Month: Ιουλίου 2019

Σχεδόν «αγγελικό και μαύρο φως»

Triggia.jpg

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Μιχάλης Μακρόπουλος
Μαύρο νερό (νουβέλα)
Εκδ. Κίχλη, 2019

Διάβασα το Μαύρο νερό του Μιχάλη Μακρόπουλου άγρια χαράματα, προτού ακόμα φέξει, την ώρα που τ’ αγρίμια των βουνών βγαίνουν να μεταλάβουν την πρώτη τροφή, να πιουν το πρώτο νερό, της μέρας. Χωρίς να το θέλω, ήδη το εκδοτικό σημείωμα μου έφερε στον νου τον Δρόμο του ΜακΚάρθυ: «Ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, με όπλο την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλο, παλεύουν να επιβιώσουν σ’ ένα χωριό που ερημώνει, στα βουνά της Ηπείρου. Γύρω τους έχει συντελεστεί μια οικολογική καταστροφή· το νερό πλέον δεν πίνεται, τα ζώα και τα φυτά είναι δηλητηριασμένα». Και λέω καλώς εκ των υστέρων· μ’ όλες τις διαφορές τους και μ’ όλες τις κοινές θεάσεις τους σε μια επερχόμενη δυστοπία. Καλώς, παρότι αθέλητα, γιατί έτσι ξεχώρισαν καθαρότερα μέσα μου οι καταγωγικές ρίζες  αλλά κι οι απολήξεις καθενός.

Ο τόπος ακόμα και μολεμένος –ίσως οριστικά πια κι αμετάκλητα– για τους ανθρώπους είναι ο τόπος τους, εδώ κυριολεκτείται στο ακέραιο η κοινοτοπία πως ο τόπος κατοικείται από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι μέρος του τόπου, υπάρχουνε μαζί του, ο τόπος είν’ οι άνθρωποι, κι οι άνθρωποι είν’ ο τόπος. Ζυμωμένοι μαζί χρόνια τώρα, αιώνες, έχουνε γίνει μια αξεδιάλυτη υπόσταση. Και μέσα στο θανατικό, βλέπεις πως η ενότητα της φύσης και του ανθρώπου, που απλώνει εδώ σε μας ρίζες από πολύ βαθιά, βλασταίνει και δένει ανθούς τουλάχιστον μέχρι τον Παπαδιαμάντη, φανερώνεται εδώ αδιατάραχτη. Όχι για όλους όχι παντού πια είν’ αλήθεια, η εισβολή της μηχανικής νεωτερικότητας που φέρνει η άσβεστη δίψα για κέρδος φαίνεται πως στεγνώσανε τη γη και την μολύναν ανεπανόρθωτα. Ακόμα όμως και με το δηλητήριο που ποτίζει η γη τα πλάσματά της, ποτέ δεν αντιμετωπίζεται εχθρικά. Κατηγορία κι επίκριση δεν ακούγεται καμμία. Εδώ και μόνον εδώ μπορούν να ανασαίνουν οι άνθρωποι· για όσο μπορέσουν ακόμα. Πέρα από εδώ, στην υγεία και την άνεση, (εκεί που θέλει να τους μεταφέρει το κράτος) όχι, δεν υπάρχει ζωή για τους ανθρώπους μας, οι άνθρωποι δεν σχετίζονται με τίποτα, όσο καλό κι αν είναι. Η μόνη τους ζωή είναι ο –ακόμα και μολυσμένος– τόπος τους. Κι ο Χριστόφορος, ο ανάπηρος γιος, εκεί μόνον μπορεί να υπάρξει ανθρωπινά, δηλαδή να ζήσει, νέτα-σκέτα κατά τα λόγια του, και πουθενά αλλού.

Θραύσματα ανθρώπινων ζωών, θραύσματα σχέσεων, ξέφτια μιας διασπασμένης πια ενότητας, απ’ την οποία απογυμνώνονται διαρκώς (και τιμωρητικά απ’ το κράτος συν τοις άλλοις), κρατώντας σχεδόν πεισματικά κι επίμονα το ζω(τ)ικό τους δέσιμο με τον τόπο. Ο Πατέρας όμως κι ο γιος, που συγκρατούνται με τα δεσμά της αγάπης πιο στέρεα και πιο σφιχτά απ’ τους άλλους, που δένονται αξεδιάλυτα αναμεταξύ τους και με τον τόπο, παλεύουν να κρατάνε ζωντανό τον σύνδεσμο που την συνέχει ετούτη την αγάπη, που τηνε λειτουργεί.

Είχαν κι οι τρεις εκείνη την κλειστή και άδεια όψη, σαν των σπιτιών. Τα μάτια τους στέκονταν για πολλή ώρα σ’ ένα σημείο δίχως να το βλέπουν. Τα χέρια τους είχαν μια αφύσικη ακινησία· ήταν βουβά χέρια, που είχαν χάσει τη γλώσσα των νοημάτων, όπως είχαν χαθεί από τη λαλιά τους οι πιο πολλές λέξεις, γιατί ήταν άχρηστες και σ’ αχρησία. Αυτός όμως διέφερε, γιατί ’χε τον Χριστόφορο να μιλά, και γιατί του Φόρη του άρεσαν τα βιβλία· έτσι στο σπιτικό τους οι λέξεις παρέμειναν ζωντανές.  

Οι λέξεις (η γλώσσα) είναι αυτές που ‘λειτουργούν’ τον τόπο, τους ανθρώπους, τις σχέσεις τους με τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, ακόμα και στην βουβαμάρα ή και στον παρα-λο(γ)ϊσμό:

Η Αθηνά του Κοτσίνη… όλη μέρα γύρναγε στους άδειους δρόμους του χωριού και μιλούσε. Ανάλογα με το πού βρισκόταν, συναντούσε και κάποιο χωριανό και του έλεγε ό,τι ταίριαζε στην περίσταση και στον άνθρωπο… Πολύ περισσότερο από τον Πατέρα, κι απ’ τον Χριστόφορο ακόμα, η Αθηνά του Κοτσίνη είχε γίνει ένα μ’ αυτόν τον τόπο, βάζοντάς τον μέσα της και μιλώντας με τα φαντάσματά του. Αν πέθαινε, όπως ήταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε σύντομα, ο θάνατός της δεν θα ’ταν τόσο ένα τέλος όσο μια συνάντηση, και το μολυσμένο χώμα θα τη δεχόταν στη σκοτεινή και νοτερή του αγκαλιά σαν ξενιτεμένη που παλιννόστησε.

Υπάρχει μια φράση που τη ζήλεψα· τη ζήλεψα πολύ:

όταν απόλυσε η αλειτούργητη εκκλησία.

Με θάμπωσε με την εκτυφλωτική της ακρίβεια! Σχεδόν «αγγελικό και μαύρο φως».

Σ’ αυτή την φράση μέσα βρίσκονται όλα, νιώθω πως όλα είναι ειπωμένα μέσα εκεί. Η ‘αλειτούργητη’ εκκλησία φανερώνει του λαού το έργο –τέτοιος ο λαός τέτοια η λειτουργία του–, χωρίς να λειτουργεί, αλειτούργητη. Αλειτούργητη όχι μόνο γιατί λείπει ο παπάς, αλλά ούτε καν άνθρωποι υπάρχουν (αν μπορείς να πεις ετούτη την δράκα –την ξεμοναχιασμένη στ’ απόμακρα βουνά– ανθρώπους), αλειτούργητη γιατί οι άνθρωποι είναι βουβοί κι η λειτουργία είναι το ελάχιστο που συγκρατεί ακόμη τον λόγο (μέσα από τις γραφές, τις φυλλάδες ή τις ψαλμωδίες), τον λόγο τον αμετάδοτο, τον ακοινώνητο μεταξύ των μοναξιασμένων και βουβών καθημερινά ανθρώπων. Αλλά και γιατί εκεί είναι μοναχά σχεδόν που κοινωνούνε μεταξύ τους τις ελάχιστες, τις στοιχειώδεις  ακόμα λέξεις που τους κρατάνε σε ανθρώπινη κοινωνία (σκέψεων, αισθημάτων, επιθυμιών, μνήμης και λογισμών). Κι όταν απολύει, λύνεται θαρρείς ετούτο το ελάχιστο των λέξεων που τους κρατάνε ακόμη σ’ επαφή ζωντανή μεταξύ τους κι όλο μικραίνει. Παρά την απουσία του παπά, παρά το απείκασμα, τη σκιά της λειτουργίας, συνεχίζουν και ζουν –όσοι– με τις σκιές και τα φαντάσματα· η ανθρώπινη ‘λειτουργία’ συνεχίζει να τελείται (‘απόλυσε’) ατέλεστη (‘αλειτούργητη’).

