Month: Απρίλιος 2014

Λογοκλοπής τεκμήρια: Στέλιος Κούλογλου

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

του Δημοσθένη Κούρτοβικ
(Ελευθεροτυπία, 22.2.1989)

Manuel V. Montalban, ΦΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Μέδουσα 1987, σσ. 278, δρχ. 900
Στέλιος Κούλογλου, ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ,
Νέα Σύνορα, 1988, σσ. 287, δρχ. 925.

Ο Καταλανός συγγραφέας Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν έβαλε σε μεγάλους μπελάδες με τους κριτικούς τον κ. Στέλιο Κούλογλου, εξαιτίας της πεισματικής, ξεροκέφαλης και θρασύτατης άρνησής του να ομολογήσει ότι το μυθιστόρημά του Φόνος στην κεντρική επιτροπή είναι προϊόν λογοκλοπίας σε βάρος του κυρίου Κούλογλου. Γιατί είναι ηλίου φαεινότερον ότι το Φόνος στην κεντρική επιτροπή αποτελεί πιστή αντιγραφή, κεφάλαιο προς κεφάλαιο, σκηνή προς σκηνή, του βιβλίου του κ. Κούλογλου Έγκλημα στο προεδρικό μέγαρο. Δεν μπορεί κανείς να διαβάσει τα δυο βιβλία χωρίς ν’ αγανακτήσει για το τερατώδες έγκλημα, όχι αυτό που περιγράφεται στις σελίδες τους, αλλά αυτό που είχε για θύμα του τον δόλιο (εννοούμε δυστυχή) Έλληνα συγγραφέα.

Kouloglou

Το γεγονός ότι το βιβλίο του Μονταλμπάν γράφτηκε επτά χρόνια και κυκλοφόρησε στα ελληνικά ενάμιση χρόνο πριν από το βιβλίο του κ. Κούλογλου δεν έχει απολύτως καμιά σημασία. Ο διορατικός μελετητής δεν παρασύρεται από τέτοιες επιφανειακές λεπτομέρειες. Αρκεί μια στοιχειωδώς προσεκτική ανάλυση για να φανεί ο πρωτογενής χαρακτήρας, αλλά και η υπεροχή του βιβλίου του Έλληνα συγγραφέα και ν’ αποδειχτεί έτσι περίτρανα η σε βάρος του λογοκλοπία από τον άθλιο Μονταλμπάν.

Ας αρχίσουμε από το πιο εξόφθαλμο στοιχείο: το γλωσσικό ύφος. Είναι πασίγνωστο ότι το πρωτότυπο κείμενο διακρίνεται από το αντίγραφό του κυρίως χάρη στα γλωσσικά λάθη του. Ο αντιγραφέας (ή ο λογοκλόπος) έχει όλη την άνεση να διορθώσει τα εκφραστικά ατοπήματα, στα οποία υπέπεσε ο συγγραφέας πάνω στη φούρια της δημιουργίας, και να παρουσιάσει έτσι ένα γλωσσικά αρτιότερο, εκ πρώτης όψεως, κείμενο. Ιδού λοιπόν το πρώτο πειστήριο του εκγλήματος. Ποιος καλόπιστος κι έμπειρος αναγνώστης δεν θα έμπαινε σε υποψίες για την απατηλή κομψοέπεια του βιβλίου του Μονταλμπάν; Και ποιος δεν θ’ αναγνώριζε σε φράσεις του κ. Κούλογλου όπως «περί άλλων τυρβάζει», «επέτρεψέ μου να μαντέψω», «περίμεναν στην ουρά για να προσκυνήσουν τη σΩρό», «νυν απολύΕΙς τον δούλον σου», «μίας αντίληψης», «μίας παραλίας» κλπ. την αδιάψευστη απόδειξη της γνησιότητας ενός κειμένου γεννημένου μέσα στον πυρετό ενός δημιουργικού οίστρου που δεν άφηνε περιθώρια για γλωσσική επεξεργασία, ενός κειμένου που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ξεσηκώθηκε από ένα καλογραμμένο πρωτότυπο ή έστω από μια περιποιημένη μετάφραση; Και μόνο το γεγονός ότι ο κ. Κούλογλου αγνοεί πως ο θεμελιωτής της κυβερνητικής λεγόταν Βίνερ και όχι Βένερ, όπως τον αναφέρει κάμποσες φορές, είναι αρκετό για να πείσει και τον πιο δύσπιστο ότι ο συγγραφέας του Εγκλήματος στο προεδρικό μέγαρο δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που διαβάζουν βιβλία και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να μπήκε στον πειρασμό ν’ αντιγράψει ένα.

