Νίκος Καρούζος – Ιησούς & Ποιήματα: Μια Εισαγωγή

Νίκος Καροῦζος

Ἰησοῦς & Ποιήματα

~.~

Συντονιζόμενο μὲ τὸ πνεῦμα τῶν ἡμερῶν, τὸ Νέο Πλανόδιον ἀνασύρει ἀπὸ τὴ λήθη πέντε ἄγνωστες στὸ εὐρὺ κοινὸ ραδιοφωνικὲς ἐκπομπὲς τοῦ Νίκου Καρούζου, οἱ ὁποῖες ἀναγνώσθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος τοῦ 1987 (καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν Μεγάλη Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή) στὸ Πρῶτο Πρόγραμμα τῆς ΕΡΤ. Τὶς προσεχεῖς, λοιπόν, ἡμέρες, θὰ δημοσιεύουμε καθημερινὰ τὰ ἠχητικὰ ἀποσπάσματα τῶν ἐκπομπῶν τοῦ Καρούζου μέσῳ ἑνὸς συνδέσμου στὸ κανάλι τοῦ YouTube τοῦ περιοδικοῦ μας, ὁ ὁποῖος σύνδεσμος θὰ ἀναδημοσιεύεται στὴν καθεμιὰ ξεχωριστὴ ἀνάρτηση, ἐνῷ οἱ ἀναγνώσεις αὐτὲς θὰ συνοδεύονται ἀπὸ τὰ μεταγεγραμμένα ποιήματα τῆς κάθε ἡμέρας. Ξεκινῶντας, λοιπόν, ἀπὸ σήμερα, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἀρχίζουμε τὴν ὁπτικοακουστικὴ περιδιάβαση στὴν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν συντροφιὰ μὲ τὸν Νίκο Καροῦζο μ’ ἕνα ἐμβριθές, κατατοπιστικὸ σημείωμα τοῦ Γιάννη Πατίλη, ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς παραχώρησε τὸ ἀκουστικὸ ὑλικό, καὶ τὸν ὁποῖον εὐχαριστοῦμε κι’ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ταπεινὸ βῆμα. 

Ν.Π.

~.~

Μεγαλοβδομαδιάτικη περιδιάβαση ἑνὸς σπουδαίου Ἕλληνα ποιητῆ

τοῦ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ

Τί­πο­τα δὲν ἀγ­γί­ζει τὶς ἀ­πρι­λι­ά­τι­κες βι­ο­λέ­τες;
τί­πο­τα—: μο­νά­χα ὁ ἀ­κάν­θι­νος Ἰ­η­σοῦς.
Ν.Κ. «Ἡ ἐ­πω­νυ­μί­α τοῦ πέν­θους»
~.~

Ὁ Νί­κος Κα­ροῦ­ζος ὑ­πάρ­χει ὡς ἕ­νας σπου­δαῖ­ος ὑ­παρ­ξια­κὸς καὶ με­τα­φυ­σι­κὸς ποι­η­τὴς με­γά­λης πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νοι­χτο­σύ­νης ποὺ στοὺς ἐ­ξε­γερ­μέ­νους —γλωσ­σι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ— στί­χους του δε­ξι­ώ­θη­κε μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­γω­νι­ώ­δη προ­σμο­νὴ τό­σο τὴν παύ­λεια μέλ­λου­σαν πό­λιν τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ὅ­σο καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὰ ἐ­λευ­θε­ρω­τι­κὴ ἀ­ναρ­χι­κὴ οὐ­το­πί­α τῆς Ἀν­τι-ε­ξου­σί­ας.

