ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
του Δημοσθένη Κούρτοβικ
(Ελευθεροτυπία, 22.2.1989)
Manuel V. Montalban, ΦΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Μέδουσα 1987, σσ. 278, δρχ. 900
Στέλιος Κούλογλου, ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ,
Νέα Σύνορα, 1988, σσ. 287, δρχ. 925.
Ο Καταλανός συγγραφέας Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν έβαλε σε μεγάλους μπελάδες με τους κριτικούς τον κ. Στέλιο Κούλογλου, εξαιτίας της πεισματικής, ξεροκέφαλης και θρασύτατης άρνησής του να ομολογήσει ότι το μυθιστόρημά του Φόνος στην κεντρική επιτροπή είναι προϊόν λογοκλοπίας σε βάρος του κυρίου Κούλογλου. Γιατί είναι ηλίου φαεινότερον ότι το Φόνος στην κεντρική επιτροπή αποτελεί πιστή αντιγραφή, κεφάλαιο προς κεφάλαιο, σκηνή προς σκηνή, του βιβλίου του κ. Κούλογλου Έγκλημα στο προεδρικό μέγαρο. Δεν μπορεί κανείς να διαβάσει τα δυο βιβλία χωρίς ν’ αγανακτήσει για το τερατώδες έγκλημα, όχι αυτό που περιγράφεται στις σελίδες τους, αλλά αυτό που είχε για θύμα του τον δόλιο (εννοούμε δυστυχή) Έλληνα συγγραφέα.
Το γεγονός ότι το βιβλίο του Μονταλμπάν γράφτηκε επτά χρόνια και κυκλοφόρησε στα ελληνικά ενάμιση χρόνο πριν από το βιβλίο του κ. Κούλογλου δεν έχει απολύτως καμιά σημασία. Ο διορατικός μελετητής δεν παρασύρεται από τέτοιες επιφανειακές λεπτομέρειες. Αρκεί μια στοιχειωδώς προσεκτική ανάλυση για να φανεί ο πρωτογενής χαρακτήρας, αλλά και η υπεροχή του βιβλίου του Έλληνα συγγραφέα και ν’ αποδειχτεί έτσι περίτρανα η σε βάρος του λογοκλοπία από τον άθλιο Μονταλμπάν.
Ας αρχίσουμε από το πιο εξόφθαλμο στοιχείο: το γλωσσικό ύφος. Είναι πασίγνωστο ότι το πρωτότυπο κείμενο διακρίνεται από το αντίγραφό του κυρίως χάρη στα γλωσσικά λάθη του. Ο αντιγραφέας (ή ο λογοκλόπος) έχει όλη την άνεση να διορθώσει τα εκφραστικά ατοπήματα, στα οποία υπέπεσε ο συγγραφέας πάνω στη φούρια της δημιουργίας, και να παρουσιάσει έτσι ένα γλωσσικά αρτιότερο, εκ πρώτης όψεως, κείμενο. Ιδού λοιπόν το πρώτο πειστήριο του εκγλήματος. Ποιος καλόπιστος κι έμπειρος αναγνώστης δεν θα έμπαινε σε υποψίες για την απατηλή κομψοέπεια του βιβλίου του Μονταλμπάν; Και ποιος δεν θ’ αναγνώριζε σε φράσεις του κ. Κούλογλου όπως «περί άλλων τυρβάζει», «επέτρεψέ μου να μαντέψω», «περίμεναν στην ουρά για να προσκυνήσουν τη σΩρό», «νυν απολύΕΙς τον δούλον σου», «μίας αντίληψης», «μίας παραλίας» κλπ. την αδιάψευστη απόδειξη της γνησιότητας ενός κειμένου γεννημένου μέσα στον πυρετό ενός δημιουργικού οίστρου που δεν άφηνε περιθώρια για γλωσσική επεξεργασία, ενός κειμένου που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ξεσηκώθηκε από ένα καλογραμμένο πρωτότυπο ή έστω από μια περιποιημένη μετάφραση; Και μόνο το γεγονός ότι ο κ. Κούλογλου αγνοεί πως ο θεμελιωτής της κυβερνητικής λεγόταν Βίνερ και όχι Βένερ, όπως τον αναφέρει κάμποσες φορές, είναι αρκετό για να πείσει και τον πιο δύσπιστο ότι ο συγγραφέας του Εγκλήματος στο προεδρικό μέγαρο δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που διαβάζουν βιβλία και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να μπήκε στον πειρασμό ν’ αντιγράψει ένα.
