Month: Ιανουαρίου 2018

Άρης Μπερλής (1944-2018)

berlis

~.~

Σε μια άλλη χώρα, που ξέρει να ζυγίζει το έχει της, ο θάνατος του Άρη Μπερλή θα ήταν γεγονός βαρύ. Εδώ θα παρέλθει φοβάμαι με μια λεζάντα, από κείνες τις έτοιμες και βολικές της στιγμής: «σημαίνουσα απώλεια», «από τις πιο αξιόλογες μορφές», «καλό του ταξίδι»…

Κι όμως, δεν ήταν άνθρωπος βολικός ο Άρης. Τον πότιζε εδώ και χρόνια μια μελαγχολία βαθιά, εκείνο το ρίγος εμπρός στο ανέκκλητο που ραψώδησε τόσο καθηλωτικά ένας Φίλιπ Λάρκιν.

Όλη τη μέρα στη δουλειά, τα βράδια πίνω.
Ξυπνώ στις τέσσερις μες στ’ άηχο σκοτάδι.
Κοιτώ τα στόρια αντίκρυ μου προσμένοντας το φως.
Ώς τότε αυτόν που είναι πάντα εκεί διακρίνω :
μια μέρα ακόμη πιο κοντά, κι άοκνο, τον Άδη
κάθε μου σκέψη ν’ ακυρώνει έξω απ’ το πώς
το πού, το πότε θα πεθάνω και εγώ.

Η κουβέντα μαζί του ήταν δύσκολη, γεμάτη κενά, σαν για να δώσει στον συνομιλητή του την ευκαιρία να αναλογιστεί κι εκείνος την μεγάλη αυτή αλήθεια. Κι όμως, ο αγαπημένος του ποιητής, αυτός στον οποίο αφιέρωσε τα λαμπρότερά του δοκίμια, υπήρξε όχι κανένας πεισιθάνατος και φωτοφοβικός, αλλά ο ηλιοπότης Οδυσσέας Ελύτης. Και ουδείς απέδωσε με περισσότερη εκρηκτικότητα τον Γκίνσμπεργκ και το Ουρλιαχτό του στα ελληνικά, απ’ αυτόν τον επιφυλακτικό Πατρινό και Παγκρατιώτη. Τα αντίθετα έλκονται…

Αλλά και τις έτοιμες λύσεις ο Μπερλής τις αποστρεφόταν. Ώς και στους τίτλους των μεταφράσεών του, θα έλεγες. Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, όχι σε «νεαρή», επέμενε – αυτά τα τέσσερα ι στη σειρά είναι κακόηχα. Ο καθρέφτης και το φως, όχι «και η λάμπα» – και εξηγούσε με πάθος γιατί. Αγαπούσε τη διδασκαλία, η δουλειά του με τα νέα παιδιά στο ΕΚΕΜΕΛ, όπου χρημάτισε ανάμεσα στ’ άλλα και διευθυντής, του έδινε χαρά. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί και από κει και από την προεδρία της επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Μετάφρασης υπό συνθήκες τυπικά νεοελληνικές – για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του.

Τα κατάφερε όσο λίγοι. Στάθηκε κύριος σε όλα του. Με ό,τι καταπιάστηκε, απ’ όπου κι αν πέρασε, άφησε έργο. Μας έμεινε τουλάχιστον αυτό.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

Advertisement

Ποίηση παροξυσμική και εμπύρετη

Εσένα

~. ~

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ~.~

Γιώργος Κ. Ψάλτης,
Εσένα, Ίκαρος 2017

O Ζαν-Λυκ Μαριόν στο γνωστό δοκίμιό του Το ερωτικό φαινόμενο, μία σειρά από φιλοσοφικούς στοχασμούς με θέμα τον έρωτα, επιχειρώντας να ορίσει τις συντεταγμένες του ερωτικού φαινομένου και να οριοθετήσει τον χώρο του, σημειώνει:

«Δεν είμαι πλέον ένα φυσικό σώμα τοποθετημένο μεταξύ άλλων φυσικών σωμάτων, που μπορεί να οριστεί με στοιχεία εντοπισμού (οριζόντια ή κάθετη συντεταγμένη, γεωγραφικό μήκος και πλάτος κ.λπ.)· […] Αντίθετα, χάρη στην ερωτική αναγωγή, αισθάνομαι πια τον εαυτό μου ως καθαρή σάρκα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν τον αισθάνομαι χάρη στις αντιστάσεις αντικειμένων που μου ορίζουν έναν δεδομένο χώρο. Ως σάρκα, δεν αισθάνομαι παρά τον εαυτό μου, επομένως προσανατολίζομαι βάσει αυτού, χωρίς άλλο σημείο αναφοράς από την ίδια μου την σάρκα. Είναι η μόνη που αποφασίζει για την θέση μου, γιατί αυτή ορίζει το μοναδικό μου περιβάλλον – το ερωτικό» (μετάφραση Χρήστος Μαρσέλλος, Πόλις, 2008).

Με μοναδικό περιβάλλοντα χώρο τον ερωτικό και πέρα από συμβατικές συντεταγμένες, ο Γιώργος Κ. Ψάλτης στο τελευταίο ποιητικό βιβλίο του με τίτλο Εσένα από τις εκδόσεις Ίκαρος, επιχειρεί να θέσει ως απόλυτο σημείο αναφοράς τη σάρκα, μια σάρκα σαν «ορατή ψυχή», όπως έλεγε ο Κωστής Παπαγιώργης, και να εναποθέσει την ερωτική επιθυμία σε πλήρη απογύμνωση. Στο ωριμότερο σημείο της ποιητικής του διαδρομής, θα τολμούσαμε να πούμε πως επιτυγχάνει ένα μεγάλο άλμα, συγκριτικά με τις τρεις προηγούμενες συλλογές του. Σε μία φανταστική κλίμακα μεστότητας του ποιητικού λόγου, το Εσένα θα κατάφερνε να ανέλθει μονομιάς αρκετές βαθμίδες.

Η παράδοση των απόλυτα προσφυών τίτλων που σηματοδοτούν και την εξέλιξη στις ποιητικές αναζητήσεις του Ψάλτη συνεχίζεται κι εδώ. Η είσοδός του στην ποίηση δηλώθηκε ως επιστροφή στη χαμένη ενότητα με την Επιστροφή στην ενιαία χώρα και, στη συνέχεια, από το ευρηματικότατο Μη σκάψετε παρακαλώ εδώ είναι θαμμένος ένας σκύλος όπου ανέσκαπτε το βίωμα με την προσήλωση τυμβωρύχου, πέρασε στις αγίες και αμαρτωλές Παναγιές Ελένες, για να καταλήξει τώρα στο απόλυτα δηλωτικό για το περιεχόμενο, απρόσωπο αλλά και καθ’ όλα προσωπικό Εσένα. Μετά τις περιώνυμες γυναικείες μορφές, αυτό το δεύτερο ενικό της αιτιατικής και το ενεργητικό μεταβατικό ρήμα που υπονοείται, δεν μας αφήνει καμία αμφιβολία για την ερωτική απεύθυνση.