Δεν μιλήσαμε όμως μόνο για πρωτογένεια, αλλά και για υπεροχή. Η σχέση ενός αντίγραφου προς το πρωτότυπο δεν είναι παρά η σχέση της μετριότητας προς μια ανώτερη διάνοια. Ενώ ο κ. Κούλογλου συνέλαβε τη δολοφονία κοτζάμ αρχηγού κράτους, ο συγγραφίσκος Μονταλμπάν δεν μπορεί να φανταστεί τίποτα περισσότερο από τη δολοφονία του αρχηγού ενός παρακμασμένου κομμουνιστικού κόμματος και αναγκάζει τον δικό του ντετέκτιβ να περιορίσει τις έρευνές του για τον δολοφόνο στα μέλη της κεντρικής επιτροπής, μην έχοντας προφανώς την τόλμη του κ. Κούλογλου να συγκαταλέξει στους υπόπτους ως φυσικούς αυτουργούς ακόμα και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.

Αυτό όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στην άβυσσο που χωρίζει τους δύο συγγραφείς στη σφαίρα της πολιτικής συνείδησης και οξυδέρκειας. Ο κ. Κούλογλου, αποτιμώντας σωστά τις εμπειρίες του από τη θητεία του στον μαρξισμό-λενινισμό, καταλαβαίνει ότι η μόδα έχει στρέψει για τα καλά την πλάτη της στις κομμουνιστικές ιδέες, ότι οι αριστεροί είναι ένα είδος καταδικασμένο σε εξαφάνιση και ότι τα τελευταία δείγματα του είδους δεν είναι παρά χτικιάρικα φαντάσματα διανοουμένων που αργοπίνουν το ποτό τους στο σκοτάδι των μπαρ, πέφτοντας ολοένα πάνω στο δαιμόνιο ντετέκτιβ Τσεκουρίδη (που είναι ακόμα πιο τακτικός θαμώνας των μπαρ απ’ όσο αυτοί, αλλά έχει το άλλοθι του πρώην αριστερού). Αντίθετα, ο πολιτικά καθυστερημένος Μονταλμπάν μόλις που ανακάλυψε την παρακμή του κομμουνιστικού κινήματος, γι’ αυτό και υποφέρει (ο κ. Κούλογλου είναι υπεράνω τέτοιων συναισθημάτων) και φαντάζεται αφελώς ότι πρόκειται για φαινόμενο που αφορά και κάποιους άλλους εκτός από τους μπαρόβιους αργόσχολους. Είναι περισσότερο από προφανές ότι ο (κομπιναδόρος) Μονταλμπάν είναι πολιτικά τόσο καθυστερημένος, ώστε δεν έχει καν θητεύσει στα μπαρ – το πολύ πολύ να επιχειρεί σε ταβερνεία που σερβίρουν ψαρόσουπα και αρνίσια νεφρά.

Και να ήταν μόνον αυτό; Με τη μεγαλομανία του μικρόμυαλου φαντάζεται ότι οι κομμουνιστές του σιναφιού του είναι τόσο σπουδαίοι, ώστε οι μυστικές υπηρεσίες του καπιταλισμού δεν βρήκαν άλλο τρόπο να τους πολεμήσουν από το να οργανώσουν τη δολοφονία του γενικού γραμματέα του κόμματος. Δεν μπορεί να διανοηθεί ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει πια ενσωματώσει τα κομμουνιστικά κόμματα στο πολιτικό παιχνίδι και δεν έχει ανάγκη από τέτοιες ακραίες ενέργειες.

