
Μεροληπτικὴ Ἐξ Ὄνυχος Κατάθεση Σὲ Τριάντα Μία Στημένες Ἐρωταποκρίσεις
* * *
Τὸ δεύτερο μέρος τοῦ διαδικτυακοῦ ἀφιερώματος τοῦ ΝΠ στὸν Δημήτρη Ἀρμάο. Προηγήθηκε τὸ κείμενο τοῦ Α. Κ. Χριστοδούλου καὶ ἕπεται αὐτό τοῦ Κώστα Κουτσουρέλη.
* * *
Πότε ἄκουσες γιὰ τὸν Ἀρμάο;
Ὁποιοσδήποτε νοιάζεται γιὰ τὶς λεπτομέρειες στὰ βιβλία καὶ ψάχνει στ’ ἀζήτητα ἢ ψύλλους πολυτιμότερους ἀπὸ τ’ ἄχερα ποὺ τοὺς περιβάλλουν, βρίσκεται ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ Δημήτρη Ἀρμάου…
Πότε τὸν γνώρισες;
Ἀδύνατον νὰ θυμηθῶ, εἶμαι καὶ βραχυμνήμων, ἡ γνωριμία μας, πάντως, μετροῦσε παρελθόν… Τὸ ἀρχεῖο μου, ποὺ θυμᾶται μὲ ἀκρίβεια, λέει: πρώτη ἐπιστολή του στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1998… Μπορῶ, ὅμως, νὰ σοῦ πῶ πότε συνδεθήκαμε καλύτερα, ἔχει σχέση καὶ μὲ τὴν πατρίδα του, τὴν Ἄμφισσα…
Πότε;…
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τὶς τρίτης χιλιετίας, ὅταν συστάθηκε ἀπὸ τὸν Σταμάτη Μαυροειδῆ ὁ κύκλος τῶν δημοσιογραφούντων «Ἐπισκεπτῶν» τῆς ἐφημερίδας Αὐγή καί, κυρίως, ὅταν ἀνέλαβε, ὕστερα ἀπὸ παρέμβαση δική μου καὶ ἄλλων φίλων, τὴν ἔκδοση ἁπάντων τῶν εὑρισκομένων ἑνὸς σημαντικοῦ λογοτέχνη, μὲ προσωπικὴ ἀσυνήθιστη σφραγίδα στὰ γράμματα μας, τοῦ Τάκη Παυλοστάθη (1946-1999), ποὺ καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ἄμφισσα καὶ ἔζησε στὴν ἴδια πόλη μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του…
Ἔχει σημασία ὁ τόπος γιὰ τέτοιου εἶδους συναντήσεις;…
Γιὰ μένα, ναί· γιὰ τὸν Ἀρμάο, μᾶλλον ὄχι… Μοῦ ἔγραφε γιὰ τὸν Παυλοστάθη σὲ ἐπιστολή του: «Καὶ ἡ δική μου ἐκτίμηση δὲν ἀπορρέει ἀπὸ τὴν κοινὴ καταγωγή: ἀλλοῦ συναντήθηκα μὲ τὴν γραφή του.»
Πῶς ἦταν ὡς ἄνθρωπος ὁ Ἀρμάος;…
Συντροφικός, ἀνοιχτόκαρδος καὶ πάντα δοτικός· τῆς παρέας, τοῦ ποτοῦ καὶ τοῦ τσιγάρου, μὲ ὑπὲρ τὸ δέον βροντῶδες παρατεταμένο γέλιο…, καὶ μιὰ ματιὰ —θεέ μου!— ἀληθινὰ ταπεινή, σὰν νὰ τοῦ ἔκανες χάρη ποὺ μιλοῦσες μαζί του – καμμιὰ σχέση μὲ ἐκεῖνο τὸ τέρας μεθοδικότητας καὶ γνώσεων, ποὺ ἀναδυόταν μόλις ἔκλεινε τὴν πόρτα πίσω του γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴ μονιά του…
Ὑπῆρξε πράγματι τέτοιο τέρας;…
Ναί, μὲ τὴν παλιὰ σημασία, ποὺ λέγανε «σημεῖα καὶ τέρατα», γιὰ κάθε τι τὸ ἐξαιρετικὸ καὶ ἀσυνήθιστο – κι εἶχε, γιὰ τοῦτο, στὰ θέματα αὐτὰ τακιμιάσει, ὅσο δὲν παίρνει, μὲ ἕνα ἄλλο “τέρας” τοῦ εἴδους του, ποὺ “φωλιάζει” αὐτὸ στὸν Βόλο, τὸν Ἀ.Κ. Χριστοδούλου… Τί νὰ λέμε τώρα… Ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀπὸ τὴ φτιαξιὰ ἑνὸς Μάρκου Μουσούρου κι ἑνὸς Δημητρίου Χαλκοκονδύλη, καὶ ζοῦσε τὸ βιβλίο σὰν νὰ ἐφευρέθηκε μόλις χθὲς ἡ τυπογραφία… Καὶ τὸ ταξίδι του στὴν Ἰταλία, καὶ ἡ παραμονή του τρία χρόνια σὲ Ρώμη καὶ Σιένα, σὰν συμβολικὴ μετεμψύχωση αὐτῶν τῶν σπουδαίων λογίων τοῦ παρελθόντος καὶ τῶν ταξιδιῶν τους, μοῦ φαίνεται· γιὰ νὰ φέρει δῶρα μᾶλλον ἀχρείαστα σ’ ἕναν λαὸ κατακτημένο ξανά, ὄχι ἀπὸ τοὺς Τούρκους (ἀκόμη), ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πολιτιστικὸ σουπερμάρκετ τῆς κακιᾶς ὥρας καὶ τὰ σκαλαθύρματα τοῦ ποδαριοῦ…
Καὶ ποιά ἦταν αὐτὰ τὰ δῶρα;…
Δῶρα καὶ γιὰ τοὺς πολλοὺς καὶ γιὰ τοὺς λίγους, γιὰ κείνους τοὺς λίγους ποὺ ἀντέχουν νὰ κάνουν τόσο ἀπαιτητικὰ σὲ σκευὴ καὶ δύσκολα σὲ ἀπόφαση προσοχῆς καὶ ὑπομονῆς ταξίδια στὰ ἔγκατα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως εἶναι τὸ μεῖζον ἔργο του Ἡ Προσφορὰ τῆς Ξεριζωμένης Καρδιᾶς: Προϊστορία καὶ Λειτουργία τοῦ Θέματος στὴν Ἐρωφίλη τοῦ Χορτάτση – πρωτότυπη αὐτὸ συνεισφορὰ ἐπὶ τοῦ θέματος σὲ διεθνὲς ἐπίπεδο, ποὺ ξεκίνησε ὡς ἐκπόνηση διατριβῆς τὸ 1990, ἐγκρίθηκε μὲ ἄριστα τὸ 2004, καὶ δημοσιεύτηκε σὲ 1013 σελίδες τὸ 2011 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Gutenberg… Ἢ τὴν πρωτότυπη μελέτη του Ἡ Ὁμιλούσα Κεφαλὴ στὴν Ἔξοδο τοῦ Ὀρφικοῦ Μύθου: Ἐνατένιση μιᾶς Πτυχῆς ἀπὸ τὴ Λογοτεχνικὴ Τύχη τοῦ Ὀρφέα σὲ Συνάρτηση μὲ Κάποιες ἀπὸ τὶς Εἰκαστικές της Ἀποτυπώσεις στοὺς Νεότερους Κυρίως Χρόνους… Καὶ πολλὰ ἄλλα, γραμματολογικὰ καὶ συγκριτολογικά: γιὰ τὶς ἑλληνικὲς μεταφράσεις, φερειπεῖν, τῆς Θείας Κωμωδίας, παραλληλίες ἀνάμεσα στὰ ἔργα Καζαντζάκη καὶ Μακιαβέλλι, Καβάφη καὶ Ἔντγαρ Λῆ Μάστερς…
