Month: Οκτώβριος 2016

Ένας βάρδος στο σαλόνι μας

Bob Dylan Nobel

~.~

Ή ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΡΔΟΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΡΙΔΑ

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Οι δημόσιοι διαξιφισμοί για τη βράβευση του Μπομπ Ντύλαν με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, οσοδήποτε σκόρπιοι και έκθυμοι κι αν υπήρξαν, είναι ουσιώδεις. Γιατί αφορούν τον ίδιο τον πυρήνα της εγγραματοσύνης και της φιλαναγνωσίας μας. Και φαίνεται ότι από εκεί εντέλει ξεκινά και το πρόβλημα.

Ήδη ο όρος «λογοτεχνία», συρρικνωμένος όπως χρησιμοποιείται σήμερα, είναι και προβληματικός και -το κυριότερο- ανιστόρητος. Literature, Literatur, letteratura, όπως το έτυμο της λέξης δηλώνει, είναι τα Γράμματα στην ευρεία τους έννοια, η γραμματεία. Και αυτή, κατά παράδοση περιλαμβάνει κάθε είδος υψηλού, δηλαδή απαιτητικού και έντεχνου λόγου, λ.χ. την ιστοριογραφία, το φιλοσοφικό και λογοτεχνικό δοκίμιο, τη ρητορική, την κριτική – όχι μόνο τη μυθοπλαστική πεζογραφία, τη γραφόμενη ποίηση και το δράμα. Κάθε ιστορία της αρχαίας ελληνικής ή της βυζαντινής λογοτεχνίας λ.χ. περιλαμβάνει κεφάλαια για αυτά τα είδη. Εξίσου εύλογη και δεδομένη είναι κατά παράδοση η συμπερίληψη της στιχουργίας στο σώμα της λογοτεχνικής παραγωγής. Η νεοελληνική λογοτεχνία λ.χ., και όχι μόνο αυτή, εγκαινιάζεται με τα δημοτικά τραγούδια.

Ώς τα μισά του 20ού αιώνα περίπου, αυτή η ευρεία έννοια της λογοτεχνίας πρέπει να ήταν αυτονόητη στη συνείδηση του Δυτικού αναγνώστη. Αυτό δείχνει ότι με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας ετιμώντο μεταξύ των άλλων συγγραφέων ιστορικοί όπως ο Μόμσεν και ο Τσώρτσιλ ή φιλόσοφοι όπως ο Ράσσελ και ο Όυκεν.

Η στένωση της έννοιας της λογοτεχνίας, η συρρίκνωσή της στη λόγια ποίηση, τη μυθοπλαστική πεζογραφία και το δράμα είναι φαινόμενο των τελευταίων 50 ετών. Και αντικατοπτρίζει την αντίστοιχη στένωση των ενδιαφερόντων του μέσου αναγνώστη.

Δεν είναι τυχαίο που αυτός ο τελευταίος ως «λογοτεχνία» εννοεί πλέον μόνο τη μυθοπλαστική πεζογραφία, εξαιρεί δηλαδή από αυτήν ακόμη και την ίδια την ποίηση! «Λογοτεχνία και ποίηση» ακούμε και διαβάζουμε διαρκώς ωσάν να πρόκειται για δύο διακριτά γένη. Κ όμως, στα μάτια του απαιτητικού φιλαναγνώστη διαχρονικά, το κοινό που διαβάζει μόνο λαοφιλή μυθιστορήματα και δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο, εθεωρείτο πάντοτε κατώτερου επιπέδου, γινόταν στόχος της σάτιρας και της χλεύης μάλιστα – ας θυμηθούμε εδώ τον Δον Κιχώτη.

