Month: Φεβρουαρίου 2017

Μιχαήλ Μπαχτίν: Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του

rabela-pant

~ . ~

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Μιχαήλ Μπαχτίν, Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, που θα κυκλοφορήσει την επόμενη Τρίτη, 7 Μαρτίου 2017, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης σε μετάφραση Γιώργου Πινακούλα.

~ . ~

Ήδη ο Ρονσάρ και η Πλειάδα είχαν πειστεί για την ύπαρξη της ιεραρχίας των ειδών. Αυτή η ιδέα, σε γενικές γραμμές δανεισμένη απ’ την αρχαιότητα αλλά έχοντας υποστεί επεξεργασία στο γαλλικό έδαφος, δεν θα μπορούσε βέβαια, σε καμία περίπτωση, να αποκτήσει αμέσως ρίζες. Η Πλειάδα ήταν ακόμα σε αυτά τα ζητήματα πολύ φιλελεύθερη και δημοκρατική.

Τα μέλη της συμπεριφέρονταν προς τον Ραμπελαί με μεγάλο σεβασμό και μπορούσαν να εκτιμήσουν την πραγματική του αξία, ιδιαίτερα οι ντυ Μπελλαί και ντε Μπαΐφ. Ωστόσο, αυτή η υψηλή εκτίμηση του συγγραφέα μας (και η ισχυρή επίδραση της γλώσσας του στη γλώσσα της Πλειάδας) ερχόταν σε αντίθεση με τη θέση του στην ιεραρχία των ειδών, θέση πάρα πολύ χαμηλή, σχεδόν στο κατώφλι της λογοτεχνίας. Αλλά αυτή η ιεραρχία ήταν προς το παρόν μόνο μια αφηρημένη και όχι απόλυτα σαφής ιδέα. Έπρεπε να λάβουν χώρα κάποιες κοινωνικές, πολιτικές και γενικές ιδεολογικές αλλαγές και εξελίξεις, έπρεπε να διαφοροποιηθεί και να στενέψει ο κύκλος των αναγνωστών και των κριτών της μεγάλης επίσημης λογοτεχνίας για να γίνει η ιεραρχία των ειδών έκφραση του πραγματικού συσχετισμού τους εντός των ορίων αυτής της μεγάλης λογοτεχνίας, για να γίνει μια πραγματική κανονιστική και προσδιοριστική δύναμη.

Αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε, όπως είναι γνωστό, κατά τον 17ο αιώνα,αλλά άρχισε να γίνεται αισθητή ήδη στο τέλος του 16ου. Τότε αρχίζει ήδη να δημιουργείται για τον Ραμπελαί η ιδέα ότι είναι απλώς ευχάριστος, απλώς εύθυμος συγγραφέας. Αυτή ήταν, όπως είναι γνωστό, και η μοίρα του Δον Κιχώτη, που για πολύ καιρό θεωρούνταν ότι ανήκει στην κατηγορία των ελαφρών αναγνωσμάτων. Αυτό συνέβη και με τον Ραμπελαί, που άρχισε, στα τέλη του 16ου αιώνα, να πέφτει όλο και χαμηλότερα, μέχρι το κατώφλι της μεγάλης λογοτεχνίας, μέχρι που βρέθηκε σχεδόν εντελώς έξω απ’ αυτό το κατώφλι.

Ήδη ο Μονταίνι, που ήταν σαράντα χρόνια νεότερος απ’ τον Ραμπελαί, γράφει στα Δοκίμια:

Μεταξύ των βιβλίων σύγχρονων συγγραφέων τα οποία προσφέρουν ανεπιτήδευτη τέρψη (simplement plaisants), βρίσκω πως το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, [τα έργα του Φρανσουά] Ραμπελαί και τα Φιλιά του Ιωάννη Σεγούντου (αν πρέπει να τα τοποθετήσουμε σε αυτή την κατηγορία [των σύγχρονων έργων]) είναι άξια να ξοδεύει κανείς χρόνο για να τα διαβάσει (dignesqu’ens’amuse).[i]

Ωστόσο, αυτό το «προσφέρουν ανεπιτήδευτη τέρψη» (simplement plaisants) του Μονταίνι βρίσκεται ακόμα στη μεθόριο μεταξύ της παλιάς και της νέας κατανόησης και αξιολόγησης του «ευχάριστου» (plaisant), του «εύθυμου» (joyeux), του «ψυχαγωγικού» (récréatif) και άλλων ανάλογων επιθέτων που τόσο συχνά κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα περιλαμβάνονται στους τίτλους των έργων.[ii] Η έννοια του ευχάριστου και εύθυμου δεν είχε ακόμα στενέψει οριστικά για τον Μονταίνι και δεν είχε αποκτήσει ακόμα τη χροιά ενός πράγματος χαμηλού και ασήμαντου. Ο ίδιος ο Μονταίνι γράφει σε άλλο σημείο των Δοκιμίων:

Όσο για μένα, δεν αγαπώ παρά βιβλία ευχάριστα (plaisants) και εύκολα (faciles), που με τέρπουν, ή εκείνα που με παρηγορούν και με συμβουλεύουν να ελέγχω τη ζωή και το θάνατό μου (à regler ma vie et ma mort).[iii]

Σε αυτό το παράθεμα είναι σαφές ότι απ’ όλη τη λογοτεχνία με την κυριολεκτική έννοια ο Μονταίνι προτιμά ακριβώς τα ευχάριστα και εύκολα βιβλία, αφού με τα άλλα, τα βιβλία παρηγοριάς και συμβουλής, εννοεί, βέβαια, όχι τη λογοτεχνία αλλά βιβλία φιλοσοφικά, θεολογικά και, πάνω απ’ όλα, βιβλία ίδιου τύπου με τα Δοκίμια (Μάρκος Αυρήλιος, Σενέκας, Ηθικά του Πλουτάρχου κ.λπ.). Η λογοτεχνία γι’ αυτόν είναι ακόμα κατά βάση η ευχάριστη, εύθυμη, ψυχαγωγική γραμματεία.[iv] Απ’ αυτή την άποψη, είναι ακόμα ένας άνθρωπος του 16ου αιώνα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι το ζήτημα της ρύθμισης της ζωής και του θανάτου εξαιρείται εντελώς πια απ’ το πεδίο δικαιοδοσίας του εύθυμου γέλιου. Ο Ραμπελαί, πλάι στον Βοκκάκιο και τον Ιωάννη Σεγούντο, «είναι άξιος να ξοδεύει κανείς χρόνο για να τον διαβάσει», αλλά δεν ανήκει στους παρηγορητές και συμβούλους σε θέματα «ρύθμισης της ζωής και του θανάτου». Ακριβώς όμως ένας τέτοιος παρηγορητής και σύμβουλος ήταν ο Ραμπελαί για τους συγχρόνους του. Το ζήτημα της ρύθμισης της ζωής και του θανάτου μπορούσε ακόμα να τεθεί στο εύθυμο επίπεδο, στο επίπεδο του γέλιου.

gargaΗ εποχή του Ραμπελαί, του Θερβάντες και του Σαίξπηρ είναι ένα πραγματικό σημείο καμπής στην ιστορία του γέλιου. Πουθενά αλλού τα όρια που χωρίζουν τον 17ο και τους επόμενους αιώνες απ’ την εποχή της Αναγέννησης δεν έχουν τόσο έντονο, θεμελιώδη και σαφή χαρακτήρα όσο ακριβώς στη σφαίρα της σχέσης με το γέλιο.

Η στάση της Αναγέννησης προς το γέλιο μπορεί να περιγραφεί προκαταρκτικά και αδρά ως εξής: Το γέλιο έχει βαθιά κοσμοθεωρητική σημασία, είναι μία απ’ τις ουσιαστικότερες μορφές της αλήθειας για τον κόσμο στο σύνολό του, για την ιστορία, για τον άνθρωπο· είναι μια ιδιαίτερη οικουμενική θεώρηση του κόσμου, που τον βλέπει διαφορετικά, αλλά όχι λιγότερο (και ίσως περισσότερο) βαθυστόχαστα απ’ ό,τι η σοβαρότητα· γι’ αυτό το γέλιο είναι τόσο αποδεκτό στη μεγάλη λογοτεχνία (που θέτει οικουμενικά προβλήματα) όσο και η σοβαρότητα· κάποιες πολύ ουσιώδεις όψεις του κόσμου είναι προσιτές μόνο με το γέλιο.

Η στάση όμως του 17ου και των επόμενων αιώνων προς το γέλιο μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξής: Το γέλιο δεν μπορεί να είναι μια οικουμενική, κοσμοθεωρητική μορφή· μπορεί να αναφέρεται μόνο σε κάποια ιδιωτικά και ιδιωτικά-τυπικά φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, φαινόμενα αρνητικής τάξης· το ουσιώδες και σημαντικό δεν μπορεί να είναι αστείο· ούτε μπορεί να είναι αστεία η ιστορία και οι άνθρωποι που την εκπροσωπούν (βασιλιάδες, στρατηλάτες, ήρωες)· το πεδίο του αστείου είναι στενό και συγκεκριμένο (ιδιωτικά και κοινωνικά ελαττώματα)· η ουσιώδης αλήθεια για τον κόσμο και για τον άνθρωπο δεν μπορεί να ειπωθεί στη γλώσσα του γέλιου, εδώ ταιριάζει μόνο ο σοβαρός τόνος· γι’ αυτό στη λογοτεχνία η θέση του γέλιου είναι μόνο στα χαμηλά είδη, που απεικονίζουν τη ζωή των ατόμων-ιδιωτών και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων· το γέλιο είναι είτε μια ελαφρά διασκέδαση είτε ένα είδος κοινωνικά χρήσιμης τιμωρίας για ανθρώπους φαύλους και ποταπούς. Έτσι μπορεί να περιγραφεί –κάπως απλουστευτικά βέβαια– η στάση προς το γέλιο του 17ου και του 18ου αιώνα.

Την ιδιαίτερη στάση της προς το γέλιο η Αναγέννηση την εξέφρασε, πρώτα απ’ όλα, με την ίδια την πρακτική της λογοτεχνικής δημιουργίας της και των φιλολογικών αξιολογήσεών της. Αλλά δεν υπήρξε έλλειψη θεωρητικών κρίσεων που δικαιολογούσαν το γέλιο ως οικουμενική, κοσμοθεωρητική μορφή. Αυτή η αναγεννησιακή θεωρία του γέλιου οικοδομήθηκε σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε αρχαίες πηγές. Ο ίδιος ο Ραμπελαί την ανέπτυξε στον παλιό και στον νέο πρόλογο του τέταρτου βιβλίου του μυθιστορήματός του, βασισμένος κυρίως στον Ιπποκράτη. Ο ρόλος του Ιπποκράτη ως ενός είδους θεωρητικού του γέλιου ήταν εκείνη την εποχή πολύ σημαντικός. Επιπλέον, στηρίχτηκε όχι μόνο στις παρατηρήσεις του στις ιατρικές πραγματείες σχετικά με τη σπουδαιότητα της εύθυμης και ζωηρής διάθεσης του γιατρού και των ασθενών για την πάλη με τις αρρώστιες,[v] αλλά και στο λεγόμενο Ιπποκρατικό μυθιστόρημα. Αυτό ήταν μια συνημμένη στην Ιπποκρατική συλλογή (Corpus Hippocraticum) αλληλογραφία του Ιπποκράτη (απόκρυφη, βέβαια) σχετικά με την «τρέλα» του Δημόκριτου, που εκφράστηκε με το γέλιο του. Στο Ιπποκρατικό μυθιστόρημα το γέλιο του Δημόκριτου έχει φιλοσοφικό κοσμοθεωρητικό χαρακτήρα και αντικείμενό του είναι η ανθρώπινη ζωή και όλοι οι μάταιοι ανθρώπινοι φόβοι και οι ελπίδες, που σχετίζονται με τους θεούς και τη μεταθανάτια ζωή. Ο Δημόκριτος υποστηρίζει εδώ ότι το γέλιο είναι μια ολόκληρη κοσμοθεωρία, μια κάποια πνευματική θέση του ανθρώπου που ωριμάζει και αφυπνίζεται· και ο Ιπποκράτης συμφωνεί τελικά μαζί του.