Καὶ γιὰ τοὺς πολλούς;…
Ἔ, πιά, αὐτὰ κι ἂν ἦταν τὰ δῶρα, πού, γιὰ μᾶς τοὺς πολλούς, δηλαδὴ τοὺς φιλολόγους ἐκπαιδευτικούς, ποὺ δουλειά μας ἦταν καὶ εἶναι νὰ τὰ μεταδωρίζουμε σὲ ἀκόμη περισσότερους, δὲν ξέραμε κὰν ἀπὸ ποῦ μᾶς ἐρχόντουσαν!… Καὶ ἀναφέρομαι, βέβαια, ὄχι μόνον στὴν συνεισφορά του γιὰ τὴν σύνθεση τοῦ σχολικοῦ βιβλίου κατεύθυνσης Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία τῆς Γ΄ Ἑνιαίου Λυκείου, ὅπου ἐπεξεργάστηκε τὶς ἑνότητες γιὰ τὸν Διονύσιο Σολωμὸ καὶ τὸν Γιάννη Ρίτσο, ἀλλὰ καὶ στὰ ἀσυνήθιστα γιὰ τὰ μέτρα τῆς ἀγορᾶς λίαν ὑψηλοῦ ἐπιπέδου πολύτομα διδακτικὰ βοηθήματα στὰ ὁποῖα ὑπὸ τὸν γενικὸ τίτλο Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας: Ἕνα Διδακτικὸ Βοήθημα συνεργάστηκε μὲ τὴν Ζωὴ Μπέλλα καὶ ἄλλους…
Καὶ αὐτὴ ἦταν ἡ μία ὄψη τῆς δουλειᾶς τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ, ἡ δημόσια καὶ πιὸ φανερή…
Γιατί, ὑπῆρχε καὶ ἄλλη κρυφή;…
Ἀστειεύομαι… Ἐννοῶ τὴν στάση τοῦ κριτικοῦ τῆς κρατικῆς Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς καὶ συγκεκριμένων παιδαγωγικῶν πρακτικῶν, μέσα ἀπὸ τὶς συναγωγὲς κειμένων ποὺ δημοσίευε μὲ τὸ ψευδώνυμο Δημήτρης Πτολεμαίου…
Αὐτὸ ποὺ τοῦ θαυμάζω, καὶ τώρα ποὺ λείπει, εἶναι τὸ πάντρεμα τοῦ ἀγώνα μέσα ἢ πλάι στὸ χαράκωμα τῆς σχολικῆς τάξης (ἐκεῖ ὅπου συναντοῦσε κανεὶς —ἐπιτέλους— «τὸν πραγματικὸ λαό», ποὺ ἐννοοῦσε ὁ Παυλοστάθης) μὲ ἀπόψεις γιὰ τὴν ἐκπαίδευση σὰν αὐτὲς ποὺ διατύπωνε σὲ συνέντευξή του στὴν ἐφημερίδα Αὐγὴ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2004:
«Ἡ ἐκπαίδευση, κι ὄχι μόνο στὴ χώρα μας (ἀλλὰ γνωρίζω καλὰ μόνο τὴ φρίκη τοῦ τόπου μας), ἔχει τελειώσει. Ὑπάρχει ξεκάθαρη βούληση σὲ ἐπίπεδο κορυφῆς γιὰ τὴν ὑποβάθμισή της καὶ ὅσοι ὀνομάζουμε “στελέχη ἐκπαίδευσης” ἀντιμετωπίζουν τὸ ἔργο τους μὲ τὸν ἀπολίτικο τρόπο ἑνὸς καθηγητάκου ποὺ προετοιμάζεται —στὴν “ρομαντικότερη περίπτωση”— νὰ διεκπεραιώσει τὶς ὑποχρεώσεις του στὴν αἴθουσα. Γιὰ τοὺς συνδικαλιστὲς δὲν μιλῶ, ἐπειδὴ ἡ θέση τους εἶναι δεινὴ καθώς, σήμερα τουλάχιστον, τὰ συμφέροντα τῆς ἐκπαίδευσης δὲν ταυτίζονται σὲ ἱκανοποιητικὸ βαθμὸ μὲ τὰ συμφέροντα τῶν ἐκπαιδευτικῶν. Ἔπειτα, μπορεῖτε νὰ ὑποθέσετε τί χαμηλὴ ποιότητα ἐκπέμπει ἕνας καθηγητὴς μὲ μισθὸ γύρω στὰ 1200 εὐρώ; Τὸ τοπίο, κατὰ συνέπεια, εἰδικὰ στὴν κρίσιμη γιὰ τὴ μαζικὴ παιδεία Μέση Βαθμίδα, εἶναι τοπίο θανάτου. Νιώθω ὅλο μου τὸ ἐνδιαφέρον (πολυετές, ὅπως ἀναφέρατε) νὰ ἔχει ματαιωθεῖ…»
Τὸν καταλαβαίνω, ὅμως, καλά, ἐπειδή, στὰ θέματα προσφορᾶς, ἔχω λίγο κι ἐγὼ τὴν παραπλήσια ἰδιοσυγκρασία ἐκείνου ποὺ θέλγεται νὰ γεμίζει μὲ ὡραῖα ναυάγια τοὺς γυαλούς!…
Θὰ εἶσαι κι ἐσύ, φαντάζομαι, τὸ ἴδιο ρομαντικός…
Τὸ ἴδιο, δὲν θὰ ἔλεγα… Ἐγὼ ὑπάρχω καὶ ὀλίγον “μνημονιακός”… Θυμᾶμαι τὴν ἐποχὴ ποὺ ὑπηρετούσαμε σὲ κοντινὰ νυχτερινὰ σχολεῖα στὴν ἀμυντικὴ γραμμὴ Βάθης-Σεπολίων… Διαφωνούσαμε στὸ θέμα τῆς συγχώνευσης γειτονικῶν ἑσπερινῶν σχολικῶν μονάδων, ποὺ τότε, δύο-τρία χρόνια πρὶν τὸ ξέσπασμα τῆς κρίσης, εἶχε τεθεῖ πιεστικὰ ἐπὶ τάπητος ἀπὸ τὴν διοίκηση… Ἐγὼ σκανδαλιζόμουνα ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν πέντε καὶ δέκα μαθητῶν, κι ἔβλεπα καχύποπτα στὸ ἐπιχείρημα «νὰ μὴν χαθοῦν θέσεις ἐργασίας» τὸν φόβο γιὰ τὸ ἐπαπειλούμενο ξεβόλεμα μερικῶν… Ὁ Ἀρμάος ἀντιμετώπιζε τὸ θέμα μὲ ἦθος… Πατροκοσμᾶ: Ἂς κόψουν αὐτοὶ τὸ λαιμό τους· δὲν κλείνουμε ποτὲ καὶ γιὰ τίποτα ἕνα σχολεῖο!
