Νατάσα Κεσμέτη

Howard Nemerov (1920-1991), Δέντρα

*

Δέντρα

Γίγαντας νά εἶσαι καί νά σιωπᾶς γι’ αὐτό,
Νά παραμένεις στή θέση σου·
Νά ὑπερασπίζεσαι τή σταθερή παρουσία τῆς διεργασίας
Καί πάντοτε νά μοιάζεις ἴδιο·
Νά εἶσαι ἀκίνητος σάν βράχος καί πάντοτε τρεμουλιάζοντας,
Ἔχοντας τήν σκληρή ἐμφάνιση τοῦ θανάτου
Μαζί μέ τή μαλακιά, ρέουσα φύση τῆς ἀνάπτυξης,
Ὕπαρξη ὄντας παραπλανητικά ὁπλισμένη,
Κάποιου πού Γίνεται παραπλανητικά τρωτός·
Νά εἶσαι τόσο ἄκαμπτος καί νά δέχεσαι τόσο καλά τό φῶς,
Δωρεάν προσφέροντας ἀπαγορευμένη γνώση
Τόσων πολλῶν πραγμάτων γιά τόν ουρανό καί τή γῆ
Γιά τά ὁποῖα διαφορετικά δέ θά εἴχαμε καμιά λέξη –
Ποιήματα ἤ ἄνθρωποι σπανίως εἶναι τόσο ἀξιαγάπητοι
Ἀκόμη κι ὅταν ἔχουν ὑπέροχες ποιότητες
Τείνουν ἀντί νά σοῦ δίνουν παράδειγμα νά διηγοῦνται
Ἐκεῖνα πού οἱ ἴδιοι πιστεύουν πώς εἶναι,
Ἐνῶ ἀπό τήν συγκινητική σιγή τῶν δέντρων,
Σέ θύελλα ἤ γαλήνη, φυλλωμένα ἤ γυμνά
Μέρα ἤ νύχτα, συνάγουμε τά δικά μας συμπεράσματα,
Ὑποστηρικτικά κι ὅπως ἡ ἀναπνοή μας ἀπαρατήρητα
Κι ἐπίσης κινδυνώδη – ἄν καί οὐδέποτε ὑπῆρξε
Δέντρο ἀποφασιστικῆς σημασίας – γιά τή φύση τῶν πραγμάτων. (περισσότερα…)

Ὀξύ

*

ΟΞΥ

Στήν Τζακάρτα
ἀνάμεσα στούς ἐμπόρους
λουλουδιῶν καί ἀναψυκτικῶν,
εἶδα ἕνα παιδί
μ’ ἕνα φρικιαστικό στόμα,
νά ζητιανεύει,
καί κατάλαβα πώς ἡ πληγή εἶχε προκληθεῖ
γιά νά παραμείνει μ’ ἕναν τρόπο ζωντανό.
Αὐτό πού τοῦ ἔδωσα
δέν θά μποροῦσε οὔτε σκύλο νά κρατήσει ζωντανό.
Αὐτό πού μοῦ ἔδωσε
ἀπό τό μαῦρο νόμισμα
τοῦ ἱδρωμένου του προσώπου
ἦταν μιά πανούργα ματιά.
Τήν κουβαλάω
σάν σταγόνα ἀπό ὀξύ
γιά νά θυμᾶμαι πῶς,
μιά στά τόσα,
μπορεῖς νά συρθεῖς ἔξω ἀπό τή δική σου ζωή
καί νά γίνεις κάποιος ἄλλος –
ἐκπυρσοκρότηση
ἐκείνου τοῦ συρμάτινου πλέγματος
πού ἀποκαλοῦμε φαντασία.
Ὑποθέτω δέν θά τό ξαναδῶ ποτέ.
Ἀλλά τί θά γίνει μ’ αὐτό τό ράκος,
τούτη τή σκιά
ἀποριγμένη σάν σῶμα ἀγοριοῦ
στούς τοίχους
τοῦ νοῦ μου, αἱμορραγώντας
τήν πικρόχολη γεύση του –
ὕβρη καί ὀργή,
τούς μεγάλους ὑποκινητές;