Οι τελευταίες βραβεύσεις της Σουηδικής Ακαδημίας δείχνουν ότι η Επιτροπή της Στοκχόλμης έχει συνειδητοποιήσει το πρόβλημα. Και ότι εντελώς συνειδητά επιχειρεί να το αντιστρατευθεί – να επαναπροσδώσει στη λογοτεχνία το πλήρες της εύρος. Και μόνο γι’ αυτό, η υπηρεσία που προσφέρει είναι ανεκτίμητη. Η αντίληψη ότι ένας αναγνώστης μπορεί να προσλάβει, να κατανοήσει καν ένα απαιτητικό μυθιστόρημα, τη στιγμή που ο ίδιος δεν πιάνει στα χέρια του ένα βιβλίο ποιητικό, ένα δοκίμιο, μια ιστορική μελέτη, μια φιλοσοφική πραγματεία, είναι από μόνη της εκτός πραγματικότητας. Όσο άλλωστε και η ιδέα ότι μπορεί να γράφει και να διαβάζει κανείς ποίηση αγνοώντας την μελοποιημένη της παρακαταθήκη, τα 2/3 της ιστορικής της κληρονομιάς δηλαδή.

Χρωστάμε χάριτες λοιπόν στους Σουηδούς. Μας θύμισαν τι είναι όντως τα Γράμματα. Αυτό που ίσως δεν υπολόγισαν ήταν οι αντιδράσεις. Γιατί αυτές δεν προέρχονταν μόνο εκ των κάτω, από τους οπαδούς της μυθιστορηματικής μονοείδειας, όπως ήταν αναμενόμενο. Αλλά και εκ των άνω, από τους θιασώτες μιας φασματικής και ιστορικά ανύπαρκτης καθαρότητας της ποίησης. Αυτοί οι τελευταίοι διαισθάνθηκαν ίσως (και ποιος μπορεί να τους δώσει άδικο;) ότι η βράβευση ενός κοσμαγάπητου τροβαδούρου τούς απειλεί· ότι τους εκθέτει σ’ έναν συναγωνισμό στον οποίο δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν· ότι φέρνει στο φως την δική τους, οδυνηρή αλλά εξωραϊζόμενη πίσω από ποικίλα προσχήματα, αποτυχία – να τέρψουν και να συγκινήσουν το ευρύτερο κοινό.

Κ.Κ.

ΥΓ. Να προσθέσω κι έναν άλλο λόγο που εξηγεί ίσως τη δυσφορία των ποιητών. Στον μοντερνισμό και στους σημερινούς του επιγόνους, ο Ντύλαν χρωστάει ελάχιστα πράγματα. Οι στίχοι του είναι έμμετροι και ομοιοκατάληκτοι, τα τραγούδια του παραπέμπουν στη μορφή της μπαλάντας όπως τη γνωρίζουμε από τη δημώδη παράδοση και τον ρομαντισμό με τις επαναλήψεις της, την κυκλική ή παρατακτική ανάπτυξη, τη λειτουργία της επωδού, η γλώσσα του δεν είναι διόλου ερμητική αλλά λαγαρή και εναργέστατη, οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις του και τα άλλα εκφραστικά του μέσα δεν έχουν τίποτε το επιδεικτικό ή το υπερρεαλίζον, τα θέματά του είναι σε μεγάλο βαθμό δημόσια, πολιτικά, κάποτε και επικαιρικά, γράφει δηλαδή ποίηση όχι καθαρή αλλά στρατευμένη και περιστασιακή, κ.ο.κ., κ.ο.κ.

Με άλλα λόγια, ο Μπομπ Ντύλαν βρίσκεται στους αντίποδες του main stream της σημερινής λόγιας ποίησης. Κι αυτό είναι επόμενο να ενοχλεί.

Ποίηση και αναρχία

chicago-anarchists

~  .  ~

του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΑ

Είθισται πολλές φορές, ιδιαίτερα στην χώρα μας, ο όρος «αναρχικός» να χρησιμοποιείται με μιαν ευρεία έννοια, τέτοια που διαφεύγει κατά πολύ των ιδεοπολιτικών απαρχών και συνισταμένων της λέξης, και ορίζει περισσότερον, ένα μονόλεκτο ορμής ή πάθους, αγάπης για την ζωή, αλλά και ενός ευρύτερου «αντιεξουσιασμού» όχι κατ’ ανάγκην συμπεπτωκότος με την συνήθη χρήση της λέξης στους σχετικούς χώρους.

