Month: Ιανουαρίου 2015

Η Αγνή του Θεού που έγινε η Αγνή των ανθρώπων

10407179_10153522305789622_6876676370387352883_n

της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

«Η Αγνή του Θεού»
του Τζων Πήλμάιερ
σκηνοθεσία Μαριάννας Κοντούλη
θέατρο Αλκμήνη
Ιανουάριος 2015


«Έχουμε εξελιχθεί υπερβολικά: ό,τι κερδίσαμε σε λογική, το χάσαμε σε πίστη – δεν υπάρχει χώρος για θαύματα». Δεν υπάρχει; Ή μήπως υπάρχει; Το έργο επιχειρεί να δώσει κάποιες απαντήσεις μέσα από τη διαρκή αμφιταλάντευση. Η παράσταση στο θέατρο Αλκμήνη μάλλον το κατορθώνει.

Η Αγνή, βρίσκεται λυπόθυμη στο δωμάτιό της. Στο δε καλάθι των αχρήστων της, ένα νεκρό μωρό με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του. Δεν είναι όμως μονάχα αυτό: η Αγνή είναι μοναχή και το δωμάτιό της είναι το κελί ενός μοναστηριού. Ποιος σκότωσε το μωρό και πώς έμεινε έγκυος η παρθένα μοναχή; Θαύμα ή συγκάλυψη εγκλημάτων; Στόχος του ψυχολογικού αυτού θρίλερ του Πήλμάιερ μοιάζει να μην είναι τόσο η απάντηση στο ερώτημα και η λύση του μυστηρίου, όσο η ίδια η διαδικασία ώς την άφιξη σε αυτήν, δηλαδή οι ψυχολογικές και νοητικές διεργασίες που συντελούνται ώς την κάθαρση. Την κάθαρση; Ποια κάθαρση όταν άλλοτε επινοούμε θαύματα και άλλοτε παραβλέπουμε τα μικρά θαύματα που όντως συμβαίνουν; Τι εστί Αλήθεια και ποια απ’ όλες τις αλήθειες είναι η πιο δόκιμη εξού και περισσότερο πιστευτή; Η αλήθεια σημαίνει και συνεπάγεται πάντα τη λύτρωση; Η ανοχή από την ενοχή βρίσκεται μόνο ένα φωνήεν μακριά. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το κατ’ εξοχήν περιβάλλον της ενοχής, το μοναστήρι.

Η παράσταση στο θέατρο Αλκμήνη συνεπαίρνει το θεατή στις διακυμάνσεις του έργου και τις μεταπτώσεις των χαρακτήρων, με μια σκηνοθεσία ικανοποιητική, με κάποιες όμως αδυναμίες. Τέτοια είναι για παράδειγμα η χρήση μαγνητοφώνου για μια αφήγηση σε παρελθόντα χρόνο. Συχνά χρησιμοποιείται το μέσο αυτό για την καταγραφή μιας υπόθεσης (ασθένειας, έρευνας κλπ) εν εξελίξει, σπανιότερα ωστόσο για μια εκ των υστέρων αφήγησή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η παροντική αφήγηση θα είχε και το πλεονέκτημα του διαχωρισμού των σκέψεων της γιατρού Λίβινγκστόουν για την ασθενή από την εξιστόρηση προσωπικών της αναμνήσεων. Σε κάθε περίπτωση ξενίζει. Ακόμη, οι παύσεις μεταξύ των σκηνών ήταν υπερβολικά σύντομες, μαρτυρώντας την αγωνία της σκηνοθέτιδος για χαλάρωση του ρυθμού.

Τα σκηνικά της Αιμιλίας Κακουριώτη εξαιρετικά, αποτυπώνοντας επιτυχώς άλλοτε την υποβλητικότητα ενός χώρου προσευχής, άλλοτε την επιβλητικότητα ενός πεδίου εφαρμογής της επιστήμης κ.ο.κ. Τα φώτα του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου ακολουθούν τον αγωνιώδη ρυθμό της σκηνοθεσίας, ενώ η μουσική του Αχιλλέα Στέλιου αποπροσανατολίζει ελαφρώς στις στιγμές τής έντασης με τους περισσότερο ροκ ήχους της.

