ΝΠ | Σκέψη

Οι απόψεις, η αλήθεια, η εξουσία

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Α.

Υπάρχουν δύο καθαρά αντίθετες τάσεις που διαμορφώνονται στο ελληνικό δημόσιο τοπίο τα τελευταία 20 έτη. Η πρώτη τάση, αφορά στην εκρηκτική αύξηση του αριθμού των απόψεων οι οποίες, με την βοήθεια των νέων ηλεκτρονικών μέσων, διατυπώνονται καθημερινά για θέματα και ζητήματα «επί παντός επιστητού». Στα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, αλλά και στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάθε στιγμή στην κυριολεξία, εμφανίζονται απόψεις για θέματα, πολιτικής, κοινωνίας, οικονομίας, πολιτισμού, ιστορίας κτλ. (έχει ενδιαφέρον ότι δεν εμφανίζεται αυτό το φαινόμενο για ζητήματα που αφορούν τις λεγόμενες θετικές επιστήμες). Χείμαρροι λέξεων κατακλύζουν όλους όσοι επιθυμούν να «σερφάρουν» στις αμέτρητες ιστοσελίδες της «αποκαλυπτικής ενημέρωσης» και της «αναζήτησης της αλήθειας». Η διατύπωση απόψεων από ένα πλήθος ατόμων υποστηρίχτηκε (διαφημίστηκε) έντονα ως εξάπλωση των δημοκρατικών διαδικασιών και αυξημένης συμμετοχής των πολιτών στη δημόσια ζωή. Στόχος η διεύρυνση της δημοκρατίας και οι απελευθερωτικές τάσεις που αυτή συνεπάγεται.

Η δεύτερη τάση κινείται στον αντίποδα της πρώτης: είμαστε μάρτυρες μιας απίστευτης σκλήρυνσης της κρατικής εξουσίας η οποία όλο περισσότερο και όλο πιο συχνά λαμβάνει μέτρα συρρίκνωσης των δικαιωμάτων του πολίτη. Τα δικαιώματα που πλήττονται δεν αφορούν τα ονομαζόμενα «δημόσια» αλλά συνεχώς επεκτείνονται στα λεγόμενα «ιδιωτικά» δικαιώματα, δηλαδή όσα αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή του πολίτη. Σιγά αλλά σταθερά καταργείται η ελευθερία και της ιδιωτικής ζωής.

Όμως την ελευθερία της ιδιωτικής ζωής επικαλέσθηκαν οι κρατούντες ως επιχείρημα για να ξεθεμελιώσουν τον δημόσιο χώρο. Η απώλεια του ιδιωτικού βίου είναι απλά το αποτέλεσμα της διάλυσης του δημοσίου βίου. Η συνεχής επίκληση «εκτάκτων αναγκών» και «καταστάσεων εξαίρεσης» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καθιέρωση ενός μονίμου παραδείγματος διακυβέρνησης. Ενώ αρχικά κατανοούνταν σαν κάτι το ασυνήθιστο, μια εξαίρεση, η οποία μπορούσε να ισχύσει μόνο για περιορισμένη χρονική περίοδο μέσω του ιστορικού μετασχηματισμού της κατέστη σήμερα φυσιολογική μορφή της διακυβέρνησης. Μέσω της συγκεκριμένης έννοιας μπορούν να δειχθούν οι συνέπειες αυτής της αλλαγής σε σχέση με το κράτος και τη «δημοκρατία» στην οποία ζούμε.

Κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων «δημοκρατιών» αλλά και του πλέγματος των διεθνών σχέσεων είναι η παράξενη σχέση μεταξύ της ύπαρξης και απουσίας νόμου, μεταξύ νόμου και ανομίας. Η κατάσταση εξαίρεσης εγκαθιδρύει μια κρυφή, αλλά θεμελιώδη σχέση μεταξύ της ύπαρξης και της απουσίας νόμου.

Είναι ολοφάνερο ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια (παγκόσμια) κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με πρόσχημα τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, την παγκόσμια οικονομική κρίση, την ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις,το Μνημόνιο ή οτιδήποτε άλλο σκαρφιστεί η εκάστοτε κυβέρνηση, που νομιμοποιεί ολοένα και περισσότερες αναστολές των νόμιμων δικαιωμάτων. Το άμεσο αποτέλεσμα όλων αυτών των διεργασιών, καταρχάς, στο συμβολικό επίπεδο και στη συνέχεια στο πραγματικό, είναι η απαξίωση του νομικού πλαισίου λειτουργίας της πολιτείας, η διαμόρφωση ελαστικής συνείδησης των πολιτών και τελικά η πλήρης απάθεια.

Το κράτος δικαίου δυνητικά αναστέλλεται. Όλο και περισσότερο «πολιτικοποιείται» η ζωή, η «γυμνή ζωή», η «ιερή ζωή», οδηγώντας σε καταστάσεις που λίγο απέχουν από τον ολοκληρωτισμό. Το πρώτο βήμα σε αυτήν τη κατεύθυνση γίνεται με την απόφαση να δοθεί η πρωτοκαθεδρία στο ιδιωτικό επί του δημοσίου, ως αποτέλεσμα διεκδίκησης της απόλαυσης της γυμνής ζωής. (περισσότερα…)

Μποναβεντούρα, Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Όντας το πιο προσωπικό έργο του συγγραφέα του, το «Οδοιπορικό» συνιστά συγχρόνως την κορωνίδα της φραγκισκανικής μυστικής γραμματείας και ένα από τα πιο ρηξικέλευθα κείμενα της σχολαστικής μεταφυσικής. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στην εισαγωγή η οποία παρέχεται στη δημοσίευση του A΄ Μέρους του έργου.