ΜΑΙΡΗ ΟΛΙΒΕΡ

New and Selected Poems, Vol. 1, Beacon Press, 1992

~.~

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

*

*

*

Ἡλιοστάσιο: Ὅταν Πληθαίνει τό Σκοτάδι

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

Ἡλιοστάσιο

Τούτη εἶναι ἡ ἰσημερία, τό ἀκίνητο σημεῖο
τοῦ ἥλιου, τό ἀποκορύφωμα καί τά μεσάνυχτά του,
τό κατώφλι τοῦ χρόνου
καί τό ξεκλείδωμα, ὅπου τό παρελθόν
ἀπελευθερώνεται καί γίνεται μέλλον·
ὁ τόπος πού κρατᾶς τήν ἀναπνοή σου, ἡ θύρα
σπιτιοῦ ἐγκαταλελειμμένου ἀφημένη μισάνοιχτη.

Μargaret Atwood

~.~

Ὁ Μανδύας τοῦ Χειμώνα

Αὐτή τή χρονιά δέ θέλω
νά μ’έγκαταλήψει το σκοτάδι.
Χρειάζομαι τή σιωπηλή του ἀκινησία
νά μέ τυλίγει
να διαρκέσει πολύ
ὁ μανδύας τοῦ ἐναγκαλισμοῦ του.

Ὑπερβολικά δυνατό φῶς
μέ ἀποτράβηξε μακριά
ἀπό τό θάλαμο
τῆς κυοφορίας. (περισσότερα…)

Η Ελλάδα ως μοσχοϊτιά των ονείρων μας

*

της ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ

Νατάσα Κεσμέτη
ΙVAἜσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης
Ἁρμός, 2017

ΙVA στὰ Ρωσικὰ σημαίνει ἰτιά. Ἡ λέξη, τόσο ἴδια μὲ τὴ δική μας ὡς εἰκόνα καὶ ὡς ἦχος, μᾶς εἰδοποιεῖ πὼς βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ λογοτεχνικὴ περίπτωση ποὺ δουλεύει μὲ σύμβολα ἤ, τὸ λιγότερο, ποὺ εἶναι καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ νομίζουμε. Πρέπει λοιπὸν νὰ προσέξουμε. Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης ὁ ὑπότιτλος, μᾶς καθιστᾶ ἀκόμα πιὸ προσεκτικούς: Ἐσωτερικὴ προβολὴ πάνω σὲ μιὰ καταδική μας, ἀόρατη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὀθόνη. Ἄραγε νὰ εἶναι ἡ ζωή μας αὐτή; Νὰ εἶναι ἡ μοναδική γιὰ τὸν καθένα μας ἀλήθεια;

Ἡ Νατάσα Κεσμέτη ἔρχεται καὶ μὲ τὸ ἐργο της αὐτό νὰ μᾶς ἐπιβεβαιώσει πὼς ναί, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο, καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.

Ἡ συγγραφέας χαρακτηρίζει τὴν ΙVA της μυθιστορία. Σήμερα, ἡ λέξη μυθιστορία εἶναι συνώνυμη μὲ τὴ λέξη μυθιστόρημα, ὅπως τὸ εἶδος αὐτὸ διαμορφώθηκε κι ἔφτασε στὸ ἀπόγειό του τὸν 19ο αἰ., ὡστόσο, ἡ λέξη μυθιστορία ἀνακαλεῖ ἱστορίες ρομαντικές, μὲ ἐρωτικὸ περιεχόμενο, ποὺ ἀγαπήθηκαν στὰ χρόνια τους, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὅπως οἱ βυζαντινὲς ἐκεῖνες τῶν χρόνων τῶν Παλαιολόγων: Φλώριος καὶ Πλάντζια Φλώρα, Καλλίμαχος καὶ Χρυσορρόη, Βέλθανδρος καὶ Χρυσάντζα. Ἐρωτικὲς ἱστορίες πάθους ποὺ ἔγραψαν ἀνώνυμοι Ἕλληνες συγγραφεῖς, ἐπηρεασμένοι κυρίως ἀπὸ προβηγκιανὰ πρότυπα ‒ μὲ ἔντονο ὅμως τὸ ἑλληνικὸ ὕφος καὶ ἦθος καὶ, φυσικά, ἀπὸ τὸ πανανθρώπινο παραμύθι. Ἡ Νατάσα Κεσμέτη, συνειδητά νομίζω, διαλέγεται μὲ τὶς πρωτόλειες αὐτὲς συγγραφὲς γιὰ αἰσθητικοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους νόστου. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι πρωτίστως ἡ ΙVA· ἕνα νοσταγικὸ ταξἰδι. (περισσότερα…)