Η διδασκαλία για τη θεραπευτική δύναμη του γέλιου και η φιλοσοφία του γέλιου στο Ιπποκρατικό μυθιστόρημα απήλαυαν ιδιαίτερης αναγνώρισης και φήμης στην ιατρική σχολή του Μονπελιέ, όπου σπούδασε, και αργότερα δίδαξε, ο Ραμπελαί. Ένα μέλος αυτής της σχολής, ο διάσημος γιατρός Λοράν Ζουμπέρ, δημοσίευσε στα 1560 μια ειδική πραγματεία για το γέλιο υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο: Traité du ris, contenant son essance, ses causes et ses mervelheus effais, curieusement recherchés, raisonnés et observés par m. Laur. Joubert (Πραγματεία περί του γέλιου, που περιέχει την ουσία του, τις αιτίες του και τα θαυμάσια αποτελέσματά του, τα οποία ερευνήθηκαν με περιέργεια, τεκμηριώθηκαν και παρατηρήθηκαν απ’ τον κ. Λορ. Ζουμπέρ). Στα 1579 εξέδωσε στο Παρίσι μια άλλη πραγματεία του με τίτλο: La cause morale du ris, delexcellentet très renommé Démocrite, expliquée et témoignée par ce divin Hippocrasenses Epitres (Η ηθική αιτία του γέλιου, του εξαιρετικού και πολύ ονομαστού Δημόκριτου, εξηγημένη και επιβεβαιωμένη απ’ τον θείο Ιπποκράτη στις επιστολές του), που ήταν, στην ουσία, η γαλλική εκδοχή του τελευταίου μέρους του Ιπποκρατικού μυθιστορήματος.

Αυτές οι εργασίες για τη φιλοσοφία του γέλιου εκδόθηκαν μετά το θάνατο του Ραμπελαί, αλλά ήταν απλώς μια αργοπορημένη ηχώ των σκέψεων και των συζητήσεων περί γέλιου οι οποίες έλαβαν χώρα στο Μονπελιέ ήδη κατά την εποχή που βρισκόταν εκεί ο Ραμπελαί και οι οποίες καθόρισαν και τη ραμπελαισιανή θεωρία για τη θεραπευτική δύναμη του γέλιου και για τον «εύθυμο γιατρό».

~ . ~

bacht

 

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

[i] Μισέλ ντε Μονταίνι, Δοκίμια. Βιβλίο δεύτερο, μτφρ.-εισ. Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005, σελ. 106. Αυτό το χωρίο γράφτηκε γύρω στο 1580.

[ii] Ιδού, για παράδειγμα, ο τίτλος ενός θαυμάσιου βιβλίου του 16ου αιώνα, που ανήκει στον Μποναβεντύρ ντε Περιέ: Nouvelles récréations et joyeux devis, δηλαδή Νέες διασκεδάσεις και εύθυμες συνομιλίες.

[iii] Μισέλ ντε Μονταίνι, Δοκίμια. Βιβλίο πρώτο, μτφρ.-εισ. Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2003, σελ. 323.

[iv] Το επίθετο «plaisant» χρησιμοποιούνταν κατά τον 16ο αιώνα γενικά για όλα τα λογοτεχνικά έργα, ανεξάρτητα απ’ το είδος τους. Το πιο σεβαστό και επιδραστικό έργο του παρελθόντος για τον 16ο αιώνα ήταν η Μυθιστορία του ρόδου (Roman de la Rose). Στα 1527 ο Κλεμάν Μαρό δημοσίευσε μια κάπως εκσυγχρονισμένη (ως προς τη γλώσσα) έκδοση αυτού του σπουδαίου μνημείου της παγκόσμιας λογοτεχνίας και στον πρόλογο το συστήνει με τις ακόλουθες λέξεις: «C’est le plaisant livre du “Rommant de la Rose”» [«Είναι το ευχάριστο βιβλίο της Μυθιστορίας του ρόδου»].

[v] Ιδιαίτερα στο έκτο βιβλίο των Επιδημιών, στο οποίο παραπέμπει και ο Ραμπελαί στους προαναφερθέντες προλόγους.

Το μικρό και το μεγάλο

ba2222

~.~

του  ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ~.~

Πολλές ιερεμιάδες εξακοντίζονται πανταχόθεν τα τελευταία χρόνια για την αποστροφή που δείχνει ο μέσος αναγνώστης προς τα μεγάλα, εκτεταμένα, πολυσέλιδα κείμενα. Έχουμε χάσει την εξοικείωσή μας με τα ογκώδη βιβλία, λένε. Χειμαζόμενοι από ένα καθολικό (αν και τυπικά αδιάγνωστο) σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής αδυνατούμε να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις της προσηλωμένης ανάγνωσης. Διασπάται η προσοχή μας, δεν έχουμε χρόνο, νυστάζουμε, δουλεύουμε πολύ, τρέχουμε, χαζεύουμε στο ίντερνετ. Η ανάγνωση του μεγάλου βιβλίου με τους χρόνους που απαιτεί, τους ρυθμούς της, τη δέσμευση που προϋποθέτει, τη δέουσα αφοσίωση, καθίσταται πραγματική πολυτέλεια στο ασφυκτικό πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου ζωής. Πόσο μάλλον όταν το κύριο μέλημα των περισσοτέρων είναι απλώς η επιβίωση κάτω από τις δύστηνες οικονομικές συνθήκες που μας περιβάλλουν.

Κι όμως τα μεγάλα βιβλία έχουν ακόμα την πρωτοκαθεδρία στις προτιμήσεις των αναγνωστών. Αυτό δηλούν τουλάχιστον οι λίστες των ευπώλητων. Τωόντι τα περισσότερα best seller -είτε πρόκειται για ποιοτικά έργα είτε για φτηνά αναγνώσματα- έχουν εκτόπισμα και καταλαμβάνουν χώρο στις βιβλιοθήκες, ενώ το αδιάλειπτο κουβάλημά τους από τα ισχνά και ατροφικά χέρια των βιβλιοφάγων μπορεί να προκαλέσει από μυϊκές θλάσεις μέχρι και τενοντίτιδες.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι υπάρχουν εκδότες που δεν δέχονται καν μυθιστορήματα με λιγότερες από 300 σελίδες. Ειδάλλως θεωρούν μια τέτοια επένδυση (οι ίδιοι αλλά και μεγάλη μερίδα των αναγνωστών τους προφανώς) πεταμένα λεφτά. Είναι αλήθεια ότι η παροιμία “ουκ εν τω πολλώ το ευ” έχει χάσει την ισχύ της στην ματαιόδοξη και βουλιμική εποχή μας. Ακόμα και στο θέατρο ακούμε πολύ συχνά την ερώτηση “πόσοι ηθοποιοί παίζουν;” λες και υπάρχει κάποια μυστική αναλογία ανάμεσα στον αριθμό των συντελεστών και το αισθητικό αποτέλεσμα, ένας αλγόριθμος που ορίζει την στάθμη της ποιότητας του θεάματος.

Παρ’ όλα αυτά η ιντερνετική ανάγνωση, που κακά τα ψέματα έχει καταλάβει μεγάλο μέρος της αναγνωστικής μας δραστηριότητας, επιτάσσει άλλους ρυθμούς, άλλες αντοχές, διαφορετική ανοχή στο διάβασμα κειμένων. Μπροστά στην οθόνη διαβάζουμε γρήγορα, πεταχτά, αποσπασματικά, ανοίγουμε πολλές και διαφορετικές σελίδες και πεταγόμαστε πότε στη μια και πότε στην άλλη, περιτρέχουμε σταυρωτά τις παραγράφους και γενικά επιδεικνύουμε εγγενή απέχθεια προς τα εκτενή κείμενα. Με λίγα λόγια αρθρίδια σαν και το παρόν (που απαρτίζεται από 2000 λέξεις περίπου) αντενδείκνυνται για ιντερνετική χρήση. Ο βιαστικός αναγνώστης που ψάχνει εναγωνίως data, πληροφορίες, νέα, ευτράπελα ή επιζητά απλώς να σκοτώσει την ώρα του και να ξεσκάσει, θα το προσπεράσει χωρίς δεύτερη σκέψη τσεκάροντας απλώς και μόνο το μέγεθός του. Αλλά και ο πιο απαιτητικός αναγνώστης δυσκολεύεται να παραδοθεί σε ρυθμούς που είναι λίγο εκτός εποχής, ειδικά όταν ξεροσταλιάζει μπροστά σε μία οθόνη.

Με λίγα λόγια μας θέλγουν ακόμα τα ογκώδη βιβλία (και ακολούθως τα μεγάλα κείμενα) στην φυσική τους μορφή, αλλά μας απωθούν κάπως όταν είμαστε αναγκασμένοι να τα διατρέξουμε μέσα από την οθόνη του υπολογιστή μας. Προφανώς αυτά τα προσκόμματα θα εξαλειφθούν στο μέλλον (άπαντες θα διαβάζουν από οθόνες), αλλά στην μεταβατική περίοδο που διανύουμε μια τέτοια διάκριση είναι νομίζω οφθαλμοφανής.

Μηδέν κακό αμιγές καλού. Το ίντερνετ, μαζί με όλες τις αλλαγές που επέφερε στη ζωή μας, και παρά την μειοδοσία του προς το μεγάλο κείμενο, πριμοδότησε, εξύψωσε και σχεδόν αποθέωσε το μικρό. Είτε αυτό είναι άρθρο, είτε είναι μικρό διήγημα, είτε είναι ποίημα. Υπάρχει ένας αμφίδρομος μηχανισμός παραγωγής και κατανάλωσης γραπτού λόγου που μέσα από την διαδικτυακή συνένωση δημιουργεί αναγνωστικά ειωθότα. Διαβάζουμε αυτό που (αφειδώς) μας προσφέρεται και γράφουμε αυτό που ζητά το αναγνωστικό κοινό. Έτσι φτάνουμε στον εξοβελισμό του μεγάλου κειμένου από το διαδίκτυο ή έστω την σχετική περιθωριοποίησή του, και στον πολλαπλασιασμό, την άνθιση, την αναγέννηση του μικρού. Θα περιμέναμε κάτι τέτοιο να έχει και ένα άλφα ποιοτικό αντίκρισμα. Να οδηγηθούμε σε παραδείγματα συμπύκνωσης του νοήματος, να γίνουμε κοινωνοί μιας λείανσης του λόγου, να παρατηρήσουμε επιμονή στην λεπτομέρεια, ακρίβεια στην έκφραση, σαφήνεια, ενάργεια, εκλέπτυνση, να ταυτοποιήσουμε, τέλος, καλύτερο έλεγχο του λεκτικού υλικού. Όλα αυτά παρέμειναν – φευ- μάταιες προσδοκίες.

Αυτό που μαρτυρούμε αντιθέτως είναι άπειρα παραδείγματα έκπτωσης του γραπτού λόγου: ιδεολογική απίσχνανση, αισθητική χωλότητα, λεκτική ένδεια, ασάφεια, σολοικισμό, έλλειψη βάθους και προοπτικής. Το κείμενο στην εποχή της ιντερνετικής ανάγνωσης τείνει να λειτουργεί πολλές φορές ως πλατφόρμα προσωπικής διαφήμισης, ναρκισσιστικού άγχους, ωραιοπάθειας και ματαιοδοξίας. Θα αναρωτηθεί κανείς, πάντα δεν ήταν έτσι; Όχι. Διότι άλλοτε δεν υπήρχε το άμεσο feedback, η ανταπόκριση, ο σχολιασμός, η δυνατότητα κοινοποίησης, η έννοια του viral. Με το που έγραφες και δημοσίευες ένα κείμενο, αυτό έμπαινε σε μια μυστηριώδη επικράτεια δίκαιης και αναπόφευκτης σιωπής. Ανήκε μεν στην δημόσια σφαίρα, αλλά η αναδιαπραγμάτευσή του (μια δημιουργική και άρρητη άλεση) γινόταν στα μυαλά των ανθρώπων ή σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις. Ακόμα και όταν πυροδοτούσε δημόσιο διάλογο αυτός γινόταν με συντεταγμένους όρους, με συγκρότηση, με τους κανόνες του αποχρώντος λόγου. Δεν υπέκειτο στο χάος της πολυφωνίας και τις ευκολίες που παρέχει σήμερα ο δημόσιος και απρόσωπος σχολιασμός (που φτάνει σε σημεία απόλυτης οχλοκρατίας).