Ο κ. Κούλογλου, αντίθετα, με την πολύ πιο προωθημένη αντίληψή του περί πολιτικής ιστορίας, ξέρει άριστα ότι οι προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες (στις οποίες βεβαίως και συγκαταλέγεται η Ελλάδα) έχουν πλέον περάσει όχι απλώς στη μετακομμουνιστική, αλλά στη μεταπολιτική φάση. Γι’ αυτό και επιφυλάσσει στο Έγκλημα στο προεδρικό μέγαρο μια λύση απόλυτα σύμφωνη με αυτή τη νέα πραγματικότητα, μια λύση που προεκτύνε) προς νέες κατευθύνσεις την παράδοση του Ονόματος του ρόδου και που θα έκανε τον μέγα Ουμπέρτο Έκο να αισθανθεί περήφανος για τον μαθητή του. Το κίνητρο του εγκλήματος, ο σπινθήρας που πυροδοτεί τις πολιτικές εξελίξεις και αναστατώνει μια χώρα δεν έχει ούτε πολιτική ούτε κοινωνική προέλευση, παρά είναι ο ηλίθιος εγωισμός ενός εξωπολιτικού προσώπου που θέλει να εκδικηθεί για την έκπτωσή του στην εύνοια του προστάτη του. Γι’ αυτό και με την αυτοκτονία του δράστη το πολιτικό πρόβλημα που πήγε να δημιουργηθεί λύνεται από μόνο του, η ομαλότητα αποκαθίσταται και ούτε γάτα ούτε ζημιά (ενώ ο αφελής Μονταμπάν υπαινίσσεται, με τη δολοφονία του δολοφόνου, ότι το πρόβλημα παραμένει).

Αν και πιστεύουμε ότι όλα αυτά είναι αρκετά για ν’ αποδείξουν την υπεροχή του πρωτότυπου απέναντι στο αντίγραφο, θα τελειώσουμε με μια ακόμη σύγκριση, που θα φανερώσει πόσο πιο πνευματώδης και καλλιεργημένος είναι ο κ. Κούλογλου απέναντι στον λογοκλόπο Μονταλμπάν. Στην τελευταία σκηνή του βιβλίου του Μονταλμπάν ο ντετέκτιβ Καρβάλιο συναντά σ’ ένα εστιατόριο την κοκκινομάλα που οι μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποίησαν ως δόλωμα για να τον παρασύρουν. Αλλά το μόνο που βρίσκει να πει στον συνομιλητή του είναι η ξερή πληροφορία ότι αυτή είναι η γυναίκα που του έδωσε να δοκιμάσει για πρώτη φορά ένα χιλιάνικο χωνευτικό (με υπνωτικό μέσα).

Στην τελευταία σκηνή του βιβλίου του κ. Κούλογλου ο ντετέκτιβ Τσεκουρίδης συναντά σ’ ένα μπαρ (εννοείται) την κοκκινομάλλα που οι μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποίησαν ως δόλωμα για να τον παρασύρουν. Οποία διαφορά όμως! Αντί για την ξερή δήλωση του καταλάνικου κακέκτυπού του, ο Τσεκουρίδης λέει στην κοκκινομάλλα που τον πλησιάζει τη μνημειώδη γερμανική φράση: Bei Leid lieh stets Heil die Lieb. (Στον πόνο ήταν πάντα γιατρικό η αγάπη.)

Και, φανερώνοντας, όχι μόνο ανώτερη παιδεία, αλλά και βαθύτερη φιλοσοφική αίσθηση, μεταφράζει επί τα βελτίω: «Από τον πόνο αντλούσε πάντοτε γιατριά η αγάπη.»

Διότι, όπως θα έλεγαν και οι μεταμοντερνιστές, η ιστορία της λογοτεχνίας δεν είναι παρά μια ατέλειωτη σειρά παραφράσεων.

Ή μήπως και λογοκλοπιών;

Advertisement

Λογοκλοπίας τιμητές και συνήγοροι 2

ΚΑΙ Ο κ. ΠΑΣΤΑΚΑΣ…

Το πράγμα γίνεται όλο και πιο κωμικό. Μετά τον κ. Βασίλη Λαλιώτη (αλλέως Γιώργο Μίχο) και την προσπάθειά του να ελαφρώσει τη θέση του Χ. Βλαβιανού από τη σωρεία τεκμηριωμένων λογοκλοπών που τον βαραίνουν (βλ. ΝΠ1 και άρθρο του Ντ. Σιώτη στην Καθημερινή της 13.4.), τη σκυτάλη παίρνει πλέον ο κ. Σωτήρης Παστάκας, διευθυντής του Ποιείν…

