Month: Νοέμβριος 2016

Ο βαθύς ανθρωπισμός του Διονύση Καψάλη

%ce%b4-%ce%ba

~ . ~

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

Διονύσης Καψάλης, Η ταραχή των ανθρωπίνων,
δοκίμια, Άγρα, 2016

ΠΟΛΩΝΙΟΣ: Τι διαβάζετε εκεί, κύριέ μου;
ΑΜΛΕΤ: Λέξεις, λέξεις, λέξεις.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ: Ποιο είναι το ζήτημα;
ΑΜΛΕΤ: Μεταξύ ποίων;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ: Θέλω να πω, το ζήτημα για το οποίο διαβάζετε.

Το ερώτημα που τίθεται εδώ, στην περίφημη στιχομυθία από τον Άμλετ του Σαίξπηρ, πιο επιτακτικά σήμερα, θα λέγαμε, παρά στα χρόνια του ελισαβετιανού δραματουργού, είναι και το ερώτημα στο οποίο ουσιαστικά απαντά η πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση δοκιμίων του Διονύση Καψάλη με τον τίτλο Η ταραχή των ανθρωπίνων. Ποιο είναι το ζήτημα της γραφής και της ανάγνωσης, σε ένα τοπίο απογυμνωμένο από νόημα, έτσι όπως το προοικονομεί ο Σαίξπηρ, πολύ πριν το τέλος του νοήματος, όπως θα το δούμε πανηγυρικά να διακηρύσσεται από πλήθος νεωτερικές σχολές στον προηγούμενο αιώνα; Τι είναι αυτό που ο αδαής Πολώνιος αναρωτιέται και ο διανοούμενος Άμλετ –ο πιο σκεπτόμενος ήρωας του Σαίξπηρ– δεν αντιλαμβάνεται; Ποιος ο λόγος να γράφουμε και να διαβάζουμε ποίηση; Τι εξυπηρετεί ακόμα η μελέτη και η κριτική αποτίμηση της λογοτεχνίας; Σε ποιο σημείο πρέπει να εστιάσουμε για να μην αισθανόμαστε κι εμείς πως ασκόπως καταπιανόμαστε με ανούσιες «λέξεις, λέξεις, λέξεις», ανήμποροι από το ύψος της διανοίας μας όπως ο Άμλετ;

Ο τίτλος του βιβλίου συνοψίζει επιγραμματικά τη βασική τοποθέτηση του συγγραφέα: «Γιατί το θέμα μας είναι πρωτίστως αυτό: η ταραχή των ανθρωπίνων, τὸ μηδέποτε μηδὲν ἡσυχίαν ἄγειν τῶν ἀνθρωπίνων, όπως γράφει ο Πλάτων του Πολιτικού» σημειώνει ο Καψάλης. Στον πυρήνα αυτών των δοκιμίων είναι ο άνθρωπος και τα ζητήματα που ταλανίζουν την ανθρώπινη συνθήκη. Κάθε απόπειρα να προσεγγίσει κανείς τη λογοτεχνία οφείλει να εφάπτεται σε κάποια καθολικά ερωτήματα και να συνομιλεί βαθύτερα με την ανθρώπινη περιπέτεια, αν δεν θέλει να καταλήξει να αναμασά άγονες θεωρίες και αποστειρωμένα σχήματα. «Γκρίζα, ακριβέ φίλε, είναι κάθε θεωρία / και πράσινο το χρυσό δέντρο της ζωής», όπως μαρτυρεί άλλωστε ο Γκαίτε στον Φάουστ.

Ο ανθρωποκεντρικός δοκιμιακός λόγος του Καψάλη συμπορεύεται με ένα πολυσχιδές έργο σχεδόν σαράντα ετών, προσανατολισμένο στις αξίες των κατασυκοφαντημένων ανθρωπιστικών σπουδών και αναβιώνοντας ένα πρότυπο λογίου άλλων εποχών που τείνει να εκλείψει στις μέρες μας. Δεινός μεταφραστής, ποιητής και δοκιμιογράφος, χωρίς κάποια ιδιότητα να υπολείπεται άλλης, και με μία πολύ ισχυρή άποψη για τα «Γράμματα», Litterae, με την παραδοσιακή καθολική έννοια του όρου. Στα συγκεκριμένα δοκίμια, όμως, διαγράφεται πιο ανάγλυφος από ποτέ ο βαθύς ανθρωπισμός που διατρέχει από άκρη σε άκρη το έργο του.

%cf%84-%ce%b1Δεκατέσσερα λαμπρά δοκίμια για την ποίηση –και μερικά από τα στοχαστικότερα που μας έχει δώσει μέχρι σήμερα ο Καψάλης– συστεγάζονται στην έκδοση αυτή, τα μισά δημοσιευμένα και τα άλλα μισά αδημοσίευτα. Παρότι τα περισσότερα έχουν γραφτεί για να εκφωνηθούν σε ποικίλες περιστάσεις, κυρίως παρουσιάσεις βιβλίων και ομιλίες, και με μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους –το παλαιότερο του 1994 και το πιο πρόσφατο του 2015– στέκουν με άνεση και αυτόνομα και συνολικά διαθέτουν εξαιρετική συνοχή και ομοιογένεια, εξυπηρετώντας στο ακέραιο το ζητούμενο του τίτλου. Εμφανής, ωστόσο, η απουσία ευρετηρίου στην έκδοση, κάτι που θα χρησίμευε ιδιαίτερα, καθώς δεν λείπουν και κάποιες αναπόφευκτες επικαλύψεις.