Φυσικά, όχι μόνον η κατάχρηση του αυτοχαρακτηρισμού, αλλά και η απλή χρήση του με αυτήν την «ευρεία» έννοια δεν μπορεί παρά να προκαλεί κάποτε υποψίες όσον έχει να κάνει με το δημαγωγικό του πράγματος. Κατά κάποιον τρόπον, όχι και τόσον μυστήριον όσον φαίνεται, η γοητεία που προκαλεί η λέξη «αναρχικός» ακόμα και σε άτομα που κάθε άλλο παρά συμπαθούν τους σχετικούς ιδεολογικούς χώρους, δεν είναι τυχαία. Δεν είναι τυχαία, σίγουρα, μα πρωτίστως δεν  πρόκειται σε αυτή την περίπτωση περί αυθυπόστατης χρήσης της έννοιας, αν μάλιστα σκεφθεί κανείς πως πίσω από τις αντιεξουσιαστικές δηλώσεις πολλών ανθρώπων της χώρας μας, συχνά  δεν κρύβεται κάτι πιο γοητευτικό από το «δίκαιο της συμμορίας» και μερικά από τα πλέον ακατέργαστα και ωμά εξουσιαστικά σύνδρομα που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί.

Μα, εδώ, στους με ιδεολογική έννοια αυτοχαρακτηριζομένους αναρχικούς το ζήτημα της «εξουσίας» περιπλέκεται (κυρίως στην πράξη, επειδή στα πολιτικά θεωρήματα πάντοτε μερικά πράγματα μοιάζουν ανέφελα, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει πως δεν προκαλούν ραγδαίες βροχοπτώσεις στην πραγματικότητα…) σε τέτοιον βαθμόν και με τόσες άλυτες αντιφάσεις, ώστε κάποτε να αναρωτιέται κανείς για το πόσον εξουσιαστές περισσότερον θα ήταν πολλοί αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «αναρχικοί» αν δεν δηλώναν κιόλας τέτοιοι!

Αν στους αυτοδηλούμενους αναρχικούς, λοιπόν, ο όρος «εξουσία» και η αντιμετώπιση της πραγματικότητάς της, συχνά τους κάνει –για να το πω λαϊστί- «να μπλέκουν τα μπούτια τους» και να φανερώνονται …βασιλικώτεροι εκείνου του βασιλέως που μισούν όσον κανέναν άλλον, φανταστείτε πόσον ακόμα περισσότερον συμβαίνει αυτό σε όσους δηλώνουν «αναρχικοί» με ευρεία, μη πολιτική έννοια ή σκοπιμότητα προς χάριν μιας εύκολης δημαγωγίας και αυτοπροσπορισμού γοητείας.

Δεν είναι άγνωστο φυσικά το φαινόμενο και στους ποιητικούς χώρους. Ακόμα δε περισσότερον, αν αναλογιστεί κανείς ότι η «ποίηση» πάντα, και στον έναν ή τον άλλον βαθμό, συνδεόταν ως έννοια κατά έναν κάπως «συγκεχυμένο» τρόπο με την ιδέα της «αναρχίας». Κατά την γνώμη μου, όχι αδικαιολόγητα, όμως η κατάχρηση τόσον από άποψη εξαγγελίας όσον και από συμπεριφορική άποψη, κρύβει πάντα μια δημαγωγική μόδα και τίποτε περισσότερον.

Ιδιαίτερα, μάλιστα, στους σημερινούς καιρούς, στους οποίους  ο κόσμος της κουλτούρας, μικρός, μεγάλος, άξιος, ανάξιος, καλός, κακός, αντικουλτουρικός  και υποκουλτουρικός, έχει «πέσει με τα μούτρα» στο facebook, και μπορεί ασφαλώς να καταλάβει κανείς πως αυτό συμβαίνει ως επί το πλείστον προς χάριν δημαγωγίας και όχι προς όφελος του πνεύματος, με αποτέλεσμα ο εγχώριος πολιτισμός μας  να δέχεται (και) εξ αυτού του αταίριαστου γάμου «αγορεύσεως» και «κουλτούρας» ένα καίριο χτύπημα και να βυθίζεται τακτικά στους στροβίλους μιας αυτοϋπνωτιζομένης παρακμής.