Η στάση του Ποιείν και του κ. Παστάκα έναντι του Βλαβιανού τα προηγούμενα χρόνια είναι τοις πάσι γνωστή. Με σειρά δημοσιευμάτων τους (βλ. ενδεικτικά τις αναρτήσεις του Ποιείν στις 21.9.2007, 5.1.2008 , 9.1.2008) συνοδευόμενων από πάμπολλα σχόλια (άλλοτε τεκμηριωμένα και άλλοτε εμπαθή ή και ευθέως υβριστικά – ανάμεσά τους ξεχωρίζουν εκείνα του Μίχου), Ποιείν και Παστάκας είχαν επιδοθεί σε σταυροφορία όχι μόνο κατά του Βλαβιανού και των λογοκλοπών του αλλά και των υποστηρικτών του στον Τύπο και την κριτική, ιδίως του Ευριπίδη Γαραντούδη.

Ιδού λ.χ. σχόλιο του Παστάκα της 22.9.2007:

«Εκεί έσπειρε κι εκεί θέρισε ο Βλαβιανός και τα πληρωμένα του αντρείκελα, δες Γαραντούδης και σία…Πολύ χώρο τους αφήσαμε και πως τους τον παίρνεις πίσω… Από την άλλη είναι να την ζηλεύεις τέτοια προσήλωση… 15 χρόνια τώρα ο Γαραντούδης δεν απέκτησε καινούρια αγάπη,,,ό,τι του συγχωρήσαμε το ΄97 δεν του το συγχωρνάμε τώρα…Επιμένει με προσήλωση γκάμπλερ στα πρόσωπα της νεότητάς του αν και γνωρίζει ο ίδιος πως ο Βλαβιανός είναι ζήροξ, ο Μπουκάλας ανύπαρκτος, ο Καψάλης μέτριος, ο Χατζόπουλος…..θολός κι ο ίδιος ο Γαραντούδης σε διεταταγμένη υπηρεσία.»

http://web.archive.org/…/archives/1420/index.html (βλ. σχ. 24, σήμερα διεγραμμένο)

Και ιδού πώς πρόβαλαν τότε το σκάνδαλο των λογοκλοπών (σήμερα όλο το ποστ είναι διεγραμμένο): http://web.archive.org/…/www…/archives/1719/index.html

Ωστόσο, από ένα χρονικό σημείο και μετά, Παστάκας και Ποιείν κάνουν στροφή 180 μοιρών. Από κήνσορες και τιμητές γίνονται προβολείς και προωθητές του Βλαβιανού. Οι παλιές επικριτικές αναρτήσεις τους και σχόλια όπως το παραπάνω είτε μετριάζονται είτε διαγράφονται εντελώς. Από το 2012 και εντεύθεν ο Βλαβιανός φιλοξενείται στο Ποιείν τρεις φορές με δικά του κείμενα ή παρουσιάσεις του έργου του (βλ. αναρτήσεις στις 16.1.2012, 13.12.2012, 18.1.2014). Παράλληλα, ο Παστάκας συνεργάζεται με την Ποιητική, το έντυπο περιοδικό του Βλαβιανού. Στις 13.12.2012 μάλιστα, ως επισφράγιση της νέας τους φιλίας, ο Βλαβιανός συμπαρουσιάζει βιβλίο του Παστάκα σε εκδήλωση στο Polis Café στην Αθήνα…

Το να αλλάζει κανείς φίλους και προτιμήσεις είναι δικαίωμά του. Δικαίωμά του επίσης αναφαίρετο είναι να γλείφει όπου προηγουμένως έφτυνε, όσο απωθητικό κι αν φαντάζει αυτό σε ορισμένους από εμάς… Το να έρχεται όμως χθες, 16.4.2014, ο κ. Παστάκας και να ισχυρίζεται ότι κατά του Βλαβιανού

«δεν υπήρξε καμία επίθεση του περιοδικού μας. (το ποιείν είναι θέση κι όχι αντίθεση).»

http://www.poiein.gr/archives/date/2014/04/16

προκαλεί το λιγότερο γέλωτα. Για να μην πούμε ότι ασεβεί κατά του πνεύματος των Παθών και της Μεγάλης Πέμπτης…