            Ἑ­στι­ά­ζον­τας στὴν με­τα­φυ­σι­κὴ πλευ­ρὰ τῆς ἀ­γω­νί­ας του, ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ποί­η­σή του, ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο, τὴν Ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ Χρι­στοῦ (1953), ἕ­ως τοὺς τε­λευ­ταί­ους, ἕ­να μή­να πρὶν πε­θά­νει, στί­χους του, εἶ­ναι —ἄλ­λο­τε λυ­τρω­τι­κῶς ἀλλὰ συ­χνό­τε­ρα ἀ­γω­νι­ω­δῶς— δι­α­βρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ ση­μεί­ου-Χρι­στός.

            Ἡ πτω­χι­κὴ ζω­ή του σὲ δύ­σκο­λους και­ρούς, ἡ ἐξ ἀ­νάγ­κης ἀλ­λὰ καὶ ψυ­χι­κῆς ἰ­δι­ο­συ­στα­σί­ας πλα­νό­δια βι­­ο­τή του, οἱ πο­λὺ ἀν­θρώ­πι­νες ἕ­ξεις του στὸ πο­τὸ καὶ τὸ τσι­γά­ρο, ὅ­λα αὐ­τὰ φό­ρα-παρ­τί­δα στὸ στί­χο του, ἕ­ναν στί­χο ποὺ ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πο­χὴ καὶ με­τὰ ἀ­θε­τοῦ­σε ἐ­πι­δει­κτι­κῶς τὶς συμ­βά­σεις τῆς τέ­χνης του καὶ ποὺ στὴν γλωσ­σι­κὴ ἐ­πι­φά­νειά του ἡ λε­κτι­κὴ και­νουρ­γί­α συ­να­γω­νι­ζό­ταν τὸν ἀ­γο­ραῖ­ο λό­γο, δη­μι­ούρ­γη­σαν γιὰ τὴν ποί­η­σή του ἕ­να κύ­μα συμ­βι­ω­τι­κῆς συμ­πά­θειας σὲ πλῆ­θος νε­ώ­τε­ρους ἀ­να­γνῶ­στες – πρω­τί­στως δὲ σὲ κεί­νους ποὺ βρί­σκον­ταν καὶ βρί­σκον­ται ἔ­ξω ἢ καὶ στὸν ἀν­τί­πο­δα τῶν με­τα­φυ­σι­κῶν του ἀ­νη­συ­χι­ῶν! Ὡς κα­τε­ξο­χὴν σταυ­ρι­κὸς ποι­η­τής, ὁ Νί­κος Κα­ροῦ­ζος ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ κα­λύ­τε­ρα μὲ τὰ πά­σης φύ­σε­ως ἀρ­νη­τι­κὰ βι­ώ­μα­τα τῆς τρα­γι­κῆς μέ­νου­σας πό­λε­ως τοῦ και­ροῦ του, ὅ­πως καὶ κά­θε ἐ­πο­χῆς, ἐν σχέ­σει πρὸς ἄλ­λους κα­τα­φα­τι­κό­τε­ρους καὶ με­τα­φυ­σι­κῶς εὐ­φο­ρι­κό­τε­ρους σπου­δαί­ους ποι­η­τὲς τῆς πα­ρά­δο­σής μας, ὅ­πως ὁ Τά­κης Πα­πα­τζώ­νης ἢ ὁ πρό­ω­ρα χα­μέ­νος Γι­ῶρ­γος Σα­ραν­τά­ρης.

            Κά­θε ὅ­μως προ­σπά­θεια βα­θύ­τε­ρης κα­τα­νό­η­σης καὶ οἰ­κεί­ω­σης, πνευ­μα­τι­κῆς καὶ καλ­λι­τε­χνι­κῆς, τῆς ποί­η­σής του, κά­θε προ­σπά­θεια βα­θύ­τε­ρης πο­λι­τι­σμι­κῆς δι­α­σύν­δε­σης τοῦ λό­γου ἑ­νὸς ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶς καλ­λι­ερ­γη­μέ­νου προ­σώ­που μὲ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση αὐ­τοῦ τοῦ Τό­που, μᾶς φέρ­νει ἀ­ναγ­κα­στι­κῶς στὸ κεν­τρι­κό­τα­το ση­μεῖ­ο τῆς ποί­η­σής του: στὸ ση­μεῖ­ο-Χρι­στός!

