Month: Ιανουαρίου 2019

Θεώνη Κοτίνη, Επτά ποιήματα

800px-xiropotamou_panoramic

Επτά ποιήματα

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

~.~

Αιγαίο

Αέρας στα άδεια εξοχικά τέλος Σεπτέμβρη
όταν αρχίζει να ξεφτίζει ο ασβέστης στην πεζούλα
περνάει απ’ την καλαμωτή συριστική ησυχία
λασκάρει το παράθυρο του μπάνιου
φέρνοντας απ’ τη χαραμάδα
της ερημιάς τριγύρω αναρρίγηση
και μέσα τρυφερό ανέμου το δικράνι
σωριάζει στις γωνιές σαλιγκαρόσπιτα
ψίχουλα θέρους λίγη άμμο

Στη μάντρα η ξερολιθιά φυλάει το φίδι
στη στέρνα αντιφέγγισμα νερού
που λιγοστεύει
η σαύρα αφαιρείται στο αγκωνάρι
αγένειο χορτάρι δίπλα βράχος

Αποκαλόκαιρο λευκό στα άδεια σπίτια
ημερωμένα απ’ του Ιούλη την κατοίκηση
σανδάλια φυλαγμένα στην ντουλάπα
απόχη παιδική
βαμβακερή ζακέτα για το βράδυ
και πέρα βουερή εγκατάλειψη της θάλασσας
αναρριπίζει στιγμιαία την κουρτίνα
στο πάτερο το σαμιαμίδι αλαφιάζοντας

Γύρω κανένας
μόνο η αυλόπορτα για λίγο αιφνίδια τρίζει
σαν άφιξη σχεδόν μα όλοι φευγάτοι
Μετά ησυχία

ένα γνοιάσιμο σιωπής
αποσκεπάζει
την πρόσκαιρη του ανθρώπου παρουσία

Το σπίτι ξανασμίγει με την πέτρα
αθέατη τη γέννα του σκορπιού περιφρουρώντας
σκήτη του ανέμου
που όσο δύει το γαλάζιο σε περίσκεψη
υψώνεται ενθρονίζοντας
στο θηριώδη του Αιγαίου ουρανό
μοναστική πελάγους επικράτεια

~.~

Καλοκαίρι

Το σιντριβάνι στη μέση της άδειας πλατείας οξύ μεσημέρι. Βρέχει απρόσεκτο περαστικό και δεν τον νοιάζει.

Λεπτοδείκτες σταματημένοι στον κήπο. Ηλιοτρόπιου νύστα.

Δυο άγνωστοι κοιτάζονται στη σκιά ενός δέντρου περιμένοντας στο φανάρι να ανάψει το πράσινο. Γυναίκα και άντρας, κατάματα.

Ο σκύλος κοιμάται κολλημένος στη σκιά ενός τοίχου. Αφάνταστα μόνος.

Παγωμένη γκαζόζα αφήνει έναν κύκλο υγρασίας στο τραπέζι του καφενείου. Τον διατρέχει διψασμένο το χέρι.

Ένα παιδί χαμογελά στο φακό πασαλειμμένο με παγωτό που στάζει στο φανελάκι.

Στη στάση πλήθος, το λεωφορείο δεν έρχεται και απέναντι το σουβλατζίδικο σερβίρει γύρο και μπίρα παγωμένη στο ποτήρι.

Τα κάγκελα μιας μονοκατοικίας πηγμένης στο σεληνόφωτο. Ξεμοναχιάσματα πίσω απ’ το γιασεμί.

Χάχανα πάνω στη μοτοσικλέτα που προσπερνά δέκα αμάξια στη σειρά.

Θερινό σινεμά στην ταράτσα. Ταινία παλιά. Φεγγάρι καινούριο. Μόλις σβήσουν τα φώτα αγκαλιά.

Νερό κρατημένο σε εκείνη τη μαρμάρινη κρήνη στη μέση του αγνώστου. Ανοίγεις τη βρύση και τρέχει και τούτο μαρμάρινο.

Γυναίκα μαυρισμένη απ’ τον ήλιο. Γελά με κάτασπρα δόντια. Καρδιά κατακόκκινη.

Ένα οποιοδήποτε νησί του Αιγαίου. Ψηλά πολύ. Περαστικός κοιτάζει κάτω ένα ακριβέστατο γαλάζιο. Γυρνά πιο φωτεινός, πιο ξένος.

Σαββατοκύριακο. Οι Αθηναίοι κατεβαίνουν στα χωριά. Να δούνε το χωράφι του πατέρα. Αν θα ’χει φέτος λάδι η ελιά.

Η συκιά στο βενετσιάνικο κάστρο τρυγητός του πουλιού.

Μια φέτα ψωμί με λάδι,  ρίγανη, τριμμένη ντομάτα,  αλάτι χοντρό.

Τσιμεντένια αυλή, έχουν μόλις ποτίσει.  Ο δυόσμος παροξύνεται στο άγγιγμα.

Άσεμνα περιοδικά του εξαδέλφου κρυμμένα κάτω από το στρώμα. Έχει ψηλώσει και είναι ωραίος.

Σούρουπο μέσα στο νερό. Πώς ησυχάζει έτσι η θέληση;

Το παλιό νεκροταφείο της πόλης το μεσημέρι, αντίλαλος του ασβέστη.

Ψαράκια στην άκρη άκρη του γιαλού. Ένα σμήνος περίτρομο σε παραλλαγή βέλους. Ελάχιστα πειστική.

Έφηβες, λιανές στο κύμα. Ιππόκαμπου η ράχη κι η χάρη.

Δεκαπενταύγουστος. Σαν δεκαπεντασύλλαβος κομμένος. Τον συμπληρώνουν τα πουλιά.

Ταξιδεύοντας με ανοιχτό το παράθυρο. Τραγούδι στο ράδιο. Γυάλινο, αράγιστο σήμαντρο.

Βράδιασε. Έλα να βγούμε λίγο έξω. Να σε αισθανθώ ξανά με φεγγαράδα.

Ημέρες τρεις μέχρι την άδεια. Βαστάει η καρδιά με τόσα λίγα.

Μόλις βγαλμένος απ’ τον ήλιο. Με κοιτάζεις με όλες τις ρυτίδες του χαμόγελου. Θέλοντας τόσα όσα εγώ.

Τέλος Αυγούστου. Αύριο θα ανοίξουν πάλι τα σχολεία. Μα εσύ να μείνεις θες αγράμματος, αγροίκος να γυρίζεις.

~.~

Σίφνος

Να φύγω
να φτάσω
να δω
ασβέστη χλωρό
το κορμί μου γυμνό
περιπλάνηση
κουβέντα
σιωπή
Να εγγράψω
μελτέμι
καλντερίμι
αλώνι
φωτογένεια σώματος
όταν θέλει
να λιαστεί
να πεινάσει
να χαϊδέψει
να πράξει
να ανήκει
να μοιάσει
στη λευκή
διαμπερή
δροσερή
οικειότητα
που είναι εκείνο το σπίτι
στο βράχο
στο κύμα προσήλιο
ψηλό σαν προσκύνημα
δοσμένος στην άφεση

~.~

Όταν

Όταν όλο και λιγότερο ξέρεις,
όταν ίδιο χνάρι χαράζεις
σ’ όποιο δρόμο κι αν πάρεις,
όταν απ’ όλα που υπάρχουν
για ένα δυο μόνο κλαις
και πεισμώνεις

είναι αυτό να παλιώνεις;

Όταν μόνος σου ψάχνεις
ό,τι χάνεις με άλλους,
όταν όλο πια μετανιώνεις
κι όλο πια περιμένεις,
όταν με τα δάχτυλα
αντί να αγγίζεις μετράς

είναι αυτό να γερνάς;

Όταν έξω ιδρύει το βράδυ
τρυφερή διακινδύνευση
κι όλα εδώ αρχίζουν ξανά
στρεβλά και ανθρώπινα
μα εσύ κουράστηκες πια
για να θέλεις

είναι αυτό να πεθαίνεις;

~.~

Είναι

αυτό που δεν σε πονά
μα σε κρύβει

Σε αφαιρεί
από το κάδρο της γιορτής
τη φωταψία των γενεθλίων

Ανήκεστο
μα όχι μοιραίο
αδιόρατο
σαν παλιά παιδική σου σκολίωση
το φέρεις σχεδόν
με ελαφρά συγκατάβαση

Γι’ αυτό δεν συντρίβει
σε φέρνει μονάχα
στα γνώριμα ξένο

Ακριβές
μα στη γλώσσα ατίθασο
μουγγό στο κορμί
δουλεύει
σιγανή παραμόρφωση

Ορίζεται δύσκολα
και μάλλον οξύμωρα:
όχι αυτό που δεν είναι
ακόμα ή πια
είναι αυτό που δεν είναι,
απλά.

Τότε δεν ήξερα
πόσο ύστερα
μετά από κάθε ακριβώς
περίσσευε

Τώρα γνωρίζω:
Όσο κρατάει μια ζωή.
Λίγο πιο λίγο

Αυτό το λίγο
πόσο θέριεψε
πόσους έθρεψε

Αυτό το ελάχιστο
του έρωτα
παρόν.

~.~

Σταγόνα

Καθώς αντλείς σε δοχείο το λάδι
μια σταγόνα πέφτει από ψηλά στο ντεπόζιτο
Μία μόνο
με βραδύτητα τόση με τόση συγκέντρωση
που όταν φτάνει στο υπόλοιπο σώμα
αντηχεί σπηλαιώδης σταλακτίτης ο ήχος της
σε αδρανές τριγύρω της τοίχωμα.
Ο καρπός ακριβούς γεγονότος
που πέφτει αργά στο κέντρο του χρόνου
δηλαδή στη μέση του νου.
Μια σταγόνα και γύρω σιωπή
όπως όταν βρίσκει το στόχο της
μια στιγμή ησυχίας στην απέραντη θάλασσα
όπως δυο που κοιτάζονται
για πρώτη φορά αλήθεια στα μάτια

Ένας ήχος
που γίνεται φώνημα μιας απόσταξης τέλειας
από σώμα μικρό μα ολόκληρο
σημαίνει την απόλυτη ώρα
ενός πράγματος τιποτένιου θα πεις
μα ευγενούς στην ακμή του
που πριν γίνει μαζί με όλα τα άλλα
σταγόνα στο πέλαγος
βυθίζει το κάλλος του
το βαρύ του αντίλαλο
όπως σούρουπο βραδινού ελαιώνα
βαθιά μες στο στήθος σου

~.~

Δεν είναι πια για να θυμώνεις
μα να λυπάσαι τώρα
ο τρόπος που πεθαίνει ο πατέρας
η μάνα που ποτέ δεν κατανόησε
τα άνεργα χέρια αφημένα στην ποδιά
Δεν είναι πλέον να λυπάσαι
μα πια να συγχωρείς
ο τρόπος που αποζήσανε
κλειστοί σαν θυμωμένοι
τα λόγια που δεν ήξεραν να πουν,
η ανάγκη να ’ναι το φταίξιμο του ενός
για να υπάρχει ο άλλος
Δεν είναι πια να συγχωρείς
μα πλέον να ζεσταίνεις
στην αγκαλιά το ραγισμένο σώμα
ένα ζυμάρι αγάπης