Το Εσένα δεν είναι μία τύποις ποιητική συλλογή, καθώς δεν απαρτίζεται από μεμονωμένα ποιήματα. Μπορεί να αναγνωστεί και σαν ένα αφηγηματικό δράμα ή θεατρικός μονόλογος, γι’ αυτό και το αδικεί αρκετά η αποσπασματική ανάγνωση. Η δράση εκτυλίσσεται από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Το σκηνικό είναι ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα με θέα σε έναν κόλπο. Η πρώτη πράξη ξεκινά με ένα ερωτικό ζευγάρι στο μπαλκόνι με θέα τον κόλπο τη νύχτα, ο άντρας γράφει, κάνουν έρωτα, ύστερα εκείνη τον εγκαταλείπει.

Η ερωτική απουσία θα σταθεί μία άκρως οδυνηρή εμπειρία για τον άντρα: «Πονάω και γράφω». Η ερωτική ηδονή έχει γίνει πλέον οδύνη που σωματοποιείται: «το θέλω το σώμα της / γίνεται πόνος μου». Με μία σπασμωδική αποσπασματική γραφή, ο ποιητής αρχίζει τότε να περιηγείται τους τόπους της ηδονής, τη μόνη γεωγραφία που λέει ο Μαριόν, εκείνη του ερωτικού σώματος, τη μόνη πατρίδα που επίκειται από στιγμή σε στιγμή να γίνει εξορία: «ήταν το σπίτι μου / ήταν το σώμα μου». «Νοσταλγώ το σώμα σου / όμως πώς να γυρίσω;» Η ενότητα του κόσμου όλου και η αλήθεια βρίσκεται σε αυτό το σώμα:

το όλο στο σάλιο της
ο κόσμος η γλώσσα της
οι αισθήσεις τα χέρια της
ο ουρανός το δέρμα της
η αλήθεια μου όλη.

Ο πόνος, παράλληλα, ξυπνάει μνήμες από το παρελθόν και γίνεται η αφορμή για να ξεκινήσει μία περιδιάβαση σε μία πανσπερμία από κατακερματισμένες εικόνες και αισθήματα του ποιητή από την παιδική ηλικία, την εφηβεία, την ενηλικίωση, από παλιότερους έρωτες και την οικογένεια: Οι πρώτες φιλίες, η σεξουαλική αφύπνιση, τα στερεότυπα του φύλου, τα οικογενειακά τραύματα κι οι ενοχές, το προπατορικό αμάρτημα, οι γονεϊκές φιγούρες κάτω από τον ψυχαναλυτικό φακό, η προδοσία, η απιστία, η βία της σύγκρουσης με την πραγματικότητα, το ατελέσφορο του έρωτα.

O Ψάλτης εύστοχα τοποθετεί το κάδρο του σε ένα σταθερό σημείο, σε ένα μόνιμο παρατηρητήριο από όπου κατοπτεύει τον βίο του, το μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα από όπου παρατηρεί τα καΐκια των ψαράδων που αενάως μπαίνουν στον κόλπο, σε μια προσομοίωση της ερωτικής διείσδυσης. Έχει επιλέξει να μείνει αμετακίνητος ο ίδιος για να δει να παρελαύνουν από μπροστά του οι γυναίκες της ζωής του, γυναίκες σε όλες τις ηλικίες, άλλοτε σαν βαρύθυμος χορός αρχαίας τραγωδίας άλλοτε σαν γκροτέσκο φελινικό όραμα, που όμως όλες καταλήγουν να είναι η μία: «Σ’ αυτήν έσβησα κάθε άλλη γυναίκα / είναι η μία».

Ο Έρωτας είναι η μόνη σταθερή αναφορά σε έναν κόσμο που καταρρέει, λέει ο ποιητής, γιατί ακριβώς λόγω της θνησιγενούς φύσης του, διατηρεί μία λάμψη αιωνιότητας. Η ηδονή καταυγάζει τα πράγματα και νοηματοδοτεί το μηδέν: «Στιγμή πρώην ανύπαρκτη / λάμψη που πάντα θα έχω», «η αγκαλιά της ένα θάμβος / γίνεται εσαεί η επιθυμία», «εκτάκτως αεί παρών / ο Έρως»,

με κοιτάζει τη βλέπω
τα μάτια μας ένα
στιγμή που θα μένει
στη σκιά ενός φοίνικα
διαλέγουμε πάθος.

Κι εδώ ακριβώς εντοπίζουμε το πυρηνικό σημείο του Εσένα: «Διαλέγουμε πάθος», ως οχύρωμα –αλίμονο, πρόσκαιρο– απέναντι στον θάνατο που επελαύνει. Σε μία χρονική συνθήκη που τρέχει ερήμην: «Γάτες κοιμούνται / μυρμήγκια δουλεύουν / σταφύλια στο μπολ / θα φάω ή θα σαπίσουν», με μία τέχνη, θεωρία ή ιδεολογία που δεν αρκεί: «Αλλιώς / προηγείται η Ζωή γιατί / ποιος λέει αυτά που ακριβώς εννοεί;», ο ποιητής στέκει ακίνητος και δοξολογεί την ηδονή:

Χρόνια περνάνε αλλάζουν καιροί
φιλίες που είχε ισχύουν
αγάπες που βρήκε πεθαίνουν
Ο έρωτας για πάντα ζει.

Η καύλα είναι αιώνια: «Το δέρμα λάμπει / μετά γερνάει / έχει ρυτίδες / η καύλα ίδια / ισιώνει στα χρόνια / η ποιότητά της», καθώς δεν έχει να ανταποκριθεί σε μεγάλες προσδοκίες, όπως η αγάπη: «Πάνω από όλα μετρά / η διάρκεια στην αγάπη. Μία είναι η προέλευση της ζωής / πιπἰ αιδοίο μουνί».

Η σεξουαλική πλήρωση έχει κάτι από ένωση με το θείο, μέθεξη: «Χύνει χύνει χύνω κι εγώ / τελειώνει ο θεός στην ηδονή / δυο αφές δυο σώματα / μαζί ενώνονται στο ένα» αλλά και γαλήνη: «γδυθήκαμε βιαστικά, ξάπλωσα πάνω της, μ’ έπιασε και μ’ έβαλε μέσα της, ο κόσμος ησύχασε».

Οι βιβλικές αναφορές, κυρίως από τη Γένεση, είναι πολλές: το χαϊδευτικό «αγγέλι», «Θεός μετά άνθρωπος / η φύση παρούσα / φως απ’ το τίποτα», «Γένεσις κόσμου η δεύτερη», «ζει ο Ων κι είμαστε ένα», «άσπρη νεφέλη πριν ήταν σκοτάδι». Το Εσένα μετέρχεται τον μύθο των πρωτοπλάστων για να ξεδιπλώσει μία σαφή αλληγορία: Ο παράδεισος είναι ο ειδυλλιακός άχρονος τόπος της ερωτικής επιθυμίας, το φίδι είναι η αναπόδραστη φθορά και το τέλος και η εκδίωξη από τον παράδεισο η οριστική διακοπή της ηδονής:

Για μια στιγμή άρχουμε στη ζωή μας.
Όλες οι πριν κι οι μετά μια θολούρα.
Χωρίς σημασία.
Στιγμές που γίνονται φίδια
κι έρχονται με τους καρπούς από τα δέντρα.