Με την έξαρση του ίντερνετ και των ΜΜΕ είναι σα να ξεσάλωσε ξαφνικά το συλλογικό ασυνείδητο μιας αναβράζουσας πολλαπλότητας. Ό,τι πιο πριν βρισκόταν σε λανθάνουσα κατάσταση, καταχωνιασμένο μέσα στις ψυχές ή στον νου των ανθρώπων, τώρα έχει φωνή, εικόνα, εκτίθεται στη δημόσια σφαίρα, πιάνει χώρο στην κοινή αντίληψη και συνδιαμορφώνει συνειδήσεις. Μπορεί να εκφράζεται με βρυχηθμούς, οιμωγές, άναρθρες κραυγές, να ξοδεύεται σε ουτιδανές αναλύσεις, αλλά έχει θέση, διεκδικεί παρουσία.

Ας ρίξουμε μια γενική ματιά στη λογοτεχνία του διαδικτύου που συμμορφωμένη σε αυτά τα δεδομένα προσπαθεί να αρθρώσει τον δικό της αυτόνομο λόγο. Δεν χρειάζεται καν να διαβούμε το κατώφλι της ερμηνείας και να υπεισέλθουμε σε ειδικά θέματα γραμματολογίας για να διαπιστώσουμε ότι κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της (λογοτεχνικής μας) Δανιμαρκίας. Αυτό που βλέπουμε με μια πρώτη ματιά είναι η απωθητική πρεμούρα των νέων δημιουργών να φανούν, να ανελιχθούν, να ξεχωρίσουν, να καθιερωθούν. Θα μου πείτε και που είναι το κακό; Ο λογοτεχνικός στίβος δεν αποκλείει την άμιλλα, ίσα ίσα την ενθαρρύνει. Ασφαλώς, όμως υπάρχει μια μικρή διαφορά. Συμβαίνει ένα ιστορικό παράδοξο: τα μέσα προβολής φαίνονται για πρώτη φορά να είναι στα χέρια των δημιουργών (δεν θέλω να κάνω αναγωγές στην ιστορική περίοδο που τα μέσα παραγωγής είχαν περιπέσει στα χέρια των εργατών, αν και με έναν διεστραμμένο, παραμορφωτικό τρόπο αυτό είναι αναπόφευκτο…). Αυτό συνιστά ενδιαφέρουσα εξέλιξη στο προτσές των λογοτεχνικών μας πραγμάτων, και θα έχει σίγουρα αρνητικές και θετικές συνέπειες στον τρόπο διαχείρισης του λογοτεχνικού προϊόντος.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι λεγόμενοι ποιητές της γενιάς της κρίσης έχουν καταβαραθρώσει ακόμα και τους περισπούδαστους μυθιστοριογράφους του ’80 και του ‘90 σε επίπεδο επικοινωνίας, προώθησης και επίδειξης. Καθώς τα παραδοσιακά life style έντυπα κλείνουν το ένα μετά το άλλο (αλήθεια έχει μείνει κανένα;), όπως και οι εφημερίδες που έχουν έτσι και αλλιώς απολέσει εδώ και καιρό την αναγνωστική τους ισχύ και την επιδραστικότητά τους, αναδεικνύονται νέα μέσα προβολής, επιβολής και καθιέρωσης μιας λογοτεχνικής περσόνας: ιστολόγια, blogs, facebook κτλ. O κατακερματισμός και η φυσική αποκεντρωτική τάση αυτών των μέσων είναι τόσο δεδομένη που καθιστά αδύνατο το “σπρώξιμο” (ή ακόμα την ειδωλοποίηση) ενός και μόνου προσώπου. Τα προηγούμενα χρόνια το “σύστημα” ήταν προσωποπαγές. Μπορούσαμε να πούμε ότι ο τάδε ή ο δείνα λογοτέχνης είναι ο χαϊδεμένος των μέσων. Τώρα δεν είναι και τόσο εύκολο να οριστεί κάτι τέτοιο. Καμιά φορά ξεχωρίζει αυτός που φωνασκεί πιο πολύ ή αυτός που εκφέρει ακραίο και προκλητικό λόγο, άλλοτε αυτός που έχει μάθει να ελίσσεται και να εκμεταλλεύεται τις διαπροσωπικές του σχέσεις, και ενίοτε κάποιος που όντως αξίζει. Γρήγορα ξεχνιέται όμως. Και έρχεται άλλος στην επιφάνεια.

Η λογοτεχνία μας είναι πιο θνησιγενής και πιο εφήμερη από ποτέ. Ένα κείμενο γράφεται, εκτελεί την βραχύπνοη τροχιά του και εγκαταλείπεται σε μια κατά τα φαινόμενα οριστική λήθη, από όπου κανένας αναγνώστης δεν θα ζητήσει να ανασύρει. Στο μέλλον το διαδίκτυο θα είναι γεμάτο από διασκορπισμένους και αχανείς ερειπιώνες κειμένων.

Εντούτοις τα πιο δημοφιλή, τα πιο πολυδιαβασμένα και πολυσχολιασμένα κείμενα στο διαδίκτυο δεν είναι τα λογοτεχνικά, αλλά αυτά που έχουν δημοσιογραφικές αξιώσεις και είναι αλληλένδετα με την επικαιρότητα. Την μερίδα του λέοντος στον ιντερνετικό αναγνωστικό χάρτη λοιπόν κατέχει η πολιτική αρθρογραφία, η ειδησεογραφία, η ενημέρωση και η κατάθεση απόψεων για τρέχοντα ζητήματα από επαγγελματίες δημοσιογράφους ή μη. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: μπορεί με τη λογοτεχνία του διαδικτύου να είμαστε αυστηροί, αλλά με την αρθρογραφία θα πρέπει να φανούμε εντελώς αμείλικτοι. Εδώ τα πράγματα είναι τρισχειρότερα.

Αν και σε ιντερνετικές εκδόσεις εφημερίδων του εξωτερικού (The Guardian, NY Times κ.α.) βλέπουμε ότι οι αρθρογράφοι δεν διστάζουν να ξεδιπλώσουν τις σκέψεις τους σε μεγάλα κατεβατά, κείμενα που θέλουν κάποιον χρόνο για να καταναλωθούν, να διαβαστούν, να χωνευθούν, στις καθ’ ημάς δεν φαίνεται να ακολουθούμε ούτε κατά διάνοια το παράδειγμά τους. Άραγε μας ποδηγετεί σε αυτό κάποιο είδος “ελληνικού μέτρου”, βαθιά κρυμμένου στο DNA της φυλής; μια δωρική αίσθηση των πραγμάτων; μια συμφυής έφεση προς το λακωνίζειν; μια ανάγκη για την αναζήτηση αποσταγμάτων νοήματος; Μάλλον όχι. Όπως είπαμε έχουμε την απαίτηση να μην χρονοτριβούμε κατά την ανάγνωση οποιουδήποτε κειμένου στο διαδίκτυο. Εφόσον στον βωμό της ταχύτητας, θυσιάζουμε και περικόπτουμε με προκρούστειες μεθοδεύσεις το λογοτεχνικό κείμενο, δεν θα έχουμε κανέναν ενδοιασμό απέναντι στο δημοσιογραφικό (που στα μάτια μας άλλωστε ορίζεται από την ευτέλεια του καθημερινού).

Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τους συντάκτες αυτών των κειμένων (έστω καταχρηστικά) σε δύο τάξεις: μία οι των προοδευτικών πεποιθήσεων και μία οι των συντηρητικών. Στο σύνολο αμφότερων των περιπτώσεων εμφιλοχωρούν παραδείγματα οξείας παθογένειας. Οι δημοσιογραφούντες δεν φέρουν μόνο το “ψώνιο” τους, δεν διψούν για αναγνώριση, δεν λαχταρούν τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών (όπως οι ταλαίπωροι λογοτέχνες). Αρμόζον θεωρείται να είναι εριστικοί, ακόμα καλύτερα είρωνες. Η μισαλλοδοξία, η ιδεοληψία και η μοχθηρία λογιάζονται πολλές φορές προσόντα για τα γραπτά τους. Γενικά η δημοσιογραφική τους συμπεριφορά τείνει να θυμίζει νταή σε επαρχιακό καφενείο που υψώνει την ένταση της φωνής του με σκοπό να αποστομώσει όσους διαφωνούν μαζί του. Το να εξαπολύουν παντού απειλές και ύβρεις, θεωρούν ότι τους προσδίδει κύρος. Ίσως η αρθρογραφία οφείλει να είναι κάπως έτσι: μαχητική, να υποθάλπει συγκρούσεις και να διανοίγει δρόμους διαλόγου ή να διευρύνει συνειδήσεις, να χτυπάει εκ του συστάδην και να φωτίζει με την πολεμική της πολυπρισματικά τα θέματά της. Όμως όλο και πιο συχνά βλέπουμε τους εκπροσώπους της να ξεπερνάνε τα όρια και να καταδύονται σε περιοχές του λόγου όπου κυριαρχεί η αναίδεια.

Οι πένες που τοποθετούνται γύρω από το φάσμα του λεγόμενου προοδευτικού τόξου αποδεικνύονται ρηχές, ανερμάτιστες, παγιδευμένες σε ιδεολογικές αγκυλώσεις, σε αφελείς και παρωχημένες αναγνώσεις του κόσμου, σε φανατισμό. Οι προσεγγίσεις τους έχουν συχνά την θολούρα του αδαούς. Οι αναλύσεις που επιχειρούν είναι ανεδαφικές. Οι καταγγελίες τους μετέρχονται ένα πεπαλαιωμένο λεξιλόγιο που ζέχνει ιδεολογική καθήλωση και πνευματικό τέλμα.

Οι δε φωνές του συντηρητικού τόξου είναι ακόμα πιο απωθητικές. Αν και ομολογουμένως πιο συντεταγμένες, πιο ορθολογικές (τα ελληνικά τους είναι καλύτερα) δεν παύουν να είναι μονόπλευρες, ρεβανσιστικές, μνησίκακες. Περνιούνται για πιο νηφάλιες, αλλά συχνά διολισθαίνουν στην υστερία και την κακεντρέχεια, βαλτωμένες σε ιδεολογικά σχήματα που δεν έχουν προοπτική, επιδίδονται σε ατέλειωτη μεμψιμοιρία και ομφαλοσκόπηση. Η πολεμική που ασκούν είναι μονοδιάστατη, τα ιδεολογικά σχήματα που ευαγγελίζονται, αδιέξοδα.

Χρειάζεται μια σύνθεση των αντινομιών του σύγχρονου γραπτού λόγου, που να μην έχει συμβιβαστική πρόθεση, αλλά τάση υπέρβασης. Πως και πότε θα γίνει αυτό; Άγνωστο.