Ο Καψάλης ξεκινά αναζητώντας τα ίχνη της παιδικής ηλικίας του πρώτου προσώπου στη λυρική ποίηση, σε μία συναρπαστική διαδρομή από την επιτύμβια στήλη της Αμφαρέτης μέχρι και τα υποτιθέμενα «παιδικά» ποιηματάκια του Τέλλου Άγρα. Αποδίδει τιμές σε «ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της αγγλικής γλώσσας», το περίφημο «Aubade» του Φίλιπ Λάρκιν, ενώ αναλογίζεται τη θέση του Λορέντζου Μαβίλη στη νεοελληνική γραμματεία σήμερα. Ανασκευάζει τις στρεβλώσεις της φιλολογίας για τον μεγάλο «ελάσσονα» ποιητή Άγρα και σκιαγραφεί τον σημαίνοντα ρόλο του Μαρωνίτη στην πρόσληψη του Ελύτη. Εντοπίζει το «ουσιώδες» στον Καβάφη στην κατανόηση που δείχνει για τα ανθρώπινα και φωτίζει τον αγώνα του να τιθασεύσει τις λέξεις. Χαρτογραφεί κάποιους από τους σκοτεινούς βυθούς της Ντίκινσον και επισημαίνει τη σχέση της εικονογραφίας του Μπλαίηκ με την ποίησή του. Σχολιάζει την ανθρωπολογική διάσταση στη θεώρηση του Αλέξη Πολίτη για το δημοτικό τραγούδι και θέτει αντικριστά τα «Τείχη» του Καβάφη και το ποίημα «Mending a Wall» του Φροστ, κάνοντας εις βάθος παρατηρήσεις για τη σημασία που έχουν τα «τείχη» στη ζωή μας. Ολοκληρώνει, τέλος, με μία εξονυχιστική ανάλυση σε ένα από τα πιο ανθρώπινα ποιήματα του Γέητς, το «The Stare’s Nest by my Window», και μιλά για την έννοια της ντροπής και της συγχώρησης στον Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ.

Με τη σαφήνεια και τη διαύγεια του ύφους που μας έχει συνηθίσει ο Καψάλης, με ζωντανές μεταφορές και συγκρατημένες αποφάνσεις που γοητεύουν τον αναγνώστη, κρατώντας αποστάσεις τέτοιες ίσα ίσα για να τον κερδίσει και αποφεύγοντας σχολαστικισμούς και θεωρητικολογίες, επεκτείνει την ανάλυσή του σε αρκετά μακρινά περίχωρα των ποιημάτων που εξετάζει κάθε φορά. Η απελευθερωτική δύναμη του δοκιμιακού του λόγου ναι μεν ξεχύνεται σφοδρή αλλά δεν στέκεται διόλου η αιτία να απεμπολήσει την επαρκέστατη θεωρητική του σκευή. Πλαγιοκοπεί το νόημα του ποιήματος με διαδοχικές κινήσεις, ανασύρει γοητευτικές λεπτομέρειες, αναδεικνύει σημεία που συχνά παραβλέπονται από την επίσημη φιλολογία και εστιάζει σε κάποτε ολωσδιόλου αναπάντεχες συνάφειες και συσχετίσεις. Αναπότρεπτες τότε οι παιγνιώδεις διασταυρώσεις που προκύπτουν: Τι κοινό μπορεί να έχει μία κωμωδία των αδελφών Μαρξ με τον Καβάφη; Μία επιτύμβια στήλη του 5ου π.Χ. αιώνα με τον Τέλλο Άγρα; Η Ντίκινσον με τον πρόσφατα βραβευθέντα με το Νομπέλ Λογοτεχνίας τραγουδοποιό Μπομπ Ντύλαν; Η ποιητική του Ελύτη με τον Αριστοτέλη; Ο ιρλανδικός εμφύλιος όπως απηχείται στον Γέητς με το ποίημα Μήτηρ Θεού του Σικελιανού;

Παράλληλα με τις εκλάμψεις μίας ποίησης που σκύβει με προσοχή πάνω από τα ανθρώπινα και τον παραλογισμό τους, είναι εμφανής και η αποστροφή του συγγραφέα προς τους μεγαλοϊδεατισμούς μίας ποίησης που παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό της. «Το υψηλό και ο μετάρσιος λυρισμός δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη μια ποίηση τόσο μεγαλόφωνη, μεγαλόσχημη, ρητορική και υψηλόφρονα ώστε να αποδεικνύεται εξακολουθητικά και ωραιοπαθώς αναίσθητη στα ανθρώπινα πάθη», γράφει με αφορμή τα πιο υψιπετή ποιήματα του Ελύτη. Αποκηρύσσει μία ποίηση που αναπαύεται στις δάφνες της και που περιφέρει κορδωμένη το μεγαλείο της και αποκαθιστά την υπεροχή μίας ποίησης πιο εξανθρωπισμένης, πιο τρυφερής, ενίοτε σκοτεινής και σπαραχτικής αλλά και τραγικά ειρωνικής. Ποίηση που αποκαλύπτει μεν το «θάμβος» αλλά δεν έχει απολέσει διόλου την ικανότητά της να αυτοσαρκάζεται. «Μόνο για λίγην ώρα» συντελείται το θαύμα, πριν η πραγματικότητα μολύνει τον αναμαγευμένο κόσμο, όπως υπογραμμίζει ο Καψάλης με τη διαμεσολάβηση του Καβάφη: «Αλλά εμείς της Τέχνης / κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο / για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν / η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει».

Εύστοχα, τα δοκίμια, με τη σειρά που έχουν επιλεγεί να παρουσιαστούν στον τόμο, ξεκινούν από τα σπάργανα της ιστορίας της λογοτεχνίας και καταλήγουν στον εσχατολογικό Βασιλιά Ληρ και από εκεί δια μέσου ενός κοινού ηθικού τοπίου, από όπου έχει εξοριστεί η συγχώρηση, στον Πρίμο Λέβι και στο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος. Ο Καψάλης ψάχνει στην τραγωδία του Σαίξπηρ τα κλειδιά εκείνα «για να καταλάβει καλύτερα το ηθικό άγος που αφήνει σε όλους μας το Άουσβιτς», όπως λέει και επιχειρώντας να απαντήσει, λέμε εμείς, στη γνωστή διερώτηση του Αντόρνο που απασχολεί κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο μετά το Άουσβιτς, ποιος ο λόγος, δηλαδή, να γράφουμε ποίηση μετά το Ολοκαύτωμα. Τι άλλο μπορεί να είναι η ποίηση παρά κούφιες «λέξεις, λέξεις, λέξεις», όταν έχουμε πλέον γνωρίσει τα όρια της ανθρώπινης θηριωδίας και την ντροπή με την οποία βάρυνε για πάντα το ανθρώπινο γένος;

Η Ταραχή των ανθρωπίνων προβάλλει το πώς εκκινούμε από τόπους της λογοτεχνίας όχι απλώς για παραμυθητικούς σκοπούς αλλά αναζητώντας κάτι βαθύτερο, προσπαθώντας να κατανοήσουμε κάτι που μας ξεπερνά. Ο Νίτσε υποστηρίζει πως «Έχουμε την τέχνη για να μη μας αφανίσει η αλήθεια» κι εδώ ο Καψάλης μας προτείνει να δεχτούμε την ερμηνεία του ουμανιστή φιλοσόφου Μπέρναρντ Ουίλλιαμς: «Έχουμε την τέχνη ώστε να μπορούμε και να συλλάβουμε την αλήθεια αλλά και να μη μας αφανίσει». Η τέχνη δεν μυθοποιεί, δεν εξωραΐζει, δεν ανακουφίζει κατ’ ανάγκην. Έχει τον σπόρο που μπορεί να καρπίσει μία κατανόηση του εαυτού μας σε απροσπέλαστα βάθη, τέτοια που η φιλοσοφία μπορεί μόνο με κάποια ζήλεια από μακριά να ενατενίζει.

ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

Η κρίση του στίχου

%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%8d%ce%b4%ce%b9

~ . ~

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Αφορμή για το παρόν κείμενο αποτελεί η αναπάντεχη βράβευση του Μπομπ Ντύλαν από την Σουηδική Ακαδημία με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. «Αναπάντεχη βράβευση» αν και το όνομα του Αμερικανού τραγουδοποιού φιγουράριζε (και) ως φαβορί ανάμεσα στα ονόματα άλλων υποψηφίων τα τελευταία χρόνια. Κανείς βέβαια δεν πολυπίστευε ότι η επιτροπή θα προέβαινε ποτέ σε μια τέτοια ασυνήθιστη και προκλητική επιλογή. Αναμφιβόλως πρόκειται για μια βράβευση που πυροδότησε ποικίλες αντιδράσεις. Δεν θα σταθούμε όμως τόσο στο γεγονός της βράβευσης καθεαυτό. Η τοποθέτηση του Μπομπ Ντύλαν στο πάνθεον των τιμημένων με Nobel Λογοτεχνίας πέρα από την εύλογη και ενδιαφέρουσα κουβέντα που εγείρει, μας θυμίζει, αναπόφευκτα και κάτι ακόμα: την ένδεια και την αισθητική ισχνότητα της στιχουργικής παραγωγής τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας. Η σύγκριση είναι βεβαίως άδικη αλλά γίνεται συνειρμικά και οδηγεί αυτομάτως σε μελαγχολικά συμπεράσματα.

Το να θέτουμε θέμα γενικευμένης κρίσης του ελληνικού στίχου μπορεί να ακούγεται (και να είναι όντως) υπερβολικό ή ακόμα και παράταιρο. Η εποχή μας με τα μυριάδες οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά προβλήματα που την κατατρέχουν δεν μπορεί παρά να απαξιοί τα αισθητικά ζητήματα. Είναι όμως μόνο αισθητικό ζήτημα η θρυλούμενη κρίση του στίχου; Μήπως συνδέεται και αυτή με έναν υποδόριο τρόπο με την γενικότερη κρίση που σπαράσσει την ελληνική κοινωνία;

Πρώτα πρώτα δεν ακούμε συχνά να γίνεται λόγος για την κρίση του ελληνικού στίχου. Συνεπώς πρόκειται για ένα φαινόμενο που ή το θεωρούμε αυτονόητο ή δεν του δίνουμε τη δέουσα σημασία ή αρνούμαστε παντελώς την ύπαρξή του. Αν συμβαίνει το πρώτο, έχουμε παραδοθεί άνευ όρων σε μια πνιγηρή διανοητική παθητικότητα και σε απόλυτο κυνισμό. Το δεύτερο, που έχει αρκετή ευλογοφάνεια, δείχνει την κυριαρχία του νεοελληνικού ωχαδερφισμού (τι λέξη!). Το τρίτο δείχνει ομφαλοσκόπηση και άγνοια. Εντούτοις οφείλουμε να δούμε με τα ελάχιστα αποθέματα λογικής που διαθέτουμε ως πολίτες, ακροατές, άνθρωποι, το πρόβλημα της έκπτωσης του στίχου και να προσπαθήσουμε να το κατανοήσουμε εις βάθος. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με την κρίση της ποίησης, της μουσικής, του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας. Εξαιρώ το ελληνικό θέατρο που –ω του θαύματος!– όχι μόνο δεν φαίνεται να διέπεται από κρίση, αλλά αντιθέτως διανύει μια πολύ ανθηρή περίοδο (τουλάχιστον σε επίπεδο παραστάσεων, ιδεών, προτάσεων). Ίσως αν ενσκήψουμε σε κάθε έναν από αυτούς τους τομείς ξεχωριστά, να εξάγουμε συμπεράσματα πολύτιμα προς μελλοντική χρήση. Πολλοί μίλησαν τα τελευταία χρόνια άλλωστε για τις πολιτισμικές ρίζες της ελληνικής κρίσης…

Είναι αλήθεια ότι με σχετικά θέματα κατατρίβονται συνήθως γλωσσαμύντορες που πρεσβεύουν διακαώς την επιστροφή στα παλιά και διαβλέπουν παντού συνωμοσίες κατά της γλώσσας, παρακμή και deteriorism. Ας διαχωρίσουμε την θέση μας από αυτή την κατηγορία και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε το θέμα με τρόπο σφαιρικό και όσο γίνεται αντικειμενικό.

Για να εντοπίσουμε τις απαρχές ή τις αιτίες της κρίσης του στίχου στο ελληνικό τραγούδι θα πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή στους μεγάλους σταθμούς του τις δεκαετίες που πέρασαν. Αλλά αυτή είναι μια εργασία που ξεπερνά σε έκταση, όγκο και βαρύτητα το παρόν κείμενο. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει ζουμερό και εύγευστο θέμα μια μεγάλης μουσικολογικής διατριβής, με έρευνα που θα χρειαζόταν χρόνια για να ολοκληρωθεί. Δεν γίνεται λοιπόν να προβούμε σε συνολική επισκόπηση της κατάστασης. Ούτε απαιτείται να αναλωθούμε σε παράθεση ονομάτων σημαντικών στιχουργών του παρελθόντος ή σε παραδείγματα καλής και κακής στιχοποιίας – αν και κάτι τέτοιο θα είχε ενδεχομένως… πλάκα. Για να μη πελαγοδρομούμε θα πρέπει να περιορίσουμε το πεδίο αναζήτησης στο εξής ερώτημα: Γιατί σήμερα δεν γράφονται καλοί στίχοι στο είδος του ελληνικού τραγουδιού που θεωρείται ποιοτικό; Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν, αλλά δεν ανατρέπουν τον κανόνα.