Όσο για τις ερμηνείες, η Άννα-Μαρία Στεφαδούρου έλαμψε στο ρόλο της δόκτορος Λίβινγκστοουν με την εκφραστικότητά της σε πρόσωπο και σώμα είτε ως δυναμική ψυχίατρος είτε ως εύθραυστη γυναίκα. Εξίσου λαμπρή, στο ρόλο της Αγνής, και η Αλεξάνδρα Μαρθαλαμάκη, σε ένα ρόλο με παγίδες που η ίδια ωστόσο απέφυγε με μαεστρία. Κάτι αντίστοιχο δεν ισχύει για την τρίτη της παρέας, την Ασπασία Μίχου, με τα πολλαπλά σαρδάμ.

Με θαύματα ή χωρίς, Θεός υπάρχει, μόνο που βρίσκεται νοτιότερα από το σημείο που υπέδειξε η γιατρός Λίβινγκστόουν. Και εκεί, η Αγνή του θεάτρου Αλκμήνη μάς άγγιξε.

Έλενα Σταγκουράκη

Αθήνα, 29.1.2015

Λογοκλοπής τεκμήρια: Γιάννης Πανούσης

panousis

Ὁ ἐγ­κλη­μα­το­λό­γος Γιά­ννης Πα­νού­σης εἶ­ναι σή­με­ρα γνω­στὸς ἀ­πὸ τὴν πο­λι­τι­κή του δρά­ση κυ­ρί­ως. Πα­λαι­ὸ στέ­λε­χος τοῦ ΠΑΣΟΚ, βρα­χύ­βι­ος Γε­νι­κὸς Γραμ­μα­τέ­ας Ἀ­πό­δη­μου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἐ­πὶ κυ­βερ­νή­σε­ως Ση­μί­τη, ὑ­πο­ψή­φι­ος ὑ­περ­νο­μάρ­χης Ἀ­θη­νῶν-Πει­ραι­ῶς τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, στὶς τε­λευ­ταῖ­ες ἐ­κλο­γὲς βγῆ­κε βου­λευ­τὴς μὲ τὴ ΔΗΜΑΡ. Τὸ ὄ­νο­μά του πρω­τα­κού­στη­κε στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1980 ὅ­ταν ἀ­πὸ κοι­νοῦ μὲ τὸν Δι­ο­νύ­ση Κλά­δη ὑ­πῆρ­ξε πρω­τερ­γά­της τοῦ ν. 1268/1982 γιὰ τὴν ἀ­νώ­τα­τη ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­πὸ τὰ πλέ­ον ἀμ­φι­λε­γό­με­να νο­μο­θε­τή­μα­τα τῆς με­τα­πο­λι­τευ­τι­κῆς πε­ρι­ό­δου, ὁ «νό­μος-πλαί­σι­ο» τοῦ 1982 μετέβαλε ἐκ βάθρων τὸ status quo στὰ πα­νε­πι­στή­μι­α: ἀ­πο­ψί­λω­σε τὴν ἰ­σχὺ τῶν κα­θη­γη­τῶν, δι­ευ­κό­λυ­νε τὴ ρα­γδαί­α ἄ­νο­δο τῶν πρώ­ην βο­η­θῶν καὶ ἐ­πι­με­λη­τῶν καὶ ἐγ­κα­τέ­στη­σε παν­το­δύ­να­μες στὰ ὄρ­γα­να τῆς δι­οί­κη­σης τὶς φοι­τη­τι­κὲς πα­ρα­τά­ξεις καὶ τὸν κομ­μα­τι­σμό. Τρεῖς δεκαετίες μετά, οἱ συ­νέ­πει­ές του εἶ­ναι, κα­τὰ κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, ὀ­φθαλ­μο­φα­νεῖς.