Ἀλλὰ γιατί μᾶς εἶπες παραπάνω ὅτι τὰ δῶρα του «δὲν ξέραμε κὰν ἀπὸ ποῦ μᾶς ἐρχόντουσαν»· δὲν τὸ κατάλαβα αὐτό…
Ἐδῶ, γιὰ νὰ τὸ καταλάβεις καλύτερα, θὰ πρέπει νὰ ἀνοίξουμε τὴν τρίτη πτυχὴ τῆς ἐξωλογοτεχνικῆς ἐργασίας τοῦ Ἀρμάου, αὐτὴ ποὺ συγκροτεῖ τὸ κεφάλαιο τῆς Ἐκδοτικῆς… Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ καὶ τὸ τελευταῖο ψίχουλο “ἔργου” στὸν κόσμο τῶν “ἐπωνύμων” ἀλέθεται γιὰ νὰ ἐκθρέψει τὴν θηριώδη του ἰδιοτέλεια, ὁ Ἀρμάος εἶχε τὴν “ἐξωφρενικὴ” ἰδέα πὼς κάθε δουλειὰ —καὶ ἡ ἐκδοτικὴ αὐτονοήτως— θὰ ἔπρεπε νὰ γίνεται σωστά σύμφωνα μὲ δοκιμασμένα αὐστηρὰ κριτήρια (de lege artis, ποὺ λέγανε οἱ παλιοί), ἀσχέτως μὲ τὸ ποιός τελικὰ θὰ τὴν ὑπογράψει ἢ θὰ τὴν καρπωθεῖ καὶ σὲ ποιόν βαθμό!… Ἰδοὺ ἕνα ἄλλο, πιὸ ἀπρόσμενο αὐτὴ τὴ φορά, ars gratia artis!… Ἐπειδὴ γιὰ τὸν Ἀρμάο ἡ Ἐκδοτικὴ δὲν ἦταν μία ἀκόμη ἐπαγγελματικὴ τεχνικὴ δεξιότητα στὸ στάτους ἔστω τῆς “ἐπιστήμης”, ἀλλὰ καλλιτεχνία πολιτισμοῦ: μιὰ ἀπὸ τὶς Καλὲς Τέχνες τῆς Ἀναγέννησης! Θυμᾶμαι, μάλιστα, πού, ὅταν ἱστορικὸ ἐκδοτικὸ τῆς ἀγορᾶς «γύρισε σελίδα» (γιὰ ἄλλου εἴδους “τιμὲς” ἀπὸ τὴν “τιμὴ” τῶν γλωσσικῶν ἰδανικῶν) καὶ ἐπέβαλε σὲ πολυβραβευμένο ποιητή, ποὺ γράφει ἀκόμη χειρογράφως στὸ πολυτονικό, τὴν ἔκδοση συγκεντρωτικῆς τῶν ποιημάτων του στὸ μονοτονικό, ὁ Ἀρμάος προσφερόταν ἐπιμόνως νὰ κάνει ὁ ἴδιος ἀμισθὶ τὴν δουλειὰ τῆς ἐπιμέλειας τοῦ πολυτονισμοῦ…
Ἔτσι, γιὰ πλεῖστα ὅσα βιβλία, ἔχει βάλει γενναῖα καὶ συχνότατα ἀφιλοκερδῶς τὸ χέρι του σὲ ἕνα σωρὸ ὑποστηρικτικὰ στοιχεῖα τοῦ κειμένου: σὲ εἰσαγωγές, ὑπομνήματα, ἐπίμετρα, σχόλια, βιβλιογραφίες, εὑρετήρια (γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε σὲ ἄλλα δῆθεν περισσότερο “ἀόρατα”, ὅπως σὲ οἰκογένειες γραμματοσειρῶν καὶ τρόπους σελιδώσεων): δηλαδὴ σὲ πλῆθος κρίσιμων γιὰ τὸ βιβλίο πραγμάτων ποὺ συχνὰ οἱ ἀδαεῖς προσπερνᾶνε, γιὰ νὰ πᾶνε —ἂν πράγματι πᾶνε ποτέ— κατευθεῖαν στὸ ὑποτιθέμενο «ζουμί»…
Ἀπόσταγμα τῆς μεγάλης του πείρας ἦταν καὶ ἡ σειρὰ δύο σεμιναρίων ποὺ ἔδωσε τὸ 2011, ὀργανωμένη ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Gutenberg στὸν χῶρο τοῦ βιβλιοπωλείου τους, μὲ θέμα «Ὀργάνωση καὶ Σύνταξη Ἐπιστημονικῆς / Ἐρευνητικῆς Ἐργασίας (μὲ Ἐξειδίκευση στὶς Θεωρητικὲς Σπουδές)» καὶ «Μορφολογία Ἐκδόσεων» (ἐπιμέλεια κειμένου —γλωσσική, δομικὴ κλπ.— καὶ τυποτεχνικὴ δεοντολογία μὲ ἐξειδίκευση στὸ βιβλίο)…
Περιττό, ἴσως, νὰ προστεθεῖ ὅτι τέτοια μεράκια δὲν μακροημερεύουν, ἂν δὲν βροῦν καὶ τὶς ἀντίστοιχες ἐπιχειρηματικὲς πόρτες ἀνοιχτές· τόσο, ποὺ νὰ μὴν μπορῶ νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα στὴν περίπτωσή μας, ποιός ἦταν ὁ περισσότερο τυχερὸς ἀπὸ μιὰ τέτοιου εἴδους συνάντηση: οἱ ἐκδόσεις Gutenberg ἢ ὁ Δημήτρης Ἀρμάος;…
Καὶ σκέφτομαι συχνά, ἐν κατακλείδι, πὼς μόνο στὰ χείλη ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου, θὰ μποροῦσε νὰ λάβει ὅλο της τὸ βάρος ἡ παρακάτω κουβέντα, στὴν συνέντευξη ποὺ ἔδωσε ὁ Ἀρμάος στὸν Σταμάτη Μαυροειδῆ τὸ 2004, μιλώντας, ὡς ποιητὴς πιά, γιὰ τὴν λογοτεχνία: «Ὅσο κι ἂν λατρεύω τὴν ἔντυπη μορφή της, ξέρω πὼς εἶναι ἀσήμαντη γιὰ τὴν ἀξία τῶν κειμένων…» Ἂς τὸ πῶ: ὁ Ἀρμάος δὲν ἦταν φιλόλογος καὶ στὰ ποιήματά του, ὅπως λανθασμένα νομίζουν ἀρκετοί, ἦταν ποιητὴς καὶ στὰ φιλολογικά του!…
Τέλειωσες μὲ τὸ ἐξωλογοτεχνικό του τρίπτυχο;… Γιατὶ σὰν νὰ μοῦ φαίνεται πὼς ἀποφεύγεις νὰ μιλήσεις γιὰ τὸν ποιητή…
Ἴσα-ἴσα γι’ αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ μιλήσουμε… Ἀφοῦ, ὅπως μόλις ὑπαινίχθηκα, ἡ ἀξία τὴν ὁποία οἱ ἄλλοι σπεύδουν νὰ ἀναγνωρίζουν προθυμότερα στὸ ἔργο του εἶναι ἡ φιλολογική του δεινότητα καὶ ἡ περὶ τὰ ἐκδοτικά…
Καὶ γιατὶ συμβαίνει αὐτό;…
Οἱ μὲν ἀκαδημαϊκοὶ διότι τρῶνε ἀπὸ τὰ γνωστὰ καὶ τὰ ἕτοιμα καὶ δὲν ψάχνουν γιὰ “νέες” φωνές, οἱ δὲ ποιητὲς ἐπειδὴ βαριοῦνται νὰ διαβάζουν συγκεντρωτικὲς ἐκδόσεις (ἄλλων), καὶ ἦταν ἀπίθανο νὰ εἶχαν συναντήσει ἀλλοῦ ποιήματα τοῦ Ἀρμάου – ὁ ἴδιος ἦταν πολὺ φειδωλὸς σὲ δημοσιεύσεις… Σπάνια δημοσίευε καὶ σχεδὸν ποτὲ μεμονωμένα ποιήματα, μόνον ἑνότητες… Ἔτσι, ὅταν κυκλοφόρησε τὸ 2009 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ὕψιλον, σὲ ἕναν ἐξαιρετικὰ φροντισμένον ἀπὸ τὸν ἴδιο τόμο, τὸ corpus τῶν ποιημάτων του, βρῆκε τὴν μικρὴ κοινότητα τῶν ἀναγνωστῶν τῆς ποίησης ἀνέτοιμη νὰ μπεῖ στὸν κόπο νὰ τὰ γνωρίσει καὶ νὰ τὰ δεχθεῖ… Ἀλλὰ καὶ ὡς ἔκδοση συγκεντρωτικὴ τριάντα δύο ἐτῶν δουλειᾶς βρισκόταν μακριὰ ἀπό τὴν “πεπατημένη”…
Τί τὸ ἰδιαίτερο εἶχε, δηλαδή;…