Λοιπόν, παρόλο που η οικονομική κρίση είναι δυσεξήγητη και πολλοί μελετητές (sic) ανάγουν τις απαρχές της (ακόμα και) στον καιρό της τουρκοκρατίας, η κρίση του στίχου έχει πολύ απλές και απτές εξηγήσεις.

Μια άβολη αιτία είναι η κατάρρευση της μουσικής βιομηχανίας λόγω της αδυναμίας της να προσαρμοστεί στα νέα τεχνολογικά δεδομένα. Με την γιγάντωση του διαδικτύου και του ακατάσχετου downloading κανείς δεν αγοράζει πλέον cd (υπάρχουν ακόμη;) ή δίσκους. Όλοι όμως έχουμε χιλιάδες τραγούδια στους υπολογιστές μας. Είμαστε σαν τους παλιούς συλλέκτες με μια θεμελιώδη διαφορά. Εκείνοι θυσίαζαν χρόνο και χρήμα για να αποκτήσουν την πολύτιμη συλλογή τους, εμείς πατάμε απλώς ένα κουμπάκι. Εκείνοι ήταν περήφανοι για την δισκοθήκη τους και άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια το υλικό που είχαν συγκεντρώσει, εμείς ακούμε μουσική περιστασιακά, διαλέγουμε τυχαία τραγούδια, κολλάμε εμμονικά με ένα συγκεκριμένο κομμάτι (σχεδόν ποτέ δεν παίζεται ολόκληρο το άλμπουμ) ενώ η ακρόαση γίνεται συνήθως μέσα από αμφιβόλου ποιότητας ηχοσυστήματα (άπαντες παραδέχονται ότι με το πέρασμα από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή ο ήχος και η μουσική υπέστησαν ανήκεστον βλάβη). Η μουσική απαξιώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αλλά τα σημάδια αυτής της απαξίωσης είναι ακόμα πιο εμφανή στον στίχο.

Όπως είναι φανερό έχει αλλάξει άρδην ο τρόπος που ακούμε μουσική. Πολύ σπάνια πλέον κάποιος απολαμβάνει έναν δίσκο ολόκληρο. Η ακρόαση είναι αποσπασματική, κατατετμημένη, ελλιπής. Υπό αυτή την οπτική ο δίσκος δεν χρειάζεται να διέπεται από κάποιου είδους ενότητα, αφού κανείς δεν πρόκειται να τον ακροασθεί από την αρχή μέχρι το τέλος. Κάτι τέτοιο έχει σοβαρό αντίκτυπο και στην στιχουργία. Από την στιγμή που έχει κατακερματισθεί η αισθητική, ιδεολογική, νοηματική συνέχεια ενός μουσικού έργου – και αυτή δεν είναι μια συνθήκη που επιβλήθηκε άνωθεν, αλλά είναι αποκύημα της τεχνολογικής εξέλιξης όπως είπαμε – ο στίχος αντιμετωπίζεται υπό άλλη συνθήκη και διαφορετικό πρίσμα. Σήμερα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα θεματικά άλμπουμ. Κάθε τραγούδι είναι αυτόνομο και αφηγείται την μικρή του ιστορία με τα, πενιχρά ή όχι, εκφραστικά του μέσα. Τα σύγχρονα γούστα του κοινού που διαμορφώθηκαν από τις ανάγκες του ή τις ευκολίες του, τις έξεις του και τα καινοφανή ήθη του, επηρέασαν με πολύ δραστικό τρόπο την στιχουργική παραγωγή. Το τραγούδι υπόκειται στους αδυσώπητους νόμους τις αγοράς. Όλα είναι δούναι και λαβείν. Οι στίχος προσφέρει αυτό που ζητάει το κοινό: μικρές αφηγήσεις, μικρά θέματα, εύπεπτη θεματολογία, γρήγορες εναλλαγές, αναλώσιμα υλικά.

Άλλη αιτία στιχουργικής παρακμής εν Ελλάδι μπορεί να αναζητηθεί στην καταβαράθρωση της πάλαι ποτέ κραταιάς μουσικής σκηνής της Θεσσαλονίκης. Μόλις μέχρι μιάμιση δεκαετία πριν υπήρχε πολύ έντονος αναβρασμός στις μουσικές προτάσεις που έρχονταν από την συμπρωτεύουσα. Σε αυτό συντελούσε ασφαλώς το υγρό και μελαγχολικό κλίμα της πόλης, αλλά και οι ευκολίες συνάντησης των μουσικών στα στούντιο, τα προβάδικα και τις μουσικές σκηνές της. Επίσης μεγάλο ρόλο σε αυτή την αυξημένη παραγωγικότητα έπαιζε και ένα είδος παράδοσης που είχε διαμορφωθεί σταδιακά. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ένας στους τρεις περαστικούς της πλατείας Ναυαρίνου κουβαλούσε στην πλάτη του μια κιθάρα. Αυτό μπορεί να το διαβεβαιώσει όποιος έζησε στην πόλη εκείνα τα χρόνια. Το κοινό απολάμβανε όλη αυτή την δημιουργικότητα και στήριζε πανελλαδικά τις περισσότερες νέες φωνές. Αυτή η δημιουργική φλέβα ανακόπηκε απότομα όταν η ζηλόφθων (!) Αθήνα επιχείρησε να αναδιοργανώσει ή να συνθέσει εκ του μηδενός την δικιά της μουσική σκηνή. Με την αμέριστη αρωγή των free press που κυριάρχησαν στην διαμόρφωση κοινού γούστου και επέβαλλαν μόδες σε ένα καταναλωτικό κοινό ευεπίφορο σε συμπεριφορές κοπαδιού, αναδείχτηκαν σιγά σιγά νέοι εκπρόσωποι του ελληνικού τραγουδιού με επιβεβλημένα διαπιστευτήρια ποιότητας. Άλλη θύμιζε την Μαρινέλλα (Μποφίλιου), άλλος τον Ξυλούρη (Χαρούλης), άλλη τραγουδούσε αγγλικά (Μόνικα), άλλοι κατέκτησαν μια θέση στον κολοφώνα του εναλλακτικού αθηναϊκού life style (Ζουγανέλη, Μαραβέγιας κ.ά.). Οι στίχοι των τραγουδιών τους; Αν δεν ήταν σπαραξικάρδιοι, μελό και μεγαλορρήμονες, ακούγονταν ακατανόητοι ή υπερβολικά ελαφρείς. Το χειρότερο: εξέπεμπαν ένα νέο αστικό ήθος που χαρακτηρίζει τον homo… atticus (τον άνθρωπο που ζει στην Αθήνα και έχει κατ’ επίφασιν κοσμοπολίτικη συμπεριφορά, αλλά είναι μέχρι το μεδούλι ανατολίτης και υπανάπτυκτος). Πολιτική αδιαφορία, κυνισμός με επίφαση αισθηματολογίας, προσπάθεια σύνδεσης με δυτικά αισθητικά πρότυπα, εγωκεντρισμός, ανασφάλεια, κόμπλεξ, δήθεν χαλαρότητα είναι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του.