7f14ed0e-6cfa-49d9-b984-f3579b79ede3_1Γι’ αυτό επιμένει ο Πατέρας πεισματικά θυσιάζοντας ακόμα και το τελευταίο και πενιχρό κομπόδεμα να αγοράσει λέξεις (βιβλία) αντί για τροφή για να έχει να διαβάζει στον Φόρη, να συνεχίσει να ζει, να συνεχίσουν να ζουν, σαν άνθρωποι, κοινωνώντας την ζωή στην όποια πληρότητα τους απομένει, αλλά κι ανεπίγνωστα διανοίγοντάς την σ’ ένα –ελάχιστο ίσως κι ανέλπιστο– αύριο. Γι’ αυτό παίρνει σβάρνα τις εκκλησίες και τα ξωκκλήσια στις γιορτές τους, ένα με τον ανάπηρο γιο στην πλάτη, να διαβάζει τις λέξεις των γραφών –ακόμα και τις ακατανόητες– στους άδειους τοίχους, στον αέρα· έτσι μονάχες τους, έτσι ξεκάρφωτες, έτσι ανερμήνευτες, να συνεχίσουν οι λέξεις να κατοικούν τον κόσμο των ανθρώπων και του τόπου. Λες κι υπάρχει μια ενδόμυχη φοβία πως τα πάντα θα σταματήσουν, όχι επειδή μολεύτηκε θανατερά η γη αλλά επειδή οι άνθρωποι χάνουνε τις λέξεις, μένουν βουβοί από λέξεις, ακοινώνητοι απ’ τον λόγο.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Advertisement

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα| 24. Πέτρος Σκυθιώτης

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦμε κάθε ἑβδομάδα ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς.

Τὰ ποιήματα θὰ παρατίθενται πολυτονισμένα, δίχως ὅμως ἄλλες παρεμβάσεις στὸ πρωτότυπο. Ἐπίσης, στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου θὰ δημοσιεύεται στὸν ἱστότοπο ὁ Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων τῶν ἀνθολόγων μὲ τὴν μορφὴ ἀναλυτικοῦ καταλόγου, ὅπου καὶ θὰ καταγράφονται ὅλες οἱ ποιητικὲς συλλογὲς ποὺ εἴδαμε στὸ διάστημα αὐτό. Τὰ ποιήματα ποὺ θὰ προκύψουν στὸ πέρας τῆς διαρκοῦς αὐτῆς ἀνθολόγησης, συμπληρωμένα ἐνδεχομένως καὶ μὲ ἄλλα, θὰ ἀποτελέσουν τὸν κορμὸ μιᾶς ἔντυπης Ἐκλογῆς.

Οἱ σκοποὶ τοῦ ἐγχειρήματος, δύο: νὰ ἀναδείξουμε τὰ ἀξιανάγνωστα ποιήματα ποὺ γράφονται στὶς μέρες μας ἀπὸ νέους ποιητές· καὶ νὰ συμβάλλουμε στὴν ἐπόπτευση τῆς νεοελληνικῆς ποίησης τοῦ αἰώνα μας, μακριὰ ἀπὸ παρελκυστικὲς κατηγοριοποιήσεις, αἰσθητικὲς ἢ/καὶ ἰδεολογικές.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ


Πέτρος Σκυθιώτης

Medieval-Inventions-that-Changed-the-World

(Συνθήκη Ἰσορροπίας, Λάρισα, Θράκα, 2015)

6.

Ἐκεῖ ποὺ πᾶς καὶ πίνεις
καὶ βρίσκεις τὸν Γιῶργο
καὶ τὰ λέτε
σ’ ἔχω δεῖ πολλὲς φορὲς ποὺ ἔρχεσαι στὸ κέφι
καὶ φτιάχνεις μὲ τὰ χέρια σου
κάτι ὄνειρα θεόρατα πνιγμένα
ἀλλὰ καθόλου θολὰ μὲς στὸ μυαλό σου
μιὰ κι ἐσὺ ξέρεις καλύτερα ἀπ’ τὸν καθένα
ποῦ θὲς νὰ φτάσεις ὄχι ὅμως κι ὁ Γιῶργος
ποὺ πάντα ἐκείνη τὴ στιγμὴ
συμφωνεῖ
καὶ σὲ κοιτάει μὲ θαυμασμὸ κι ἀπορία
λέγοντας:
πὲς ὅτι ἔγινε καὶ μετὰ τί;

~.~

525993_384099778341403_2055190526_n.jpg
(Οἱ ἀκαδημαϊκὲς σημειώσεις τοῦ Ἴαν Μάρκεζιτς, Ἀθήνα, Θράκα, 2018)

Γι’ αὐτὸ ἦταν Ἀμερικανός

Ἤμασταν στὴν ἀνάλυση τῆς δεύτερης κούπας καφὲ τοῦ Ἀλ-
μπέρτο ὅταν τοῦ εἶπα πὼς πείνασα. Ἐπανέλαβε πὼς ἡ τροφὴ
εἶναι κοινωνικὴ κατασκευὴ τῶν ἄθεων, ἀλλὰ ἐγὼ ἐπέμεινα ν’
ἀνάψει τὴν κουζίνα.
Σηκώθηκε καὶ πάτησε τὸ κουμπὶ τῆς τηλεόρασης. Ἀμέσως
ἄνοιξε μιὰ ὑποδοχὴ κάτω ἀπ’ τὴν ὀθόνη γεμάτη ἀστρόσκονη.
Τὴ μάζεψε καὶ τὴν ἔριξε στὸν καφέ μου.
Τί μὲ κοιτᾶς, εἶπε, δὲν ὑπάρχει τίποτα θρεπτικότερο.
Γι’ αὐτὸ πάτησε ὁ ἄνθρωπος στὸ φεγγάρι.

Χασάν Μπλασίμ, Το Κουνέλι της Πράσινης Ζώνης

[Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρία Μπλάνα (βασισμένη στη μετάφραση από τα αραβικά του Τζόναθαν Ράιτ)]

Προτού εμφανιστεί το αυγό, διάβαζα βιβλία σχετικά με το νόμο ή τη θρησκεία κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ. Όπως ακριβώς και το κουνέλι μου, ήμουν πιο δραστήριος τις πρώτες πρωινές και τις απογευματινές ώρες. Ο Σαλσάλ, από την άλλη, έμενε ξύπνιος ως αργά το βράδυ και ξύπναγε το μεσημέρι. Και προτού σηκωθεί απ’ το κρεβάτι άνοιγε το λάπτοπ του και έμπαινε στο φέισμπουκ να τσεκάρει τα τελευταία σχόλια στη συζήτηση που είχε αρχίσει το προηγούμενο βράδυ, και τελικά σηκωνόταν να κάνει μπάνιο. Ύστερα πήγαινε στην κουζίνα, άνοιγε το ράδιο και άκουγε ειδήσεις ενώ τηγάνιζε ένα αυγό κι έφτιαχνε καφέ. Έβγαινε με το πρωινό του στον κήπο και καθόταν στο τραπέζι κάτω απ’ την ομπρέλα, τρώγοντας και πίνοντας και καπνίζοντας καθώς με παρατηρούσε.

«Καλημέρα, Χατζάρ. Τί νέα απ’ τα λουλούδια;»

«Κάνει πολλή ζέστη φέτος και δεν φτουράνε», του έλεγα, ενώ κλάδευα τις τριανταφυλλιές.

Ο Σαλσάλ άναβε κι άλλο τσιγάρο και χαμογέλαγε ειρωνικά στο κουνέλι μου. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί τον ενοχλούσε το κουνέλι. Το είχε φέρει η γριά Ουμ Νταλά. Το βρήκε στο πάρκο, είπε. Αποφασίσαμε να το κρατήσουμε ώσπου να βρει η Ουμ Νταλά τον ιδιοκτήτη του. Το κουνέλι ήταν μαζί μας ένα μήνα τώρα κι εγώ ήδη είχα περάσει δυο μήνες με τον Σαλσάλ σ’ αυτή τη γουστόζικη βίλα στη βόρεια Πράσινη Ζώνη. Η βίλα ήταν απομονωμένη, τριγυρισμένη από έναν ψηλό τοίχο και με μια πύλη εξοπλισμένη με το πιο σοφιστικέ ηλεκτρονικό σύστημα ασφαλείας. Δεν ξέραμε πότε θα σήμαινε η ώρα μηδέν. Ο Σαλσάλ ήταν βετεράνος, σε αντίθεση με εμένα που με αποκαλούσαν ψάρακα επειδή αυτή ήταν η πρώτη μου επιχείρηση.

Ο κ. Σαλμάν μας επισκεπτόταν μια φορά τη βδομάδα για να δει πώς είμαστε και να μας καθησυχάσει για τα τεκταινόμενα. Ο κ. Σαλμάν μας έφερνε αλκοόλ και χασίς. Πάντα μας έλεγε ένα χαζό αστείο για τις πολιτικές εξελίξεις και μας υπενθύμιζε πόσο μυστική και σημαντική ήταν η επιχείρηση. Αυτός ο Σαλμάν τα είχε κυμιάσει με τον Σαλσάλ και δεν μου αποκάλυπτε πολλά μυστικά. Οι δυο τους τόνιζαν συνέχεια την αδυναμία και την έλλειψη εμπειρίας μου. Δεν ασχολιόμουν και πολύ μαζί τους. Είχα βουλιάξει στην πικρία της ζωής μου κι ήθελα να καταστραφεί ο κόσμος μία κι έξω.