Louise Glück (1943-2023), Περσεφόνη ἡ Περιπλανώμενη

*

Στήν πρώτη ἐκδοχή, ἁρπάζουν
τήν Περσεφόνη ἀπό τή μητέρα της
καί ἡ θεά τῆς γῆς
τιμωρεῖ τή γῆ – κάτι
συνεπές πρός ὅσα γνωρίζουμε γιά τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά,
πώς οἱ ἀνθρώπινες ὑπάρξεις παίρνουν βαθιά ἱκανοποίηση
προκαλώντας κακό, ἰδιαιτέρως
ἀσυναίσθητο κακό:

θά μπορούσαμε νά τό ἀποκαλέσουμε
ἀρνητική δημιουργία.

Ἡ ἀρχική διαμονή τῆς Περσεφόνης
στήν κόλαση συνεχίζει νά διασύρεται
ἀπό τούς μελετητές πού διαφωνοῦν γιά
τίς αἰσθήσεις τῆς παρθένας:

συνέβαλε στόν βιασμό της,
ἤ σύρθηκε, παρά τή θέλησή της,
ὅπως τόσο συχνά συμβαίνει τώρα στά μοντέρνα κορίτσια.

Ὅπως εἶναι πασίγνωστο, ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀγαπημένου
δέν ἐπανορθώνει
τήν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπημένου: ἡ Περσεφόνη (περισσότερα…)

Loren Eiseley, Ἡ Τελευταία Πεταλούδα

*

Μετάφραση ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

Ἡ Τελευταία Πεταλούδα

Θάμνος ἀνώνυμος στό κηπάριο τῆς πρόσοψης εὐωδιάζει·
Κάποιος ἀπό κείνους τούς μερακλῆδες κηπουρούς, τώρα πεθαμένος,
γνώστης παράξενων φυτῶν ὅπου φυλάγονται μυστικά φυτώρια σάν τόν κόσμο
τόν ἀγόρασε καί τόν φύτεψε κεῖ.
Ἴσως εἶναι ἀπό τίς Ἄνδεις, τό Θιβέτ ἤ κάποιον ἄλλο τόπο λιγότερο ἀξιοσημείωτο.
Μοναδικό ἄρωμα σκορπίζει στόν ἀέρα κίτρινο λουλουδάκι, ἀφανές.
Ὅμως ὁ ἴδιος κάθε ἄνοιξη τόν λατρεύω καί τόν παρατηρῶ περισσότερο γιά τήν Papilio mahaon τήν ὄμορφη πεταλούδα πού ἔρχεται ἀπό πολύ μακριά τό νέκταρ στά μπουμπούκια νά ρουφήξει.
Χρειάζεται νά κατανοήσετε πώς τώρα σ’ αὐτή τήν πόλη σπανίζουν, τοῦτα τά πλάσματα
μιᾶς μόνον ἐποχῆς πού τήν σκέπτομαι πάντοτε ἐξαιτίας τῆς μοναδικῆς πεταλούδας πάνω στόν μοναχικό μου θάμνο ὡς μιά ἀθάνατη,
πού ἐμφανίζεται ἐξαφανίζεται μέ τίς χρυσές ἐποχές,
ἀλλ’ οὐσιαστικά ἀθάνατη
Εἰσχωρώντας στό χειμωνιάτικο σκοτάδι
ἐπιστρέφει, πάντα ἐπιστρέφει στό ἕνα καί μόνο καλοκαιρινό φυτό τοῦ κόσμου.
Ὁ κόσμος ἕνας συγκλίνων κῶνος ἀπό τήν παιδική ἡλικία, ὅπου τοῦτα τά πλάσματα ἦσαν ὁλόγυρά μου, ὅπου γνώριζα τήν σκοτεινιά προνύμφη τῆς σφήγγας τῶν σκώρων κάτω ἀπό τίς πατατιές τόν Ὀκτώβριο ἤ τίς κρεμάμενες χρυσαφιές χρυσαλίδες,
κρυμμένες στίς χειμωνιάτικες καταιγίδες,
τήν ἀνάσταση μέ τήν ἄνοιξη, τήν ἄσκοπη φευγαλέα περιπλάνηση
ἀσύλληπτη ψηλά πέρα ἀπό τίς πίσω αὐλές, χορεύοντας
σέ λιβάδια μαῦρα, χρυσά, κίτρινα,
ἡ οὐσία τοῦ καλοκαιριοῦ καί τό αἰώνιο ἡλιόφως.
Τήν κρατῶ στήν προχωρημένη ἡλικία τώρα, ἀπό τήν τελευταία
χελιδονοουρά – Papiliο mahaon. Kάθε καλοκαίρι μόνο μιά,
σιγανά κινώντας τά λεπτεπίλεπατα φτερά της, καθώς ρουφᾶ τόν χρυσαφένιο θάμνο.
Δοκιμάζω τό ἴδιο ἁπαλά νά ἀγγίξω τό φτερό της – δέ θά μοῦ τό ἐπιτρέψει,
Πάντα ψηλά φευγάτη σέ μιάν ἄνοιξη πολύ μακρινή γιά νά τή φτάσω.