Αλλά εκτός από την αναπόφευκτη φθορά που λήγει το πάθος, υπάρχουν και άλλοι πιο χθόνιοι εχθροί: «Τι αντιφάσεις / τι η πίστη στους Νόμους / τι η προδοσία της μη νεότητας./ Τι αμπαλάρισμα στο πάθος». Οι κοινωνικές συμβάσεις καραδοκούν να συσκευάσουν το πάθος σε επωφελή και εξορθολογισμένα «κουτάκια», να το προστατεύσουν από εξωτερικούς εχθρούς και να το παραδώσουν σύμφωνα με τους νόμους των ανθρώπων μεν, αντίθετο με την ένθεη φύση του δε.

Η φαινομενικά ακατέργαστη μορφή του βιβλίου είναι απόλυτα συνακόλουθη με το περιεχόμενο. Ο φρενήρης παραληρηματικός ρυθμός του που άλλοτε πεζολογεί και άλλοτε καταφεύγει σε υποτυπώδεις ομοιοκαταληξίες, συντελεί στην ιδέα ενός ιλιγγιώδους εξομολογητικού κρεσέντο. Οι μονότονες επαναλήψεις κρίνονται, επίσης, απόλυτα λειτουργικές. Τα ψαράδικα εισέρχονται ακατάπαυστα στον κόλπο, μέχρι τη στιγμή που η λέξη «άπαξ» στον τελευταίο στίχο θα σφυρίξει τη λήξη αυτής της μονότονης αλληλουχίας, μίας αδιάλειπτης ροής από ανούσιες επαναληπτικές κινήσεις, σκοτάδια που διακόπτει μόνο η ερωτική φωταψία.

Μία καλύτερη οικονομία, ωστόσο, πιθανολογούμε πως θα ήταν προς όφελος του συνόλου, κυρίως μία σύμπτυξη στα περιφερειακά βιωματικά αποσπάσματα που περικυκλώνουν το κεντρικό ερωτικό μοτίβο, δίχως από την άλλη αυτό να αντιβαίνει εις βάρος της χαοτικής αίσθησης που εντέχνως δίνεται σε όλο το βιβλίο.

Το εγχείρημα του Ψάλτη για μία τέτοια απροσχημάτιστη ερωτική ποίηση, δεν θα μπορούσε παρά να επιτευχθεί με μία γλώσσα που έχει αποτινάξει εξευγενισμούς και ωραιοποιήσεις, μία γλώσσα εκτυφλωτικά άμεση, που λέει τα πράγματα με το όνομά τους αλλά και δίχως ίχνος εκχυδαϊσμού ή εκζήτησης, πετυχαίνοντας έτσι δύο στόχους: από τη μια να συναντήσει την απογύμνωση που ευαγγελίζεται όλο το βιβλίο και από την άλλη να μας αποκαλύψει, μέσα από αυτό το προστατευτικό PSALTIS20Cπερίβλημα που έχει χτίσει γύρω της, μία vulgarité, θα λέγαμε, τρυφερή, μία σχεδόν αβρή «αισχρολογία».

Μία ερωτική ποίηση τόσο άμεση και γήινη, τόσο παροξυσμική και εμπύρετη, τόσο πειστική για τις προθέσεις της, δεν μπορεί παρά να κεντρίζει και να οχλεί σε σημείο αφόρητο, θα τολμούσαμε να πούμε, τον αναγνώστη· αφόρητο γιατί την συνέχει, από την αρχή μέχρι το τέλος, μία βαθιά αντίστιξη: η εγγενής ενοχή της γραφής έναντι της ζωής. Ωστόσο, ακριβώς αυτή η οδυνηρή διαπίστωση για το φράγμα που εξ ορισμού την περιορίζει, το λόγο που αδυνατεί να γίνει πράξη, είναι που δικαιώνει και μια τέτοια ποίηση.

Αν η Ιστορία γράφεται από τους νικητές, το Εσένα διακηρύσσει απερίφραστα πως μία ερωτική ιστορία την γράφουν οι ηττημένοι, μόνο που στο τέλος, με το πέρας της κλινοπάλης, όλοι είμαστε ηττημένοι· τα πάθη αμβλύνονται, η άναρχη τάξη διοχετεύεται σε ευθείες, οι ερωτικές συντεταγμένες δίνουν τη θέση τους στις συμβατικές, κυριαρχεί το φυσικό περιβάλλον έναντι του ερωτικού:

Στραβώνει το χάος στις ευθείες
ο έρωτας μένει γλυκός
ο πόθος πολεμιέται
κυριαρχεί ο δρόμος καθενός.

ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ

 

«Μια ταινία πάνω απ’ όλα πρέπει να είναι διασκεδαστική»

null

~.~

Ο Αλεξάντερ Πέυν μιλάει στον Κίμωνα Καλαμάρα και το ΝΠ

Ο Αλεξάντερ Πέυν ανήκει στην γενιά των Αμερικανών σκηνοθετών που έκαναν τις πρώτες τους ταινίες στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όπως ο Ουές Άντερσον, ο Ντέηβιντ Ο΄ Ράσσελ και ο Κουέντιν Ταραντίνο. Έγινε διάσημος με το Πλαγίως (Sideways, 2004) που, μεταξύ άλλων, βραβεύτηκε με Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα διασκευασμένου σεναρίου. Μετά την επιτυχία αυτή, χρειάστηκε εφτά χρόνια ώς την επόμενη ταινία του, τους Απόγονους (Descendants, 2011) η οποία του χάρισε ξανά το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Μέχρι σήμερα έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες και η πιο πρόσφατη, ο Μικρόκοσμος (Downsizing) έκανε πρεμιέρα στη χώρα μας στις 4 Ιανουαρίου 2018. Όπως αναφέρει ο ίδιος, στις ταινίες του προσπαθεί να αποτυπώσει την ατμόσφαιρα του αμερικάνικου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’70 και καλλιτεχνικά εμπνέεται ακόμη από το κλασσικό Χόλλυγουντ.

Ένα βροχερό πρωινό, προς το τέλος του Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, λίγο πριν από τις 9:30, μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Περίμενε σ’ ένα χωριό λίγο έξω από την Πάτρα, όπως είπε, για το αυτοκίνητό του, που το είχε αφήσει στο συνεργείο για τακτικό έλεγχο. Έτσι ξέκλεψε λίγο χρόνο για την συνέντευξη αυτή. Τον Δεκέμβριο το πρόγραμμά του θα ήταν γεμάτο, με πρεμιέρες στην Αμερική και άλλα. Ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος, τόσο για τη νέα ταινία όσο και γιατί λίγους μήνες πρωτύτερα η σύζυγός του, Μαρία Κοντού, γέννησε το πρώτο τους παιδί. Το τελευταίο τρίμηνο απολάμβανε την οικογενειακή ζωή και τον νέο του ρόλο ως πατέρα στο Αίγιο. Έχω την αίσθηση ό,τι με την νέα του ταινία ολοκληρώνει ένα κεφάλαιο και στον σκηνοθετικό του βίο, και από αυτό ξεκινήσαμε την συνέντευξη.