Όμως το θέμα μου εδώ πρωτίστως εντοπίζεται στην ανίχνευση των κοινών τόπων μεταξύ ποίησης και αναρχίας, οι οποίοι, και παρά τις άνω αναφερθείσες αρνητικές προφάνειες, δεν είναι ανύπαρκτες. Βέβαια, και ως προς αυτόν τον σκοπό, καλό θα ήταν να ορίσουμε τον έναν πόλο του ζητήματος με αξιόσημα αναφοράς πολύ πίσω στον χρόνο. Δεν θα πάρουμε συνεπώς ως πρότυπο αναρχικού κάποιον που πάει και  …τα σπάει στους δρόμους για το  κέφι του και φωνάζει «ζήτω η αναρχία» (με ιδιαζόντως εξουσιαστική ορμή και πρόθεση βεβαίως…), αλλά ιστορικές μορφές του παρελθόντος, όπως, για παράδειγμα ο Κροπότκιν , ο Ελιζέ Ρεκλύ, η  Έμμα Γκόλντμαν. Αυτή η αναφορική προτίμηση εξ άλλου έχει σκοπό να μην αδικήσει τον όρο «αναρχία», με τον ίδιον τρόπον που αν θα θέλαμε να ομιλήσουμε για τις πλέον ουσιώδεις «ιδεολογικές» βάσεις του χριστιανισμού, δεν θα διαλέγαμε ως πρότυπο τους έξαλλους φονικούς όχλους που καίγαν κάποτε τους αρχαίους ναούς και έσφαζαν τους ιερείς αλλά και τους χωρικούς που ήταν προσκολλημένοι στην αρχαία ελληνική λατρεία, αλλά, θα προτιμούσαμε σίγουρα μορφές όπως ο Αυγουστίνος, ο Ισαάκ ο Σύρος, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, αλλά και ο Duns Scotus ή ο Θωμάς Ακινάτης κ.ά.

Στο κάτω κάτω υπάρχει όχι μόνον διαφορά οξύνοιας και μόρφωσης, αλλά και «συμπεριφορικού» πολιτισμού ανάμεσα στους παλαιότερους αναρχικούς και πολλούς «όξω καρδιά και σπάσ’ τα όλα» του σήμερα. Σπάνια θα βλέπατε παλαιό αναρχικό να μην ομιλεί με ιδιαίτερα πολιτισμένο τρόπο και σπανιότερα, ακόμα, θα ακούγατε έστω και μια βρισιά από αυτόν! Τουναντίον, σήμερα, σπάνια θα ακούσετε μια λέξη ανάμεσα στα λεγόμενα πολλών «αναρχικών» (δεν είναι όλοι φυσικά έτσι) που να μην είναι βρισιά ή μπινελίκι!

Όπως και να έχει όμως, και επανερχόμενοι στον κεντρικό άξονα του θέματος, οφείλει να πει κατ’ αρχάς κάποιος, πως, ναι, αναμφίβολα, η ποίηση παρουσιάζει κοινούς τόπους με την ιδέα της «αναρχίας», χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει κατ’ ελάχιστον πως θα μπορούσε να συμπέσει ολοκληρωτικά με αυτήν από άποψη πρόθεσης.

Αν θέλετε την γνώμη μου, η ποίηση ως είδος του γραπτού λόγου είναι πολύ πιο «αντιεξουσιαστική» από την πεζογραφία, στον βαθμό που η ίδια, και σε μεγάλο βαθμό, συνιστά ανατροπή και όχι διατήρηση του καθημερινού λόγου.  Πολύ σημαντικό ως προς το θέμα μας, αν το σκεφθεί κανείς αυτό σωστά. Επιπλέον, ό,τι αποκαλούμε «καθημερινός λόγος» σε ένα σημαντικό ποσοστό του είναι  γεμάτος από προσταγές, διαταγές,  επειγότητες, αναγκαιότητες, μη αντιστρεπτές τετελεσμένες χρονικότητες (που από την φύση τους όλα αυτά είναι πάντα εξουσιαστικά), αλλά και προσφυγές στην «αυθεντία», κλπ.