Δύ­ο χρόνια νω­ρί­τε­ρα, ὁ Πα­νού­σης εἶ­χε προ­κα­λέ­σει καὶ πά­λι τὴν προ­σο­χή, τοῦ στε­νοῦ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοῦ κοι­νοῦ ἐ­κεί­νη τὴ φο­ρά. Ὁ νε­α­ρὸς ἐγ­κλη­μα­το­λό­γος θὰ κα­ταγ­γελ­θεῖ ὅ­τι στὸ ἐ­κτε­νὲς ἄρ­θρο του «Ναρ­κω­τι­κά, ἡ ἄλ­λη ὄ­ψη τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ», δη­μο­σι­ευμένο στὴ μη­νι­αί­α ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Ὁ Πο­λί­της (τχ. 36, Ἰ­ού­λι­ος 1980), «οἰ­κει­ο­ποι­εῖ­ται τὴν εἰ­σή­γη­ση ποὺ ἔ­κα­νε ὁ Ἄγ­γλος κα­θη­γη­τὴς Λῶ­ρενς Ρέ­ιτ­να στὸ Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δρι­ο Ση­μει­ω­τι­κῆς καὶ Ψυ­χα­νά­λυ­σης, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ στὸ Μι­λά­νο τὸ 1976». [1]

Λό­γω τῆς πο­λι­τι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τας τοῦ Πα­νού­ση, ἡ ὑ­πό­θε­ση θὰ πά­ρει ἀ­πρό­σμε­νη τρο­πὴ – πα­ρα­δό­ξως πρὸς ὄ­φε­λος τοῦ κα­ταγ­γελ­λο­μέ­νου.

Πο­λί­της κά­νει τὰ στρα­βὰ μά­τια, προ­κει­μέ­νου νὰ μὴν κα­τη­γο­ρη­θεῖ γιὰ φα­να­τι­κὸ ἀν­τι­πα­σο­κι­σμό, μέ­χρι ποὺ οἱ κα­ταγ­γε­λί­ες συσ­σω­ρεύ­ον­ται. Ὁ­πό­τε μὲ κα­θυ­στέ­ρη­ση δύ­ο χρό­νων, τὸν Μάρ­τι­ο τοῦ 1982, στὸ τεῦ­χος 49, δη­μο­σι­εύ­ει μιὰ σύν­το­μη ἐ­πα­νόρ­θω­ση. [2]

Ἐκεῖ τὸ πε­ρι­ο­δι­κό (πι­θα­νό­τα­τα ὁ ἴδιος ὁ δι­ευ­θυν­τής του, Ἄγ­γε­λος Ἐ­λε­φάν­της), ἀ­φοῦ πρῶ­τα πα­ρα­δε­χτεῖ τὸ κα­θυ­στε­ρη­μέ­νο τῆς ἀν­τι­δρά­σε­ως, πα­ρα­κα­λεῖ

τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες, ἂν τὸ θέ­μα τοὺς ἐν­δι­α­φέ­ρει, νὰ δια­βά­σουν τὸ πρω­τό­τυ­πο ἀπ’ ὅ­που ὁ κ. Πα­νού­σης ἔ­χει «δα­νει­στεῖ» τὸ με­γα­λύ­τε­ρο καὶ σο­βα­ρό­τε­ρο μέ­ρος τοῦ ἄρ­θρου του […] Τὴν ἰ­τα­λι­κὴ ἔκ­δο­ση [τῶν πρα­κτι­κῶν του συ­νε­δρί­ου] εἶ­χε ἐ­πι­με­λη­θεῖ ὁ Armando Verdiglione, καὶ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς Έκ­δό­σεις Χα­τζη­νι­κο­λῆ (Ἀ­θή­να 1978) σὲ με­τά­φρα­ση Καί­της Χα­τζη­δή­μου καὶ Ἰ­ου­λι­έτ­τας Ράλ­λη, με­τά­φρα­ση τὴν ὁ­ποί­α, ἐ­πί­σης, ἔ­χει «δα­νει­στεῖ» ὁ ἀρ­θρο­γρά­φος μας. [3]