Τὰ ποιήματα ποὺ περιλαμβάνονται ἐκεῖ δὲν εἶναι οὔτε μόνο οὔτε ὅλα ὅσα δημοσίευσε· οὔτε ὅπως τὰ δημοσίευσε, οὔτε μὲ τὴν χρονολογικὴ σειρὰ κατὰ τὴν ὁποία γράφτηκαν ἢ δημοσιεύτηκαν… Ἀλλὰ καὶ μέσα στὶς ἑνότητες ποὺ εἶχε ἤδη δημοσιεύσει, ἡ ὕλη ἀναδιατάχθηκε κι αὐτή, ὅπως δήλωνε σὲ συνέντευξή του ὁ ἴδιος, «μὲ κριτήριο θεματολογικὸ κυρίως». Στὴν οὐσία τὸ ὑλικὸ ἀνασυγκροτήθηκε κατὰ τὴν ἐσωτερικὴ τάξη τοῦ βαθύτερου νοήματος ζωῆς καὶ ἔργου ποὺ θέλησε ὁ ἴδιος γιὰ τὴν τέχνη του, ὅταν ἔλαβε τὴν ἀπαιτούμενη ἀπόσταση καὶ ἀπόφαση γιὰ νὰ τὸ δεῖ συνολικά – κάτι ποὺ ἀνατρέχει πίσω, στὸ 2004, τουλάχιστον… Ἔτσι ὁ τόμος αυτὸς τῶν 219 ποιημάτων καὶ τῶν 416 σελίδων θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἡ μοναδικὴ κι ἀναντικατάστατη συλλογὴ ποιημάτων του ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ μόνον θὰ πρέπει νὰ κριθεῖ…
Ἐξάλλου, μὲ τὴν ἴδια αἴσθηση συνόλου, χαρακτήρισε τὸν τόμο του «Βιβλίο Στίχων», καὶ τοῦ ἔδωσε τὸν τίτλο «Βίαιες ἐντυπώσεις τῶν ἐτῶν 1975-2007». Παρέδωσε δὲ τὶς ποιήσεις του σὲ κάθε μέλλοντα ἀναγνώστη «ἄνευ ὅρων», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος κλείνοντας τὴν προλογική του «Σύνοψη», ὅπως παραδίνονται «ὅλοι οἱ νικημένοι κατὰ κράτος»…
Ἐσὺ πῶς τὸ καταλαβαίνεις αὐτό, τὸ «ἄνευ ὅρων» καὶ τὸ «νικημένοι κατὰ κράτος»;
Ἐμένα δὲν μὲ δυσκολεύει νὰ καταλάβω τὴν “ἥττα” τῆς ποίησης· κι ὁ ἴδιος τὴν ἐξηγεῖ: «σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν μιλάει κάποιος “ὥριμος” ἄνθρωπος. Ἡ ἐμπειρία ποὺ εἰσπράττει τὸν πλήττει ὡς σταθερὴ διάψευση…» Γιὰ τὸ «ἄνευ ὅρων», ὡστόσο, θὰ πρέπει νὰ διακρίνουμε ἀνάμεσα στὴν κρίση γιὰ τὸ ποίημα, ποὺ εἶναι ἐλεύθερη καὶ δὲν ὑπόκειται σὲ κανενὸς εἴδους ἐξαναγκασμό, καὶ στὶς προϋποθέσεις αὐτῆς τῆς κρίσεως, δηλαδὴ τὴν ἀνάγνωση· αὐτὴ δὲν εἶναι διόλου «ἄνευ ὅρων»…
Δὲν σὲ καταλαβαίνω…
Ἐννοῶ πὼς κινδυνεύουμε νὰ ἀδικήσουμε σφόδρα τὴν ποίηση τοῦ Δημήτρη Ἀρμάου, ἐὰν δὲν γίνουμε οἱ προσήκοντες ἀναγνῶστες της…
Καὶ ὑπάρχουν τέτοιοι;…
Ὁ ἴδιος τοὺς προεξόφλησε, ὅταν ἔλεγε ὅτι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ἤδη τοῦ 20οῦ αἰώνα «ἡ πιὸ ἀπαιτητικὴ φιλολογικὴ σκευὴ εἶναι προϋπόθεση τοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου», συνεπῶς καὶ τῆς ἀνάγνωσής του, σκέφτομαι ἐγώ…
Καὶ συμφωνεῖς μὲ μιὰ τέτοια ἄποψη;…
Ὄχι! Ἔτσι γενικὰ διατυπωμένη, σὰν νὰ ἀφορᾶ σὲ κάθε λογοτεχνικὸ ἔργο· ἀλλὰ γιὰ ἕνα ἔργο σὰν τοῦ Ἀρμάου, ναί!… Ὅσο πιὸ ἀπαιτητικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ σκευὴ τόσο πιὸ ἔντιμα θεμελιωμένο καὶ τὸ δικαίωμα τῆς κρίσεως…
Αὐτὸ τί σημαίνει;… Ὅτι ἐὰν διαθέτει κανεὶς στὸ ἔπακρον αὐτὴν τὴν «φιλολογικὴ σκευή», δικαιώνεται ὡς ἐπιτυχημένο ἔργο τέχνης καὶ τὸ κάθε ποίημα ποὺ τὴν προϋποθέτει;…
Ὄχι, βέβαια… Δικαιώνεται πιθανότατα τὸ ἀξιολογικὸ κύρος τῆς κρίσης… Ἀλλὰ ἂς κάνουμε ἕνα βῆμα πρὸς τὰ πίσω. Τί εἶναι στὸ μεγαλύτερό της μέρος ἡ ποίηση τοῦ Ἀρμάου κοιταγμένη σὲ μιὰ πρώτη πρόχειρη ἀνάγνωση… Ἕνα ἀρχιπέλαγος πολιτισμικῶν δεικτῶν πάσης φύσεως (τμήματα φιλολογικῶν παραθεμάτων ἀπὸ νεκρὲς καὶ ζωντανὲς γλῶσσες, ὅροι μουσικῆς ἢ ζωγραφικῆς, τίτλοι λογοτεχνικῶν ἔργων ἢ κινηματογραφικῶν ταινιῶν, πρόσωπα τῆς ἱστορίας ἢ ἥρωες τῆς λογοτεχνίας, συνήθως δεύτερης καὶ τρίτης σειρᾶς σὲ ἀναγνωρισιμότητα), ποὺ ξεπροβάλλουν ὡς παράξενες νησίδες πάνω ἀπὸ τὸ continuum μιᾶς γλώσσας ρέουσας καὶ λαμπερὰ ἐκφραστικῆς, πλούσιας σὲ κοιτάσματα ἑλληνικῆς κάθε λογῆς καὶ τέλεια ρυθμισμένης, ὅπου ὁ ἴαμβος, κυρίαρχος, ποτὲ δὲν χάνει τὸν βηματισμό του… Ποιητική, ἀσφαλῶς, ποὺ χρωστᾶ πολλὰ καὶ στὸν τρόπο συνθέσεως τῶν Cantos τοῦ Ἔζρα Πάουντ…
Ὅμως, βάζοντας στὴν πάντα τὰ ἐξαιρετικὰ δουλεμένα καὶ μὲ γνώση ποικίλων μορφῶν ἔμμετρά του, ὑπάρχει καὶ ἕνα σημαντικὸς ἀριθμὸς ποιημάτων, ἴσως καὶ τὸ ἕνα τρίτο τοῦ συνόλου, γιὰ τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἀπόλαυση τῶν ὁποίων δὲν θὰ χρειαζόταν καμιὰ ἰδιαίτερη φιλολογικὴ σκευή.
Ἂς διαβάσουμε ἕνα ἀπὸ αὐτά:
ΖΕΥΓΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΣΕ ΓΡΑΝΙΤΗ
Ζώντας αὐτὴ κάμποσα χρόνια ὑστερινά του
Κατόρθωσε νὰ ὁλοκληρώσει τὶς κοινές τους ἔρευνες
Καρποφορία ποὺ τῆς προσκόμισε
Διόλου εὐκαταφρόνητη δόξα ἐπίκαιρη ἔγκαιρη
Δὲν εἶναι βέβαιο πὼς ἂν ζοῦσε κι ὁ λεγάμενος
Θὰ ξεκολλούσανε μαζὶ ὅπως τὰ κατάφερε μονάχη
Ἦταν διστακτικὸς ἀμφίθυμος τελειομανὴς γεμάτος φόβους
Τερατολόγος σὲ ζητήματα κοινά
Τά ’ξερε αὐτὰ καὶ πρὶν νὰ τὸν γνωρίσει στὸ Ἰνστιτοῦτο
Ἔψαχνε ἀλλοῦ τὴν λύση κι ὄχι στὴν «πεπατημένη»
Ἀλλὰ ἡ πεπατημένη ἀμέσως ἔδωσε καρποὺς
Σὰν πῆρε αὐτὴ τὰ ἡνία στὰ χέρια της
Τὸ δίχως ἄλλο θὰ τῆς ἀναγνώριζε ἐὰν εἶχε μέρες
Τὴν ἱκανότητα ποὺ ν’ ἀχτινοβολήσει τότε δὲ λευτέρωνε
Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν ἀγάπη της
Ποὺ ἐκλιπαροῦσε νὰ εἶναι πιὸ θερμὴ κι ἐκφραστική
Ἀφοῦ μερίμνει της κυκλοφορήθηκαν ὅλες του οἱ ἐργασίες
Opera Omnia καὶ Opuscula καὶ Spuria
Τί εἶχε κάνει ὁ ἴδιος ὅσο ζοῦσε; φύλλα καὶ φτερά!