Όταν καταλαγιάσει λίγο ο θόρυβος, ή όταν συνηθίσουμε πια την φλυαρία, τους λήρους, τα φληναφήματα, ίσως καταφέρουμε να σταθούμε με πιο ψύχραιμο και κριτικό τρόπο απέναντι στις νέες αναγκαιότητες και τις καινούργιες δυνατότητες που προκύπτουν από τη λειτουργία του κειμένου στο διαδίκτυο. Ο Άρτουρ Σοπενχάουερ έχει γράψει ένα ενδιαφέρον δοκίμιο με τίτλο Περί θορύβου. Εκεί ο στριφνός στοχαστής κατακεραυνώνει τους ήχους της καθημερινότητας (στέλνοντας στο πυρ το εξώτερον τον διαπεραστικό ήχο που προκαλείται από το μαστίγιο των αμαξάδων όταν αυτό “χτυπάει” στον αέρα) που δρουν περισπαστικά και ανασταλτικά για την σκέψη και την συγκέντρωση. Άραγε τι θα έγραφε σήμερα ο φιλόσοφος, στην εποχή της μεγάλης χασμωδίας;

Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα θετικά στοιχεία που προέκυψαν από την προτίμηση του διαδικτύου για το μικρό κείμενο. Πρώτα από όλα βγήκαν στην επιφάνεια τα ποιήματα και τα μικρά διηγήματα. Επίσης συσπειρώθηκε το αναγνωστικό κοινό. Ειδικά το κοινό της ποίησης (που αποτελείται ως επί το πλείστον από αυτούς που γράφουν ποίηση) φαίνεται να περνάει στην αντεπίθεση. Αυτό ακούγεται ελπιδοφόρο. Μιλάμε για έναν αριθμό αναγνωστών που τελούσε σχεδόν υπό διωγμόν τις προηγούμενες δεκαετίες. Διασκορπισμένοι, μονήρεις, αποσυνάγωγοι και μισεροί οι αναγνώστες της ποίησης εγόγγυζαν σε πηγαδάκια ή κατά μόνας για την κατάντια της αγαπημένης τους μούσας. Τώρα έχουν πρόσωπο. Ανήκουν κάπου. Καταλαβαίνεις πως άλλοι νόμοι διέπουν την δική σου πατρίδα, όμως σκέφτεσαι κάποιον που σκέφτεται τα ίδια (κάπως έτσι το γράφει εύστοχα ο Μάριος Βαϊάνος…). Έχουν κερκίδα και μάλιστα λαλίστατη, αν κρίνει κανείς από τον αριθμό των ποστ που ανεβάζουν, τις δημοσιεύσεις σε ιντερνετικά περιοδικά και την γενικότερη αποφασιστική διαδικτυακή τους παρουσία.

Ο κόσμος που ζούμε είναι πιο σύνθετος από ποτέ. Και σε αυτό πρωτεύοντα ρόλο παίζει φυσικά η διάχυση της πληροφορίας και η εύκολη πρόσβαση της γνώσης. Το ίντερνετ συν τοις άλλοις αποτελεί μια τεράστια, πολυπλόκαμη βιβλιοθήκη (σαν αυτές που ονειρευόταν ο Μπόρχες) που μας παρέχει το δικαίωμα της πληθωρικής, αδιατάρακτης ανάγνωσης. Στο χέρι μας είναι να αξιοποιήσουμε δημιουργικά αυτή την ευκαιρία.

~ ~ ~

Οι στήλες του ΝΠ. gr
ΛΟΞΕΣ ΜΑΤΙΕΣ : γράφει ο ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ

Για έναν φιλοσοφικό ορισμό της ύλης

HyperFocal: 0

~ . ~

του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΑ   ~ . ~

Δεν είναι ίσως τόσον εύκολο να δοθεί ένας διεξοδικός ορισμός του τι είναι ύλη και όχι απλώς να αποδοθούν μερικά κατηγορούμενα σε αυτήν, εν είδει υποκατάστατου ορισμού. Κάποτε δε μπορεί να είναι και αρκούντως περιπετειώδες μέσα στο χρόνο και την ιστορία της σκέψης, από την άποψη πως όταν μέσω ενός ορισμού επιχειρείται η ανάδειξη της ουσίας της ύλης στον όσον το δυνατόν ακριβέστερο ενδοσχετισμό μιας εννοιολογίας, μένει στο τέλος -και  ακριβώς γι’ αυτό- ένα κενό και μάλιστα, θα έλεγε κανείς στο σημείο εκείνο που φαίνεται πως πληροί με μεγαλύτερη συνέπεια ο ορισμός.

Ας προσπαθήσουμε για λίγο να διατρέξουμε πίσω την ιστορία της φιλοσοφίας στον χρόνο, προτού κατασταλάξουμε σε ορισμένες βεβαιότητες όσον αφορά το πώς τελικώς ορίζεται η ύλη σε φιλοσοφικό επίπεδο, και κατά πόσον η μέση συμβατική εκφορά του όρου στην καθημερινότητα ανταποκρίνεται και σε ανάλογη επίγνωση αυτής της ουσίας της. Προς τούτο, θα σταθούμε σε επιλεγμένα «κομβικά» σημεία της δυτικής φιλοσοφίας, και θα επιχειρήσουμε να δούμε κριτικά σε τι «κερδίζει» και σε τι «χάνει» ο κάθε φιλόσοφος από αυτούς που θα αναφερθούν ως κρίσιμοι όσον αφορά έναν έμμεσο ή άμεσο εκ των σκέψεών τους ορισμό της “ύλης” σε φιλοσοφικό επίπεδο (Αριστοτέλης, Descartes, Spinoza, Kant, Hegel).

Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, εισήγαγε την έννοια «ύλη» με  φιλοσοφική προοπτική, και σε κάθε περίπτωση προσπαθώντας να την  ερμηνεύσει πραγματολογικά. Για τον Αριστοτέλη η ύλη είναι ένα είδος “υπόστασης” των όντων, με την έννοια πως συνιστά, -όπως θα μπορούσαμε να πούμε εμείς- εκείνο που χωρίς την μορφή και την τελεολογία της θα έμενε κάθε φορά  μέσα σε μια πρωταρχική χαοτική κατάσταση. Από αυτήν την άποψη, η ύλη στην πιο καθαρή μορφή της είναι «δυνάμει» στον κόσμο και απαρτίζει το απροσδιόριστο υπόστρωμα κάθε αντικειμένου, ενώ μπορεί να λάβει προσδιορισμούς μόνο στην τελική της εμφάνιση, στην έξοδό της σε «μορφή», τουτέστιν, στην υλοποιημένη μορφή.

Οι αναφορές του Αριστοτέλη έρχονται μέσα από μια θεώρηση μεταφυσικού υλισμού να αποδώσουν με όσον το δυνατόν πιο ακριβή τρόπο «αντικειμενικότητα» στην ύλη, σε πρώτη φάση, παρά και ανεξάρτητα από την αισθητηριακή πρόσληψή της. Ωστόσο μένει ένα κενό εδώ. Αν η ύλη είναι ό,τι απομένει σταθερά εν “δυνάμει”, τότε θα έπρεπε να υπάρχει μόνιμα «κάπου» (οντολογικώς), με την έννοια ότι το “είναι” της εφ’ όσον απολύει κάποια στιγμή τους προσδιορισμούς του για να λάβει άλλους (επειδή “είδος”-μορφή και “ύλη” στον Αριστοτέλη είναι έννοιες αξεχώριστες μεταξύ τους), καθίσταται γι’ αυτό ένα Είναι αδιαφοροποίητο από τον εαυτό του, μια καθαρή αφαίρεση που καίτοι (προ)υποτίθεται η ύπαρξή της, εν τούτοις δεν συναντάται, άμεσα τουλάχιστον, στην φύση.

Γνωρίζουμε, όπως και ο Αριστοτέλης, μόνο την μορφοποιημένη ύλη και αν εξ αυτής εξάγεται ως σταθερό σημείο η δυνάμει απροσδιόριστη ύλη, αυτό είναι κάτι που ανήκει στην περιοχή μιας αφαίρεσης (έστω και αν η “πρώτη ύλη”, για παράδειγμα το “μάρμαρο” σε σχέση με το “άγαλμα”-μορφή, μας προϊδέαζει σχετικώς για μια “πρώτιστη” ύλη, ή ύλη των υλών), και αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ακριβείς, μιας αφαιρετικής εικασίας, όσο λαμπρή και αν είναι εν προκειμένω. Ο Αριστοτέλης εδώ στην πραγματικότητα εικάζει, αλλά εικάζει με ιδιοφυή τρόπο, είναι αλήθεια, ακριβώς γιατί προβαίνει σε μια αφαίρεση πολύ ουσιαστική και η υπόθεσή του εμπίπτει με μεγάλη παραστατική δύναμη στην σφαίρα της ρεαλιστικότητας και της λογικής ακολουθίας των εννοιών και αυτό την κάνει κάτι περισσότερο από μια υπόθεση: μια θεωρία της ύλης. Και μάλιστα, την πρώτη στην ιστορία της ανθρωπότητας και της φιλοσοφίας.

Ο Descartes στους Νέους Καιρούς θεώρησε πως ύλη είναι οτιδήποτε έχει μάζα και εκτείνεται στον χώρο, μια θεώρηση που επί μακρόν υπήρξε και ένα από τα βασικά δόγματα των φυσικών επιστημών. Όμως αυτός ο κλασσικός ορισμός, αν θέλουμε να τον δούμε σε ένα επίπεδο πάνω από την εμπειρική πρόσληψη σφάλλει στο ότι εκλαμβάνει στην διατύπωσή του, τις έννοιες «μάζα» και «χώρος» ως αντικειμενικές. Ότι δηλαδή μπορεί να υπάρχουν αυτονόητα και αυτόματα έξω από την συνείδησή μας, επειδή κάτι τέτοιο ταιριάζει περισσότερο στην «εντύπωση» που αποκομίζουμε από τα πράγματα του «εξωτερικού» κόσμου. Επομένως η καθολικότητα ενός ορισμού εδώ μετατρέπεται ή υπάγεται σε ζήτημα φιλοσοφικής επιλογής και προτίμησης θεωρώντας a priori την καρτεσιανή «έκταση» ως αντικειμενική. Επιπλέον ο ορισμός αυτός σφάλλει και στο εξής: το «οτιδήποτε» είναι συγκεκριμένο και ποτέ καθολικό και αφηρημένο. Οτιδήποτε μπορεί να είναι ένα κομμάτι ξύλο, ή ένα βουνό ή ένα κτήριο, ποτέ όμως η «ύλη»! Συνεπώς ο ορισμός του επιμέρους εδώ ανάγεται σε γενική αρχή.

Ο λαμπρός Spinoza υποκαθιστά λίγο πολύ την ιδέα της ύλης με την έννοια της «υπόστασης». Ωστόσο αυτή η έννοια στην σπινοζική προοπτική της ,πέρα από το ότι ανασκεύασε με σημαντική επιτυχία τον όλο προβληματισμό περί της αιτίας των πραγμάτων στον κόσμο για την σύγχρονη φιλοσοφία, εν τούτοις η ίδια ως το «κοινό» υπόστρωμα του σύμπαντος για όλα τα «τροποποιημένα» μορφικά μέσα σε αυτήν όντα, δεν συνιστά μια ποιοτική υπέρβαση αλλά μάλλον μια (πιο προωθημένη είναι αλήθεια) παραλλαγή των αριστοτελικών ορισμών και επόψεων περί της ύλης εν είδει φιλοσοφικού «πανθεϊσμού» στην συγκεκριμένη περίπτωση. Στην πραγματικότητα ο Spinoza ταυτίζοντας την υπόσταση με τον θεό, ανάγει τον δεύτερο σε υλική αιτία και αρχή, και έτσι καθίσταται ipso facto ο πρώτος πραγματικά ευρηματικός και ευφυής υλιστής (και παρά τις παν-θεϊστικές αιτιάσεις του) στην Ιστορία της Φιλοσοφίας των Νέων Καιρών.

Ο Kant θεωρεί πως η ύλη είναι οτιδήποτε στην εμφάνιση του οποίου ανταποκρίνονται οι αισθήσεις μας. Ο ορισμός αυτός καίτοι πάσχει ομοίως σε εκείνο που πάσχει και ο καρτεσιανός ορισμός (το επιμέρους -«οτιδήποτε»- ανάγεται σε γενική αρχή), ωστόσο είναι πολύτιμος από την άποψη πως συναρμόζει πρωταρχικά την ύλη στην αισθητηριακότητα. Επιπλέον δε, η σκέψη αυτή του Kant έχει το πλεονέκτημα πως ανταποκρίνεται θαυμάσια στον όλο προβληματισμό του περί “Ding an sich “και του δυνατού της γνωσιμότητάς του ή όχι, ενώ, ακόμα, «υποκειμενικοποιεί» σε μεγάλο βαθμό την έννοια της ύλης σε αντίθεση με τις «αντικειμενικές» αριστοτέλειες αρχές εν προκειμένω.

