Month: Σεπτεμβρίου 2017

Γιώργος Δυνέζης, Πέντε ποιήματα

2091

~ . ~

Λερναίο

Την τάιζα, την πότιζα
της κλάδευα κεφάλια·

μια δράκαινα που φύτεψα
γενναία με ρωτούσε
κι εγώ;
εγώ τη φρόντιζα νυχθημερόν

και κάθε μου απάντηση
λεπίδι που ’πεφτε να κόψει
την κάθε απορία της

μα ξαφνικά στη θέση της
φυτρώνανε δύο άλλες απορίες
και τέσσερις κι οκτώ

κι εγώ απάνταγα
κι εκείνη με ρωτούσε
– εγώ αποκεφάλιζα
κι εκείνη ανθοβολούσε

ώσπου στο τέλος δάγκωσε
και τον πυρσό που άναψα

~ . ~

Kνέφη

Στην κόρη που δεν μίλησε

Άραγε να με θυμάται στην καρέκλα που κοιτά
τους Φλεβάρηδες που πέρασα – καπνίζοντας ταμπάκο
στο λασκαρισμένο της ποδάρι – το κουτσό
όπως και όλοι μας οι μήνες

θαρρώ πως ναι… αλλιώς – προς τι
το γέρμα του λαιμού της – αλλιώς γιατί να κάτσει
κείνο το μαύρο μες το μάτι· αμίλητο

~ . ~

Δεν γράφω πια στα ελληνικά
σχήματα παράξενα εσωστρεφή
υποκαθιστούνε την γραφή μου

κι η κάθε λέξη μοιάζει σωστή
ακτινογραφία – με μια
μαυρίλα στα πνευμόνια της

αλλά δεν είναι απ’ το τσιγάρο
εξωσωματικός ιός παρασιτεί
στη μητρική μου γλώσσα

κι αν κάποτε μου άρεσε η λέξη
που ξεκινούσε από λάμδα
όπως η καλαμιά στο λάμπω

(όλες οι λέξεις δηλαδή
κι αυτές με τα λισγάρια
κι εκείνες με τους λάκκους)

πλέον γοργά κουλουριάζομαι
να διαρκέσω
όσο ένα συναίσθημα
γύρω από τον εαυτό του·

και χτυπάω με σκαρπέλα
και γράφω ακαταλαβίστικα

όμοιος με κινέζικο χαρακτήρα
που σ’ όλους μας αρέσει
αλλά ουδείς καταλαβαίνει

~ . ~

Λυδία

Στην αρχή μετακινούσε
πράγματα με τα χέρια της
έπειτα με το μυαλό της·

τα παιχνίδια που της έκρυβα
στο ανάκλιντρο – χορεύανε
μόλις τα παρατηρούσε

το ίδιο και οι στάλες της βροχής
μεσουρανίς παλινδρομούσανε
στο ρίγος των βλεφάρων της

κι αυτή σε κάθε κεραυνό
να μεγαλώνει
όπως ο μύθος στον καιρό

φοβήθηκα μην τηνε κλέψουνε
μην τηνε κάνουνε πειραματόζωο

άμα σου σβήνει μέσα ο άνθρωπος
σε εξομολογούν τα τέρατα

έσκαψα το μπουντρούμι της
και πέρασα μονοκοντυλιά
το σώμα της

πάνω της να γεννιούνται ανάποδα τα δέντρα
κι οι ρίζες δίχως θαύματα

τώρα ο κόσμος πια μπορεί
ήσυχος να κοιμάται

μέχρι να πει
Λυδία, καλημέρα

~ . ~

Θήτα

Το κίνητρο για φόνο είναι συχνά
το αφανές του θήτα

ακριβώς όπως οι ψαράδες
κρύβουνε μες τα δολώματα τους
το δρεπανάκι του θανάτου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΥΝΕΖΗΣ

Advertisement

Λόρδος Βύρων, Κόρη των Αθηνών

maid

~. ~

Κόρη των Αθηνών, προτού σας αποχαιρετίσω,
δώστε μου, ω δώστε μου την καρδιά μου πίσω!
Ή, αφού έφυγε πια απ’ το δικό μου σώμα,
δική σας είναι τώρα, κι ό,τι άλλο θέλετ’ ακόμα!
Ακούστε πριν φύγω τον όρκο που θα πω:
Ζωή μου, σας αγαπώ!

Ορκίζομαι στα λυτά μαλλιά σας, αγαπημένη,
που η αύρα τού Αιγαίου χαϊδεύει ερωτευμένη·
στα λεπτά, τα ολόμαυρα βλέφαρά σας
που φιλούν τ’ αβρά, ρόδινα μαγουλά σας·
στ’ άγρια τα μάτια σας που κοιτώ.
Ζωή μου, σας αγαπώ!

Στα χείλη σας που η ψυχή μου λαχταρεί·
στη μέση σας τη δαχτυλιδένια, τη λυγερή·
σε τούτα τα λουλούδια που μιλούν
και λεν όσα οι λέξεις δε μπορούν·
στου έρωτα τη χαρά και τον καημό.
Ζωή μου, σας αγαπώ!

