Month: Απρίλιος 2017

Εκεί κι εδώ (διήγημα)

Sportbeklei

~ . ~  

της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΣΑΝΔΗ  ~.~

Από όλα τα κορμιά εσύ πρόσεξες το δικό της. Παντού γύρω αξιοπρόσεκτα κορμιά, κορμιά ωραία, χυτά, λαξεμένα, κορμιά ταλαιπωρημένα από αυτοεπιβαλλόμενη ασιτία ή από σίτιση αυστηρά χωρίς γλουτένη, κορμιά κατάκοπα, υποταγμένα στους κανόνες του φίτνες και του πέρσοναλ τρέινινγκ, κορμιά που έχουν χρόνια να φάνε βραδινό, κορμιά που συχνά ξερνούν ή φτύνουν μεγάλες δόσεις σοκολάτας, κορμιά τόσο ίδια, σχεδόν απαράλλακτα, επαναλαμβανόμενα κορμιά, τρισδιάστατα φωτοαντίγραφα, στρατιά από κλώνους. Δεν μπορούσες να τα προσέξεις παρά όλα μαζί, σαν ένα κλειστό σύνολο, σαν μια ομάδα σε σκοτεινή αποστολή, σαν μια μάζα γυμνή. Δεν μπορούσες να δεις κανένα ξεχωριστά, σαν μονάδα, σαν ένα, κανένα εκτός από το δικό της. Ίσως αν δεν ήταν το δικό της να νόμιζες ότι είσαι σοβαρά μεθυσμένος ή ότι η μεγάλη πραγματικότητα, αυτή που βλέπεις με τα ματιά άλλοτε ανοιχτά άλλοτε κλειστά, αυτή που είναι στ’ αλήθεια πραγματική, όχι η άλλη, αυτή, η δική σου πραγματική πραγματικότητα έχει διασπαστεί σε πολλές ίδιες πιο μικρές πραγματικότητες, όχι για άλλο λόγο, παρά μόνο για τη δική σου εξυπηρέτηση, μπας και τα φέρεις βόλτα αυτή τη φορά. Έτσι κι αλλιώς πάντα είχες ζητήματα με το μέγεθος.

Δε γελιέσαι ούτε βαυκαλίζεσαι. Ξέρεις ότι δε θα είχες καμία ελπίδα αν το δικό της κορμί δε ξεχώριζε, αν δεν ήταν το μοναδικό που κατάφερες να προσέξεις μέσα στα αξιοπρόσεκτα. Δεν είχε απαραίτητα κάτι διαφορετικό. Είχε δυο χέρια, δυο πόδια κανονικά, ένα ωραίο κεφάλι ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό –πάντα είχες πρόβλημα με τα δυσανάλογα κεφάλια– δεν είχε κάποιο έλλειμμα ή κάποια υπερβολή για να τραβήξει την προσοχή σου, όχι. Ήταν η κίνηση του, η κίνηση αυτή που ακολουθούσε το άπειρο, αυτή που σε ερέθισε μέχρι εκεί που πιο πριν από αυτό το εκεί δεν υπήρχε άλλο αντάξιο του. Το προηγούμενο εκεί, σαφώς χαμηλότερης στάθμης, ήταν τότε στο λεωφορείο. Είχες αφήσει τη μάνα σου στο κρεβάτι του πόνου,  του παραπόνου, του παυσιπόνου, στο κρεβάτι του τέλους και του επιτέλους, και κυρίως στο κρεβάτι του γείτονα, του πρώην γείτονα, αυτό που είχε όλα τα κομφόρ για να κάνει τους σχεδόν νεκρούς σχεδόν ζωντανούς και τους σχεδόν ζωντανούς τελείως πεθαμένους και που η χήρα του ξεφορτώθηκε χωρίς αντάλλαγμα, μιας και δεν κατάφερε να συμβιώσει με την πιθανότητα να ξαπλώσει κάποτε κι εκείνη εκεί. Την άφησες και ανέβηκες στο πρώτο λεωφορείο που βρήκες, κάθισες στο πίσω μέρος, εκεί που η λεκάνη σου ταραζόταν περισσότερο από τις λακκούβες και τις σκληρές αναρτήσεις, και τότε σου ’ρθε στο μυαλό ότι ήσουν κάπου στην ανατολή, έξω από ένα ναό με περίτεχνη αρχιτεκτονική παγόδας, όταν το κορμί σου άρχισε να ταλαντώνεται με τρόπο πρωτόγνωρο. Ο  σεισμός, πρωτόγνωρα ισχυρός, κατεδάφισε το ναό εγκλωβίζοντας στα πρωτόγνωρα συντρίμμια εκατοντάδες πρωτόγνωρα πτώματα. Σε φαντάστηκες να βουτάς στα συντρίμμια και να αγκαλιάζεις τα πτώματα, κυρίως πτώματα γυναικών αλλά και μερικών ανδρών, και δυο τριών παιδιών, και να τα βγάζεις ξανά στο φως. Κι εκεί που ένιωθες τα χέρια σου στα στήθη τους, στους γλουτούς, στους μηρούς, στις πλάτες, στο πίσω μέρος των γονάτων τους κι έτσι όπως μύριζες τα τελευταία τους υγρά αναμεμιγμένα με τη σκόνη από τα χαλάσματα, είχες τη μεγαλύτερη σου στύση. Μέχρι εκεί.

Εκεί τότε, εκεί και τώρα, όχι εδώ. Ποτέ εδώ, γιατί στο εδώ θα της μιλούσες, θα τη ρωτούσες τουλάχιστον το όνομα της – δε θα γινόταν αλλιώς. Στο εδώ τα πράγματα είναι απαιτητικά, το εδώ σε παίρνει μαζί του δε σε αφήνει να ξεφύγεις, να διαφύγεις, να καταφύγεις εκεί που θες εσύ, στο δικό σου εκεί. Μέχρι εκεί. Θυμάσαι το όνειρο που είδες το προηγούμενο βράδυ,  αυτό που έτρωγες από τα σκουπίδια, όχι γιατί πεινούσες, ούτε κι εσύ ήξερες γιατί έτρωγες, αλλά ήταν κάτι που έπρεπε να κάνεις, δε μπορούσες να ξεφύγεις  κι έτρωγες σκουπίδια μέχρι που ξύπνησες. Αν ήσουν στο εδώ θα είχες ακόμα τη γεύση από τα σκουπίδια, θα κουβάλαγες τη μυρωδιά τους και θα έπρεπε να της πεις κάτι, οτιδήποτε. Θα μπορούσες ας πούμε να της πεις, σήμερα το βράδυ θα σε δω στον ύπνο μου. Έχω πολύ καιρό να ονειρευτώ γυναίκα. Πάνε χρόνια. Τελευταία φορά είχα ονειρευτεί τη μητέρα μου πριν με γεννήσει. Ήταν όμορφη, δε με έβλεπε, μόνο εγώ την έβλεπα. Ήθελα να τη φωνάξω, είχα ξεχάσει όμως το όνομά της. Δεν είμαι καλός με τα ονόματα. Τα ξεχνώ όλα. Κάποιες φορές μέχρι και το δικό μου, για αυτό καλύτερα μη μου πεις το δικό σου. Μέχρι εκεί. Θα μπορούσες επίσης να ρωτήσεις τυπικά κι ευγενικά, έρχεστε συχνά εδώ, δεν σας έχω ξαναδεί, νομίζω ότι έχω ξαναέρθει άπειρες φορές, αλλά είμαι σίγουρος ότι δε σας έχω δει ούτε μία, μετά θα αναρωτιόσουν αν σε μια γυμνή γυναίκα είναι πρέπον να απευθύνεται κανείς στον πληθυντικό. Αλήθεια πού έχετε αφήσει τα ρούχα σας, θα συνέχιζες,  τι ρούχα φοράτε στη ζωή σας; Γενικά σας ενδιαφέρει η μόδα ή η άνεση; Κι ενώ θα ρώταγες αυτό, θα έσφιγγες αντανακλαστικά το μαύρο μανδύα πάνω στο σώμα σου και θα αναρωτιόσουν αν τα δικά σου ρούχα είναι ακόμα εκεί που τα άφησες, χωρίς να έχεις ιδέα που είναι το εκεί. Μέχρι εκεί. Τέλος, αν ήσουν θαρραλέος στο εδώ, θα μπορούσες να την αγγίξεις με το κάλο, με το στανιό, με το άγριο, με τη θέλησή της, με τη βία, με τα χέρια σου, με τη γλώσσα σου, με το πέος σου, θα μπορούσες να την αγγίξεις, ενώ μάλλον θα σκεπτόσουν τότε που κήδεψες το αγαπημένο σου λαμπραντόρ στην αυλή του παππού σου, δίπλα στα γεράνια της γιαγιάς –δεν ήσουν πάνω από οχτώ χρονών κι έκλαιγες λες κι ήσουν οχτώ χρονών– για να μη τελειώσεις επιτόπου και δε νοιώσεις τη λεκάνη της να διαγράφει το άπειρο πάνω στη δική σου. Μέχρι εκεί.