Ἀπό τήν συλλογή: Notes of an Alchemist, 1972

(περισσότερα…)

Ελίζαμπεθ Σπάιρς, Στόν Παράδεισο εἶναι πάντα Φθινόπωρο

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

Στόν Παράδεισο εἶναι πάντα Φθινόπωρο.
JOHN DONNE

Στόν Παράδεισο εἶναι πάντα φθινόπωρο. Τά φύλλα  εἶναι πάντοτε ἑτοιμόρροπα ἐκεῖ ἀλλά ποτέ δέν πέφτουν, καί ζευγάρια ψυχῶν περπατοῦν ἔξω στά μονοπάτια τοῦ παραδείσου δίχως νά νιώθουν πιά τό βάρος τῶν χρόνων πάνω τους.

Ἀσφαλῆ στή νηνεμία τοῦ παραδείσου, κρατοῦν ὁ ἕνας τό μπράτσο τοῦ ἄλλου, λάμποντας τό φῶς τούς διαπερνᾶ, παρελθόντα ὅλα χαρά καί τρόμος.

Ἀλλά ἐμεῖς ἐδῶ εἴμαστε πολύ μακριά ἀπ’ τόν παράδεισο, σ’ ἕναν κῆπο ρημαγμένο καί παραμελημένο ὅπως θά ἦταν ἡ Ἐδέμ μέ τούς τοίχους  γκρεμισμένους, τά μονοπάτια σκεπασμένα μέ ἀσάρωτα φύλλα πολλῶν χρόνων, λαμπερά θυμητάρια γιά παιδιά τοῦ Φθινοπώρου. Τό φῶς χρυσό, καθώς ὁ ἥλιος ἀφαιρεῖ ἀπό κάθε πράγμα τή μακριά σκιά τῆς ψυχῆς, φανερώνοντας μιά κατάληξη.

Τά τελευταῖα ρόδα τῆς χρονιᾶς ταλαντεύουν τά εὔθριπτα κεφάλια τους, σάν ἀκροατές πού ἀφουγκράζονται ὅ,τι λέγεται, γιά νά ρωτήσουν:

Τί μᾶς ἔφερε ἐδῶ; Ποιός σπόρος; Ποιά βροχή; Ποιό φῶς;

Τί μᾶς ἔσπρωξε ψηλά μέσα ἀπό τήν σκοτεινή γῆ; Τί μᾶς ἔκανε ν’ ἀνθίσουμε;

Ποιός ἄνεμος γρήγορα θά μᾶς πάρει; Σαρώνοντας τόν κῆπο ὥς τή γύμνια;

Οἱ ἄφωνες φωνές τους κρέμονται ἐδῶ, ὅπως ἴσως κι οἱ δικές μας, ἄν ἤμασταν κι ἐμεῖς ρόδα. Τά παρτέρια καλυμμένα μέ φύλλα, φροντισμένα ἀπό ἕναν ἀπόντα κηπουρό πού ζεῖ κάπου ἀλλοῦ.