Ὁ Πα­νού­σης θὰ ἀ­παν­τή­σει μὲ ἐ­πι­στο­λὴ στὸ ἑ­πό­με­νο τεῦ­χος τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ (50-51, Ἀ­πρί­λι­ος-Μά­ι­ος 1982) ἐ­πι­κα­λού­με­νος τὶς κοι­νὲς πη­γὲς τῶν δύ­ο κει­μέ­νων ἀλ­λὰ καὶ τὴν κυ­κλο­φό­ρη­ση ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἀ­να­τύ­που τῆς με­λέ­της τὸν Σε­πτέμ­βρι­ο τοῦ 1981 μέ, ἑ­πτὰ τὸν ἀ­ριθ­μό, πα­ρα­πομ­πὲς στὸ ἄρ­θρο τοῦ Ρέ­ιτ­να. Ἀ­πὸ τὴν πλευ­ρά του τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ θὰ ἐμ­μεί­νει στὴ θέ­ση του πε­ρὶ «δα­νει­σμοῦ».

Τὰ ἀ­μέ­σως ἑ­πό­με­να χρό­νι­α, ὁ Πα­νού­σης θὰ ἀ­νέλ­θει ἀπρόσκοπτα τὰ σκα­λιὰ τῆς πα­νε­πι­στη­μι­α­κῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Θὰ ἐ­κλε­γεῖ ἀρ­χι­κὰ ἀν­τι­πρύ­τα­νης καὶ ἔ­πει­τα πρύ­τα­νης τοῦ Δη­μο­κρί­τει­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θρά­κης. Σή­με­ρα εἶ­ναι κα­θη­γη­τὴς στὸ Πα­νε­πι­στή­μι­ο Ἀ­θη­νῶν.

 – – – –

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μικέλα Χαρτουλάρη, «Φάκελος Λογοκλοπή», Τὰ Νέα, Παρασκευὴ 15.5.1992. Ἡ τεκμηριωμένη καὶ τολμηρὴ ἐργασία τῆς Χαρτουλάρη εἶναι ἴσως ἡ πληρέστερη περὶ λογοκλοπῆς ποὺ ἔχει δημοσιευθεῖ στὸν ἑλληνικὸ τύπο.
2.  Ὅ.π.
3. Πλήρης παραπομπή: Ἡ τρέλα. Τὸ διεθνὲς συνέδριο σημειωτικῆς καὶ ψυχανάλυσης, Μιλάνο, 1-4 Δεκεμβρίου 1976, ἐπιμέλεια Armando Verdiglione, μετάφραση Ἰουλιέττα Ράλλη – Καίτη Χατζηδήμου, Ἐκδόσεις Χατζηνικολῆ, Ἀθήνα 1978, τόμος 2ος.

Από τον «Φάκελο Λογοκλοπή», ΝΠ1, Χειμώνας 2013-14

«Μάρτυς μου ο Θεός»…

180fcdb7f41ac43d22bad8660f0e6c4e_L

Της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

«Μάρτυς μου ο Θεός»
σε δραμ. επεξ. Μάκη Τσίτα,
σκην. Σοφία Καραγιάννη,
Θέατρο Vault
Ιανουάριος 2015

«Πολίτες του κόσμου καλωσήρθατε στην Αθήνα»: Οι Ολυμπιακοί του 2004, ένας γίγαντας με πήλινα πόδια, αποκορύφωμα της ελληνικής τακτικής των τελευταίων δεκαετιών, βάσει της οποίας χτίζαμε εθνικώς κάστρα στην άμμο, χρησιμοποιείται ως αντίστιξη στην γενικευμένη εξαθλίωση της τωρινής οικονομικής κρίσης και της προσωπικής καταστροφής του Χρυσοβαλάντη και κάθε Χρυσοβαλάντη.