Στο εδώ δε θα μπορούσες όμως να της πεις, είσαι ό,τι πιο όμορφο έχω δει, γιατί θα σε άκουγε και είτε θα σε πίστευε είτε όχι, οπότε και στις δυο περιπτώσεις θα έβγαινες χαμένος. Στη μία γιατί θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τις ματαιόδοξες ερωτήσεις, τις ματαιόδοξες ανασφάλειες, τα ματαιόδοξα καπρίτσια, τα ματαιόδοξα πηδήματα και στην άλλη γιατί θα σου απέδιδε ένα ευρύ φάσμα διόλου κολακευτικών χαρακτηρισμών, βλέπε από «καιροσκόπος» έως και «πειναλέος». Μέχρι εκεί.  Ενώ τώρα στο εκεί της λες, είσαι ό,τι πιο όμορφο έχω δει. Έχεις συγκλονίσει ό,τι έχω, έχεις απαγάγει τη σκέψη μου, το βλέμμα μου είναι σταθερά κολλημένο πάνω στον κορμό σου, είσαι το μοναδικό κορμί ανάμεσα σε τόσα άλλα. Είμαι τυφλός για όλα τα άλλα. Η στύση μου είναι μεγάλη και σκληρή εξαιτίας σου και αυτό είναι ένα θαύμα, γιατί είναι ζωντανή και είσαι κι εσύ ζωντανή, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί, γιατί πιο πριν η μια από τις δυο ήταν πάντα πεθαμένη. Μέχρι εκεί. Της τα λες με πάθος χωρίς να κρύβεις ούτε στάλα από τον ενθουσιασμό και τη θέρμη σου, της τα λες και εννοείς κάθε λέξη και θα την εννοείς όσο εκείνη δε θα την ακούει και δε θα την ακούει όσο θα είναι στο εδώ της κι εσύ θα είσαι στο εκεί σου.

Ένα πράγμα μόνο ζητάς κι επειδή δεν μπορείς να της το ζητήσεις, το εύχεσαι. Κάθε φορά που πηγαίνεις εκεί να τη βλέπεις. Εκεί.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΣΑΝΔΗ

Επιτήδευση και νομενκλατούρα στις χριστιανικές συντροφιές

christian pilgrim group

~ . ~

Μια φιλοσοφική ηθολογία ενός κοινωνικού μορφώματος

του ΠΕΤΡΟΥ ΦΑΡΑΝΤΑΚΗ

Απόρροια της έμφυτης κοινωνικότητάς μας είναι η δημιουργία ομάδων ή ομαδώσεων κάθε είδους. Αυτές, λειτουργώντας ως μικρό κοινωνικό κύτταρο, αναλαμβάνουν να αφουγκραστούν τις σκέψεις μας, αλλά και να μας ανακουφίσουν από προβληματισμούς και ενοχλήσεις, που βαραίνουν τον ψυχισμό μας[1].

Στην πραγματικότητα, οι ομάδες τούτες έχουν διφυή υπόσταση. Αφενός, προσφέρονται ως περιβάλλον δημιουργικής μας εκτόνωσης, αφετέρου, ως συμπαγές σώμα, ποδηγετούν μέχρι μυελού οστέων, τις συνειδήσεις ατόμων με ροπή στη συνεχή και επανειλημμένη κατάφαση. Οι παραπάνω ομαδοποιήσεις διακρίνονται σε πολιτικές, επαγγελματικές, επιστημονικές, ευρύτερων κοινωνικών στόχων, κ.λπ. Εκείνες βέβαια που παρουσιάζουν όλως διακριτά χαρακτηριστικά, σε σχέση με τις υπόλοιπες, είναι οι θρησκευτικές και, στην περίπτωσή μας, οι χριστιανικές μαζώξεις. Όταν έχουμε τουτέστιν, συγκεκριμένη συνάντηση, σε τακτή ή περιοδική βάση, για μια ομιλία, διάλεξη, εορταστική εκδήλωση, διαφώτιση, με δημηγορικές διαστάστεις, ενδιαφερομένων για ένα εκκλησιαστικό θέμα, κ.λπ. Δεν θα σταθούμε στο τι ο μέσος όρος από αυτές τις αδελφότητες πρεσβεύει, στον εδραίο και διάσπαρτο ελληνισμό, ούτε θα επιμείνουμε στο τι ακριβώς επιδιώκουν, μια και αυτά είναι πράγματα, που σοβούν υπό ένα πέπλο, από τη φύση του άδηλο, και σε εξέλιξη. Θα δούμε λίγο την ανώνυμη ιδιοσυγκρασία κάποιων από τις χριστιανικές συγκεντρώσεις και τον λειτουργικό φαινότυπο των μελών τους. Άρα οι απόψεις μας είναι μια αδρή περιγραφή και όχι ad hominem.

Μιλάμε για άτομα, ορισμένα, από τα οποία, αισθάνονται αδύναμα να πορευθούν στη ζωή ιδίαις δυνάμεσι, και, καλώς ή κακώς, προσφεύγουν στην παντοδυναμία του ανήκειν. Ο λόγος δεν γίνεται για περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξομολόγηση, ως μυστήριο, παρίσταται αναγκαία και ψυχωφελής στην ιδιωτική ζωή του καθενός μας. Εδώ πρόκειται για συνανθρώπους μας, οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να αυτενεργήσουν, νομίζουν ότι χρειάζονται εγχειρίδιο ζωής με οδηγίες χρήσεως και καταφεύγουν στο οχυρό των συλλογικών πεποιθήσεων. Εντελώς William Jamesπαρενθετικά, να τονίσουμε ότι, ο φιλόσοφος και ψυχολόγος W. James (1842 – 1910) είχε, σε πολύκροτο έργο του, υπογραμμίσει ότι το πρωτεύον στη θρησκεία, είναι η προσωπική σχέση ατόμου και θείου. Η θεολογία, η φιλοσοφία, η εκκλησιαστική οργάνωση, είναι, για αυτόν, πράγματα δευτερεύοντα[2]. Ως προστατευτικό οχυρό λοιπόν των ανθρώπων αυτών, προσφέρεται ο γενικός βερμπαλισμός της συντροφιάς. Να πούμε, πως η συντροφιά, για την οποία μιλάμε, δεν σχετίζεται καθόλου με τη συντροφικότητα. Η συντροφικότητα προϋποθέτει και απαιτεί φιλία, εγγύτητα, οικείο και εγκάρδιο περιβάλλον. Σε αυτό, περιέχεται και η αντιγνωμία, ως διαλεκτική. Η συντροφιά, στην περίπτωσή μας, εκλαμβάνεται ως συλλογικότητα, με χρόνο ύπαρξης συνήθως όσο διαρκεί η διεκπεραίωση κάποιου πνευματικού στόχου, όπως ήδη αναφέραμε, και όχι όσο μεσολαβεί μια καθαρά κοινωνική προσφορά σε ανθρώπους που τη χρειάζονται (διάθεση υλικών και χρηματικών πόρων, ιεραποστολή, αποκατάσταση υγείας, δωρεάν εκπαίδευση…). Πέραν τούτων, κυριαρχούν οι μεγατόνοι της ατομικότητας και της παχυλής διόγκωσης του εγώ. Εάν μάλιστα σκεφτείς να κάνεις κατ’ ιδίαν παρέα με ορισμένα από τα άτομα αυτά, διαπιστώνεις ότι αυτό, είναι από δύσκολο έως αδύνατον. Είτε επειδή έχουν ύφος πολυπραγμοσύνης είτε λόγω του ότι αποδεικνύονται, από κοντά, άγευστα ζωικής και ενστικτώδους τέρψης. Αρκετές φορές αναρωτιέσαι πού πήγε η ατίθαση σκέψη της γνησιότητας του ήθους. Μήπως αλλοτριώθηκε από την ενορία;