Κόρη των Αθηνών! Φεύγω τώρα· γεια σας!
Να με σκέφτεστε, γλυκιά μου, στη μοναξιά σας.
Τι κι αν πηγαίνω στην Ισταμπούλ πέρα μακριά;
Στην Αθήνα θα μείνει η ψυχή μου κ’ η καρδιά!
Να πάψω να σας αγαπώ; Ω, δε μπορώ!
Ζωή μου, σας αγαπώ!

Μετάφραση: ΑΚΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ

 

Μπροστά στο καλωδιωμένο μέλλον

εν δρυμω~.~   

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ   
~.~   
Αθηνά Καραταράκη,
Ἐν δρυμῷ ξύλον,
Το Ανώνυμο Βιβλίο 2016

Ήδη τα δύο πρώτα ποιήματα της συλλογής [«Πού ν’αφήσω αυτή τη νύχτα» «Η σκαφτική του μηχανή (σχέδιο για επιτύμβιο)»] δίνουν το ψυχικό κλίμα και τις αισθητικές επιλογές της Αθηνάς Καραταράκη στο Ἐν δρυμῷ ξύλον. Μια ποίηση μονολογική, λυρική, ελεγειακή μιας συνείδησης ανέστιας που στοχάζεται πάνω στο χρόνο που φεύγει. Ο χρόνος, ίσως το κατ’ εξοχήν θέμα της ποίησης.

Το στίγμα, όμως, της συλλογής είναι ότι εδώ η διαχείριση της μνήμης εστιάζει, κυρίως, στην αναζήτηση του ήθους της ελληνικής υπαίθρου και αυτό παραπέμπει στη μείζονα εκκρεμότητα της προβληματικής ελληνικής ταυτότητας που ο συχνά βίαιος και πάγια πρόχειρος εξαστισμός δεν την κατέστησε ποτέ μια σύγχρονη χώρα. Γι’ αυτό και συχνά αναζητά την καρδιά της σε σιωπηλές και θνήσκουσες περιφέρειες, που είναι, ίσως, για πολλούς από μας, το μόνο κέντρο μιας έκκεντρης ατομικής και συλλογικής συνείδησης. Αυτή η έλλειψη κληροδοτείται ως ξεριζωμός στην ψυχή της ποιήτριας, την ψυχή μίας μέτοικου που ανακαλεί τους χωματόδρομους μιας αποπνευματοποιημένης παιδικής εντοπιότητας κι αποστρέφεται τις ασφαλτωμένες ατραπούς του ξένου, άδειου, γκρίζου άστεως.

Αυτήν, ακριβώς, την πορεία παρακολουθούμε στην πρόοδο των ποιημάτων της συλλογής. Αρχικά, η ανάκληση του τόπου και των προσώπων της κοινότητας που είχε τον σαλό της, το στοιχειωμένο δάσος, τα πατρογονικά χωμάτινα, τις τελετουργίες της, το πένθος της, αυτά που τώρα ονομάζουμε παράδοση. Στη συνέχεια, η αμήχανη φίμωση αυτής της τάξης πραγμάτων στο μεταλλικό άστυ που μεταστοιχειώνεται εντέλει σε ατομική έρημο:

Η σκαφτική του μηχανή
εδώ σκουριάζει
κάτω απ’ τον ήλιο και τον αέρα.

Χρόνια τη δούλευαν κοπιάζοντας
χέρια που σκούριασαν τετράγωνα
νύχια και δάχτυλα […]

Απ΄ όλα όσα ήτανε δικά του
αυτή μας έμεινε να τον θυμίζει πιο πολύ.
Του πάνω κόσμου με τον κάτω
στερνή γέφυρα.

«Η σκαφτική του μηχανή (σχέδιο για επιτύμβιο)»

~.~

Έξω όλα να γιγαντώνονται
καινούρια σίδερα και γερανοί δαμόκλειοι
να απλώνονται τα τείχη
να σχηματίζονται καινούριες όχθες
οι κοίτες να δαμάζονται απ’ τα παλιά ποτάμια
εδώ να αδειάζω από το μέσα μου
όλη να γίνομαι έξω στο τζάμι που όλο κοίταζα
και να σκαλώνω στο κενό
ν’ αφήνω την ψυχή όπως σανδάλι θα ’χανα
σε ποταμό αν περνούσα λασπωμένο
που με τραβούσε κάτω να καρφώσω.

«Άδειο της μέρας»

~.~

Οι διάδρομοι του μέλλοντός μας
δεν μπορούν να γιατρέψουν την αρρώστια της πόλης.
Κι ας διαγράφουν άξονες
χαράζοντας ένα τοπίο ολοένα πιο αποτελεσματικών ανταποκρίσεων.
Βιβλιοθήκες σε σχήμα σπείρας προσφέρουν στους αναγνώστες
ένα λαβύρινθο, σπασμένα αγάλματα και την ευλάβεια της πληροφορικής […]

Κοιτάζω στον καθρέφτη το πρωί
το πρόσωπό μου
της πόλης το κορμί χωρίς κεφάλι.