Δεν είναι πια να τους μαλώνεις
όσο ανήλικους κι αν τους κατάντησε ο καιρός
είναι η στιγμή να πάρεις στα δυο χέρια σου
ετούτη την τρεμάμενη καρδιά τους
όπως κρατάει παλάμη
φύλλο που έπεσε απ’ το δέντρο
φυσάει βοριάς το παίρνει ψίχουλο ψηλά πια δεν το βλέπεις

~.~

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

Advertisement

Το μίσος για τον ξένο ως φιλοσοφία

mavres diathikes

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Στο νέο του ωραίο βιβλίο με τίτλο Μαύρες διαθήκες (Κίχλη 2018), ο Νικήτας Σινιόσογλου συνεχίζει, από πολλές απόψεις, αυτό που ξεκίνησε με το προηγούμενο βιβλίο του, τον Αλλόκοτο ελληνισμό (Κίχλη 2016). Όπως εκείνο, έτσι κι ετούτο το βιβλίο είναι δοκιμιακό. Όπως εκείνο, έτσι κι ετούτο μελετά τα όρια της γραφής και των ιδεών. Όπως εκείνο, έτσι κι ετούτο είναι αξιοθαύμαστο για τον πλούτο της γνώσης και την ομορφιά της γλωσσικής έκφρασης. Αντίθετα όμως με τον Αλλόκοτο ελληνισμό, οι Μαύρες διαθήκες δεν ασχολούνται με τη σκέψη ανθρώπων παράταιρων κι αποδιωγμένων. Ή, τέλος πάντων, οι ήρωες του παρόντος βιβλίου δεν ήταν πάντα έξω απ’ τη δημόσια ζωή, κυνηγημένοι απ’ την ακαδημαϊκή κοινότητα κι αποκλεισμένοι απ’ τον εκδοτικό χώρο. Για μια μεγάλη περίοδο της ζωής τους υπήρξαν διαμορφωτές του κοινού αισθήματος και του πνεύματος της εποχής. Κι αυτή η διαμορφωτική επιρροή δεν αξιοποιήθηκε προς μια κατεύθυνση θετική και ευεργετική. Το ακριβώς αντίθετο. Οι δύο ήρωες των Μαύρων διαθηκών υποστήριξαν σκόπιμα κι αποφασιστικά τον πόλεμο, το σκοτεινό πάθος, την εξόντωση των εχθρών τους. Ηγήθηκαν της ευρωπαϊκής διανόησης στην πιο μαύρη σελίδα της ιστορίας της. Και δε μετάνιωσαν ποτέ.

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ κι ο Καρλ Σμιτ, γιατί αυτοί είναι οι δύο διαβόητοι στοχαστές στους οποίους αφιερώνει ο Σινιόσογλου τις Μαύρες διαθήκες, βρέθηκαν στο περιθώριο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση του ναζισμού. Θα ’λεγε κανείς πως ίσως στάθηκαν και τυχεροί. Οι διώκτες τους δεν μπόρεσαν να στοιχειοθετήσουν κάποια νομική κατηγορία εναντίον τους, και το μόνο που κατάφεραν ήταν να τους αποκλείσουν εφ’ όρου ζωής απ’ το πανεπιστήμιο, να τους στερήσουν δηλαδή το δικαίωμα να διδάσκουν και να διακηρύσσουν δημόσια τις ιδέες τους. Γιατί, σε αντίθεση μ’ εκείνους, οι διώκτες τους ήταν φιλελεύθεροι, και δεν εκμεταλλεύτηκαν τη νίκη τους και την υπέρτερη θέση στην οποία τους έφερε η ιστορία, για να εκδικηθούν τους δύο ιδεολογικούς τους αντιπάλους. Είναι βέβαιο πως αν τα πράγματα είχαν εξελιχτεί διαφορετικά, αν οι Σμιτ και Χάιντεγκερ είχαν τη δυνατότητα να εξοντώσουν κάποιους φιλελεύθερους στοχαστές, θα το είχαν κάνει, χωρίς δεύτερη σκέψη. Κατ’ αυτούς, έτσι λειτουργεί ο κόσμος: με κριτήριο τους φίλους και τους εχθρούς.

carl_schmittΠιο θανάσιμο όμως απ’ το μίσος τους προς τον φιλελευθερισμό είναι το μίσος που έτρεφαν οι δύο διανοητές προς την ξενότητα και την περιπλάνηση. Όπως εξηγεί ο Σινιόσογλου, ο Σμιτ κι ο Χάιντεγκερ δεν ήταν αντισημίτες με τη στενή, φυλετική έννοια του όρου, όπως ήταν οι Ναζί. Αυτό που περισσότερο τους εξαγρίωνε ήταν ο εξεβραϊσμός της σκέψης, των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, του νομικού πολιτισμού. Γι’ αυτούς η εβραϊκότητα ήταν ένα μικρόβιο, που προσέβαλε τον οργανισμό της Ευρώπης στην αυγή των Νέων Χρόνων, και το οποίο έπρεπε να εξοντωθεί πάση θυσία και όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε να σωθεί ο μεγάλος ασθενής. Για τον Σμιτ και τον Χάιντεγκερ, οι Εβραίοι, ο φιλελευθερισμός, η περιπλάνηση και η Νεωτερικότητα είναι μέρη του ίδιου προβλήματος. Οι Εβραίοι, και οι πλάνητες γενικά, στερούνται τη βασική ανθρώπινη ιδιότητα: τη σύνδεση μ’ έναν σταθερό τόπο.

Ο Χάιντεγκερ ανάγει σε γνώμονα κάθε υπαρξιακής στάσης τον τόπο όπου κανείς γεννιέται και ορίζεται (Bodenständigkeit), καταλήγοντας στη θεωρία περί «αίματος και εδάφους» (Blut und Boden). […] ένας Σλάβος δεν μπορεί να συνδεθεί με τη Γερμανία όπως το κάνει ένας Γερμανός, κι ένας ανέστιος Γερμανοεβραίος δεν θα σχετιστεί ποτέ με τη γερμανική γη με τον τρόπο, για παράδειγμα, που τη νιώθει ο Χέλντερλιν στο ποίημα «Germanien». Άλλωστε, ένα χαρακτηριστικό του νομάδα, σημειώνει ο Χάιντεγκερ με νόημα, είναι πως όχι μόνον περιπλανιέται από έρημο σε έρημο, αλλά και πως, κι όταν ακόμη βρίσκει έδαφος εύφορο, πάλι το εγκαταλείπει αργά ή γρήγορα. Οι νομάδες είναι καθ’ έξιν και καταγωγικά ανέστιοι. Όπως οι πλάνητες, παρασιτούν στον ξενιστή και τον απομυζούν.[1]

Αυτή η νομαδικότητα κι η ανεστιότητα των Εβραίων οδηγεί στην υπονόμευση της ισχύος του νόμου. Χωρίς σταθερή κατοίκηση, ακόμα και ο νόμος γίνεται ρευστός.

Ο Εβραίος συνιστά απειλή, επειδή είναι ανέστιος και πλάνης, ο τύπος του ανθρώπου που εμφιλοχωρεί στις παραδόσεις των λαών και αφομοιώνεται χωρίς ποτέ να εντάσσεται πλήρως πουθενά. Στην ιδέα αυτή θεμελιώνεται ο αντισημιτισμός του Χάιντεγκερ και του Σμιτ.

Οι Εβραίοι δεν διαθέτουν γη ή κράτος, μόνον νόμο, λέει ο Σμιτ. Είναι οι μόνοι που μιλούν για δίκαιο εκτός τόπου (Ortung) και παραδομένης τάξης (Ordnung). […] ο νόμος κατήντησε γραπτή νομοθεσία, απρόσωπος και ανίσχυρος […] Ο νόμος δεν είναι πια βασιλιάς, αλλά έπεα πτερόεντα.[2]

Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και ο Καρλ Σμιτ λοιπόν, δύο απ’ τους μεγαλύτερους στοχαστές του τρομερού αιώνα που μόλις αφήσαμε πίσω μας, θεμελίωσαν φιλοσοφικά τον σκληρό εθνικισμό. Ο εθνικισμός, μια νεωτερική ιδεολογία που γινόταν όλο και σκληρότερη κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, βρήκε στα πρόσωπά τους δύο διαπρύσιους κήρυκες. Και η φιλοσοφική μέριμνα για τον ξένο, την ξενιτεία και τη φιλοξενία βρήκε δύο δολοφονικούς εχθρούς. Ο Χάιντεγκερ και ο Σμιτ ύμνησαν τη γη και το αίμα, και καταδίκασαν τον ξεριζωμένο, εκείνον τον άνθρωπο που η ύπαρξή του δεν ορίζεται από έναν τόπο.

martin-heidegger-2

Το πρόβλημα του ξένου ανάγεται στις απαρχές της ιουδαιοχριστιανικής σκέψης. Είναι το πρόβλημα της ξενότητας, της άρριζης ανθρωπότητας. Είναι το σκάνδαλο του ανθρώπου που δεν έχει γεννηθεί εδώ, δε ζει στη γη των προγόνων του και δεν είναι «δικός μας».

Όπως δείχνει ο Ρίτσαρντ Σέννετ στο εξαίρετο δοκίμιό του «Ο ξένος»[3], το πρόβλημα του ξένου εντάθηκε κατά τον 19ο αιώνα. Απ’ τα μέσα περίπου του αιώνα, συγκεκριμένα απ’ την Επανάσταση του 1848 και μετά, ο εθνικισμός παίρνει μια νέα μορφή, την οποία ο σπουδαίος Αμερικανός κοινωνιολόγος χαρακτηρίζει ανθρωπολογική. Σε αντίθεση με τον παλιότερο, πολιτικό εθνικισμό, ο νέος εθνικισμός είναι βαθύτερος και πιο άκαμπτος. Ο νέος εθνικισμός είναι μια νέα εκδοχή συλλογικής ταυτότητας. Το έθνος γίνεται τώρα έθος: το έθιμο κυριαρχεί, γίνεται ιερό, και είναι σχεδόν έγκλημα πλέον να θίγει κανείς την ιερότητά του. Οι πολιτικές και διπλωματικές αποφάσεις αποκτούν τώρα δευτερεύουσα σημασία, επιτελούν υπηρετική λειτουργία σε σχέση με τη βασική, ανθρωπολογική διάσταση του έθνους.