Εἶναι ἡ τελευταία ἀπό πολλές τελευταῖες μέρες. Ἀρκεῖ;

Νά ξεκουραστοῦμε αὐτή τή στιγμή; Νά στρέψουμε τά πρόσωπά μας στόν ἥλιο;

Νά παρατηρήσουμε τίς γάζες ἑνός παρερχόμενου κόσμου;

Νά νιώσουμε τό μέταλλο μαύρης σιδερένιας καρέκλας, κρύο καί αἰώνιο, καθώς πιέζει τό δέρμα μας; Νά κατανοήσουμε ἕνα παιδί σάν σύννεφα πού περνοῦν ψηλά, μετατρέποντάς μας σέ τρέμουσα σκίαση καί ἥσκιο;

Καί μετά νά γυρίσουμε ἀποκαταστημένοι, μικρό θαῦμα, ὁ ἥλιος νά φωτίζει λαμπερά ὅπως πρίν; Συνεχίζουμε, ἐσύ ὁδηγεῖς, μιά φιγούρα γερμένη σέ ραβδί πού ἀφήνει τό ἴχνος του στή γῆ.

Φίλε μου, μέ ἔχεις ὁδηγήσει πιό πέρα ἀπό ὅπου ἔφτασα ποτέ ἄλλοτε.

Σ’ ἕναν κῆπο τό φθινόπωρο. Σ’ ἕναν παράδεισο προσωρινότητας ὅπου ἡ τελική πτώση εἶναι ἀργή, ἕνα ἀργό καί ἀκτινοβόλο συμβάν.

Τό φῶς εἶναι χρυσό. Κι ὅσο εἴμαστε ἐδῶ, θαρρῶ πώς αὐτός πρέπει νά εἶναι ὁ παράδεισος.

ELIZABETH SPIRES

Γραμμένο το 2012. Περιλαμβάνεται στήν ποιητική συλλογή Now the Green Blade Rises, Kindle Edition, 2015

 ~.~

Ἡ Elizabeth Spires γεννήθηκε τό 1952 στό Lancaster, Ohio. Εἶναι διακεκριμένη ποιήτρια καί συγγραφέας παιδικῶν βιβλίων. Ζεῖ στήν Βαλτιμόρη, Maryland, καί διδάσκει στό Goucher College. Στίς συλλογές της περιλαμβάνονται: A Memory of the Future (2018), The Wave-Maker (2008), Now the Green Blade Rises (2004), Swan’s Island (1997), and Worldling (1995).

*

Adam Zagajewski, Ποιητές φωτογραφημένοι

*

Ποιητές φωτογραφημένοι,
ἀλλά ποτέ ὅταν
πραγματικά βλέπουν,
ποιητές φωτογραφημένοι
μέ φόντο βιβλία,
ἀλλά ποτέ στό σκοτάδι,
ποτέ σέ σιωπή,
τή νύχτα, μέσα στήν ἀβεβαιότητα,
ὅταν διστάζουν,
ὅταν ἡ χαρά, σάν τόν φωσφόρο,
κολλάει στά σπίρτα.
Ποιητές χαμογελαστοί,
καλά ἐνημερωμένοι, γαλήνιοι,
Ποιητές φωτογραφημένοι
ὅταν δέν εἶναι ποιητές.
Μακάρι νά γνωρίζαμε
τί εἶναι ἡ μουσική.
Μακάρι νά καταλαβαίναμε.

Μετάφραση ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

Μνήμη Κωστῆ Γκιμοσούλη
θανόντος σήμερα 7.8.2023 – N.K.

*

 

Τόμ Χέννεν, Ἀπό μιά παραμελημένη ἐπαρχία

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

Ἀπό μιά παραμελημένη ἐπαρχία

Πλάσματα νά μή μπορεῖς ν’ ἀγαπήσεις δέν ὑπάρχουν.
Ἕνας βάτραχος κοάζοντας καλεῖ τόν Θεό
Ἀπό τ’ ὁλόγιομο σεληνόφωτο χαντάκι
Καθώς στέκεις στόν ἀγροτικό δρόμο νύχτα Ἰουνίου.