Οι πρώτες σας ταινίες –Πολίτις Ρουθ (Citizen Ruth), Σκάνδαλα στα Θρανία (Election)– καταπιάνονταν με κοινωνικά θέματα, αργότερα κάνατε κάποιες περισσότερο εσωστρεφείς, γύρω από πληγωμένους ανδρικούς χαρακτήρες (Σχετικά με τον Σμιθ, Πλαγίως, Απόγονοι, Νεμπράσκα) ενώ τώρα, με το Μικρόκοσμο, μοιάζει να επιστρέφετε σε ευρύτερα κοινωνικά θέματα, τον ρωτήσαμε. «Με πρωταγωνιστή και πάλι έναν πληγωμένο άντρα», απαντά. «Στον Μικρόκοσμο συνοψίζονται κάποια θέματα τα οποία, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα μας έχουν απασχολήσει (τον συσεναριογράφο Τζιμ Τέυλορ κι εμένα) τα τελευταία είκοσι χρόνια. Σε πολλές συνεντεύξεις μού αναφέρουν ότι η νέα ταινία είναι πολύ διαφορετική, λόγω των εφέ, και απαντώ πως δεν είναι. Η μικρόκοσμοςυπόθεση αντλεί από την επιστημονική φαντασία αλλά τη συνδυάζει σατιρικά με τα κοινωνικά ερωτήματα γύρω από την ιστορία του ανθρώπου. Η επόμενη ταινία δεν έχω ιδέα ακόμη τι θα είναι, αλλά θέλω να είναι κάτι τελείως διαφορετικό».

Ο Μικρόκοσμος αποτελεί το πιο φιλόδοξο εγχείρημά του μέχρι σήμερα, καθώς πραγματεύεται θέματα που αγγίζουν την πολιτική, ξεφεύγοντας από την μέχρι πρότινος κωμικοτραγική περιγραφή των μικρών, τοπικών κοινωνιών. Επιπλέον, αυτό που διαφοροποιεί την ταινία είναι το αφηγηματικό στυλ και, αν επιτρέπετε, η λογοτεχνική αναφορά, όπως θα έλεγε ο Χάρολντ Μπλουμ. Από το τσεχωφικό στυλ αφήγησης που μας είχε συνηθίσει, ο Πέυν τώρα περνά στο μπορχεσιανό. Στην ερώτηση τι νιώθει ότι έχει καταφέρει στην τελευταία του αυτή ταινία, μας είπε πως εκτός από την τεχνογνωσία των ειδικών εφέ που απόκτησε, έμαθε πως να χρησιμοποιεί πολλούς κομπάρσους, σε βαθμό που δεν κρύβει την επιθυμία του να δρέψει τους καρπούς αυτής της γνώσης στο μέλλον, με κάποια επική ταινία. Επιπλέον, είπε, ο ρόλος που έγραψε για την συμπρωταγωνίστρια του Ματ Ντέημον, Χονγκ Τσάου, και που η ίδια ενσαρκώνει πάρα πολύ καλά, σε βαθμό που η ταινία να ωφελείται από την απόδοσή της. «Μόλις ολοκληρώνω μια ταινία, συνήθως δεν μπορώ να την δω για το υπόλοιπο της ζωής μου. Στο μοντάζ του Μικρόκοσμου, στις σκηνές που εμφανίζεται η Χονγκ Τσάου, είχα πάντα την ίδια αίσθηση πως η ταινία ήταν πιο ζωντανή, γιατί εκείνη ήταν εκεί. Επιπλέον, είχα να κάνω ρομαντική ταινία από το 2004. Στον Μικρόκοσμο, υπάρχει και αυτό το στοιχείο λοιπόν, πιο έντονο από ό,τι στο Πλαγίως».

Στην ερώτηση ποιό μέρος της δημιουργίας μιας ταινίας προτιμά, ανέλυσε τις δυσκολίες και τα στάδια βήμα βήμα: «Καταρχάς, όταν τελειώνεις το σενάριο είναι ένα καλό συναίσθημα», λέει με ύφος ανακουφιστικό και συνεχίζει, «το γράψιμο Alexander recent photoτου σεναρίου είναι ένα από τα πιο εφιαλτικά μέρη της δημιουργίας μιας ταινίας, αποτελεί μια αυστηρή αρχή που αντλείς από την page blanche (γαλλ. «λευκή σελίδα») και ίσως είναι το δυσκολότερο κομμάτι της διαδικασίας. Δεν είναι ότι απλά γράφεις. Πρώτα σκηνοθετείς στο μυαλό σου, φαντάζεσαι, οραματίζεσαι μια ταινία και έπειτα καταγράφεις την φαντασία αυτή, έτσι, είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα». Δεν κρύβει την αγάπη του για τα ταξίδια και την κοινωνική του φύση:«Μου αρέσει πολύ να αναζητώ τοποθεσίες για γύρισμα. Απολαμβάνω να είμαι έξω στον κόσμο, είμαι κοινωνικός και μου αρέσει να παρατηρώ τον κόσμο, να γνωρίζω ιδιοκτήτες πιθανών τοποθεσιών. Επιπλέον μια ταινία αγγίζει και επηρεάζει πάρα πολλές ζωές, όσους εργάζονται για την ολοκλήρωσή της, αυτούς που κινούνται γύρω της, τις οικογένειές τους, κ.ο.κ

Σχετικά με την επιλογή των ηθοποιών, μας είπε ότι είναι μια συναρπαστική διαδικασία και εξηγεί πως «οι σκηνοθέτες έχουμε μία σχέση αγάπης-μίσους με τους ηθοποιούς, τους αγαπάμε για αυτό που κάνουν, για την ευαισθησία και την προσωπικότητά τους και μερικές φορές τους μισούμε διότι φέρονται σαν μωρά. Επιπλέον, η σκηνοθεσία μπορεί να είναι μια αναζωογονητική, συναρπαστική διαδικασία, από την άλλη βέβαια πολλές φορές είναι σωματικά απαιτητική και γι’ αυτό πολύ κουραστική». Δεν έκρυψε την προτίμησή του για το μοντάζ λέγοντας πως «μπορείς να έχεις μια κανονική ζωή, να εργάζεσαι κανονικές ώρες γραφείου. Για εννέα με δώδεκα μήνες είσαι στο κολλημένος στην ίδια πόλη, όμως είναι ωραίο, έπειτα από όλο το Sturm und Drang (γερμ. «Θύελλα και Ορμή») της σκηνοθεσίας. Η διαδικασία του μοντάζ είναι μοναδική στον κινηματογράφο. Το γράψιμο του σεναρίου συγγενεύει με το θέατρο και το διήγημα, η σκηνοθεσία συγγενεύει με το θέατρο και την φωτογραφία, όμως το μοντάζ είναι μοναδικό. Τότε είναι που πραγματικά νιώθεις ότι δημιουργείς μια ταινία. Όπως έλεγε ο Κουροσάβα, ο μόνος λόγος που γράφω και σκηνοθετώ είναι για να έχω υλικό για μοντάζ».