vaioforos3

            Γιὰ τὴν βα­ρύ­τη­τα ποὺ ἔ­χει μιὰ δι­α­πί­στω­ση σὰν τὴν πα­ρα­πά­νω στὴν συ­νο­λι­κὴ ἀ­πο­τί­μη­ση καὶ ‘ἔν­τα­ξη’ τοῦ ἔρ­γου τοῦ Νί­κου Κα­ρού­ζου σὲ μιὰ παγ­κο­σμι­ό­τη­τα ποὺ ταυ­το­χρό­νως προ­βάλ­λει ὅ­σο καὶ ὑ­περ­βαί­νει τὸν ἑλ­λη­νι­κό μας κό­σμο, ἔρ­χε­ται —ὅ­πως συ­νή­θως— νὰ συ­νε­πι­κου­ρή­σει ἕ­να δευ­τε­ρεῦ­ον ἐ­νέρ­γη­μα τοῦ ἴ­διου τοῦ ποιητῆ στὸ προ­χω­ρη­μέ­νο γιὰ τὴν ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του ἔ­τος τοῦ 1987. Πρό­κει­ται γιὰ τὶς πέν­τε δε­κά­λε­πτες ἐκ­πομ­πὲς τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δας, τὶς σχε­δὸν ἄ­γνω­στες πιά, ποὺ ἀ­φι­έ­ρω­σε ὁ ἴ­διος στὴν ποί­η­σή του, ἀ­πὸ τὴν Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα 13 Ἀ­πρι­λί­ου ἕ­ως τὴν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ὴ αὐ­τῆς τῆς χρο­νιᾶς, ἀ­πὸ τὸ Πρῶ­το Πρό­γραμ­μα τῆς ΕΡΤ, μὲ πα­ρα­γω­γὸ τὸν Ἀ­λέ­ξη Ζή­ρα, καὶ μὲ τί­τλο «Ἰ­η­σοῦς καὶ ποι­ή­μα­τα».

            Τὰ πε­νήν­τα λε­πτὰ ποί­η­σής του ποὺ ὁ ἴ­διος συ­σχε­τί­ζει μὲ τὸ ση­μεῖ­ο-Χρι­στός, σὲ μιὰ τό­σο δι­α­κε­κρι­μέ­νη στιγ­μὴ τῆς χρο­νιᾶς καὶ σὲ ἕ­να τό­σο προ­βε­βλη­μέ­νο ἐ­πι­κοι­νω­νια­κὸ μέ­σο, συμ­βο­λί­ζουν τὴν βα­θύ­τε­ρη ὅ­σο καὶ δια­ρκῆ πνευ­μα­τι­κὴ ση­μα­σί­α ποὺ ἀ­πέ­δι­δε ὁ ἴ­διος στὸ σύμ­βο­λό του.

            Ἀ­κού­γον­τας τὰ συγ­κε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα τῶν ἐκ­πομ­πῶν καὶ ξα­να­δι­α­βά­ζον­τάς τα μέ­σα στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του ὑ­πο­χρε­ω­νό­μα­στε σὲ κά­ποι­ες δι­ε­ρευ­νη­τι­κὲς τῶν ἐ­πι­λο­γῶν του σκέ­ψεις, σκέ­ψεις πού, πάν­τα ὑ­πο­θε­τι­κῶς, δὲν ἀ­νι­χνεύ­ουν μό­νον προ­θέ­σεις, ἀλ­λὰ ποὺ ἐ­πι­χει­ροῦν νὰ νο­η­μα­το­δο­τή­σουν καὶ τὸ ἴ­σως ἀ­νε­πί­γνω­στο ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