Ο Hegel από την άλλη, στην «Επιστήμη της Λογικής» του, λέει πως δεν είναι εύκολο να οριστεί η «ύλη» καθ’ εαυτή (εν δυνάμει δηλαδή) λόγω ακριβώς του ότι γνωρίζουμε την ύλη ΜΟΝΟΝ δι’εαυτήν, τουτέστιν ξέχωρη, ως ύλη για τον εαυτό της και συγκεκριμένη μορφικά. Γνωρίζουμε ή διαπιστώνουμε ένα αντικείμενο ή ένα άλλο, όχι όμως το καθαρό Είναι της ύλης, χωρίς προσδιορισμούς. Το απροσδιόριστο Είναι όμως εδώ μας ενδιαφέρει και όχι το συγκεκριμένο Είναι της ύλης.

Τι κάνει, λοιπόν, εδώ ο Hegel; Πρώτα πρώτα για να υπερβεί τις συμπληγάδες αυτής της εννοιολογίας προβαίνει σε μια δήλωση εντυπωσιακή όχι μόνο για τα φιλοσοφικά δεδομένα, αλλά και για τις φυσικές επιστήμες του καιρού του: η ύλη είναι η ταυτότητα (ενότητα αντιθέτων) του χώρου και του χρόνου. Με αυτή την ταυτότητα, ο Hegel ξεπερνάει μεν την μονόπλευρη καρτεσιανή συμμετοχή του χώρου μόνον και όχι του χρόνου στην έννοια της «ύλης», αλλά από την άλλη δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία μεσολάβησης των ανθρωπίνων αισθήσεων, ακριβώς ίσως γιατί συνειδητοποιεί την δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος, όπως προελέχθη, κυρίως όσον αφορά το ποιο τελικά είναι το κριτήριο βάσει του οποίου η ύλη μπορεί να εκληφθεί προσλήψιμη από τις αισθήσεις.

Έτσι ο Hegel, οδηγείται σε μιαν άλλη εντυπωσιακή δήλωση που κατά κάποιο τρόπο συνιστά και ένα συμβιβασμό (αν μπορεί να το πει κάποιος έτσι), ανάμεσα στο ζητούμενο του ορισμού της καθαρότητας του Είναι της ύλης και της μη διαμεσολάβησής του και στην συγκεκριμένη ύλη-αντικείμενο στο οποίο κάθε φορά διαμεσολαβείται: η ύλη, λέει ο Hegel, είναι η ταυτότητα του Καθ’ εαυτόν-Είναι (an sichs sein) και του Δι’  εαυτόν-Είναι (für sich sein). Αυτός ο ορισμός είναι τόσον αριστουργηματικός και τόσον ακριβής, που πραγματικά διστάζει να τον αγγίξει κανείς μήπως και τον λερώσει.

Τι σημαίνει αυτό ακριβώς; ας προσπαθήσουμε λίγο να το εξηγήσουμε για τον αναγνώστη που μπορεί να είναι αμύητος γενικότερα στην Φιλοσοφία και ειδικότερα στο πολύ ιδιαίτερο, σε βαθμό “ιδιώματος” θα μπορούσε να πει κανείς (και κάποτε “ακραίο” ή φαινομενικά “συγκεχυμένο”), σύστημα ορολογίας του Hegel που κάποτε αποθαρρύνει ακόμα και ευφυείς ανθρώπους από το να επιχειρήσουν να κατανοήσουν βαθύτερα αυτό το είδος σκέψης!

Όπως είδαμε παραπάνω, είναι αδύνατον να εντοπίσουμε πουθενά στον κόσμο την ύλη ως καθαρό, άμεσο και απροσδιόριστο Είναι. Οτιδήποτε μας παραπέμπει στην έννοια «ύλη» είναι συγκεκριμένο, προσδιορισμένο (πράγμα που σημαίνει πως έχει αποκλείσει ήδη άλλους προσδιορισμούς) και πεπερασμένο. Ο Hegel, συνεπώς, αντί να αγνοήσει, αναγνωρίζει αυτή την αντίθεση ανάμεσα στο καθολικό της έννοιας και το μερικοποιημένο της εμπειρίας της και δεν προσπαθεί να αναπτύξει έναν «τρίτο όρο» ξεχωριστά από αυτήν (όπως κάθε άλλος ορισμός που υπάρχει ή μπορεί να νοηθεί εν προκειμένω!) ει μη μόνον ως η ταυτότητα και ενότητα αυτών των δύο αντιθέτων.

Με άλλα λόγια, o Hegel εννοεί πως η ύλη είναι η ταυτότητα του απροσδιόριστου εν δυνάμει με το συγκεκριμένο εν ενεργεία του. Μέσα από αυτή την ταυτότητα, δεν έχει νόημα να πεις πως η ύλη είναι εκεί, στην απεραντοσύνη της· είναι κάθε φορά το εδώ στην συγκεκριμένη εμπειρία μας. Και από την άλλη, δεν έχει νόημα να την εγκλείσεις ούτε εδώ, στο πεπερασμένο αντικείμενο, εφ’ όσον κάθε αντικείμενο στο κόσμο αλλάζει, μεταμορφώνεται και γίνεται κάτι άλλο. Αυτή η διαδικασία της αλλαγής του αντικειμένου είναι ακριβώς εκείνη που αποτρέπει σε τελική ανάλυση το συγκεκριμένο και προσδιορισμένο της ύλης!

Κατά συνέπεια, εφ’ όσον δεν νοείται ύλη έξω από το αντικείμενο και εφ’ όσον δεν νοείται αντικείμενο ανεξάρτητο από την γενικότητα της ύλης (επειδή το αντικείμενο αλλάζει και μεταμορφώνεται όπως είπαμε, και ό,τι παραμένει σταθερό απ’ αυτό είναι μόνο ή έννοια της ύλης), τότε η ύλη δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο απ’ αυτήν ακριβώς την ταυτότητα του άμεσου και του εμμέσου, του απροσδιόριστου και του προσδιορισμένου, του σταθερού και του μεταβλητού, ή με φιλοσοφικούς όρους, η ταυτότητα του Καθ’ Εαυτόν-Είναι με το Δι’ Εαυτόν-Είναι.

Εδώ ο αντικειμενικός ιδεαλισμός του Hegel φτάνει σε ένα μεγαλοφυές όριο σκέψης από την άποψη πως δεν προϋποθέτει καθόλου την αισθητηριακότητα ως κάτι αναγκαίο για ένα ορισμό της ύλης (κάτι ας πούμε που θα φάνταζε αδιανόητο τόσο για τον ειμί-υποκειμενικό και ημι-αντικειμενικό ιδεαλισμό του Kant, όσο και για τον υποκειμενικό ιδεαλισμό ενός Berkeley ή ενός Fichte για παράδειγμα). Αν θα μπορούσε αυτό να θεωρηθεί “έλλειμμα”, συνιστά αναμφίβολα ένα προτέρημα επίσης, στο βαθμό που από την άποψη μιας ολιστικής σχολής φιλοσοφίας όπως ο εγελιανός αντικειμενικός ιδεαλισμός που επισκοπεί τoν κόσμο των αντικειμενικοποιημένων πραγμάτων σε σχέση με την μοναδική αλήθεια που εντοπίζεται όχι σε αυτά αλλά στην έννοιά τους, τότε, όντως δεν είναι αναγκαίο να συνυπολογίσουμε την ανθρώπινη αισθητηριακότητα ως όρο sine qua non για την ορισμό της ύλης. Όμως από την άλλη, είναι ένας χρήσιμος και αιτούμενος όρος, έστω και αν δεν είναι «εκ των ουκ άνευ» για τον αντικειμενικό ιδεαλισμό, και όσο και αν ο Hegel το παραβλέπει αυτό, στην συγκεκριμένη περίσταση διατύπωσης όχι χωρίς λόγο.

Το πρόβλημα, ωστόσο, όταν συνδέουμε την ύλη με την αισθητηριακότητα σε έναν ορισμό, εντοπίζεται, στο κριτήριο πρόσληψης αυτής της αίσθησης, στην υπόσταση της αισθητηριακότητας. Είναι το καρτεσιανό εκτατό που μπορεί να δώσει εδώ ένα εχέγγυο ακρίβειας, η «ανταπόκριση στις αισθήσεις» του Kant, οι «αντικειμενοποιημένες» έννοιες του χώρου και του χρόνου του Hegel; Τα δύο πρώτα, αφήνουν, όπως είδαμε ένα σημαντικό κενό ερμηνείας μιας και εκλαμβάνουν ως αυτονόητο (είτε αντικειμενικότητα της έκτασης και του χώρου, είτε αντικειμενικότητα της «αίσθησης») εκείνο που κάθε άλλο παρά αυτονόητο είναι.

Τι συμβαίνει λοιπόν εδώ; πρόκειται ίσως για μια έννοια-φάντασμα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια ορατότητας της ουσίας της, τουτέστιν, να καταλάβουμε πώς ακριβώς η ύλη φαίνεται μέσα στον εαυτό της από μόνη της και όχι μέσω άλλου πράγματος, και έτσι να ορισθεί. Αν επιχειρούσαμε, ωστόσο, μέσα από τους προαναφερθέντες ορισμούς να οδηγηθούμε όχι σε έναν εναλλακτικό αλλά σε έναν τροποποιημένο και παραλλακτικό ορισμό που επικεντρώνεται περισσότερο στο ζήτημα της υπόστασης του «αισθητού» της ύλης, και, εννοείται, σε καμμιά περίπτωση με ματαιόδοξο ή υπερφίαλο σκοπό να αντιπαραβληθεί προς τους προηγούμενους ορισμούς των φιλοσόφων ή να τους αντικαταστήσει (προς θεού!), αλλά για να τεθεί ως βοήθημα για περαιτέρω σκέψη και διερεύνηση, τότε ίσως θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε κάτι όπως το αμέσως παρακάτω και να το διατυπώσουμε αναλόγως: ότι, δηλαδή, ύλη είναι η αίσθηση του απτού που υποβάλλεται προκαταβολικά στην συνείδηση από τις δοσμένες εξωτερικές παραστάσεις του κόσμου.

Κατ’ αρχάς, το «προκαταβολικά» έχει να κάνει με την διαδρομή και ενηλικίωση της αισθητηριακής εμπειρίας ώσπου να αποκτηθεί η βεβαιότητα (η προκαταβολική βεβαιότητα) του «απτού» άμα τη θέα του αντικειμένου. Γιατί από ένα σημείο και μετά ο άνθρωπος, συνήθως από το τέλος της προσχολικής ηλικίας και ύστερα έχει μια πλήρη αιτιατή συνείδηση της απτότητας και της αναπόφευκτης αισθητηριακής πρόσληψής της.

Περαιτέρω δε, επιλέγεται ο όρος «προκαταβολικά» αντί του συνήθους «a priori-εκ των προτέρων», διότι είναι πλέον δυναμικός του δευτέρου, εφ’ όσον εκείνο που «προκαταβάλει» ενεργεί και δεν «δίδεται» ή εμφανίζεται εξωτερικά απλώς και μόνον στο χρόνο και τον χώρο. Επιπλέον, προστίθεται ο όρος «δοσμένες» στις «εξωτερικές» παραστάσεις, ούτως ώστε να μην θεωρηθούν ή εκληφθούν ως «αντικειμενικές» πέραν της ανθρώπινης συνείδησης. Αν προεκτείναμε αυτόν τον όρο σε μια πιο διεξοδική προοπτική αντικειμενικού ιδεαλισμού, θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για «αντικειμενικοποιημένες» παράστασεις και όχι «αντικειμενικές». Κάτι τέτοιο όμως θα πλάταινε πολύ τον ορισμό και θα αφαιρούσε από την συνοχή και την περιεκτικότητα που οφείλει να έχει.

Το κύριο πλεονέκτημα, ωστόσο, που μπορεί να υπάρχει, αν επιλέξουμε την πρωταρχικότητα της απτότητας ως εκκίνηση ενός ορισμού, είναι πως το «απτό» είναι πολύ πιο ουσιωδώς βιώσιμο από το «εκτατό» του καρτεσιανού ορισμού και δεν προϋποθέτει φιλοσοφική επιλογή ή προτίμηση. Πράγματι, το «εκτατό» μπορεί να αμφισβητείται στο κατά πόσο είναι «αντικειμενικό» ή όχι, το «απτό» ωστόσο αν και δεν υπερβαίνει εντελώς αυτό το πρόβλημα, εν τούτοις ενέχει μια πιο καθολική μαρτυρία της πρόσληψής του ή της αλήθειάς του. Το απτό σε αντίθεση με το εκτατό είναι μια πολύ αμεσότερη διαμεσολάβηση, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, και ενέχει ένα μεγαλύτερο βαθμό αισθητηριακής ωμότητας που υποχρεώνει αμέσως κάποιον να μην προσπεράσει εύκολα ως αναληθές το αποτέλεσμά του πάνω στην φυσική αίσθηση.