 ~.~

 ΜΠΟΝΑΒΕΝΤΟΥΡΑ ΝΤΑ ΜΠΑΝΙΟΡΕΤΖΙΟ

Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό

Κεφ. 3

Για την ενατένιση του Θεού μέσω της εικόνας του που χαράσσεται στις φυσικές μας δυνάμεις

1 .  Έτσι τα δύο σκαλοπάτια τα οποία περιγράφηκαν προηγουμένως, που μας οδηγούν μες στον Θεό μέσω των ιχνών του, δια των οποίων καταλάμπει σε όλη την πλάση, μας πήραν από το χέρι για να επανεισέλθουμε στον νου μας, εκεί όπου καταλάμπει η εικόνα του Θεού. Τώρα είμαστε ήδη στο τρίτο στάδιο, κατά το οποίο εισερχόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό, ωσάν να αφήνουμε πίσω μας την αυλή[1], και εισερχόμαστε στα άγια, το μπροστινό μέρος της Σκηνής· εδώ οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δούμε τον Θεό μέσα από έναν καθρέφτη. Εδώ, σαν το φως της λυχνίας, το φως της αλήθειας καταλάμπει στο πρόσωπο του νου μας[2], αντανακλώντας την εικόνα της μακαριότατης Τριάδας.

Είσδυσε, λοιπόν, μέσα σου, και δες πόσο φλογερά ακριβαγαπά ο νους σου τον εαυτό του. Δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει αν δεν τον γνώριζε, και δεν θα μπορούσε να τον γνωρίσει αν δεν τον θυμόταν, αφού δεν αδράχνουμε τίποτα με τη νόηση εάν δεν είναι παρόν στη μνήμη μας. Από αυτό μπορείς να αντιληφθείς, όχι με το μάτι της σάρκας, μα με το μάτι της λογικής, ότι η ψυχή σου έχει μια τριπλή δύναμη. Στοχάσου τις ενέργειες και τις έξεις αυτών των τριών δυνάμεων, και θα μπορέσεις να δείς τον Θεό μέσα σου ωσάν σε μια εικόνα, βλέποντάς τον, ούτως ειπείν, θολά, μέσα από έναν καθρέφτη[3].

2 .  Ενέργεια της μνήμης είναι η διατήρηση και η αναπαράσταση, όχι μόνο πραγμάτων παρόντων, σωματικών και έγχρονων, αλλά και των διαδοχικών, των απλών και των αιώνιων. Η μνήμη διατηρεί εκείνα που έχουν προηγηθεί μέσω της ανάμνησης, εκείνα που είναι παρόντα μέσω της αφομοίωσης, και εκείνα που πρόκειται να γίνουν, μέσω της πρόβλεψης. Διατηρεί, επίσης, απλά πράγματα, όπως τις αρχές συνεχών και διακριτών μεγεθών, για παράδειγμα το σημείο, τη στιγμή και τη μονάδα, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να ανακαλέσουμε ή να εξετάσουμε εκείνα τα πράγματα που προέρχονται από αυτά. Διατηρεί όμως και τις αρχές και τα αξιώματα των επιστημών: τούτα είναι αιώνια και τα διατηρεί αιωνίως, αφού όσο εξασκούμε τη λογική μας, δεν είναι δυνατόν να τα λησμονήσουμε εντελώς. Άπαξ και τα ακούσουμε, τα εγκρίνουμε και συγκατατιθέμεθα σε αυτά όχι λες και τα ακούμε για πρώτη φορά, αλλά σαν να αναγνωρίζουμε κάτι που μας είναι έμφυτο και οικείο. Αυτό καθίσταται σαφές, αν προβάλετε σε κάποιον μια δήλωση όπως «για καθετί [αληθεύει] είτε η κατάφαση είτε η άρνηση»» ή «κάθε σύνολο είναι μεγαλύτερο από το μέρος» ή οποιοδήποτε άλλο αξίωμα που δεν αντιφάσκει προς «την απόδειξη που λαμβάνει χώρα εσωτερικά»[4]. (περισσότερα…)

Μποναβεντούρα, Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το 1259, ο Μποναβεντούρα, έβδομος «γενικός διάκονος» των Μινοριτών αδελφών, επισκέφθηκε το όρος Βέρνα για να προσκυνήσει το μέρος όπου ο Φραγκίσκος της Ασίζης, 33 χρόνια πρωτύτερα, είχε βιώσει το σεραφεικό όραμα έπειτα από το οποίο δέχθηκε και έφερε τα στίγματα του εσταυρωμένου. Εμπνευσμένος από το όραμα (το εξαπτέρυγο Σεραφείμ δέσμιο στον σταυρό) και την ίδια την εμπειρία της εκστατικής θέασης στην οποία ανατάθηκε ο Φραγκίσκος, ο Μποναβεντούρα συνέλαβε την ιδέα να συγγράψει έναν οδηγό των έξι σταδίων απ’ τα οποία πρέπει να διέλθει ο ανθρώπινος νους για να φθάσει στην υπέρθετη θέαση του Θεού και, κατόπιν, στη μυστική, ειρηνική ένωση μαζί του. Στο έργο αυτό έδωσε τον τίτλο «Οδοιπορικό του νου μες στον Θεό» (Itinerarium mentis in Deum). Αποτελεί το πιο προσωπικό έργο του και συνάμα: την κορωνίδα της φραγκισκανικής μυστικής γραμματείας και ένα από τα πιο ρηξικέλευθα έργα σχολαστικής μεταφυσικής.