            Πρῶ­τον: Μο­λο­νό­τι ὁ Κα­ροῦ­ζος δι­α­βά­ζει ἐν ἔ­τει 1987, ὅ­ταν ὁ ποι­η­τὴς ἔ­χει ἤ­δη κά­νει ἀ­πὸ τὸ 1979 μιὰ ση­μαν­τι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως μορ­φο­πλα­στι­κὴ στρο­φὴ στὸ ἔρ­γο του, τὰ ποι­ή­μα­τα ποὺ ἐ­πι­λέ­γει γιὰ νὰ δι­α­βά­σει στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἐ­ξι­κνοῦν­ται ἕ­ως τὸ 1974, καὶ ἀ­νή­κουν στὴν πρώ­τη πε­ρί­ο­δο τῆς δου­λειᾶς του, πε­ρι­ο­ρι­ζό­με­να μά­λι­στα σὲ δύ­ο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς: τὰ Ποι­ή­μα­τα (1961) ποὺ συ­νο­ψί­ζουν ἐ­πι­λε­κτι­κῶς τὴν ποι­η­τι­κή του πα­ρα­γω­γὴ τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’50 καὶ τὰ Χορ­τα­ρι­α­σμέ­να Χά­σμα­τα (1974) – δη­λα­δὴ στὶς δύ­ο συλ­λο­γὲς ποὺ κα­τ’ οὐ­σί­αν ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν συμ­βα­τι­κῶς ὡς ἀρ­χὴ καὶ τέ­λος τὴν πρώ­τη του πε­ρί­ο­δο. Νὰ ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἀ­πὸ τὸ 1979 ἕ­ως τὸ 1987, χρό­νο τῶν ἐκ­πομ­πῶν, ἔ­χουν ἐν­τω­με­τα­ξὺ κυ­κλο­φο­ρή­σει ἄλ­λες ἐν­νέ­α συλ­λο­γὲς μὲ τε­λευ­ταί­α τὴ Νε­ο­λι­θι­κὴ Νυ­χτω­δί­α στὴν Κρο­στάν­δη, οἱ ὁ­ποῖ­ες βρί­θουν ἐ­πί­σης σὲ ἀ­να­φο­ρὲς ἄ­με­σες ἢ ἔμ­με­σες στὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο χρι­στι­α­νι­κὸ σύμ­βο­λό του. Για­τί ἄ­ρα­γε μιὰ τέ­τοια προ­τί­μη­ση;

            Ἡ πρώ­τη σκέ­ψη, σχε­τι­κῶς μὲ τὰ πα­ρα­πά­νω, εἶ­ναι ὅ­τι τὰ ποι­ή­μα­τα αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ό­δου προ­σφέ­ρον­ται πε­ρι­σό­τε­ρο σὲ ἀ­παγ­γε­λί­α, ἐ­πει­δὴ βρί­σκον­ται κον­τὰ στὸν ἁ­πλὸ ρα­ψω­δι­κὸ ἢ προ­σευ­χη­τι­κὸ τό­νο τῆς ὁ­μα­λῆς κα­τα­κό­ρυ­φης στι­χο­ποι­ΐ­ας, πρὶν τὴν με­γά­λη συν­τα­κτι­κὴ καὶ γρα­φη­μα­τι­κὴ δι­α­σά­λευ­ση ποὺ εἰ­σή­γα­γε ὁ ποι­η­τὴς στὴν ποί­η­σή του τὴν ὕ­στε­ρη πε­ρί­ο­δό του, ποί­η­ση ποὺ μοιά­ζει σὰν νὰ γρά­φτη­κε γιὰ νὰ ὑ­πάρ­χει μό­νον τυ­πω­μέ­νη στὸ χαρ­τὶ καὶ νὰ δι­α­βά­ζε­ται σι­ω­πη­ρῶς! Τὸ ἑ­πό­με­νο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σκε­φτεῖ κα­νεὶς εἶ­ναι ὅ­τι τὰ ποι­ή­μα­τα αὐ­τὰ βρί­σκον­ται κον­τύ­τε­ρα καὶ ἀ­πη­χοῦν ἠ­ρε­μό­τε­ρα τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ τὸ «πλέγ­μα πί­στη-ἀ­πι­στί­α» δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη ἐ­κρα­γεῖ, πρὶν δη­λα­δὴ ὁ ποι­η­τὴς «βου­ληθ[εῖ]» νὰ «δείξ[ει] τὴν ἥτ­τα [τ]ου στὸ ζή­τη­μα π ί­ σ τ η», υἱ­ο­θε­τών­τας τὴν ἀ­να­κου­φι­στι­κή του, ὅ­σο καὶ ποι­η­τι­κῶς ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ πα­ρα­γω­γι­κή, «ξε­κρέ­μα­στη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά» του, ὅ­πως εὐ­φυ­ῶς ὁ ἴ­διος τὴν χα­ρα­κτή­ρι­σε…