sennett-xenos-mietΣε αντίθεση με τους παλιότερους θεωρητικούς του έθνους –οι οποίοι υποστήριζαν τα συνταγματικά καθεστώτα, τη δημοκρατία και παρόμοια πολιτικά ιδεώδη, απηχώντας την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση–, οι νέοι θεωρητικοί χρησιμοποιούσαν μια άλλη γλώσσα, μια γλώσσα στην οποία η ανθρωπολογία θριάμβευε επί της πολιτικής. Οι επαναστάτες εθνικιστές του 1848 απέρριπταν την ιδέα του έθνους ως πολιτικού κώδικα. Γι’ αυτούς το έθνος πραγματώνεται μέσω των ηθών και των εθίμων του λαού: μέσω των φαγητών που τρώνε, μέσω των χορών που χορεύουν, μέσω των διαλέκτων που μιλούν, μέσω των προσευχών με τις οποίες απευθύνονται στο θείο. Ο νόμος και η πολιτική εξουσία δεν μπορούν να επιβάλουν την ευχαρίστηση που προσφέρουν τα φαγητά και δεν μπορούν να υπαγορεύουν την πίστη στους αγίους. Η πολιτική, δηλαδή, δεν μπορεί να δημιουργήσει την κουλτούρα. Αντίθετα, η κουλτούρα προϋπάρχει· είναι το έθος του λαού. Έτσι λοιπόν, στα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίζεται και εξαπλώνεται αυτός ο νέος εθνικισμός, που καθιέρωσε έναν νέο θεμελιώδη κανόνα για τη συλλογική ταυτότητα.[4]

Αυτή η μετάβαση απ’ τον πολιτικό στον ανθρωπολογικό εθνικισμό δε θα μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστη την αντίληψη για τον ξένο. Τώρα ο ξένος είναι εκείνος που δεν ανήκει στο έθνος και δεν μπορεί να ενσωματωθεί σ’ αυτό, αφού έχει γεννηθεί αλλού κι έχει ανατραφεί με άλλα ήθη. Ο ξένος είναι κυριολεκτικά ξεριζωμένος: έχει φύγει απ’ τον τόπο όπου ήταν ριζωμένος κι έχει έρθει σ’ έναν τόπο στον οποίο είναι αδύνατο να ριζώσει. Έτσι, ο νέος ξένος γίνεται αντικείμενο εχθρότητας –ως επικίνδυνος για την καθαρότητα του έθνους– ή και αντικείμενο οίκτου – ως μια ακρωτηριασμένη ύπαρξη.

Σε αντίθεση μ’ αυτόν τον νέο, ανθρωπολογικό εθνικισμό, γράφει ο Σέννετ, τόσο η αρχαιοελληνική όσο και η ιουδαιοχριστιανική παράδοση έδιναν θετική αξία στον ξεριζωμό και στην περιπλάνηση. Ειδικά στη Βίβλο, ο εκτοπισμός κατέχει κεντρική θέση. Ήδη στην ιστορία του Αβραάμ, ο βιβλικός Θεός καλεί τους πιστούς να εγκαταλείψουν τη γη τους και να φύγουν μακριά, στον τόπο που θα τους υποδείξει. Στον Αβραάμ δίνεται η εντολή να φύγει απ’ τον τόπο που γεννήθηκε και να μεταναστεύσει μόνιμα στη Χαναάν, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ την πατρίδα του. Κι εκείνος υπακούει και φεύγει, και γίνεται πρόσφυγας και μέτοικος. Οι Εβραίοι της Παλαιάς Διαθήκης θεωρούσαν τους εαυτούς τους ξεριζωμένους πλάνητες. Παρόμοια κι οι πρώτοι χριστιανοί βίωναν έντονα την περιπλάνηση και τη μετανάστευση ως επακόλουθα της πίστης. Η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία λοιπόν συνδέεται, ήδη απ’ τις καταβολές της, με εμπειρίες εκτοπισμού. Η θρησκευτική μας κουλτούρα είναι μια θρησκευτική κουλτούρα εξορίας και περιπλάνησης.

Αλλά και στον αρχαιοελληνικό κόσμο ο ξεριζωμός μπορεί να είναι μια πράξη με αξία θετική. Ο Σέννετ χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την ιστορία του Οιδίποδα. Και κάνει –αξίζει να επισημανθεί– μια ιδιαίτερη και πολύ όμορφη ερμηνεία του οιδιπόδειου μύθου. Μας υπενθυμίζει ότι ο Οιδίποδας έχει δύο τραύματα. Το πρώτο είναι τα πρησμένα πόδια του, ένα ανατομικό πρόβλημα απ’ το οποίο υποφέρει εκ γενετής. Μέσω αυτής της αναπηρίας η καταγωγή και η ταυτότητά του εγγράφονται πάνω στο σώμα του. Δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί απ’ τα σημάδια που δείχνουν την εθνικότητά του, τον τόπο και την κοινότητα μέσα στα οποία γεννήθηκε. Το ίδιο το όνομα Οιδίπους σημαίνει «αυτός που έχει πρησμένα πόδια». Παρότι ο βασιλιάς περιπλανήθηκε και έχασε την επαφή με τις καταβολές του, όταν έρχεται η στιγμή που τα άλλα πρόσωπα στο μύθο πρέπει να μάθουν την αληθινή ταυτότητά του, είναι σε θέση ν’ ανακαλύψουν αυτή την αλήθεια κοιτάζοντας το σώμα του. Αυτό το πρώτο τραύμα του Οιδίποδα γίνεται σημείο αναφοράς στη δυτική κουλτούρα για τα ανεξάλειπτα σημάδια τα οποία επρόκειτο να διακρίνει ο 19ος αιώνας στο συλλογικό σώμα του έθνους. Η καταγωγή γίνεται πεπρωμένο.[5]

Το δεύτερο τραύμα του Οιδίποδα δεν είναι μια γενετική ανωμαλία. Είναι μια πληγή επίκτητη, την οποία μάλιστα προξένησε ο ίδιος στον εαυτό του. Όταν έμαθε τα ανομήματα που διέπραξε άθελά του, την πατροκτονία και την αιμομιξία, έβγαλε ο ίδιος τα μάτια του. Με αυτό το δεύτερο τραύμα αποκόπτεται απ’ την κοινότητα στην οποία ανήκει και φεύγει μακριά, γίνεται πλάνης και ανέστιος. Στα τραύματα που του προκάλεσαν κάποτε άλλοι θα απαντήσει βγάζοντας ο ίδιος τα μάτια του. Το δεύτερο τραύμα εξισορροπεί το πρώτο: το πρώτο τραύμα σηματοδοτεί τις καταβολές του Οιδίποδα, το δεύτερο σηματοδοτεί τη μετέπειτα ιστορία του. Έχοντας τραυματιστεί δυο φορές, έχει γίνει ένας άνθρωπος που η ζωή του μπορεί κυριολεκτικά να διαβαστεί πάνω στο σώμα του, και στην κατάσταση αυτή φεύγει ξανά για να περιπλανηθεί στον κόσμο. Στο σώμα του λοιπόν ο Οιδίποδας φέρει δύο διαφορετικά τραύματα, ένα τραύμα καταγωγής, που δεν μπορεί να συγκαλυφθεί, και το τραύμα του πλάνητα, που δε φαίνεται να γιατρεύεται. Αυτό το δεύτερο, αγιάτρευτο τραύμα είναι το ίδιο σημαίνον για τον δυτικό πολιτισμό με το τραύμα καταγωγής, το οποίο δείχνει την αξία που αποδίδεται στο να ανήκει κανείς σε κάποιον συγκεκριμένο τόπο. Ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ εισάγει μια ηθική διάσταση στην ίδια την πράξη της μετανάστευσης, απεικονίζοντας τον Οιδίποδα ως μια μορφή που το ξερίζωμά της την έχει εξευγενίσει. Το έργο παρουσιάζει τον Οιδίποδα, τον μέτοικο, τον ξένο, σαν μια φιγούρα τραγικού μεγαλείου μάλλον παρά σαν έναν παρείσακτο κατώτερης θέσης σε σχέση με τον πολίτη.[6]

Αυτό το δεύτερο τραύμα, που είναι το σημάδι του ξένου, είναι ένα ηθικό στίγμα λοιπόν ακριβώς επειδή είναι αγιάτρευτο. Τόσο στην ελληνορωμαϊκή όσο και στην ιουδαιοχριστιανική σκέψη, όποιος αποδεσμεύεται από τη συγκυρία, όποιος ζει σαν ξεριζωμένος, μπορεί να γίνει κανονικό ανθρώπινο ον. Περιπλανώμενος στον κόσμο, μεταμορφώνεται ο ίδιος. Απελευθερώνεται από την τυφλή συμμετοχή, και η αναζήτησή του γίνεται πιο βαθιά. Τα δύο τραύματα στο σώμα του βασιλιά Οιδίποδα αντιπροσωπεύουν μια θεμελιώδη σύγκρουση στον πολιτισμό μας ανάμεσα στις αξιώσεις αλήθειας του τόπου και των καταβολών, από τη μια, και τις αλήθειες που ανακαλύπτει κανείς όταν γίνεται ξένος, από την άλλη.[7]

richard sennettΑυτό είναι το πλαίσιο, καταλήγει ο Σέννετ, στο οποίο πρέπει να εντάξουμε τα πάθη του νεωτερικού εθνικισμού, με την έμφαση που δίνει στο να μοιράζονται άνθρωποι όμοιοι μεταξύ τους την αξιοπρέπεια της καθημερινής ζωής, την αξία της ταυτότητας. Τα πάθη αυτά συνηγορούν υπέρ της κοινότητας εις βάρος της αυτομεταμόρφωσης. Από τους ομηρικούς μύθους όμως μέχρι τους αρχαίους τραγικούς και από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι τους πρώτους χριστιανούς πατέρες υπήρχε ένα ενάντιο πάθος για εμπειρίες αυτομεταμόρφωσης εις βάρος της κοινότητας, ένα πάθος για εκτοπισμό.[8]

Αντίθετα μ’ όσα πρεσβεύουν ο Χάιντεγκερ κι ο Σμιτ, η απέχθεια προς τον ξένο και η λατρεία του εδάφους δεν είναι η αρχέγονη κανονικότητα την οποία η Νεωτερικότητα ήρθε να εκθρονίσει. Αντίθετα, υπήρξαν ισχυρές αρχαίες παραδόσεις που όχι μόνο απέτιαν σεβασμό στον ξεριζωμένο, αλλά τον θεωρούσαν ένα πληρέστερο ον, καθώς έφερε εν εαυτώ ταυτόχρονα το στίγμα της καταγωγής και το μεγαλείο της περιπλάνησης. Για τους αρχαίους Έλληνες, για τους Εβραίους και τους χριστιανούς, ο ανέστιος και πλάνης έχει αποκτήσει μια γνώση που δεν μπορεί να αποκτήσει ο αυτόχθων· είναι φορέας μιας βαθύτερης και ουσιαστικότερης αλήθειας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ

[1] Νικήτας Σινιόσογλου, Μαύρες διαθήκες. Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής, Κίχλη, Αθήνα 2018, σελ. 195.

[2] Ό.π., σελ. 201.

[3] Στο Ρίτσαρντ Σέννετ, Ο ξένος. Δύο δοκίμια για την εξορία, μτφρ. Παναγιώτης Σουλτάνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2015, σελ. 73-143.

[4] Ό.π., σελ. 90.

[5] Ό.π., σελ. 106-107.

[6] Ό.π., σελ. 108-110

[7] Ό.π., σελ. 113.

