
[Το διήγημα «Το δωμάτιο» του Τάκη Κουφόπουλου που αναδημοσιεύουμε εδώ προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Εκδοχές (Κέδρος, Αθήνα 1973), σελ. 23-31. Το Νέο Πλανόδιον κάνει ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του Τάκη Κουφόπουλου, που έφυγε από τη ζωή στις 3 Σεπτεμβρίου 2019. Προηγήθηκε μια ανασκόπηση από τον Γιώργο Πινακούλα, που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν ένα κείμενο του Θανάση Γαλανάκη για τον ποιητή Τάκη Κουφόπουλο και μια ανθολόγηση από το ποιητικό του έργο. Ν.Π.]
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
του ΤΑΚΗ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ
Το δωµάτιο –όπως όλα τα δωµάτια– είναι στρογγυλό. Χωρίς έπιπλα. Μονάχα µε τις δυο βαθιές πολυθρόνες στο κέντρο του, τη µια ακριβώς απέναντι στην άλλη.
Το δωµάτιο –όπως όλα τα δωµάτια– είναι πολύ καθαρό. Ο αέρας µυρίζει απολυµαντικό. Το πάτωµα γιαλίζει. Οι πολυθρόνες, πατώντας στα ανάποδα είδωλά τους, αιωρούνται στο κενό.
Είναι κι οι δυο χωµένοι στις πολυθρόνες. Τα κεφάλια τους στηρίζονται στα ερεισίνωτα. Τα πόδια τους τεντωµένα µπροστά σχεδόν ακουµπούν. Τα χέρια τους, στα πλάγια, κρέµουνται προς τα κάτω, µε τα δάχτυλα κλεισµένα.
Δεν κινούνται. Μόνο εκείνος ανοίγει πότε-πότε τα µάτια, αλλά αµέσως τα ξανακλείνει. Εκείνη δεν ανοίγει τα µάτια ποτέ. Μόνο το στόµα, κάθε τόσο, και αναπνέει.
Ο κυλινδρικός τοίχος είναι κόκκινος. Ένας µακρύς επίδεσµος τον επιδένει. Αρχίζει από το πάτωµα και ανεβαίνει κυκλικά, επικαλυπτόµενος κάθε φορά, µέχρι το ταβάνι. Ο επίδεσµος είναι νοτισµένος.
∆εν υπάρχουν πόρτες ή άλλα ανοίγµατα. Μονάχα ένα τζάµι παραθύρου, κρεµασµένο. Στο ύψος στήθους. Πάνω του είναι ζωγραφισµένο ένα κλαδί.
Ξαφνικά ανασηκώνονται κι οι δυό ανοίγουνε τα µάτια κοιτάζονται ανοίγουνε τα στόµατα…, γέρνουνε λίγο ο ένας προς τον άλλον ανοίγουν περισσότερο τα στόµατα…, βάζουνε τις παλάµες στα γόνατα τα σφίγγουν ανοίγουν όσο παίρνει τα στόµατα…, µαζεύουνε τα πόδια –τα παπούτσια ακουµπούν στις πολυθρόνες οι αστράγαλοι ενώνονται– βήχουν καθαρίζουν το λαιµό τους ανοίγουν πάλι τα στόµατα…, πετάγονται όρθιοι πλησιάζουν σκουπίζουν τις παλάµες µέσα έξω από το έγκληµα τις φέρνουνε χωνί µπροστά στα στόµατα…
Το ταβάνι ολόκληρο είναι µια πλάκα ρολογιού. Χωρίς αριθµούς ή διαιρέσεις. Στο κέντρο της, οι δύο δείχτες –ο ένας των λεπτών ο άλλος των δευτερολέπτων–, δύο µακρόστενες µεταλλικές λεπίδες πολύ καλά ακονισµένες, περιστρέφονται µε σταθερή ταχύτητα. Κάθε φορά που συναντιώνται, οι κόψεις τους σέρνουνται η µία πάνω στην άλλη, βγάζοντας διαπεραστικό ήχο. Η υπόλοιπη διαδροµή τους είναι αθόρυβη.