Αυτά όσον αφορά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις μεταλλάξεις του κοινού. Αλλά τι συνέβη με τους ίδιους τους δημιουργούς; Τι γίνεται με αυτούς που είναι υπεύθυνοι για τους στίχους;

Οι εποχές, ως γνωστόν, είναι ακατάλληλες για τραγουδοποιούς. Για ανθρώπους δηλαδή που γράφουν στίχους, μουσική και ερμηνεύουν οι ίδιοι τα κομμάτια τους. Αυτοί που έχουν κάπως εδραιωθεί μέσα από την πολύχρονη καριέρα τους, βρίσκουν κάποια περιθώρια να συνεχίσουν το έργο τους. Αλλά ένας νέος και πρωτοεμφανιζόμενος τραγουδοποιός σήμερα βιώνει την απόλυτη καλλιτεχνική και υπαρξιακή μοναξιά. Ο μόνος τρόπος να διοχετεύσει την καλλιτεχνική του ενέργεια προς τα έξω είναι η τηλεόραση (το ραδιόφωνο είναι νεκρό, ανίκανο να κάνει νέες προτάσεις, φαίνεται εδώ και χρόνια εγκλωβισμένο σε ένα διαφημιστικό σύστημα που του υπαγορεύει τις επιλογές του και αυτό τις ακολουθεί δουλικά). Νομίζω ότι είναι είδος που αναγκαστικά θα εκλείψει (και μη ξεχνάμε ότι κάποια από τα λαμπρότερα στιχουργικά δείγματα των τελευταίων δεκαετιών μας τα έδωσαν τραγουδοποιοί). Μια διέξοδος απέναντι σε τούτο το τέλμα είναι φυσικά το διαδίκτυο. Αλλά αυτό μέχρι τώρα εξέθρεψε και αφύπνισε χθαμαλά αντανακλαστικά του κοινού και αναδείχτηκε ως μέσο έκφρασης του όχλου. Επίσης το διαδίκτυο με την πολυφωνία του και τις χαοτικές του συνιστώσες γίνεται πολλές φορές πηγή βαβούρας και αιτία αποπροσανατολισμού.

Στην ίδια μοίρα με τους τραγουδοποιούς είναι και οι μπάντες. Η εποχή που τα συγκροτήματα έπαιζαν ρόλο στα μουσικά τεκταινόμενα της χώρας μας έχει παρέλθει με την πτώση της μουσικής σκηνής της Θεσσαλονίκης. Τα συγκροτήματα υπήρξαν φυτώρια στιχουργικής έμπνευσης για πολλούς λόγους. Πρώτα από όλα στο πλαίσιό τους υπήρχε ζύμωση και καλλιτεχνική αλληλεπίδραση εν τη γενέσει του μουσικού προϊόντος . Εκεί γινόταν καλοπροαίρετη κριτική και απαραίτητο φιλτράρισμα. Τέλος στους κόπους τους υπήρχε ενθάρρυνση και προσδοκία. Ο στίχος εθεωρείτο θεμελιώδες στοιχείο του τραγουδιού. Έπρεπε να είναι καλός, να εκφράζει κάτι, να έχει αφηγηματικές αρετές, ποιητική αξία, συναισθηματικό βάθος και ιδεολογική βαρύτητα. Θα θεωρηθεί άραγε αβάσταχτη ιερεμιάδα το να οιμώζουμε αδιάλειπτα σήμερα για την έλλειψη συγκροτημάτων; Κάποιοι νέοι ακροατές μπορεί να έχουν τις ενστάσεις τους απέναντι σε τέτοιους αφορισμούς. «Η Ελλάδα διαθέτει ανθηρή black metal σκηνή, ενώ το hip hop καλά κρατεί τα τελευταία χρόνια» μπορεί να απαντήσουν. Ας αντιπαρέλθουμε την υποτιθέμενη ένσταση με ένα μειδίαμα και ας συνεχίσουμε.

Τι γίνεται με τους στιχουργούς; Αυτούς που γράφουν τα στιχάκια τους στην ησυχία του σπιτιού τους; Που δεν αυτοσυστήνονται ως τραγουδοποιοί, μουσικοί, συνθέτες, αλλά δηλώνουν απλοί διάκονοι της τέχνης του λόγου; Προφανώς είναι και αυτοί είδος υπό εξαφάνιση. Αλλά ο κίνδυνος που περνάει η φυλή τους δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την γενικότερη κρίση της ποίησης (άλλο μεγάλο θέμα αυτό…). Ποιες είναι οι συνέπειες της φημολογούμενης αυτής κρίσης; Τι επέφερε στην τέχνη; Πολύ χοντρικά, την απαξίωση προς παραδοσιακές μορφές και δομές, την περιφρόνηση του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, την άγνοια, την ελλιπή τεχνογνωσία, την υπερφίαλη διάθεση, τον ντιλεταντισμό. Η κρίση της ίδιας της ποίησης ξεκίνησε πολύ νωρίτερα τόσο από την κρίση του στίχου όσο και από την οικονομική κρίση που μας ταλανίζει (ο Νάσος Βαγενάς ορίζει τις απαρχές της πενήντα χρόνια πριν…). Πρόκειται λοιπόν για ένα φαινόμενο που μας έρχεται από μακριά και έχει σίγουρα επηρεάσει σοβαρά την στιχουργία.

Υπάρχουν και άλλες (πολλές) αιτίες για το λυπηρό φαινόμενο που ονομάζουμε κρίση του στίχου. Οι περισσότερες βαθαίνουν μέσα στον χρόνο. Παράδειγμα η στιχουργική κατάπτωση που συντελέστηκε κατά την μετάβαση από το ρεμπέτικο τραγούδι στο λαϊκό (και προλειάνθηκε κάπως έτσι ο δρόμος για το σκυλάδικο). Το θέμα είναι να αναζητηθούν κάπου εδώ τρόποι επίλυσης του προβλήματος, τρόποι διεξόδου από την κρίση. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Μια καλή αρχή θα ήταν να αρχίσουμε να ακούμε (και) βινύλιο, να στηρίζουμε τις μπάντες και να αναζητούμε συνεχώς όπως ο Διογένης, με ένα φανάρι τους εναπομείναντες τραγουδοποιούς και στιχουργούς. Ίσως τότε ξανανθίσει ο καλός στίχος.