Σε περίπτωση που, τελικά, το «σκέφτομαι διαφορετικά», σημαίνει: «δεν μιλάω τη γλώσσα των άλλων», κάτι τέτοιο δεν υφίσταται στις παραπάνω συνάξεις. Οι εξαιρέσεις ευπρόσδεκτες. Ακόμα και όταν τα μέλη τους διαμορφώνουν τη δική τους, προσωπική, ζωή, με αυτόνομη, ξεχωριστή δράση ή στοχασμό, ένα κομμάτι της είναι τελείως αναπόσπαστο από τη δεξαμενή των ακλόνητων κοινών τους πιστεύω ένα τμήμα δηλονότι από ανεξίτηλες πεποιθήσεις, οι οποίες συνέχουν τις συγκεντρώσεις αυτές. Ιδιαίτερα η ενοριακότητα δεν πρέπει να στοχεύει στον αποκλεισμό κάθε διαφορετικής φωνής πέραν της δικής της, αλλά στη συγκεφαλαίωση του παρελθόντος και του μέλλοντος χρόνου σε ένα υπερχρονικό παρόν. Απαραίτητος όρος είναι η συμφιλίωσή της με μια γνωσιακή πανδαισία. Μία άλλη εξαρτητική ουσία, η οποία επιπολάζει στους ανωτέρω χριστιανικούς χώρους, είναι αυτή της επιτήδευσης, ή αλλιώς της πεποιημένης και ομοιόμορφης συμπεριφοράς. Είναι άραγε αυτή ενδογενής ή πολιτισμικό επίχρισμα σε ανθρώπους, που θέλουν να γίνονται αρεστοί; Δεν συζητάμε για την ευσέβεια, που είναι απότοκος του δέους προς το θείον. Το κέντρο του ενδιαφέροντος, είναι τώρα ο μιμητισμός, ο οποίος χαρακτηρίζεται από επιμελημένη φροντίδα για το φαινομενικά τέλειο και ανεπίληπτο φέρεσθαι. Έχοντας τη μέριμνα αυτή ως εγκόλπιο, ο σύντροφος καθίσταται εκών άκων, αιχμάλωτος σε ένα πλαίσιο μινιμαλιστικού κοινωνικού φορμαλισμού. Και είναι η μέριμνα αυτή, που εγκλωβίζει την αυθορμησία, καταδικάζοντας τον εαυτό να φειδωλεύεται στις Charles Taylorεκδηλώσεις του. Εάν υποθέσουμε ότι η ελεύθερη προαίρεση ενέχει ένα ηθικό μεγαλείο, τότε σίγουρα, η βούληση, σε θερμοκρασία περιβάλλοντος, στο οποίο καλλιεργούνται απολυτότητες, θεωρείται κλινικά νεκρή. Ο φιλόσοφος Ch. Taylor (1931 -), στο έργο του Οι Δυσανεξίες της Νεωτερικότητας, επιχειρηματολογεί υπέρ μιας ακώλυτης απόφασης, τη στιγμή που κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, η διαφοροποίηση μας από έναν συγκεντρωτικό τρόπο ύπαρξης, δεν ταυτίζεται πλέον με εξωμοσία. Τονίζει, με άλλα λόγια, πως από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα και μετά, η νεωτερική συνείδηση προήγαγε την ιδέα ότι ο τρόπος με τον οποίον πραγματώνω την ύπαρξή μου, είναι μοναδικός. Καλούμαι να ζήσω με τον δικό μου τρόπο και όχι κατ’ απομίμηση των άλλων. Εάν δεν είμαι γνήσιος, συνεχίζει, χάνω την ιδιαίτερη σημασία, που έχει για εμένα, το να είμαι ανθρώπινος[3].

Ακόμα, άλλωστε, και το εκκλησιαστικό δόγμα, δεν συνιστά δεσμευτική προϋπόθεση της ύπαρξης, αλλά ελεύθερη αποδοχή μιας σταθερής αναφοράς με το περιεχόμενο της πίστης μας. Λέγεται, ότι οι πιο ανασφαλείς άνθρωποι, έχουν τις ισχυρότερες προκαταλήψεις. Οι προκαταλήψεις αυτές, στον βαθμό που υπάρχουν στους θρησκευτικούς τόπους για τους οποίους κάνουμε λόγο, δεν είναι τυχαίες. Είναι αποτέλεσμα τόσο της πλημμελούς έξωθεν πληροφόρησης (η οποία βρίσκεται σε παρατεταμένη αναμονή…), από κέντρα μελετών και έρευνας για το φαινόμενο της ζωής γενικότερα, όσο και ενός σχολαστικισμού περί τα πνευματικά, που ενίοτε ολισθαίνει στη νοσηρότητα. Οι υποψιασμένοι περί αυτά, διαθέτουν μια ευρύτερη σκευή κατανόησης τους και δεν υποτάσσονται στην περιορισμένη σοφιστική ερμηνείας τους. Με λίγα λόγια, το δόκανο ενός εμβόλιμου ηθικού διλήμματος, καραδοκεί ασυγκράτητα, εάν η ευρυμάθεια και ο σχετικισμός δεν διαιτητεύσουν σε συνειδησιακές συγκρούσεις. Τα διλήμματα αυτά, σχετίζονται συνήθως με επερχόμενη νέμεση, εκ του αοράτου, στην οποία καθυποβάλλεται ο εαυτός λόγω ενοχών. Πρόκειται για αναστολές και αμφιθυμίες, που διατηρήθηκαν ταριχευμένες μέσα στην αδιαπέραστη ατμόσφαιρα της θρησκευτικής ακολουθίας. Δεν είναι λίγοι άλλωστε αυτοί, που, λόγω των συγκρούσεων αυτών, πήραν την άγουσα προς την παθογένεια. Ως παθογένεια, δεν εννοούμε απαραιτήτως τα όποια ψυχοσωματικά συμπτώματα. Είναι το να βλέπεις τον πρακτικό βίο υπό τη συναισθηματική και νοητική ιδιοτέλεια της ‘οπτικής γωνίας’, ενός συνάγματος. Με τη λογική του συλλογικού εγωκεντρισμού. Όχι με τα δικά σου μάτια. Άλλο βέβαια είναι να ασκείς τον σχολαστικισμό και άλλο να τον υφίστασαι. Στη δεύτερη περίσταση, η προσωπική σου ζωή, έρχεται αντιμέτωπη με μεταφυσικές δυνάμεις. Επιπλέον, ο σχολαστικισμός, η εμμονή δηλαδή με τις λεπτομέρειες, ως θεώρηση βιοτής, προκαλεί και αδυσώπητες Francis Collinsσχέσεις μεταξύ των ατόμων. Υπόνοιες, ενοχές και κρυψίνοια, είναι οι απαράμιλλες εκδηλώσεις του. Φυσικό επακόλουθο: όσο πιο αδύναμα είναι τα επιχειρήματα κάποιου να στηρίξει μια σύγχρονη δυναμική σχετικισμού, τόσο συχνότερα καταφεύγει στην επίκληση των θεσμίων. Ο γενετιστής και, κατά τα άλλα, ιερολόγιος, Francis Collins (1950 – ), προσφεύγει στη σημερινή σχετικότητα των ηθικών εκτιμήσεων για να υπογραμμίσει ότι ο παραδοσιακός ηθικός νόμος, βρίσκεται σε σύγκρουση με τη μεταμοντέρνα φιλοσοφία, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται απόλυτα καλό ή κακό[4]. Δεν είναι η κατάλληλη ώρα για να αναπτυχθούν ή να συζητηθούν οι κοινωνιοβιολογικές προεκτάσεις και οι αφορμές αυτής της τοποθέτησης. Ούτε για να τεθεί το ζήτημα της εξελικτικής καταγωγής της ηθικής. Μπορούμε όμως βάσιμα να διαπιστώσουμε ότι η μετάσταση της επιτακτικής οφειλής, από το συλλογικό καθήκον, σε ιδιωτική ηθική, είναι πλέον γεγονός.