Στην ποίηση κάθε αιτιότητα (και μιλώντας τώρα από φιλοσοφική πλευρά) αίρεται ή έχει την δυνατότητα να αίρεται. Εφ’ όσον συμβαίνει αυτό, αίρεται αυτομάτως και κάθε αιτιατή «αναγκαιότητα» στην εκφορά των εννοιών και κατά συνέπειαν παύει να είναι τόσον δραστική οποιαδήποτε πρόθεση εξουσίας είτε αυτή είναι συνειδητή είτε ασυνείδητη.

Ένα ποίημα πάνω απ’ όλα είναι μια «συνείδηση» από τα έξω, δεν συνεπιφέρεται δηλαδή κατ’ ανάγκην από τις άμεσα τελούμενες διεργασίες της ανθρωπότητας.  Είναι ακόμα «απομεμακρυσμένο στον χρόνο» ως οπτική και εν κατακλείδι κάτι «παράλληλο» με την πραγματικότητα.

Από την φύση του αλλά και από την δυνατότητά του ένα ποίημα δεν επεμβαίνει (και ας υπάρχουν αφελείς που πιστεύουν πως η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο) και δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Το πολύ πολύ να αλλάξει κάποιον που είναι ήδη αλλαγμένος από μόνος του.

Βλέπουμε συνεπώς να προβάλλει κάπως εκφανέστερος ο φυσικός «αντιεξουσιαστικός» χαρακτήρας της ποίησης, και χωρίς αυτό φυσικά να έχει να κάνει στο ελάχιστο με τις εξουσιαστικότητες κάθε παρα-ποιητικής δραστηριότητας (δημόσιες σχέσεις, ανταγωνισμός νόμιμος ή μη νόμιμος κλπ.). Όμως αυτή η διαπίστωση κάθε άλλο παρά θα μας επέτρεπε να ταυτίσουμε την ποίηση με ένα μεγάλο μέρος της ιδεολογικής Αναρχίας, και παρά τις εκλεκτικές -αλλά και ουσιαστικές- ομοιότητες με αυτήν.

Η Αναρχία, έχει έναν συγκεκριμένο σκοπό «κοινωνικό» (μιας και οι αναρχικοί αποστρέφονται συνήθως τον όρο «πολιτικό»). Δεν αναζητά λιγότερο από άλλες ιδεολογικές θεωρήσεις την σαφώς συγκροτημένη και οργανωμένη σε διακοινωνική βάση «τάξη», με τον όρο, φυσικά, να εκλείπει πλέον η κεντρική κεφάλη της εξουσίας. Βέβαια, αυτό το όραμα περισσότερον προσεγγίζει τα ιδανικά του αναρχοκομμουνισμού παρά του αναρχοκολλεκτιβισμού και ουδόλως του αναρχοατομικισμού, όμως αυτό είναι άλλο θέμα.

Η ποίηση, από την άλλη, «αδιαφορεί» αρχικώς και συνολικώς ως τέχνη για όλα αυτά (ασχέτως αν ένας συγκεκριμένος ποιητής μπορεί να συντηρεί κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους στην σκέψη και την ποίησή του).

Η κίνησή της ποίησης δεν είναι «ιστορική» αλλά «αντι-ιστορική» με μια φιλοσοφική σημασία. Εννοώ, πως αν το ποιητικό φαινόμενο, ως προς μία πολύ σημαντική έννοια, είναι μετα-στοχασμός επί του ήδη «γεγονότος», τότε αυτό δεν συμβαίνει εξ ίσου στο έδαφος του «ιστορικού» αλλά στον αντίποδά του.

Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει σε αυτήν την περίπτωση κανένας «καθημερινός λόγος» που θα παρακολουθήσει το ιστορικό στο «γήπεδό του» αλλά ένας μη καθημερινός λόγος, αρκετά μακριά απ’ αυτό το τελευταίο.

Και εδώ έχουμε αμέσως αμέσως ένα «κλειδί» για να καταλάβουμε την πιο κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στην Ποίηση και την Αναρχία και παρά τις υπαρκτές, εκλεκτικές σίγουρα, συγγένειες μεταξύ τους. Την Ιστορία. Η Αναρχία ως θεώρηση και όραμα είναι γέννημα της Ιστορίας και σκοπός της, αναμφίβολα, είναι η δράση επ’ αυτής.

Η Ποίηση, από την άλλη,  αν και γέννημα της Ιστορίας, περισσότερον προσεγγίζει την έννοια της Φυγής-Fuga (με καμμίαν αρνητική έννοια του όρου). Φεύγει ή προσποιείται πως φεύγει από την Ιστορία, για να βρει τον εξισορροπητικό της «άλλο» πόλο, που θα της επιτρέψει επιπλέον να «κατανοήσει» καλύτερα (και σίγουρα εμμέσως) και την ίδια την Ιστορία.

Εν κατακλείδι: Ο αναρχικός επιθυμεί να αλλάξει τον κόσμο. Ο ποιητής επιθυμεί να «δει» τον κόσμο, όπως δεν θα μπορούσε να τον δει αν ενέμενε συνεχώς μέσα στην λελογισμένη ροή του.

Η ποίηση στο κάτω κάτω είναι ό,τι ανασκευάζει-ξαναφτιάχνει τον κόσμο χωρίς να τον βάζει στην …ταλαιπωρία να ξαναφτιάχνεται! Και ας μην εκληφθεί αυτό απλά ως μια χιουμοριστική διαπίστωση.

Είναι, πάνω απ’ όλα,  μια διαδικασία που θα μας γλίτωνε από πολλά ποτάμια διιστορικώς χυμένου αίματος από την άποψη της «πρόρρησης» και της τρομαχτικά εύστοχης διαίσθησης που παρουσιάζουν κάποτε οι πιο σημαντικοί ποιητές, τουλάχιστον, όπως άλλωστε και η ίδια η Ποίηση εν συνόλω, αν εκλαμβανόταν από την κοινωνία περισσότερον στα σοβαρά ως τέχνη.

Καίτοι το μοναδικό ίσως σοβαρό πράγμα που έχει απομείνει στον κόσμο (ιδιαίτερα σήμερα σε περίοδο τραγικής παρακμής και παρά την ανύπαρκτη σοβαρότητα πολλών ποιητών και «ποιητών»!), εν τούτοις σπάνια λαμβάνεται με την σοβαρότητα που της αξίζει από το  σύνολο μιας κοινωνίας που αυτοσχεδιάζει πρακτικιστικώς αλλά μόνον για να καταπέσει συνήθως σε ακόμα μεγαλύτερα αδιέξοδα των εφαρμογών. Προμηθεύς Δεσμώτης ακόμα το ποιητικό φαινόμενο, αλλά σε ένα κοινωνικό σύνολο-Επιμηθέα.

Στο κάτω κάτω, αν δεν υπήρχε ακόμα αυτή η αντίφαση, αυτό θα σήμαινε πως θα είχε τελειώσει ιστορικώς ο ρόλος της γραπτής ποίησης. Όμως απέχουμε ακόμα πολύ από κάτι τέτοιο.

~ ~ ~

Οι στήλες του ΝΠ. gr

ΝΠ | ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ : γράφει ο Δ. Πλατανιάς

 

Αθανάσιος Β. Γαλανάκης: Σονέτα

Schrodinger's cat, illustration

~ . ~ 

Ι

Πάει καιρὸς ποὺ τὸ ἀπρόβλεπτο λησμόνησα.
Μιὰ βόλτα ἔκτακτη, μιὰ τρέλα, ἕνα γήπεδο…
Μοιάζω μὲ κώνους σταθεροὺς ποὺ στέκουν μόνοι σὰ
φυλακισμένους πλαστουργούς. Κι ἀκόμη εἶμ’ ἐδῶ

μὲ μιὰ καρδιὰ πού ’ναι γιὰ πάντα χαλασμένη.
Τὸ πρῶτο ἔμφραγμα στὰ εἴκοσι καὶ δύο.
Μοιάζω μὲ διάττοντες ἀστέρες· σαστισμένοι,
προτοῦ νὰ ποῦνε «ἀνατέλλω» λένε «δύω».