Κ. ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

ΥΓ. 1 Με τον κ. Παστάκα προσωπικά δεν έχω να χωρίσω τίποτα. Ούτε γνωρίζω τον άνθρωπο. Έως τον Σεπτέμβρη του 2009 που απρόκλητα με προσέβαλε με σχόλιό του στο Ποιείν, έτυχε να δημοσιεύσω τρεις ή τέσσερις φορές κείμενά μου στο ηλεκτρονικό περιοδικό του, συνήθως με πρωτοβουλία της Σοφίας Κολοτούρου, τότε συνεργάτιδας του περιοδικού. Είναι πρόδηλο ότι ο κ. Παστάκας μου επιτίθεται επειδή φαντάζεται ότι έτσι πλήττει τον Γιάννη Πατίλη, του οποίου για κάποιο λόγο με θεωρεί φερέφωνο. Και τον οποίο Γιάννη Πατίλη, για λόγους εξίσου ανεξιχνίαστους, εδώ και λίγα χρόνια αυτός και ο κ. Λαλιώτης/Μίχος θεωρούν εχθρό τους και του επιτίθενται σε κάθε ευκαιρία, παρότι παλαιοί συνεργάτες του αμφότεροι στο Πλανόδιον. Δεν έχω καμιά διάθεση να υπεισέλθω στα καθέκαστα αυτής της παράδοξης σχέσης, ο Πατίλης δεν έχει χρεία συνηγόρου… Η στάση του καθενός, η σταθερότητα των φίλων και των πεποιθήσεών του εν προκειμένω, τα λέει για όλους όλα.

ΥΓ. 2 Πλήρη τα αρχικά δημοσιεύματα του Ποιείν, του κ. Παστάκα και του κ. Μίχου/Λαλιώτη βρίσκονται πάντα αναρτημένα στο Διαδίκτυο. Ο κυβερνοχώρος τίποτα δεν ξεχνάει – για όποιον γνωρίζει να τα αναζητεί φυσικά… Επειδή ο κ. Παστάκας έφτασε να με απειλεί –κατά τρόπο ομολογουμένως διασκεδαστικό– με… ποινική δίωξη («η αφέλειά του εμπίπτει σε ποινικό αδίκημα, αλλά δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω μαζί του, επειδή η ηλιθιότητα του νέου διευθυντή του ψευδεπίγραφου νέου περιοδικού είναι πασιφανής»), καθυβρίζοντάς με παράλληλα, θα του θυμίσω εδώ την πρώτη αράδα από τον «Υπέρ αδυνάτου» λόγο, που δεν μπορεί, θα τη θυμάται απ’ το σχολείο…

ΥΓ. 3 Στο Νέο Πλανόδιον δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις. Η κωμωδία της «πνευματικής» μας ζωής δεν υπολείπεται σε τίποτα από το θέατρο που βλέπουμε καθ’ ημέραν στο πολιτικό σανίδι: Το έργο δεν αξίζει δεκάρα. Όμως αν θες να ξέρεις το γιατί, μερικές φορές πρέπει να κάτσεις να το υποστείς…

Λογοκλοπίας τιμητές και συνήγοροι

Από τον κ. Βασίλη Λαλιώτη λάβαμε δύο σχόλια σε ανάρτημά μας στην σελίδα του ΝΠ στο facebook για το άρθρο του Ντίνου Σιώτη στην Καθημερινή περί λογοκλοπής («2013: Έτος Λογοκλοπίας και Ατιμωρησίας«). Ο αρθρογράφος της εφημερίδας αναφέρεται μεταξύ άλλων στην σχετική έρευνα του πρώτου μας τεύχους και στα στοιχεία που εκεί παρατίθενται για σειρά προβεβλημένων προσώπων της δημόσιας ζωής (Στέλιο Κούλογλου, Γιάννη Πανούση, Χάρη Βλαβιανό κ.ά). 

Λόγω του ειδικού ενδιαφέροντος των σχολίων του κ. Λαλιώτη, ενδεικτικών του επιπέδου στο οποίο διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος σ’ αυτή τη χώρα, τα αναδημοσιεύουμε εδώ, μαζί με την οφειλόμενη απάντησή μας.