            Δεύ­τε­ρον: Ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τῶν συγ­κε­κρι­μέ­νων ποι­η­μά­των ἀ­πὸ τὸν δη­μι­ουρ­γό τους, κά­τω ἀ­πὸ τὸν σχε­δὸν δυ­να­στι­κὸ ἑρ­μη­νευ­τι­κῶς τί­τλο «Ἰ­η­σοῦς καὶ ποι­ή­μα­τα», μᾶς δί­νει μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ εὐ­και­ρί­α νὰ ἐ­λέγ­ξου­με, καὶ ἴ­σως νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σου­με, τὴ θέ­ση μας, ἐκ­πε­φρα­σμέ­νη καὶ ἄλ­λου, ὅ­τι στὴν ποί­η­ση τοῦ Νί­κου Κα­ρού­ζου δι­α­πι­στώ­νου­με μιὰ πλα­τύ­τε­ρη ποὺ ἐ­δῶ ση­μαί­νει καὶ βα­θύ­τε­ρη κα­θὸ δι­ά­χυ­τη ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ ση­μεί­ου-Χρι­στός στὰ ρή­μα­τά του, ἡ ὁ­ποί­α δεί­χνει μιὰ ποί­η­ση ἐμ­πο­τι­σμέ­νη χρι­στο­λο­γι­κῶς στὴν ὕ­φαν­σή της, ποὺ δὲν στέρ­γει τὴν ἀ­να­φο­ρι­κό­τη­τά της μό­νον σὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς καὶ εὔ­κο­λα ἀ­να­γνω­ρί­σι­μους δεῖ­κτες.

            Θὰ λέ­γα­με μὲ ἕ­να σχῆ­μα ὑ­περ­βο­λῆς —ποὺ τὴν με­τριά­ζει τὸ ἴ­διο τὸ ἄ­κου­σμα τῶν συγ­κε­κρι­μέ­νων ποι­η­μά­των (ποὺ δὲν εἶ­ναι ὅ­λα ἀ­πὸ τὰ πλέ­ον ὡ­ραῖ­α, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὰ ἢ ἀ­να­γνω­ρί­σι­μα), δί­χως πιὰ τὸν φό­βο δι­κῶν μας προ­βο­λῶν— ὅ­τι ἡ ποί­η­ση τοῦ Νί­κου Κα­ρού­ζου στὸ μέ­γι­στο μέ­ρος της ἀ­να­σαί­νει Χρι­στό, εἴ­τε στὴν ‘ἐ­ξαρ­τη­μέ­νη’ εἴ­τε στὴν «ξε­κρέ­μα­στη θρη­σκευ­τό­τη­τά» της, ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν που­θε­νὰ δὲν τὸν κα­το­νο­μά­ζει ἔ­στω καὶ με­τω­νυ­μι­κῶς!… Δι­ό­τι δὲν γνω­ρί­ζω ἄλ­λον ποι­η­τὴ τῆς νε­ώ­τε­ρης ἑλ­λη­νι­κῆς μας λα­λιᾶς ποὺ νὰ ἐ­φάρ­μο­σε στὸν λό­γο του τό­σο πλα­τιὰ καὶ τό­σο βα­θιὰ, καὶ τό­σο ἀν­τι-ω­ραι­ο­λο­γι­κὰ καὶ ἀν­τι-ψευ­δο­ε­στε­τί­στη­κα θρη­σκευ­τι­κά, τὸ σύν­θη­μά του: «νὰ θρη­σκέ­ψου­με τὶς λέ­ξεις»! Σὲ τέ­τοι­α συμ­πε­ρά­σμα­τα μὲ ὁ­δη­γοῦν ἡ ἀ­κρό­α­ση ἢ ἀ­νά­γνω­ση ποι­η­μά­των ὅ­πως τὰ «Ἀγ­γί­ζον­τας αὐ­τὴ τὴ νε­ό­τη­τα», «Ἄ­σμα μι­κρό», «Οὐ­ρα­νό­θεν» ἢ τὰ «Λί­γο ἐγ­κώ­μιο γιὰ τὸ τρι­ζό­νι», «Ὁ τί­τλος εἶ­ναι δύ­σκο­λος», «Ἡ πα­γί­δα» ἢ «Ὁ κό­σμος καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τα»…

