιάννης Κοιλής,
Εξάντας 2017

Το βιβλίο του Χανς Γιάκομπ Κρίστοφελ φον Γκρίμελσχαουζεν Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, θεμελιώδες έργο της γερμανικής και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Ιδιαίτερη σημασία έχει για τη νεότερη γερμανική λογοτεχνία και κουλτούρα, την οποία στην ουσία εγκαινιάζει στα μέσα του 17ου αιώνα. Ο Σιμπλικίσιμος μεταφράστηκε τώρα για πρώτη φορά στα ελληνικά χάρη στον ακάματο Γιάννη Κοιλή, στον οποίο οφείλουμε χάριτες όχι μόνο για την απόδοσή του στη γλώσσα μας αλλά και για την ωραία γλώσσα στην οποία τον απέδωσε, σε ένα εξαίρετο κράμα λόγιων και λαϊκών ιδιωμάτων. Ο Κοιλής δούλεψε για πολλά χρόνια με αφοσίωση, και αυτό που μας παρέδωσε είναι ένα υπόδειγμα λογοτεχνικής μετάφρασης, που δε θυσιάζει την ομορφιά για χάρη κάποιας σχολαστικής ακρίβειας, ούτε όμως προδίδει το πρωτότυπο για να εντυπωσιάσει τον Έλληνα αναγνώστη.

Ο Σιμπλικίσιμος είναι πολλά πράγματα και θα μπορούσε κανείς να μιλά ατέλειωτες ώρες γι’ αυτό το μυθιστόρημα: είναι το θεμέλιο της σύγχρονης γερμανικής τέχνης και κουλτούρας, είναι ένα κορυφαίο δείγμα του είδους του πικαρικού μυθιστορήματος, είναι μια συμπυκνωμένη έκφραση του Μπαρόκ ως εποχής και ως καλλιτεχνικού κινήματος, είναι επίσης μια ιστορική μαρτυρία για τον Τριακονταετή Πόλεμο. Ταυτόχρονα είναι –και αυτό θα με απασχολήσει σε τούτη την παρουσίαση– ένα μυθιστόρημα και ένα έργο τέχνης στο οποίο γίνεται πλέον φανερή η επιρροή του προτεσταντισμού.

Την εποχή που γράφει ο Γκρίμελσχαουζεν, δηλαδή τη δεκαετία του 1660, έχουν περάσει εκατόν πενήντα περίπου χρόνια από τη γέννηση του προτεσταντικού simplicissimus_titelκινήματος. Αφότου ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκόλλησε τις ενενήντα πέντε θέσεις του στο ναό των Αγίων Πάντων στη Βιτεμβέργη, τον Οκτώβριο του 1517, η νέα πίστη διαδόθηκε σαν τη φωτιά στα ξερά χόρτα. Ο δέκατος έκτος και ο δέκατος έβδομος αιώνας είναι μια αιματηρή ιστορία θρησκευτικών πολέμων, διώξεων, δογματισμού και μισαλλοδοξίας που προκλήθηκε από την εμφάνιση του προτεσταντισμού και από την ανυποχώρητη αντίδραση της Ρωμαιοκαθολικής Ευρώπης.