Ο Μποναβεντούρα ξεκινά από δύο βασικές παραδοχές της πλατωνικής παράδοσης: α) ότι η πρόσβαση στο θείο αποτελεί τη θεμιτή επιβράβευση μιας ανοδικής πορείας του «νου» την οποία κινητοποιεί η διαλεκτική και β) ότι στη Δημιουργία ο νους συναντά τα «ίχνη», το «αποτύπωμα» του Δημιουργού. Η πρώτη παραδοχή βαστάζει την ίδια τη βασική μεταφορά του έργου, με την απαραίτητη επισήμανση ότι ο Μποναβεντούρα δεν περιγράφει ποτέ το οδοιπορικό του ως μια πορεία «προς» (ad) τον Θεό, αλλά, πάντοτε, ως μια πορεία «μέσα» (in) στον Θεό. Τη δεύτερη καθοδηγητική πλατωνική ιδέα ο Μποναβεντούρα την προσαρμόζει στο αυγουστίνειο τρίπτυχο «έξω», «μέσα», «ύπερθεν», εντοπίζοντας, δηλαδή, τα ίχνη, την εικόνα και τις ομοιώσεις του Θεού και στις τρεις επικράτειες που οριοθετούν τον ανθρώπινο νου: τον εξωτερικό κόσμο, τον εσωτερικό κόσμο, και τον ίδιο τον Θεό.

Εντούτοις, και σε αυτό έγκειται η βασική πρωτοτυπία του «Οδοιπορικού», ο Μποναβεντούρα αναπτύσσει το τρίπτυχο αυτό σε τρία ζεύγη ενατενίσεων, ένα για κάθε επικράτεια, για αυτό και περιγράφει «έξι» στάδια της ανάβασης του νου μες στον Θεό. Τον διπλασιασμό σε κάθε τμήμα του τριπτύχου, τον σηματοδοτεί σταθερά με τις προθέσεις per (μέσω) και in (εντός, μέσα). Εκθέτοντας, λόγου χάρη, τον τρόπο θέασης του Θεού στον εξωτερικό κόσμο, ο Μποναβεντούρα εξηγεί ότι τούτη μπορεί να λάβει χώρα είτε «μέσω» των ιχνών του στον κόσμο, είτε «μέσα» σε αυτά. Ο πρώτος τρόπος είναι, για τον Μποναβεντούρα, κατώτερος. Οδηγεί σε μια έμμεση γνώση του Θεού. Είναι άλλο πράγμα να συνάγεις την ύπαρξη του Θεού «από» τα ίχνη των θείων ενεργειών στο σύμπαν, και είναι ολωσδιόλου υπέρτερο να είσαι σε θέση να δεις τον ίδιο τον Θεό «μέσα» στα δημιουργήματά του. Η ίδια λογική διέπει τη διαφοροποίηση των σταδίων ενατένισης όταν συζητιούνται ο εσωτερικός κόσμος (ο ίδιος ο νους) και το όνομα (η ουσία) του Θεού.

Έχοντας περάσει από αυτά τα στάδια, ο νους είναι πια έτοιμος για την τελική υπέρβασή του μες στον Θεό. Τούτη επιτυγχάνεται με τη σίγαση και την κατάργηση των ίδιων των νοητικών δυνάμεων και με την έξαρση του συναισθήματος: του μυστικού έρωτα προς τον Θεό.

Το ΝΠ δημοσιεύει το «Οδοιπορικό» σε δύο συναπτές αναρτήσεις: τη σημερινή της Μ. Πέμπτης και την αυριανή της Μ. Παρασκευής.

 ~.~

 ΜΠΟΝΑΒΕΝΤΟΥΡΑ ΝΤΑ ΜΠΑΝΙΟΡΕΤΖΙΟ

Οδοιπορικό του Νου μες στον Θεό  [1]

Πρόλογος

1 .  Στην αρχή[2], σε εκείνη την πρώτη αρχή από την οποία απορρέει κάθε φώτιση, τον Πατέρα των φώτων από τον οποίο προέρχεται κάθε χάρισμα αγαθό και κάθε τέλειο δώρημα[3], στον αιώνιο, λοιπόν, Πατέρα, απευθύνω δέηση μέσω του Υιού Του, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, με τη μεσιτεία της υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, μητέρας του ίδιου του Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, καθώς και του μακάριου Φραγκίσκου, πατέρα και οδηγού μας: να φωτίσει τα μάτια[4] του νου μας και να οδηγήσει τα βήματά μας στο μονοπάτι της ειρήνης[5] Του που υπερβαίνει κάθε κατανόηση[6]. Τούτην ακριβώς την ειρήνη ανήγγειλε και επιδαψίλευσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός[7]. Και αυτό το κήρυγμα επανέλαβε ο πατέρας μας Φραγκίσκος[8], ο οποίος ξεκινούσε και κατέληγε κάθε κήρυγμά του με ένα μήνυμα ειρήνης, και σε κάθε του χαιρετισμό απηύθυνε ευχή ειρήνης, και σε κάθε θέαση ακριβοποθούσε την εκστατική ειρήνη, ωσάν να ήταν πολίτης εκείνης της Ιερουσαλήμ για την οποία μιλά ο άνθρωπος εκείνος της ειρήνης που ήταν ειρηνικός και με όσους μισούν την ειρήνη[9]: ‘Να εύχεστε αυτά που φέρνουν την ειρήνη στην Ιερουσαλήμ[10]. Γνώριζε, βέβαια, ότι, τον θρόνο του Σολομώντα τον στέριωνε η ειρήνη, αφού έχει γραφτεί: Στην ειρήνη φτιάχτηκε η πατρίδα του, και η στέγη του είναι στη Σιών[11]. (περισσότερα…)

Botho Strauss, Ἡ διογκούμενη τραγωδία

*

Δραματουργός, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, ο Μπότο Στράους ανήκει στις διαπρεπέστερες φωνές που ανέδειξε η γερμανική λογοτεχνία μεταπολεμικά. Εφέτος συμπληρώνει τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ από το έντυπο ΝΠ (τχ. 3, 2015), το περίφημο (και εντελώς προφητικό, όπως ιδίως σήμερα διαπιστώνει κανείς) δοκίμιό του για την μισαλλοδοξία και τις ενδιάθετες ολοκληρωτικές τάσεις του Δυτικού φιλελευθερισμού. Το δοκίμιο πρωτοείδε το φως στο περιοδικό DER SPIEGEL, το 1993, πυροδοτώντας μια έριδα που ώς σήμερα δεν εννοεί εντελώς να κοπάσει.