[8] Ό.π., σελ. 114.

Ανδρέας Πετρίδης, 10+1 ποιήματα

523202_516412635052255_1896050082_n.jpg

10+1 ποιήματα

του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

~.~

Η φύση μας

Με ρίζες να τρυπούν τη γη
και κλώνους προς τα ύψη,
με δέντρα μοιάζουμε όλοι –
στην πρόθεση αειθαλείς,
μα φύσει φυλλοβόλοι…

~.~

Η δύναμη των λέξεων

Οι λέξεις λεν αυτό που λένε
μ’ αν τις υγράνει καυτό δάκρυ,
ακούς κρυφά να σιγοκλαίνε
στης μνήμης μας την άκρη…

Οι λέξεις τούτες πριν εκλείψει
του οίστρου το έμπυρο αγκάθι –
μ’ άσπρα φτερά πάνε στα ύψη,
και με πανιά τραβούν στα βάθη…

~.~

Τα λιτά μας χρώματα

Πυκνά φυλλώματα σε φως χρυσίζον
πάνω από λίμνες, με νερό στο γκρίζο…

Τόση αφθονία – του Βορρά καμώματα,
μα εμείς κρατάμε τα λιτά μας χρώματα.

~.~

Φωτοπλημμύρα

Αίφνης πλημμύρα φωτερή
στα συννεφομαζώματα,
τη μαύρη τρύπα ν’ αναιρεί
με του φωτός τα χρώματα.

~.~

Αγωνία οδοιπόρου

Κι αυτός που ακόμα οδοιπορεί
προς το χλωμό λυκόφως,
ν’ αφήσει χνάρια αδημονεί
προτού πυκνώσει ο ζόφος!

~.~

Στενεύει ο χρόνος σου πολύ
και με κλεψύδρα μοιάζει;
δόσ’ του με Τέχνη διαστολή,
αιώνιος να φαντάζει!

~.~

 Ο τοκετός της αυγής

Σκιρτά το έμβρυο του φωτός
στης σκοτεινιάς τη μήτρα –
κι η αγρύπνια γίνεται τροφός
και της αυγής γεννήτρα!

~.~

 Πρόσω οδοιπορία

Από κορφή σ’ άλλη κορφή
στον δρόμο νύχτα-μέρα,
πίσω δεν έχει επιστροφή,
μ΄ άλλη κορφή πιο πέρα…

~.~

Αποκαθήλωση

Άλλο η ψυχή στο γήινο δεμένη δεν αντέχει,
τη ρίζα αποτάσσεται χωρίς αιδώ και τύψη –
επί πτερών αόρατων κι επί ανέμων τρέχει,
χορευτική ανάληψη που τόσο έχει λείψει…

~.~

Ιεροτελεστία της αυγής

Βουνών κυματισμός γλυκοχαράζει
σαν μουσική σχεδόν σταματημένη,
δεν παίζει αυλός μήτε αμνός βελάζει –
μονόλεπτος σιγή στην Οικουμένη!

~.~

Ταυτότητα

Αν τύχει, ξένε, να περάσεις απ’ την Πάφο,
στο βουλιαγμένο δάπεδο αρχαίας οικίας,
ανάγνωσμα θα βρεις γλώσσας οικείας –
λέξεις που ως σήμερα παρόμοια γράφω…

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Τόνια Κοβαλένκο, Ποιήματα

proorismos

Ποιήτρια σε πτώση

Ι

Ποια είμαι
για να πιάσει η φωνή μου χώρο
μέσα στον χρόνο
τον παρόντα έστω;
Η ταπεινότητα
είναι το μάθημα
που παρακολουθώ
κι ας μου αποσπούν την προσοχή
λογιών-λογιών εγωισμοί
Το θέμα είναι αν θα προλάβω
να κερδίσω με το σπαθί μου

την οριστική σιωπή.

ΙI

Έμεινε ανεκπλήρωτος ο προορισμός
αποξεχάστηκα στο δρόμο
γιατί πάντα η μουσική
ήταν πιο δυνατή από τη γραφή
η τέρψη προτιμότερη απ’ τον μόχθο
η ιδέα του έρωτα πιο βολική
από την πραγμάτωσή του
και, φυσικά, το ψέμα πιο ωραίο
απ’ την αλήθεια.
Βαδίζω πια
με ένα φορτίο άδειο από όνειρα

βαρύ, ασήκωτο στους ώμους.

ΙII

Μια πλάτη σκυμμένη
πάνω από λευκό χαρτί –
να τι θα δεις ανοίγοντας την πόρτα.
Άλλοτε ήταν από έρωτα
έτσι αφοσιωμένη
ή από θλίψη επίμονη
ή από μεθύσι που έβρισκε
στις λέξεις μιαν εκτόνωση.
Τώρα είναι μόνο η πλάτη της μάνας σου
που ψάχνει μάταια
κάτι απ’ τον εαυτό της
στο λευκό χαρτί.
Αγνόησέ την σαν να μην υπάρχει
προσπεράστε την, οι φίλοι σου

κι εσύ.

ΙV

Με λυπάμαι ώρες-ώρες
τόσο που με ταλαιπωρώ
‘κάνε κείνο’ / ‘μην κάνεις αυτό’
που με βασανίζω
με μαυροντυμένες σκέψεις
που με εξουθενώνω
σκηνοθετώντας εφιάλτες
που δεν μ’ αφήνω
να πάρω μιαν ανάσα ευτυχίας
δίχως ύστερα να τη μολύνω
με την απειλή της δυστυχίας.
 
Αυτή είναι ίσως η ρίζα του κακού:
που με λυπάμαι.

~ . ~

Νοσταλγικό 

Πού πήγαν τα πάθη,
τα ποτάμια τους,
η βλάστησή τους η οργιαστική;
Μας εγκατέλειψε η Φύση
μας βαρέθηκε o Θεός
το πρωί που ξυπνάμε
αυτός χασμουριέται
σηκώνει τον ήλιο ανόρεχτα
και το βράδυ πριν πλαγιάσουμε
κατεβάζει από συνήθεια τα ρολά.
Μόνο ο ύπνος μάς νοιάζεται ακόμα.

~ . ~

Νοσταλγικό μετά θάνατον 

Το καλύτερο ήταν
η αναπνοή
μπορούσες να τη χαρείς
οπουδήποτε
κι ανά πάσα στιγμή
όσο πιο βαθιά
τόσο πιο μεθυστική
όταν γινόταν κοφτή
μάλλον φοβόσουν
ή έτρεχες –πάλι βιαζόσουν;–
κι όταν την έχανες
γύρευες μόνο να την ξαναβρείς
εκτός κι αν ήταν το γέλιο
που σου την είχε κλέψει
ή η ηδονή
οπότε παραδινόσουν.
Θεέ μου, η ζωή!

~ . ~

Τα παιδικά 

Η αγάπη
έχει ωραία γράμματα
είναι θηλυκή και τρυφερή
όταν σε αγγίζει
λιώνουν όλοι οι πάγοι
αν δεν τη διώξεις
δεν φεύγει ποτέ
κι αν μάθεις άπταιστα
τη γλώσσα που μιλάει
δεν θα σε τρομάζει πια
καμιά σιωπή.

 

Ο έρωτας
είναι εκείνο το όνειρο που είδες
πως πετούσες
πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων
πάνω από τους δρόμους και τα σπίτια
ήταν νύχτα αλλά είχε φώτα
μπερδεύονταν οι λάμπες με τα αστέρια
κι εσύ ήξερες ότι μπορούσες
–αν το ήθελες–
να μείνεις για πάντα πάνω εκεί.

 

Η ζωή
τα βλέπει όλα
ό,τι υπάρχει σε ουρανό και γη
κι αν κάτι είναι κρυμμένο
ψάχνει να το βρει
αυτό κάνει από το βράδυ ως το πρωί
ακούραστα
μέχρι να κουραστεί.

 

Όταν έχεις πιει πολύ
γίνεσαι πολύ σοφή
σαν να έχεις διαβάσει
όλα τα βιβλία
ή σαν να τα έγραψες όλα εσύ
κάποια μέρα μακρινή

που δεν είχες καν γεννηθεί.

ΤΟΝΙΑ ΚΟΒΑΛΕΝΚΟ

Η μουσική, εστία του ανθρώπου

chrking

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Κρίστοφερ Κινγκ
Ηπειρώτικο μοιρολόι
Δώμα, 2018
~.~

Τα νεογέννητα από την Κίνα και το Καμερούν, μαθαίνουμε από πρόσφατες έρευνες, κλαίνε αλλιώς απ’ ό,τι τα γαλλόπουλα ή τα γερμανόπουλα – «το κλάμα τους μοιάζει περισσότερο με τραγούδι». Γλωσσολόγοι από το πανεπιστήμιο του Βύρτσμπουργκ ανέλυσαν εκατοντάδες χιλιάδες ηχογραφήσεις και εξήγησαν το φαινόμενο ως εξής: καθώς στις γλώσσες των χωρών αυτών ο μουσικός τονισμός είναι έντονος, τα βρέφη προσανατολίζονται στα λόγια που ακούν και προσαρμόζονται αναλόγως, κλαίνε μουσικότερα. Αλλά και τα νεογέννητα στη Γαλλία κλαίνε αλλιώτικα από εκείνα στη Γερμανία, η μελωδικότητα και ο ρυθμός μεταξύ τους διαφέρουν όσο διαφέρει και η γαλλική γλώσσα στην εκφορά της από την γερμανική.

Τι μας λένε όλα αυτά; Πολλά και συναρπαστικά. Ότι τα μωρά αρχίζουν να μαθαίνουν την μητρική τους γλώσσα ήδη από την κοιλιά της μάνας τους, ας πούμε. Ή ότι το κλάμα δεν είναι ένας ενστικτώδης γόος, αλλά όπως το ασυνείδητο του Λακάν είναι δομημένο ως γλώσσα, και μάλιστα ως γλώσσα μουσική. Ότι η μουσική, τέλος, ενυπάρχει στη γλώσσα, είναι στοιχείο της εσωτερικό, δεν έρχεται απ’ έξω. Κάποιοι ανθρωπολόγοι μάλιστα δοκίμασαν να αντιστρέψουν τη φορά της σχέσης τους: δεν είναι η ομιλία που γεννά τη μουσική αλλά το αντίθετο, η μουσική γεννά την ομιλία. Κατ’ αυτούς, οι πρώτοι άνθρωποι που «μίλησαν» ήταν οι μητέρες της Παλαιολιθικής Εποχής οι οποίες με ήχους παραμυθητικούς, νανουρίσματα και ταχταρίσματα, πάσχιζαν να ησυχάσουν τα μωρά τους. Ακόμη και ο χορός, αυτή η μουσική κίνηση του σώματος, στο αρχέγονο νανουριστικό λίκνισμα μάνας και τέκνου έχει την αφετηρία του.