Στο μυθιστόρημα του Γκρίμελσχαουζεν λοιπόν έχουμε μια λογοτεχνική έκφραση, θα μπορούσαμε να πούμε, του προτεσταντισμού. Ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει ένα σωρό προτεσταντικά γνωρίσματα. Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την έκφραση θρησκευτικών αντιλήψεων και θεολογικών ιδεών, αλλά και με την ίδια την αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Η κοσμοθεώρηση του Γκρίμελσχαουζεν είναι προτεσταντική ως το μεδούλι.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την ιδέα περί της ανθρώπινης φύσης. Η φύση του ανθρώπου και η φύση του κόσμου είναι, για τους προτεστάντες, αθεράπευτη κακή. Ο κόσμος κείται εν τω πονηρώ και ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως αμαρτωλός. Και αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να αλλάξει. Η προτεσταντική κοσμοθεωρία είναι σκληρή και άτεγκτη. Ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να πολεμά διαρκώς την κακή του φύση και την κακή του επιθυμία, χωρίς ελπίδα να την κατανικήσει, χωρίς ελπίδα να την κάνει καλή. Πρόκειται για την ιδέα της concupiscentia, δηλαδή της αμαρτωλής επιθυμίας που έχει εκ φύσεως ο άνθρωπος, μια ιδέα που ανάγεται στον Αυγουστίνο, αλλά προσλαμβάνει στον Λούθηρο και στους προτεστάντες στοχαστές πολύ αυστηρότερη και σκληρότερη μορφή.

Σύμφωνα […] με τον Λούθηρο, «η ανθρώπινη φύση είναι τόσο κακή, ώστε ακόμα και σ’ αυτούς που έχουν αναγεννηθεί από το Πνεύμα όχι μόνο δεν κατευθύνεται προς το καλό, αλλά και ενεργά αγωνίζεται και πολεμά εναντίον του». Επιπλέον, ο Λούθηρος πιστεύει ότι η αμαρτωλή επιθυμία δεν εξαλείφεται ποτέ και επομένως κανείς ποτέ δεν μπορεί να επιτύχει πλήρως την καθαρότητα της καρδιάς. Όπως παρατηρεί ο Vogel αναφερόμενος στην προτεσταντική κατανόηση της αμαρτίας, «ο άνθρωπος ως άνθρωπος είναι αθεράπευτα αμαρτωλός και το peccatum originis δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η πλήρης διαφθορά». Η διαφθορά αυτή, σύμφωνα με τον Λούθηρο, αποτελεί και την κατεξοχήν αμαρτία.

Το ότι ο άνθρωπος παραμένει δια βίου αθεράπευτα αμαρτωλός συνάγεται από το συνολικό έργο του Λούθηρου. Η ανθρώπινη φύση είναι αμαρτωλή σχεδόν εξ ορισμού. Θα μπορούσε ίσως κανείς να ισχυριστεί ότι για τον Λούθηρο είναι αδύνατον να είσαι άνθρωπος, αν δεν είσαι ταυτόχρονα και αμαρτωλός.[i]

Οι προτεσταντικές αντιλήψεις οδηγούν σε μια διαρκή και ανυποχώρητη μάχη με τον κόσμο. Ο προτεστάντης δεν μπορεί να δει τίποτε καλό στον κόσμο, δεν simplicissimus_froemmigkeitμπορεί να συμβιβαστεί με την αμαρτία που βλέπει παντού γύρω του και εντέλει δεν μπορεί να δει με συμπάθεια τον άνθρωπο. Όλοι είναι κακοί και αμαρτωλοί. Τα πάθη δεν είναι ανθρώπινα και συγγνωστά. Είναι αποδείξεις της κακότητας του ανθρώπου, της αθεράπευτης κακότητάς του.

Σε όλο το μυθιστόρημα του Γκρίμελσχαουζεν ακούμε διαρκώς τον ήρωά μας να θρηνεί και να οδύρεται για την κακία των ανθρώπων, για τον αμαρτωλό κόσμο μέσα στον οποίο έχει γεννηθεί, για την απιστία που συναντά αδιάλειπτα μπροστά του. Στο 24ο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου, για παράδειγμα, διαβάζουμε:

Κύριε και Θεέ μου! πόσο παραξενευόμουνα στην αρχή όποτε αντιμετώπιζα από τη μια το νόμο του Ευαγγελίου μαζί με τις άγιες προειδοποιήσεις του Χριστού και από την άλλη έβλεπα το έργο εκείνων που παριστάνανε τους μαθητές και διαδόχους του! Αντί για την ορθή άποψη που πρέπει να έχει κάθε δίκαιος χριστιανός, συνάντησα τόση κενόδοξη υποκρισία και άλλες αναρίθμητες μωρίες σε όλους τους λαϊκούς ανθρώπους ώστε αμφέβαλλα αν είχα μπροστά μου χριστιανούς.[ii]

Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για την προτεσταντικότητα του Γκρίμελσχαουζεν. Ήδη ο τίτλος είναι πολύ εύγλωττος: «Ο Σιμπλίκιος μαλώνει τους ανθρώπους και βλέπει είδωλα πολλά στον κόσμο». Το μεγαλύτερο αμάρτημα για την υπερευαίσθητη προτεσταντική συνείδηση είναι, βέβαια, η ειδωλολατρία. Η ισχυρότερη εντολή είναι το «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον». Έτσι, ο προτεστάντης ανακαλύπτει παντού αμαρτωλά είδωλα και θέλει να τα αποκαθηλώσει, θέλει να αποκαλύψει την υποκριτική χριστιανοσύνη των χριστιανών, οι οποίοι είναι στην πραγματικότητα ειδωλολάτρες.

Όταν κοντά στον ερημίτη μου ακόμα μελέταγα το δρόμο για την αιώνια ζωή, παραξενευόμουνα που ο Θεός είχε απαγορέψει στο λαό του με τόσο μεγάλες τιμωρίες την ειδωλολατρία. Καθότι νόμιζα πως όποιος είχε μια φορά γνωρίσει τον αληθινό και αιώνιο Θεό, αυτός ποτέ ξανά δεν θα λάτρευε και δεν θα προσκύναγε κάποιον άλλον. Με το κουτό μου το μυαλό συμπέρανα λοιπόν ότι αυτή η εντολή ήτανε περιττό και μάταιο που δόθηκε.

Αχ όμως! δεν ήξευρα ο μωρός τι σκεφτόμουνα, αφού, μόλις βγήκα στον κόσμο, κατάλαβα ότι (παρακούγοντας τη λεγάμενη εντολή) κάθε άνθρωπος του κόσμου είχε κι έναν θεό συμπλήρωμα. Ορισμένοι είχανε μάλιστα και παραπάνω από ό,τι οι ίδιοι οι αρχαίοι κι οι παλιοί ειδωλολάτρες.[iii]

Και απαριθμεί στη συνέχεια διάφορες μορφές ειδωλολατρίας που συναντά. Για άλλους θεός είναι το χρήμα, που κρατάνε κλεισμένο στο σεντούκι τους. Για άλλους είναι η εύνοια κάποιου άρχοντα, που αποδεικνύεται τελικά ένας αλήτης 150px-Simplicissimus_Cover_pageσαν κι αυτούς. Για άλλους είναι η φήμη. Για άλλους είναι η ευφυΐα και η γνώση κάποιας τέχνης ή κάποιας επιστήμης, η οποία όμως τους κάνει αλαζόνες. Για άλλους είναι η ικανοποίηση της λαιμαργίας τους, και γι’ αυτό προσφέρουνε διαρκώς θυσίες στον Βάκχο και τη Δήμητρα. Για τους άρρωστους θεός γίνεται ο γιατρός, απ’ τον οποίο περιμένουν άδικα τη σωτηρία. Για άλλους θεότητες είναι οι ωραίες γυναίκες, και τις προσκυνούν μέρα νύχτα. Για κάποιες γυναίκες θεός γίνεται η ομορφιά τους, που τη φροντίζουν με φκιασίδια και κολόνιες. Για άλλους είναι τα ωραία σπίτια που χτίσανε και κατοικούνε. Για άλλους είναι η δουλειά τους, που σε αυτή αφιερώνουν όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Για άλλους είναι η άθλια τροφή, τα σαλιγκάρια και τα βατράχια, που τους κρατάνε στη ζωή. Για άλλους, τέλος, θεός είναι η τέχνη, η ομορφιά και η σπανιότητα ενός έργου.