Δεν μιλήσαμε όμως μόνο για πρωτογένεια, αλλά και για υπεροχή. Η σχέση ενός αντίγραφου προς το πρωτότυπο δεν είναι παρά η σχέση της μετριότητας προς μια ανώτερη διάνοια. Ενώ ο κ. Κούλογλου συνέλαβε τη δολοφονία κοτζάμ αρχηγού κράτους, ο συγγραφίσκος Μονταλμπάν δεν μπορεί να φανταστεί τίποτα περισσότερο από τη δολοφονία του αρχηγού ενός παρακμασμένου κομμουνιστικού κόμματος και αναγκάζει τον δικό του ντετέκτιβ να περιορίσει τις έρευνές του για τον δολοφόνο στα μέλη της κεντρικής επιτροπής, μην έχοντας προφανώς την τόλμη του κ. Κούλογλου να συγκαταλέξει στους υπόπτους ως φυσικούς αυτουργούς ακόμα και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Αυτό όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στην άβυσσο που χωρίζει τους δύο συγγραφείς στη σφαίρα της πολιτικής συνείδησης και οξυδέρκειας. Ο κ. Κούλογλου, αποτιμώντας σωστά τις εμπειρίες του από τη θητεία του στον μαρξισμό-λενινισμό, καταλαβαίνει ότι η μόδα έχει στρέψει για τα καλά την πλάτη της στις κομμουνιστικές ιδέες, ότι οι αριστεροί είναι ένα είδος καταδικασμένο σε εξαφάνιση και ότι τα τελευταία δείγματα του είδους δεν είναι παρά χτικιάρικα φαντάσματα διανοουμένων που αργοπίνουν το ποτό τους στο σκοτάδι των μπαρ, πέφτοντας ολοένα πάνω στο δαιμόνιο ντετέκτιβ Τσεκουρίδη (που είναι ακόμα πιο τακτικός θαμώνας των μπαρ απ’ όσο αυτοί, αλλά έχει το άλλοθι του πρώην αριστερού). Αντίθετα, ο πολιτικά καθυστερημένος Μονταλμπάν μόλις που ανακάλυψε την παρακμή του κομμουνιστικού κινήματος, γι’ αυτό και υποφέρει (ο κ. Κούλογλου είναι υπεράνω τέτοιων συναισθημάτων) και φαντάζεται αφελώς ότι πρόκειται για φαινόμενο που αφορά και κάποιους άλλους εκτός από τους μπαρόβιους αργόσχολους. Είναι περισσότερο από προφανές ότι ο (κομπιναδόρος) Μονταλμπάν είναι πολιτικά τόσο καθυστερημένος, ώστε δεν έχει καν θητεύσει στα μπαρ – το πολύ πολύ να επιχειρεί σε ταβερνεία που σερβίρουν ψαρόσουπα και αρνίσια νεφρά.
Και να ήταν μόνον αυτό; Με τη μεγαλομανία του μικρόμυαλου φαντάζεται ότι οι κομμουνιστές του σιναφιού του είναι τόσο σπουδαίοι, ώστε οι μυστικές υπηρεσίες του καπιταλισμού δεν βρήκαν άλλο τρόπο να τους πολεμήσουν από το να οργανώσουν τη δολοφονία του γενικού γραμματέα του κόμματος. Δεν μπορεί να διανοηθεί ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει πια ενσωματώσει τα κομμουνιστικά κόμματα στο πολιτικό παιχνίδι και δεν έχει ανάγκη από τέτοιες ακραίες ενέργειες.