Στην ερώτηση για το πώς ξεκινάει μια ταινία και τί τροφοδοτεί την έμπνευσή του, αναφέρει: «Συνήθως είναι μια αναλαμπή που μοιάζει να σου υπαγορεύει ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει ταινία. Μπορεί να αφορά μια γενική ιδέα, την συνολική ιστορία, μια κατασκευή, ή μια σύνθεση. Ένας από τους λόγους που μου αρέσει να διασκευάζω σενάρια είναι διότι ένα βιβλίο σε εισαγάγει σε έναν κόσμο, σε μια ιστορία που δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω επινοήσει. Όταν αισθανθώ ότι υπάρχει κάποια προσωπική σύνδεση με το συναίσθημα της ιστορίας και ταξιδέψω στα μέρη που διαδραματίζεται η ιστορία, τότε βιώνω μια πραγματικά πανέμορφη εμπειρία και λειτουργώ σαν να πρόκειται να γυρίσω κάποιο ντοκιμαντέρ».

Ο Αλεξάντερ Πέυν, ως σκηνοθέτης που βασίζεται κατ’ εξοχήν στη ρεαλιστική απόδοση των καταστάσεων και των χαρακτήρων που απεικονίζει, εξηγεί πώς: «Το Πλαγίως για παράδειγμα, η ταινία με τα κρασιά, ποτέ δεν θα μπορούσα να έχω σκεφτεί αυτή την ιστορία, ούτε σε εννιά εκατομμύρια χρόνια, ή τα Σκάνδαλα στα sidewaθρανία, δεν θα μπορούσα να έχω σκεφτεί να δείξω τον μικρόκοσμο των εκλογών μέσα από μια σχολική ταινία, από την στιγμή που δεν μου αρέσουν καθόλου οι ταινίες με σχολεία. Συνήθως, αυτές οι ιστορίες έχουν κατά κάποιο τρόπο βιωθεί από αυτούς που τις έγραψαν και φανερώνουν μια συναισθηματική αλήθεια. Δεν θα μπορούσα να συνδεθώ με μια ιστορία που δεν έχει την αίσθηση του πραγματικού και που ο συγγραφέας της δεν μπορεί να μεταδώσει αυτό το βιωμένο συναίσθημα. Ακόμη και τη Νεμπράσκα, που δεν είναι διασκευασμένο σενάριο από μένα, ούτε είναι δικό μου πρωτότυπο σενάριο, αλλά αποτελεί πρωτότυπο σενάριο γραμμένο από κάποιον τρίτο. Ο συγγραφέας του, έχει βιώσει όλα αυτά με τον πατέρα του, μέχρι έναν βαθμό φυσικά, και επινόησε τα υπόλοιπα».

Στην συνέχεια αναφέρει πως αυτό που τελικά τον καθυστερεί περισσότερο στην δημιουργία της κάθε ταινίας είναι το σενάριο και συμπληρώνει πως ο ίδιος δεν έχει αυτές τις εκλάμψεις τόσο συχνά, ή «αν τις έχω είμαι πολύ προσεκτικός στο ποια θα επιλέξω να υλοποιήσω γιατί πρόκειται για τεράστια δέσμευση. Με μόνη εξαίρεση το Νεμπράσκα. Μέχρι τώρα», συνεχίζει, «δεν έχω διαβάσει κανένα άλλο σενάριο το οποίο θα ήθελα να το έχω γράψει ο ίδιος. Γράφω λοιπόν, προσθέτοντας προσωπικά στοιχεία, μόνο από καθαρή απόγνωση. Με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η σκηνοθεσία από ό,τι το γράψιμο». Απαντώντας στο σχόλιο ότι παρ’ όλα αυτά έχει βραβευτεί ως σεναριογράφος, αναγνωρίζει το οξύμωρον, και προσθέτει χαριτολογώντας «δύο Όσκαρ και δύο Χρυσές Σφαίρες διασκευασμένου σεναρίου, όχι σκηνοθεσίας». Και επαναλαμβάνει: «Το να γράφεις σημαίνει να σκηνοθετείς, διότι όταν γράφεις φαντάζεσαι μια ταινία και καταγράφεις ό,τι έχεις φανταστεί. Είναι μέρος της ίδιας δημιουργίας. Επίσης ας μην ξεχνάμε ότι το μόνο Όσκαρ που κέρδισε ο Πολίτης Κέην, ήταν για το σενάριο».

Στις περισσότερες ταινίες σας δύο επαναλαμβανόμενα μοτίβα κάνουν την εμφάνισή τους. Το ταξίδι και η αναζήτηση της αγάπης, παρατηρώ. «Δεν μου αρέσουν πολύ τα ταξιδιωτικά φιλμ παρ’ όλα αυτά, πάντα, με κάποιο τρόπο, κάνω ταξιδιωτικές ταινίες. Αν θέλετε την εύκολη απάντηση, μπορούμε να πούμε πως το ταξίδι είναι μια εξωτερίκευση, η μεταφορά ενός εσωτερικού ταξιδιού. Βέβαια δεν ξέρω πόσο αλήθεια είναι αυτό, όμως ακούγεται ωραίο. Επιπλέον μου αρέσει να ταξιδεύω, να εξερευνώ τον κόσμο μου. Ακόμη και ο Μικρόκοσμος είναι μια ταξιδιωτική, επεισοδιακή ταινία και αφορά το ταξίδι του χαρακτήρα που υποδύεται ο Ματ Ντέημον». Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης: « Όλα όσα κάνουμε, δεν αφορούν κατά κάποιο τρόπο την αναζήτηση της αγάπης;»

Σε παλαιότερη συνέντευξή μας τον είχα ρωτήσει για τη μικρού μήκους ταινία με την οποία συμμετείχε στο Paris, je t’aime (2006) και ο ίδιος είχε αναφέρει ως πηγή έμπνευσης του το Summertime του Ντέηβιντ Λην (1955). Έτσι τον ρώτησα αν μπορεί να μας μιλήσει και για άλλες επιρροές του. «Εκεί η επιρροή είναι πιο άμεση», απάντησε, «μια ελεύθερη γυναίκα που βρίσκεται μόνη σε μια ρομαντική πόλη. Στο Πλαγίως προσπάθησα να συνδυάσω τα αμερικάνικα φιλμ της δεκαετίας του ’70 με την ιταλική κωμωδία της δεκαετίας του ’60. Παρ’ όλο που ήταν διασκευή σεναρίου, η έμπνευση προήλθε από τον Φανφαρόνο του Ντίνο Ρίζι (1962) με τους Ζαν Λουί Τρεντινιάν και Βιττόριο Γκασμάν. Σχετικά με τον φωτισμό και τα χρώματα η επιρροή προήλθε από μια ταινία του Χαλ Άσμπυ, The Landlord (1970 ). Είναι η πρώτη ταινία όπου συμμετέχει ως διευθυντής φωτογραφίας ο θρυλικός Γκορντ Ουίλλις, που αργότερα τον βλέπουμε στον Νονό και στις πρώτες ταινίες του Γούντυ Άλλεν. Κατά την γνώμη μου ο μεγαλύτερος διευθυντής φωτογραφίας του 20ου αιώνα».