Καὶ μαζεμένα φάνηκαν καλύτερα τί ἀξίζανε
Μπρὸς στὸ δικό της ἔργο θά ’χε
Τὴν ἴδια γνώμη ὅμως κι ἐκεῖνος;
Στὴν εἴσοδο τοῦ Κέντρου Ἐρευνῶν ὁ γλύπτης δὲν ἀπέδωσε
Μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια
Τὸ βλέμμα τῆς λατρείας ποὺ ἀνταλλάσσουν.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει γράψει ἕνα τέτοιο ποίημα —ἀδιαφορῶ ἂν ὑπαινίσσεται τὸ ζεῦγος Κιουρί, ἢ ὅποιο ἄλλο, ποὺ ὡστόσο μέσα ἀπὸ τὸ ποίημα αὐτὸ γίνεται “ἀρχετυπικό”— δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οὔτε μέτριος οὔτε ἀδιάφορος ποιητής… Καὶ παρόμοιας πάνω-κάτω ἀξίας εἶναι καὶ τὰ ὑπόλοιπα ποιήματά του αὐτῆς τῆς πλέον εὔληπτης —ἂς τὴν ὀνομάσουμε ἔτσι— κατηγορίας, τόσο ποὺ ἂν ἐπρόκειτο νὰ τὸν κρίνουμε ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ μέρος τοῦ ἔργου του, ἡ ποίηση τοῦ Ἀρμάου δὲν θὰ εἶχε σὲ τίποτα νὰ ζηλέψει ἐκείνη τῶν καλύτερων ποιητῶν τῆς γενιᾶς του…
Αὐτὰ ὡς πρὸς αὐτό – κι ἡ παραπάνω παρατήρηση ἔστω γιὰ ὅσους, πρωτίστως ὁμότεχνους, προσχηματιζόμενοι τὸ δύσληπτο πολλῶν ποιημάτων του, ἀποφεύγουν νὰ ἀναμετρηθοῦν ἐν συνόλῳ μὲ τὴν ποίησή του.
Ἐσύ, δηλαδή, δὲν ἀντιμετώπισες παρόμοιες δυσκολίες κατανόησης;…
Τὴν ἀντιμετώπιζα ἀπὸ παλιὰ καὶ ὡς ἐκδότης τοῦ Πλανόδιου, ὅταν ὁ Ἀρμάος ἔδωσε νὰ δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ ἡ ποιητικὴ ἑνότητά του «Μυθολόγημα», ἕνα σύνθεμα ποὺ ἀκόμη καὶ τώρα ἀντιστέκεται στὴν πλήρη καὶ λειτουργικὴ κατανόησή μου… Ἡ ἑνότητα ἔτυχε μιᾶς ἰδιαίτερης μεταχείρισης στὴν σύνθεση τῆς συγκεντρωτικῆς ἔκδοσης τῶν ποιημάτων του: τοποθετήθηκε στὸ τέλος της γιὰ νὰ κλείσει ὁ ποιητὴς μαζί της τοὺς λογαριασμούς του μὲ τὸν προηγούμενο αἰώνα. Ἀνατρέχοντας τώρα στὴν ἀλληλογραφία μας τῆς ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποία δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικό, τράβηξε τὴν προσοχή μου ἕνας ἀστερίσκος στὴν ἐπιστολή του τῆς 18ης Νοεμβρίου 1999: Γράφει ἐκεῖ ὁ Ἀρμαός: «Ἐκ τῶν ὑστέρων πρόσεξα καὶ τὴ σύμπτωση: αὐτὸ τὸ ποίημα, ποὺ σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀποτελεῖ χαιρετισμὸ πρὸς τὸν βιωματικὸ χρόνο [ὑπογράμμιση δική μου], δημοσιεύεται στὸ τελευταῖο τοῦ αἰώνα (καὶ τῆς χιλιετίας βέβαια) τεῦχος τοῦ Πλανόδιου.» Ἡ σημείωση αὐτὴ ἔγινε ἀργότερα γιὰ μένα ἕνα ἀκόμη κλειδὶ στὴν κατανόηση τοῦ τίτλου ποὺ ἔδωσε ἀρκετὰ χρόνια μετὰ στὴν συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν ποιημάτων του, κι ἀκόμη: μιὰ ἐπιπλέον μαρτυρία γιὰ τὸ εἶδος τοῦ ριζώματος τῆς ποιητικῆς του…
Ἐννοεῖς τὸν τίτλο «Βίαιες ἐντυπώσεις τῶν ἐτῶν 1975-2007» – ἀλήθεια, ἔχει ὁ τίτλος μιὰ παράξενη ὀμορφιά…
Ναί, μοῦ ἄρεσε (καὶ μὲ παραξένισε) ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ τὸν ἀντίκρισα στὸ ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου του, ἀλλὰ δὲν εἶχα ποτὲ φανταστεῖ ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὸ ἔργο «Περὶ ἁμαρτημάτων καὶ ποινῶν» τοῦ Καίσαρος Μπεκαρία, ὅπως ἐξηγοῦσε ὁ Ἀρμάος σὲ συνέντευξη σχετικὴ μὲ τὴν κυκλοφορία τοῦ βιβλίου του… Ἀξίζει νὰ μεταφέρω ἐδῶ τὸ συγκεκριμένο σημεῖο: «Ἐκεῖ ὁ Ἰταλὸς διαφωτιστὴς ἐξηγεῖ γιατί προτιμᾶ τὴν τιμωρία ἀπὸ τὸ θάνατο (σὲ περιπτώσεις ἀξιόποινων πράξεων) καὶ λέει πὼς οἱ “βίαιες ἐντυπώσεις” δὲν ἔχουν ἀντοχὴ ὡς βιώματα στὴν κοινωνία. Φυσικὰ ἡ γνώμη μου εἶναι, ὅπως θὰ διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης, διαφορετική, ἂν καὶ ὄχι ὡς πρὸς ὅ,τι αὐτός ὑπερασπίζεται.»
Ὁ «βιωματικὸς χρόνος» τὸν ὁποῖο χαιρετοῦσε μὲ τὸ ποίημα ποὺ ἔκλεινε τὸν 20ὸ αἰώνα καὶ μαζὶ τὴν ποιητική του διαθήκη ὁ Ἀρμάος, δὲν ἦταν γιὰ μένα τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν δραματικὴ ἔνταση τῶν πνευματικῶν βιωμάτων ποὺ ὡς καλλιεργημένο ἄνθρωπο καὶ πρωτίστως ὡς καλλιτέχνη τὸν σημαδέψανε βαθιὰ σὲ ὁλόκληρο τὸ μῆκος τῆς ἐνήλικης ζωῆς του. Γιατὶ ὁ Ἀρμάος ζοῦσε τὸν πολιτισμὸ σὰν νὰ ἐξαρτιόταν ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ συνέχισή του ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο, καί, συνάμα, ὡς προσωπικό του ἀγώνα ψυχοπνευματικῆς ἐπιβίωσης μέσα σὲ ἕναν ἄθλιο καὶ τραυματικὸ γιὰ τὴν φιλοτιμία του κόσμο!