Δέσμιος και θύμα ενός «ε, τότε, εντάξει», δηλαδή των συνεχών και ατέλειωτων υποχωρήσεων και παραχωρήσεων, δεν μπορεί, παρά να υποστεί τις συνέπειες, από μια κοινωνία και έναν περίγυρο που όχι μόνο δεν επιβραβεύει τον κόπο, αλλά και εκμεταλλεύεται ή ακόμη και εξουδετερώνει τους αδύναμους. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, και το ψάρι στην αφίσα της παράστασης (και στο εξώφυλλο του βιβλίου) αποδείχτηκε να έχει δυσανάλογα με τις διαστάσεις του δόντια.

Η σκηνοθετική προσέγγιση της Καραγιάννη ξεκλείδωσε επιτυχώς το κείμενο του Τσίτα, με ένα από τα συνταρακτικότερα φινάλε που έχουμε δει. Εξαιρετικός στην ερμηνεία τού μονολόγου της μιάμισης ώρας ο Ιωσηφίδης, ο οποίος συγκέρασε με μαεστρία το κωμικό με το δραματικό στοιχείο. Τη δεινότητά του σε κωμικούς ρόλους την είχαμε διαπιστώσει και επαινέσει στο παρελθόν και χαιρόμαστε που μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και για ρόλους δραματικούς, αφού η υγρή λάμψη στα μάτια του, η αδύναμη χροιά στη φωνή του και η έκφραση πόνου στο πρόσωπό του, μάρτυς μας ο Θεός, προκαλούν βαθιά συγκίνηση. Η ομάδα Gaff συνεχίζει σε ένα δρόμο στρωμένο μεν με δυσκολίες, αλλά -έχοντας ως γνώμονα την ποιότητα και αξιοποιώντας το ταλέντο της- παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις.

Έλενα Σταγκουράκη
Αθήνα, 19.1.2015

DSC_0396

Ο Σωσίας…

sosias

της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

«Ο σωσίας»
του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
σκην. Έφη Μπίρμπα
θέατρο Ροές
Ιανουάριος 2015

Ανοίγω το βιβλίο, διαλέγω κάποιες φράσεις, αποσπώ δυο-τρεις σκηνές και φτιάχνω μια παράσταση μιάμισης ώρας. Θα μου πείτε, πώς γεμίζω ενενήντα λεπτά με υλικό που χωράει σε δεκαπέντε; Μα ελάτε τώρα! Όσοι παρακολουθούν έστω και λίγο τη μόδα, θα ξέρουν πως αυτό γίνεται με επαναλήψεις λέξεων, κινήσεων και σκηνών μέχρις αηδίας, για στρώσε-ξέστρωσε της άμμου που καλύπτει βεβαίως τη σκηνή, για πήγαινε-έλα, βάλε-βγάλε, πέσε-σήκω, μικρόφωνα, μεγάφωνα, ουδέτερο μουσικό φόντο και ξάφνου ένα μπλουζ με αχόρευτο χορό.

Δεν είναι που το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, το οποίο υποτίθεται παρουσιάζεται σε δραματοποίηση, μοιάζει ούτε με νουβέλα ούτε με διήγημα, αλλά με επίγραμμα: έχει δηλωθεί πως υπάρχει εστίαση σε ορισμένες σκηνές. Είναι που αυτό το επίγραμμα δεν λέει ούτε περικλείει κάποια ιστορία ή -για την ακρίβεια- λέει πολλές ιστορίες μαζί, λέει κάθε δυνατή ιστορία και εν τέλει δεν λέει απολύτως τίποτα. Τόση κίνηση επί σκηνής και δεν συμβαίνει τίποτα. Οι χαρακτήρες όλο μιλούν και δεν λένε τίποτα. Ο συμβολισμός τόσος και τέτοιος, που εντέλει μένει αδιάφορο το τι συμβολίζει ή το αν συμβολίζει καν κάτι. Μοιάζει να δραματοποιήθηκε ο ίδιος ο τίτλος, και αυτός ακόμη στο ένα τρίτο (ή τέταρτο) της παράστασης. Σίγουρα, κάποιος που δεν έχει διαβάσει το έργο δεν καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται και όποιος το έχει διαβάσει, μόνο από το όνομα Γκολιάτκιν μπορεί αδρά ίσως να το αναγνωρίσει.