Ας αναλογιστούμε: λόγος, μέλος, χορός, η γλώσσα και η μουσική, και η συνάντησή τους στην αρχαιότερη και δημοφιλέστερη καλλιτεχνική μορφή που έπλασε ο πολιτισμός μας, το τραγούδι, όλα αυτά γεννιούνται μαζί. Και όλα τους, κατά την απαρχή τους, δεν ήταν παρά μια παυσίπονη μέριμνα, ένα λύπης παρηγόρημα για να δανειστώ κι εγώ τα λόγια του Σέξτου Εμπειρικού, μια απόπειρα θεραπείας του άλγους – μια απόκριση μητρική στο κλάμα ενός βρέφους.

Γι’ αυτή την πρωταρχική ενότητα του μέλους και του λόγου μάς μιλάει ο συγγραφέας που η παρουσία του στην Αθήνα μας έφερε απόψε μαζί. Και καθώς την έχουμε χάσει ή και ξεχάσει ολότελα αυτή την ενότητα, ή, έστω, δεν την διακρίνουμε καθαρά μέσα στις αναθυμιάσεις της πολυάσχολης σύγχρονης ζωής, το πολύτιμο βιβλίο του έρχεται να μας οδηγήσει. «Η ίδια η γλώσσα είναι συνυφασμένη με τη μουσική», γράφει ο Κρίστοφερ Κινγκ:

Ίσως η πιο παλιά μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας να ήταν ένα κράμα του μελωδικού με το προφορικό, σαν ένα τιτίβισμα… Ίσως οι αρχαίοι μας πρόγονοι να μην είχαν αναγνωρίσει αυτή τη δυαδικότητα: του προφορικού και του μουσικού. Αλλά καθώς το ανθρώπινο είδος εξελισσόταν, η γλωσσική έκφραση διαχωρίστηκε από τη μελωδική. Σαν ένα ανατομικό μας κατάλοιπο που φθίνει, ίσως η μουσική να μεταλλάχθηκε και να ατρόφησε, αποκρύπτοντας έτσι τον αρχικό της σκοπό.

Ηπειρώτικο μοιρολόι 1Όλο το Ηπειρώτικο μοιρολόι δεν είναι παρά μια απόπειρα τούτος ο αρχικός αλλά καταχωνιασμένος σκοπός να έρθει και πάλι στο φως. Και το μέσο είναι η επίσκεψη σε μια απόμερη γωνιά της βορειοδυτικής Ελλάδας, και την αλλόκοτη μουσική της παράδοση. Γράμμα ερωτικό στη μουσική της Ηπείρου αποκαλεί το βιβλίο του ο Κρίστοφερ Κινγκ. Όμως τα ραβασάκια των άλλων την προσοχή μας την τραβούν σε δύο μόνο περιπτώσεις. Όταν είναι γραμμένα από ανθρώπους που ξέρουν να γράφουν. Κι όταν το πάθος και το κάλλος που υμνούν είναι τέτοιο που μπορεί να μας συνεπάρει. Τύχη αγαθή εδώ συντρέχουν και τα δυο. Και είναι απαράμιλλη η τρυφερότητα της ματιάς του συγγραφέα, γνώρισμα του μεγαλόκαρδου ερωτευμένου, ακόμη κι όταν περιγράφει πλευρές του ποθεινού του ινδάλματος ελάχιστα κολακευτικές: λ.χ. τη βαρβαρότητα των πανηγυριώτικων μεγαφώνων ή τις κοινωνικές διακρίσεις εις βάρος των Γύφτων.

~ . ~

Δεν είναι όμως μόνο αυτό, ερωτική εξομολόγηση, το Ηπειρώτικο μοιρολόι. Είναι και παμφλέτα πολεμική που δύσκολα κρύβει το κεντρί της κάτω από την προσήνεια του ύφους. Η τωρινή μουσική, αυτή που μας κατακλύζει σήμερα από παντού ανερώτητα, μας λέει ο Κινγκ, άλλο δεν κάνει παρά να υπογραμμίζει την α-νοησία, την απουσία του νοήματος που μας περιβάλλει. Στα μάτια του ακόμη και η κλασσική μουσική είναι ελιτίστικη, προϊόν διανοητικό χωρίς ρίζες βαθύτερες ψυχικές. Η ποπ πάλι είναι μια «σαχλαμάρα», ένας «αποχαυνωτικός, αδιάκοπος, ίσως κι επιβλαβής θόρυβος». Και συνεχίζει κοφτά:

Καταλαβαίνω ότι πολλοί άνθρωποι είναι έντονα δεμένοι συναισθηματικά με τη σύγχρονη μουσική. Όμως δεν μπορώ να κρύψω την εντύπωση που αυτή η μουσική δημιουργεί σ’ εμένα. Στη μοντέρνα μουσική ακούω εγωκεντρισμό, μια διαρκή αναφορά στην ατομική καλλιτεχνική έκφραση. Όλα έχουν να κάνουν με το εγώ. Από την άλλη πλευρά, στην παλιά μουσική που αγαπώ, ακούω ανιδιοτέλεια, ακούω ιστορική συνέχεια, ακούω τη φωνή της κοινότητας. Όλα έχουν να κάνουν με το εμείς.

Προφανώς, για να το πω κάπως σπουδαιοφανώς, έχουμε εδώ να κάνουμε με μια ριζική κριτική της νεωτερικής εποχής από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν, της ρότας που πήρε, ιδίως της άκρατης εξατομίκευσης της μοντέρνας ζωής που έστησε παντού είδωλό της λατρευτικό το εγώ. Μια τέτοια κριτική δεν είναι άμοιρη ιδεολογικών συνεπειών ασφαλώς, και δεν το κρύβει. Δεν θα σας κουράσω μ’ αυτές. Στο κομποσκοίνι των θεωρητικών διενέξεων, όπου οι λέξεις πάνε κι έρχονται εξαερωμένες μες στις αφαιρέσεις, οι κόμποι είναι ατέλειωτοι. Όμως ο Κινγκ δεν θεωρητικολογεί από καθέδρας. Βλέπει τα πράγματα από κοντά και θέλει, προσπαθεί, να τα πιάσει. Οι λέξεις του έχουν σάρκα θρεμμένη από την ιστορία, την ομορφιά και τα ανθρώπινα πάθη. Η γλώσσα του είναι συγκεκριμένη.

Για μας, τους Έλληνες αναγνώστες, αυτό δεν είναι πάντοτε βολικό. Γιατί στις σελίδες του σκοντάφτουμε διαρκώς πάνω σε πρόσωπα και πράγματα που μας ρίχνουν πίσω ξανά σε αντιλογίες και έριδες δικές μας παμπάλαιες. Κατά έναν τρόπο, βλέπουμε δικές μας σκεπασμένες φωτιές να φουντώνουν και πάλι απ’ το δαδί ενός ξένου. Και σ’ αυτού του είδους τις έξωθεν παρεμβάσεις, είμαστε ανέκαθεν παρεξηγιάρηδες και δυσανεκτικοί. Ακούω ήδη στ’ αφτιά μου τις αγανακτισμένες ενστάσεις: Ένας Αμερικάνος, ένας ξενομπάτης που θέλει να μας κάνει τον δάσκαλο! Βλέπετε, από τους φιλέλληνες που ξαναέφεραν την αρχαιογνωσία στην Ελλάδα ώς τον Φωριέλ και τον Γκαίτε που μας έδειξαν κάτω από άλλο φως το δημοτικό μας τραγούδι, κάθε επαφή με την ιστορία μας μοιάζει να είναι μεσολαβημένη από ξένους. Στο τέλος καταντάει κανείς χρεωμένος ώς τ’ αφτιά για το δικό του κεφάλαιο. Επιτέλους, τι σόι αυτογνωσία είναι αυτή που μας έρχεται από την αλλοδαπή!

Σ’ αυτόν τον αναγνώστη, τον Συνέλληνα που δυσκολεύεται με τις αταλάντευτες απαντήσεις που ο ίδιος ο Κινγκ δίνει στα ερωτήματα που θέτει, θα πρότεινα πρώτα πρώτα να αναλογιστεί το ζήτημα της κυριότητας ενός πολιτιστικού αγαθού. Σε ποιον αλήθεια ανήκει μια μουσική παράδοση – στους φυσικούς κατιόντες της ακόμη κι αν δεν δίνουν δεκάρα γι’ αυτήν και την αγνοούν πλήρως;  Ή σ’ αυτούς που την έχουν πράγματι ανάγκη και έχουν δείξει στην πραξη ότι την νοιάζονται και την πονούν;  Και, δεύτερον, αν ο ίδιος αυτός Συνέλλην κρίνει κατόπιν αυτού ότι του πέφτει καν λόγος και δη αντιρρητικός, θα του συνιστούσα να βάλει προσώρας στην πάντα τα συμπεράσματα του Κινγκ και να κρατήσει το ουσιωδέστερο, τα ερωτήματα.

Ακόμη και οι πιο φανατικοί οπαδοί της προόδου, αν θέλουν να ’ναι στοιχειωδώς ειλικρινείς με τον εαυτό τους, δεν μπορεί, θ’ αναρωτιούνται κάποτε. Kάθε ανθρώπινο διάβημα είναι ένα διαρκές πάρε-δώσε. Από την Επιχείρηση Πρόοδος ΑΕ δεν πήραμε μόνο, της δώσαμε κιόλας. Πόσο μας κόστισε εντέλει; Μείναμε με κέρδος καθαρό ή ζημιώσαμε; Ζηλωτές του μέλλοντος, θηρευτές της αυτοπραγμάτωσης, εγκαταλείψαμε μια κατάδική μας περιουσία μοναδική, κι ήρθαμε –πόση ειρωνεία– να στοιβαχθούμε σε μια ζωή άλλων ή, έστω, σαν όλων των άλλων. Άξιζε εντέλει τόσος κόπος, τόσες ελπίδες;

Ο Κρίστοφερ Κινγκ για όλα αυτά έχει απαντήσεις στο βιβλίο του. Άλλους θα πείσουν και άλλους όχι. Ότι τα ερωτήματα που μας θέτει είναι ωστόσο νόμιμα και ζωτικά, εκ των ων ου άνευ μάλιστα αν θέλουμε να κατανοήσουμε, ενδεχομένως και να αποδεχθούμε και ν’ αγαπήσουμε τον διχασμένο εαυτό μας, δεν γίνεται κανείς να το αμφισβητήσει. Εκτός πια και έχει πάρει διαζύγιο από την σκέψη.

~ . ~

Ζούμε σε εποχή παράδοξη. Οι λέξεις έχουν αρχίσει και πάλι να μας παίζουν τα παιχνίδια που περιγράφει ο Θουκυδίδης στην Παθολογία του. Αλλάζουν νοήματα, οι σημασίες τους γίνονται γλιστερές και επικίνδυνες. Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για το δικό και το οικείο γιατί κινδυνεύει να καθίσει στο εδώλιο ως μίσαλλος, ως εχθρευόμενος το αλλοδαπό και το ξένο. Η ονειροπόληση του θεοποιημένου μέλλοντος περνιέται για πράξη σημασίας αυταπόδεικτης, η αναπόληση του παρελθόντος όμως ως υποτροπή στην νοσηρή νοσταλγία. Στις συνερεύσεις μας ισχύει η ανασταλτική μειοψηφία του ενός, ένας να στυλώσει τα πόδια του, πάσα βούληση υπερατομική παυσάτω. Μόνο άτομα και μειονότητες έχουν πια το δικαίωμα να μιλούν για ταυτότητα – για να περιχαρακωθούν από την πλειονότητα, ή και για να στραφούν εναντίον της. Λεξούλες άλλοτε απλές όπως πατρίδα, κοινότητα, ψυχή, αυθεντικότητα έχουν καταστεί πεδία μαχών όπου καθ’ ημέραν πέφτουν κορμιά.