~.~

Μετάφραση
ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΑΤΖΑΚΗΣ

Κάποιος ποὺ αἰσθάνεται δέος ἐμπρὸς στὴν ἐλεύθερη κοινωνία, ἐνώπιον τοῦ μεγέθους καὶ τῆς ὁλότητάς της, ὄχι ἐπειδὴ κρυφὰ τὴν βδελύσσεται ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐπειδὴ τρέφει μέγιστο θαυμασμὸ γιὰ τὶς τρομερὰ περίπλοκες διεργασίες καὶ διευθετήσεις της, γιὰ τὴν μεγαλειώδη καὶ εὐαίσθητη ὀργάνωση τοῦ κοινοῦ της βίου, ὁργάνωση ποὺ οὔτε ὁ πιὸ πολύπλευρος καλλιτέχνης, οὔτε ὁ πλέον χαρισματικὸς κυβερνήτης δὲν θα μπορούσε νὰ ἐπινοήσει ἢ νὰ διευθύνει. Κάποιος ποὺ παρακολουθεῖ σχεδὸν ἐμβρόντητος, γεμάτος σέβας, πῶς οἱ ἄνθρωποι, παρ’ όλη τὴν κακότητά τους στὸ βάθος, ἀντιπαρέρχονται ἐντέλει τόσο ἀνάλαφρα ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κι αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸ ὅτι μποροῦν νὰ συμβιοῦν μεταξύ τους. Ἐκεῖνος ποὺ παρατηρεῖ παντοῦ στὶς ὑποθέσεις καὶ στὶς κινήσεις τοὺς τὴν ἰσορροπία, τὴν χορευτικὴ ἑτοιμότητα, τὴν παιγνιώδη διάθεση, τὴν πανούργα ὑποκριτική, τὴν καλλιτεχνικὴ μανιέρα – γιατὶ βέβαια αὐτὴ ἡ συμβίωση πρέπει νὰ φαντάζει στὰ μάτια καθενός ἀποστασιοποιημένου παρατηρητῆ, ἐὰν δὲν ἔχει προσβληθεῖ ἀπὸ πολιτικὴ ἀσθένεια, πολὺ περισσότερο σὰν ἀσύλληπτο τέχνασμα παρὰ σὰν καζάνι ποὺ κοχλάζει, σὰν «κόλαση τῶν ἄλλων»…

Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως τοῦ φαίνεται τώρα σὰν νὰ ἀκούει τὶς συναρμογὲς στὰ θεμέλια νὰ τριζοβολοῦν, σὰν νὰ βλέπει ἀκόμη ἐμπρός του τοὺς ἔσχατους ποὺ κατόρθωσαν νὰ ξεφύγουν καὶ νὰ καταφύγουν κάτω ἀπὸ μιὰ στέγη, σὰν νὰ διαισθάνεται τὸ ἀδιόρατο σφάλισμα, τὸ σιγαλὸ κλείδωμα μιᾶς θύρας. Ἔπειτα, τὸ μόνο ποὺ ἀντιλαμβάνεται πιά, εἶναι τὸ ἠχηρὸ σπάσιμο τῶν σχοινιῶν, ὁ βίαιος χωρισμὸς τῶν χεριῶν ποὺ ἦταν μεταξύ τους πιασμένα, τὸ σπάσιμο τῶν νεύρων, ἡ διάρρηξη τῶν συμβολαίων, τῶν δικτύων καὶ τῶν ὀνείρων.

Πόσες μεταμορφώσεις ἐπιδέχεται πλέον τὸ Οἰκεῖο, ὁ κόσμος ποὺ διαπλάσαμε ἐμεῖς; Κατὰ τὰ φαινόμενα, καμία. Ἔχουμε εἰσέλθει στὴν στατικὴ σταθερότητα ἐνὸς αὐτορρυθμιζόμενου συστήματος. Εἴτε ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ δημοκρατία εἴτε μὲ μιὰ μορφὴ δημοκρατισμοῦ: ἂν πρόκειται γιὰ μοντέλο τῆς κυβερνητικῆς, γιὰ ἐπιστημονικὸ λόγο, γιὰ πολιτικοτεχνικὸ ὀργανισμὸ αὐτοεπιτήρησης, τοῦτο τὸ ἐρώτημα μένει νὰ ἀπαντηθεῖ στὸ μέλλον. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι αὐτὸ τὸ μόρφωμα ἔχει ἀνάγκη ἀδιαλείπτως, καθὼς φυσικὸς ὀργανισμός, τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ πίεση τοῦ κινδύνου, τοῦ ρίσκου, ἀκόμη καὶ τὴν παροδικὴ σοβαρὴ ἐξασθένιση, γιὰ νὰ συγκεντρώσει ἐκ νέου τὶς δυνάμεις του ποὺ τείνουν νὰ διασπαροῦν σὲ χίλιες δυὸ δευτερεύουσες κατευθύνσεις. Τὸ σύστημα αὐτὸ τῶν ἐργαλειακῶν ἐλευθεριῶν παραμένει μέχρι τοῦδε ἐκτὸς συναγωνισμοῦ, οὔτε ὁ ὁλοκληρωτισμὸς οὔτε ἡ θεοκρατία κατόρθωσαν ποτὲ νὰ μᾶς προσφέρουν κάτι ἀνώτερο πρὸς ὄφελος τῆς εὐημερίας τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων. (περισσότερα…)