«Ρέθυμνο 1982, 1998»

Μια τέτοια παραγωγή δεν αποφεύγει τους κινδύνους της μονολογικής ποίησης που αρδεύεται από τη νοσταλγία. Η μόνωση του αποκλεισμένου εαυτού οδηγεί στην απορηματική, αυτιστική κάποτε, ακοινωνησία του αδιέξοδου, αυτού που καταλήγει εντέλει στη σιωπή, αφού έχει, βέβαια, επικαλεστεί συχνά τη μαγική επενέργεια της λέξης-ποίησης (ενδεικτικοί οι καταληκτικοί στίχοι στο όμορφο ποίημα «Σωπαίνω»: «Κόρες μου λέξεις φεύγουσες. Σωπαίνω»). Αφετέρου, συχνά η πλατιά περιήγηση της μνήμης επιτρέπει την ύπαρξη αρκετών αδρανών στίχων που ανακόπτουν τη δραστικότητα κατά τα άλλα εύστοχων ποιημάτων όπως στο «Ο ερασιτέχνης ψαράς». Εδώ, μετά τον κόρο του αποσπάσματος: «Να μιλήσει μ’ αυτό που δεν μιλά / και κρύβεται στο αρχέγονο σκοτάδι μιας προγενέστερης ύλης / να αφεθεί στων άστρων την πλανερή λάμψη / και να ξεφύγει από τις κατηφόρες των βυθών / να δει το θαύμα και να μην το μολογήσει», το ποίημα επανέρχεται, πιο λιτά και σιγασμένα, στο ρυθμό του: «Όταν θα επιστρέψει φέρνοντας τον αμητό / ματωμένος και ξένοιαστος / τυλιγμένος όλο το αγιάζι της αυγής. / Το ιερό δικό του ένδυμα». Παρεμπιπτόντως, στα ποιήματα της μνημονικής αφήγησης η χρήση γλωσσικών τρόπων που επιχειρούν να είναι αντίστοιχοι προς την ανακαλούμενη ύλη («μαθές», «κρένει», «μηνάει», «κάτωθέ του») αλλά και η, αρκετά πιο σπάνια σε άλλα ποιήματα, παρείσφρηση νεολογισμών («μεταζωή») δημιουργούν κάποια «φάλτσα» στη γλωσσική ροή.

Εδώ βρίσκεται η βασική μου ένσταση. Στη συλλογή συναντάμε αρκετά καλά ποιήματα, πολλούς αξιόλογους στίχους, ευγενική αίσθηση του ανθρώπινου και του φυσικού τοπίου, σωστή χρήση της ρυθμικής τομής, ενδιαφέρουσα αναμέτρηση με την έμμετρη φόρμα, γνωμική βαθύτητα («Αμοίραστη η ομορφιά της θλίψης τόσο που είναι πληγή / μα απ’ όλες τις πληγές γιατρειά είναι»). Ωστόσο, αυτά συχνά υπονομεύονται από την μεγάλη έκταση του ποιήματος ή την παρατακτικότητα της εικονοποιίας που στοιχίζει μαζί το καίριο και το περιττό, ή την εκθετικότητα, κάποτε, του στοχασμού. Μια δραστικότερη αφαίρεση, κατά τη γνώμη μου, θα αναδείκνυε πιο ανάγλυφα τις υπάρχουσες αρετές του υλικού.

Το αλλού της αυθεντικότητας που εξ ορισμού θηρεύει η ποίηση στο Ἐν δρυμῷ ξύλον εντοπίζεται στη σαφή διχοτομία ανάμεσα στην απολεσθείσα ρίζα μιας γήινης ελληνικότητας και στο ασυνάρτητο παρόν της αστικής ατομικότητας που φρικιά μπροστά στο καλωδιωμένο μέλλον της ανωνυμίας. Η λύση που προκρίνεται για την ψυχική επαναφόρτιση είναι η προσφυγή σε αυτό το άλλοθι. Είναι άραγε αυτή η οδός για την πνευματική παραγωγή ενός τόπου που ζητά να ενηλικιωθεί, αφού έχει ανατραφεί σε τόσο υπέργηρο παρελθόν; Και πέρα από αυτά τα τραυματικά όσο και αιθέρια υλικά που μορφοποίησαν την αυτοσυναίσθησή μας, μπορεί να έχει το παρόν ανθρώπινη ψυχή και πώς αυτή μπορεί να αισθητοποιηθεί αρτιωμένα;

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

Στιγμές από τη θεμελίωση της τυπογραφίας στη Βενετία

2

~ . ~

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ ~ .

Τα βενετσιάνικα τυπογραφεία ίσως έχουν εκτυπώσει τα πιο όμορφα βιβλία που εκδόθηκαν ποτέ!