~ ~ ~

Οι στήλες του ΝΠ. gr
ΛΟΞΕΣ ΜΑΤΙΕΣ : γράφει ο ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ

Σελάνα Γραίκα: Ποιήματα

3722410319_428ed975c3

~ . ~

Τι είναι η ποίηση, Γιώργο;

Στην Ασκληπιού μεσημέρι
βάδιζε, βιαστικός.
Γύρω του κανέναν δεν κοιτούσε.
Βάλθηκα να τον πάρω στο κατόπι.

[ Σ’ αυτόν τρέχω
ή απ’ αυτόν απομακρύνομαι;
Την άβυσσο φέρνω μέσα μου,
την άβυσσο, σκιά μου…]

Στο φανάρι τον ρώτησα:
– Τι είναι Ποίηση;

« –Για μένα, είναι ο πόνος της φυλής,
της γλώσσας τ’ αποστεωμένα.
Αν με ακούς, μην ακολουθείς,
θα σε σκοτώσει…»

– Τι με νοιάζει αυτό (αντιλέγω)
εγώ θέλω την δόξα, την ηδονή,
το ιντερνεκτουάλ της άδειας καπαρτίνας.

Μ’ ακούς;
Γιώργο;

« – Για σένα θα λέγομαι, πάντοτε, Σεφέρης.»

~ . ~

Ανοιχτές παπαρούνες

Κάποτε, θα μιλήσουμε
ξαπλωμένοι σ’ ένα παχύ χαλί
των χρυσανθέμων.
Θα υπάρχει μια δυνατή φωτιά
που δεν θα καίει τα άνθη.
Κι ανάσες μας ανάκατες,
κοφτές,
ηδονικές,
καυτές
θα κάνουν το χαλί αυτό
κι άλλους σπόρους να βγάζει.

Κάποτε, θα μιλήσουμε
σ’ έναν ουράνιο θόλο
που θα’ χει τον ήλιο δίσκο
ενός πικ-απ με αλμυρές σταγόνες.

Κάποτε, θα μιλήσουμε
μα τώρα δεν είναι ώρα
μόλις που έριξα το λίπασμα
να βγούνε τα λουλούδια
ενώ εσύ – ακόμα,
ψάχνεις τις εκτάσεις
με την ψυχή στο στόμα.

Κάποτε, θα μιλήσουμε
μα είναι νωρίς ακόμα.

~ . ~

Το παλιοθήλυκο (του Βάρναλη)

Τσακωνόμαστε αρκετά με τον Κώστα.
Είναι που μοιάζουμε πολύ – το δίχως άλλο.
Πήρα το θράσος κάποτε,
για να με προγυμνάσει!
Τι το θελα η κακογλωσσού,
όλο φωνές μου βάζει…

«Το μέτρο δεν βαστείς
που το ’χεις μαθημένο,
απ’ τους παλιούς ιερείς
και όλους τους μεγάλους.
Ήρθες εδώ τα νεύρα να μου σπάσεις;

Καλογνωμίζεσαι, γράφεις καλά
και δεν ακούς κανένα
όλο του κεφαλιού σου
κάνεις,
φωνήεντα κρατείς στα χέρια σου
μα τα μυαλά ανοιγμένα…»

Και σηκώνεται ευθύς
και κει που λέω θα φύγει
πιάνει απ’ το ντουλάπι, το ψηλό
φλασκί μικρό
γεμάτο κοκκινέλι.

«Βάλε να πιω! Εσύ θα με τρελάνεις.
Αντίς να κάτσεις σπίτι σου
να κάνεις και φαμίλια,
να αραδιάσεις δυό παιδιά
και να προσέξεις άντρα…
…λες θ’ αγαπάς τα γράμματα
κανέναν δεν θα πάρεις.

Ε μα είσαι παλιοθήλυκο! Το έχω καταλάβει!
Βαστάς τα φύλλα της καρδιάς
κλειστά
και ανοιχτά τα πόδια, ίσα και μόνο
να βρίσκεις σου τα σύμφωνα
που θα τα κάμεις ποίημα.

Μα και σε συμπαθώ λιγάκι
– Παραδοχή μεγάλη!
Θα γίνεις σίγουρα τρανή
μα θ’ απομείνεις μόνη…»

Κουβέντα δεν πρόλαβα να πω
ούτε καν μια λέξη
χείμαρρος ο Κώστας μου
και ποιος δεν θα πιστέψει!

~ . ~

Σχέδιο Πόλεως

Όσο μεγαλώνω, σιγουρεύουμαι,
πως σαν θα ρυτιδιάσω,
θέλω ένα χαρέμι δίπλα μου
από Ωραίους νέους και κοπελιές
με μάτια γαλανά, αφτιασίδωτα,
να με κοιτούν κατάσταυρα
και να ρουφάω ζωή.

Να λέω τις ιστορίες μου
κι αυτών τα στόματα να χάσκουν.

Πως ήτανε ο άντρας μου
κωλόπαιδο, Ιρλανδός,
με βλέμμα καπνοκαθαριστή
κάθε ζωή, πως συναντιόμασταν
τυχαία, στα αδειανά βαγόνια τρένων
και συστηνόμασταν απ’ την αρχή.

Μα πάντα καταλήγαμε,
αυτός σε πόλεμο αντάρτικο
κι εγώ να γιατροπορεύω
ανάπηρους πολέμου…

Και με το δάχτυλο του άφηνε,
μια καρδιά-φακίδα για διαθήκη.

~ . ~

Ο Στρατιώτης Ποιητής 2

Όταν ο πόλεμος από την πόρτα μου έξω
φτάσει, υπόσχομαι
να ετοιμάσω άρματα και μυδραλιοβόλα
για να ριχτώ με θάρρητα στη μάχη.

Γιατί του πόλεμου τη συμφορά
τελειώνεις, μονάχα, με τη Βία!
Θα σχεδιάσω μηχανές και θα χαρτογραφήσω
χάρτες, του πιο ψηλού βουνού
ως την ψυχή του Ανθρώπου.