Η Ουμ Νταλά ερχόταν δύο φορές τη βδομάδα. Μας έφερνε τσιγάρα και καθάριζε το σπίτι. Μια φορά ο Σαλσάλ την παρενόχλησε. Της έπιασε τον πισινό ενώ εκείνη μαγείρευε ντολμάδες. Του έδωσε μία στη μύτη με την κουτάλα και του την άνοιξε. Ο Σαλσάλ την άφησε και ύστερα από αυτό δεν της μιλούσε. Εκείνη ήταν μια δυναμική γυναίκα, στα πενήντα της, μάνα εννιά παιδιών. Έλεγε πως μισούσε τους άντρες, έλεγε πως ήταν σιχαμένοι, εγωιστές, γουρούνια. Ο άντρας της δούλευε εργάτης στη ΔΕΗ αλλά έπεσε απ’ την κορυφή μιας κολώνας και πέθανε. Ήταν μεθύστακας κι εκείνη συνήθιζε να τον αποκαλεί μεθυσοκούναβο. (περισσότερα…)

Γιάννης Καρπούζης, Η ζωή του Όσβαλντ (και δύο φωτογραφίες)

karp.jpg

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΟΣΒΑΛΝΤ

και εκείνη τη μέρα θυμάσαι,
αρχιπέλαγος[1] στους -14

Η μηχανή δούλευε καίγοντας χρόνο˙
ώσπου ο χρόνος τέλειωσε.

Το ξέρει καλά ο Όσβαλντ,
είναι κενό αέρος το σπίτι
Και που να αρχειοθετείς
ονόματα ανθρώπων
πάλι απ’ την αρχή

ξάγρυπνος απόμεινε στη στεριά
να βλέπει τα χρώματα της αυγής,
την τηλεόραση να εκπέμπει πανικούς

ίσως να φταίει που καμιά φορά θυμάται

κυάνιο η θάλασσα κι απόψε, Όσβαλντ
μέσα στα χαρακώματα τούτη η ζωή

τότε

θυμάται

που φώναζε στην Ίνγκριντ
να γεμίσουν
τις τρύπες με αλατόνερο,
καθαρή τρικυμία χωρίς φύκια,
κι εκείνη ένα χαμόγελο του κάρφωνε στο τραπέζι
πόσο μικροί, μικροί ήτανε η Άννα και ο Γιόχαν
μέσα στην παλάμη του χωρούσαν
και στους ώμους του κατοικούσαν
δεν έκρυβε τότε παγάκια μέσα στο στόμα
ο καιρός ήταν καλός στο αρχιπέλαγος
ένας ήλιος φλεγόμενος έκαιγε
στη μέση της νύχτας.

μη ρωτάς που είναι ο ήλιος Όσβαλντ
για τον πάγο μόνο ρώτα που πιάσανε τα μαλλιά σου

(εδώ πέρα κάπου, πέρασαν τα χρόνια)

και η καλημέρα έγινε πηχτή στο στόμα
η Άννα και ο Γιόχαν σπάνια τηλεφωνούνε
στο σπίτι τα γνωστά
(κενό αέρος)

τόσο μόνος έμεινε ο Όσβαλντ
που μια μέρα φαντάστηκε
– εκεί έπεσε πολύ πλάκα από κάτι φίλους –
πως τα νησάκια κουνιούνται μέσα στο
αρχιπέλαγος,
στα μάτια τρίζουν οι φλέβες
στα χέρια κλειδώσανε
σμήνη οι κατακλυσμοί.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΗΣ


[1] Ως «αρχιπέλαγος» εννοείται το αρχιπέλαγος της Στοκχόλμης.

karp2.jpg

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα| 23. Έλενα Πολυγένη

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦμε κάθε ἑβδομάδα ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς.

Τὰ ποιήματα θὰ παρατίθενται πολυτονισμένα, δίχως ὅμως ἄλλες παρεμβάσεις στὸ πρωτότυπο. Ἐπίσης, στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου θὰ δημοσιεύεται στὸν ἱστότοπο ὁ Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων τῶν ἀνθολόγων μὲ τὴν μορφὴ ἀναλυτικοῦ καταλόγου, ὅπου καὶ θὰ καταγράφονται ὅλες οἱ ποιητικὲς συλλογὲς ποὺ εἴδαμε στὸ διάστημα αὐτό. Τὰ ποιήματα ποὺ θὰ προκύψουν στὸ πέρας τῆς διαρκοῦς αὐτῆς ἀνθολόγησης, συμπληρωμένα ἐνδεχομένως καὶ μὲ ἄλλα, θὰ ἀποτελέσουν τὸν κορμὸ μιᾶς ἔντυπης Ἐκλογῆς.

Οἱ σκοποὶ τοῦ ἐγχειρήματος, δύο: νὰ ἀναδείξουμε τὰ ἀξιανάγνωστα ποιήματα ποὺ γράφονται στὶς μέρες μας ἀπὸ νέους ποιητές· καὶ νὰ συμβάλλουμε στὴν ἐπόπτευση τῆς νεοελληνικῆς ποίησης τοῦ αἰώνα μας, μακριὰ ἀπὸ παρελκυστικὲς κατηγοριοποιήσεις, αἰσθητικὲς ἢ/καὶ ἰδεολογικές.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ


Ἕλενα Πολυγένη

21055028_1544172968954820_8202570881702941270_o

(Ἡ θλίψη μου εἶναι μιὰ γυναίκα, Ἀθήνα, (.poema..), 2012)

Ἡ γυναίκα γυαλί

Μπαμπά, μαμά, μὲ φτιάξατε
Ἀπὸ γυαλί.
Δὲ μεριμνήσατε γιὰ ἕνα
Πιὸ ἀνθεκτικὸ ὑλικό. Μ’ ἀφήσατε
Στὴν τύχη μου
Καὶ ὅλο τρέμετε γιὰ μένα
Μήπως σπάσω.

Καὶ πιὸ πολύ, γιατὶ στὸ βάθος
Ξέρετε
Πὼς τὰ κομμάτια μου θὰ κόψουν
Τὸ λαιμό σας.

~.~

21034372_1544173255621458_2988689582701559271_n

(Τὰ δευτερόλεπτα τῶν ζωντανῶν στιγμῶν, Ἀθήνα, Γαβριηλίδης, 2017)

Σονέττο παρατεταμένης ἀκινησίας

Ὅταν ἀφήνεται στὸ πάτωμα νὰ πέσει
ἡ ταραχή μου, μὲ μορφὴ ἀντικειμένου,
κοιτάζω πάντα μὲ τὰ μάτια τοῦ χαμένου
ποὺ χρόνια στέκεται ψυχρὸς στὴν ἴδια θέση.

Ὅταν ἡ πόρτα εἶναι κλειστή, δὲ μοῦ ἀρέσει
νὰ τὴν ἀνοίγω· βάρος ξένου
χεριοῦ, στὰ δάχτυλά μου φορεμένου
ὁριστικὰ μοῦ ‘χει τὴ θέληση ἀφαιρέσει.

Ὅταν ἡ μύγα μ’ ἐνοχλεῖ, δὲν τὴ σκοτώνω.
Ὅταν φωνὲς μὲ προσκαλοῦν – δὲ συμμετέχω.
Ὅταν τηλέφωνο χτυπᾶ, δὲν τὸ σηκώνω·

τὴν ἀπραξία στὶς ἐκφάνσεις της διατρέχω
καὶ μὲς στὴν πλήξη τῆς ἀδράνειας ποὺ κατέχω
μένει τὸ σῶμα μου μετέωρο καὶ μόνο.

~.~

Κάποιος ἔζησε ἐκεῖ

ΙΙ

Ὑπάρχει λόγος ποὺ ἀφήνω κλειστὰ
τὰ παράθυρα.
Κάθε φορὰ ποὺ τὰ ἀνοίγω, φέρνουν μπρός μου
τὴν ἀποσύνθεση.
Ἕνα πτῶμα σὲ κάθε σύνθεση, σὲ κάθε ὀπτικὴ
γωνία.
Διστάζω νὰ κατευθυνθῶ πρὸς τὰ κεῖ
– δὲ βρίσκω λόγο νὰ ἐπισπεύσω τὸ μέλλον.
Ὑπάρχει ἕνα πτῶμα εἴτε ὑφάσματος εἴτε
μύγας εἴτε δέντρου εἴτε γάτας εἴτε
λουλουδιοῦ.

Καὶ ζωὴ ὑπάρχει ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ
δὲν τὴ βλέπω.