Σχόλιο 1

«Εγώ κάνω φιλολογική έρευνα. Δεν θα ασχοληθώ με αξιολογήσεις.
Να τις κάνετε εσείς. Ο κος Πατίλης επιφυλάσσει εκπλήξεις στους συνεργάτες του, πάντα. Συνιστώ ενδελεχή ανάγνωση του Ζητιάνου του Καρακαβίτσα…»

Σχόλιο 2

«ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΚΛΟΠΗΣ

Ας πούμε ο Ιδρυτής του περιοδικού που κόπτεται για τις λογοκλοπές. Γι αυτό τί έχει να πει ο κος Κουτσουρέλης; Δικό σας:

-Ιαπωνίς,
μήπως πονείς;

-Νο, νο
Εγκυμωνώ
εν κιμονώ
εν και μονό.

Κώστας Παύλου Παναγιωτόπουλος, Αποφταίγματα, σελ. 47
Εκδόσεις Καστανιώτης 1981.

*****

ΧΙ
( Η ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΜΟΥ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΓΟΣΜΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ)

Ιαπωνίς,
και συ πονείς

Γιάννης Πατίλης, Γραφέως Κάτοπτρον
Εκδόσεις Ύψιλον, Δεκέμβριος 1989»

Και η -οφειλόμενη- δική μας απάντηση:

«Αν θυμάμαι καλά, κ. Λαλιώτη, το «εύρημά» σας αυτό το πρωτοδημοσίευσε ο ετερώνυμός σας κ. Γιώργος Μίχος στο μπλογκ του. Εν μέσω οχετού συκοφαντικών και δυσφημιστικών επιθέσεων κατά του Γιάννη Πατἴλη, της συζύγου του, του Τάσου Γαλάτη, του Κώστα Μαυρουδή (τον οποίο διασύρατε στήνοντας ολόκληρο ιστολόγιο-κόπια του δικού του) κ.ά. διαφόρων. Γνωρίζω δε ότι για κάποιες από αυτές σας τις πράξεις έχετε κληθεί να λογοδοτήσετε μάλιστα στη δικαιοσύνη – η ετυμηγορία της θα έχει ασφαλώς μεγάλο ενδιαφέρον. (Προκειμένου για τον Κώστα Μαυρουδή υποχρεωθήκατε ήδη σε δημόσια και ταπεινωτική συγγνώμη…)

Ας έρθουμε όμως στο «εύρημά» σας. Η σύμπτωση των δύο κειμένων αφορά δυο λέξεις: Ιαπωνίς / πονείς. Ισχυρίζεστε τώρα με τα σωστά σας ότι η κοινότητα μιας ρίμας στοιχειοθετεί λογοκλοπή; (Γράφω «τώρα» διότι ακόμη και ο διαβόητος ετερώνυμός σας υπέθετε ακόμη -μεγαλόθυμα;- ότι πρόκειται για «κρυπτομνησία».) Αν βρείτε σε κείμενο ποιητικό σύγχρονο τη ρίμα ύφος / κατακορύφως θα καταλογίσετε στον συντάκτη του λογοκλοπή εις βάρος του Καρυωτάκη; (Που και αυτός βέβαια από αλλού τη δανείστηκε…) Αποκλείεται η σύμπτωση να είναι γνήσια;

Ας είμαστε σοβαροί! Το επιγραμματικό ποίημα του Πατίλη αποτελείται από 14 λέξεις, οι ουσιωδέστερες δε εννέα βρίσκονται στον τίτλο του. Μολονότι δεν είναι δα και από τα σημαντικά του Πατίλη, μολονότι ανάλαφρη σάτιρα, αντανακλά όλη τη βιοθεωρία του, όλη την ποιητική του ματιά πάνω στο θέμα της καθολικότητας του πόνου. Γι’ αυτό είναι εντέλει και επιτυχημένο, ποίημα σωστό, σε αντίθεση με το καλαμπούρι που μας αντιπαραθέτετε. Κι αν ακόμη ο Πατίλης γνώριζε το ευφυολόγημα του Παναγιωτόπουλου, πρώτος αυτός το αξιοποίησε με τρόπο αμιγώς ποιητικό.