Αδιαμφισβήτητα, οι πρωτεργάτες της ‘νέας’ τυπογραφικής τέχνης ήταν οι Γερμανοί Gutenberg, Fust και Schœffer, όπως επίσης και το πρώτο τυπογραφείο στην Ιταλία στήθηκε στο μοναστήρι του Σουμπιάκο, στα Απέννινα, από τους Conrad Sweynheim και Arnold Pannartz, στα 1464.

Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι η Βενετία παραχώρησε το πρώτο (πενταετές) μονοπώλιο για την τυπογραφία σε ολόκληρη την Ευρώπη, στον Johannes de Spira (ή Speyer). Αυτή η αποκλειστική πενταετής παραχώρηση της πόλης έγινε το 1469, στις 18 Σεπτέμβρη, και κατέστη η κινητήρια δύναμη για την εκδοτική και πνευματική δραστηριότητα που επακολούθησε στην Βενετία. 3Όπως φαίνεται, ο Johannes, χρυσοχόος από το Mainz, είχε ήδη εγκαταστήσει λίγο πιο πριν το εργαστήριο και την πρέσσα του εκεί, καθώς είχε ήδη εκδώσει το Epistolae ad familiares του Κικέρωνα σε 100 αντίτυπα.

Δυστυχώς πέθανε μετά από έναν χρόνο από την πρώτη έκδοση που έκαμε, και το τυπογραφείο ανέλαβε ο αδελφός του Wendelin, μέχρι το 1477. Εκτός από τον Κικέρωνα, τα πρώτα βιβλία που εκτύπωσαν ήταν η Naturalis Historia του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, το De Civitate Dei του Αυγουστίνου κι ένας τόμος των Ιστοριών του Τίτου Λίβιου.

Φυσικά αρκετοί ανταγωνιστές παρουσιάστηκαν σύντομα, με προεξέχοντα τον λαμπρό Nicolas Jenson, που πιθανόν να είχε εργαστεί ως χαράκτης στους αδελφούς Σπίρα.Και αναμφίλεκτα όλη αυτή η τυπογραφική δραστηριότητα κι άνθηση οδήγησε στην καλλιτεχνική κορύφωση και απαρτίωση της μαστορικής της τυπογραφίας, όπως παρουσιάζεται στις εκδόσεις του Άλδου Μανούτιου προς το τέλος του αιώνα κι από κει στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα η Γαληνοτάτη γνώριζε μία περίοδο ακμής και δόξας, καθώς μπορούσε να απωθεί νικηφόρα τους εχθρούς Τούρκους αλλά και να ενισχύει τις κτήσεις της στη Μεσόγειο με την απόκτηση της Κύπρου, το 1489.Ταυτόχρονα δε, την ίδια περίοδο ξεκινούσε και τις στρατιωτικές της κατακτήσεις στις πλησίον της ιταλικές περιοχές.

Η εισαγωγή της τυπογραφικής τέχνης και η παραχώρηση αποκλειστικού μονοπωλίου από τη Βενετία φανερώνει ότι η πόλη αντιλήφθηκε πολύ ενωρίς ―και πρώτη!― τη σημασία και τις επιπτώσεις της ‘νέας τέχνης’, κι ως εκ τούτου έζησε άμεσα την εμπειρία της πιο σημαντικής επανάστασης στην 4ανθρώπινη επικοινωνία. Λόγιοι και συγγραφείς προτιμούσαν να ταξιδεύουν στη Βενετία, απ’ οπουδήποτε αλλού, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας του χαρτιού που παραγόταν εκεί, της τυπογραφίας καθώς και της σχετικά φιλελεύθερης και ανεκτικής ατμόσφαιρας που επικρατούσε στην πόλη (ο έλεγχος και η έγκριση των εκδιδομένων βιβλίων δεν ξεκίνησε παρά το 1515, με την τοποθέτηση του Andrea Navagero, στο αντίστοιχο πόστο).

~ . ~

Για να επανέλθουμε όμως στους αδελφούς Σπίρα και τα επιτεύγματά τους (μιας κι αυτούς θα ήθελα να θυμήσω και τιμήσω σήμερα), εκτός της παρακαταθήκης που άφησαν με την λαμπρή κι εξαίρετη τυπογραφική τους παραγωγή, θεωρούνται και υπεύθυνοι για ορισμένες καινοτομίες. Συγκεκριμένα ο Johannes ήταν ο πρώτος τυπογράφος που εισήγαγε, για την αρίθμηση των σελίδων, τους αραβικούς αριθμούς· παράλληλα χρησιμοποίησε την άνω και κάτω τελεία και το ερωτηματικό.Ο δε Wendelin, πρώτος τοποθέτησε στα βιβλία του, στο κάτω μέρος της σελίδας, την πρώτη λέξη με την οποία ξεκινά η επόμενη σελίδα (σύμφωνα με τη βικιπαίδεια).