Ἡ Ἕλενα Πολυγένη γεννήθηκε στὴν Πάτρα. Εἶναι ἠθοποιὸς καὶ μουσικός. Ἔχει ἐκδώσει τὶς ποιητικὲς συλλογές: Γράμματα σὲ μαυροπίνακα (2009), Ἡ θλίψη μου εἶναι μιὰ γυναίκα (2012), Ἡ χώρα τῶν παράδοξων πραγμάτων (2014) καὶ Τὰ δευτερόλεπτα τῶν ζωντανῶν στιγμῶν (2017)

Ο διάβολος στη Μόσχα

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Μια ζεστή ανοιξιάτικη βραδιά, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1930, εμφανίστηκε ξαφνικά στη Μόσχα ο ίδιος ο διάβολος αυτοπροσώπως. Δε συστήθηκε βέβαια ως διάβολος· το επισκεπτήριό του έγραφε «καθηγητής Βόλαντ», και παρουσιάστηκε ως ειδικός στη μαύρη μαγεία. Μαζί του κατέφτασε και η εκλεκτή συνοδεία του, μια παρδαλή ομάδα που περιλάμβανε τον Μπεγκεμότ, έναν μεγάλο μαύρο γάτο που μπορούσε να στέκεται στα δυο πόδια, να μιλάει με ανθρώπινη φωνή και ενίοτε να μεταμορφώνεται σε άνθρωπο· τον αχώριστο φίλο του Κορόβιεφ ή Φαγκότ, έναν ψηλό, καλοντυμένο και ιδιαίτερα εύγλωττο ταχυδακτυλουργό που φορούσε μισοσπασμένο πενσνέ· τον τρομερό και φοβερό Αζαζέλο, μια πραγματικά δαιμονική φιγούρα, έναν γεροδεμένο κοκκινομάλλη που τα μάτια του ήταν διαφορετικά το ένα από τ’ άλλο και ο οποίος ήταν άσος στο σημάδι με όπλο· και, τέλος, την όμορφη δαιμόνισσα Γκέλλα. Ο διάβολος-Βόλαντ και η συνοδεία του αναστάτωσαν για κάμποσες μέρες την καθημερινότητα των Μοσχοβιτών. Ιδιαίτερα η παράσταση που έδωσαν ενώπιον χιλιάδων θεατών στο Βαριετέ προκάλεσε τεράστια αναταραχή. Αλλά και οι ξεκαρδιστικές φάρσες του ζεύγους Μπεγκεμότ και Κορόβιεφ εις βάρος ανυποψίαστων πολιτών δημιούργησαν επίσης πανδαιμόνιο. Ακόμη πιο βαθιά άλλαξε η ζωή κάποιων συγκεκριμένων προσώπων, και ειδικά του μετρ και της Μαργαρίτας. Ο ανώνυμος μετρ, ένας σπουδαίος αλλά παραγνωρισμένος συγγραφέας, είχε γράψει ένα σπουδαίο έργο, για το οποίο όμως δεν μπορούσε να βρει εκδότη: μια λογοτεχνική εξιστόρηση της ανάκρισης του Χριστού απ’ τον Πιλάτο. Αυτό το έργο προκάλεσε την καταστροφή του. Η Μαργαρίτα, ερωτευμένη μαζί του μέχρι θανάτου, θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει· δε θα διστάσει ακόμα και να πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο.

Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση του Μετρ και η Μαργαρίτα, του opus magnum του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Το αριστούργημα του Μπουλγκάκοφ γράφτηκε τη δεκαετία του 1930. Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας ξεκίνησε να το γράφει ήδη από το 1928 και το δούλευε διαρκώς μέχρι το θάνατό του το 1940. Θα χρειαστεί όμως να περάσουν είκοσι έξι χρόνια προτού μια πρώτη, λογοκριμένη έκδοση του βιβλίου δει το φως της δημοσιότητας το 1966. Η πρώτη πλήρης έκδοση θα γίνει τελικά το 1973. Από τότε και μέχρι σήμερα το βιβλίο του Μπουλγκάκοφ διαβάζεται όλο και περισσότερο, έγινε διάσημο στη Ρωσία και διεθνώς, αγαπήθηκε με πάθος, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, ενέπνευσε μουσικά και ζωγραφικά έργα.[1] (περισσότερα…)

Η παλιννόστηση ενός εξόριστου: για την ποίηση του Δημήτρη Ἀγαθοκλη

pic (03)

Δημήτρης Ἀγαθοκλῆς,
Ἐξορίες, Μελάνι 2018

της ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ μὲ ἐντυπωσίασε ἤδη μὲ τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογή (Ἄφεσις, Μελάνι 2017). Ἀπόρησα ἀπὸ τότε γιὰ τὸ πῶς ἕνας νέος ποιητὴς καὶ  ἐπιστήμονας προερχόμενος μάλιστα ἀπὸ τὸν χῶρο τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν (μαθηματικὸς μὲ μεταπτυχιακὲς σπουδές) διαθέτει καὶ ἀξιοποιεῖ ποιητικὰ μὲ ἄνεση μιὰ τόσο βαθιὰ καὶ πολυδιάστατη γνώση τῆς ποιητικῆς μας γλώσσας. Μὲ τὴν πρόσφατη συλλογή του ὁ Ἀγαθοκλῆς προχωρᾶ πιὸ τολμηρὰ σ’ αὐτὴ τὴ γλωσσικὴ ἀναδίφηση στοὺς αἰῶνες τῆς γλώσσας μας. Φαίνεται δὲ πὼς αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γλωσσικὸ βάθος εἶναι ἡ πατρίδα στὴν ὁποία παλιννοστεῖ ὁ ἐξόριστος ποιητὴς τοῦ τίτλου.

Ὁ Ἀγαθοκλῆς μετεωρίζεται μεταξὺ ἑνὸς καθαροῦ μοντερνισμοῦ, ὅπως αὐτὸς ἀναγνωρίζεται στὸ ποίημα «Ἐξορίες», καὶ μιᾶς ἰδιότυπα μεταμοντέρνας μορφῆς ἡ ὁποία ἐπιζητεῖ νὰ προσδώσει ἐπικαιρικὸ χαρακτήρα στὶς παραδοσιακὲς φόρμες. Ἡ υἱοθέτηση πάντως τῶν παραδοσιακῶν μορφῶν ἀπ’ τὸν Ἀγαθοκλῆ (κάτι ἀνάλογο παρατηρεῖται τελευταῖα καὶ σὲ ἄλλους νέους —καὶ ὄχι μόνον— ποιητές) ὁδηγεῖ συχνὰ τὸ ποίημα σὲ μία συγκινησιακὴ ἀκαμψία, ἡ ὁποία εἶναι ἐμφανῶς συνειδητή, ὑπονομεύει ὅμως ἐνίοτε τὴν ποιητικὴ λειτουργία κυρίως μὲ τὴν υἱοθέτηση τολμηρῶν καὶ ἐπάλληλων διασκελισμῶν. Οἱ τελευταῖοι διαλύουν κάποτε τὴ σταθερότητα τῆς παραδοσιακῆς μορφῆς εἰσάγοντας αἰφνιδίως ἕνα πεζολογικὸ στοιχεῖο. Νὰ εἶναι ἄραγε τὸ μοντέρνο ποῦ ἐκδικεῖται;

Πάντως, ἀκραιφνῶς ἐνταγμένο στὴ φόρμα τοῦ μοντερνισμοῦ εἶναι τὸ ποίημά του μὲ τὸν τίτλο «Ἐξορίες» τὸ ὁποῖο φέρει παράλληλα καὶ μνῆμες τῆς ποίησης τῆς πρώτης μεταπολεμικῆς γενιᾶς:

ΕΞΟΡΙΕΣ

Συναντῶ ἕνα ϕίλο στὸν ἠλεκτρικό· δὲν τὸν κοιτῶ
δὲν μὲ κοιτᾶ. Δυὸ ξένοι, στὸ ἴδιο ϐαγόνι, κάθε πρωί.

Κάποτε κάναμε ποδήλατο στοὺς ἴδιους δρόμους
πληγιάζαμε σπουργίτια μ’ αὐτοσχέδιες σφεντόνες,
μαλώσαμε γιὰ τὰ ἴδια κορίτσια.
Δὲν ξέρω ἐσύ, μὰ ἐγὼ σὲ ντρέπομαι.
Ἔβγαλα τὰ σκονισμένα ροῦχα ποὺ παίζαμε πόλεμο,
τὰ γόνατά μου δὲν ματώνουν πιὰ
(σπούδασα, δὲν νυμφεύθηκα)
μὲ μονογυάλι καὶ γραβάτα πλέον γυρίζω.
Δὲν σοῦ μιλῶ γιὰ παλιά, ἀλλὰ γιὰ χθὲς
σήμερα, πρὶν ἀπὸ ἕνα λεπτό —
ποιός θὰ τὸ ϕανταζόταν!

Δυὸ ξένοι κάθε πρωὶ διαδρομὴ Βικτώρια-Μοναστηράκι.
Σὰν νὰ μὴ μεγαλώσαμε σ’ ἐκεῖνο τὸν δρόμο,
σὰν νὰ μὴ σοῦ πῆρα κάποτε μιὰ Μαρία
σὰν νὰ μὴ μοῦ πῆρες κάποτε μιὰν Ἑλένη.