Μετά τον άνθρωπο

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  3

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που μας κληροδότησε ο φοβερός 20ός αιώνας είναι η αντιανθρωπιστική παράδοση. Κατά τη διάρκεια του αιώνα που μας πέρασε, ο ουμανισμός περιφρονήθηκε και καταπολεμήθηκε, και η κληρονομιά της Αναγέννησης δέχτηκε συντριπτικό πλήγμα. Σήμερα ο ανθρωποκεντρισμός, ο πυρήνας της αναγεννησιακής και γενικά της νεωτερικής κοσμοθεώρησης, θεωρείται ως η αιτία κάθε κακού. Και δέχεται μάλιστα ταυτόχρονη επίθεση από δύο κατευθύνσεις. Αφενός, πλήττεται με σφοδρότητα η ανθρωποκεντρική αντίληψη που διαχωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο. Οι κάθε είδους αντισπισιστές εφορμούν με όλες τις δυνάμεις τους ενάντια στην πεποίθηση πως ο άνθρωπος είναι ένα ανώτερο είδος του ζωικού βασιλείου. Ο ανθρωποκεντρισμός δεν είναι, κατ’ αυτούς, παρά μια απλή ψευδαίσθηση ή μάλλον κυνική ιδεολογία, προκειμένου να κρατούμε σκλαβωμένα τα ζώα και να τα εκμεταλλευόμαστε στυγνά. Τα ζώα, σύμφωνα με αυτή την αντισπισιστική ιδέα, είναι απολύτως όμοια, όχι μόνο από βιολογική αλλά και από διανοητική, ηθική, ακόμη και πολιτική άποψη, με τον άνθρωπο.

Από την άλλη πλευρά, εξίσου μανιασμένη επίθεση δέχεται κι η ανθρωποκεντρική αντίληψη που διακρίνει μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. Οι διάφοροι φουτουριστές και μετανθρωπιστές χτυπούν με βία την ιδέα πως άνθρωπος και μηχανή διαφέρουν ριζικά. Κατά τη γνώμη τους, η μηχανή, ο υπολογιστής, το ρομπότ, η τεχνητή νοημοσύνη μπορούν ν’ αντικαταστήσουν τον άνθρωπο σε όλες του τις λειτουργίες. Δεν υπάρχει γνώση, σκέψη, συναίσθημα, πάθος ανθρώπινο που να μην μπορεί να προσομοιωθεί απόλυτα από τη μηχανή. Νά τι γράφει, για παράδειγμα, η Ντόννα Χάραγουεϋ, διάσημη υπέρμαχος του μετανθρωπισμού:

Οι μηχανές στον ύστερο 20ό αιώνα έκαναν ολότελα αμφίβολη τη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, στο νου και το σώμα, στην αυτοανάπτυξη και τον έξωθεν σχεδιασμό, καθώς και ανάμεσα σε πάμπολλες άλλες διακρίσεις που ίσχυαν άλλοτε για τους οργανισμούς και τις μηχανές. Οι μηχανές μας έχουν ενοχλητική ζωντάνια, και εμείς τρομακτική αδράνεια.[1] (περισσότερα…)

Όταν ενηλικιώθηκε ο μικρός γραφιάς του Jaquet-Droz

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  2

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Από τη Νέα Κριτική και τις θεωρίες της πρόσληψης μέχρι την ψυχαναλυτική και μαρξιστική κριτική και από εκεί στις μετά- και απο-δομιστικές προσεγγίσεις, είναι βέβαιο ότι ο 20ός αιώνας δεν παρουσίασε καμμία δυστοκία όσον αφορά στην παραγωγή θεωρητικού λόγου γύρω από το φαινόμενο της λογοτεχνίας. Κάτι που ισχύει είτε η λογοτεχνία εννοηθεί υπό την πιο στενή της, «κοινωνιολογική» έννοια, ως η μορφή εκείνη του έντεχνου λόγου που συνδέθηκε στενά με την άνοδο της αστικής τάξης και που αποτυπώνεται γραπτά στο τεχνούργημα του μηχανικά αναπαραγώγιμου και εμπορεύσιμου βιβλίου, είτε υπό την ευρύτερη έννοια, την πιο συγγενή με την ετυμολογία της λέξης, ως κάθε μορφή έντεχνου λόγου, προφορικού ή γραπτού, σε κάθε πιθανή κοινωνία. Η τελευταία επιλογή βέβαια θέτει κάποια σοβαρά μεθοδολογικά και ορολογικά ζητήματα εφόσον, ανθρωπολογικά μιλώντας, ο έντεχνος λόγος σε πλείστες κοινωνίες δεν συνιστούσε μια ξεχωριστή και ιδιάζουσα τάξη του λόγου που άξιζε να σηματοδοτοθεί με έναν ειδικό όρο παρά ήταν στενά συνδεδεμένος με άλλες πλευρές του κοινωνικού και ειδικά με τον χώρο του ιερού. Εν πάση περιπτώσει, η λογοτεχνική θεωρία και κριτική είχε να επιδείξει μια ζωτικότητα σπάνια, ειδικά για τα μεταπολεμικά δεδομένα των ανθρωπιστικών σπουδών. Μια σύγκριση με την παραγωγή κριτικού λόγου για το επιστημονικό σκέπτεσθαι και πράττειν είναι ενδεικτική. Η «κριτική επιστημολογία» (συμπεριλαμβανομένης της φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης) γνώρισε μια σύντομη άνθιση κατά τις δεκαετίες του 60 και του 70 για να εισέλθει σε μια μόνιμη φάση καθίζησης έκτοτε· παρά τις κάποιες σποραδικές εκλάμψεις εντός των ακαδημαϊκών τειχών (βλ., π.χ., το λεγόμενο «ισχυρό πρόγραμμα» της σχολής του Εδιμβούργου), η μέση κοινωνική αντίληψη για τον ρόλο και τη λειτουργία της τεχνοεπιστήμης έχει παλινδρομήσει σε ένα εντελώς πρωτόγονο και νηπιακό επίπεδο, αντιμετωπίζοντας τους κάθε είδους ειδικούς ως οιονεί ιερατικές φιγούρες, αμόλυντες από κοινωνικές επιδράσεις και σε μόνιμη αναζήτηση μιας κάποιας υπερβατικής, ανιστορικής αλήθειας. Αντίθετα, η λογοτεχνική κριτική, αφού πρώτα ανακοίνωσε τον «θάνατο του συγγραφέα», θα έφτανε στο σημείο, με αφορμή την διάδοση των ψηφιακών τεχνολογιών, σχεδόν να ανακοινώσει και τον «θάνατο του βιβλίου» όπως το ξέραμε. Όχι μόνο, λοιπόν, δεν υπέφερε η λογοτεχνία από κάποια πενία θεωρητικού στοχασμού περί της ουσίας και των λειτουργιών της, αλλά μοιάζει σαν η διερώτηση περί της λογοτεχνίας να έχει δώσει περισσότερους καρπούς (από άποψη ποιότητας και ποικιλομορφίας) στον 20ό αιώνα από αυτούς που είχε να προσφέρει η ίδια η λογοτεχνία ως πρωτογενές έργο. Εκτός από την κουκουβάγια, ίσως και το αηδόνι, το πουλί της λογοτεχνίας, να πετάει το σούρουπο. (περισσότερα…)