            Δευ­τε­ρευ­όν­τως, μᾶς δί­νε­ται ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ ψη­λα­φή­σου­με, συ­νεκ­δο­χι­κῶς πρὸς τὴν πα­σχά­λια ἀ­φορ­μὴ τῶν ἀ­παγ­γε­λι­ῶν, τὴν ἐμ­μο­νι­κὴ προ­τί­μη­ση τοῦ ποι­η­τῆ πρὸς τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς Ἄ­νοι­ξης, ὡς και­ροῦ τοῦ Σταυ­ροῦ καὶ τῆς ἀ­να­στά­σι­μης Ἐλ­πί­δας: τὸ Ἔ­αρ. Μιὰ προ­τί­μη­ση ποὺ στὸ ὕ­στε­ρο ἔρ­γο του ὡς Δι­α­λε­κτι­κὴ τοῦ ἔ­α­ρος ἄγ­γι­ξε τὴν ‘γε­λοί­α’ πα­ρα­λη­ρη­μα­τι­κὴ χρι­στο­λο­γί­α, ποὺ μό­νον ἡ σα­λό­τη­τα θεί­ου ἔ­ρω­τος συγ­χω­ρεῖ, ἔ­στω καὶ στιγ­μι­αίως:

Χριστὸς ἡ ὀρθὴ γωνία· Χριστὸς τὸ πυθαγόρειο
]]]]]]]]]]]]θεώρημα
Χριστὸς ὁ ἀπειροστικὸς λογισμός ἄνωθεν ὄλβια
]]]]]]]]]]]]Χριστὸς τὰ Σύνολα.
Χριστὸς ἡ ψηφιδογραφία στὰ μαζικὰ σωμάτια
]]]]]]]]]]]]Χριστὸς ἡ μάζα μηδέν. […]
[«Διαλεκτικὴ τοῦ ἔαρος»]

                       ἀ­φοῦ τὸ ἔ­αρ τοῦ­­το εἶ­χε ἤ­δη δο­κι­μά­σει σὲ ἀ­να­ρίθ­μη­τες ποι­η­τι­κὲς το­νι­κό­τη­τες σὲ ὅ­λο του τὸ ἔρ­γο, μιὰ ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες, πο­λὺ ἐν­δει­κτι­κή, συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἀνά­με­σα καὶ στὰ ποι­ή­μα­τα ποὺ ἀ­κοῦ­με:

Γεννιέσαι καὶ μπαίνεις μέσ’ στὸ αἴνιγμα
πεθαίνεις καὶ τ’ ἀφήνεις ἀνέπαφο.
Τί ἄλλο νὰ προσθέσω πιὰ στὴ δύναμη τοῦ ἔαρος;
Πλήρης ἀπὸ ἔλλειψη νοήματος
ὑπερέχω.