Θὰ ἔλεγα πὼς στὸ ἀφοπλιστικῆς ἀμεσότητας ποίημα ξαναγράφεται, μὲ εἰλικρίνεια καὶ κάποια διάθεση ἐνοχῆς, ἡ ἱστορία ποὺ ἀνακαλεῖ τὸ ποίημα τοῦ Μανόλη Ἀναγνωστάκη «Αἰσθηματικὸ διήγημα» ἀπὸ τὴ συλλογὴ  Ὁ στόχος, (Δεκαοχτὼ Κείμενα, 1970).  Ἀπὸ τὸ τελευταῖο ἀποσπῶ  τρεῖς στίχους:

[…]
Ἀλλά, βρὲ ἀδελφέ, πῶς νὰ τὸ κάνουμε, κάποτε ἤπιαμε μαζὶ κρασί,
Χωθήκαμε στὴ ὁδὸ Ἀρριανοῦ κυνηγημένοι ἀπὸ τοὺς πεταλάδες,
Φιλήσαμε τὰ ἴδια κορίτσια, ἀλλάξαμε σύνθημα καὶ παρασύνθημα.
[…]

Ὁ Ἀγαθοκλῆς στρέφει αὐτοκριτικὰ τὸ βλέμμα στὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ἀναγνωρίσει πάνω του τὰ σημάδια τῆς στοχαστικῆς προσαρμογῆς, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἀναγνωστάκη ποὺ ἀντιμετωπίζει κριτικὰ τὸν συμβιβασμένο φίλο. Προσωπικὰ βρίσκω πολὺ ἐνδιαφέρουσα τὴν σύγκριση.

pic (09).jpg

Σὲ ἄλλο κλίμα ποιητικὸ τὸ ποίημα «Μεῖνε» ἀπὸ τὰ πιὸ ἐμβληματικὰ καὶ προγραμματικὰ τῆς συλλογῆς:

MEINE

Mεῖνε. Δῶσε τὴ μάχη, ταμπουρώσου, πολέμησε
κι ἂν νύχτωσε ἢ σκοτείνιασε τίποτε δὲν ἔδυσε.
Ξεκρέμασε τῆς Ἐπανάστασης τὸ τυφέκι
πάρε τὰ ὄρη — ἂς γίνει σου ἡ ὀργὴ ϕυσέκι.
Παντρέψου τοὺς λόγγους, τ’ ἀγρίμια, τὰ ρουμάνια
πέτα τὶς γραβάτες, τοὺς πίλους, τὰ καφτάνια.
Ἄσε γένι, πιάσε σὲ σπηλιὲς λημέρι
στῆσε στὸ ἀσκέρι τοῦ ἐχθροῦ καρτέρι.
Δάγκασε μὲ μίσος σὰν Κυναίγειρος
τὴν ἔπαρση τῶν ξένων καὶ στυγερῶς
διὰ στόματος μαχαίρας πέρασε.
Νιὸ ὅ,τι σ’ ἔκανε πιὰ γέρασε.
Ξέχνα τί σοῦ ’γραφαν τ’ ἀστέρια.
Μεῖνε κι ἂς σοῦ κοποῦν τὰ χέρια,
κι ὅρμα μὲ λύσσα νὰ σφάξεις
τὸν ϐαθυχαίτη στὲς τάξεις
γιατὶ ὅπου πρέπουν ὕμνοι
ποιός ἀνακρούει πρύμνην!
Ὡς ἄλλωστε ἐδήλουν
τὰ λόγια τοῦ Αἰσχύλου
(τῆς μάχης λάτρης).
Τηλόθι πάτρης
’πὰ στὸ μνῆμα
ἕνα ρῆμα
ἂς εἶναι ―
ΜΕΙΝΕ
Ναί!

Τὸ παραπάνω ποίημα ὡς πρὸς τὴν τυπογραφική του ἐμφάνιση, μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση ὀπτικοῦ ποιήματος καθὼς μοῦ φάνηκε πὼς ἀναγνώρισα στὸ τυπωμένο χαρτὶ τὴν ἀντεστραμμένη κάννη ἑνὸς ὅπλου. Ἴσως στὴν αἴσθηση αὐτὴ νὰ μὲ ὁδήγησαν οἱ ἀναφορὲς στὸ τυφέκι τῆς ἐπανάστασης, τὸ λημέρι ποὺ παραπέμπει στὰ καταφύγια τῶν κλεφτῶν τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ καὶ ἐν γένει ἡ ὅλη προτρεπτικὴ σὲ μάχη ἀτμόσφαιρα ποὺ κυριαρχεῖ στὸ ποίημα. Σκέφτηκα λοιπὸν πὼς ὁ Ἀγαθοκλῆς ἀκολουθεῖ τὴν παράδοση τοῦ Σιμμία τοῦ Ροδίου, τοῦ πρωτοπόρου εἰσηγητῆ τῆς ὀπτικῆς ποίησης, πρὶν δηλαδὴ ὁ μοντερνισμὸς μὲ τὸν Ἀπολλιναὶρ πειραματισθεῖ μὲ τὸ εἶδος.

Ὁ τίτλος «Μεῖνε» εἶναι μιὰ κατηγορικὴ εἰς ἑαυτὸν προσταγὴ ποὺ συνειρμικὰ συνδέεται μὲ ἕνα ἐδῶ ἀνάλογο μὲ τὸ τῆδε κείμεθα τοῦ γνωστοῦ σιμωνίδειου ἐπιγράμματος. Ὁ Ἀγαθοκλῆς ἐγγράφει μιὰ πείσμονα ἐπιθυμία παραμονῆς στὸν τόπο του, ἐνῶ μοιάζει νὰ ὑπόκειται στὸ ποίημα ἀντεστραμμένος καὶ περισσότερο προσωπικὸς  ὁ ὅρκος  τῶν Ἀθηναίων ἐφήβων. Προφανῶς αὐτὸς  ὁ  ἰδιότυπος  ξενιτεμὸς ποὺ κόμισε στὸν τόπο μας ὁ κακὸς ἀγέρας τῆς κρίσης διώχνοντας τοὺς νέους ἐπιστήμονες ἀπὸ τὴν πατρίδα, λειτουργεῖ ὡς τραῦμα στὴν ποίηση τοῦ Ἀγαθοκλῆ συνολικά.

Ἤδη σ’ ἕνα ἐξόχως εὐαίσθητο ποίημα τῆς συλλογῆς  Ἄφεσις τὸ θέμα τῆς ξενιτειᾶς ἐμφανίζεται χωρὶς ὅμως νὰ συνοδεύεται ἐκεῖ ἀπ’ τὰ τραυματικὰ βιώματα ποὺ κυριαρχοῦν στὸ νέο ποιητικό του βιβλίο. Παραθέτω ἐκεῖνο τὸ ποίημα:

ΕΙΣ ΦΙΛΗΝ ΞΕΝΙΤΕΥΘΕΙΣΑΝ

Γυρίζω ἐδῶ ποὺ τόσο σὲ ὠνειρεύτηκα
νὰ ϐρῶ κάτι δικό σου…
ΑΠ. ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ

Περνώντας στὰ μέρη σου, τὸν δρόμο
(ὄχι ἀπ’ τὴ δημοσιὰ ἀλλὰ τὸ γωνιακὸ οἰκόπεδο)
ποὺ χορτάριαζε κάθε καλοκαίρι
θὰ κοιτάξω νὰ σοῦ κόψω λίγα λουλούδια, μιὰ δραξιὰ
τριαντάφυλλο λεβάντα πικροδάφνη.
Θὰ τὰ σμίξω σὲ μπουκέτο μὲ λεπτὸ μίτο ἄνοιξης
μάρτη ἢ τὸν μαίανδρο ἀπ’ τὸν περίτεχνο κεκρύφαλό σου.
Μετὰ θὰ πῶ τὴν προσευχή, νὰ μυρίσεις πρῶτα-πρῶτα
καὶ λίγον οὐρανό, ξέρεις, μαζί της.
Θά ᾿ναι ὅπως τότε ποὺ περίμενες στὴ στροφή.
Αὔριο, λοιπόν, σὰν περάσω ὅπου περνῶ κάθε πρωὶ
θὰ κοιτάξω νὰ σοῦ στείλω ὅ,τι ζητεῖς
ὑστερόγραφα στὰ γράμματά σου:
κάτι νὰ θυμίζει τὸν δρόμο, τὴ δημοσιά, ἐμένα.

pic (01).jpg

Στὶς Ἐξορίες ἐγκαταλείπεται ἡ λυρικὴ ἀποτύπωση τῆς νοσταλγίας γιὰ νὰ πάρει τὴ θέση της ἕνας γοργὸς ρυθμὸς ἐνίοτε φορτισμένος ἀπὸ μία ἐπιθετικὴ αὐτοπεποίθηση. Ἀναφέρω ἐπὶ παραδείγματι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ποίημα «Τὰ φίδια»:

[…]   Καὶ νά ’μαστε κυνηγημένα φίδια
πρωτόπλαστα ποὺ σέρνονται κατάμονα στὴν ξενιτιά,
μ᾿ ἂν δέρμα νέο ντύνονται γύρο φέρνουν πάντα στὰ ἴδια
χωράφια˙ στὸ κίτρο, στὸ φλαμούρι, στὸ πεῦκο,  στὴν ἰτιά.

Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ χρήση τοῦ πρώτου πληθυντικοῦ προσώπου, ἡ ὁποία κομίζει ἕνα νέο στοιχεῖο στὴν ποίηση τῆς νεώτατης ποιητικῆς γενιᾶς: τὸ ἐκφρασμένο ποιητικὰ αἴτημα τῆς παλιννόστησης ἀπὸ τὴν ἀκούσια μετανάστευση στὴν ὁποία τὴν ἔχει ὁδηγήσει ἡ οἰκονομικὴ κρίση. Ἀξίζει δὲ ἐπίσης νὰ παρατηρηθεῖ ὅτι ὁ Ἀγαθοκλῆς δίνει στὴ συλλογή του τὸν τίτλο  Ἐξορίες καὶ ὄχι κάποιο συνώνυμο τῆς λέξης ξενιτειά, προφανῶς ἐπειδὴ συνειδητὰ θέλει νὰ  ὑποδηλώσει τὴν ἀναγκαστικὴ στέρηση τῆς πατρίδας. Κάποτε ὅμως, ὅπως στὸ ποίημα «Βουκολικό», ἡ ἐπιστροφὴ στὰ πάτρια ὑπονομεύεται ἀπὸ σαρκαστικὲς καὶ  αὐτοσαρκαστικὲς ὑποδηλώσεις:

[…]   Κάλλιο ντόπιος ποιμὴν
παρὰ ξενιτεμένος λιόντας. Ἀμήν.