Παράλληλα η περιπόθητη ομοψυχία μεταξύ διαφορετικών χριστιανικών σιναφιών, είναι κάτι πολύ συζητήσιμο. Συντεχνίες, φατρίες, φράξιες και μεταλλαγμένες πατριές, τρέφονται από τις ίδιες τους τις σάρκες, διαγράφοντας την σιωπηρή δήλωση: «δικός μας» και «δικός σας». Το οξύμωρο είναι ότι, σε κάθε μια από τις αδελφότητες αυτές, ξεχωριστά, δύσκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποια θεολογίζουσα αυτονομία. Υπάρχουν άραγε στελέχη στις συντροφιές αυτές, που σφετερίζονται πλεονεκτήματα και αξιώματα κατ’ αποκλειστικότητα; Αναμφίβολα, ορθώνονται αναστήματα με ζηλευτά φυσικά και ψυχικά χαρίσματα. Τα ίδια καταξιώνονται να χοροστατούν σε ομηγύρεις στα ανάλογα στέκια. Δίπλα τους, κατά κανόνα, παρατρέχουν άτομα με ιδιότυπες ανισότητες. Κοινωνικά και ευφυή, μοναχικά και ονειροπόλα. Ο λόγος των προεστώτων, έχει υπέροχες στιγμές, αλλά βαρετά ημίωρα. Άλλωστε, όποιος μιλάει καλά και πολύ, κρύβεται καλύτερα. Συνήθως, άνθρωποι με ανησυχίες, εγκόσμιες και του επέκεινα, συνιστούν το πολυσύνθετο ακροατήριο των δελεαστικών τούτων εκδηλώσεων. Ένα ακροατήριο, το οποίο πήγε να αναζητήσει την τύχη ή τη δυσφορία του. Η ατμόσφαιρα αυτή, δεν απουσιάζει και από αίθουσες ή τάξεις ιερών διδακτηρίων, στα οποία ενίοτε επίζηλα πρόσωπα, δρουν, και, πέραν των άλλων, ως τοποτηρητές των προσερχομένων. Ιδίως, των νεοφερμένων αλλά και των επήλυδων. Χωρίς να αποκλείονται και οι απόμαχοι. Καταστατική αντίφαση των παραπάνω, είναι ότι τα άτομα που απολαμβάνουν τον εθισμό της αναγνώρισης και της μελέτης του γραπτού και του προφορικού τους λόγου από άλλους, δεν αξιολογούν επαρκώς τη διαφορά ανάμεσα στους αναγνώστες – παθητικούς θεατές και τους σχολιαστές τους. Σε αυτό εξάλλου έγκειται και η διάσταση μεταξύ ‘αυλής’ και κριτικής τους αντιμετώπισης.

Γνώρισμα των ιθυνόντων εγκεφάλων στις ανάλογες συναθροίσεις, είναι η στρατηγική της διαφήμισης. Συνεπώς, ο διαφημιζόμενος, από, άλλοτε αφανής άνθρωπος του πλήθους, μεταβάλλεται σε γνωστό δακτυλοδεικτούμενο. Από πρώην ευπατρίδης και ερασιτέχνης της διανόησης, της γραφής και της ζώσης φωνής, προβάλλεται σε ημι-απρόσωπο επαγγελματικό πρότυπο συλλογισμού. Το εργονομικό μειονέκτημα εδώ βέβαια, μια και μιλάμε για στοχευμένη διάδοση της Christian peopleφήμης τους, είναι ότι ενώ μπορούν να ξαναχρησιμοποιήσουν τον ίδιο χώρο, δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο και για τον χρόνο. Αργά ή γρήγορα, ο εσμός ο οποίος ακολουθεί κάποιον που βρίσκεται σε θέση πρωτείου, εξελίσσεται σε λέσχη, κλειστού τύπου. Άλλωστε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την υποτροπιάζουσα δημοσιότητα. Οι τρέχουσες κοινωνικές συνήθειες, μας υποβάλλουν να επιδείξουμε μια φυσιογνωμία εικονική. Δεν ξεχνάμε μάλιστα ότι από τους εν γένει ομογνώμονες εταιρισμούς, (πολιτικά κόμματα, θρησκεύοντα σωματεία, τοπικές συντεχνίες, κ.λπ.), εκβλάστησαν μειράκια, που – με την ώση της ‘παρέας’ – κατέλαβαν υψηλούς θώκους σε οργανισμούς και ιδρύματα και πήραν σημαίνουσα θέση σε λογής λογής ιεραρχίες.

Σίγουρα η εξέχουσα τάξη, που βρίσκεται στις όποιες συλλογικότητες για τις οποίες συζητάμε, δεν σχετίζεται καν με την περιαγωγή της ψυχής, κατά Πλάτωνα. Εάν δηλαδή για τον φιλόσοφο, η έξοδος από το σπήλαιο προς το φως, ήταν προϋπόθεση για να ατενίσουμε το φέγγος των ιδεών, για τους σημερινούς ασχολούμενους, με τη διάδοση του Χριστιανισμού, (επιλέγοντας, όχι πάντα, εκλεκτικά στοιχεία από αυτόν) η ανάλογη αναχώρηση σηματοδοτείται με την, εκ μέρους τους, περιβολή των αμφίων του κήνσορα, του τιμητή των πάντων. Ως ελεγκτές των δημοσίων, ιδιωτικών και μύχιων ηθών, τοποθετούν την περιρρέουσα αγωγή και συμπεριφορά σε βλοσυρά και αγέλαστα εδώλια. Εδώ, δεν στηλιτεύεται η παραβατικότητα, αλλά συντελείται κάτι το εκπληκτικότερο. Μια ξέφρενη νοηματοθεσία. Καταστάσεις και άνθρωποι, ετεροκαθορίζονται μέσα σε ένα παραπειστικό πλαίσιο στο οποίο η μορφή και το έργο της ομάδας, περιβάλλεται με αλγοριθμική μοναδικότητα. Στην περίπτωση αυτή, δεν συζητάμε για το δόγμα, το οποίο στη γλώσσα της Εκκλησίας, είναι, αδιαμφισβήτητα, το όριο της εμπειρίας της, αλλά για προσωποποιημένο δογματισμό. Και μάλιστα, σε πρόσωπα ή σε πρόσκαιρα άθλα. Αυτός, ας θυμήσουμε, ότι δεν εμφωλεύει μόνον στη θρησκεία, αλλά και στην πολιτική, την επιστήμη, την οικονομία… και γενικά όπου η σχετική εμβληματική φυσιογνωμία των λαγετών υποδειχθεί ως μόνη διέξοδος για πρακτικά και θεωρητικά ζητήματα. Εάν λοιπόν ο δογματισμός, ως έλλειψη κριτικής σκέψης και μισαλλοδοξία, μαρτυρείται αρκετές φορές στη θρησκεία, είναι επειδή η πραγματικότητα περιορίζεται, από τους προβεβλημένους της, στο νυν και το επέκεινα των αποκλειστικών τους βλέψεων. Άμεσο επακόλουθο: τα έργα και οι ημέρες τους δεν δικαιούνται να δύσουν. Σωστά, όμως, έχει παρατηρηθεί ότι οι εποχές δεν αξιολογούνται με τα πρακτικά αποτελέσματα που επιφέρουν, αλλά με τα βιώματα που συσσωρεύουν στις ψυχές αυτών που τις ζουν και με την προσωπική γενναιότητα, που δεν αποβλέπει σε κανένα αντάλλαγμα, απέναντι σε ό,τι παρουσιάζεται ως δήθεν ιστορική νομοτέλεια[5].