Κλείνω με ένα μικρό απόσπασμα του εγγράφου που παραχωρεί το μονοπώλιο της εξάσκησης της τυπογραφίας στον Σπίρα (από την αγγλική μετάφραση στο copyrighthistory.org):

1469, 18 Σεπτεμβρίου

Η τέχνη της εκτύπωσης των βιβλίων εισήχθη και στην ξακουστή πολιτεία μας, και καθημερινά γίνεται όλο και πιο συχνή και δημοφιλής, χάρις στις προσπάθειες, τη σπουδή και την αγχίνοια του Μαΐστορα Johannes de Spira, ο οποίος επέλεξε την πόλη μας από όλες τις άλλες… και συνεχίζει να 1τυπώνει καθημερινά κι άλλους τόμους διάσημων έργων ούτως ώστε η πολιτεία μας να εμπλουτιστεί με πολλά, διάσημα έργα, διατιθέμενα και σε χαμηλή τιμή, από την φιλοπονία και το σθένος αυτού του ανθρώπου. Εφ’ όσον μια τέτοια καινοτομία, εξαίρετη και μοναδική στην εποχή μας και παντελώς άγνωστη στους αρχαίους, πρέπει να υποστηριχθεί και να καλλιεργηθεί δι’ όλης της ευμένειας και των πόρων μας… ο ίδιος Μαΐστωρ Johannes, ο οποίος υποφέρει υπό το βάρος των μεγάλων εξόδων του νοικοκυριού του και των μισθών των τεχνιτών του, πρέπει να προμηθευτεί με τα μέσα δια των οποίων θα μπορέσει να συνεχίσει με ακμαιότερη διάθεση [το έργο του] και να πιστέψει ότι η τέχνη του της τυπογραφίας πρέπει να εξαπλωθεί και όχι να εγκαταληφθεί…

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ   ~ . ~   Π α λ ί μ ψ η σ τ α

 

Για το μοντερνιστικό μυθιστόρημα

grange_alphabet

~ . ~   

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ ~ . ~   

Stahlblau und leicht, bewegt von einem leisen, kaum merklichen Gegenwind, waren die Wellen des Adriatischen Meeres dem kaiserlichen Geschwader entgegengeströmt, als dieses, die mählich anrückenden Flachhügel der kalabrischen Küste zur Linken, dem Hafen Brundisium zusteuerte, und jetzt, da die sonnige, dennoch so todesahnende Einsamkeit der See sich ins friedvoll Freudige menschlicher Tätigkeit wandelte, da die Fluten, sanft überglänzt von der Nähe menschlichen Seins und Hausens, sich mit vielerlei Schiffen bevölkerten, mit solchen, die gleicherweise dem Hafen zustrebten, mit solchen, die aus ihm ausgelaufen waren, jetzt, da die braunsegeligen Fischerboote bereits überall die kleinen Schutzmolen all der vielen Dörfer und Ansiedlungen längs der weißbespülten Ufer verließen, um zum abendlichen Fang auszuziehen, da war das Wasser beinahe spiegelglatt geworden […]

Χαλυβδοκύανα κι αλαφριά, από άνεμο σπρωγμέν’ ανάποδο, αλλ’ άνεμο απόσιγο, άνεμο αργοσάλευτο, τα κύματα έρρεαν της θάλασσας της Αδριατικής στην αυτοκρατορική νηοπομπή ενάντια, ενώ δοιακίζονταν τα καράβια προς του Βρινδησίου το λιμάνι κάνοντας τους γηλόφους των ακτών της Καλαβρίας να ’ρχονται ολοένα πιο σιμά τους, τώρα που η ηλιόφαιδρη (θάνατο μολονότι προοιωνίζουσα) ερημία του πόντου παραχωρούσε τη θέση της στη μακάρια ευφροσύνη της ανθρώπινης δράσης, καθώς οι γαληνοστιλβωμένες απ’ την παρουσία ανθρώπων και τη γειτονία τους με κατοικημένη χώρα ροές των υδάτων επανδρώθηκαν με λογής-λογής άρμενα, με πλοία λόγου χάρη, που ορμίζονταν κι εκείνα στο λιμάνι, όπως και με πλοία που ξεπελάγιζαν, τώρα, που όλα τα ψαροκάικα είχανε κιόλας κάνει με τα καφεδιά πανιά τους κάβο απ’ τους μικρούς μώλους των χωριών κι από τ’ αραξοβόλια τ’ ασφαλή και τα σίγουρα ολάκερης της ασπρουδερής ακτογραμμής για να φέρουνε τη βραδινή ψαριά, τώρα το νερό κόντευε να γίνει σαν τον καθρέφτη ίσιο […]

Έτσι αρχίζει ο Βιργιλίου θάνατος του Χέρμαν Μπροχ, στην εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή.[i] Έρρυθμος πεζός λόγος, πανέμορφη ποιητική γλώσσα γεμάτη νεολογισμούς. Και αυτό επί εκατοντάδες σελίδες (στην ελληνική έκδοση το κείμενο φτάνει τις 723). Πρόκειται πραγματικά για ένα υπέροχο πεζό ποίημα. Αν ανοίξουμε τυχαία το βιβλίο και διαβάσουμε οποιαδήποτε σελίδα, ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας ένα αληθινό κομψοτέχνημα:

Nicht er sprach, der Traum sprach, nicht er dachte, der Traum dachte, nicht er träumte, es träumte das Schicksalsgewölbe er strahlend im Traume, es träumte das Unerreichbare, das unausschreitbare Gewölbe der Lichterstarrung, unheils er starrt, unheils er starrend, und unbewegt eingeflossen in die kristallenen Kaskaden des Lichtes war es das Gewölbe seiner unerreichbaren Seele.[ii]

Δε μίλαγε ο Βιργίλιος, τ’ όνειρο μίλαγε, δε σκεφτόταν ο Βιργίλιος, τ’ όνειρο σκεφτότανε, δεν ονειρευόταν ο Βιργίλιος, μόν’ ονειρευόταν ο ίδιος ο θόλος της Μοίρας που αχτινοβόλαε μέσα στ’ όνειρο, ονειρευόταν το Άφταστο, ονειρευόταν ο άπειρος θόλος της παγίωσης του φωτός, ο παγιωμένος στην αμαρτία, ο παγιωμένος με την αμαρτία· εκεί, ακίνητος κι απ’ τους καταρράχτες πλημμυρισμένος του φωτός, ανοιγόταν ο θόλος της απροσπέλαστης ψυχής του.[iii]

Στο μυθιστόρημα του Μπροχ, ο ποιητής της Αινειάδας πορεύεται προς το θάνατό του, που είναι ταυτόχρονα η συντέλεια του κόσμου και το τέλος του νοήματος. Αυτή όμως η πορεία προς το τέλος και το θάνατο παρουσιάζεται με ωραιότατες ποιητικές εικόνες, με εξαίσια γλώσσα και ρυθμό. Την ίδια ποιητική και γλωσσοπλαστική δύναμη βρίσκουμε και σε άλλους μυθιστορηματικούς ογκόλιθους του μοντερνισμού, όπως για παράδειγμα στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν του Τζόυς, έργο που γράφτηκε νωρίτερα από Herman Brochτο Der Tod des Vergil και επηρέασε τη σύνθεσή του. Πρόκειται για μνημειώδη έργα ασύλληπτης φιλοδοξίας και δύναμης. Ο Τζόυς και ο Μπροχ προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα υπερ-είδος, στο οποίο θα συμφύρονταν η ποίηση με το μυθιστόρημα και η φιλοσοφία με τα ιερά κείμενα. Αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή και δαπάνησαν το τεράστιο ταλέντο τους για να πλάσουν νέες λέξεις και συντάξεις, και για να συνθέσουν έμμετρα μυθιστορήματα, λυρικά πεζογραφήματα πελώριου μεγέθους. Δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την αδάμαστη θέλησή τους, χάρη στην οποία κατόρθωσαν να οικοδομήσουν αυτές τις σύγχρονες πυραμίδες και τους παρθενώνες της  λογοτεχνίας.

Από την άλλη πλευρά όμως, ο συστηματικός αναγνώστης της λογοτεχνίας δεν μπορεί να παραβλέψει και τα τυφλά σημεία των μεγάλων μοντερνιστών μυθιστοριογράφων. Η αχαλίνωτη φιλοδοξία τους –φιλοδοξία βέβαια νόμιμη και επιθυμητή για τη μυθιστοριογραφία– τους οδηγεί σε μια θεμελιώδη αποτυχία: Το μυθιστορηματικό είδος χαρακτηριζόταν εξαρχής και μέχρι σήμερα από την άμεση επαφή με τη ζωντανή πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα ζούσε και ζει στη ζώνη της άμεσης επαφής με το παρόν. Προσπαθεί να το μιμηθεί και να το αναπαραστήσει, να το ανατρέψει και να το παρωδήσει. Τα θέματα των μυθιστοριογράφων προέρχονται, κατά κανόνα, από την επικαιρότητα, οι ήρωές τους είναι άνθρωποι της εποχής, η πλοκή τους εκτυλίσσεται μέσα στον κόσμο που μας περιβάλλει και που όλοι γνωρίζουμε. Είναι ένα είδος απλό και λαϊκό, όχι ερμητικό και δύσκολο. Οι μυθιστοριογράφοι, παρότι συχνά έχουν λόγια παιδεία, δεν ξεχνάνε σε ποιον απευθύνονται, ποιος θα αγοράσει τα βιβλία τους, ποιος είναι ο εμπνευστής τους και ποιο είναι το κοινό τους. Δελησμονούν τη λαϊκή καταγωγή του είδους. Δεν τους διαφεύγει ότι ζουν μέσα στην αγορά και από την αγορά. Αντίθετα, οι μοντερνιστές γίνονται σκόπιμα ακαδημαϊκοί, ερμητικοί και δυσανάγνωστοι. Έτσι, γεννιέται μια τεράστια αντίφαση: έχουμε ενώπιόν μας έργα αναμφίβολα αριστουργηματικά, αυθεντικά καλλιτεχνήματα, κορυφές της ποίησης και της φιλοσοφίας, που έχουν όμως ενδυθεί τα ρούχα του πιο λαϊκού είδους, του μυθιστορήματος.