Συνολικὰ στὴ συλλογὴ  διαφαίνεται  μία  καινοτόμος ποιητικὴ πρόταση τοῦ νέου ποιητῆ: Συνίσταται στὴν ἐπιστροφὴ στὴ γλωσσικὴ καὶ γραμματειακὴ παράδοση προσαρμοσμένη στὶς συνθῆκες τῆς σύγχρονης νεοελληνικῆς πραγματικότητας.

Ὁ Ἀγαθοκλῆς μὲ κάλβειο πάθος ἀντλεῖ ἀπὸ ὅλο τὸ εὖρος τῆς γλωσσικῆς καὶ ποιητικῆς μας ἱστορίας: ἀπὸ τὸν βαθυχαιτήεντα Μῆδο τοῦ αἰσχύλειου ἐπιγράμματος, ἀπὸ τὰ στερεότυπα ὁμηρικὰ ἐπίθετα, ἀπὸ τὴν ξενιτεμένη Ἀριγνώτα τῆς Σαπφῶς ἕως τὰ φυσέκια καὶ τὰ κλέφτικα λημέρια τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, χωρὶς νὰ ὑπολείπεται σὲ ἀναφορὲς στὴν εὐρωπαϊκὴ ἱστορία καὶ ποίηση. Στὰ ποιήματά του συναντᾶ κανεὶς ψηφίδες ἀπὸ τὴν τραγωδία, ἀπὸ τὴ Γυναίκα τῆς Ζάκυθος τοῦ Σολωμοῦ, ἀπὸ τὸν Καβάφη καὶ πλείστους ἄλλους.

Συνοψίζοντας θὰ ἔλεγα, πὼς ἐκπέμπει ἕνα εὐφρόσυνο καὶ εὐπρόσδεκτο μήνυμα ἐπιστροφῆς στὴ γλώσσα ὡς ἐγγύηση μιᾶς οὐσιαστικῆς ποιητικῆς  ἀναγέννησης. Νομίζω ὅτι ὀφείλουμε νὰ τὸν συγχαροῦμε γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὴν περηφάνεια μὲ τὴν ὁποία τὸ διατυπώνει.

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ὁμιλία ἀπὸ τὴν παρουσίαση τῆς συλλογῆς στὸ βιβλιοπωλεῖο «Ὁ Σπόρος» τῆς Κηφισιᾶς στὶς 31 Ὀκτωβρίου 2018

Οἰ φωτογραφίες τῆς ἀνάρτησης εἶναι ἔργα τοῦ ποιητῆ

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα| 22. Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦμε κάθε ἑβδομάδα ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς.

Τὰ ποιήματα θὰ παρατίθενται πολυτονισμένα, δίχως ὅμως ἄλλες παρεμβάσεις στὸ πρωτότυπο. Ἐπίσης, στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου θὰ δημοσιεύεται στὸν ἱστότοπο ὁ Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων τῶν ἀνθολόγων μὲ τὴν μορφὴ ἀναλυτικοῦ καταλόγου, ὅπου καὶ θὰ καταγράφονται ὅλες οἱ ποιητικὲς συλλογὲς ποὺ εἴδαμε στὸ διάστημα αὐτό. Τὰ ποιήματα ποὺ θὰ προκύψουν στὸ πέρας τῆς διαρκοῦς αὐτῆς ἀνθολόγησης, συμπληρωμένα ἐνδεχομένως καὶ μὲ ἄλλα, θὰ ἀποτελέσουν τὸν κορμὸ μιᾶς ἔντυπης Ἐκλογῆς.

Οἱ σκοποὶ τοῦ ἐγχειρήματος, δύο: νὰ ἀναδείξουμε τὰ ἀξιανάγνωστα ποιήματα ποὺ γράφονται στὶς μέρες μας ἀπὸ νέους ποιητές· καὶ νὰ συμβάλλουμε στὴν ἐπόπτευση τῆς νεοελληνικῆς ποίησης τοῦ αἰώνα μας, μακριὰ ἀπὸ παρελκυστικὲς κατηγοριοποιήσεις, αἰσθητικὲς ἢ/καὶ ἰδεολογικές.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ


Μὲ δεδομένο τὸν τεράστιο ὄγκο τῆς τρέχουσας ποιητικῆς παραγωγῆς, ποὺ ξεπερνᾶ τοὺς 800 τίτλους ἐτησίως (813 γιὰ τὸ 2017, βάσει ἐπίσημων στοιχείων ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη), οἱ ἀνθολόγοι δὲν τρέφουν ψευδαισθήσεις ὅτι εἶναι σὲ θέση νὰ τὴν παρακολουθήσουν στὴν πληρότητά της. Ὑπόσχονται ὅμως νὰ ἐξετάσουν φιλότιμα ὅλα τὰ βιβλία ποὺ θὰ τεθοῦν ὑπ’ ὄψιν τους. Οἱ φίλοι νέοι ποιητὲς μποροῦν νὰ τὰ στέλνουν στὶς διευθύνσεις: Ἀγησιλάου 7, Ἡράκλειο Ἀττικῆς, 141-22 καὶ Ἁγ. Φανουρίου 2, Ζωγράφου, 157-72 [Μὲ τὴν ἔνδειξη: “Α.Β.Γ.-Α.Κ. γιὰ τὸ Ν.Π.” στὰ στοιχεῖα τοῦ παραλήπτη].


Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Félicien_Rops,_Die_Sphinx_(1882)

(Οἱ πέντε ἐποχές, Ἀθήνα, Μελάνι, 2012)

Ἐγὼ ἤμουν ἡ Σφίγγα
ἀλλὰ μέσα ἀπ’ τοὺς αἰῶνες
παραποίησαν τὴν ἱστορία μου

Ἔρχονταν, λοιπόν, ὅλοι
κι ἐγὼ τοὺς ἔλεγα τὸ αἴνιγμα
τῆς ζωῆς μου

«Ποιό εἶναι τὸ ὄν
ποὺ ἀκατάπαυστα πονάει;
»

Αὐτοὶ δὲν ἤξεραν τὴν ἀπάντηση
κι ἐγὼ ἔκλαιγα γοερὰ κι ἀσταμάτητα

Ἔπειτα πνίγονταν
στὰ ποτάμια τῶν δακρύων μου.

~.~
Creation_of_Light

(Ὑπερκαινοφανής, Ἀθήνα, Μελάνι, 2017)

Ἰθαγενεῖς

Βρέθηκα ἐδῶ δύο μέρες μετὰ
κι ἄρχισα νὰ θάβω.
Κι ἂς ἔβρισκα μὲ τὸν Κρέοντα τὸν μπελά μου.

Νὰ φτιάξω τάφο ὀμαδικό;
Νὰ τοὺς θάψω ἕναν ἕναν;
(Μονάχα ἕνα ἄλογο βρῆκα ζωντανό.)

Ἔ, λοιπόν,
πέρασαν ἑκατὸν πενήντα χρόνια
κι ἐγὼ ἀκόμη θάβω.

Μέχρι κι ὁ Καθιστὸς Βούβαλος
ἄκουσα πὼς ἔχει συνθηκολογήσει.

Μὰ ἐγώ,
ἡ Ἀντιγόνη,
κόρη τοῦ Οἰδίποδα,
εἶμαι ἀκόμα ἐδῶ
καὶ θάβω.


Ὁ Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου γεννήθηκε τὸ 1981 στὴν Κύπρο. Τὸ 2008 βραβεύτηκε ἀπὸ τὴν Ἕνωση Λογοτεχνῶν Κύπρου μὲ τὸ Α΄ Βραβεῖο Ποίησης σὲ διαγωνισμό της γιὰ νέους λογοτέχνες. Ἔχουν ἐκδοθεῖ οἱ ποιητικές του συλλογές: Οἱ πέντε ἐποχές (2012) καὶ Ὑπερκαινοφανής (2017).

Βιβλία αυτοβοήθειας

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Παρά την πρωτοφανή άνθηση των βιβλίων αυτοβοήθειας τις τελευταίες δεκαετίες, ελάχιστοι από τους αναγνώστες τους υποπτεύονται ότι τα πρώτα δείγματα του εν λόγω είδους εμφανίστηκαν πολλούς αιώνες πριν. Συγκεκριμένα τον πρώτο και τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. Και αναφέρομαι βέβαια στις πραγματείες “Για μια ευτυχισμένη ζωή” του Σενέκα και το Εις Εαυτόν του Μάρκου Αυρήλιου. Ίσως ακούγεται κάπως καταχρηστική η κατάταξη των δύο κλασικών κειμένων στην ποταπή, υβριδική υποκατηγορία που σχηματίζουν τα βιβλία αυτοβοηθείας και προσωπικής βελτίωσης, μιας και στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με έργα φιλοσοφικά, που εντάσσονται οργανικά στο ρεύμα του στωικισμού. Αλλά, αν και αμφότεροι οι Λατίνοι συγγραφείς απέβλεπαν προφανώς σε διαφορετικούς στόχους, ο παραινετικός τόνος που κυριαρχεί στα κείμενά τους και το γενικότερο ύφος νουθεσίας που τα διέπει, μας επιτρέπει να τα δούμε και υπό άλλο πρίσμα.