Ο κ. Κούλογλου, αντίθετα, με την πολύ πιο προωθημένη αντίληψή του περί πολιτικής ιστορίας, ξέρει άριστα ότι οι προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες (στις οποίες βεβαίως και συγκαταλέγεται η Ελλάδα) έχουν πλέον περάσει όχι απλώς στη μετακομμουνιστική, αλλά στη μεταπολιτική φάση. Γι’ αυτό και επιφυλάσσει στο Έγκλημα στο προεδρικό μέγαρο μια λύση απόλυτα σύμφωνη με αυτή τη νέα πραγματικότητα, μια λύση που προεκτύνε) προς νέες κατευθύνσεις την παράδοση του Ονόματος του ρόδου και που θα έκανε τον μέγα Ουμπέρτο Έκο να αισθανθεί περήφανος για τον μαθητή του. Το κίνητρο του εγκλήματος, ο σπινθήρας που πυροδοτεί τις πολιτικές εξελίξεις και αναστατώνει μια χώρα δεν έχει ούτε πολιτική ούτε κοινωνική προέλευση, παρά είναι ο ηλίθιος εγωισμός ενός εξωπολιτικού προσώπου που θέλει να εκδικηθεί για την έκπτωσή του στην εύνοια του προστάτη του. Γι’ αυτό και με την αυτοκτονία του δράστη το πολιτικό πρόβλημα που πήγε να δημιουργηθεί λύνεται από μόνο του, η ομαλότητα αποκαθίσταται και ούτε γάτα ούτε ζημιά (ενώ ο αφελής Μονταμπάν υπαινίσσεται, με τη δολοφονία του δολοφόνου, ότι το πρόβλημα παραμένει).
Αν και πιστεύουμε ότι όλα αυτά είναι αρκετά για ν’ αποδείξουν την υπεροχή του πρωτότυπου απέναντι στο αντίγραφο, θα τελειώσουμε με μια ακόμη σύγκριση, που θα φανερώσει πόσο πιο πνευματώδης και καλλιεργημένος είναι ο κ. Κούλογλου απέναντι στον λογοκλόπο Μονταλμπάν. Στην τελευταία σκηνή του βιβλίου του Μονταλμπάν ο ντετέκτιβ Καρβάλιο συναντά σ’ ένα εστιατόριο την κοκκινομάλα που οι μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποίησαν ως δόλωμα για να τον παρασύρουν. Αλλά το μόνο που βρίσκει να πει στον συνομιλητή του είναι η ξερή πληροφορία ότι αυτή είναι η γυναίκα που του έδωσε να δοκιμάσει για πρώτη φορά ένα χιλιάνικο χωνευτικό (με υπνωτικό μέσα).
Στην τελευταία σκηνή του βιβλίου του κ. Κούλογλου ο ντετέκτιβ Τσεκουρίδης συναντά σ’ ένα μπαρ (εννοείται) την κοκκινομάλλα που οι μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποίησαν ως δόλωμα για να τον παρασύρουν. Οποία διαφορά όμως! Αντί για την ξερή δήλωση του καταλάνικου κακέκτυπού του, ο Τσεκουρίδης λέει στην κοκκινομάλλα που τον πλησιάζει τη μνημειώδη γερμανική φράση: Bei Leid lieh stets Heil die Lieb. (Στον πόνο ήταν πάντα γιατρικό η αγάπη.)
Και, φανερώνοντας, όχι μόνο ανώτερη παιδεία, αλλά και βαθύτερη φιλοσοφική αίσθηση, μεταφράζει επί τα βελτίω: «Από τον πόνο αντλούσε πάντοτε γιατριά η αγάπη.»
Διότι, όπως θα έλεγαν και οι μεταμοντερνιστές, η ιστορία της λογοτεχνίας δεν είναι παρά μια ατέλειωτη σειρά παραφράσεων.
Ή μήπως και λογοκλοπιών;