Και η αντίφαση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν προσέξει κανείς και άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, μυθιστορήματα όπως οι Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ θεματοποιούν την κατάρρευση του παλαιού κόσμου, τη σταδιακή έκλειψη των αξιών, την παρακμή της αριστοκρατίας, τη διολίσθηση του κόσμου στο χάος. Αυτό όμως είναι ένα θέμα του έπους, ήδη από την ησιόδεια Θεογονία: η παρακμή από τη χρυσή εποχή του Κρόνου στη φαύλη σημερινή πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα, αντίθετα, είναι ένα είδος αισιόδοξο και προοδευτικό: αναδύθηκε από τη λαϊκή πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον.

Τα μοντερνιστικά μυθιστορήματα απαρνούνται,επίσης, την αφήγηση, ή τέλος πάντων δεν την τοποθετούν στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους. Η αφήγηση όμως είναι βασικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα κατάγεται από τους storytellers. Χάνοντας την αφηγηματικότητά του, χάνει τον πυρήνα τού είναι του.

Το μοντερνιστικό μυθιστόρημα είναι, από κάθε άποψη, ένα προϊόν του εργαστηρίου, έχει δημιουργηθεί στο γραφείο όπου είναι κλεισμένος ο δημιουργός του. Αντίθετα, το παραδοσιακό μυθιστόρημα συνδέεται με ποικίλους τρόπους με τον ανθρώπινο και κοινωνικό κόσμο που το περιβάλλει. Όλα αυτά τα έχει περιγράψει με ακρίβεια ο Παναγιώτης Κονδύλης στην Παρακμή του αστικού πολιτισμού:

Καθώς η πλοκή ως παράγοντας της μυθιστορηματικής σύνθεσης υποβιβάζεται ή εκλείπει, ξεθωριάζει ή χάνεται και η περιγραφή του κοινωνικού και ιστορικού περίγυρου, μέσα στον οποίο διαδραματιζόταν η πλοκή. Το μυθιστόρημα στρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά στον εσωτερικό κόσμο, γίνεται ψυχολογικό με έννοια άκρως υποκειμενική. Όμως το υποκείμενο, για το οποίο πρόκειται εδώ, δεν εξελίσσεται πια κατά το πρότυπο του Bildungsroman, γιατί μια τέτοια εξέλιξη μπορούσε να συντελεσθεί μονάχα μέσω της αναμέτρησής του με τον κοινωνικό κόσμο, δηλαδή μέσω μιας πλοκής. Έτσι, οι χαρακτήρες δεν περιγράφονται ως εδραίες, αν και εξελισσόμενες οντότητες, παρά οιονεί φωτογραφίζονται σε διάφορες στιγμές της ζωής και της δράσης τους, και επαφίεται στον αναγνώστη να συμπληρώσει τα κενά και να καταρτίσει την εικόνα του συνόλου […] στο εξής η πραγματικότητα υφίσταται μονάχα στην προοπτική της συνείδησης και ως λειτουργία της συνείδησης, χωρίς για τούτο να παύει να θεωρείται ως η πλήρης και ολόκληρη ή εν πάση περιπτώσει η μόνη ενδιαφέρουσα και καίρια πραγματικότητα.[iv]

Ο μοντερνιστής μυθιστοριογράφος διαπράττει έτσι μιαν ύβρη: αίρεται στο ύψος του Θεού Δημιουργού και πιστεύει ότι δημιουργεί τον κόσμο, ότι η συνείδηση του είναι η μόνη πραγματικότητα. Αυτό βέβαια σημαίνει πως το JoyceUlysses2ίδιο το μυθιστορηματικό είδος περιέρχεται σε μια κατάσταση «αυτισμού», αφού παραιτείται από τη φιλοδοξία να αναπαραστήσει την πραγματικότητα. Η φιλοδοξία του παραδοσιακού μυθιστορήματος ήταν να παρουσιάσει τον ιστορικό και κοινωνικό κόσμο, και μάλιστα με περισσότερο ρεαλισμό και μεγαλύτερη ακρίβεια από την ιστορία ή τις φυσικές επιστήμες. Το μοντερνιστικό μυθιστόρημα όμως δεν ενδιαφέρεται για τον κόσμο που βρίσκεται εκτός της συνείδησης.