Τι μένει λοιπόν από την παράσταση; Εικόνες, εικόνες, εικόνες! Αρκετές από αυτές, ομολογουμένως, ωραίες εικόνες. Στο θέατρο Ροές παρακολουθεί κανείς μια εικαστική αποτύπωση του μυθιστορήματος και όχι μια διασκευή του για το θέατρο. Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμη αν θα πρέπει να χαροποιήσει τη γράφουσα ή τη σκηνοθέτιδα της παράστασης το αποτέλεσμα σχετικής μας έρευνας, σύμφωνα με το οποίο η δεύτερη είναι εικαστικός. Μάλλον όχι, εφόσον εν προκειμένω κλήθηκε να ενεργήσει με διαφορετική ιδιότητα. Δεν νομίζουμε ότι θα ικανοποιούνταν αναγνώστες, συντελεστές της παράστασης και θεατρόφιλο κοινό, αν αντί της παρούσας κριτικής μεταφράζαμε εδώ ολόκληρο το έργο. Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, η παγίδα είναι -καλώς ή κακώς- πιο επικίνδυνη για εικαστικούς ή χορογράφους, προφανώς λόγω συγγένειας των ειδών.

Όσο για τους ηθοποιούς, -υπεράριθμοι και αυτοί για τα διαδραματιζόμενα- είναι κρίμα που η ουσιαστική -και σχεδόν αποκλειστική- λειτουργία δύο εξ αυτών ήταν να στρώνουν απλά την άμμο. Δεν αποκλείεται να είναι ικανοί για λαμπρές ερμηνείες. Άγνωστο. Η πραγματική απορία όμως είναι πώς ο Σερβετάλης κατορθώνει να Ερμηνεύει ακόμη και το Τίποτα!

Έλενα Σταγκουράκη
13.01.2015

newego_LARGE_t_641_106408672

«Της γης ιδρώτας η θάλασσα»

virvidakis

της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

«Περί φύσεως»
του Μιχάλη Βιρβιδάκη,
σκηνοθεσία Έφη Θεοδώρου,
Αναλόγιο στο Θέατρο Τέχνης.
Οκτώβριος 2014

«Όσο απομακρύνεται κανείς απ’ την επιφάνεια, δυσκολεύουν τα πράγματα»: ακούγοντας αυτήν την αλήθεια ο θεατής ανάμεσα σε τόσες άλλες παντός φύσεως, ίσως δεν αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα γίνεται μάρτυρας τριών χαρακτήρων οι οποίοι –άλλοτε συνειδητά άλλοτε υποσυνείδητα– εγκαταλείπουν την επιφάνεια προς εξερεύνηση του βυθού και αναζήτηση του βάθους.