Στην ερώτηση με ποιους σκηνοθέτες παλαιότερους ή και της δικής του γενιάς νιώθει καλλιτεχνική «συγγένεια», μας είπε ότι συνεχίζει να αντλεί έμπνευση από παλιές ταινίες. «Συχνά οι επιδράσεις και η αισθητική μας στην ζωή, καλώς ή κακώς kurosawa2τερματίζονται ή παγιώνονται στο διάστημα από την εφηβεία μέχρι και τα 29 μας έτη. Από την εφηβεία μου μέχρι σήμερα παρακολουθώ και παλιές και ξενόγλωσσες ταινίες, και η άποψη που έχω για το πώς πρέπει να είναι μια εμπορική αμερικάνικη ταινία, διαμορφώθηκε από τον αμερικάνικο κινηματογράφο της δεκαετίας του ’70, που σήμερα θεωρείται η χρυσή περίοδος του νέου Χόλλυγουντ. Επίσης μου αρέσει πολύ να βλέπω ταινίες του Άσμπυ και πάντα διερωτώμαι πως θα μπορούσα να αποτυπώσω στις δικές μου ταινίες αυτήν την ατμόσφαιρα, αυτό το ύφος. Παράλληλα, ο θαυμασμός μου για το κλασσικό Χόλλυγουντ ολοένα και αυξάνεται. Πηγαίνεις σε μια σχολή σκηνοθεσίας και όλοι κρύβονται πίσω από διανοουμενίστικες απόψεις, πίσω από τον Γκοντάρ και τον Ρεναί, εστιάζοντας στη δυσνόητη αφήγηση. Αντιθέτως, εγώ συμφωνώ με τον Κουροσάβα που λέει ότι μια ταινία πάνω απ’ όλα πρέπει να είναι διασκεδαστική και εύκολα κατανοητή. Ξεκινώντας από αυτά τα δύο συστατικά μπορείς να εμβαθύνεις όσο θες».

Την αγάπη του για την επιλογή των τοποθεσιών και την τεράστια σημασία που της αποδίδει, μας την αναλύει εις βάθος: «Καταβάλλω τεράστια προσπάθεια σε κάθε πτυχή της δημιουργίας μιας ταινίας, όμως υπάρχει μια τρομακτική ομοιότητα στην επιλογή ηθοποιών και στην επιλογή των τοποθεσιών και δαπανώ πάρα πολύ χρόνο και για τα δύο… το ένα αντικατοπτρίζει το άλλο. Προσεγγίζω τη μυθοπλαστική ταινία με την λεπτότητα κάποιου που κάνει ντοκιμαντέρ και επιθυμώ οι ταινίες μου να είναι πειστικές, ακριβείς και αληθοφανείς, ιδίως για τους ανθρώπους που πράγματι κατοικούν στα μέρη στα οποία κινηματογραφώ, είτε είναι στην Ομάχα είτε στην Χαβάη. Αν λοιπόν αυτοί παρακολουθήσουν μια ταινία μου θα πρέπει να σκεφτούν πως μοιάζει αληθινή. Υπάρχει ένας σκηνοθέτης που έκανε ταινίες από το ’40 ως το ’60, ο Άνθονυ Μανν, και οι ταινίες του αποτελούν πηγή έμπνευσης για μένα, κυρίως στον τρόπο που η αφήγηση της ιστορίας του ήρωα που προβάλλεται σε πρώτο πλάνο, συνυπάρχει πάντα με μια θαυμάσια αίσθηση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κινείται, προσδίδοντας βάθος στο σύνολο».

Κάποια στιγμή με ρωτάει με χιούμορ πόσο διαρκεί αυτή η συνέντευξη: «Είμαστε ήδη στις εφτά σελίδες»; Του αρέσει πάρα πολύ να μιλά για τον κινηματογράφο και στην τελευταία μου, κάπως αφελή, ερώτηση για το αν η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο, απαντά: «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν μετασχηματιζόμαστε ως άνθρωποι παρακολουθώντας μια ταινία, αλλά σίγουρα αλλάζουμε, με μικρά βήματα, έτσι δεν είναι; Μέσα από τη ζωή των ανθρώπων που απεικονίζουν οι ταινίες, ίσως. Σκέφτομαι την τελική σκηνή του Κλέφτη Ποδηλάτων (1948) και πόσο όμορφή είναι, πόσο συμπονετική είναι η ματιά του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου, ή την τελευταία σκηνή από τα Φώτα της Πόλης (1931), μια εξαιρετικά συγκινητική σκηνή. Οι τελευταίες σκηνές στις ταινίες μπορεί να υπαινίσσονται κάτι το υπερβατικό. Τώρα, αν υψωνόμαστε, αν μεταμορφωνόμαστε ή όχι, εναπόκειται στο κάθε άτομο χωριστά. Ίσως κάτι τέτοιο πράγματι να συμβαίνει, και ίσως χρειαζόμαστε την τέχνη ως υπενθύμιση αυτής της δυνατότητας. Είναι υπέροχο που η τέχνη διευρύνει μέσα μας την αίσθηση της ανθρώπινης εμπειρίας, επεκτείνει τα όρια της ζωής μας πέρα από αυτά που βιώνουμε προσωπικά μέσα από την καθημερινότητά μας…»

Συνέντευξη ΚΙΜΩΝ ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ

~.~

null

«Η Ανέγγιχτη» ή «η πρόωρη αδερφή της Γέλινεκ»

 

«Η Ανέγγιχτη» ή «η πρόωρη αδερφή της Γέλινεκ[1]»

της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Η σχέση του γερμανικού κοινού (της κριτικής μη εξαιρουμένης) με το έργο της Γκίζελας Έλσνερ (Gisela Elsner) ήταν και παραμένει σχέση αγάπης-μίσους. Κυρίως δε το δεύτερο. Σε ποιον αρέσει άλλωστε να του ‘χτυπούν’ κατάμουτρα τις αδυναμίες του. Έτσι, όταν ο Όσκαρ Ρόλερς γύρισε το 2000 την ταινία με τίτλο «Η ανέγγιχτη» (Die Unberührbare), τα έργα της συγγραφέως και μητέρας του ήταν από καιρό εξαντλημένα και λησμονημένα. Από την άλλη, μόλις το 2007,  οπότε η Έλσνερ θα γιόρταζε τα 70α της γενέθλια, εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία το μυθιστόρημά της Το άγιο αίμα (Heilig Blut). Ο γνωστός εκδοτικός οίκος Ρόβολτ (Rowohlt) είχε αρνηθεί την έκδοσή του το 1982. Κι αυτό δεν είναι όλο: Με αφορμή τη δημοσίευση αποσπασμάτων από το μυθιστόρημά της Απαγόρευση της επαφής (Berührungsverbot) στην Ελβετία, πραγματοποιήθηκε επίθεση στα γραφεία της εφημερίδας που τα είχε δημοσιεύσει. Αλλά και στην Αυστρία, η κριτική κατά του βιβλίου υπήρξε δριμεία. Μόλις το 2002, τριανταδύο χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του και δέκα από το θάνατο της συγγραφέως, η κριτική έκανε λόγο για μια «αιχμηρή καρικατούρα ηθών», προσπαθώντας να συμφιλιώσει την Έλσνερ με την προηγούμενη γενιά. Το 2007 το περιοδικό Σπήγκελ έγραψε για την «εκ νέου ανακάλυψη ενός λογοτεχνικού ινδάλματος». Παρ’ όλα αυτά, η συγγραφέας των οχτώ μυθιστορημάτων και των πολυάριθμων δοκιμίων και διηγημάτων, η οποία γεννήθηκε στη Νυρεμβέργη το 1937 και τερμάτισε τη ζωή της πέφτοντας από ένα παράθυρο στο Μόναχο το 1992, εξακολουθεί να ενοχλεί. Η έντονη κριτική της απέναντι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το φασισμό, αλλά και στη διαβρωτική επιρροή του καπιταλισμού όχι μόνο στην οικονομία και την πολιτική, αλλά και στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι κάτι που δεν της συγχωρούν. Απόδειξη; Τα βιβλία της σπανίζουν στα ράφια των γερμανικών βιβλιοπωλείων και κάποτε είναι δύσκολη ακόμη και η παραγγελία τους. Και κάπου εδώ έρχεται το Amazon…