Κι όπου βρίσκω μάνητα κατά των αδυνάμων
θα γίνομαι η δύναμη εγώ, κι όμοιοί μου.
Αλίμονο λοιπόν, σ’ αυτούς που θα στρατοπεδεύσουν
πάνω στον ρόγχο της γριάς
στο κλάμα ενός νηπίου.

Μα σαν κοπάσει ο σπαραγμός
κι ο πόλεμος σταματήσει, πάλι
τ’ ορκίζουμαι,
θα βολιδοσκοπήσω λυρισμό
να σας ταΐσω ποιήματα.

Γιατί είναι της μοίρας ξέσπασμα,
της ιστορίας μαράζι
να στέκει ο ποιητής βουβός
όταν η φύσις «οργιάζει».

~ . ~

Felix domestica

Πως κουνάω ρυθμικά, σα μουσική,
την λεπτή και χνουδωτή ουρά μου
κι όλο σας λέω «σηκωθείτε»
ένα χάδι να αφήσετε, επάνω
στη σταχτιά ριγέ μου πλάτη.

Όχι, δεν θα έρθω εγώ
αν το θέλετε, να πάρετε ένα σκύλο!
Να σας κάνει γλύκες, όλο σάλια
να σας φέρνει τις παντούφλες,
να ξαπλώνει μπρος στα πόδια σας, στη σάλα!

Κι όχι χαϊδέματα πολλά
δεν είμαστε δα και φίλοι.

Και να το ξέρετε, δεν ήρθα εδώ
για να σας κυνηγάω ποντίκια.

Αφού νομίζω πως το είπα,
πως αν χάδια το σώμα μου θελήσει
την ούρα του ρυθμικά θα την κουνήσει.

Και θα γείρω το κεφάλι μου
– νωχελικά, στο χέρι
αν θέλετε φωνάχτε με και Παλιοθήλυκο,
όλος ο ντουνιάς το ξέρει.

~ . ~

Σατυρικόν

Αν έχεις σοφιλιάσει τρεiς,
σαφώς θα ονομάζεσαι και μέγας ποιητής,
ενώ αν έχεις σοφιλιάσει έξι
όλο και κάποιος θα συντρέξει
– από αυτούς τους έξι,
και σε ανθολογία να μπεις.

Κι εμείς, που δεν πηδάμε
γιατί φαλλό δεν καταδεχτήκαμε
ποτέ μας, να φοράμε,
θα καταντήσουμε στιχάκια αιρετικά
ανάμεσα σε φοιτητές
κι ανθρώπους που πεινάνε.

Και μέγιστος ποιητής που θα ’σαι·
θ’ ακούς τους νέους ποιητές,
αρσενικούς χώρια
από τους θηλυκούς,
– αχ! πού να πιάσω και πού να το αφήσω,
που θα διαλέγεις
κείνους που ’χουν το αιδοίο τους
αντί για κάθετο, ίσιο…

~ . ~

Ερωτικό

Ας υπάρχεις το λοιπόν
στα μάτια των ανθρώπων
ως ο ασκότεινος και λατρευτός
σπόρος, ελεύθερος και πλάνος κλέφτης.

Κι εμείς, που αγαπάμε τους νεκρούς
σα λήθαργος μας έρχεσαι – σε ύπνο
για να συνομιλούμε,
φαντασίας περίσσιας και σάρκα χωρίς.

Χαρούμενη που δείχνεις ύπαρξη,
της Κύπρου κόρη εσύ,
προς την ενσάρκωσή σου
γιατί λες: είναι ανόητο
να μη γευτείς τον έρωτα, τα χάδια.

Είμαι άχρηστη εγώ, που σου μιλάω τώρα!

Ο κόσμος είναι μικρός.
Ξεστήθωτος και τραγικός.

Η επαγγελία μιας χαμένης ενότητας

kalogerop_paideia_ep

~ . ~

του ΣΠΥΡΟΥ ΧΩΡΑΦΑ

Άγγελος Καλογερόπουλος, Ανακομιδή. Ακολουθία ποιημάτων & τραγουδιών, Εν Πλω, 2016

Η παρατεταμένη οικονομική κρίση που ζούμε στη χώρα μας μας εμποδίζει να αντιληφθούμε το γεγονός ότι η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι πρωτίστως οικονομική, αλλά πνευματική και δεν περιορίζεται στη χώρα μας∙ είναι διεθνής. Με αυτό το δεδομένο είναι ευτύχημα ότι αρκετές πνευματικές φωνές επισημαίνουν αυτή την αλήθεια και είναι υπολογίσιμες οι δημιουργικές απόπειρες για μια ουσιαστική ανανέωση της πνευματικής μας ζωής ως μια ελπίδα εξόδου από αυτή τη βαθιά κρίση.

Στο πλαίσιο αυτής της δημιουργικής ανανέωσης θα πρέπει να υποδεχθούμε την καινούργια δουλειά του Άγγελου Καλογερόπουλου, Ανακομιδή, Εν Πλω, 2016, και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τη μορφή. Ο υπότιτλος της συλλογής είναι μια υπόδειξη του δημιουργού της για τον τρόπο που μας προτείνει να την προσεγγίσουμε: Ακολουθία ποιημάτων & τραγουδιών. Πρόκειται πράγματι για ένα βιβλίο που συνοδεύεται από ψηφιακό δίσκο. Στο βιβλίο διαβάζει κανείς τα ποιήματα και τους στίχους των τραγουδιών και στον δίσκο ακούει τις απαγγελίες των ποιημάτων από τον ποιητή, τα οργανικά ιντερμέδια και τα τραγούδια, αφού «η ποίηση δεν διαβάζεται μόνο, αλλά ακούγεται κιόλας και τα τραγούδια δεν ακούγονται μόνο, αλλά διαβάζονται κιόλας», όπως εξηγεί στο επίμετρο του βιβλίου του. Η σύνθεση της μουσικής υπογράφεται από τον ίδιο τον Άγγελο Καλογερόπουλο, ενώ συνεργάζονται μαζί του εξαιρετικοί μουσικοί (Χρ. Τσιαμούλης, ούτι, Βασίλης Καπανίκης, κιθάρα, Δημήτρης Κωστής, κόρνο, Γιώργος Ανδρόνικος, ηλεκτρονικός προγραμματισμός) και εξαιρετικοί ερμηνευτές (Καίτη Κουλλιά, φωνή, Γιώργος Καλκάνης, φωνή και πιάνο) οι οποίοι συνέβαλαν στο τελικό μουσικό αποτέλεσμα.