Η πέννα και το στυλό: Τέχνη και νευρωνικά δίκτυα

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  # 1

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ

Ο τίτλος του επί της οθόνης κειμένου περιέχει εν σπέρματι τα όσα θα πραγματευτώ στη συνέχεια. Πρώτα-πρώτα, ας σκεφτούμε μια πέννα. Ας φανταστούμε ότι ο ποιητής έσφαξε μια χήνα στον κήπο του κι απ’ όλα τα λευκά της πούπουλα ξεχώρισε το πιο γερό και όμορφο. Το έκοψε κατάλληλα στην άκρη μ’ έναν πολυχρησιμοποιημένο σουγιά και, για κάθε αράδα που γράφει, βουτά τη νέα του πέννα μες στο μελανοδοχείο. Έπειτα, ας σκεφτούμε ένα απλό στυλό του καιρού μας. Είναι μια τεχνητή κάλαμος συντεθειμένη από πολυμερή. Το μελάνι εσωκλείεται μέσα της χάρη σ’ ένα έξυπνο σύστημα έκχυσης το οποίο επιτρέπει τη ροή μόνο εφόσον ασκείται πίεση πάνω στην επιφάνεια του χαρτιού. Στρώματα ολόκληρα χημικών και μηχανικών γνώσεων σωρεύτηκαν για δεκαετίες, ακόμα κι αιώνες, μέχρι που τελικά κρυσταλλώθηκαν στο απλό στυλό. Το βαστά στο χέρι του ένας συγκαιρινός μας ποιητής, μόλο που δεν γνωρίζει ούτε πώς κατεργάζονται τα πολυμερή υλικά, ούτε πώς λειτουργεί το σύστημα έκχυσης μελάνης με σφαιρίδιο, ούτε πώς οι οικονομίες κλίμακας παράγουν τέτοιες παρτίδες προϊόντων. Εκεί που ο παλαιός ποιητής είχε μια αδιαμεσολάβητη σχέση με το γραφικό του όργανο (ήδη θα φανταστήκαμε της χήνας το αίμα στα χέρια του), ο  σημερινός ποιητής βαστά ένα κατασκεύασμα προέλευσης δαιδαλώδους. Κι είναι ώρα τώρα να αναρωτηθούμε: τι γίνεται όταν όχι μόνο το όργανο στο χέρι του καλλιτέχνη αλλά και το ίδιο το έργο τέχνης ξεβράζεται πια μέσ’ από τέτοιους απροσπέλαστους πλοκάμους;

~.~

Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Γκέοργκ Ζίμμελ (1858-1918) είναι σήμερα περισσότερο γνωστός για το έργο του σχετικά με τη μητροπολιτική ζωή και το ανθρώπινο υποκείμενο. Σε διάφορους γνωστικούς κλάδους, από τη φιλολογία ώς τη γεωγραφία, η «Μητροπολιτική Αίσθηση» διαβάζεται ξανά και ξανά. Ωστόσο, συχνά εκφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι το έργο του Ζίμμελ εκκινεί από μια θεμελιώδη φιλοσοφία του πολιτισμού. Κι αυτή παρουσιάζεται εκτενώς στη Φιλοσοφία του Χρήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στη χώρα μας, τούτο το βασικό έργο του Ζίμμελ (ένα μέρος του!) κυκλοφόρησε μόλις το 2021, από τις εκδόσεις Πλέθρον, παρόλο που άλλα έργα του σημαντικού στοχαστή έχουν κάνει κάμποσες επανεκδόσεις. Πιστεύω ότι, όσο κι αν μας χωρίζει πάνω από ένας αιώνας από το 1900, οπότε και η πρώτη έκδοση της Φιλοσοφίας του Χρήματος, αυτό το πόνημα μέχρι και σήμερα μας επιτρέπει να συλλάβουμε την τεχνητή νοημοσύνη αλλά και τη σχέση της με την τέχνη. Και, μάλιστα, όχι σαν μια τομή στην ιστορία του πλανήτη αλλά σαν ένα βήμα, έστω και μεγάλο, μέσα σε μια μεγάλη πορεία – πορεία δίχως καθορισμένο προορισμό. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Ο «συντηρητισμός» ως σύγχρονο πολιτικό σύνθημα

*

Η εκτίμησή μας ότι ο συντηρητισμός είναι ένα σαφώς διακριτό, αναγνωρίσιμο και από μακρού περατωμένο κοινωνικoπνευματικό φαινόμενο της περιόδου κατά την οποία συντελέστηκε η μετάβαση από την societas civilis στον δυαδισμό κράτους και κοινωνίας, μπορεί να πιστοποιηθεί από το γεγονός ότι όσοι σήμερα καλούνται ή αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», ελάχιστα κοινά έχουν με τους αρχικούς φορείς του ονόματος, αφού προσδίδουν στους παλαιούς συντηρητικούς κοινούς τόπους, όσο αυτοί παραμένουν ακόμη σε χρήση, νέο ουσιαστικά περιεχόμενο.