Σήμερα ο στωικισμός φαντάζει ανοίκειο και ηθικολογικό –σχεδόν πουριτανικό– φιλοσοφικό ρεύμα[1]. Αν και η αιχμή του δόρατος στην κριτική που του ασκείται έχει να κάνει περισσότερο με την πολιτική μετριοπάθεια που υποτίθεται ότι διακηρύσσει. Στα μάτια των επικριτών του και των ιδεoλογικών του αντιπάλων αυτή αγγίζει τα όρια της ολοσχερούς πολιτικής απάθειας.

Οι υποστηρικτές του στωικισμού χλευάζουν μια τέτοια μομφή και μας καλούν να αναλογιστούμε τον πολιτικό ρόλο και τους θώκους των δυο λατίνων εκπροσώπων του. Δεν μπορεί κανείς να προσάψει αδιαφορία για τα κοινά στον Μάρκο Αυρήλιο που υπήρξε αυτοκράτορας ή στον Σενέκα που χρημάτισε πραίτoρας.

Τι έχουν να πουν όμως στον σημερινό άνθρωπο οι νουθεσίες και οι συμβουλές των δύο ανδρών; Για λόγους οικονομίας ας εστιάσουμε εδώ μόνο στο έργο του Μάρκου Αυρήλιου.

Τα Εις Εαυτόν, που ο συγγραφέας έγραψε, καθώς λέγεται, στη σκηνή του, σε διαλείμματα στρατιωτικών επιχειρήσεων, αποτελούν ουσιαστικά μια σπουδή θανάτου. Κατά θαυμαστό όμως τρόπο, το έργο μετατρέπεται σύντομα σε έναν πρακτικό οδηγό χρηστής διαβίωσης. Αποτελεί επίσης με το σύνολο των επιχειρημάτων του, των στοχασμών, των παραινέσεων και των διατυπώσεών του ίσως την πιο εύστοχη απάντηση στη σοφιστεία του Επίκουρου περί ζωής και θανάτου (βλ. όπου υπάρχει ζωή δεν υπάρχει θάνατος και όπου υπάρχει θάνατος δεν υπάρχει ζωή). Άλλωστε ένας οδηγός για το ζην, θα πρέπει μέχρι ένα σημείο να ασχολείται και με τον θάνατο.

Να διευκρινίσουμε κάτι: ο φόβος του θανάτου σε καμία περίπτωση δεν γίνεται οίστρος της ζωής για τον Λατίνο συγγραφέα. Γράφει με ειρωνεία που τσακίζει κόκκαλα: «… και για τη συνουσία ακόμη να σκέφτεσαι ότι είναι εντερίου παράτριψις και μετά τινός σπασμού μυξαρίου έκκρισις». Η απάντησή του στην μαυρίλα που μας περιβάλλει δεν είναι η λαγνεία ή ο αισθησιασμός, ούτε καν ο έρωτας, με τον οποίο, ειρήσθω και παρόδω, δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου στο βιβλίο του.

Η ζωή είναι μικρή κατά τον Μάρκο Αυρήλιο. Αυτό δεν παύει να το υπενθυμίζει στον εαυτό του. Κάνει τη διαπίστωση όμως χωρίς πικρία, χωρίς αγανάκτηση ή απελπισία. Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι η προσήλωση στα πολύ ουσιαστικά. Λέει κάπου αλλού: «Λίγος καιρός σου απομένει. Να ζεις όπως θα ζούσες σε βουνό». Αυτό που πρεσβεύει είναι η ψυχική καθαρότητα, η απλότητα, η ηρεμία. Ο νους αποκαθαίρεται με αγαθές σκέψεις, καθώς λένε οι Ινδοί.

Η δαιμονοποίηση των παθών, που εισηγείται ο στωικισμός, μας κάνει επιφυλακτικούς στις μέρες μας. Στον αιώνα όπου ο καθένας καλείται να υλοποιήσει τα όνειρά του, να “πετύχει” σε επαγγελματικό, κοινωνικό, προσωπικό επίπεδο (η παρακαταθήκη και η μετάλλαξη του american dream στον υπόλοιπο πλανήτη), πως είναι δυνατόν να τιθασεύσουμε, να εξανδραποδίσουμε, να εκμηδενίσουμε, να αγνοήσουμε τα πάθη; Αφού αυτό που μετράει είναι η μονάδα, το άτομο, ο ένας απέναντι στους πολλούς, ο ιδιώτης. Και το άτομο συνίσταται σύμφωνα με τις τρέχουσες πεποιθήσεις από μια δέσμη επιθυμιών. Από αυτήν συγκροτείται η ταυτότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν είσαι αυτό που κάνεις, είσαι αυτό που θέλεις. Και τα θέλω μας αναμφιβόλως έχουν μια σαφή ματεριαλιστική κατεύθυνση.

Από τα βάθη των αιώνων ακούμε την αυστηρή φωνή του Μάρκου Αυρήλιου να φωνάζει στον βρόντο: «Από τρία πράγματα αποτελείσαι: σώμα, ψυχή και νου. Από αυτά, τα δύο πρώτα σου δόθηκαν για να τα φροντίζεις. Το τρίτο είναι πραγματικά δικό σου». Μια τέτοια προσέγγιση ανοίγει εντελώς άλλες πύλες ερμηνείας στον συσχετισμό σώματος, πνεύματος, συναισθηματικού κόσμου και ταυτότητας. Και βεβαίως επαναπροσδιορίζει την ιεραρχία των αξιών μας.

Ένα από τα προβλήματα που μας κληροδότησε ο 20ός αιώνας ήταν η εξάλειψη της ψυχής. Μπορεί ο Θεός να δολοφονήθηκε λίγο νωρίτερα από τη φιλοσοφία (βλ. Νίτσε) και αυτό να προκάλεσε τριγμούς και σε άλλες μεταφυσικές έννοιες και βεβαιότητες, ωστόσο η ψυχή δέχτηκε το τελειωτικό πλήγμα από την επιστήμη. Και συγκεκριμένα από τη νευροβιολογία.

Πέρασαν λίγοι αιώνες από τότε που ο Τζορντάνο Μπρούνο αναρωτήθηκε «άραγε η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα ή το σώμα μέσα στην ψυχή;». Για να φτάσουμε στον εικοστό και ακόμα περισότερο στον εικοστό πρώτο αιώνα όπου με σκληρό ρεαλισμό θα αποφανθούμε: δεν υπάρχει ψυχή, όλα είναι νευρολογικές συνδέσεις, ηλεκτρικές εκκενώσεις μέσα σε απειροελάχιστους εγκεφαλικούς θαλάμους. Τα πάντα ορίζονται από βιοχημικούς διαβιβαστές.

Από τι αποτελείται λοιπόν ο άνθρωπος; Ποια είναι τα συστατικά του; Τι πραγματικά τον συνθέτει;

Ο Μάρκος Αυρήλιος δίνει τη δική του απάντηση, που αν και έρχεται από παλιά, διατηρεί την φρεσκάδα της και την υπερβατική της ρώμη: «Αποτελούμαι από ύλη και αιτία. Ούτε το ένα ούτε το άλλο θα καταλήξουν στο μη ον. Γιατί ούτε το ένα ούτε το άλλο προήλθε από το μη ον». Σπάνια έχουμε διαβάσει σε ολόκληρη την κλασική ή σύγχρονη γραμματεία κάποιο παράθεμα που να δείχνει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον κοσμικό κύκλο. Ακόμα και ένας επιστήμονας, ένας φυσικός, δεν θα έβρισκε κάτι μεμπτό στη συγκεκριμένη διατύπωση. Το ό,τι η ύλη δεν έχει αρχή ή τέλος, είναι λίγο πολύ κοινή παραδοχή στις μέρες μας. Το ότι δεν χάνεται, αλλά απλώς μετασχηματίζεται, αποτελεί αξίωμα. Επίσης το ότι οι νόμοι της φυσικής παραμένουν αναλλοίωτοι στον χρόνο, είναι γνωστό τοις πάσι (αν και η αιτία που υπαινίσσεται ο Μάρκος Αυρήλιος είναι οντολογικής προέλευσης).

                                                                          ~ . ~

Λέει κάποιος δάσκαλος της yoga ότι το βασικό νοητικό concept που καθορίζει τις ζωές μας είναι η έννοια της έλλειψης. Πάντα κάτι μας λείπει. Πάντα κάτι επιθυμούμε. Αυτή η διαρκής αίσθηση  έλλειψης που κανοναρχεί τον βίο μας μπορεί να βρει ανακούφιση μόνο μέσα από ερεθίσματα που προέρχονται έξωθεν. Αυτά ο φιλόσοφος τα βλέπει ως περισπασμούς. Ως πράγματα που μας αποπροσανατολίζουν και τραβάν την προσοχή μας μακριά από τα ουσιώδη.