Παρόμοιες παρατηρήσεις για το μοντερνιστικό μυθιστόρημα διαβάζουμε και στις τελευταίες σελίδες της Μίμησης του Έριχ Άουερμπαχ:

Σήμερα όμως το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί. Πολλοί συγγραφείς παρουσιάζουν τα μικρά και ασήμαντα για τις εξωτερικές ανατροπές της ανθρώπινης μοίρας γεγονότα για χάρη των ίδιων των γεγονότων ή μάλλον ως αφορμή για την ανάπτυξη μοτίβων, για να επιτύχουν την προοπτική εμβάθυνση σε ένα περιβάλλον ή σε μια συνείδηση ή στο δεύτερο επίπεδο του χρόνου. Παραιτούνται πια από την ιδέα να περιγράψουν την ιστορία των προσώπων τους με αξιώσεις εξωτερικής πληρότητας, με τήρηση της χρονολογικής σειράς και με επίκεντρο τις σημαντικές εξωτερικές αλλαγές της μοίρας τους […] Σε αυτή τη μετατόπιση του βάρους εκφράζεται ένα είδος μετάθεσης της εμπιστοσύνης: στις μεγάλες εξωτερικές μεταβολές και στα πλήγματα της μοίρας αποδίδεται λιγότερη σημασία, τα ίδια θεωρούνται λιγότερο ικανά να προσφέρουν κάτι καθοριστικό για το αντικείμενο, ενώ οι συγγραφείς έχουν την πεποίθηση ότι κάτι τυχαίο από την πορεία της ζωής εμπεριέχει πάντοτε το συνολικό πεπρωμένο και μπορεί να γίνει αντικείμενο παρουσίασης.[v]

Το μοντερνιστικό μυθιστόρημα λοιπόν γίνεται μονοφωνικό. Εγκαταλείπει την προσπάθεια να συμπεριλάβει τον λόγο του άλλου, του –γλωσσικά, ηθικά, κοινωνικά, πολιτισμικά– ξένου. Περιορίζεται στην έκφραση του ίδιου λόγου. Ο αφηγητής μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Ο κόσμος συρρικνώνεται ώστε να περιληφθεί εντός της συνείδησης. Η ετερογλωσσία του παραδοσιακού μυθιστορήματος και η πολυφωνία του, που κορυφώνεται στον Ντοστογιέφσκι, μετατρέπονται τώρα σε ιδιογλωσσία και μονοφωνία.

Το μοντερνιστικό μυθιστόρημα λοιπόν συνιστά μια μεγαλειώδη αποτυχία. Οι μοντερνιστές συνθέτουν έργα πελώρια σε μέγεθος και ποιητική δύναμη. Ταυτόχρονα, είναι έργα αποτυχημένα, αφού επιχειρούν τη σύνθεση όλων των λογοτεχνικών ειδών σε ένα είδος, αποπειρώνται να κάνουν την ποίηση μυθιστόρημα και το μυθιστόρημα ποίηση, και αποτυγχάνουν.

Όπως έχει δείξει ο φιλόσοφος Μιχαήλ Επστάιν, στις αρχές του εικοστού αιώνα λαμβάνει χώρα, σε όλους τους κλάδους της τέχνης και της επιστήμης, μια ριζοσπαστική επανάσταση, με στόχο την ανεύρεση μιας αυθεντικότερης, υψηλότερης και ουσιωδέστερης πραγματικότητας. Αυτή η επανάσταση έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας «υπερπραγματικότητας» και την εμφάνιση μιας σειράς «υπερφαινομένων»: της υπερκειμενικότητας, της υπερυπαρξιακότητας, της υπερσεξουαλικότητας κ.ά. Κατά την πορεία όμως του εικοστού αιώνα, καθώς πορευόμαστε από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό, οι ψευδαισθήσεις διαλύονται: η υπερπραγματικότητα αποδεικνύεται ψευδοπραγματικότητα και τα υπερφαινόμενα ψευδοφαινόμενα.[vi] Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι μια παρόμοια εξέλιξη συνέβη και με το μυθιστόρημα. Ενώ οι μοντερνιστές υπόσχονται τη δημιουργία του υπερμυθιστορήματος, δηλαδή του αυθεντικού, υψηλού, πραγματικού μυθιστορήματος, εντέλει αποδεικνύεται πως δημιουργούν ένα ψευδομυθιστόρημα, ένα έργο που φορά τα ρούχα του μυθιστορήματος αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι άλλο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ

~ . ~

Σημειώσεις
[i] Hermann Broch, Der Tod des Vergil, Suhrkamp, Φρανκφούρτη 1976, σελ. 9. Ελληνική έκδοση: Hermann Broch, Βιργιλίου θάνατος, μτφρ.-επίλ. Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg, Αθήνα 2000, σελ. 7.
[ii] Der Tod des Vergil, ό.π., σελ. 224.
[iii] Βιργιλίου θάνατος, ό.π., σελ. 308.
[iv] Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σελ. 132-133.
[v] Erich Auerbach, Μίμησις. Η εικόνα της πραγματικότητας στη δυτική λογοτεχνία, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σελ. 724-725.
[vi] Βλ. Mikhail Epstein, “The Dialectics of Hyper. From Modernism to Postmodernism”, στο Russian Postmodernism. New Perspectives on Post-Soviet Culture, μτφρ. Slobodanka Vladiv-Glover, Berghahn Books, Νέα Υόρκη 1999, σελ. 3-30.