Κανείς σχεδόν σημερινός «συντηρητικός» δεν επιζητεί να ανατρέψει τον θεμελιώδη χωρισμό κράτους και κοινωνίας (ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει), κανείς σχεδόν δεν αμφισβητεί την ισονομία ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα» (κάθε άλλο μάλιστα), και κανείς σχεδόν δεν διανοείται να καταργήσει τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου ή νομιμότητας και ηθικής, τα οποία πρωτοχαράχτηκαν στον αγώνα κατά της societas civilis· ακόμη και οι σχέσεις ατόμου και ομάδας ή ζητήματα όπως η ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας, λ.χ., κατανοούνται συνήθως από τους σημερινούς «συντηρητικούς» με τρόπο ολότελα διαφορετικό από εκείνον των υποτιθέμενων προδρόμων τους. Αν όμως τα πράγματα έχουν έτσι, τότε το πραγματικό μέλημα της επιστημονικής έρευνας δεν είναι να εξηγήσει την επιβίωση και διάρκεια του συντηρητισμού ως κοινωνικού φαινομένου, αλλά αντίθετα να καταστήσει κατανοητό γιατί ο συντηρητισμός ως έννοια παραμένει ακόμη σε χρήση, ποιες δηλαδή πολεμικές και ιδεολογικές ανάγκες ωθούν στην καταφυγή σ’ αυτόν.

Ας σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η χρήση της έννοιας του συντηρητισμού από σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ρευμάτα που ελάχιστη σχέση έχουν με τον συντηρητισμό ως ιστορικό φαινόμενο και μάλιστα βρίσκονται στους αντίποδές του, συσκοτίζει ακόμη περισσότερο τη φύση του τελευταίου. Έτσι, πάνω στο ιστορικό φαινόμενο του συντηρητισμού προβάλλονται θέσεις και επιθυμίες (κατά πολύ) μεταγενέστερες, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν έχουν σχέση μ’ αυτόν τον ίδιο αλλά με την (επίσης κατά πολύ μεταγενέστερη) χρήση της έννοιάς του. Το ότι σημερινοί «συντηρητικοί», που κατά κύριο λόγο αγωνίζονται ενάντια στον επαναστατικό «ολοκληρωτισμό», παρουσιάζουν τους αντεπαναστάτες της εποχής γύρω στο 1800 ως εκφραστές της δικής τους αντίληψης περί ελευθερίας, ενίοτε μάλιστα και ως υπερόπτες και επιφυλακτικούς θιασώτες του όψιμου φιλελευθερισμού, παρεμβάλλει χωρίς αμφιβολία σημαντικά προσκόμματα στην κατανόηση του συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα του συντηρητικού φαινομένου. (περισσότερα…)

Μπουονακόρσο ντα Μοντεμάνιο, Περί ευγενείας

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο Μπουονακόρσο ντα Μοντεμάνιο συνέθεσε την Αντιπαράθεση για την ευγένεια (Controversia de nobilitate) στη Φλωρεντία περί το 1428, λίγο πριν τον θάνατό του. Η Αντιπαράθεση υπήρξε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του 15ου αιώνα. Πάνω από εκατό χειρόγραφα της πραγματείας σώζονται σήμερα σε βιβλιοθήκες της Ιταλίας. Μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες εμφανίστηκαν πολύ γρήγορα, ενώ στην αυγή του 16ου αιώνα είχε ήδη τυπωθεί στα Λατινικά, τα Γαλλικά, τα Ιταλικά, τα Γερμανικά και τα Αγγλικά. Πέρα από εκδοτικό φαινόμενο, η πραγματεία στάθηκε αφορμή να βλαστήσει μια ολόκληρη γραμματειακή παράδοση έργων περί ευγενείας. Μετά την εμφάνισή της στους φλωρεντινούς κύκλους, σχετικά κείμενα συνέθεσαν ο Μπρατσιολίνι, ο Μαρσουπίνι, ο Λεονάρδος ο Χίος, ο Αντώνιος Φεράρις και πολλοί άλλοι, ενώ η σπουδαιότητα αλλά και η καθαρότητα των ζητημάτων που ήγειρε επηρέασε τον κοσμικό-ανθρωπιστικό μα και τον αυλικό ηθικό λόγο ανά την Ευρώπη.

Το έργο αποτελεί μια declamatio : μια ρητορική «μελέτη». Μεταφερόμαστε στην κλασική Ρώμη. Η ευγενής Λουκρητία (θρυλικό ρωμαϊκό όνομα) βρίσκεται σε ηλικία γάμου. Το χέρι της διεκδικούν δύο όμορφοι μα ολότελα διαφορετικοί νέοι: ο Πόπλιος Κορνήλιος, από το ένδοξο γένος των Κορνηλίων, και ο Γάιος Φλαμίνιος, άνδρας ενάρετος μα ταπεινότερης καταγωγής. Η Λουκρητία ανακοινώνει ότι θα παντρευτεί εκείνον που υπερτερεί σε «ευγένεια» (nobilitas). Επειδή το ζήτημα είναι «καινούργιο» και έχει εξάψει τόσο το ενδιαφέρον του ρωμαϊκού λαού, η διαμάχη μεταφέρεται στη Σύγκλητο, με τους ανταγωνιστές να ανεβαίνουν στο βήμα για να αποδείξουν ότι είναι ευγενέστεροι του αντιπάλου τους. Ο Κορνήλιος θεμελιώνει την ευγένεια στον πλούτο και την καταγωγή, ενώ στον αντίλογό του –που μεταφράζεται εδώ– ο Φλαμίνιος, ο (αδήλωτος) νικητής της διαμάχης, τη στηρίζει στην αρετή και το πνεύμα.