Ωστόσο δεν είναι ακριβώς στο απτό που εντοπίζεται η ύλη αλλά στην αίσθησή του (όπως αναγράφεται στον ορισμό πιο πάνω). Και ακόμα περισσότερο στην «υποβολή» αυτής της αίσθησης προκαταβολικά. Αυτό ο αναγνώστης στο βαθμό που θέλει να κατανοήσει αυτήν την σκέψη θα πρέπει να το διαφοροποιήσει μέσα στο νου του με όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένο τρόπο καθώς είναι το κυριώτερο που θα ήθελα να «κρατήσει» από εδώ: εδώ, κυρίως μας ενδιαφέρει ή εκλαμβάνουμε ή θεωρούμε πιο καίριο να συμπεράνουμε πως η ύλη είναι αίσθηση (με την έννοια της αισθητηριακής πρόσληψης ή της εντύπωσης ή της φαινομενικότητας), πάνω απ’ όλα αν όχι αποκλειστικά, και όχι υπόσταση.

Θα μπορούσε όμως να πει κάποιος εδώ, και τι γίνεται με τα υποατομικά σωματίδια της Φυσικής και την μηδαμινή αίσθηση απτότητας που υποβάλλουν προκαταβολικά. Κατ’ αρχάς, τα σωματίδια δεν είναι άμεση παράσταση αλλά διαμεσολαβημένη, πράγμα που σημαίνει απλά πως κριτήριο για την όποια «αίσθησή» τους μπορεί να εκλαμβάνεται κάθε φορά μονάχα εκείνο που μεσολαβεί για την παράστασή τους προς την συνείδησή μας (επιταχυντής, επιστημονική υπόθεση, πιθανότητα ύπαρξης) και όχι τα ίδια. Περαιτέρω δε, εφ’ όσον η παράσταση του κόσμου συναπαρτίζεται (θεωρητικά τουλάχιστον) από τα σωματίδια, τότε είναι ακριβώς αυτά τα σωματίδια που στην ολότητα και την λειτουργική σύνδεση μεταξύ τους υποβάλλουν την αίσθηση του απτού! Άρα το συγκεκριμένο πρόβλημα εδώ μπορεί να θεωρηθεί σε ασφαλή πλαίσια λυμένο.

Σε κάθε περίπτωση, όλες οι προαναφερόμενες απόπειρες ορισμού της ύλης κάθε άλλο παρά εξαντλούν την αλήθειά της. Μπορούν όμως να αποτελέσουν ένα πρώτο βήμα για μια περαιτέρω επεξεργασία ενός όσο το δυνατόν πιο πλήρους ορισμού, γιατί είναι αλήθεια πως η ουσία του Λόγου, έγκειται ακριβώς εδώ: στο ορισμένο, το συγκεκριμένο, όχι εν είδει φυλάκισης της έννοιας αλλά εν είδει δυναμικής γεννήτριας όσο το δυνατόν περισσοτέρων εννοιολογιών μέσα από αυτήν.

~ ~ ~

Οι στήλες του ΝΠ. gr

ΝΠ | ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ : γράφει ο Δ. Πλατανιάς

Για μια λιτή ευημερία

Αποτέλεσμα εικόνας για austerity

~ . ~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ο μεγαλύτερος μύθος που έθρεψε η κρίση είναι εκείνος της «λιτότητας». Αν λιτότητα είναι να ξοδεύεις λιγότερα απ’ όσα βγάζεις και να ξεχρεώνεις τα δανεικά, τότε τέτοια πολιτική δεν εφαρμόστηκε ποτέ και πουθενά όλ’ αυτά τα χρόνια. Κάθε άλλο μάλιστα!

Από το 2008 έως σήμερα, το παγκόσμιο χρέος εκτοξεύθηκε κατά 30%, ξεπερνώντας τα 230 τρισ. δολλάρια και αγγίζοντας το 300% του πλανητικού ακαθάριστου προϊόντος! Οι φερόμενοι ως πρωταθλητές της «λιτότητας» Γερμανοί κατάφεραν να μειώσουν μεν το δημόσιο χρέος τους κατά 1,4% το 2013 (για πρώτη φορά από το… 1950), όμως όλο και περισσότεροι συμπατριώτες τους για να διατηρήσουν ψηλά το επίπεδο της κατανάλωσης χρεώνονται ιδιωτικά. Σε μερικές χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά που καμαρώνουν ότι, σε αντίθεση με τις χώρες του Νότου, κρατούν το δημόσιο χρέος υπό έλεγχο, το ιδιωτικό τους χρέος είναι πολύ μεγαλύτερο του αντίστοιχου ελληνικού. Πάνω από 240% του ΑΕΠ χρωστούν τα δανικά νοικοκυριά, σχεδόν 220% του δικού τους ΑΕΠ τα ολλανδικά.

Τι σόι «λιτότητα» είναι αυτή λοιπόν; Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και το σκάσιμο της ιαπωνικής φούσκας των ακινήτων (τότε που τα Αυτοκρατορικά Ανάκτορα στο Τόκυο έφτασε να έχουν αγοραία αξία υψηλότερη απ’ όλα τα ακίνητα της Καλιφόρνιας μαζί!), οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου επιδόθηκαν σε μια εξωφρενική κούρσα, πρωτοφανή στην ιστορία της οικουμένης, μ’ έναν σκοπό: να κρατήσουν την παράλογη, την εξωφρενική φυσαλίδα της κατανάλωσης άθικτη. Από τον Γκρήνσπαν ώς τον Ντράγκι σε σύμπνοια αγαστή μηδένισαν, ή και έριξαν κάτω από το μηδέν, τα επιτόκια (τιμωρώντας έτσι τους αποταμιευτές και αβαντάροντας τους άσωτους), πολλαπλασίασαν ανεύθυνα τις ποσότητες του κυκλοφορούντος χρήματος (η λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση»), έφτασαν στο σημείο να συζητούν να ρίξουν χρήμα «με το ελικόπτερο»…

Η έκβαση; Τροφοδότησαν τη μια κρίση μετά την άλλη. Το 1990 κατέρρευσε πρώτο το χρηματιστήριο στο Τόκυο. Οι Ιάπωνες έριξαν άφθονα γεν στην αγορά για να σταθεροποιήσουν την κατάσταση, τα οποία εξαγόμενα προκάλεσαν τη φούσκα της Νοτιοανατολικής Ασίας που με τη σειρά της οδήγησε στο κράχ της Κορέας, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας και άλλων χωρών της περιοχής το 1997. Το πληθωριστικό χρήμα κατέφυγε αυτή τη φορά στις «ασφαλείς» ΗΠΑ όπου με τη βοήθεια των χαμηλών επιτοκίων της Fed έθρεψε την επόμενη φούσκα, των Dotcom και του NASDAQ, που έσκασε τον Μάρτη του 2000. Και πάλι ο Γκρήνσπαν και η Fed αντέδρασαν με τον μόνο τρόπο που ήξεραν: ρίχνοντας τα επιτόκια και πλημμυρίζοντας την παγκόσμια αγορά με φτηνό χρήμα.

Με τη βοήθεια εν τω μεταξύ και του ευρώ (που κατέστησε «αξιόχρεες» ακόμη και χώρες-παραγωγικές ερήμους όπως η Ελλάδα, μπουκώνοντάς τες με δάνεια), η συνέχεια ήταν αναμενόμενη: η στεγαστική φούσκα του 2007, η Lehman Brothers, η κρίση χρέους στην Ευρώπη, οι αλλεπάλληλες φούσκες στις αγορές πρώτων υλών, ακόμη και επισιτιστικές κρίσεις στον πάλαι ποτέ Τρίτο Κόσμο λόγω του εξαγόμενου πληθωρισμού…

Για ποια «λιτότητα» που καταστρέφει τάχα τη ζωή των ανθρώπων μιλάμε λοιπόν; Ήταν η περίσσεια χρήματος που μας οδήγησε εδώ. Αυτή ευθύνεται καί για το τεράστιο άνοιγμα της εισοδηματικής ψαλίδας στο εσωτερικό της Δύσης καί για την παρακμή της πραγματικής παραγωγικής οικονομίας. Διότι οι χαμηλοί τόκοι και η ποσοτική χαλάρωση ευνοούν όχι τους ενδεείς, ούτε τους πρεκάριους, αλλά τους έχοντες και τους κατέχοντες. Και τους κατευθύνουν σε κινήσεις μεσοπρόθεσμα καταστροφικές για τους πάντες.

Γιατί να επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, γιατί να δημιουργήσεις και να συντηρήσεις θέσεις εργασίας, γιατί να στήσεις μια έντιμη και χρήσιμη δουλειά όταν αγοράζοντας μετοχές και ακίνητα βλέπεις το κεφάλαιό σου να πολλαπλασιάζεται με ασύγκριτα υψηλότερους ρυθμούς; Ο DAX της Φρανκφούρτης λ.χ. αυξήθηκε από το 2009 κατά 220%, όταν η πραγματική γερμανική οικονομία μεγεθύνθηκε μόλις κατά 14%. Τα ίδια ακριβώς γίνονται στις ΗΠΑ όπου η αδιανόητη φούσκα που δημιούργησε ο Ομπάμα (επί της θητείας του οποίου το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ διπλασιάστηκε) γιγάντωσε αφενός μεν τη σπέκουλα του χρηματιστηρίου, που σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, αφετέρου δε την οργή της μέσης τάξης που εγκαταλειμμένη στην τύχη της στράφηκε προς τον χυδαίο λαϊκισμό ενός Τραμπ.

Πίσω από τα νούμερα αυτά, κρύβεται μια αλήθεια που όλες οι πολιτικές παρατάξεις (ακόμη και οι λεγόμενες αριστερές που υποτίθεται ότι αντιπολιτεύονται τον καπιταλισμό – ιδίως μάλιστα αυτές) την τρέμουν. Όπως όλα τα ανθρώπινα, η ευμάρεια, η «ανάπτυξη», η ίδια η Υπεραγία Κατανάλωση έχει όρια. Όρια ψυχικά, δημογραφικά, κοινωνικά, όρια αξεπέραστα. Υπάρχει σημείο κορεσμού. Χώρες όπως η Ιαπωνία δείχνουν ότι το σημείο αυτό ο ανεπτυγμένος κόσμος το προσεγγίζει ταχύτατα, ενδεχομένως το έχει ήδη ξεπεράσει. Το αίτημα της λιτότητας, της μείωσης δηλαδή της αλόγιστης κατανάλωσης στο φυσιολογικό, σ’ αυτό που επιτρέπουν οι πραγματικές δυνατότητες οι δικές μας και η οικολογική αντοχή του πλανήτη, θα ‘πρεπε να είναι όχι ο μπαμπούλας της λεγόμενης «αριστεράς», αλλά το κύριο, το κινητήριο σύνθημά της. Όπως και των αυτοαποκαλούμενων «συντηρητικών» άλλωστε – συντήρηση χωρίς προηγούμενη αυτοσυντήρηση δεν νοείται.

Μια τέτοια αλλαγή πλεύσης θα έκλεινε μεταξύ άλλων την εισοδηματική ψαλίδα και το πελώριο χάσμα μεταξύ του λαού και των ελίτ που απειλεί να τινάξει στον αέρα την κοινωνική συνοχή στην Αμερική και την Ευρώπη. Μια νέα ισορροπία, ισορροπία σε χαμηλότερο καταναλωτικό επίπεδο αλλά ταξικά δικαιότερη, περιβαλλοντικά βιώσιμη και ψυχικά ευεργετική, μια νέα «λιτή ευημερία», όπως την αποκαλεί στη δική του γλώσσα ένας καλλιτέχνης πολύ πιο πολιτικός από τους πολιτικούς μας, ο Χρήστος Μποκόρος, θα ήταν τότε ξανά εφικτή.