Κλείνω με μια διασκεδαστική (για μένα) παρατήρηση. Ότι ο Χάρης Βλαβιανός βρισκόταν στο επίκεντρο των διαδικτυακών επιθέσεών σας επί χρόνια (ενίοτε δικαίως, ενίοτε αδίκως, αδιάφορο – σχεδόν πάντα όμως με τρόπο απρεπή για όποιον σέβεται τους κανόνες του δημοσίου διαλόγου…) είναι τοις πάσι γνωστό. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι τώρα που κατηγορείται δημοσίως και τεκμηριωμένα για σωρεία λογοκλοπών, εσείς ουσιαστικά επιχειρείτε να τον καλύψετε, εκτρέποντας τη συζήτηση σε αλλότρια, εν είδει αντιπερισπασμού. Όπως εξάλλου έχει ενδιαφέρον και ότι το διαδικτυακό περιοδικό που επί χρόνια φιλοξενούσε αυτές τις επιθέσεις σας, τις έχει πλέον διαγράψει, μαζί με όλα τα επικριτικά πόστ και τα (εκατοντάδες! και πολύ συχνά καλώς τεκμηριωμένα) σχόλια αναγνωστών του εις βάρος του Βλαβιανού. Αντ’ αυτού, ο Βλαβιανός αναρτάται πλέον τακτικά με κείμενά του στο εν λόγω περιοδικό, και ο διευθυντής αυτού του τελευταίου τυπώνεται πρωτοσέλιδος στην Ποιητική, το περιοδικό του πρώτου…

Από το ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ,
Κώστας Κουτσουρέλης«

Λογοκλοπία και ατιμωρησία

ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΣΙΩΤΗ (Καθημερινή της Κυριακής, 13.4.2014)

​Η​ ανατριχίλα τού να κλέβεις. Η χαρά τού να οικειοποιείσαι κάτι που δεν είναι δικό σου, κάτι που ανήκει σε κάποιον άλλον. Η γλύκα της αμαρτίας. Η μεγαλομανία αναγνώρισης για κάτι που δεν το αξίζεις. Εδώ είναι η ρίζα της λογοκλοπίας, η οποία ήταν σε έξαρση το 2013. Ο ποιητικός κόσμος δοκιμάστηκε από επιδημία λογοκλοπής τον περασμένο χρόνο. Στο έγκυρο και έγκριτο περιοδικό Poetry, με έδρα το Σικάγο, η Ruth Graham πρόσφατα δημοσιεύει άρθρο για τούτο ακριβώς το θέμα: τα πολλά κρούσματα ποιητικής λογοκλοπής που καταγράφηκαν και πιστοποιήθηκαν το 2013 στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Οχι ότι έχει μείνει πίσω η Ευρώπη. Συχνά πυκνά διαβάζουμε ότι στη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία και αλλού, όχι μόνο ποιητές και πεζογράφοι, αλλά και πανεπιστημιακοί και πολιτικοί και δημοσιογράφοι κλέβουν διατριβές, βιβλία και ιδέες και τις πλασάρουν για δικές τους. Το αποτέλεσμα; Αφού αποκαλυφθούν, οι λογοκλόποι ρίχνονται στην πυρά, εξοστρακίζονται από το σινάφι, επιστρέφουν βραβεία, χάνουν τις δουλειές τους. Διαβάζουμε στο άρθρο της Ruth Graham για έναν ποιητή στην Αγγλία, τον Christian Ward, που πήρε ένα ποίημα της Paisley Rekdal, το άλλαξε κάπως και το δημοσίευσε σαν να ήταν δικό του. «Ηταν προφανές ότι το έργο ήταν μια απάτη και όχι ένα εννοιολογικό παιχνίδι. Αυτό εξόργισε την ποιήτρια. Εάν είχε απλώς κλέψει το ποίημά της και το δημοσίευε με το δικό του όνομα, θα την ενοχλούσε λιγότερο. Οταν είδε ότι ο λογοκλόπος ήθελε να συμμετάσχει στη δημιουργία ενός πράγματος που είχε φτιάξει μόνη της και να ισχυριστεί ότι ήταν δικό του, αισθάνθηκε κατά κάποιο τρόπο βιασμένη», γράφει η Ruth Graham.