Η μουσική όμως για τον Κινγκ είναι όλα αυτά. Είναι ώσμωση με το συλλογικό, είναι αναστροφή με το γνήσιο, είναι άκος ψυχής, φωνή πατρίδος και αγκάλη κοινότητος, είναι προ πάντων ταυτότητα, είναι η στέγη, η εστία του ανθρώπου. Ετούτη εδώ η μουσική εννοείται. Η άλλη μουσική, η εκεί έξω, οι άλλες τέχνες εν γένει, όπως απόμειναν μετά τους τόσους -ισμούς και τις εξάρσεις τους δύο αιώνες τώρα, είναι απλώς ένας αναδιπλασιασμός: το πρόσωπο του καλλιτέχνη στον καθρέφτη.

Γι’ αυτόν τον αφόρητο ναρκισσισμό του παρόντος νομίζω εντέλει ότι μάς μιλά με το βιβλίο του ο συγγραφέας. Γα την ακαταδεξιά και τα κουσούρια του. Και οδηγώντας μας στις εσχατιές της Ηπείρου, μας υποδεικνύει μια δυνατότητα εξόδου, μια χαραμάδα διαφυγής. Πρόκειται για έξοδο πραγματική; Είναι μήπως μια χειρονομία παρηγοριάς και μόνο; Προσώρας το πράγμα είναι αξεκαθάριστο, άδηλον παντί. Καλού κακού όμως ας την κρατήσουμε την υπόδειξη του Κινγκ. Μπορεί να έρχεται από εποχές που αφήσαμε πίσω μας, μπορεί όμως κι ο δρόμος που ξετυλίγεται μπροστά μας τελικά να μην είναι ευθύς και να μοιάζει περισσότερο με κύκλο. Σ’ αυτή την περίπτωση ίσως χρειαστεί να περάσουμε ξανά απ’ όλα αυτά που τα πιστέψαμε παρωχημένα κι αχρείαστα. Ίσως εκείνα αποδειχθούν, μία των ημερών, ο δρόμος που μας φέρνει προς το μέλλον.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Ομιλία κατά την παρουσίαση της έκδοσης στη Γεννάδειο την 12η Δεκεμβρίου 2018.

~.~

lament epirus

Βιωματικό υλικό, άνισο αποτέλεσμα

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Λίνα Στεφάνου
Aequus Nox, Ίση Νύχτα
Μελάνι, 2018

0c984497-93d6-4644-b4e6-2e0acdc24f79Ένα από τα ενδιαφέροντα βιβλία που πρόσφατα διάβασα είναι το Aequus Nox ή Ίση νύχτα της Λίνας Στεφάνου. Διπλωματικός ίσως ο χαρακτηρισμός είναι ενίοτε χρήσιμος, για να αποδώσει, έστω και διστακτικά, μια αναγνωστική εμπειρία που θα μπορούσε να είναι ανεπιφύλακτα θετική, αν το υλικό υπάκουε σε αυστηρότερη επιλογή και οικονομία. Στη συλλογή υπάρχουν ποιήματα καλά και ποιήματα μέτρια.

Το υλικό βιωματικό: ο έρωτας, ο γάμος, τα παιδιά, οι φίλοι, ο θάνατος, ο χρόνος και η μυθιστορία της γραφής. Υλικό αντλημένο από την προσωπική ιστορία του μέσου ανθρώπου, στα μισά της ζωής, στα μισά του χρόνου, όπως δηλοί και το τίτλος της συλλογής: aequus nox, ήτοι ισημερία, όταν «Ο Χρόνος στέκεται γυμνός / σαν ηλεκτροφόρο καλώδιο / πάνω από νερό», όπως διαβάζουμε στο ομότιτλο της συλλογής ποίημα που με αφορμή την εαρινή ισημερία στοχάζεται πάνω στο χρόνο-διάρκεια και χρόνο-στιγμή, στιγμή ακίνητη σαν απόφαση αμετάκλητη που όμως δεν λαμβάνεται ποτέ.

Στη συλλογή διακρίνω πέντε ενότητες, καθεμιά εκ των οποίων εστιάζει, με μεγαλύτερη ή μικρότερη έμφαση, σε ένα υποθέμα, υποδηλούμενο, στις τέσσερις τελευταίες, από αντίστοιχο μεσότιτλο. Η καλύτερη, κατ’ εμέ, είναι η πρώτη, άτιτλη ενότητα. Στα αρτιότερα ποιήματα υιοθετείται μια απατηλά σχολαστική αφήγηση ή περιγραφή, με διακριτό τον αφηγηματικό ιστό-πρόπλασμα της έμπνευσης, που εγκλωβίζει στο αυστηρό λεκτικό πλαίσιο το παράδοξο αναδεικνύοντας στην ήσυχη προφάνεια του στίχου το αναπάντεχο της οπτικής. Τέτοια είναι ποιήματα όπως «Τα μικρά παιδιά», «Προσωπική ιστορία», «Τα κρυμμένα κάπα στο γάμο», «Όλοι οι άνθρωποι είναι μετανάστες».

Μεσημέρι στο Σέσι

Πράσινο πάνω σε μπλε.

Επανάληψη:
πράσινο σκούρο του δάσους
ανοιχτό της ελιάς
αιχμηρό του πεύκου
πάνω σε μπλε.
Ξανά:
πράσινο καφέ
πράσινο γκρι
πράσινο μαύρο πάνω σε μπλε
-που απ’ το πολύ να είναι ο εαυτός του άρχισε να ασπρίζει.

Θαλασσοβούτες και βουτηχτάρια.

Νερό
–στασίδι σε εκκλησία–
πάνω σε πέτρινες πλάκες
Στους τοίχους των σπιτιών
το λευκό σαν κάτοπτρο
αχνίζει ήλιο
σαν λιβάνι που καίγεται.

Στις μύτες των ποδιών
η χώρα μου τεντώνεται
Με κάθε της ανάσα
     ξυπόλητα παιδιά γεννάει
               καινούρια καλοκαίρια.

Ίσως τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα είναι όσα εκπορεύονται από την προσωπική μυθολογία, όπως τα «Μικρά παιδιά», όπου το τρυφερό και θηριώδες της παιδικής ηλικίας συστοιχεί με μια τρυφερή και σκληρή αφήγηση ή η «Προσωπική ιστορία», όπου η καταγραφή της επικίνδυνης οικογενειακής ρουτίνας παρατάσσει, δήθεν αμέτοχα, τα καθημερινά αιχμηρά συμβάντα της ζωής, για να επικαλεστεί στο τέλος τα αιτούμενα ξεχασμένα θαύματα της ψυχής.

Η αρετή του στίχου δεν έγκειται στη λυρική του ποιότητα, αλλά στην καθαρότητα, στην πεζολογική ακρίβεια που όταν συνδυάζεται με την ελλειπτικότητα της περιγραφής ή την υπονομευτική λογικοφάνεια των αφηγούμενων παράγει ένα αισθητικά λειτουργικό αποτέλεσμα. Στα ποιήματα αυτού του τρόπου βρίσκω το διακριτό και αυθεντικό στίγμα της ποιητικής φωνής της Στεφάνου.

Χειμωνιάτικο νύχτα

Μικρό πουλί μέσα στο δέντρο
στη μέση της νύχτας
στη μέση της πόλης
]]]] στη Μέση

Φωτισμένα παράθυρα
ιστορίες πολεμικού νοσοκομείου
]]]] εξιστορείς
Ιστορίες για άντρες ευάλωτους
σε μαλακό επίδεσμο με αίμα τυλιγμένους

Βαδίζοντας κάτω από το τέλειο Δέντρο
του Δεκέμβρη
]]]] Μια νύχτα θαλασσινή
]]]]]]]] Σε άκουσα

                                                                          Ναυτικό Νοσοκομείο 2015

Προχωρώντας, ωστόσο, η συλλογή αυξάνουν τα αδύναμα ποιήματα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η συγκεκριμένη δουλειά θα κέρδιζε, αν τολμούσε πιο γενναία αυτό που κάθε δημιουργός διστάζει να κάνει: να θυσιάσει ποιήματα. Αλλιώς μαζί με το καίριο στοιχίζεται το αναμενόμενο, όπως π.χ. συμβαίνει σε αρκετά μικροποιήματα-αφοριστικά πλαισιώματα της συλλογής. Π.χ. το αδύναμο δίστιχο: «Στις σιωπές της Γυναίκας / αναπαύεται ο Άντρας Πολεμιστής» σε αναντίστοιχη συνύπαρξη με τον κομψό σαρκασμό του: «Αν η εναλλακτική του Θεού / είναι ο άνθρωπος / τότε ο Διάβολος / έχει κάθε λόγο να διασκεδάζει».

cebbceafcebdceb1-cf83cf84ceb5cf86ceaccebdcebfcf85Εξίσου αδρανή ποιητικά είναι και τα ποιήματα στοχασμού πάνω στην ποίηση. Αποτελεί μια από τις προσωπικές μου εμμονές η άποψη ότι η συστροφή της ποίησης στον εαυτό της μόνο κακό μπορεί να κάνει στο ποίημα. Ο αναστοχασμός πάνω στην πράξη της γραφής είναι επικίνδυνος, γιατί συνήθως οδεύει σε δυο εξίσου ολισθηρές ατραπούς: αφενός στην μυθοποίηση της ποιητικής λειτουργίας, αφετέρου στον αυτοοικτιρμό. Και το μεν πρώτο αναδίδει ξεθυμασμένο το άρωμα από εκείνη την παλιά κοσμοσωτήρια αυτοαντίληψη της τέχνης, το δε δεύτερο επαναλαμβάνει την κλισέ κατάρα του ποιητή που ανεπίληπτος και ανεπίδοτος επιμένει στην ηρωική του αντανάκλαση. Και τα δυο αποτελούν συμπτώματα λογοτεχνικού αυτισμού που δεν έχει καθόλου ανάγκη ο αναγνώστης ούτε και η λογοτεχνία. Το αποτέλεσμα επιβαρύνεται περαιτέρω, όταν συνδυάζονται με ποιητικά αμετουσίωτη εξομολογητικότητα. Μιλώ για τα ποιήματα «Μια απάντηση στον Β.Β.», «Είναι κανείς εδώ;», «Έξοδος». Γιατί εκεί χάνονται, συνθλιμμένα από την προσωπική εμπλοκή, τα δύο κύρια θέλγητρα της συλλογής: η ειρωνεία της ως στρατηγική αποστασιοποίησης από το φλέγον προσωπικό βίωμα –άρα αναγωγής του στο καθολικό– και η ήσυχη στοχαστικότητα της παρατήρησης.