Μια και η ομάδωση όμως αποτελεί συστατικό πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνικής και βιολογικής εξέλιξης, η εμπλοκή μας σε αυτήν, όπως εξαρχής τονίσαμε, είναι αναγκαία όσο και αναπόφευκτη. Φυσικώ τω λόγω, να υπάρχουν και χριστιανικές συνάξεις, οι οποίες πορεύονται με γλυκασμό και χάρη τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές εκδηλώσεις τους. Εδώ, τα άτομα δεν επιδιώκουν τίτλους τιμής στην ορθοπαιδεία ούτε διεκδικούν κάποια προτεραιότητα στην ηθική καταξίωση, μέσα στην ευρύτερη περιοχή όμορων περιοχών. Άλλωστε η γνησιότητα του ήθους, στο μέτρο που έχει περισωθεί, δεν βρίσκεται μόνον στη διανοητική συνείδηση. Η διανοητική συνείδηση, φέρει την προικώα σκευή για έναν πολιτισμό, έτσι ώστε αυτός να στηρίζεται και στην κριτική αποτίμηση (αποδοχή ή απόρριψη) των επιστημολογικών μοντέλων αλλά και στη δαψίλεια των τοποθετήσεων μας για το ποιό είδος πολιτισμού ή Διαφωτισμού επιθυμούμε να οικοδομήσουμε. Η αυθεντικότητα του ήθους όμως, εδράζεται ευτυχώς και στην πνευματική συνείδηση. Έτσι η εξοικείωση ανάμεσα στα μέλη της ομάδας – πέραν της μαρτυρίας που κατατίθεται για την σταυρική κένωση -, δεν επιβάλλει καμία άτυπη θέσπιση κριτηρίων αποδοχής για κάθε νεοπροσήλυτο. Προσφυώς έχει λεχθεί, ότι η νεωτερικότητα επινόησε μια τέτοια δημοκρατία ώστε να λειτουργεί ως το καλύτερο φίμωτρο στην ασύδοτη ελευθερία Albert Schweitzerτου λόγου. Ακόμα και εάν τούτο φαντάζει υπερβολικό, η φιλικότητα μιας πλουραλιστικής συντροφιάς, σέβεται την ιδιαιτερότητα του καθενός, ιδίως την ωμότητα μιας άλλης άποψης και την ανταλλαγή διαφορετικών εμπειριών. Η πνευματική συνείδηση, επ’ ουδενί προτείνει ανούσιες προτάσεις πρωτοκόλλου, σε μια εξωστρεφή επικοινωνία της ομάδας. Προτάσεις, που διαιωνίζουν την υπάρχουσα δυστοπία. Ο Π. Γέμτος, σε πρόσφατη μελέτη του, αναφέρεται ρητά στην απομυθοποίηση των θρησκευτικών πηγών, από νεότερες προσωπικότητες, όπως είναι ο A. Schweitzer, ο R. Bultmann. Αυτό το κάνει για να δείξει ότι ανοίγουν νέοι δρόμοι γόνιμης ένταξης και ανάπλασης της θρησκευτικής παράδοσης, σε νέα ερμηνευτικά σχήματα[6].

Με το ίδιο σκεπτικό, έχει γραφτεί ότι σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια κοπερνίκεια επανάσταση της θρησκευτικής συνείδησης. Η παράδοση δεν διαπλάθει πλέον το άτομο, αλλά το άτομο παίρνει από την παράδοση ό,τι του ταιριάζει[7]. Με τον τρόπο αυτόν, το προσωπικό πιστεύω έγινε «ατομική επιλογή» ή «ατομική δέσμευση»[8]. Αναπόδραστα, η «εξημέρωση» (κατά άλλους άμβλυνση) του χριστιανισμού, του προσδίδει δραματική αξία αλλά και κοσμοπολιτικές διαστάσεις. Μη ξεχνάμε ότι ο χριστιανισμός, στην εξάπλωσή του, συνυφάνθηκε με την αποικιοκρατία. Από τη μια λοιπόν, ο ίδιος απομακρύνεται από το ευαγγελικό ιδεώδες, το εόρτιο μήνυμα και την τοπική/γλωσσική του ιθαγένεια και από την άλλη υπερβαίνει γεωγραφικά όρια και φυλετικούς φραγμούς, εμπόδια τα οποία, μέχρι προ τίνος, φάνταζαν αξεπέραστα. Τελειώνοντας, ας τονίσουμε πως, η συνεισφορά της αστοχίας μας, στις χριστιανικές συντροφιές, κρίνεται απαραίτητη, ως σημείο αντιλογίας, για τη διαμόρφωση μιας εν δυνάμει πληρότητας. Στο σημείο αυτό, έγκειται εφεξής και η περιούσια συμβολή των χριστιανικών συναγμάτων κατά τις συζητήσεις τους. Να λαμβάνουν υπόψη τους, τον εκάστοτε επιστημονισμό (ζητήματα βιοηθικής, την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους, την παγκοσμιοποιούμενη τεχνική jomo Kenyattaπρόοδο, κ.λπ.) αλλά και να διασώζουν την ευλογία του βιβλικού – πατερικού περιεχομένου, στα χαρακτηριστικά του προσίδιου ήθους του: την εκκλησιαστική παρρησία, τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, την κηρυγματική ευθύτητα και την, κατά συγκυρία, μεταστροφή (conversion) του υποκειμένου (Παύλος, Αυγουστίνος, Ντοστογιέφσκι…). Τα λόγια, άλλωστε, του Κενυάτη ηγέτη, Γιόμο Κενυάτα (1893 – 1978), αποκαλύπτουν αλλά και προαναγγέλλουν την, από παλιά, επίβουλη συμμαχία του παραταξιακού Χριστιανισμού και της εναρμονισμένης πολιτικής ιδεολογίας, εκεί όπου το, κατ’ επίφαση φέρσιμο, διαπρέπει: «Όταν ήρθαν οι ιεραπόστολοι, οι Αφρικανοί είχαν τη γη και οι ιεραπόστολοι κρατούσαν τη Βίβλο. Μας έμαθαν να προσευχόμαστε με τα μάτια κλειστά. Όταν τα ανοίξαμε, εκείνοι είχαν τη γη κι εμείς κρατούσαμε τη Βίβλο».

ΠΕΤΡΟΣ ΦΑΡΑΝΤΑΚΗΣ

Πέτρος φαραντακηςΟ Πέτρος Φαραντάκης είναι διδάκτορας της φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Αθηνών και πιστοποιημένος μεταδιδάκτορας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Εργάζεται ως καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και είναι διευθυντής ακαδημαϊκού προγράμματος στο Bilston College, του Λονδίνου.

Ευχαριστίες εκφράζονται στον Θανάση Σακελλαριάδη, επίκουρο καθηγητή της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, για τις γόνιμες παρατηρήσεις του.

~  .  ~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Βλ. και την ενδιαφέρουσα άποψη του Π. Κονδύλη, στο βιβλίο του: Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Βασικά Στοιχεία της Κοινωνικής Οντολογίας, τ. Ια, Κοινωνική Σχέση, Κατανόηση, Κοινωνικότητα, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Θεμέλιο, Αθήνα, 2007, σ. 268: «Το άτομο δεν υπάρχει μαζί με την κοινωνία, αλλά μέσα στην κοινωνία, δηλαδή σε μια διαρκή θετική ή αρνητική, ανοιχτή ή κρυφή, άμεση ή έμμεση αντιπαράθεση με ανθρώπους που ανήκουν στο ίδιο ή πάντως σε ένα συλλογικό σώμα, καθώς και με αυτό που αποτελεί θεσμικό και πολιτιστικό προϊόν της δράσης άλλων ανθρώπων».

[2] W. James, Οι Παραλλαγές της Θρησκευτικής Εμπειρίας. Σπουδή στην Ανθρώπινη Φύση, τ. 1ος, μτφρ. Β. Τομανάς, Printa, Αθήνα, 1999, σ. 26, η οποία αποτελεί τμήμα του Προλόγου στην Ελληνική Έκδοση, από τον Η. Νικολούδη. Στην ίδια σελίδα, ο Νικολούδης, αναφέρει: Ο James προσφέρει έναν νέον ορισμό της θρησκείας: «θρησκεία είναι τα αισθήματα, οι πράξεις και οι εμπειρίες των ανθρώπων ως ατόμων στη μοναχικότητά τους, στο μέτρο που αυτοί συνειδητοποιούν ότι τελούν σε σχέση με οτιδήποτε είναι δυνατόν να θεωρήσουν ως θείο»

[3] Βλ. Ch. Taylor, Οι Δυσανεξίες της Νεωτερικότητας, μτφρ. Μ. Πάγκαλος, Εκκρεμές, Αθήνα, 2006, σ. 67.

[4] Fr. Collins, Η Γλώσσα του Θεού. Ένας Επιστήμονας δίνει Μαρτυρία για την Πίστη, μτφρ. Θρ. Κετσέας, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009, σ. 35.

[5] Κ.Βεργόπουλος, Οι Αμετανόητοι. Από τη Δεκαετία του `60 στον 21ο Αιώνα, Λιβάνης, Αθήνα, 2010, σ. 189.

[6] Π. Γέμτος, Ο Άνθρωπος σε ένα Ψυχρό, Αδιάφορο και Εχθρικό Κόσμο. Η Απολογία του Σύγχρονου Ανθρώπου, Παπαζήσης, Αθήνα, 2015, σ. 140.

[7] Fr. Lenoir, Ο Χριστός Φιλόσοφος, μτφρ. Αιμ. Βαλασιάδης, Πόλις, Αθήνα, 2010, σ. 277.