Ο Ματίας Μάιερς αναφέρει στο κείμενό του «Η Γκίζελα Έλσνερ και οι Κομμουνιστές»[2], μεταξύ άλλων, τα εξής:

                    «Για κάμποσο καιρό, για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα της Γκίζελας Έλσνερ δεν υπήρχε θέση σε κανένα αστικό περιοδικό. Καμία βιβλιοπαρουσίαση, καμία βιβλιοκριτική δεν δημοσιευόταν σε εφημερίδες, δίχως να συνοδεύεται από –υποτιμητικά ως επί το πλείστον – σχόλια για την εμφάνιση, την κόμμωση, τα ρούχα και το βάψιμό της. Ως επί το πλείστον δε, αυτή η ηθελημένη παράλειψη οφειλόταν στη σιωπηρή ταξινόμηση της συγγραφέως στην κατηγορία της υπερβολικής, προκλητικής, εκκεντρικής και άρα κάπως παλαβής γυναίκας. Χάρη σε αυτή τη μέθοδο, το κύρος τόσο του έργου όσο και της προσωπικότητας της Έλσνερ δέχτηκαν μεγάλο πλήγμα. Όσο για την πρόσληψη του έργου της, διαπιστώνει κανείς μια μεταβολή με την πάροδο του χρόνου. Ενώ αρχικά θεωρήθηκε σοβαρή συγγραφέας με ένα πολλά υποσχόμενο πρωτόλειο, τους Γιγάντιους νάνους (Die Riesenzwerge, 1964), το τοπίο άρχισε γρήγορα ν’ αλλάζει και ολοένα περισσότερο να γίνεται λόγος για μια παράφρονα ντίβα κι αυτάρεσκη συγγραφέα.

                   Πολύ πιο ευχάριστα έγραφαν για την εμφάνισή της, παρά για το έργο της: πώς να το κάνουμε, για το πρώτο χρειάζεται κανείς λιγότερο μυαλό.

                   Η δε αστική κριτική θεωρούσε τις πολιτικές της πεποιθήσεις ως άλλη μία από τις εξαλλοσύνες της. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν χρειαζόταν να αναμετρηθεί με τις ουσιαστικές πολιτικές της τοποθετήσεις. Η διαπίστωση μάλιστα αυτή αφορά όλα τα χρόνια συγγραφής της Έλσνερ, με αποκορύφωμα την εποχή μετά την ένταξή της στο Κομμουνιστικό Κόμμα.» (…)

                   «Η Έλσνερ δεν υπήρξε ποτέ κλασική εκπρόσωπος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά της δεν χρησιμοποιούσε τους θετικούς ήρωες, με τους οποίους ο αναγνώστης θα ήθελε να ταυτιστεί. Κύριο εργαλείο της ήταν η άρνηση.       Η άρνηση της άρνησης, ως διαλεκτική αρχή, της άρεσε πολύ. (…)

Στα περισσότερα μυθιστορήματά της κατορθώνει να αποτυπώσει επιτυχώς το βίαιο χαρακτήρα των κοινωνικών συνθηκών, ο οποίος πηγάζει –όπως σωστά αναγνωρίζει– από τις οικονομικές συνθήκες. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους το έργο της Έλσνερ ανήκει σε ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η ρεαλιστική λογοτεχνία της Γερμανίας. Αυτό που τη διακρίνει είναι η σπάνια δεξιότητά της στη σάτιρα. Ήταν σε θέση να περιγράψει καταστάσεις και συνθήκες διατηρώντας μια ουδέτερη στάση, χωρίς αξιολογικές κρίσεις και ανεξάρτητα από ηθικές επιταγές.

                   Η μονοδιάστατη αντιμετώπισή της Έλσνερ από τη λογοτεχνική κριτική επεδίωκε διαρκώς την απαξίωσή της ως «κατακρίτριας του μικροαστισμού», χαρακτηρισμός που για την ίδια τη συγγραφέα συνιστά «γενικευτική ανακρίβεια». «Γι’ αυτό θα ήθελα να εκφράσω την αντίθεσή μου απέναντι στους όρους ‘μικροαστισμός’ ή ‘αποθέωση του μικροαστικού’, αφού ο ‘μικροαστός’ δεν αφορά μια συγκεκριμένη και κοινωνικά σαφώς προσδιορισμένη ομάδα. Από την άλλη, όποιος χρησιμοποιεί τον όρο, απευθύνεται συνήθως στους άλλους». (…)

                   Με αφορμή την τελευταία φάση της ζωής της, η Έλσνερ παρουσιάζεται συχνά ως μια γυναίκα αποκαρδιωμένη, απελπισμένη, σε απόγνωση. Την ίδια απλουστευτική, εξού και λανθασμένη, άποψη για τη συγγραφέα αναπαρήγαγε και η ταινία «Η ανέγγιχτη» το 2000. (…)

                   Η Γκίζελα Έλσνερ ήταν έξυπνη γυναίκα. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι με το δικό της ξεχωριστό τρόπο υπήρξε και μοναδική Κομμουνίστρια.»

       

[1] Έτσι είχε χαρακτηρίσει τη Γκίζελα Έλσνερ το περιοδικό «Έμμα» (Emma)

[2] Mathias Meyers, “Gisela Elsner und die Kommunisten“ in Gisela Elsner: Flüche einer Verfluchten“, Verbrecher Verlag, S. 375-394.

Στο λησμονημένο περιθώριο της νεοελληνικής ιστορίας

σινιόσογλου

 ~. ~

Ο ΝΙΚΗΤΑΣ ΣΙΝΙΟΣΟΓΛΟΥ μιλάει στον ΓΙΩΡΓΟ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ ~ . ~

Ο Αλλόκοτος ελληνισμός είναι το τρίτο σας βιβλίο, και διαφέρει από τα δύο προηγούμενα ως προς το είδος και τη γλώσσα. Τα προηγούμενα βιβλία σας ήταν επιστημονικές πραγματείες γραμμένες στα αγγλικά. Αντίθετα, ο Αλλόκοτος ελληνισμός είναι δοκίμιο γραμμένο πρωτότυπα στα ελληνικά. Επομένως, έχουμε δύο μεγάλες αλλαγές στη γραφή σας: από την ακαδημαϊκή γραφή περνάτε στη δοκιμιακή και από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που θέλω να σας θέσω είναι αν συνδέονται αυτές οι δύο αλλαγές και, αν ναι, με ποιο τρόπο.