Ο Γκρίμελσχαουζεν, ως συνεπής προτεστάντης, καταδικάζει όλες αυτές τις μορφές ειδωλολατρίας, συνολικά και ριζικά. Δεν κάνει διακρίσεις και λεπτούς διαχωρισμούς, αφού η κάθε μορφής ειδωλολατρία απομακρύνει τον άνθρωπο από την ορθή λατρεία προς τον αληθινό Θεό.[iv]

Ο ανεικονισμός και η εικονοκλασία συνδέονται βέβαια στενά με τον μεσσιανισμό και με το πάθος για αλλαγή του ανθρώπου ακόμα και με τη βία. Στον Σιμπλικίσιμο, όπως και σε όλα τα προτεσταντικά έργα, συναντάμε την «πουριτανική απέχθεια των εικονοκλαστικών ζηλωτισμών εμπρός στην ανθρώπινη φύση», τον «φυγάνθρωπο ανεικονισμό» που συναντάμε ήδη στον αρχαίο ιουδαϊσμό, στον μωαμεθανισμό, στους Βυζαντινούς εικονομάχους.

Το κοινό νήμα εδώ είναι ο μεσσιανισμός και το κοσμικό του σύστοιχο, ο ουτοπισμός: Για όλα αυτά τα ρεύματα της θρησκευτικής ή αισθητικής σκέψης ο άνθρωπος θεωρείται απλό μεταβατικό στάδιο, προοριζόμενο να υπερβαθεί είτε στο Επέκεινα είτε εντός της Ιστορίας. Αυτό είναι που καθιστά την παρούσα ενθαδική του μορφή ανάξια απεικονίσεως ή και όλως διόλου εξαλειπτέα. Για όλους αυτούς τους ζηλωτισμούς, κοσμικούς ή θρησκευτικούς, η ανθρώπινη μορφή ως έχει αποτελεί σε τελική ανάλυση σκάνδαλο. Και η εικονοκλασία, η θραύση της, είναι το λογικό επακόλουθο.[v]

Στον Σιμπλικίσιμο λοιπόν, όπως και σε όλα τα εικονομαχικά έργα, υπάρχει και μια σκοτεινή όψη: η άρνηση και η απόρριψη του ανθρώπινου προσώπου. Είναι teufel-fabelwesen-grimmelshausen-gr.jpgχαρακτηριστικό πως το μυθιστόρημα ξεκινά με την εκπαίδευση του Σιμπλίκιου από έναν ερημίτη σε πλήρη απομόνωση, μακριά από τους ανθρώπους, και τελειώνει πάλι με την απομόνωσή του, όταν γίνεται και ο ίδιος ερημίτης. Ο μόνος τρόπος για να αποφύγει ο άνθρωπος την αμαρτία και το κακό είναι, για τον Γκρίμελσχαουζεν, η απάρνηση του κόσμου και η απομάκρυνση από τους ανθρώπους.

Το σπουδαίο βιβλίο του Γκρίμελσχαουζεν λοιπόν, αυτό το «έργο που κοχλάζει από ζωή, που μιλάει στον ενικό με το θάνατο και το διάβολο» όπως γράφει ο Τόμας Μαν, είναι και μια λογοτεχνική έκφραση του προτεσταντισμού, της αρνησικοσμίας και της εικονομαχίας των Μεταρρυθμιστών. Είναι, επομένως, και ένα γέννημα της εποχής του, της σκληρής, αιματηρής ιστορίας που γέννησε τον σύγχρονο κόσμο. Και αυτό το χαρακτηριστικό του το κάνει ακόμα πιο επίκαιρο και ωφέλιμο για μας σήμερα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ

~  .  ~

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

[i] π. Δημήτριος Μπαθρέλλος, Ίδε ο άνθρωπος. Το δόγμα της αναμαρτησίας του Χριστού, Εν πλω, Αθήνα 2017, σελ. 93-94.
[ii] Hans Jacob Christoffel von Grimmelshausen, Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος, μτφρ. Γιάννης Κοιλής, Εξάντας, Αθήνα 2017, σελ. 100.
[iii] Ό.π., σελ. 102-103.
[iv] Βλ. Carlos M. N. Eire, War against the Idols. The Reformation of Worship from Erasmus to Calvin [Πόλεμος εναντίον των ειδώλων. Η μεταρρύθμιση της λατρείας από τον Έρασμο μέχρι τον Καλβίνο], Cambridge University Press, Κέιμπριτζ 1986, όπου παρουσιάζεται λεπτομερώς η εξέλιξη της προτεσταντικής αντίληψης για την ειδωλολατρία της μεσαιωνικής Εκκλησίας, η σφοδρή επίθεση στα σύμβολα και τις εικόνες της, και η προπαγάνδιση των εικονοκλαστικών προτεσταντικών ιδεών στις μεγάλες μάζες του λαού.
[v] Κώστας Κουτσουρέλης, «Τα δήλα και τα άδηλα του Χρήστου Μποκόρου», στο Για τον Χρήστο Μποκόρο. Πέντε ομιλίες, Μουσείο Μπενάκη / Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2017, σελ. 42-43.

Μεταξύ ροής και διαρροής

o-ypnos-einai-rodo-9789605041762-1000-1233534

~.~

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ ~.~

Ζέφη Δαράκη,
Ο ύπνος είναι ρόδο,
Νεφέλη, 2016

Καταξιωμένη ποιήτρια η Ζέφη Δαράκη, δεν χρειάζεται ίσως μια ακόμα κριτική στη μακρά πορεία της στο λόγο. Μια ποίηση ολιγόλογη, συνειρμική, ποίηση που μπορεί να χαρακτηριστεί ως το όνειρο ενός στοχασμού ή ο στοχασμός ενός ονείρου.

Τα αυτά ισχύουν και για το Ο ύπνος είναι ρόδο, την τελευταία δουλειά της, όπου η ελευθερία και η διάχυση του ενύπνιου λόγου ανασύρουν στο φως της γραφής τα κοιτάσματα μιας μνήμης κατεξοχήν νυχτερινής:

Μη λυπηθείς, θα ’ρθει μια στιγμή που
θα βρεθείς σε μια ακροχαλασιά οι θάμνοι
τυλιγμένοι δαιμονάγγελο φως      Γύρω η παρέα
ηλιοφόρα τα πεύκα μυθικά
Το κρασί στο ποτήρι θα θυμάται όσα δεν
     έγιναν ποτέ

Τότε θ’ ανέβει η θάλασσα
σαν κορίτσι επάνω στο τραπέζι
με τα μαλλιά χυμένα σε αμνήμον κύμα

Το τοπίο θα με κοιτάζει από πολύ μακριά ένα
     δυσεύρετο μπλε του κοβαλτίου
θα τέμνει τα λόγια
     στο ποτέ πια

(«Ακροχαλασιά»)

Αυτή η ελεύθερη περιδιάβαση στον  χώρο της ονειρικής ανάκλησης επιτρέπει να καλλιεργηθεί μια τεχνική εικόνων συνήθως χαλαρά μεταξύ τους συνδεδεμένων, από την μικρή ή μεγάλη συνάφεια των οποίων εξαρτάται η ευστοχία του εκάστοτε ποιήματος. Το παραπάνω ποίημα αποτελεί ένα παράδειγμα ευτυχούς σύναψης της μνήμης που εκτυλίσσεται θεώμενη τον αλγεινό τόπο της απόκρημνης «ακροχαλασιάς». Αντιθέτως, στο ποίημα «Συνομιλίες που δεν» η περιδιάβαση «στο χλιαρό σκοτάδι μιας άχρονης νύχτας» παραμένει ανενεργή, καθώς αρθρώνεται ακριβώς σε μια χλιαρά συνεκτική εικονοποιία, σαν να παρεισφρέουν ενίοτε στο σκηνικό φερτά αδρανή υλικά:

Περπατούσα στο χλιαρό σκοτάδι μιας άχρονης νύχτας
αποζητούσα συνομιλίες δεν
     υπήρξαν ποτέ;
Στρόφιγγες πάγου ανοιγόκλειναν λέξεις
που σέρναν τις αλυσίδες τους
Σώματα ξεχασμένα απ’ το σώμα τους
Χειραψίες – ρεύματα υπόγεια.

Στη συλλογή το ρόδο του ύπνου έχει και αγκάθια, όχι ακριβώς τις στιλπνές αιχμές του σπαραγμού, μάλλον τις λειασμένες εκδορές μιας παλιάς οδύνης που βλέπει τα εμβλήματα της νεότητας –«το άλλοτε φιλί», περασμένους εναγκαλισμούς, ξεχαρβαλωμένες κούκλες– να κινούνται στο ημίφως μιας ονειρικής αιώρησης ή να γίνονται επικίνδυνες υπομνήσεις του τετελεσμένου. Η αίσθηση του μετέωρου είναι κυρίαρχη στη συλλογή –όπως γενικότερα στην ποίησή της– και αποτυπώνεται αισθητικά με το σταθερό μοτίβο της «ανάβασης-κατάβασης» ή της πτώσης: «έμεινα κρεμασμένη στο κενό», «στα βαθιά νερά του καθρέφτη το πιο / απόμακρο είδωλο / ενός σώματος πέφτει», «Αλλά ανεβήκαν μονάχα οι πνιγμένοι / σε κάτι ξέφωτα ερημικών λυγμών», «Στο μεταξύ ας προσπαθήσω κι άλλη ζωή / στο ηλιόλουστο σκοτάδι του έρημου / που έξαφνα κατεβάζει / φωταψίες νηπίων / και παλιών εναγκαλισμών», «Το ασημένιο γοβάκι της Σταχτοπούτας το ’σκασε στον πιο δυσεύρετο ουρανό / ανεβοκατεβάζοντας αιωνίως / τις σημασίες του έρωτα και του θανάτου».

Αυτή η παλινδρόμηση από το εδώ στο εκεί, από το τώρα στο τότε και τανάπαλιν κάνει το χρόνο ρευστό και εκκρεμή. Μες στον χαμό τίποτα δεν χάνεται ή το ήδη συντελεσμένο δεν γίνεται τετελεσμένο, αλλά παραμένει σαν μισοτελειωμένη πράξη στο παρόν. Γι’ αυτό και σε αυτή τη μελαγχολική γειτονία του θανάτου τα φάσματα του παρελθόντος δεν γίνονται μόνο φαντάσματα αλλά διπλές, έστω και αιτούμενες, πραγματικότητες.

Στη συλλογή βρίσκουμε τα μόνιμα μοτίβα της ποίησης της Δαράκη, με πρώτο αυτό που θα χαρακτήριζα  «νεκρή φύση των ονείρων».  Το ποιητικό εγώ  υπνοβατεί στη μεγάλη νύχτα του στοχασμού, όπου μέσα συναιρούνται όλη η παλιά ομορφιά, διαθλάσεις κατόπτρων, ο έρωτας, το απαρηγόρητο τραύμα της τέχνης, η μεμακρυσμένη θέα αυτών που είναι να πάλι  συναντηθούν μα μόλις αντικρίζονται. Σύνεργα αυτής της νεκρής φύσης: λεπτό αεράκι, σημαίνοντα χρώματα, κλίμακες χρόνου, αγαπημένα άχρηστα φορέματα, ραγισμένα τζάμια, σκισμένα χειρόγραφα,  σπασμένες φτερούγες.