Για κάτι τέτοιο όμως χρειαζόμαστε πρώτα μια πνευματική μεταστροφή κολοσσιαίων διαστάσεων. Στην ουσία, μιαν επανάσταση. Από την ύβριν, την αναρχοφιλελεύθερη αναίδεια του τύπου «Τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα!», («Greed is good»,  έλεγε ειλικρινέστερα ο Γκόρντον Γκέκο) θα πρέπει να επιστρέψουμε στην παλιομοδίτικη, τη διακωμωδούμενη από τους φαιδρούς αλλά πάντοτε στέρεη σοφία του «εκ εν τω πολλώ το ευ». Από το μονοφόρι τού τάχα μου «πολυπολιτισμικού» One World, στις «ποικίλες στοχαστικές προσαρμογές» της ζείδωρης τοπικότητας, της εθνικής και της κοινοτικής πολυμορφίας. Από τη λατρεία του γιγαντώδους, στην ανατίμηση του μέσου και του μικρού.

Είμαστε για όλα αυτά ικανοί; Πιθανότατα όχι. Ο homo sapiens δεν είναι δα τόσο έμφρων ώστε να μπορεί να συλλαμβάνει και να επιλύει με τρόπο συλλογικό και συντεταγμένο προβλήματα αυτής της κλίμακας. Από την άλλη πλευρά, είναι το μόνο ον που μπορεί να ονειρεύεται το μέλλον. Και τη σημερινή δυστοπία ακόμη, κάποιοι την ονειρεύτηκαν κάποτε. Ας έχουμε πίστη λοιπόν στη δύναμη του αντίδρομου, του ανορθωτικού, του αναρρωτήριου ονείρου. Στο κάτω κάτω, τι άλλο μας μένει;

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Ξάνθος Μα·ι·ντάς: Αντιγόνης αντίλογος

Mark Rothko, Antigone (1941)

~ . ~

Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Την πρότασή σου για συμβιβασμό
την είχα προμαντεύσει, κι αυτό
μπορώ να πω το είχα απολαύσει.
Ναι την περίμενα. Αδύνατος εσύ
να στέκεις πιέζοντας και παζαρεύοντας
μελοδραματικά για εύκολη λύση.

Μου ζήτησες -το ήξερα αυτό,
μέρες τώρα το ήξερα- στη θέση
του νεκρού αδερφού μου Πολυνείκη
έναν άλλο δύσμοιρο απ’ τους νεκρούς
-έχοντας μεθύσει τους φρουρούς- να βάλεις
κι εγώ τον αδερφό μου από σένα
κρυφά την ίδια νύχτα, σε άνομη συναλλαγή
να πάρω και κάνοντας ότι χρειαστεί,
μακριά από της πολιτείας το σήμα
σε άγνωστο μέρος να τον θάψω.

Κι όλα αυτά για να φανείς στην πόλη,
εσύ Κρέοντα κι ο λόγος σου ο βασιλικός.

Αδιάφορος για την αλήθεια, τους λαβυρίνθους
και για τους δρόμους της τους σκοτεινούς.
Καταπατώντας τους ίδιους σου τους νόμους,
άπολις εσύ, της πολιτείας πολίτης πρώτος
πνιγμένος απ’ το βάρος της συναλλαγής.
Άπολις όχι μόνο εγώ, αλλά εσύ κυρίως.

Μάθε τώρα πώς έγιναν τα πράγματα
και τότε ίσως καταλάβεις
γιατί είναι οι ίδιες σου οι πράξεις
που σ’ έχουνε καταδικάσει.
Α! Τι θλιβερή εικόνα στους υπηκόους σου
θα δείξεις. Σ’ αυτούς που βασανισμένοι
από τις άγριες συνθήκες των καιρών
έχουν ακόμη στην ψυχή το βάρος
του εμφύλιου πόνου. Κι εσύ άθλιους
και πονηρούς και κακορίζικους
τους χλευάζεις και ισχυρίζεσαι
πως ήσυχοι και νωθροί κοιμούνται.

Νύχτα και όχι μόνη μου
έχοντας, πράγμα εύκολο, μεθύσει
τους φρουρούς,
έκλεψα κι έσυρα μακριά το πτώμα
του νεκρού Πολυνείκη. (Αίματα ξεραμένα
πρόσωπο φαγωμένο απ’ τα σκυλιά.)
Κρυφά τον έπλυνα, τον στόλισα,
τότε τον έθαψα και σ’ όλη τη Θήβα
το έκανα γνωστό.

Ω! Τι θεσπέσια νίκη, που μεγαλώνει
σαν σκέφτομαι τις πλάγιες ειρωνικές ματιές
και τα σαρδόνια χαμόγελα των υπηκόων σου.
Την θλιβερή εικόνα σου μπροστά τους,
το κύρος σου το καταρρακωμένο.
Αλλά κυρίως σαν σκέφτομαι
το τέχνασμά σου της συναλλαγής
που έχει καταρρεύσει.

Το θάνατό μου τον προσμένω,
ίσως και να τον έχω αποζητήσει
με όλα αυτά.

Γιατί μια τέτοια πράξη, αντίθετη
στις διαταγές και τους νόμους σου,
που σέβεται τους άγραφους κανόνες
της ζωής
(και μην βαυκαλίζεσαι πως μόνο
τους θεούς του Άδη λατρεύω)
μια τέτοια πράξη με θάνατο πληρώνεται.

Εσύ κρατήσου στην εξουσία
αν μόνο αυτό σε νοιάζει.
Να φαίνεσαι ισχυρός στους υπηκόους
κι ας είσαι έντρομος κι αδύναμος
μια και φοβάσαι.
Μα να το ξέρεις πως κάθε πράξη σου
ανέντιμη, κάθε ψέμα
όλο και πιο πολύ σε βυθίζει,
όλο και πιο κοντά στο θάνατο σε φέρνει
απροετοίμαστο, άβουλο και φοβισμένο.
Η εξουσία είναι κακός της γενναιότητας
δάσκαλος.

Κι αν σκέφτομαι τον Οιδίποδα τώρα,
αν με δάκρυα και θυμό φέρνω στη μνήμη
αυτόν που αφού σκότωσε τον πατέρα του
στης μάνας του το νυφικό κρεββάτι ανέβηκε
– και μη μου πεις πως όλα αυτά
δεν τα γνώριζε. Τα είχε καλά στο μυαλό του.
Ήταν από τον Απόλλωνα δοσμένα
κι ας έκανε πως δεν καταλάβαινε.

Αν τον Οιδίποδα σκέφτομαι τώρα
είναι γιατί σου μοιάζει. Ίδιο τέρας,
αλλοπαρμένος από την δική του εξουσία,
τυφλός πριν ο ίδιος τα μάτια του βγάλει,
άμυαλος και κουφός. Υπαίτιος για τη συμφορά
που έφερε στην πόλη.

Ανίκανος να δώσει τέλος στη ζωή του,
όχι μόνο τότε που έγινε το κακό,
αλλά και όταν βγήκε από το μαντείο,
εκείνο το μεσημέρι, με τον φρικτό χρησμό.

Αν ήθελε να μην επαληθευτεί
η θεϊκή προσταγή,
αν ήθελε να μην σκοτώσει τον πατέρα του
και να μοιχεύσει με την μάνα του,
θα μπορούσε να το είχε κάνει.
Βγαίνοντας από το ιερό θα μπορούσε
να είχε σκοτωθεί επί τόπου.

Πόσο βαριά είναι η αλήθεια
κι οι θεοί πόσο μακριά στέκονται
αβοήθητους αφήνοντας εμάς
τους ανθρώπους.
Μόνοι, λοιπόν στα μονοπάτια
της αναζήτησης, χωρίς θεούς
και σίγουρα χωρίς εσένα
ή τον πατέρα μου τον Οιδίποδα.

Κρέοντα αυτή ήταν η απόφασή μου
κι οι επακόλουθες πράξεις.
Το τέλος μου το γνωρίζω.
Πως, ίσως όχι μόνη, θα βρεθώ
σε νυφικό τάφο.

Μένει εσύ τώρα. Πρέπει να απολογηθείς
στην αγορά.
Αποφάσισε γιατί ήδη ακούγονται,
σε κατατρέχουν.

~ . ~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ο Αντίλογος της Αντιγόνης έπεται του Κρέοντα του Κώστα Κουτσουρέλη και συνομιλεί μαζί του.
2. Μερικοί στίχοι προς το τέλος του ποιήματος έχουν την προέλευσή τους στο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου.

Μαύρη επέτειος

Αποτέλεσμα εικόνας για euro crisis

~ . ~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Για την Ευρώπη, η σημερινή επέτειος είναι μαύρη. Συμπληρώνονται 25 χρόνια από την 7η Φεβρουαρίου 1992, την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τη θέσπιση του ευρώ.

Mε πρόθεση να δαμάσουν την επανενωμένη Γερμανία, ένα τέταρτο του αιώνος πρωτύτερα, οι Μιττερράν και Ντελόρ αποπειρώνται τη φυγή προς τα εμπρός. Σκοπός τους είναι να αφαιρέσουν από τον πάντοτε επίφοβο εταίρο τους το κρίσιμο όπλο της οικονομικής του ισχύος: το μάρκο. Οι ίδιοι οι Γερμανοί είναι αντίθετοι, ακόμη και ο Κολ βλέπει το πράγμα ως αναγκαία θυσία χάριν της Επανένωσης. Η ειρωνεία είναι μεγάλη, Γάλλοι και Γερμανοί καμώνονται ότι οραματίζονται από κοινού το μέλλον της ηπείρου, την ώρα που αποκλειστικό κριτήριο των αποφάσεών τους είναι το στενό εθνικό τους συμφέρον.

Η έκβαση είναι η ακριβώς αντίθετη από την προβλεπόμενη. Ελλείψει αντιβάρου, η ευρωζώνη γίνεται η πίσω αυλή του Βερολίνου. Το ίδιο αποδεικνύεται ανέτοιμο να χειριστεί τη νέα εξουσία που επωμίζεται. Μετά από έναν σύντομο μήνα του μέλιτος και των ψευδαισθήσεων, με το ξέσπασμα της κρίσης, η πρώτη σύμπνοια εξανεμίζεται. Η ψαλίδα μεταξύ Βορρά και Νότου ανοίγει διαρκώς, ο ζουρλομανδύας του κοινού νομίσματος απαγορεύει την ευέλικτη προσαρμογή, το «one size fits all» γίνεται δόγμα, και το Παρίσι από δυνάμει ελεγκτής της Γερμανίας καθίσταται κομπάρσος και ουραγός. Η ετερογονία των σκοπών.

Σήμερα, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του ευρώ, ο αντευρωπαϊσμός σαρώνει, οι λεγόμενοι λαϊκιστές (που όμως στα της ΟΝΕ αποδείχθηκαν πολύ πιο εύστοχοι στις προβλέψεις τους από τους «σοβαρούς» αντιπάλους τους…) προελαύνουν, η ΕΕ παραδέρνει μεταξύ Brexit και Grexit και Nexit και Frexit, οι Ρώσσοι και οι Αμερικανοί χαιρεκακούν.

Δεν είναι η πρώτη φορά φυσικά που ένα καλοπροαίρετο, ένα ευγενές σχέδιο οδηγεί στην αποτυχία. Αυτή είναι η μοίρα του τυφλού ιδανισμού, κάνει το κακό στην προσπάθειά του να βοηθήσει. Στη βάση του ευρωναυαγίου βρίσκεται τόσο η εξωπραγματική αισιοδοξία όσο και η έπαρση, η υπερτίμηση της υψηλής πολιτικής, η αυταπάτη ότι μπορούμε να υπερβούμε χάσματα πολιτισμικά (γιατί αυτά ορίζουν την οικονομία, και όχι το αντίστροφο) αιώνων.