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸ πλησίασμα τῆς ποίησής του θὰ πρέπει νὰ γίνεται μὲ τοὺς δικούς της ὅρους, ποὺ προϋποθέτουν τὴν διάκριση στὴν πηγὴ τῆς δυσκολίας…
Καὶ πῶς γίνεται μιὰ τέτοια διάκριση;…
Ἂν μπορέσουμε νὰ διακρίνουμε ἀνάμεσα στὸ «κρυπτικὸ» καὶ τὸ «δύσληπτο» ποίημα. «Κρυπτικὸ» εἶναι τὸ ποίημα ποὺ συντηρεῖ σκόπιμα στὴ γραφὴ τὸν ἰδιωτικὸ χαρακτήρα τοῦ προσωπικοῦ βιώματος… Ἐδῶ, ἂν τὸ ψυλλιαστοῦμε ἀπ’ τὴν ἀρχή, ἡ δυσκολία —ὅση μᾶς περιμένει— γίνεται πιὸ εὔκολα ἀποδεκτή· μπαίνει στὴ ἀναγνωστικὴ σύμβαση καὶ περιμένουμε ἀπὸ ἀλλοῦ τὶς χάρες του… Ἀντίθετα «δύσληπτο» εἶναι τὸ ποίημα τοῦ ὁποίου τὰ ἄγνωστά μας στοιχεῖα, ἐκεῖνα ποὺ περισσότερο μᾶς ἐμποδίζουν στὴν κατανόηση τοῦ ποιήματος, δὲν ἀνάγονται στὴ σφαίρα τῶν ἰδιωτικῶν προσωπικῶν βιωμάτων τοῦ ὁμιλητῆ, οὔτε σὲ κάποια ὑποτιθέμενη πρόθεση τοῦ ποιητῆ νὰ ἀποκρύψει κάτι ἢ νὰ μᾶς δυσκολέψει στὴν κατανόησή του, ἀλλὰ στὸν βαθμὸ τῆς ἀπὸ μέρους μας γνώσης ἢ μὴ τοῦ πολιτισμικοῦ ἀποθέματος ποὺ τὸ συγκεκριμένο ποίημα κινητοποιεῖ· σὲ στοιχεῖα δηλαδὴ ποὺ τελικῶς δὲν εἶναι ἰδιωτικὰ ἀλλὰ δημόσια.
Μήπως θὰ μποροῦσες νὰ μοῦ δώσεις ἕνα παράδειγμα;…
Νά, σ’ ἕνα ποίημα ὅπου ἀντιπαραθέτει τὸν κόσμο τῆς φύσης καὶ τοῦ ἐνστίκτου μὲ τὸν κόσμο τῆς πόλης, συναντᾶμε τὴν παρακάτω συστάδα στίχων:
[…] Μὰ τώρα νὰ μ’ ἀφήσεις γιὰ τὸ βίωμα τῆς ἀπώλειας
Τὸν τυχοδιωκτισμὸ νὰ ὑπάρχεις καὶ νὰ ὑπάρχεις μὲς στὴν πολιτεία
Σὰν ποὺ τὸ λέει κι ὁ Ραστινιάκ μ’ αὐτὴ τὴν πόλη καὶ μ’ ἐμένα κάτι τρέχει
Κάτι συμβαίνει ἐν γένει μὲ τὶς πόλεις μας κι ἂς μένουν
Ὅλα ἀναλλοίωτα ὅταν ἀπερχόμαστε καὶ συνεχίζει ἀκόμα κι ὁ ρυθμὸς
Ἀνεπηρέαστος στὶς πλατεῖες τοὺς δρόμους βράδι καὶ πρωί […]
δὲν εἶναι διόλου φταίξιμο τοῦ ποιητῆ, ἂν ὁ ἀναγνώστης δὲν θυμᾶται ἢ δὲν διάβηκε ποτὲ τὸ χωρίο ἀπὸ τὴν Ἀνθρώπινη Κωμωδία τοῦ Μπαλζάκ, ὅταν ὁ ἥρωάς του Ραστινιὰκ κοιτώντας τὸ Παρίσι ἀπὸ τὸν λόφο τοῦ κοιμητηρίου Πὲρ Λασαὶζ ἀναφωνεῖ: «Καὶ τώρα οἱ δυό μας»!… Καὶ πές μου ἐσύ, ἂν θὰ πετύχαινες καλύτερη καὶ λειτουργικότερη νοηματικὴ ἐνδυνάμωση ποιήματος ἀπὸ τούτην τὴν ἔμμεση μνεία ἑνὸς καταγωγικοῦ γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα κλασικοῦ κειμένου;…
Ἢ γιὰ νὰ σοῦ δώσω ἕνα ἄλλο, δευτερότερο, παράδειγμα, βρίσκω πολὺ τρυφερὸ καὶ χαριτωμένο ἐκεῖνο τὸ «λέει ὁ Βλάσης στοὺς Πανσέδες του», στὸν στίχο:
Καματεροῦ σουσούμια παίρνει λέει ὁ Βλάσης στοὺς Πανσέδες του […]
ποὺ ὑπαινίσσεται —“ἐξημερώνοντας” τὴν φιλολογικὴ μνεία— τὸ ἔργο Pensées τοῦ Μπλαὶζ Πασκάλ, ὅσο καὶ ἂν δὲν μπορῶ ἀκόμη νὰ καταλάβω τὸ πρῶτο ἡμιστίχιο «Καματεροῦ σουσούμια παίρνει…»…
Καὶ γιὰ τὸ «κρυπτικὸ» τὸ ποίημα, δέν θὰ μοῦ πεῖς;…
Θὰ σοῦ πῶ…, ἂν καὶ στὸ συγκεκριμένο παράδειγμα θὰ σοῦ σπαράξω —δίχως νὰ τὸ ἤθελε καὶ νὰ τὸ θέλω— τὴν καρδιά…
Εἶναι τὸ ποίημα μὲ τίτλο «Σειρὰ τῆς Κλωθῶς», καὶ ὅπως σὲ ὅλα τὰ «κρυπτικά», ποὺ ὅπως εἴπαμε ἐγκιβωτίζουν τὸ ἰδιωτικὸ βίωμα, περιμένουμε ν’ ἀκούσουμε τὶς σκέψεις τοῦ ὁμιλητῆ γιὰ τὴ μοίρα του, ποὺ μὲ ἀναδρομικὴ προβολὴ ἀνατρέχουν στὴν ὥρα τῆς γέννησής του… Ὅταν μάλιστα βλέπουμε τὸ ποίημα ἐνταγμένο σὲ ἑνότητα μὲ τίτλο «Ὑποταγὴ στὸν Λίβα», καὶ ξέρουμε, ὅσοι ξέρουμε (κρυφὸ δὲν εἶναι), ὅτι τὴν περίοδο 1969-1971, ὁ συγγραφέας του, παιδὶ δεκαετές, διέμενε οἰκογενειακῶς στὴν Νεάπολη Λασιθίου, πάντως ὄχι καὶ πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ «Λιβυκό», προετοιμαζόμαστε γιὰ τὸ αὐτοβιογραφικὸ στοιχεῖο – ποὺ στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς τοὺς ἀφελεῖς (Clotho Rules!) καὶ σχῆμα… παρὰ προσδοκίαν…
ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΚΛΩΘΩΣ
Τὸν βλέπω κιόλας μὲ κρανίο θρυμματισμένο εἰκοσιδυὸ χρονῶ σὲ πόλεμο κι ἂν ὄχι αὐτό
Πενήντα πέντε μὲ ραγδαῖες τὶς μεταστάσεις ἢ ἄιντε
Ὀγδόντα ἐννιὰ μὲ τέλη εἰρηνικά σάψαλο ὁλόβολο
Αὐτοὶ ποὺ ὀνόμασαν ἀθάνατα πράγματα λίγο μόνο ἀνθεκτικότερα πὲς καὶ πολύ
Ἀπ’ τὶς ἐφήμερες ζωές τους θὰ τὸν ἔχουν
Ὠθήσει σὲ πολλὲς ὧρες σπατάλης ἔξω ἀπ’ τὴν ἀπόλαυση
Τοῦ ἐλάσσονος ποὺ διαρκεῖ ὅ σ ο π ρ έ π ε ι
Μὰ θὰ μιλήσει ἑφτὰ μηνῶ εἶν’ ἀκόμα
Τὸ ὑπόλοιπο ἑνὸς θαύματος τοῦ κόσμου μας φανατικὰ θὰ ὑπηρετήσει καὶ τὸ σπουδαιότερο
Οἱ χάρες κι οἱ χαρὲς θὰ τὸν ἐκστασιάσουν
Καὶ πιὸ βαρὺ δὲ γίνεται ἀπ’ αὐτό Ἕλληνας εἶναι ἀπογοήτευση.