Εἶν’ ἡ ζωή μου σὰν τοῦ Schrödinger τὴ γάτα
πάνω ποὺ λέω πὼς ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει!
Τρέμω τὴν ὧρα ποὺ τὰ ὡραῖα μου τὰ νιάτα

θὰ μοῦ ζητήσουνε τὸ λόγο τῆς ταφῆς τους.
Μὰ ὅ,τι θ’ ἀφήσω πιὰ στὴ μνήμη τῆς ἀφῆς τους
ἡ αἴσθηση εἶναι τῆς μ(π)ανιέρας τοῦ Πετράρχη.

~ . ~

ΙΙ

Καπνοί, σκόνη, γραφεῖα, κονδυλοφόροι
τὸ λάθος γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει.
Λέξεις, νωθροὶ κομπάρσοι, ἀχθοφόροι.
Ρουτίνα ζοφερή, ποὺ ἔχει ἀλλάξει.

Στοὺς ὤμους, τὸ φεγγάρι πανωφόρι.
Μὲ διαφορὰ περίπου μία τάξη.
Μᾶς τσάκισαν ξανὰ τοῦ Θεοῦ οἱ φόροι.
Τὸ πανωφόρι πού ’πα πρίν· μετάξι.

Σονέτο γράφω γιὰ ἐσὲ Ὥραία.
Μὲ χασμωδία μὴ λειτουργική.
Τὸ μέτρο τὸ ἐρωτικὸ ἴσως θά ’ναι

γιὰ μένα τῆς ζωής μου ἡ αὐλαία.
Μιὰ πάλη μὲ τὴ λέξη ταξική.
Ὁ ἐραστής σου νά ’μαι Ἔμμα κᾶνε.

~ . ~

ΙΙΙ

Πῆγα νὰ γράψω δύο σὲ μιὰ νύχτα
καὶ εἶδα πὼς ἡ ἔμπνευση ἐχάθη.
Δὲν εἶναι τὰ σονέτα ζάρια· ρίχ’ τα!
Θέλουν δουλειά, ἐπιμονὴ καὶ πάθη.

Στὶς τέσσερις καὶ δέκα τὶς ἀράδες
τὸ «διόλου» πρέπει «μάλιστα» νὰ γίνει.
Δὲν εἶναι σὰν τοῦ Κάλβου τὶς δορκάδες·
Εἶναι τοῦ πόθου ὁ στίχος ναφθαλίνη.

Ὅλο σκουπίδια μάζεψε ἡ ὁκτάβα
καὶ ἦρθε ἡ ὥρα ἐδῶ νὰ σταματήσει
ἡ ἀπόπειρα αὐτὴ γιὰ ἕνα ποίημα.

Μᾶλλον πρέπει νὰ ξαναπάω στὴν κάβα
νὰ φτάσω στὸ ὑπέρτατο μεθύσι.
Μὴν εἶναι τὸ σονέτο ἄλλο ἕνα θύμα.

~ . ~

IV

Κάτι σὰν «Summertime sadness» γιὰ ἀγόρια
Κάτι σὰν αἴσθημα ἀπώλειας μὲ δονεῖ.
Κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἀτόφια στεναχώρια
Κάτι ποὺ μοιάζει μ’ ἕνα «μὴ» χωρὶς τὸ νί.

Κάτι σὰν κρέας σὲ ταβερνεῖο στὰ ψαροχώρια
Κάτι σὰν ἕνα βρώμικο καὶ γκρὶ χωνί.
Κάτι ποὺ δὲ ζεσταίνει σὰν τὰ πανωφόρια
Κάτι ποὺ μοιάζει μ’ ἕνα δόντι ποὺ πονεῖ.