 Πράγ­μα­τι, τί ἄλ­λο νὰ προ­σθέ­σου­με στὴ δύναμη τοῦ ἔαρος, δηλαδὴ στὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἀ­γά­πης, ποὺ ὁ σταυ­ρω­μέ­νος ἄν­θρω­πος συ­νο­πτι­κῶς ἑ­ορ­τά­ζει τὶς μέ­ρες τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δας, πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν συν­τρι­βὴ κά­θε κο­σμι­κοῦ νο­ή­μα­τος ποὺ θέ­λει νὰ σφε­τε­ρι­στεῖ τὸ ἱ­ε­ρὸ καὶ ἀ­δι­α­νό­η­το πράγ­μα τῆς αὐ­το­θυ­σί­ας;…

NikosKarouzos-GiannisPatilis-Ntoltse-28-04-1988

Ἀ­νά­με­σα στὰ ποι­ή­μα­τα τῶν ἀ­παγ­γε­λι­ῶν, ὑ­πάρ­χουν καὶ δύ­ο μι­κρὰ ποὺ δὲν μπό­ρε­σα νὰ ταυ­τί­σω (ἂν δὲν ξα­στό­χη­σαν τὰ μά­τια μου τε­λεί­ως) μὲ κα­νέ­να ἀ­πὸ τὰ θη­σαυ­ρι­σμέ­να στὶς 1200 σε­λί­δες τοῦ τρί­το­μου ἔρ­γου του.

            Φαν­τά­ζο­μαι τὸν Νί­κο Κα­ροῦ­ζο, στὴ με­τά­βα­σή του στὸ μέ­γα­ρο τῆς ΕΡΤ γιὰ τὶς ἠ­χο­γρα­φή­σεις, στὴν μιὰ καὶ μο­να­δι­κὴ μέ­ρα κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν (ὅ­πως μὲ πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ πα­ρα­γω­γός τους φί­λος Ἀ­λέ­ξης Ζή­ρας), νὰ βγά­ζει ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη του ἕ­να χαρ­τά­κι μὲ τὰ δύ­ο ἀ­νέκ­δο­τα, ἕ­ως ἐ­τού­τη τὴ στιγ­μὴ (πλὴν ἠ­χο­λη­ψί­ας) ποι­η­μα­τά­κια ποὺ ἔ­γρα­ψε ἐν ὄ­ψει τῆς ἐκ­πομ­πῆς γιὰ τὸ μυ­στι­κό του ἔ­αρ, αὐ­τὸ ποὺ δὲν ξε­χω­ρί­ζει θεί­α καὶ ἀν­θρώ­πι­νη Δι­και­ο­σύ­νη, καὶ ποὺ το­πο­θε­τή­θηκαν ἀ­πὸ τὸν πα­ρα­γω­γὸ στὸ incipit τῶν ἀ­παγ­γε­λι­ῶν τῆς Με­γά­λης Πέμ­πτης, καὶ νὰ δι­α­βά­ζει:

Στίχοι τοῦ ἔαρος

Ἰησοῦς ἀναίμακτος δὲν ὑπάρχει
συνεχῶς τρέχουν αἵματα στὴ νόηση
αὐτὸ ποὺ νομίζω δὲν εἶναι νόμισμα.

Στίχοι τοῦ ἔαρος

Ὁ ἐργάτης ποὺ μοχθεῖ μαχόμενος
ὁ ἐργάτης ἡ ἀγάπη κι ἀπὸ πάνω
μιὰ μεγάλη κανδήλα μὲ τὴ φλόγα
χωρὶς ἅλυσο κρέμεται χωρὶς ἀγέρα σιέται.