Ναί, «Ἕλληνας εἶναι ἀπογοήτευση»… Φρίκη!… Μοῦ ’λεγε κάποτε πὼς εἶχες πεῖ «Ἕλληνας οὔτε γεννιέσαι, οὔτε γίνεσαι. Ἕλληνας καταντᾶς!»… Εἶναι ἀλήθεια;…
Μισή! Τὸ καταδιασκέδασε… Τὸ εἶχα δεῖ γραμμένο σὲ κάποιον τοῖχο, νομίζω… Ἀλλὰ διέδιδε, ὅπως μοῦ ’λεγε ὁ Χαρμάνης, ὅτι τὸ εἶχα πεῖ ἐγώ…
Ὅμως, θὰ σὲ ξαναγυρίσω —θέλεις δὲ θές— στὰ «δύσληπτα»! Ἐπειδὴ ἐκεῖ θὰ δοθεῖ ἡ μάχη τῆς ποίησης τοῦ Ἀρμάου στὸν χρόνο ποὺ ἔρχεται (ποὺ τώρα ἔγινε καὶ εἰρωνικὰ καὶ τραγικὰ καὶ ἀμετάτρεπτα «ὅλος δικός του»!)…
Θὰ ἀρχίσω μὲ ἕνα μικρὸ παράδειγμα, ἐπειδὴ ἀξίζει νὰ δοῦμε κατόπιν τὴν ἀντοχὴ τῆς κρίσιμης κατηγορίας καὶ στὶς πιὸ φιλόδοξες συνθέσεις της… Νά, ἀπὸ τὸ παρακάτω τρίστιχο:
ΚΟΜΙΣΣΑ DE NOAILLES
Ὅταν γεννάει στ’ ἀπόνερά της Καρυωτάκη
Δὲ μπορεῖς φίδι! νὰ τὴ λὲς
«Αὐτὴ ἡ σάχλα».
Ἀθώα ἀκαταλαβίστικο τὸ ποιηματάκι;… “Βιβλιακό” ἢ “λόγιο” καὶ δῆθεν κουλτουριάρικο ἀμηχάνως;… – δέν θὰ τό ’λεγα… Γιατὶ αὐτὸ ποὺ συζητᾶμε ἐδῶ εἶναι τὰ μικρὰ ποιητικὰ ἀριστουργήματα τῶν μεταφράσεων τοῦ Καρυωτάκη, ἐκεῖνο τὸ
Ὅταν πιὰ θά ’μαι κουρασμένη
ἐδῶ νὰ ζῶ μόνη καὶ ξένη
χρόνους ἀβίωτους,
θὰ πάω νὰ δῶ τὴ χώρα πού ’ναι
οἱ ποιητὲς καὶ καρτεροῦνε
μὲ τὸ βιβλίο τους […]
ὑπέροχη ποιητικὴ σκιὰ ἀπὸ τὸ ποίημα «Οἱ σκιές» τῆς κόμισσας-ποιήτριας· καὶ ναί —φίδι!—, καὶ μόνον γιὰ τὴν “ἀνάπλαση” αὐτὴ ποὺ γέννησε ἡ ποίησή της μὲ τὴν πέννα τοῦ Καρυωτάκη [ὄχι σὰν κάποιους ποὺ μᾶς λένε ὑπερηφάνως «δὲν σᾶς ξέρω» στὰ πρωτότυπα!], δὲν μπορεῖς νὰ τὴν λὲς «Αὐτὴ ἡ σάχλα»!…
Μήπως καὶ ξέρεις ποιόν ἐννοῦσε μὲ αὐτὸ τὸ «φίδι!» – ἔβαλε καὶ τὸ «Αὐτὴ ἡ σάχλα» σὲ εἰσαγωγικά…
Ὅταν τὸ “ποιηματάκι” ἔχει κερδίσει τὴ μάχη γιὰ τὸ νόημα τοῦ πολιτισμοῦ, τί σημασία ἔχει;… Ναί, μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ κάποιος “ὑπαρκτός”, μὲ ὀνοματεπώνυμο, ποὺ εἶπε αὐτὴν τὴ μπαρούφα γιὰ τὴν κόμισσα…
Ἀλλὰ σοῦ ὑποσχέθηκα κι ἕνα πιὸ πλούσιο γεῦμα – ἔχεις ὑπομονή;…
Θὰ κάνω…
Σοῦ διαβάζω, λοιπόν τὸ ποίημα:
Η ΚΥΡΙΑ MASSIN ΤΑ ’ΧΕΙ ΚΟΠΑΝΗΣΕΙ
ΚΑΙ ΜΟΥ ΛΕΕΙ
Ἂ τὸν χαντούμη! ξέρω πὼς μὲ μελετάει
Μοῦ τ’ ἀκουμπάει ἀκόμα κάθε τόσο ἀλήθεια μ’ ἔχει ἔγνοια του
Κατάφερα νὰ τοῦ ξεφύγω ὅταν δὲν εἶχα πιὰ τὰ θέλγητρά μου
Πολὺ παραπονιέται καὶ γιὰ λόγου μου
Κι ὅλο μὲ τὶς γυναῖκες τά ΄χει γενικὰ σ’ ἐκεῖνα τὰ χοντροκιτάπια του
Ποὺ δὲ μᾶς χάρισαν μέρα γλυκιὰ παρὰ τὸν ὄγκο τους
Μ’ ὅσες ἐλπίδες κι ἂν τὰ σκάρωνε ὑφαρπάζοντας συνύπαρξη
Ἐμένα δὲν μὲ ρώτησε πῶς πέρασα μέσα στὸν χάρτινό του κόσμο
Ὅπου χωρὶς καλὰ-καλὰ νὰ καταλάβω βρέθηκα θαμμένη
Παραληρῶ ἔχεις τὴν ἰδέα; τὸν ξαναγέννησα
Θεϊκὸ ἦταν μεγαλεῖο αὐτό (γιατί τί θέλει
Ὁ ἄντρας ἀπὸ μιὰ γυναίκα; νέα γέννηση) μὰ ἦταν μακρὰ κυοφορία
Κι ὅταν εἶχαν κυλήσει χρόνια ἁγνείας καὶ πίστης πιὰ μᾶλλον συζυγικῆς
Ἀπαύδησα κι ἄρχισα νὰ τοῦ τὰ φοράω κι ἐγὼ μὲ κάποιο σύστημα
Τὸν ἔριχνα λέει σὲ κατάθλιψη μὰ ἐγὼ
Μόλις ποὺ γλύτωνα ἔτσι ἀπ’ τὴν αὐτοκτονία ναὶ τὴν αὐτοκτονία!