Οι λογοκλόποι ποιητές λένε ότι φταίει η διακειμενικότητα, η μετακειμενικότητα και η υπερκειμενικότητα. Επίσης αναφέρονται και στην Conceptual Poetry, κίνημα σχετικά πρόσφατο, που γεννήθηκε στις παράγκες των Ανθρωπιστικών Σπουδών και που προσδιορίζεται ως είδος «μη-δημιουργικής γραφής». Στο κίνημα αυτό o σφετερισμός χρησιμοποιείται από τους λογοκλόπους ως μέσο για τη δημιουργία νέων «έργων». Στην Ελλάδα, όταν αποκαλύπτεται κάποιος «κλέπτων οπώρας», δεν ανοίγει ρουθούνι. Αυτό το θέμα, του μη ανοίγματος ρουθουνιού, πραγματεύεται με αδιάσειστα στοιχεία ομάδα νέων δοκιμιογράφων και ποιητών στο πρώτο τεύχος του τολμηρού λογοτεχνικού περιοδικού «Νέο Πλανόδιον». Και είναι να τρίβεις τα μάτια σου βλέποντας την ατιμωρησία την οποία απολαμβάνουν οι λογοκλόποι στη χώρα μας: γνωστός καθηγητής πανεπιστημίου (χρημάτισε και πρύτανης), που έκλεψε άρθρο συναδέλφου του από το εξωτερικό, είναι σήμερα βουλευτής! Πασίγνωστος ποιητής, που έχει κλέψει ολόκληρα ποιήματα ξένων ποιητών από πολλές γλώσσες, είναι σήμερα καθηγητής κολεγίου! Γνωστός δημοσιογράφος, που έγραψε «μυθιστόρημα» που δεν ήταν δικό του, παραμένει δημοσιογράφος-σταρ, μέλος της ΕΣΗΕΑ! Και οι τρεις πιάστηκαν στα πράσα!

Γίνεται ολοένα και πιο έκδηλο ότι η λογοκλοπία είναι αποδεκτή στην Ελλάδα, αφού ακόμη και το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» δόθηκε πριν από μερικά χρόνια σε συλλογή που ανήκε σε ποιητή του οποίου μεγάλο μέρος του δημοσιευμένου έργου του είναι προϊόν λογοκλοπής. Και αυτό σε βάζει στον πειρασμό να σκεφτείς: μήπως ούτε καν τα μέλη της επιτροπής κριτών του «Διαβάζω» διαβάζουν ποίηση;

Στον πολιτισμένο κόσμο η αποκάλυψη της λογοκλοπής είναι ο απόλυτος εξευτελισμός του συγγραφέα. Στη χώρα μας, όμως, οι λογοκλόποι δεν καλούνται να λογοδοτήσουν. Αντί τιμωρίας, χαίρουν εκτίμησης και τυγχάνουν συμπαράστασης, μια και υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας, ένα πλέγμα προστασίας και ατιμωρησίας, αποτελούμενο από διευθυντές εφημερίδων, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς, κριτικούς λογοτεχνίας, εκδοτικούς οίκους, εκδότες και διευθυντές λογοτεχνικών περιοδικών. Προς τι αυτή η διαπλοκή; Γιατί προστατεύονται οι λογοκλόποι; Τι κερδίζουν οι προστάτες; Μ’ αυτόν τον τρόπο οι εκδοτικές και πανεπιστημιακές δυνάμεις της χώρας, καταμεσής της κρίσης, διαφυλάσσουν και προστατεύουν το πολιτισμικό αγαθό που λέγεται «λογοτεχνικό έργο»; Ετσι διαμορφώνουν τα νέα ήθη;

Ο sui generis ποιητής ενώ, λογικά, θα έπρεπε να κρύβεται από ντροπή ως σίριαλ λογοκλόπος, στην Ελλάδα θριαμβολογεί σαν ήρωας για το έργο του, διευθύνει περιοδικό για την ποίηση, είναι στέλεχος μεγάλου εκδοτικού οίκου και αρθρογραφεί σε διάφορα έντυπα, βγάζοντας τον Σεφέρη ανεπαρκή μεταφραστή, τον Ρίτσο δειλό κομφορμιστή, τον Ελύτη ακροδεξιό, τους Αραγκόν και Χικμέτ ρηχούς, ενώ μέμφεται και τη Δημουλά που συνεχάρη νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό. Δεν είμαστε, άραγε, άξιοι καλύτερων ποιητών;

http://www.kathimerini.gr/762122/article/politismos/8eatro/2013-etos-logoklopias-kai-atimwrhsias

1653342_673940432644355_1987990896_n