~.~ 

ΜΠΟΥΟΝΑΚΟΡΣΟ ΝΤΑ ΜΟΝΤΕΜΑΝΙΟ

Περί ευγενείας
(O λόγος του Γάιου Φλαμίνιου) [1]

Είναι μεγάλη μου τιμή, έγγραφοι πατέρες[2], να προσέρχομαι ενώπιόν σας, και να απευθύνομαι σε ανθρώπους με πνεύμα τόσο ευγενές όταν το αντικείμενο της ομιλίας μου είναι η ευγένεια· διότι πουθενά αλλού δεν βρίσκει κανείς συγκεντρωμένη και εδραιωμένη τόση ευγένεια. Είναι για μένα πολύ ευχάριστο, αληθινή ευλογία, να μιλώ σε κοινό τόσο αμερόληπτο, γνωστικό και ενάρετο, από το οποίο είναι αδύνατον να εκφερθεί μια κρίση άδικη, σκοτεινή ή αναπάντεχη. Μα στη σημερινή αντιδικία, έγγραφοι πατέρες, ένα καινούργιο ζήτημα τίθεται στην κρίση σας, και πρέπει να βαδίσετε με τεταμένη την προσοχή, αφού δεν θα αποφανθείτε για ζήτημα ιδιωτικό, αλλά για κάτι το οποίο, κατά τη γενική προσδοκία, το βούλευμά σας θα αποτελέσει καθολικό και αιώνιο νόμο για όλα τα έθνη. Παρόλο που δεν το συνηθίζει, σήμερα σύσσωμος ο ρωμαϊκός λαός αναμένει εναγωνίως την κρίση σας. Η προσοχή όλων των Ρωμαίων πολιτών αλλά και όλων των ξένων είναι στραμμένη πάνω σας. Τους ενδιαφέρει αφενός να μάθουν ποιον πρέπει να παντρευτεί η Λουκρητία, αφετέρου δε, και κυρίως, ποιος πρέπει να θεωρείται ευγενής. Σας ικετεύω, λοιπόν, περιφανείς συγκλητικοί, να λάβετε σοβαρά υπόψη τη σπουδαιότητα της υπόθεσης. Παρόλο που όλες οι υποθέσεις πρέπει να αποφασίζονται με γνώμονα τη δικαιοσύνη, τούτο απαιτείται ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις που αφορούν τα πιο σημαντικά και κρίσιμα ζητήματα. (περισσότερα…)

Παθολογία του εμφυλίου πολέμου

*

Εις τοιαύτας υπερβολάς ωμότητος έφθασεν ο εμφύλιος σπαραγμός, ο οποίος εθεωρήθη ακόμη ωμότερος της πραγματικότητος, λόγω του ότι υπήρξεν ο πρώτος. Διότι βραδύτερον τουλάχιστον, όλος σχεδόν ο Ελληνικός κόσμος συνεταράχθη, καθόσον ο ανταγωνισμός των αρχηγών των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών, εις τας διαφόρους πόλεις, αποτέλεσμα είχεν οι μεν πρώτοι να επικαλούνται την βοήθειαν των Αθηναίων, οι δε δεύτεροι των Λακεδαιμονίων.

Και εν καιρώ μεν ειρήνης ούτε πρόφασιν είχαν, ούτε διάθεσιν να επικαλούνται την επέμβασίν των. Τώρα όμως που αι δύο αυταί πόλεις ευρίσκοντο εις πόλεμον, και οι δημοκρατικοί και oι ολιγαρχικοί των άλλων πόλεων επεδίωκαν βιαίας πολιτικάς μεταβολάς, εύρισκαν ευκόλως την ευκαιρίαν να εξασφαλίζουν συγχρόνως την βοήθειαν των συμμάχων, διά να κατατροπώσουν τους αντιπάλους των, και με το ίδιον μέσον να ενισχυθούν οι ίδιοι.

Ένεκα τωόντι εμφυλίων σπαραγμών, ενέσκηψαν εις τας πόλεις πολλαί και μεγάλαι συμφοραί, αι οποίαι παρουσιάζονται και θα εξακολουθήσουν να παρουσιάζωνται πάντοτε, εφόσον η ανθρωπίνη φύσις μένει η ιδία, φέρουν όμως βαρύτερον ή ελαφρότερον χαρακτήρα και διαφέρουν κατά την μορφήν, αναλόγως της μεταβολής των παρουσιαζομένων εκάστοτε περιστάσεων. Διότι εν καιρώ μεν ειρήνης και ευημερίας και αι πόλεις και οι ιδιώται διαπνέονται από ευγενέστερα αισθήματα, καθόσον δεν περιπίπτουν υπό την πίεσιν αναποτρέπτων αναγκών. Αλλ᾽ ο πόλεμος, αφαιρών ολίγον κατ᾽ ολίγον από τους ανθρώπους την καθημερινήν ευμάρειαν, γίνεται διδάσκαλος βίαιος, και τείνει ν᾽ αφομοίωση τας διαθέσεις των πολλών προς την παρούσαν αυτών κατάστασιν.

Αι πόλεις λοιπόν ήρχισαν μαστιζόμεναι από στάσεις, και όσαι τυχόν περιέπιπταν εις αυτάς βραδύτερον, επειδή εμάνθαναν τα αλλαχού γινόμενα, εφιλοτιμούντο να υπερβάλουν εις εξεύρεσιν νέων επινοήσεων, διά της πολυμηχάνου υπουλότητος των επιθέσεών των και του πρωτοφανούς των εκδικήσεών των. (περισσότερα…)