Ὁ Νί­κος Κα­ροῦ­ζος δυ­στύ­χη­σε νὰ ζή­σει τὴν χεί­ρι­στη Παν­δη­μία τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, τε­ρα­τι­κοῦ γεν­νή­μα­τος ἐ­ξο­λο­κλή­ρου τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου μί­σους, ποὺ στοί­χι­σε δε­κά­δες ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀν­θρώ­πι­νες ζω­ές, ἀ­νεί­πω­το πό­νο καὶ ἀ­νυ­πο­λό­γι­στες κα­τα­στρο­φὲς πο­λύ­τι­μων γιὰ τὴν ὕπαρξη ἀ­γα­θῶν σ’ ὁ­λό­κλη­ρο τὸν πλα­νή­τη, ἕ­να ἀ­πὸ τὰ τρα­γι­κὰ θύ­μα­τα τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πῆρ­ξε καὶ ὁ ἴ­διος ὁ ποι­ητής, ἐ­πει­δὴ θέ­λη­σε νὰ στα­θεῖ στὸ πλευ­ρὸ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης Δι­και­ο­σύ­νης.

            Σή­με­ρα, γιὰ μᾶς, ποὺ ζοῦ­με τὴν σω­φρο­νι­στι­κὴ προ­ει­δο­ποί­η­ση τῆς Φύ­σης, μὲ αἰ­τί­α της καὶ πα­ρα­λή­πτη τὴν ἴ­δια ἀ­θε­ρά­πευ­τη ἀν­θρώ­πι­νη Ἀ­λα­ζο­νεί­α, ὁ ποι­η­τὴς Νί­κος Κα­ροῦ­ζος, σχε­δὸν δι­α­βά­ζον­τας σα­ράν­τα χρό­νια πρὶν τὴν τω­ρι­νὴ στιγ­μή —ποὺ φι­λα­κό­λου­θοι καὶ ἄ­σχε­τοι, ἡμέ­ρες Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δας, θὰ γεύ­ον­ται ἀ­πὸ τοὺς κα­να­πέ­δες καὶ τὰ σα­λό­νια τους κρυά­δα πο­λι­τι­κῶν γά­μων καὶ ‘βα­φτί­σε­ων’ σὲ τη­λε­ο­πτι­κὲς εἰ­κό­νες ‘Ἀνα­στά­σε­ως’— ἔ­γρα­ψε μέ­ρες τοῦ 1980 γιὰ ἕ­ναν προ­δο­μέ­νο καὶ τυ­πι­κὰ πλέ­ον, σὲ συν­θῆ­κες «ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης», καὶ ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τὴν ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α του Χρι­στό, τὰ πα­ρα­κά­τω:

μὲ τί βιασύνη προχωρεῖ ὁ Ἰησοῦς
]]]ἐφέτος
πρὸς τὴν Ἀνάσταση…
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
]]]γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τοὺς ἀέναους
]]]παπάδες
τινάζει νευρικὰ πρὸς τὰ πίσω
]]]τὴ μαλλούρα του
τὸ γεγονὸς εἶν’ ὁλοφάνερο:
]]]βαρέθηκε

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ                                                                        Νέ­α Σμύρ­νη, 6 Ἀ­πρι­λί­ου 2020


Μεγάλη Δευτέρα 

unnamed

Μεγάλη Τρίτη

unnamed

Μεγάλη Τετάρτη

unnamed

Μεγάλη Πέμπτη 

unnamed

Μεγάλη Παρασκευή 

unnamed

* Τὸ κάθε βίντεο καὶ ὁ κάθε σύνδεσμος θὰ ἐνεργοποιηθοῦν τὴν ἀντίστοιχη ἡμέρα. Μὴν ξεχάσετε νὰ πατήσετε Ἐγγραφή στὸ κανάλι τοῦ Νέου Πλανοδίου στὸ YouTube προκειμένου νὰ ἐνημερώνεστε γιὰ ὁποιαδήποτε νέα ἀνάρτηση βίντεο, ὁμιλιῶν κ.ο.κ.

12028636_987135771324818_6533768910245227384_o