Εκείνη είναι ξαπλωµένη στην πολυθρόνα, το κεφάλι της προς τα πίσω. Κοιτάζει το ταβάνι. Εκείνος είναι σκυµµένος προς το µέρος της, της λέει. Τα χείλη του κινούνται ρυθµικά, λόγια άφωνα βγαίνουν. Σε λίγο σηκώνεται, σκύβει πάνω της, το στόµα του ακουµπά το δικό της, τα χείλη του εξακολουθούν να κινούνται. Εκείνη κάθε τόσο καταπίνει. Ξαφνικά γυρίζει στο πλάι και κάνει εµετό.
Ο δείχτης των λεπτών δεν φτάνει τον επίδεσµο. Ο δείχτης των δευτερολέπτων, που είναι πιο µακρύς, χώνεται µέσα του, γυρίζει στις ελικώσεις του, βιδώνει, από πάνω προς τα κάτω. Το ταβάνι σιγά-σιγά κατεβαίνει.
Εκείνος είναι καθισµένος στο πάτωµα δίπλα στην πολυθρόνα της. Το χέρι του απλωµένο µπροστά, µε το δάχτυλο τεντωµένο, δείχνει. Εκείνη, ανασηκωµένη, µε το βλέµµα προς την κατεύθυνση, παρακολουθεί. Το χέρι του σε λίγο στρέφεται δεξιότερα και πάλι δείχνει. Εκείνη πάλι παρακολουθεί. Το χέρι του εξακολουθεί να στρέφεται κατά διαστήµατα γύρω να δείχνει. Εκείνη πάντα παρακολουθεί. Τέλος ο κύκλος κλείνει, το χέρι του που τρέµει αρχίζει να λυγίζει και να κατεβαίνει. Εκείνη κλείνει τα μάτια παύει να παρακολουθεί. Ξαφνικά το χέρι του σταµατά, ξανασηκώνεται µε δύναµη, τεντώνεται –τα κόκαλά του τρίζουν– και δείχνει –εκείνη ανοίγει διάπλατα τα µάτια– δείχνει, ακριβώς εκείνη· στο στήθος· εξ επαφής. Οι λεπίδες ξύνονται µια φορά δυο φορές. Εκείνη κλείνει αργά τα µάτια και σωριάζεται στο πλάι της πολυθρόνας.
Το ταβάνι συνεχώς κατεβαίνει, το ύψος του δωµατίου λιγοστεύει, η πίεση του αέρα αυξάνει.
Εκείνος είναι γονατισµένος µε το πρόσωπο χωµένο ανάµεσα στα γόνατά της. Εκείνη έχει γείρει, το κεφάλι της βρίσκεται πάνω απ’ το δικό του. Τα µακριά µαλλιά της ριγµένα γύρω του τον σκεπάζουν τελείως µέχρι τους ώµους. Κάτω απ’ τα µαλλιά τα δάχτυλά της, τυλιγµένα στο λαιµό του, σιγά σιγά τον πνίγουν.

Περπατούν πέρα δώθε πολύ γρήγορα. Οι τροχιές τους συναντώνται τα σώµατά τους χτυπούν µε δύναµη πέφτουνε κάτω σηκώνονται αρχίζουν πάλι να περπατούν ξαναχτυπούν ξαναπέφτουν ξανασηκώνονται –ο βρυγµός των κόψεων ακούγεται κατά ορισµένα διαστήµατα– αυτοί εξακολουθούν να περπατούν όλο και πιο γρήγορα και να συγκρούονται όλο και πιο δυνατά, µια αιµάτινη γραµµή πίσω απ’ τον καθένα σηµαδεύει την πορεία του πάνω στο παρκέ, οι πορείες είναι ζικ-ζακ, εκεί που διασταυρώνονται, τα δύο αίµατα ανακατεύονται, αφρίζουν, απ’ τους αφρούς σχηµατίζονται παιδιά, αυτοί όπως περπατάνε τα πατούν, τα παιδιά ακρωτηριασµένα τρέχουνε προς τους τοίχους, σκαρφαλώνουν στους επιδέσµους, σηκώνουνε τους επιδέσµους µπαίνουνε από κάτω και κρύβονται. Οι τοίχοι γεµίζουν.