Ὁ ἦχος ἀρκεῖ γιά νά φέρει στ’ ἄστρα λυγμούς
Εὐτυχίας.
Τό πρωί χλοερό τό τοπίο
Ἀνυψώνεται ἀπό τό χῶμα μέ τήν εὐωδιά τοῦ γρασιδιοῦ.

Περατάρηδες τῆς μέρας πάνω στίς ὧρες της
Δίχως καμιά προσπάθεια τ’ ἀστραφτερά ἔντομα
Ζοῦν τίς μυστικές τους ζωές.

Ἡ ἔκταση ἀνάμεσα στούς ὁρίζοντες τῶν λιμώνων
Μᾶς πονάει μέ τήν ὀμορφιά της.

Φύλλα ἀπό τό δάσος τῆς λεύκας ἠχοῦν σέ μιάν ἀρχαία γλώσσα
Ὥς τό πιό μακρινό παγωμένο σκοτάδι τοῦ σύμπαντος.
Τό δάσος μέ τίς λεῦκες μιλάει καί σέ σένα
Γιά μελτεμάκι καί ἡλιόφωτες κηλίδες.

Εἶσαι στήν πατρίδα σου σ’ αὐτές
τίς μεγαλόπρεπες ἄδειες ἁπλωσιές
μαζί μέ κοκκινόφτερα μαυροπούλια καί βαλτοτόπια.

Νιώθεις ἀναπαυμένος σέ τοῦτο τόν τόπο
πλήρη σέ χάρη καί ὕπαρξη τόσο
πού στραφταλίζει ὅπως πετράδια
σκορπισμένα πάνω στά νερά. (περισσότερα…)

Μαίρη Όλιβερ, Πέρα ἀπό τή ζώνη τοῦ χιονιοῦ

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

Πέρα ἀπό τή ζώνη τοῦ χιονιοῦ

Ἐκφωνητές ἀπό τοπικούς σταθμούς, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον, ἀπαριθμοῦν καταστροφές σάν ἀπαγγελίες σκοτεινῶν ποιημάτων
Ὅπως συμβαίνει πάντα στά δόντια τοῦ χειμώνα.
Ἀλλά γιά ἄλλη μιά φορά ἡ θύελλα μᾶς προσπερνᾶ:
Συνηθισμένα μέτριο κι ὄμορφο, τό χιόνι στρώνεται
Ἐνῶ παιδιά μέ ξεφωνητά ἐπιστρέφουν στό παιχνίδι,
Καί γελαστοί πολίτες κουκουλωμένοι ἀκόμη μιά φορά
Καθαρίζουν τά ἄνετα τους μονοπάτια τῆς καύχησης καί τῆς φιλικῆς ὑποδοχῆς.

Καί τί ἄλλο θά μπορούσαμε νά κάνουμε; Ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς.
Δυό πολιτεῖες βόρεια, ἡ θύελλα πῆρε ζωές.
Δυό πολιτεῖες βόρεια, γιά μᾶς, εἶναι πάρα πολύ μακριά, –
Μιά χώρα δέντρων, μιά περιοχή πάνω σέ χάρτη,
Ἕνας ἄγριος τόπος, οὔτε πῆγε κανείς ἐκεῖ ποτέ, – ἔτσι κι ἐμεῖς
Εὔκολα λησμονᾶμε κάθε μακρινό θανατικό.

Εἰρηνικά ἀπό τίς παγωμένες μας αὐλές παρακολουθοῦμε
Τά παιδιά μας νά τρέχουν στούς ἥπιους λευκούς λόφους.
Αὐτό εἶναι τό τοπίο πού κατανοοῦμε, –
Κι ὅσο ἡ ἀρχή τῶν πραγμάτων παραμένει ριζωμένη,
Πῶς τά παραδείγματα νά μᾶς βγάλουν ἀπό τήν ἡρεμία μας;
Δέν λέω πώς δέν εἶναι σφάλμα.
Λέω μόνον πώς, παρεκτός κι ἄν ἔχουμε ἀγαπήσει,
Ὅλα τά νέα καταφθάνουν σάν ἀπό μιά πολύ μακρινή χώρα.

MARY OLIVER

*