(Δὲ θά ΄θελες νὰ ξέρεις τί αἰσθάνεται μιὰ καθαρὴ καρδιὰ σὰ τὴν δικιά μου
Παίρνοντας κάβο τὶς πηγὲς τῆς προκατάληψης)
Pardon καὶ τί περίμενε νὰ κάμω πλάγι του; καριέρα;
Εἶδα κι αὐτὲς ποὺ κάνανε εἶδα κι αὐτὸς ἂν ἔκανε
Εὐκαιρία δὲν ἔχασε νὰ πλακωθεῖ μ’ ἐκείνους ποὺ εἶχε τὴν ἀνάγκη τους
Ὅλα τά ’χω δοκιμασμένα στὴν πλατούλα μου
«Φτάνει» τοῦ ξεκαθάρισα κι ἔστριψα δῶθε
(Ἔτσι ποῦ σοῦ μιλῶ τώρα τί σκέφτομαι;
Κάτι κοθώνια θὰ νομίσουν ἢ θὰ ὑποστηρίξουνε πὼς σ’ ἔχω γιὰ ὑπαρχτόν
Δὲν πά’ νὰ ξεδοντιάζονται)
Μόρτη νὰ μὴ λένε Καρολίνα
Ἂν δὲ μοῦ δόθηκε τὸ ἴδιο κεφάλαιο καὶ μὲ πάρτη του καὶ μὲ τὸν κάθε παλαβιάρη
Τοῦ χαζοσιναφιοῦ του μ ι ὰ ζ ω ή
Καὶ νὰ σ’ τὸ καμπανίσω καὶ τὸ ρέστο; τόνε πόνεσα
Μὲ μέτρο ἐντάξει φουκαράς ἠταν
Γι’ αὐτὸ καὶ ἰδίως τὰ μπούτια μου ἀποφάσισα
Νὰ μὴν τ’ ἀφήσω παραπονεμένα μαραζώνουν
Πολὺ εὔκολα τὰ σώματα μέσα στὴ δυστροπία
Ἔχεις σκεφτεῖ πῶς ὑποφέρεται ἕνα σῶμα (ὄχι καὶ χτικιασμένο κι ἀπὸ πάνω);
Κότσι καὶ διπλοσάγονο καὶ μῆλα λέω λοιπὸν
Κάτι μετρᾶν ἅμα δὲν κουδουνᾶνε τὰ ὄβολα
Κι ὅσο γιὰ ὑστεροφημία ἄ τὸν ἀνόητο
Ἦταν τόσο περίπλοκος ὁ τρόπος ποὺ σκεφτόταν
Ὥστε ἁπαξάπαντες θὰ δώσουνε τὸ δίκιο ἁλάκερο σ’ἐμένα
Πλάσμα φυσικό.
Νὰ πῶ ὅτι στὸ ποίημα αὐτὸ κρύβεται —ἢ πιὸ σωστά: φανερώνεται— ὅλο τὸ δράμα τῶν ἀντιφάσεων τοῦ δυτικοῦ ὀρθολογισμοῦ, στὴν πιὸ ἐμβληματική του ἔκφραση, τὴν φιλοσοφία τοῦ θετικισμοῦ, καθὼς αὐτὸ σαρκώνεται, ὅπως πρέπει (καὶ ὅπως ἕνα ἀληθινὸς ποιητὴς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει), σὲ χαρακτῆρες πραγματικῶν ἄνθρώπων – γιατὶ ποῦ ἀλλοῦ μετριέται πράγματι ὁ πολιτισμός;… Πὼς αὐτή ἡ γυναίκα—τὸ μεθυσμένο πρόσωπο ποὺ μιλάει στὸ ποίημα τὴν “χυδαία” γλώσσα τοῦ καπηλειοῦ—, ἡ Καρολίνα Μασσίν, εἶναι μιὰ νόθα κόρη ζεύγους ἐπαρχιακῶν ἠθοποιῶν, πόρνη “πολυτελείας” τῆς βασιλικῆς αὐλῆς ἕναν καιρό, μαιτρέσσα, σύζυγος μετά, καὶ τώρα “στιμμένο λεμόνι” τοῦ μισογύνη, πολεμίου ἀπόλυτου τῶν προκαταλήψεων, καὶ ἱδρυτῆ τῆς Κοινωνιολογίας ὡς ἐπιστήμης τῶν ἐπιστημῶν καθὸ ἐπιστήμης φυσικῆς, δηλαδὴ τοῦ Αὐγούστου Κόντ – ἡ ἄγνωστη τῆς Ἱστορίας πλάι στὸν πνευματικὸ κολοφώνα τῆς Δύσης;… Γιὰ τὴν αὐθεντικὴ στάση γυναίκας —«πλάσμα φυσικό»—, κορυφαία ἀληθινῆς στὴν ἀπόγνωσή της, ποὺ στὸ ἀγέρωχο ἦθος της —ἀπὸ βαθειὰ ἐπίγνωση τοῦ πραγματικοῦ— φέρνει στὸ νοῦ μαῦρες “Ἀντιγόνες”, μιᾶς ἄλλης, καταραμένης, ἐποχῆς;…
Καὶ σὺ ὅλα τοῦτα ποῦ τὰ βρῆκες;…
Ἐκεῖ ποὺ τώρα τὰ βρίσκει ὁ καθένας… Ἐπιτέλους!… Στὸ δίκτυο δὲν μπαίνουμε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δοῦμε πόσα like εἰσπράξανε οἱ σαχλαμάρες ποὺ γράφουμε γιὰ τὶς δημόσιες σχέσεις μας στὸ φέισμπουκ…
Νομίζω πὼς ἀρχίζεις νὰ μὲ πείθεις… Λέω νὰ πάρω τὸν τόμο τοῦ Ἀρμάου…
Καλύτερα νὰ πάρεις ἄδεια ἀπὸ τὴν δουλειά… Δὲν ξεμπερδεύεις εὔκολα μὲ δαῦτον…
Ἂν εἶναι γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ποίησής του, νὰ τὸ κάνω… Ἐσὺ τί λὲς ἐπ’ αὐτοῦ, ἔχει μέλλον ὁ Ἀρμάος ὡς ποιητής;..
Τὸ προτιμότερο νὰ μὴν τὸ κάνεις!… Γιὰ μένα, δὲν «βάζει στοίχημα ὁ ποιητὴς μὲ τὸν χρόνο», ὅταν γράφει τὴν ποίησή του, ὅπως μοῦ ἔλεγε κάποτε κάποιος λεβέντης “κριτικός”… Ἂς ἀφήσουμε ἔξω τὰ «γραφεῖα στοιχημάτων», τοὺς τζογαδόρους καὶ τοὺς ἀτζέντηδες τῆς Τέχνης… Μὴ εἰκῆ περὶ τῶν μεγίστων συμβαλλώμεθα…
Ἂν ὅμως συζητᾶμε γιὰ τὸ πῶς στὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ ἀνοίγεται στὴ συνείδηση τὸ ποίημα, ὁ Ἀρμάος εἶχε πεῖ κάποτε μιὰ σοφὴ κουβέντα: «Ἡ “δυσκολία”, τώρα, στὴν ποίηση εἶναι κάτι ποὺ ὡς γνωστόν, κρατάει λίγο: μιὰ γενιὰ ἀναγνωστῶν μετά, ὅλα ἔχουν γίνει “ἐφημερίδα” – μὰ ὁ ἦχος μένει.»… Ἔτσι ἔλεγε, ὑπερασπιζόμενος ὄχι μόνον τὴν ὅποια “δυσκολία” της, ἀλλὰ —αὐτὸ ποὺ βαθύτερα γνωρίζει κάθε πραγματικὸς ποιητὴς— τὴν ρυθμικὴ ἀγωγὴ τῆς ποίησής του καὶ τῆς ποίησης γενικότερα, τὸ μοναδικὸ σωματικό της ἀπομεινάρι ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, αὐτὴν τὴν ἀπ’ ἔξω κι ἀπὸ μέσα «ἀκουστικότητά» της δηλαδή, κατεναντίον —μάλιστα!— καὶ τῆς ἔντυπης μορφῆς!… Κι ὅταν σκεφτόταν γιὰ τὴν κοινωνικὴ ἀφάνεια τῆς πραγματικῆς ποίησης στὸν καιρό μας κι ἔλεγε «Δὲν θὰ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐποχὴ ποὺ οἱ καρποί της ὡρίμασαν στὸ ὑπέδαφος», ἐγὼ καὶ τὴν δική του ποίηση σκέφτομαι γιὰ λογαριασμό του…
Μπορῶ νὰ φύγω τώρα;…
Ὄχι, πρὶν νὰ μοῦ πεῖς τί θὰ θυμᾶσαι στὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο Ἀρμάο;…
Νὰ σοῦ πῶ… Τὰ βουρκωμένα μάτια του στὸ πρόσωπό του τὸ κατακόκκινο, ὅταν ἕνα γλυκὸ ἀπόγευμα, ἔξω ἀπὸ τὸ ἕκτο Ἑσπερινὸ Λύκειο Μιχαὴλ Βόδα καὶ Μακεδονίας, μοῦ μιλοῦσε γιὰ τὸ πῶς ἔχασε τὸ ἀγαπημένο του σκυλί…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, Πάσχα τοῦ 2016
Παρέμβαση στὴν Ἡμερίδα τοῦ Συνδέσμου Φιλολόγων Φωκίδας τὴν ἀφιερωμένη στὸν Δημήτρη Ἀρμάο.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...