Το ταβάνι συνεχώς κατεβαίνει, οι µουσκεµένοι επίδεσµοι στάζουν, το πάτωµα πληµµυρίζει.
Εκείνος είναι ξαπλωµένος κάτω ανάσκελα. Εκείνη τον πατά µε το πέλµα στο στήθος. Με τις παλάµες της κρύβει το πρόσωπο. Κλαίει. Στον τοίχο, τα παιδιά, ανασηκώνουν τους επιδέσµους, βγάζουνε τα κεφάλια την κοιτούν, βγάζουν και τα µικρά τους χέρια τεντωµένα –τα χέρια είναι από µέταλλο µυτερά– την δείχνουν. Εκείνη βλέπει τα κεφάλια, τρέχει, πέφτει πάνω στον τοίχο κι αρχίζει ένα-ένα να τα φιλά. Τα µυτερά µεταλλικά χέρια µπήγονται στο στήθος της κάθε φορά. Εκείνη ξεκαρφώνεται από τη µια θέση και καρφώνεται φιλώντας στην επόµενη.
Ο δείχτης των δευτερολέπτων που βιδώνει στους επιδέσµους κόβει ένα-ένα τα κεφάλια των παιδιών. Η στάθµη του αίµατος στο πάτωµα ανεβαίνει.
Εκείνος είναι καθισµένος. Έχει γυρίσει την πολυθρόνα του προς το τζάµι. Κοιτάζει. Τα φύλλα του κλαδιού είναι κίτρινα. Σε κάθε ξύσιµο των κόψεων κουνιούνται έπειτα αρχίζουν ένα ένα και πέφτουν. Σε λίγο το κλαδί μένει γυμνό. Αυτός εξακολουθεί να κοιτάζει.
Εντωµεταξύ το ταβάνι κατεβαίνει, ο δείχτης των δευτερολέπτων φτάνει στο πάνω µέρος του τζαµιού κι αρχίζει να το κόβει σε οριζόντιες φέτες πολύ λεπτές. Εκείνος τότε πετάγεται αµέσως όρθιος, πιάνει το τζάµι µε προσοχή και το ξεκρεµάει. Από κάτω δεν υπάρχει επίδεσµος, έχει σαπίσει. Αυτός φέρνει το τζάµι απέναντι, σκύβει και προσπαθεί να το κρεµάσει πιο χαµηλά. Ξαφνικά, ένα απότοµο κατέβασµα του ταβανιού, που έγινε µε κρότο, τον σταµατά. Ο δείχτης των δευτερολέπτων, που συγκρατούσε το ταβάνι πατώντας στις ελικώσεις των επιδέσµων, φτάνοντας τώρα στο µέρος του τζαµιού, βρίσκεται στο κενό. Το ταβάνι αµέσως, µε όλο του το βάρος, πέφτει. Ο δείχτης των δευτερολέπτων µόλις προφταίνει πάλι να το σταµατήσει πιάνοντας απέναντι, δυο τρεις ελικώσεις πιο κάτω. Το πήδηµα του ταβανιού επαναλαµβάνεται, αυτός γυρίζει γρήγορα πίσω και προσπαθεί να βάλει το τζάµι στην ίδια θέση, το τζάµι δεν µπαίνει, οι πτώσεις του ταβανιού εξακολουθούν, αυτός προσπαθεί, το τζάµι ραγίζει σπάζει, το ταβάνι πλησιάζει, αυτός πετάει τα υπολείµµατα του τζαµιού –πλέουν για λίγο στην επιφάνεια του αίµατος και έπειτα βουλιάζουν– τρέχει σ’ εκείνην που είναι στην πολυθρόνα την αρπάζει από το χέρι τη σηκώνει όρθια και την αγκαλιάζει. Τα κόκαλά της διαλύονται και σκορπίζουν.
Το ταβάνι πέφτει πάνω στην επιφάνεια του αίµατος που ανεβαίνει, µε παφλασµό.
ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...