Το πιο πρόσφατο θεατρικό έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη, έργο σε δώδεκα σκηνές, παρακολουθεί σε ένα πρώτο επίπεδο την επιφανειακή συνομιλία τριών λουομένων τον Αύγουστο, παραμονή του Σωτήρος. Σε ένα δεύτερο όμως, γίνεται καθρέφτης των πιο μύχιων πεποιθήσεων, ανησυχιών και πληγών, αφού ο πόνος και η αντοχή σε αυτόν αναφέρονται επανειλημμένα, και ας είναι μέσα από το χαμόγελο. Πρόκειται μάλλον για χαμόγελο με τα δόντια ενωμένα σφιχτά, ίσως και για το αναπόφευκτο χαμόγελο της συγκατάβασης από την αποδοχή της ζωής ως έχει. Στο έργο, το κωμικό στοιχείο συμβαδίζει κι εναλλάσσεται με το δραματικό, η πραγματικότητα φλερτάρει με το παράλογο και υπάρχουν στιγμές γνήσιου ποιητικού ύψους. Έντονη είναι και η μεταφορικότητα του κειμένου, καθώς ο θεατής προσανατολίζεται περισσότερο στη μεταφορική έννοια των λόγων παρά την κυριολεκτική. Για παράδειγμα: «να επιπλέει κανείς –αυτό μόνο», «να μένεις στην επιφάνεια προϋποθέτει την ικανότητα του να μένεις στην επιφάνεια», «προσπαθώ να την ξεχάσω [τη γνώση], αλλά η ζημιά έχει γίνει», «όλος ο κόσμος είναι ένας άνθρωπος», «κολυμπάμε σε μια θάλασσα που δεν γνωρίζουμε».

Η σκηνοθετική επιμέλεια της Θεοδώρου υπήρξε ισορροπημένη για το είδος του αναλογίου, εξισορροπώντας το κείμενο με την παραστατικότητα και την περιορισμένη στο ελάχιστο κίνηση των ηθοποιών. Ωστόσο, θα άρμοζε ίσως μια πιο αργή ανάγνωση, λαχάνιασμα και περισσότερες παύσεις, κυρίως από τον γυναικείο χαρακτήρα και τον Σοφοκλή, δεδομένου ότι αυτοί κολυμπούσαν και βουτούσαν. Η κύρια ένστασή μας όμως σχετίζεται με την απόδοση του τρόπον τινά ιντερμέτζου με τα σχόλια-σκέψεις διάφορων λουομένων, η οποία εύστοχα μεν πραγματοποιήθηκε μέσω ηχογράφησης, έπρεπε δε να επιδεικνύει τη συγχρονικότητα ενός χορού φωνών, την οποία υπονοεί το έργο, και να έχει διάρκεια στο 1/3 αυτής που είχε, καθώς αντί να δίνει μια ανάσα, στο τέλος κούραζε.

Οι ερμηνείες χάρισαν πνοή και ζωντάνια στο κείμενο, με πρώτη και καλύτερη αυτήν του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη στο ρόλο του Ευριπίδη Περίανδρου. Σωστός και απολαυστικός χειρισμός φωνής, παύσεις, ύφος. Γλυκά υστερική η Ευλαμπία της Έλενας Τοπαλίδου, αλλά αρκετά άνευρος ο Σοφοκλής Ποθουλάκης του Δημήτρη Παπανικολάου.

Καίριος ο ρόλος του βίντεο της Αγγελικής Τσόλη, το οποίο όχι μόνο οπτικοποιούσε τη θάλασσα, αλλά και την ίδια την πορεία της παράστασης, από τα ανοιχτά ώς τη στεριά. Εξίσου λειτουργικός και ο σχεδιασμός του ήχου από την Χριστίνα Καρποδίνη.

«Να νομίζεις ότι… και να μην…». Αυτή η ασυνέπεια δεν αφορά το έργο του Βιρβιδάκη, το οποίο υπήρξε ειλικρινές και ατόφιο ακόμη και με τη χρήση λατινικών, αρχαιοελληνικών και ξενόγλωσσων εκφράσεων και μότο, ούτε τη μετρημένη σκηνοθεσία της Θεοδώρου σε αυτό το είδος παράστασης που ενέχει τόσες παγίδες. Αυτό το “vivere pericolosamente” μοιάζει να ταιριάζει σε συγγραφέα και σκηνοθέτιδα, όπου “pericolosamente” θα πει «στα όρια της αντοχής, εκεί που συναντούμε το βαθύ εαυτό μας».

Έλενα Σταγκουράκη
6 Οκτωβρίου 2014

7794696e-589e-4e6b-b4f0-6dd9178abf81_1                hqdefault