«Μήτε πολυρρήμων μήτε πολυπράγμων έσο», λέει αλλού. Μην είσαι φλύαρος, ούτε πολυάσχολος. Με δυο λόγια περιγράφει ένα φαινόμενο που αποτελεί μάστιγα για την εποχή μας. Τη σπατάλη λόγου και τη νευρωσική πολυπραγμοσύνη μας. Όλοι τρέχουμε. Απορροφημένοι από τις δουλειές, τις ασχολίες, τους στόχους, τις επιδιώξεις μας. Όλοι κατατρεχόμαστε από άγχη. Όλοι προσπαθούμε. Κανείς δεν έχει χρόνο. Αδολεσχούμε με την συνεπικουρία της τεχνολογίας. Αλλά το χειρότερο είναι η φασαρία που κάνει ο νους μας. Τα μυαλά μας μοιάζουν με πολύβοα εργοστάσια παραγωγής λόγου ο οποίος συνδέεται κυρίως με επιθυμίες, ματαιωμένες ή μη. Ο αυτοκράτορας- φιλόσοφος στέκεται απέναντι σε αυτή τη βοή και της αντιπαραθέτει την αδιατάρακτη γαλήνη του νου του. Πρόκειται για μια γαλήνη που έχει κατακτηθεί μέσα από ενοράσεις και βαθείς στοχασμούς, και δεν διασαλεύεται εύκολα.

                                                                            ~ . ~

Η πραγματεία Εις Εαυτόν μοιάζει με έναν καθρέφτη που έχει στήσει μπροστά του ο Μάρκος Αυρήλιος για αδυσώπητη αυτοπαρατήρηση. Δεν είναι κάποιο αντικείμενο ναρκισσιστικής και ωραιοπαθούς ενατένισης, αλλά όργανο προσωπικού ελέγχου και προσεκτικής εξέτασης. Ο εαυτός αντιμετωπίζεται ως μέρος του όλου. Άρα το κοίτασμα που διανοίγεται μέσα από την αντανάκλαση του κατόπτρου είναι μια πλευρά του κόσμου που δύναται να μετρηθεί, να γίνει κατανοητή. Απώτερος στόχος της διαδικασίας είναι βεβαίως το ευ ζην. Αλλά με τους όρους και τον τρόπο που το ορίζει η φιλοσοφία. Και συγκεκριμένα ο στωικισμός.

Ο στωικισμός, το αρχαίο φιλοσοφικό σύστημα που παρέμεινε ενεργό για πεντακόσια περίπου χρόνια με σημαντικούς εκπροσώπους από πολλά μέρη του ελληνικού και του ρωμαϊκού κόσμου, ουσιαστικά δεν έσβησε σχεδόν ποτέ. Αντίθετα, με τις μεταμορφώσεις του και με τους δέοντες μετασχηματισμούς φτάνει ακμαίος και κραταιός (αν και κάπως ακρωτηριασμένος) μέχρι τις μέρες μας. Τα διδάγματά του έχουν διακριτή διείσδυση ακόμα και στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα και την πολιτική ζωή. Άλλωστε η δυνητική πρακτική εφαρμογή των φιλοσοφικών του δογμάτων ήταν και είναι λυσιτελής. Η εποχή μας, με το διάχυτο χρησιμοθηρικό της πνεύμα δεν γίνεται να μην εκτιμά κάτι τέτοιο. Ανάμεσα στους σύγχρονους θιασώτες και θαυμαστές του στωικισμού συγκαταλέγονται, κατά δική τους ομολογία, περσόνες όπως ο Μπιλ Κλίντον (αλλά και παλαιότεροι –και ίσως  πιο φερέγγυοι–  Αμερικανοί πρόεδροι όπως ο Τζέφρεσον και ο Ρούσβελτ), ο Άρλοντ Σβαρτζενέγκερ (!),  ή η Τ. Κ. Ρόουλινγκ.  Πέρα από το φαιδρό κομμάτι στις εμφανίσεις του στωικισμού σήμερα, δεν μπορούμε να αγνοούμε και ένα ισχυρό ρεύμα αναβίωσής του, στην Αμερική κυρίως, που εκφράζεται από έγκριτους φιλοσόφους και στοχαστές, όπως για παράδειγμα ο Μάσιμο Πολιούτσι.

Από την περίοδο της ακμής του ο στωικισμός χαρακτηρίζεται από μεγάλες αντιφάσεις, χάσματα, ρήξεις, όπως συμβαίνει άλλωστε και με κάθε φιλοσοφικό ρεύμα που εξαπλώνεται σε μεγάλο χρονικό εύρος και εκπροσωπείται από πολλές και διαφορετικές φωνές. Δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε τους κυριώτερους εκπροσώπους του: έναν αυτοκράτορα, τον Μάρκο Αυρήλιο, έναν πραίτορα, τον Σενέκα και έναν δούλο, τον Επίκτητο. Οι εγγενείς αντιφάσεις όμως δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ποικίλες και ανοιχτές ερμηνείες.

Γίνεται λοιπόν σήμερα να ακούσουμε με νηφαλιότητα τα διδάγματά του του στωικισμού; Μπορούμε να προβούμε σε γόνιμους αναστοχασμούς πάνω στα ηθικά ζητήματα που εγείρει; Είμαστε σε θέση να αφουγκραστούμε τις υπαρξιακές του αναζητήσεις, τις απαντήσεις που δίνει και τις λύσεις που προτείνει; Μπορεί, τέλος, κάτι τέτοιο να βελτιώσει τη ζωή μας, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο;

Πιθανότατα ο ίδιος ο Μάρκος Αυρήλιος να σήκωνε με αδιαφορία τους ώμους απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ


[1] Ο McLynn είναι αφοριστικός όταν γράφει στον πρόλογο του για την βιογραφία του Μάρκου Αυρήλιου: “A more priggisch, inhuman, killjoy and generally repulsive doctrine would be hard to imagine”.

Μάρκος Αυρήλιος, Τα Εις Εαυτόν, Αθήνα, Κάκτος, 1992.

Μάρκος Αυρήλιος, Τα Εις Εαυτόν, Αθήνα, Θύραθεν, 2008.

Διαδικτυακοί σύνδεσμοι: https://dailystoic.com/stoicism-pop-culture/

 

 

Κώστας Ζωτόπουλος, Τέσσερα ποιήματα

800px-Stavronikita_interior_and_Athos_peak_Aug2006

Διαδοχή

Υποδυόμενος τον αρχηγό
έπινε αργά κρασί απ’ της δυναστείας την κύλικα.
Εκρήξεις και πεδία μαχών,
αναβόσβηναν σώματα ματωμένα, ακίνητα,
στις λάμψεις αστραπών.
Για δηλητήριο και θυσία στους υπηκόους, μιλούσε.
Πίστεψαν λίγοι, αποδέχτηκαν πολλοί,
μέχρι ο επόμενος να τον διαδεχτεί.
Στο βάθος πράσινοι, δροσάτοι δρυμοί
και μια μορφή θεού τις καρδιές παρηγορούσε.

~.~

Οὐρανια ἐλαφρότητα

Μετά τις αστραπές
ελαφράδα τ’ ουρανού, ηρεμία
στον ορίζοντα κυματίζουν σκεπές,
ήχοι μακρινοί απ’ την εκκλησία.

 

Αρχίζει το μάθημά του ο οικονόμος του χρόνου:
«Το πέρας γεγονός
καμπάνες κτυπούν του πόνου
άγνωστος γέροντας ο νέος νεκρός,
η λύπη λυγίζει κάτω απ’ το βάρος
μεγάλων ονείρων, μικρών ευτυχιών,
παλαιών, μα και τόσο χθεσινών.
Ποτέ το πέρας δεν μας σβήνει το θάρρος».

~.~

Χώρα των Βαΐων

Όνοι ονείρου θριαμβεύουν στων Βαΐων τη χώρα.
Αυτή η εικόνα, παλαιά, τον κατακλύζει τώρα
ενώ βαδίζει μες στο πλήθος,
η φωτεινή άφιξη δεν ήταν μύθος.
Στο έδαφος της φαντασίας χαράς μέθη
αργοσβήνει τις εικόνες απ’ τα πένθη.

~.~

Ο αγένειος Ιησούς

Νέος αθώος με αίσθημα θριάμβου
σε θρόνο ουράνιου τόξου καθισμένος
ψηλά, σε φωτεινή νεφέλη,
κρατά ανοιχτή περγαμηνή.
Από τα πόδια του πηγάζουν ποταμοί.
 
Τριγύρω του σε τέσσερα σημεία
όντα φτερωτά της αποκάλυψης
μ’ ένα βιβλίο το καθένα,
άγγελος, μόσχος, λέων, αετός,
τα σύμβολα των ευαγγελιστών.
Εικόνα ψηφιδωτού με ιστορία αιώνων ταραχώδη.
 
Παριστάνει το όραμα αρχαίου προφήτη
που κι αυτός είναι μέσα στην ίδια εικόνα γυρτός
και περιδεής ατενίζει
με τεταμένες τις παλάμες των χεριών
σε θέση μπροστά από τα ώτα.
Εκστατικός πιστός, εμπρός στην αποκάλυψη.
 
Συλλαμβάνει τα άδηλα
με σύγχυση των αισθήσεων.
Ακούει με τις παλάμες των χεριών.
Όχι, δεν βασανίζεται από αμφιβολία,
φόβο αυταπάτης, αγωνία για βεβαιότητα,
τάση για έλλογη σύλληψη του μυστηρίου.
 
Ο αγένειος νέος τού συμβολίζει το μέγιστο
που ασφυκτιούσε πάντα μέσα του,
τη δύναμη πίσω απ’ την κτίση
που πίστεψε και πόθησε να του αποκαλυφθεί.