Τώρα η Ευρώπη βρίσκεται στο σταυροδρόμι. Η μία λύση είναι, κλείνοντας τα μάτια στην πραγματικότητα και εγκαταλείποντας τους βραδυπορούντες στην τύχη τους, να αποτολμήσει το απονενοημένο διάβημα προς τον φεντεραλισμό, όπως επιμένουν οι αδιόρθωτοι. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι σε αυτή την περίπτωση, η καταστροφή που θα φέρουν ίσως αποδειχθεί τρισχειρότερη από αυτήν του ευρώ. Χωρίς ευρωπαϊκό Δήμο, χωρίς κοινή δημόσια σφαίρα, χωρίς σαφή και από κοινού προστατευόμενα εξωτερικά σύνορα, χωρίς ευρεία συναίνεση στα ζητήματα της μετανάστευσης, του κοινωνικού κράτους, της εισοδηματικής ανισότητας, χωρίς προηγούμενη συμφωνία δηλαδή στα επείγοντα και στα πρωτεύοντα, μια ακόμη πιο ενωμένη Ευρώπη θα είναι πύργος στην άμμο, παιχνίδι βολικό στα χέρια των μαθητευόμενων μάγων του Βερολίνου και των Βρυξελλών.

Ο άλλος δρόμος, ο μόνος βιώσιμος, μολονότι τώρα πια ανηφορικός και δύσκολος, είναι η συντεταγμένη υποχώρηση. Η αποδέσμευση από το ευρώ με κοινή απόφαση των μελών του και με ισοβαρή και δίκαιη κατανομή τού ούτως ή άλλως τεράστιου κόστους που θα προκύψει. Η εγκατάλειψη των υπερφίαλων στόχων του Μάαστριχτ και των μετέπειτα συνθηκών. Η επιστροφή σε μια γκωλλική Ευρώπη, «κάτι παραπάνω από συμμαχία, κάτι παρακάτω από ομοσπονδία». Ο επαναπροσεταιρισμός της Βρετανίας, της μόνης ευρωπαϊκής δύναμης που έβλεπε το ενωσιακό εγχείρημα ρεαλιστικά. Η οικοδόμηση της Ένωσης αυτή τη φορά εκ των κάτω, από τα στοιχειώδη και τα κρίσιμα: την πολιτική της άμυνας και της ασφάλειας. Η υιοθέτηση της αρχής της ευελιξίας και των πολλαπλών ταχυτήτων σε όλα τα ζητήματα που άπτονται της νομισματικής, της δημοσιονομικής και της εισοδηματικής πολιτικής. Η αναγνώριση του θεμελιώδους βάρους των εθνών και των εθνικών κρατών στον κόσμο του 21ου αιώνα. Η αντιμετώπιση της ισλαμικής απειλής. Η διεκδίκηση ενός εξισορροπητικού, μεσολαβητικού ρόλου μεταξύ Ρωσσίας και Αμερικής σε μια μεγαλεπήβολη γεωπολιτική αναδιάταξη που θα ξαναδώσει στη Δύση το πραγματικό ιστορικό, πολιτισμικό και γεωγραφικό της εύρος, από το Λος Άντζελες ώς το Βλαδιβοστόκ.

Ποιον δρόμο θα επιλέξει η Ευρώπη; Φοβάμαι κανέναν. Η αβουλία είναι γενική, η κωλυσιεργία και η χρονοτριβή μόνες ανθούσες πολιτικές τακτικές. Και όσο οι εν τοις πράγμασι υπονομευτές της, οι φεντεραλιστές, περνιούνται για οπαδοί της Ευρωπαϊκής Ιδέας, καμιά βελτίωση δεν είναι δυνατή. Έτσι το πιθανότερο είναι ότι θα εξακολουθήσουμε να σερνόμαστε ώς την μοιραία κατάληξη. Παρ’ όλα αυτά: η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Άννα Μπρά·ι·τενμπαχ: Εύχρηστα ποιήματα

Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ 

breitΣτο ράφι του βιβλιοπωλείου, στη ράχη ενός βιβλίου χρώματος… ροζ, διάβασα το όνομά της. Δεν την γνώριζα. Η περιέργεια με έκανε να ανασύρω τον τόμο και να ζητήσω από την υπάλληλο –τι θράσος!– τη διάρρηξη της ζελατίνης που τον περιέβαλε. Το –πέρα από ροζ– μεταμοντέρνο εξώφυλλο, παρά –ή ακριβώς λόγω– της συμπιεσμένης ανάμεσα σε κουζινικά γυναίκας, δε με απέτρεψε. Άρχισα, λοιπόν, να τον ξεφυλλίζω.

Τι ανακάλυψα; Ανακάλυψα παραμυθένια, αν και μοναχικά, κρεβάτια, σαν αυτά που ο σύγχρονος τρόπος ζωής αναπαράγει, ανακάλυψα τη μανία της κτήσης και της κυριότητας σε μια υπερκαταναλωτική κοινωνία, ανακάλυψα ανάμεικτα συναισθήματα σε μια καθημερινότητα όπου και το πιο απλό γίνεται δύσκολο, ανακάλυψα ένα λαγό με ταχύτητα υπερταχείας, τον οποίο ο σημερινός άνθρωπος ποτέ δεν προλαβαίνει, ανακάλυψα ένα σαλιγκάρι που δεν βγαίνει πάντα απ’ το καβούκι του –αφού δεν έβρεξε!–, ανακάλυψα το, κάποτε, Πολύ του Λίγου –εδώ, ΟΚ, ταυτίστηκα!–, ανακάλυψα ένα παιδί με τις ανησυχίες παιδιού της Συρίας, με τη διαφορά όμως ότι δε θα χρειαστεί να πεθάνει, ανακάλυψα μια γυναίκα με το ημερήσιο τελετουργικό μπωτέ μπροστά στον καθρέφτη, μια γυναίκα με επίγνωση του «αγαποβότανου», μια γυναίκα που κοιτάζει στον ουρανό και βλέπει πιο ψηλά και απ’ το Θεό, μια Γυναίκα.

Ανακάλυψα μια ποιήτρια με έντονο ύφος, γοργό ρυθμό και κοφτό, συνεχές κι ευφυές παιχνίδι με τις λέξεις, σε επίπεδο είτε φωνητικό είτε ιδιωματικό, μια ποιήτρια που γνωρίζει τη φόρμα, γνωρίζει όμως και το περιεχόμενο.

Μια γυναίκα και μια ποιήτρια καθόλου ροζ και καθόλου ποστ μόντερν: την Άννα Μπράιτενμπαχ. (Ε.Σ.)

~ . ~ .  ~

«Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να κατανοεί τον κόσμο,
αρκεί να βρίσκει τη θέση του σε αυτόν.»
ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΪΝ

Δεν το ξέρεις
πως ένα ποίημα
είναι κάτι σαν
φακός τσέπης;

~ . ~

Παλιοί γνώριμοι (Alte Freunde)

Κουζίνα καλημέρα!
λέω και φτιάχνω τον καφέ.
Τα λόγια νέτα, σκέτα,
και η ελευθερία ρεφενέ.

~ . ~

1000 και μία νύχτες (1000 und eine Nacht)

Η ερωμένη είμαι εγώ
του κρεβατιού μου:
της απτής απαλότητάς του,
της θαυμαστής του θέρμης,
λάτρης του αρώματός του
από νύχτες περασμένες
και ωραίες ιστορίες.

~ . ~

Κυριότητα (Besitz)

Όλα όσα έχω
όλα όσα μπορώ να θέλω
όλα όσα θέλω να έχω
όλα όσα μπορώ να πάρω
όλα όσα χρειάζομαι
όλα όσα μπορώ να έχω
όλα όσα μπορώ να φέρω
τα κουβαλώ.

~ . ~

Ανάμεικτα συναισθήματα (Gemischte Gefühle)

όταν δε βρίσκω
τη δεύτερη κάλτσα,
όταν τη σκάλα
κατεβαίνω μ’ ένα
πέλμα ζεστό
κι ένα κρύο
κι ανησυχώ
πώς η μέρα θα βγει.

~ . ~

Έκαστος εφ’ ω ετάχθη (Feldvorteil)

Όσο να τρέχω και ν’ αγωνιώ,
έκαστος στο είδος του —
στο τρέξιμο ο λαγός!

~ . ~

Ανάλυση (Analyse)

Τι να κάνω
που πέφτω στην παγίδα,
παρόλο που τη βλέπω;
Μοιραίο,
αφού πέφτω στη γοητεία της.

~ . ~

Φροντίδα (Fürsorgerin)

Φροντίζω καλά
τους δικούς μου –
άντρες, γυναίκες,
φίλους, παιδιά,
σκύλους, γατιά
και χελώνες,
στο δρόμο
ή αλλού –
μόνο όχι εμένα.

~ . ~

Τελετουργικό (Ritual)

Νωρίς
ένα κόκκινο να τρίψεις
στα χείλη που κοιμούνται

με ό,τι απέμεινε απ’ τη νύχτα
να σκουρύνεις
τα μάτια

το πρώτο φως
να παγιδεύσεις
στα βαθύχρωμα μαλλιά

Να ’σαι όμορφη
γι’ αυτή τη νέα μέρα.

~ . ~

Ημέρες αργίας (Schneckentag)

Είμαι σπίτι,
δεν ανοίγω.
Είμαι σπίτι,
δεν αφήνω
ψυχή να μπει.
Μάταια χτυπάτε,
έξω δε βγαίνω,
μάταια καλείτε,
σπίτι σάς στέλνω!

~ . ~

Καθησύχαση γιαλαντζί (Falsche Beruhigung)

Ημιάγρια; –
Ποιος θέλει κάτι τέτοιο.

~ . ~

Μήλα και σκήπτρα (Äpfel und Zepter)

Υπάρχουν άντρες
που τις συζύγους
κάνουν δούλες
-αφού δεν είναι
κύριοι οι ίδιοι-,
στα πόδια μιας κυράς.

~ . ~

Το άστρο σου (Dein Stern)

Ήθελα
να ’μαι το άστρο σου
και πιο κοντά σου
να ’μαι
απ’ όλα τ’ άλλα
που μάταια
εκεί πάνω λάμπουν
– γιατί εγώ λάμπω
απ’ όλα περισσότερο!
απ’ όλα τους
λάμπω
περισσότερο
(για σένα) –
Είσαι τις νύχτες
τυφλός;

~ . ~

Βραχυπρόθεσμη παραίτηση (Kurze Kündigung)

Από το Λίγο
μπορεί όντως κανείς
να έχει ένα σκασμό.

~ . ~

Το παιδί (Das Kind)

ρωτά: Τι θα γίνει αν
γίνει πόλεμος;
Αδύνατον!
Και αν γίνει
πάντα πεθαίνουνε
τα άλλα παιδιά.

~ . ~

Τι να κάνω (Was soll ich denn machen)

Το μαύρο μου φανελάκι
έχει μια τρύπα στο πλάι –
πολλές φορές μου το είπανε,
από πέρσι το καλοκαίρι έτσι ήτανε
και τη λέω «τρύπα από πυροβολισμό» –
πώς να τη ράψω με βελόνι
που έχει όνομα κι ολοένα μεγαλώνει;

~ . ~

Ανθοκομική αντάρτικου

Σε σημεία μαλακά και υγρά,
σε χώρους μικροσκοπικούς
όπου βρίσκεις λίγη γη, τη νύχτα,
βλασταίνει το αγαπόχορτο,
είδος λειχήνας και ίαμα
φυσικό για το Κακό,
που χώρο δεν αφήνει
για την κυριαρχία του φόβου.

~ . ~

Δόξα τω Θεώ (Gott sei Dank)

ο ουρανός είναι
προς τα πάνω
ανοιχτός

~ . ~

Σαστιμάρα (Verwunderung)

Μπορεί κανείς όντως
να μιλήσει για ευτυχία,
όταν έχει περάσει απ’ τη ζωή του
έστω για λίγο, φευγαλέα.
Τι γίνεται όμως σαν θελήσει
να μείνει λίγο παραπάνω;

~ . ~ . ~

~.~

breit2

Η Anna Breitenbach, συγγραφέας και δημοσιογράφος, γεννήθηκε το 1952 στην Έσση. Σπούδασε γερμανική φιλολογία και πολιτικές επιστήμιες. Ζει στη Γερμανία και στην Ιταλία.