[8] Ο σύγχρονός μας στοχαστής Tz. Todorov, στο βιβλίο του Προς Υπεράσπιση του Διαφωτισμού, μτφρ. Κ. Καψαμπέλης, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 21, μιλώντας για την αποκαθήλωση των παραδοσιακών θεσμικών αξιών γενικώς, άμα τη εμφανίσει του Διαφωτισμού, γράφει: «Τα άτομα δεν νιώθουν δέος απέναντι στην παράδοση, προσπαθούν να διαχειριστούν μόνα τους τον ιδιωτικό τους χώρο, και συνάμα απολαμβάνουν αρκετή ελευθερία έκφρασης»

~  .  ~

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α.1. Βιβλιογραφία αναφορών

Βεργόπουλος, Κ., Οι Αμετανόητοι. Από τη Δεκαετία του `60 στον 21ο Αιώνα, Λιβάνης, Αθήνα, 2010.

Γέμτος, Π., Ο Άνθρωπος σε ένα Ψυχρό, Αδιάφορο και Εχθρικό Κόσμο. Η Απολογία του Σύγχρονου Ανθρώπου, Παπαζήσης, Αθήνα, 2015.

Κονδύλης, Π., Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Βασικά Στοιχεία της Κοινωνικής Οντολογίας, τ. Ι α, Κοινωνική Σχέση, Κατανόηση, Κοινωνικότητα, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Θεμέλιο, Αθήνα, 2007

Collins, Fr., Η Γλώσσα του Θεού. Ένας Επιστήμονας δίνει Μαρτυρία για την Πίστη, μτφρ. Θρ. Κετσέας, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009.

James, W., Οι Παραλλαγές της Θρησκευτικής Εμπειρίας. Σπουδή στην Ανθρώπινη Φύση, τ. 1ος, μτφρ. Β. Τομανάς, Printa, Αθήνα, 1999.

Lenoir, Fr., Ο Χριστός Φιλόσοφος, μτφρ. Αιμ. Βαλασιάδης, Πόλις, Αθήνα, 2010

Taylor, Ch., Οι Δυσανεξίες της Νεωτερικότητας, μτφρ. Μ. Πάγκαλος, Εκκρεμές, Αθήνα, 2006.

Todorov, Tz., Προς Υπεράσπιση του Διαφωτισμού, μτφρ. Κ. Καψαμπέλης, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2011.

~  .  ~

 Α.2. Ενδεικτική βιβλιογραφία σχετιζόμενη έμμεσα με το θέμα

Γέμτος, Π., Θεσμοί ως Κεντρική Μεταβλητή των Κοινωνικών Επιστημών, Παπαζήσης, Αθήνα, 2015.

Ζουμπουλάκης, Στ., «Αθήνα και Ιερουσαλήμ: πού κατοικεί τελικά ο Σεστώφ;» από το βιβλίο: Ο Θεός της Βίβλου και ο Θεός των Φιλοσόφων, (επιμ. Στ. Ζουμπουλάκης), Αθήνα, Άρτος Ζωής, 2012, 481- 500

Μπαθρέλλος, Δ., «Εφτά αμαρτήματα του σύγχρονου εκκλησιαστικού απολλιναρισμού», Σύναξη, 74 ( Απρίλιος – Ιούνιος 2000), σσ. 10-18

Μπιτσάκης, Ε., Το κεφάλαιο: «Κριτική του φαινομένου της θρησκείας», από το βιβλίο του, Από την Πυρά στο Άμβωνα, Τόπος, Αθήνα, 2009, σσ. 191 – 203.

Νούτσος, Π., Κεντρικό Καφενείο «Ο Λαϊκισμός», Παπαζήσης, Αθήνα, 2015.

Παπαδόπουλος, Γ., τα κεφάλαια: «Τα όρια του φυσιολογικού» και «Στίγματα ψυχών», που βρίσκονται στο βιβλίο του: Υποθέσεις Αλήθειας. Ενδεχόμενα Επιστήμης και Ανθρώπων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 2006, σσ. 29-40 και 85 – 95.

Σαββάτος, Χρ., « Η κρίση της σύγχρονης κοινωνίας και η εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής διακονίας», Θεολογία, 83, τ.1, (Ιανουάριος – Μάρτιος 2012), σσ. 7-25

Φαραντάκης, Π., «Ο αναχωρητικός χριστιανικός μυστικισμός ως αναίρεση του κοινωνικού ορθολογισμού», με περίληψη αγγλιστί, Journal of Oriental and African Studies, 6 (1994), σσ. 170 – 173.

Φαραντάκης, Π., «Ουσία του χριστιανισμού», Φιλοσοφικό – Κοινωνιολογικό Λεξικό, τ.4, Καπόπουλος, Αθήνα, 1995, σ. 132

Φαραντάκης, Π.,«Βεβαιότητα και σχετικισμός στη νεωτερική συνείδηση. Η περίπτωση της θεολογίας», Θεολογία, 1 (2012), σσ. 333 – 343.

Φαραντάκης, Π., «Διαφωτισμός και ελλογιμότητα στη νεοελληνική διανόηση κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Από τη χειραφέτηση στη χειραγωγία; (του Διαφωτισμού). Η συμβολή του Εργαστηρίου Ερευνών της Νεοελληνικής Φιλοσοφίας του Τομέα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων», Μνημοσύνη, 19 (2013), σσ. 343 – 350

De Waal, Fr., (επιμ.), Πρωτεύοντα και Φιλόσοφοι. Πώς Εξελίχθηκε η Ηθική, μτφρ. Χρ. Στεργίου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015.

Haakonssen, K., Διαφωτισμοί και Θρησκείες, μτφρ. Ρ. Αργυροπούλου, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, 2010.

Weber, M., Θεωρία της Θρησκευτικής Αρνησικοσμίας, μτφρ. Θ. Γκιούρας, Σαββάλας, Αθήνα, 2002.

Wolff, L., Ο Διαφωτισμός και ο Ορθόδοξος Κόσμος, μτφρ. Μ – Χ. Χατζηϊωάννου, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, 2001.

Για τον Γιώργο Κεντρωτή

~ . ~ 

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ  ~ . ~

«Κρίνω» και «διακρίνω» σημαίνει πρωτίστως «συγκρίνω». Ακόμη κι όταν το πεδίο της σύγκρισης δεν είναι αυστηρά οριοθετημένο, ακόμη και όταν δεν παραβάλλει κανείς συγγραφείς συγκεκριμένους μεταξύ τους, όπως το έκανε λ.χ. ο Σεφέρης στον καιρό του με το περίφημο «Κ.Π. Καβάφης – Τ.Σ. Έλιοτ, παράλληλοι», κάθε φορά που μιλάμε για έναν ποιητή, με τον τρόπο μας συμπεριλαμβάνουμε πάντα και άλλους, ακόμη κι αν τους αφήνουμε προσώρας ακατονόμαστους, στο δυσδιάκριτο φόντο. Ιδίως μάλιστα όταν αυτός είναι ο Γιώργος Κεντρωτής,  ένας ποιητής δηλαδή που δεν εντάσσεται αρμονικά στο φόντο αυτό αλλά αντίθετα, με πολλούς τρόπους, ξεχωρίζει ή και φωνάζει τη χτυπητή του αντίθεση.

Θα ξεκινήσω με τα προφανή: ο Κεντρωτής δεν ανήκει στο ποιητικό mainstream. Το βασικό ρεύμα της σημερινής ελληνικής ποίησης το συγκροτούν επίγονοι του μοντερνισμού. Ο χαρακτηρισμός «επίγονοι» εδώ δεν είναι αξιολογικός, πόσω μάλλον απαξιωτικός, είναι απλή διαπίστωση. Τεχνοτροπικά, θεματικά, αισθητικά η ποίησή μας σήμερα έχει τις ρίζες της στα νεωτερικά ρεύματα του μεσοπολέμου, των οποίων τους τρόπους προεκτείνει άλλοτε με περισσότερη κι άλλοτε με λιγότερη επιτυχία στο τώρα.