Σὰν ὅλ’ αὐτὰ καὶ ἄλλα τόσα κι ἄλλα τόσα
Ὅπως κατάλογοι φθηνῆς patisserie
Σὰν μιὰ προσπάθεια νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ γλώσσα

Σὰν τὰ τσιγάρα σου· – Καρέλια θέλω. – Πόσα;
Ὅπως μιὰ νύχτα ποὺ τὴν τράβηξες σερί.
Ἔτσι μικρὸς θὰ γράφω πάντα μπρὸς στὴ Λόσα.

~ . ~

V

Τοῦ αἰδοίου τοῦ ἐρυθροῦ σου τὸ χεῖλος,
τριαντάφυλλο μυριστικό.
Σὰν προβάλλω νερὸ βγάζει – Νεῖλος·
τὸ βυζαίνω σὰν θηλαστικό.

Τοῦ πρωκτοῦ ἡ ὠπὴ σὰν στολίδι
θὰ ζηλεύει τὰ τόσα φιλιά.
Τοῦ σφιγκτήρα τὸ σθένος σὰ στρείδι
θὰ ἀνοίξω τὴν πρωταπριλιά.

Σὲ σονέτο τὰ τόσα βρωμόλογα
εὐτελίζουν τὴν φόρμα τὴν πρώτη.
Μᾶλλον πρέπει νὰ μπεῖ στὸ συρτάρι.

Θά ’ταν ὄμορφα ἀντὶ νὰ σοῦ τό ’λεγα
νὰ σὲ ξάπλωνα ὅπως οἱ πιερότοι.
Στάλες σπέρμα σὰν μαργαριτάρι.

~ . ~

VI

Κι ἂν δὲν εἶναι ὁ μύθος φενάκη;
Κι ἂν τὸν ἔζησε ὁ ποιητής;
Κι ἂν τὸ εὐχάριστο παραμυθάκι
εἶναι ἀπαύγασμα βίου-εἰρκτῆς;

Ποιός μπορεῖ μὲ μιὰ σίγουρη γνώμη
τοῦ ἀναγνώστη ποὺ θέλει νὰ βρεῖ
ἂν τῆς ζήσης οἱ αἰώνιοι νόμοι
εἶναι βίωμα κάποιου ποὺ βρί-

θει ἐμπειρίας καὶ οἴησης θεϊκῆς;
Στὸ πεντάστιχο ποὺ άπομένει
θὰ τελειώσω τὸ ποίημα γλυκὰ

σὰν ποιητής ζαχαροπλαστικῆς.
Τὸ σονέτο μου νά!, πῶς πεθαίνει
σὰν τὴ λάμψη ἀπὸ βεγγαλικά.

~ . ~

VII

Μὲ τὴ βάρκα μου πλέω στὸ διάστημα
τῆς σελίδας ποὺ γράφω καὶ σβήνω.
Γιὰ τὴν ποίηση μοῦ λέν’ ὅλοι «ἄσ’ τη» μὰ
ἔχω χρέος νὰ γράφω γιὰ κεῖνο

τὸ χαμόγελο. Γιὰ μιὰ χλωρόφθαλμη
κορασίδα ποὺ ὀνόμασα Μούσα.
Ὅσο σκέφτομαι ρίμες οἱ ὀφθαλμοί
μου διαστέλλονται ὡς ν’ ἀγαποῦσα.

Ὅσο κι ἄν προσπαθήσω τὸ ἀνείπωτο
τοῦ μοντέρνου μοῦ φέρνει τὴ θλίψη.
Κι ἂν ἡ ποίηση μιὰ μέρα ἐκλείψει

σὰν μπουκάλι στὸ σπίτι ἀπὸ ἡδύποτο
θά ’χω χάσει τὴ Μούσα γιὰ πάντα.
Ν’ ἀποφεύγονται τέτοια συμβάντα.