Δεύτερο μοτίβο η νοσταλγία του « άλλλοτε σ’ αγαπώ», για να δανειστώ ένα στίχο από τη συλλογή Ωσάν λέξεις του 1998.  Αυτό το «άλλοτε σ’ αγαπώ» είναι μια διαρκής διαπίστωση και επίκληση που διανύοντας την ποίησή  της και φτάνοντας στο Ο ύπνος είναι ρόδο  γίνεται η «παντοδυναμία του παρελθόντος / επάνω στο άλλοτε φιλί».

Τρίτον, η λέξη-ποίηση σε διπλή ταυτότητα: ως το «δριμύ ψύχος της γραφής» που δεν μπορεί να χωρέσει τη ζωή και ως το θαύμα-ποίηση του κόσμου πριν χρειαστεί τις λέξεις: «Αντίο λέξη που ήσουν ουρανός / Ουρανέ μου που / έγινες λέξη». Αυτό που παράγεται είναι η ατμόσφαιρα μιας περιπλάνησης στα σπαρμένα παλιά πρόσωπα του εαυτού του ζητούν να συναντηθούν με την εξίσου αόριστη τωρινή μορφή του. Κι αυτό γιατί συγκεκριμένη ποίηση ζητά το διακεκομμένο, το ημιτελές να γίνει συνεχές. Στα καλά ποιήματα αυτό εκλύει μια ροϊκή συνέχεια, μια «πλωτή» ανάγνωση σε υγρή ονειροβασία. Και ακριβώς σε αυτή την ποίηση δεν σε κερδίζει ο μεμονωμένος στίχος, αλλά η υποβλητική διαχείριση της σιωπής ανάμεσα στους στίχους. Στην υποβολή συντελεί η συχνή στη δουλειά της φόρμουλα του αποσιωπημένου ή ημιτελούς λόγου («όταν οι γάμπες γυμνές ως τους μηρούς/ όταν τα σώματα») και της παρομοίωσης («και το πουκαμισάκι σου σαν καταγάλανο/ στην πολυθρόνα» «ως μη μέλλον», «η πρωινή ομίχλη σαν πουκαμισάκι»).

Σε άλλα ποιήματα, όμως, η συχνή επανάληψη των ίδιων μοτίβων δίνει μια αίσθηση στατικότητας και επανάληψης. Τα υλικά, επίσης, της σκηνογραφίας του ονείρου στην ελεύθερη και ασύνδετη διέλευσή τους στη μνήμη δεν συναρθρώνονται πάντα σε μια συμπαγή μονάδα-ενότητα, αλλά παραμένουν διαδοχές  εικόνων σε μια ρευστότητα που γίνεται διάχυση. Η ροή γίνεται διαρροή. Τότε το ποίημα λιμνάζει σε ένα ρευστό «περίπου», όπου εκεί ο αναγνώστης δεν καταδύεται στον διαυγή βυθό του «δια ταύτα», αλλά παραπλέει ένα διαθλασμένο νόημα.  Έτσι συχνά έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις το ίδιο ποίημα και αυτό που θα έπρεπε να γίνει το στίγμα της γραφής γίνεται το αποκεντρωμένο χνάρι της.

Η ποίηση της Δαράκη βρίσκει τον εαυτό της και τον αναγνώστη, όταν η οικονομία του ελλιπούς στηρίζεται στην ευκρίνεια της εικόνας και η συνειρμική ακολουθία δομείται σε μια συνεπέστερη νοηματική ανταπόκριση των υλικών της, όπως εδώ («Σόλο φλάουτο, Ι»):

Το σώμα μου καρδιοχτυπά μπροστά
σ’ αυτό το ανώνυμο πρωινό
σ’ αυτή τη μαργαρίτα που σιγά σιγά
σαν μια ψιθυριστή αιωνιότητα ξυπνά
ξεφυλλίζοντας τον εαυτό της.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