Τώρα, μολονότι οι κριτικοί και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας μας επιμένουν ότι όλη αυτή η μακρά περίοδος που διαδέχτηκε την αισθητική μεταπολίτευση της δεκαετίας του ’30, δεν είναι και τόσο ενιαία και συμπαγής εσωτερικά, ότι υπάρχουν εδώ κι εκεί τομές, ανά δεκαετία μάλιστα (οι πρώτοι μεταπολεμικοί, οι δεύτεροι μεταπολεμικοί, η λεγόμενη «Γενιά του ’70», η γενιά του «ιδιωτικού οράματος», οι ποιητές του νέου αιώνα, κ.ο.κ.)· και μολονότι οι διακρίσεις που εισάγουν, οι βιογραφικές και θεματικές μετατοπίσεις που διαπιστώνουν είναι ενίοτε χρήσιμες, η ουσία δεν αλλάζει: από τη δεκαετία του ’30 ώς στις μέρες μας το βασικό ρεύμα της ποίησής μας διέπεται από αξιοσημείωτη ενότητα, έχουμε να κάνουμε με ένα λίγο πολύ αδιάσπαστο αισθητικό συνεχές.

Ωστόσο, από  τη δεκαετία του 1980 το αργότερο, δίπλα σ’ αυτό το κύριο ρεύμα, εμφανίζεται ένα παραπόταμο του οποίου η κοίτη έκτοτε βαθαίνει και πλαταίνει διαρκώς, ενίοτε εκβάλλοντας στην κύρια κοίτη του ποταμού και εμπλουτίζοντάς την και ενίοτε εκτρέποντάς της εντελώς από τη χαραγμένη της γραμμή. Εννοώ βεβαίως την επανάκαμψη στα γράμματά μας των αυστηρών μορφών. Πρόκειται για ένα ρεύμα, για μια τάση που εκδηλώνεται την ίδια περίοδο και σε πολλές άλλες δυτικές χώρες και συνδέεται με μια ριζική κριτική, κάποτε και με την ολοκληρωτική απόρριψη του μοντερνισμού και των πρακτικών του. Στις ΗΠΑ η κίνηση αυτή αποκλήθηκε new formalism.

Οι θιασώτες του νεοφορμαλισμού μίλησαν για τις αδυναμίες της σύγχρονης ποίησης. Υποστήριξαν ότι έχει παγιδευτεί στην τροχιά ενός όλο και πιο αναιμικού και αδιέξοδου μοντερνισμού. Η αποξένωση από το ευρύ ακροατήριο, η αγχώδης και άγονη καινοθηρία, ο εγκεφαλισμός, ο ακαδημαϊσμός, η σοβαροφάνεια, ο εξοβελισμός της μουσικότητας από το ποίημα, η πτώση της τεχνικής αρτιότητας του στίχου, η εγκατάλειψη του λυρισμού και των αφηγηματικών τρόπων ήταν μερικά μόνο από τα σημεία όπου στάθηκε η κριτική τους. Απέναντι σ’ αυτά τα παθολογικά συμπτώματα, υποστήριξαν, η αναβίωση των παραδοσιακών μορφών θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποδειχθεί δραστικό αντίβαρο.

Τώρα, ειδικά για μια ποίηση όπως η ελληνική, που φαινόταν να έχει κόψει σχεδόν ολοκληρωτικά το νήμα που τη συνέδεε με την προνεωτερική ποιητική παράδοση (πράγμα που δεν συνέβη στον ίδιο βαθμό σε άλλες λογοτεχνίες, όπως λ.χ. η γερμανική, η ρωσσική, η ισπανική), η επιστροφή αυτή στις αυστηρές μορφές ασφαλώς κάτι δηλώνει. Και αν αναλογιστούμε ότι η χρονική περίοδος για την οποία μιλάμε, χαρακτηρίζεται από παντελή απουσία συλλογικών κινήσεων και πρωτοβουλιών στα ποιητικά μας πράγματα, τότε η διαπίστωση ότι ένα τόσο ευρύ φάσμα συγκαιρινών μας ποιητών όλων των γενεών στράφηκε ταυτόχρονα προς παράλληλες μορφικές αναζητήσεις, αποκτά ειδικό βάρος.

Αυτό που δεν μπορεί να αγνοηθεί είναι η αξιοσημείωτη επίδραση που άσκησαν και ασκούν οι ποιητές αυτοί στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, αλλά και στην ερμηνεία της. Έτσι, χάρη σ’ αυτούς, τα τελευταία χρόνια είδη ολόκληρα όπως η περιστασιακή, η αφηγηματική, η σατιρική και κωμική ποίηση ανατιμώνται, οι έμμετρες μεταφράσεις γνωρίζουν ποιοτική και ποσοτική άνοδο, ποιητές λόγιοι δείχνουν ξανά ενδιαφέρον για μορφές λαϊκότερες όπως το τραγούδι. Επιπλέον, προνεωτερικοί δημιουργοί επανέρχονται στο προσκήνιο και διαβάζονται ως σύγχρονοί μας.

Ο Κεντρωτής εντάσσεται σ’ αυτό το νεοφορμαλιστικό ρεύμα, αν όχι ήδη με το ποσοτικά εκτενέστερο, πάντως με το αξιολογότερο τμήμα του ποιητικού του έργου, από την πρώτη του συλλογή (Με απ’ όλα μέσα, 2006) ώς την τελευταία (Ορίτζιναλ μαϊμούδες, 2016). Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο παρεμβάλλονται άλλες τρεις (Εκατόν δύο ματς, 2008· Παρέλαση, 2009· Ο κόσμος καρναβάλι, 2013), όλες στη σειρά «Λάλον ύδωρ» των εκδόσεων Τυπωθήτω. Είτε όταν γράφει, είτε όταν μεταφράζει (αυτά τα δύο είναι στην περίπτωσή του συχνά σκανδαλωδώς δυσδιάκριτα) ο Κεντρωτής διαθέτει ένα ολόκληρο ρεπερτόριο από είδη και τρόπους. Έτσι έχει κατά καιρούς ασκηθεί σε σονέττα, σεστίνες και διπλοσεστίνες, παντούμ, επιγράμματα, δεκαπεντασύλλαβους, τραγούδια, παραλογές, μπαλλάντες, ωδές – σ’ όλη σχεδόν τη γκάμα των παραδοσιακών μορφών. Ο Κεντρωτής χειρίζεται όλες αυτές τις μορφές με ανανεωτική και παιγνιώδη διάθεση, αρέσκεται να δημιουργεί συνεχώς νέες παραλλαγές τους. Έχει μάλιστα δημιουργήσει και μια δική του στιχουργική μορφή εννιάστιχη, το νονέτο.

Στον Κεντρωτή, η τεχνική δεξιότητα, η στιχουργική άνεση είναι στοιχείο διακριτικό γενικό της γραφής του. Σε αντίθεση με άλλους ποιητές της αυστηρής φόρμας που εμπνέονται λ.χ. από την εκφραστική γραμμή της δημοτικής ποίησης (Μπράβος, Γκανάς, Κοσμόπουλος), ή από την καλλιεργημένη γλώσσα του επτανησιακού ή του μεσοπολεμικού αστικού λυρισμού (Αλεξάκης, Καψάλης, Κοροπούλης), ή από την απελευθερωμένη στιχουργική που εδώ σε μας πρωτόφερε ένας Καρυωτάκης (Φώκας, Βαγενάς, Μαρκίδης) ή τέλος από το μεγαλήγορο παράδειγμα μεμονωμένων ποιητών του παρελθόντος: του Παλαμά ή του Σικελιανού, των Ευρωπαίων συμβολιστών και ρομαντικών ή των αρχαίων λυρικών (Δ. Σολδάτος, Θ. Βολκώφ, Γ. Βαρθαλίτης), σε αντίθεση λοιπόν προς όλους αυτούς ο Κεντρωτής συγγενεύει με εκείνο το εκφραστικό ρεύμα που στη Γαλλία ονομάστηκε ποίηση των φανταιζί και στην Ελλάδα βρήκε σπουδαίους συνεχιστές στο πρόσωπο δημιουργών όπως ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Νίκος Καββαδίας ακόμη και ο όψιμος Μανόλης Αναγνωστάκης, ως ψευδώνυμος Μανούσος Φάσσης. Στοιχεία τέτοια, φανταιζί, βρίσκουμε και σε ποιητές ελευθερόστιχους, όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος, που δίχως άλλο ανήκει στους προδρόμους του Κεντρωτή.