Νομίζω ότι η ποιήτρια, αν εστιάσει σε αυτή τη φλέβα, θα παράγει πιο ισορροπημένα σύνολα, όπως αποδεικνύουν τα ήδη κατορθωμένα ποιήματα της συλλογής που διαθέτουν την αυθεντικότητα του προσωπικού στίγματος και της γνήσιας διακύβευσης.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

Σκρουτζ, ένας βικτωριανός Καθένας

Σκρουτζ

~.~

της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΝΤΟΚΟΥ

Charles Dickens,
Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία,
μετάφραση Μαρία Σ. Μπλάνα,
Κουκούτσι, 2018

Η τελευταία επαφή που είχα με το πρωτότυπο έργο του Ντίκενς ήταν τον περασμένο αιώνα, και συγκεκριμένα το Δεκέμβριο του 1997, όταν ήμουν υποψήφια διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο PennState στις ΗΠΑ.

Λάβαμε μία πρόσκληση που έλεγε ότι πριν το τέλος του εξαμήνου για τα Χριστούγεννα θα γινόταν μία βραδυνή ανάγνωση της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας στη λέσχη των καθηγητών αποκλειστικά για διδακτικό προσωπικό και διδακτορικούς φοιτητές/φοιτήτριες. Η αίθουσα ήταν ιδανική για ένα τέτοιο γεγονός, βιβλιοθήκες γύρω-γύρω, παχιές μοκέτες στο πάτωμα, ζεστή σοκολάτα και μπισκοτάκια για το ακροατήριο και, ως φόντο για την βαθιά βικτωριανή πολυθρόνα του αφηγητή, ένα πελώριο αναμμένο τζάκι, που η θαλπωρή του έκανε ακόμα πιο ευχάριστο το πυκνό χιόνι που έπεφτε έξω. Γνωρίζοντας την τάση των Αμερικανών για πρακτικά σύντομες απολαύσεις, θεώρησα ότι η ανάγνωση θα αφορούσε αποσπάσματα από το κείμενο, αλλά όταν έφτασα εκεί αντιλήφθηκα ότι ο φιλόλογος-καθηγητής που είχε αναλάβει χρέη αφηγητή θα μας διάβαζε ολόκληρη τη νουβέλα, και ψιλοδυσανασχέτησα γιατί είχα και δουλειές να κάνω… Κι όμως, παρότι όλοι οι παρευρισκόμενοι γνωρίζαμε το τέλος, παρότι η ανάγνωση ήταν όντως μαραθώνιος, παρόλο που η ώρα πήγε αργά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, δεν ακούστηκε κιχ! Κανένας δεν κουνήθηκε, κανένας δεν ξεφύσησε, κανένας δεν φταρνίστηκε καν—και φυσικά, κανένας δεν κοίταξε το κινητό του, γιατί τον προηγούμενο αιώνα αυτή η κατάρα δεν είχε ακόμα πλήξει την ανθρωπότητα. Ακούγαμε όλοι και όλες συνεπαρμένοι σαν μικρά παιδιά τον Σκρουτζ να άγεται και να φέρεται από πνεύμα σε πνεύμα με το χτύπημα της ώρας, τον Μπομπ Κράτσιτ να δίνει κουράγιο στην οικογένειά του, τους καλεσμένους να διασκεδάζουν στα χριστουγεννιάτικα πάρτυ τους, και τέλος, γίναμε μάρτυρες όλοι της σκηνής μπροστά από τον ανοιχτό τάφο, τη δωδέκατη ώρα, όπου ο τσιγκούνης και σκληρόκαρδος Σκρουτζ, μπρος στην αγωνία του δικού του θανάτου, μετανοεί και μεταμορφώνεται σε ζωντανό πνεύμα των Χριστουγέννων, σκορπίζοντας παντού τη χαρά και την ευεργεσία. Μην με ρωτήσετε να σας πω πόσο ακριβώς κράτησε εκείνη η ανάγνωση, γιατί δεν είχε καμία σημασία: για όση ώρα κράτησε η αφήγηση, όλοι εμείς ζούσαμε σε ντικενσιανό χρόνο.

dickensΣε τί συνίσταται όμως ακριβώς η μαγεία της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, που σταματά το χρόνο όχι μόνο κατά την ανάγνωσή της, αλλά και όσον αφορά στην δημοφιλία της, 175 χρόνια τώρα με αδιάλειπτες επανεκδόσεις, μεταφράσεις, μεταφορές σε θέατρο, κινηματογράφο, όπερα, μέχρι και μπαλέτο και παντομίμα; Οπωσδήποτε το απαράμιλλο συγγραφικό ταλέντο του Ντίκενς παίζει το ρόλο του: ελάχιστοι μπόρεσαν να αποδώσουν, όπως αυτός, την εποχή του με τόση ζωντάνια αλλά και τόσο απολαυστικό λόγο, μεστό αλλά και χιουμοριστικό, αυθεντικό αλλά και ακριβή. Εδώ θα πρέπει να εξάρω τη μετάφραση της Μαρίας Μπλάνα στην παρούσα έκδοση, η οποία όχι μόνο αποδίδει με έντεχνη φυσικότητα τα λεκτικά ιδιώματα του σύμπαντος του Ντίκενς, αλλά και μας παραθέτει πλούσιες και χρησιμότατες υποσημειώσεις που γεφυρώνουν το χάσμα του χρόνου, φωτίζοντας το κείμενο. Όμως και άλλα κείμενα είναι καλογραμμένα χωρίς να έχουν το συναισθηματικό αντίκτυπο της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας. Είναι μήπως τότε η κοινωνική ευαισθησία του συγγραφέα, που ταιριάζει τόσο με το αγαθοεργό πνεύμα των Άγιων Ημερών, που μας γοητεύει; Ξέρουμε ότι όταν ο Τσάρλς Ντίκενς μιλάει για το αγόρι Άγνοια και το κορίτσι Ανέχεια που ξεπροβάλλουν, αποσκελετωμένα και αποκτηνωμένα, από τις πτυχές του μανδύα της καλοπέρασής μας, δεν το παίζει απλά πονόψυχος: έχει ζήσει τη φτώχεια στο πετσί του, όταν δώδεκα χρονών παιδάκι είδε τον πατέρα του να σέρνεται στη Φυλακή των Χρεωστών μαζί με την οικογένειά του, και ο ίδιος αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά σε εργοστάσιο βερνικιών, καίγοντας τα πνευμονάκια του στις αναθυμιάσεις της μαύρης μπογιάς για πενταροδεκάρες. Είδε τους Αφροαμερικανούς σκλάβους να μαρτυρούν για την ευμάρεια της Αμερικής όταν ταξίδεψε εκεί, είδε αυτά τα αγόρια της Άγνοιας και τους Μικρούληδες Τιμ στην επίσκεψή του στη Σχολή των Κουρελήδων του Field Lane, και ορκίστηκε να γράψει τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία ως ράπισμα ενάντια σε κάθε μορφής δουλεία, σωματική, οικονομική ή και διανοητική. Τα λόγια του μας αγγίζουν γιατί είναι αληθινά. Όμως τη δυστυχία των άλλων, για να είμαστε ειλικρινείς, την αντέχουμε κατά κανόνα μόνο σε μικρές δόσεις, και ποτέ σε επανάληψη 175 ετών.

Οπότε κάπου αλλού έγκειται η μαγεία… Στο χάπυ εντ ίσως; Σε όλους μας αρέσει το αίσιο τέλος, κυρίως τα εορταστικά—και ανακουφιζόμαστε όταν μαθαίνουμε ότι τελικά ο ανάπηρος Μικρός Τιμ δεν πεθαίνει, αλλά γιατρεύεται και ζουν όλοι όχι απλά καλά, αλλά εξαιρετικά μέσα στον πακτωλό χαράς και αφθονίας που εξαπολύει η ξαφνική μεταστροφή του—βολικά πάμπλουτου—Σκρουτζ, «και ο Θεός να μας έχει όλους καλά!», αμήν. Όμως ο πρωταγωνιστής της ιστορίας δεν είναι ο Μικρούλης Τιμ, ούτε ο ταλαίπωρος μισθοσυντήρητος με υποκατώτατο πείνας Μπομπ Κράτσιτ—αν και πολλές ψυχές του ιδιωτικού τομέα θα ταυτίζονταν με αυτόν—ούτε ο καλόκαρδος ανηψιός. Είναι ο Σκρουτζ, ο σπαγγοραμμένος, κακότροπος, αχώνευτος, μίζερος μπαμπόγερος. Όχι ό,τι θελκτικότερο υπάρχει στο συγγραφικό σύμπαν, αν το καλοσκεφτεί κανείς—κι όμως, γιατί δεν μπορούμε να πάρουμε την προσοχή μας από πάνω του;

Η απάντηση—ή έστω μία απάντηση—στο μυστήριο αυτό δεν βρίσκεται στην εποχή του ίδιου του Ντίκενς, αλλά σε μία πολύ προγενέστερη. Ο Ντίκενς, κατά την ταπεινή μου άποψη, αντλεί τη γοητεία της Ιστορίας του από έναν από τους παλαιότερους και γνωστότερους λαϊκούς μύθους της Αγγλίας, ο οποίος αποτελεί με τη σειρά του εκδοχή ενός από τους παλαιότερους μύθους της ανθρωπότητας: την ιστορία του Καθένα, γνωστή και ως Everyman, η οποία αντιτάσσει στον πιο αρχέγονο φόβο του ανθρώπινου είδους, το φόβο του θανάτου, την ιδέα της χριστιανικής εξιλέωσης.

