Για τα σημερινά περιοδικά της ποίησης, η κριτική δεν είναι μια ανιδιοτελής ματιά στα νέα βιβλία, αλλά διαφήμισή τους. Αρκετά συχνά, υπάρχουν πρόδηλες προσωπικές σχέσεις μεταξύ κρινόντων και κρινόμενων. Στη σπάνια περίπτωση που θα δημοσιευτεί κριτική αρνητική, αυτό θα γίνει στο πνεύμα μιας φατριαστικής αντίληψης, το απορριπτέο έργο θα ανήκει σε μια αισθητική κατεύθυνση την οποία το έντυπο έχει ήδη καταδικάσει. Ο άγραφος νόμος εδώ μοιάζει να είναι ο εξής: «Μην αιφνιδιάζεις, μην ενοχλείς τους αναγνώστες· δεν είναι παρά οι φίλοι και οι συνάδελφοι μας!»
Έχοντας εγκαταλείψει το δύσκολο έργο της αξιολόγησης, η ποιητική συντεχνία στην ουσία υποβαθμίζει την ίδια την τέχνη της. Με αναρρίθμητες νέες συλλογές κάθε χρόνο, η εποπτεία είναι αδύνατη, ο αναγνώστης επαφίεται στην ειλικρίνεια και την ετυμηγορία των κριτικών για να του προτείνουν τα καλύτερα βιβλία. Ωστόσο ο μεν μεγάλος Τύπος έχει εγκαταλείψει σε μεγάλο βαθμό αυτή την αποστολή, ενώ τα εξειδικευμένα έντυπα δρουν τόσο υπερπροστατευτικά απέναντι στην ποίηση ώστε αποφεύγουν την αυστηρή κριτική. Ο Ρόμπερτ Μπλάυ περιέγραψε με ακρίβεια τον διαβρωτικό αντίκτυπο που έχουν αυτά τα χαϊδολογήματα της κριτικής:
«Βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα οξύμωρο: παρ’ όλο που σήμερα δημοσιεύεται περισσότερη κακή ποίηση από οποτεδήποτε άλλοτε στην αμερικανική ιστορία, οι περισσότερες κριτικές που γράφονται είναι ευνοϊκές. Οι κριτικοί διατείνονται: «Ποτέ δεν επιτίθεμαι σε κάτι κακό, η τύχη του είναι προδιαγεγραμμένη»… Όμως η χώρα είναι γεμάτη από νέους ποιητές κι αναγνώστες που βρίσκονται σε σύγχυση βλέποντας μετριότατα έργα να επικροτούνται ή, έστω, να βρίσκονται στο απυρόβλητο, σε σημείο που αμφιβάλλουν πλέον και για τη δική τους κρίση.»
DANA GIOIA, μετάφραση Έλενας Σταγκουράκη
Νέο Πλανόδιον, τχ. 2. (απόσπασμα)