Ο Κεντρωτής, από κοινού με τον φίλο του και συνοδοιπόρο, τον εκλιπόντα Νίκο Παπαδόπουλο αλλά και σε σύμπτωση με άλλους ποιητές μας συγκαιρινούς όπως είναι ο Ηλίας Λάγιος, ο Γιάννης Ευσταθιάδης και ο Δημήτρης Αρμάος μπορούν να να συστεγαστούν νομίζω σ’ αυτή την κατηγορία των νεοφανταιζί ποιητών. Η εκφραστική τους εξαρχής και συνειδητά υπερβάλλει, είναι λεξιλογικά πληθωρικοί, στιχουργικά υπερκλεπτισμένοι, συχνά ξενόγλωσσοι και ποικιλόγλωσσοι μέσα στο ίδιο ποίημα – γενικά αφήνουν συχνά το προβάδισμα στην επιδίωξη του ύφους και στο μέτρο αυτό μπορούν να ονομαστούν στυλίστες, όχι θεματογράφοι. Ο κόσμος των ποιημάτων του Μπόρχες με τη μπαρόκ, δαιδαλώδη του φρασεολογία και την υπερεκλεπτυσμένη καλλιέργεια της αυστηρής μορφής είναι ένα διεθνές ανάλογο. Και του Μπόρχες το ίχνος είναι νομίζω ορατό στα ποιήματα του Κεντρωτή.

Η ποιητική γλώσσα του Κεντρωτή είναι λοξή. Εξαρχής αρνείται την τρέχουσα κοινή νεοελληνική, των εφημερίδων και των ΜΜΕ. Όχι μόνο στα ποιήματά του, αλλά και στα επιστημονικά του κείμενα και στις μεταφράσεις του, η γλώσσα του  Κεντρωτή βοά την άρνησή της να συμμορφωθεί με την καθομιλουμένη, η σύνταξή του είναι δαιδαλώδης, η στίξη του λαβυρινθώδης. Στοιχεία διαλεκτικά, τύποι παλαιοδημοτικοί και νεοκαθαρεύοντες, ξενισμοί, νεολογισμοί και αργκοτισμοί συμπλέκονται στα κείμενά του. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την φανταιζίστικη στιχουργία του κάνουν τα κείμενά του αναγνωστικά δύσκολα κάποτε. Ο αναγνώστης πρέπει να τα συνηθίσει. Ωστόσο, δεν πρόκειται εκ προοιμίου για κείμενα αξεδιάλυτα και γριφώδη όπως είναι πολλά τέτοια του μοντερνισμού.

Ένα άλλο γνώρισμα της ποίησης του Κεντρωτή, που τον συμπλησιάζει στους νεοφαρμαλιστές, είναι, η λέξη ίσως παραξενέψει, το κέφι. Όμως τι σόι λογοτεχνική έννοια είναι αυτό το κέφι, θα ρωτήσει κανείς; Κέφι στα μάτια μου είναι πρώτα απ’ όλα εκείνη η πρωτογενής αγάπη για τη λέξη, που δεν έχει σκιαστεί ακόμη από τον γλωσσικό σκεπτικισμό που έσπευσε να ασπαστεί σε μεγάλο μέρος του ο νεωτερικός 20ός αιώνα, από τον Χόφμαννσταλ ώς τον Πάουλ Τσελάν και εντεύθεν, ή που αυτόν τον σκεπτικισμό τον έχει πλέον ξεπεράσει. Μολονότι άριστος γνώστης, μελετητής και μεταφραστής τέτοιων συγγραφέων, μολονότι θεωρητικός της γλώσσας ο ίδιος επαγγελματίας, ως εκ της πανεπιστημιακής του απασχόλησης, ο Κεντρωτής δεν έχει μολυνθεί διόλου από τους ενδοιασμούς τους.

Ο Κεντρωτής παθαίνεται με τη γλώσσα· πρέπει να τον δει κανείς πως σκαρφίζεται μια ομοιοκαταληξία, πώς σπάζει μια λέξη σε έναν διασκελισμό, πώς με ενθουσιασμό παιδιού ανασύρει μια λέξη παλιά ή πλάθει μια καινούργια. Γενικά, στα ποιήματά του ανασαίνει κανείς μια φρεσκάδα, μια χαρά αρυτίδωτη, μια –με την πρώτη σημασία του όρου– ζωογόνο αφέλεια. Δεν θα παραπέμψω στον ορισμό της αφέλειας του Σίλλερ, μου αρκεί εδώ η παρατήρηση ενός σύγχρονού μας λαμπρού Αμερικανού ποιητή, πρωτόβουλου κι εκείνου του νεοφορμαλισμού, του Ντέηνα Τζόϊα: «Ο ποιητής χρειάζεται την αφέλεια όσο και την υποψία», γράφει ο Τζόϊα. Τη δεύτερη, ασφαλώς, για να ελέγχει την αλήθεια των πραγμάτων. Είναι όμως η πρώτη που δίνει στη γλώσσα του δύναμη και φτερά.

Είναι αυτό το αέναο και αξιοζήλευτο κέφι που διαπερνά τον λόγο του Κεντρωτή εξίσου όταν επιδίδεται στη σάτιρα, όταν σχολιάζει στιχουργικά μια επικαιρική υπόθεση, όταν συνθέτει ένα τραγούδι που υμνεί τον ιοβόλο γυναικείο ερωτισμό, όταν μεταγράφει τους πονεμένους στίχους ενός αργεντίνικου τάνγκο. A propos: Σάτιρα, περιστασιακό ποίημα, τραγούδι, αφήγηση – πόσο τυχαίο είναι ότι αυτά ακριβώς τα είδη παρήκμασαν την περίοδο του κλασσικού μοντερνισμού; Και δεν είναι τυχαίο ότι αναβιώνουν σήμερα μαζί με την επιστροφή των αυστηρών μορφών.

Θα κλείσω μεταγράφοντας εδώ δύο στιγμιότυπα της γραφής του, από την ενότητα εκείνη του τελευταίου του βιβλίου που φέρει τον τίτλο ακριβώς: «Στιγμιότυπα». Το υπ’ αριθμόν Ι.:

Καθόταν σταυροπόδι στο σκαμπό της
και γυάλιζαν οι γάμπες της στο ημίφως·
μ’ ένα στυλό και μπελλαντόνας ύφος
χτυπούσε ρυθμικά το γόνατό της.
Πουαντιγιέ ταμπλώ βιβάν και πρώτης
γραμμής ντεσέν ο εικαστικός της γρίφος
κονόμαγε, σαν νά ’ταν τοκογλύφος,
υπεραξία απ’ το παρουσιαστικό της.

Στο δρόμο, απ’ έξω, εκόρναρε το 100 –
σειρήνισμα ατρακτοειδώς φευγάτο.
Πετραρχιανό ριμάρισμα ελατό
στου Βαμβακάρη τη φωνή αποκάτω·
σα ζουμπουλάκια ελάμπαν τα ματό-
κλαδά της: fior’ tra l’erba in ciascun prato.

Και το υπ’ αριθμόν VI., που έχει επιπλέον το προσόν να μας φανερώνει τη μεταφραστική ποιητική του Κεντρωτή.

Ενώ με μεταφράζεις (μού ’πε ο Μπρεχτ μες στ’ όνειρό μου),
σε βλέπω που κολλάς στις λέξεις μου με αδιαλλαξία.
Αν λέξεις-σκέψεις πρόσθετες δικές σου, στην αξία
των στίχων μου θα πρόσθετες αξία. Το υλικό μου

για μπούσουλα και δείχτη δές το. Και όχι με του νόμου
τη νόρμα ή τις συνέπειες. Κι εγώ την αταξία
εξ άλλου επρέσβευα παντού, και πάντα υπεραξία
ιδεών αντλούσα μέσ’ απ’ τη διαλεκτική του δρόμου.

Γι’ αυτό σου λέω: μ’ αρέσει η προδοσία του κειμένου·
μου αποδεικνύει πως σε βάθος μ’ έχεις καταλάβει.
Εν αμφιβόλω θέτε τα γραπτά μου, προκειμένου
τη γλώσσα μου να βάλεις στη δικιά σου να μιλήσει!
Σ’ αυτό όσοι από ποιητική νογάν δεν βλέπουν βλάβη.
Εσύ γνωρίζεις την καλύτερη για μένα λύση.
Τί λέω εγώ το πιάνει αυτός που θα με αμφισβητήσει·
τους όμοιους μας τούς νοιάζει νά ’ν’ ελεύθεροι, όχι σκλάβοι.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Ομιλία στο Μέγαρο Μουσικής, 21 Μαρτίου 2014, ξανακοιταγμένη