Το θεατρικό έργο The Somonyng of Everyman ή Το Κάλεσμα του Καθένα, γνωστό απλά ως Ο Καθένας, είναι ένα θεατρικό έργο του 15ου αιώνα που ανήκει στο είδος γνωστό ως «ηθικό δράμα»: λαϊκά, απλοϊκά μεσαιωνικά θεατρικά που παιζόντουσαν  από μπουλούκια είτε πάνω σε περιφερόμενα κάρα-σκηνές είτε, λόγω του ηθικοπλαστικού χριστιανικού περιεχομένου τους, μέσα σε εκκλησίες. Χαρακτηριστικό τους, η αλληγορική τους φύση, καθώς στη σκηνή εμφανιζόντουσαν προσωποποιημένες διάφορες χριστιανικές έννοιες, όπως η Αρετή, η Κακία, τα Εφτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, η Φιλανθρωπία, η Κατήχηση, ο Φύλακας-Άγγελος, και ως γκεστ-σταρ, ο Θεός και ο Σατανάς. Ο Καθένας θεωρείται από τα αριστουργήματα του είδους και είναι τόσο γνωστό στο Αγγλικό κοινό, που η έκφραση «ο Καθένας» χρησιμοποιείται ευρέως στο καθημερινό λεξιλόγιο για να δηλώσει τον μέσο απλό άνθρωπο. Η υπόθεση έχει ως εξής: ο Καθένας—χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ανθρωπότητα—ζει αμέριμνος μέσα στα πλούτη του, χωρίς να σκέφτεται την ψυχή του. Ο Θεός, οργισμένος, στέλνει τον Θάνατο να τον πάρει, όμως ο Καθένας, πανικόβλητος, παζαρεύει για λίγο ακόμα χρόνο. Ο Θάνατος αρνείται, αλλά του επιτρέπει να βρει έναν ταιριαστό συνοδοιπόρο για το ταξίδι του προς τον άλλο κόσμο και την Θεία Κρίση. Ο Καθένας καλεί κατά σειρά τους Καλούς Φίλους, τους Συγγενείς, και τα Πλούτη—όμως οι δύο πρώτοι, αν και αρχικά ορκίζονται να μην τον εγκαταλείψουν ποτέ, λακίζουν όταν μαθαίνουν τον τελικό προορισμό, ενώ τα Πλούτη θεωρούν ότι ο Καθένας θα έδινε κακή εντύπωση ιδιοτέλειας αν εμφανιζόταν παρέα τους ενώπιον του Θεού. Τότε ο Καθένας, απελπισμένος, στρέφεται σε μία διαφορετική παρέα: τις Καλές του Πράξεις, τη Γνώση, την Εξομολόγηση, τα Λογικά, τη Φρόνηση, την Ψυχική Ομορφιά και Δύναμη. Οι Καλές Πράξεις υπόσχονται να τον συνοδέψουν, αλλά είναι πολύ ασθενικές, και βρίσκουν τη δύναμη μόνο όταν ο Καθένας, ειλικρινά μεταμελημένος, αυτομαστιγώνεται και εξομολογείται τα κρίματά του, λαμβάνοντας άφεση αμαρτιών. Καθαρός πια, με τη νέα του συνοδεία, ο Καθένας φτάνει στο τέλος του ταξιδιού του, στο χείλος ενός τάφου, πέρα από τον οποίο όμως κανείς δεν μπορεί να τον ακολουθήσει, πέρα από τις Καλές Πράξεις. Με αυτές, και αυτές μόνο συντροφιά του, μπορεί να πεθάνει και να εμφανιστεί ενώπιον του θρόνου του Θεού, και χάρις σε αυτές κρίνεται άξιος της αιώνιας ζωής στο αίσιο τέλος του έργου.

Ένας άνθρωπος λοιπόν επιλέγεται έτσι απλά για μία θεϊκή παρέμβαση. Αναγκάζεται να επανεξετάσει ολόκληρη τη ζωή του, ώστε να παραδεχτεί στο τέλος ότι τα πλούτη μάλλον βλάπτουν παρά ωφελούν, και στρέφεται μεταμελημένος στην αγαθοεργία ως το μόνο τρόπο να σωθεί από το φόβο του θανάτου, που δεν περιλαμβάνει μόνο το άγνωστο και τη φθορά, αλλά και τον μέγα τρόμο μπροστά στην ιδέα της Θείας Κρίσεως και της αιώνιας Κόλασης. Οι ομοιότητες με την ιστορία του Σκρουτζ, που επιλέγεται αυθαίρετα από ένα φάντασμα και τρία Πνεύματα για να σωθεί στην ύστατη φάση της ζωής του, είναι νομίζω προφανείς, και δίνουν μία βαθύτερη σημασία στο έργο του Ντίκενς, καθώς το εντάσσουν όχι μόνο στη σφαίρα της λογοτεχνίας, αλλά και της αθάνατης λαϊκής και μυθολογικής παράδοσης, ως απάντησης στις θεμελιώδεις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπινου είδους. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι και ο Ντίκενς επιλέγει ως τίτλο της νουβέλας του το A Christmas Carol, κυριολεκτικά Χριστουγεννιάτικα κάλαντα», καθώς αφενός τα κάλαντα, από τον ύμνο σωτηρίας “God Rest Ye Merry Gentlemen” ως το “Good King Wenceslas,” τον θρύλο του αγαθοεργού βασιλιά Γουένσεσλας δηλαδή, όλα μιλούν για την εξιλέωση και την ανανέωση της ψυχικής ζωής μέσω των καλών πράξεων. Αφετέρου, το άνοιγμα του Ντίκενς στη σφαίρα του θρύλου αναβιώνει το αρχέγονο νόημα της γιορτής των Χριστουγέννων, που ουσιαστικά επενδύει με την ιστορία της Γέννησης του Ιησού ένα πιο αρχαίο δρώμενο, αυτό της επίκλησης της ανανέωσης της ζωής της φύσης στο πιο δύσκολο σημείο της, κατά το θερινό ηλιοστάσιο στις 21 Δεκεμβρίου, την πιο μικρή μέρα και πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου. Στην καρδιά δηλαδή του κρύου, σκοτεινού και, για τις παλαιότερες κοινωνίες, συχνά θανατερού χειμώνα, τα αγγλοσαξωνικά έθιμα στήνουν μία παντομίμα του καλοκαιριού, στολίζοντας ένα αειθαλές δέντρο με στολίδια που συμβολίζουν τους καρπούς, ανταλλάζοντας δώρα που συμβολίζουν την ευμάρεια που φέρνει η καρπερή γη, και ανάβοντας φωτάκια για να ζητήσουμε από το καλοκαιρινό φως του ήλιου να επιστρέψει, φέρνοντας μαζί του τα δώρα της φύσης. Επικαλούμαστε, με άλλα λόγια, μέσα από την αέναη αναγέννηση της φύσης και τη δική μας αναγέννηση, σωματική και ψυχική, για να νικήσουμε για ακόμα μια φορά το φόβο του θανάτου και της ανθρώπινης αδυναμίας. Και μπορεί μεν η μεταστροφή του Καθένα Σκρουτζ να γίνεται δια της κατατρομοκράτησης—κυριολεκτικά, «τα λεφτά σου ή τη ζωή σου»—όμως αυτό ακριβώς είναι που συνδέει όλους και όλες μας με αυτόν τον εξοργιστικό γερό-τσιφούτη, γιατί όλοι μας βιώνουμε την ύπαρξή μας με ενσωματωμένο μέσα μας το φόβο του θανάτου και τη λαχτάρα να απαλλαγούμε από αυτόν, όσο δύσκολο κι αν είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε. Όλοι μας θα θέλαμε να έχουμε τη δυνατότητα να γυρίσουμε πίσω από το χείλος του σκοτεινού τάφου που μας ρουφάει και να ξυπνήσουμε όχι μόνο ζωντανοί, αλλά Χριστούγεννα πρωί με τις καμπάνες! Όλοι μας θα θέλαμε να συγχωρεθούν τα λάθη και οι ανομίες μας και να κάνουμε μια νέα αρχή, όπου θα είμαστε συνεχώς χαρούμενοι και θα έχουμε αγάπη και σεβασμό. Όλοι θα θέλαμε να βγούμε από τη μοναξιά μας, τις έννοιες της δουλειάς, και να ενωθούμε με φίλους και γνωστούς μέσα σε μια φωτεινή, χαρούμενη γιορτή, με καλούδια και τραγούδια. Και ο Καθένας μας αυτό εύχεται στον Καθένα, κάθε Χριστούγεννα, αναβιώνοντας το πνεύμα του Ντίκενς εσαεί.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΚΟΥ

Ομιλία από την παρουσίαση του βιβλίου (18 Δεκεμβρίου 2018, Polis Art Café, Στοά του Βιβλίου).

dicke

Μάρκος Μέσκος, 1935-2019

meskos

~.~

Κακό όνειρο! πιο πέρα απ’ τα πουλιά κι από τα μάτια
εικόνα της Αχερουσίας μαύρο της αβύσσου.
Μήτε στα δόντια νόμισμα τυφλά τα μονοπάτια
— ίσως το δέντρο εκείνο το ξερό να ’ναι η φωνή σου.

Από τα δάκρυα των νεκρών οι θάλασσες γεμίζουν.
Αίμα σφαγμένο στην αυλή κρυφά παραχωμένο.
Σκιές της λίμνης χέρια στο νερό μάταια ελπίζουν
— φίλοι! κάνει ένα κρύο σήμερα διαβολεμένο.

Κακό όνειρο κακό! Και μην ξεχνάς κακό μεθύσι…
Ό,τι απομένει το πρωί στάχτη να πάει στο διάβολο!
Το άνθος της βερικοκιάς τη μέρα να στολίσει
— κάποια ψηλή κορφή κάποιο χαρούμενο σινιάλο.

(Ιδιωτικό νεκροταφείο, 1975)

Από τους πιο αρχοντικούς ανθρώπους που γνώρισα. Ιούνιος του 2006 (Καλαμαριά; Μηχανιώνα;). Πλάι του στο τραπέζι ο Τάσος Χατζητάτσης, πιο κει, μ’ άλλη παρέα, ο Νίκος Παπάζογλου φευγάτοι πια κι οι τρεις. «Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουίνους, τα Βοδενά με το πουθενά».

Τη νέα μας ποίηση λίγοι την επηρέασαν τόσο. Γενάρχη τον αποκαλεί κάπου ο Μιχάλης Γκανάς. Κι έχει δίκιο. Χωρίς τη δική του φωνή, το δικό του παράδειγμα, το ρεύμα εκείνο που ζήτησε να ξαναχύσει το δημοτικό τραγούδι στο κράμα της τωρινής μας γραφής, και που μας έδωσε ποιητές ρωμαλέους σαν τον Χρήστο Μπράβο, τον ίδιο τον Γκανά κι άλλους νεώτερους, ποιος ξέρει πώς και πότε θα ’βρισκε την κοίτη του. «Μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα».

Τους στίχους του τους αρδεύουν δυο πηγές, ο τόπος και η ιστορία του Μεταπολέμου. Ο Εμφύλιος, η Αριστερά, η τελευταία ή κομμένη γλώσσα, το Μαύρο δάσος , τα παιδιά που χάθηκαν, τα Φαντάσματα της Ελευθερίας, το Ψιλόβροχο της μνήμης. Όμως υπάρχει και ένα ρυάκι σιγαλό που έρχεται απευθείας από τον Μεσοπόλεμο και, ως νόστος ίσως στις μορφές της αστικής, της λόγιας ποίησης, εκβάλλει στα «(σαν) σονέτα» λ.χ. των Χαιρετισμών. «Βάρκα που μπάζει από παντού και τα ποντίκια έχουν λακίσει».

Πρωτομηνιά, πρωτοχρονιά, πήρε τον δρόμο χθες για τα Ορεινά ο Μάρκος Μέσκος.

Αμ δεν χρειάζεται να ξεύρω πράγματα πολλά·
προτιμώ να αισθάνομαι τον αέρα το νερό
το χώμα τα χρόνια τις Εποχές — ψυχή μου!
(Ψυχή μου πίσω σε πήρα από τον θάνατο.)

Έστω
καρτάλι κουρασμένο με την οσμή στο ράμφος
το στασίδι του αναζητώντας
λίγο πριν σκοτεινιάσει.

(«Καθ’ οδόν», Ελεγείες, 2004)

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Ευχές!

ProtoxroniatikesEfhesPirotehnima.png