Τόσο η Ανακομιδή όσο και η Ακολουθία του τίτλου μας παραπέμπουν στην εκκλησιαστική παράδοση, μάλλον σκόπιμα αν κρίνει κανείς απ’ το περιεχόμενο. Ο όρος «ακολουθία» δεν επιλέγεται μόνο επειδή στη δομή της συνυπάρχουν «επί τω αυτώ» μέρη που διατηρούν την αυτοτέλειά τους, αλλά επειδή και το ύφος των ποιημάτων και των τραγουδιών του Α.Κ. επιδιώκουν να επαναφέρουν στην τέχνη της ποίησης και της μουσικής την ανάγκη του ιερού. Εδώ βρίσκεται η κεντρική –και συνέχουσα- ιδέα της ποιητικής αυτής εργασίας. Η Ανακομιδή επιχειρεί να επαναφέρει στο φως μια θαμμένη ελπίδα, έναν θαμμένο κόσμο του πνεύματος. Το πρώτο τραγούδι της συλλογής («Τα μολυβένια σύννεφα» με τη θρηνητική ερμηνεία της Καίτης Κουλλιά προαναγγέλλει ένα ζοφερό μέλλον που αφήνει όμως μια χαραμάδα αισιοδοξίας καθώς το ούτι και η κιθάρα αυτοσχεδιάζουν σε μια κλίμακα μεταξύ του μπλουζ και της παραδοσιακής μας μουσικής πάνω στη μελαγχολική συνοδεία του κόρνου. Τα δύο επόμενα ποιήματα («Σχεδόν ποιήματα πήλινα» και «Κάπως αλλιώς») αναδεικνύουν το αδιέξοδο της τεχνολογικής ουτοπίας και τον παγωμένο παράδεισο που μας υπόσχεται, κουβαλώντας κάτι από την αίσθηση των Στοιχειωδών Σωματιδίων του Ουελμπέκ. Η καταιγίδα που έχει προαναγγελθεί με το πρώτο τραγούδι ξεσπάει στο νεοκυματικού ύφους «Αυτό το καλοκαίρι», όπου η θαλπωρή της αγάπης προβάλλει σαν η μόνη οδός σωτηρίας. Ωστόσο, η πραγματική στροφή του κλίματος πραγματοποιείται με το έμμετρο ποίημα «Πομπή», όπου η απατηλή ευτυχία της θερινής ραστώνης υπονομεύεται από την παρουσία του θανάτου, ο οποίος όμως λειτουργεί εν τέλει ως μια πραγματική πηγή ελπίδας.

en-plo3Τα δύο επόμενα ποιήματα («Το λίγο νερό» και «Ανακομιδή») συνδυάζουν την απώλεια αγαπημένων προσώπων με μια λιτή επισκόπηση της πρόσφατης ιστορίας του τόπου, αναδεικνύοντας ως βασική αιτία του πνευματικού μας αδιεξόδου έναν επιπόλαιο και ανερμάτιστο εκσυγχρονισμό που μας κάνει να αποστρέψουμε το πρόσωπό μας από τη βαθιά πνευματική σημασία του θανάτου («ημιμαθείς της προόδου * παραδίδουμε τον θάνατο στα ειδικά συνεργεία» και «παχιές μαύρες σκιές * π’ αφήνουνε το θάνατο στη λήθη») καθώς μόνο η «μελέτη θανάτου» μπορεί να νοηματοδοτήσει τη ζωή μας, είτε όπως το λέει η αρχαία σοφία, είτε όπως το θέλει η χριστιανική ελπίδα («παχιές μαύρες σκιές * π’ αφήνουν την ανάσταση στη λήθη»). Αλλά αυτή η αναστάσιμη ελπίδα δεν θα γίνει κήρυγμα στην ποίηση του Α.Κ.. Θα την αναζητήσει με μια προσδοκία ερωτικής έντασης σε μια δική του «έξοδο» προς το φως. Η εκφραστική ερμηνεία του Γιώργου Καλκάνη στο τραγούδι που ακολουθεί («Αυτή τη μέρα») έρχεται να τονίσει την ανάγκη μιας τέτοιας ριζικής μεταστροφής της ζωής μας και παρ’ όλο που ακούγεται σαν ερωτικό τραγούδι θα πρέπει κανείς να αναζητήσει το υπαρξιακό βάθος μιας κιρκεγκωριανής «επανάληψης». ( Για να τη ζήσω πάλι / αυτή τη μέρα / θα τα τινάξω όλα/ στον αέρα). Η συλλογή κλείνει με δύο ποιήματα που βασίζονται στην τελική νίκη του φωτός επί του σκότους, της ζωής επί του θανάτου («Αυτή η μέρα θάχει και σήμερα συνέχεια / καταπίνοντας τον άπειρο θάνατο / έριξε πάνω της το φως») και με ένα ελπιδοφόρο τραγούδι («Ατλαντίδα») που επαναφέρει την επαγγελία κάποιας χαμένης πατρίδας.

Η ιδιαιτερότητα της εργασίας του Α. Καλογερόπουλου έγκειται τόσο στην εμμονή του να επαναφέρει στην πνευματική μας ζωή το γόνιμο πνεύμα μιας παράδοσης χωρίς όμως καμιά γραφικότητα ή νοσταλγική καταφυγή σε ένα τάχα ιδανικό παρελθόν, όσο και στο να υπηρετήσει τη στενή σχέση της ποίησης με τη μουσική. Η δεύτερη εμμονή του Α.Κ. ξεκινάει από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 με το Σύρραμμα και αργότερα με τα Αργά Μαθήματα (και οι δύο αυτές εργασίες αποσπασματικά μόνο είχαν παρουσιαστεί σε ένα περιορισμένο κοινό από το συγκρότημα «Τα μέλη του λόγου»), ενώ η μορφή της ανά χείρας εργασίας του προετοιμάζεται με το αφήγημά του «Ο Αυδής και η Μέλπω» που περιέχεται στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο του Αφηγήσεις ενός επόμενου κόσμου ( Αρμός, 2013). Η πρόσφατη βράβευση του σπουδαίου τραγουδοποιού Μπομπ Ντύλαν από τη Σουηδική Ακαδημία με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, συντείνει στο να αντιμετωπίσουμε την εργασία του Α.Κ. όχι ως μια ατομική ιδιαιτερότητα, αλλά ως απόπειρα εκφραστικής ανανέωσης ευρυτέρων διαστάσεων. Και στη μορφή και στο περιεχόμενο.

ΣΠΥΡΟΣ ΧΩΡΑΦΑΣ