Το πέρασμα από την ιστορία της φιλοσοφίας στο δοκίμιο, και από τα αγγλικά στα ελληνικά συνέπεσε με την επιστροφή μου στην Ελλάδα το 2013. Ύστερα από έντεκα χρόνια στο εξωτερικό επέστρεψα για τα καλά, την στιγμή που πολλοί από τους ικανότερους νέους ανθρώπους έφευγαν ή σκέφτονταν να φύγουν (ιδίως το 2013 σημειώθηκε μία από τις υψηλότερες μεταναστευτικές εκροές Ελλήνων). Όμως, δεν είχα γυρίσει στον γενέθλιο τόπο από φιλοπατρία, ούτε για οικογενειακούς λόγους, κι ούτε είχα καμιά πίστη, εργασία εξασφαλισμένη ή σχέδιο να με κρατά, μάλλον είχα κινηθεί παρορμητικά. Κάπως έτσι βρέθηκα στην Ελλάδα της κρίσης. Την προσοχή μου τράβηξε μία πλευρά της χώρας που δεν έμοιαζε καθόλου να επηρεάζεται από την κρίση, κι η οποία μόνο για λύπηση δεν είναι. Θα την περιέγραφα ως ένα κράμα, ανθεκτικό σαν ανθρακόνημα, παρατεταμένης χυδαιότητας και αδικαιολόγητης έπαρσης: είναι η Ελλάδα που συνδυάζει την αντοχή του γερο-σάτυρου με το θράσος της επαρχιώτισσας σταρλέτας. Αυτή η Ελλάδα είναι τόσο μες στην δηθενιά, ώστε αφομοίωσε ακόμη Αλλόκοτος ελληνισμόςκαι την ρητορική της κρίσης προς όφελός της. Κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω τον Αλλόκοτο ελληνισμό, χωρίς να τα έχω ακόμη ξεκαθαρίσει όλα αυτά. Ήξερα μόνον πως το προσκήνιο της εποχής με αηδίαζε, ενώ στο λησμονημένο περιθώριο της νεοελληνικής ιστορίας έβρισκα μεγαλύτερη εντιμότητα και ακεραιότητα.

Τα πράγματα εξελίχθηκαν χωρίς να πολυέχω τον έλεγχό τους: μέσα σε λίγα χρόνια βρέθηκα σχεδόν αποξενωμένος από την παλαιότερη δουλειά που είχα κάνει στο εξωτερικό, αλλά κι από μια γλώσσα –τα αγγλικά– που είχα αγαπήσει πολύ. Τα ελληνικά πάλι, τα είχα τώρα μπρος μου. Όμως, η σχέση μου μαζί τους ήταν ανέκαθεν δύσκολη. Τόσα χρόνια τριβής με κείμενα αρχαία και μεσαιωνικά, και μάλιστα εκτός Ελλάδας, είχαν ως αποτέλεσμα να νιώθω εντελώς ξένη την συνήθη γραφή των «νέων» Νεοελλήνων λογοτεχνών, η οποία μου φαίνεται αβασάνιστη μάλλον, παρά συνειδητά λιτή. Στο κάτω κάτω, η σπουδαιότερη νεοελληνική λογοτεχνία γράφτηκε στην καθαρεύουσα –η οποία προϋποθέτει μια γερή γλωσσική κατάρτιση–, κι όχι στην καχεκτική αστική δημοτική των εφημερίδων. Το ζήτημα του ύφους με ταλαιπώρησε λοιπόν πολύ όταν έγραφα τον Αλλόκοτο ελληνισμό και λύθηκε μόνον καθ’ οδόν, χάρις σε ένα σχήμα «μεικτό, αλλά νόμιμο» και χάρις στον φυσικό υβριδισμό της δοκιμιακής φόρμας. Η γλώσσα είναι φύσει αισιόδοξη, και συνήθως καλύτερη από τον τόπο της.

Ποιες είναι οι διαφορές ακαδημαϊκής και δοκιμιακής γραφής και τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να εγκαταλείψετε τη μία και να στραφείτε στην άλλη;

Συγγραφέας είναι ο μυθιστοριογράφος ή ο δοκιμιογράφος, συγγραφέας είναι και ο ιστορικός της φιλοσοφίας. Υποτίθεται πως διαφέρει ο βαθμός της προσωπικής εμπλοκής. Και λέω πως «υποτίθεται», επειδή η καλή επιστημονική γραφή έχει προσωπικό ύφος και παίρνει ρίσκα, είναι εμπνευσμένη και προκύπτει ως τόλμημα – κάτι που δεν είναι διόλου αυτονόητο πια στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών. Τα δύο μου βιβλία στα αγγλικά –ιδίως το Radical Platonism– πήγαν την «ακαδημαϊκή» γραφή στο ακρότατο όριο που μπορούσα να την φτάσω χωρίς radical-platonismνα βγω από το αυστηρότατο πλαίσιο των μεγάλων πανεπιστημιακών εκδόσεων του εξωτερικού, υπό την έννοια πως πρόκειται για ιστορικοφιλοσοφικές πραγματείες με έκ-κεντρα, ανεπίκαιρα, προσωπικά ή αποκλίνοντα στοιχεία, τόσο ως προς την μέθοδο, όσο και ως προς το ύφος. Είναι μεγάλη άσκηση να προσπαθεί κανείς να διαστείλει τα όρια της «ακαδημαϊκής γραφής» και μαζί την ακαδημαϊκή ορθότητα, χωρίς όμως να τις καταργεί. Όμως, μετά από τα δυο αυτά βιβλία κουράστηκα να παλεύω με μια «ακαδημαϊκή γραφή» που καταντάει όλο και πιο ευνουχισμένη, και ευνουχιστική. Τους λόγους του φαινομένου αναλύει πολύ όμορφα ένας σύγχρονος φιλόσοφος που εσείς τον γνωρίζετε καλά, ο Μιχαήλ Επστάιν. Εδώ, αρκεί να πούμε πως η ακαδημαϊκή ανέλιξη απαιτεί να παίρνεις ελάχιστα ρίσκα και να διαθέτεις ευλύγιστη μέση – με την σειρά του, αυτός ο συνδυασμός επιβάλλει ελάχιστες αποκλίσεις από την ομοιομορφία του τρέχοντος «ακαδημαϊκού» ύφους. Γι’ αυτό, τα περισσότερα papers παράγονται «φασόν», ως προϊόντα μιας ανώδυνης γραφής, η οποία ωστόσο διασφαλίζει την δημοσίευσή τους. Θαυμάζω τους πανεπιστημιακούς που βρίσκουν τρόπους να ξεγελούν ή να αδιαφορούν για τους μηχανισμούς αυτούς και να παραμένουν συνάμα αλώβητοι, όμως δεν γνωρίζω πολλούς τέτοιους, και έχω την αίσθηση πως ο αριθμός τους μειώνεται. Ο τύπος του ιδιοφυή scholar με την κομψή πρόζα εκλείπει, όπως άλλωστε συμβαίνει με τον τύπο του φιλοσόφου και του στοχαστή.

Το δοκίμιο τώρα, νομίζω πως είναι το πιο ποιητικό είδος του λόγου μετά την ποίηση, κι αυτό για δυο λόγους. Πρώτον, επειδή στην ποίηση και στο δοκίμιο κορυφώνεται η συνομιλία με τον εαυτό. Απουσιάζουν οι αφηγηματικές σκαλωσιές, άρα ο εαυτός αναφαίνεται σχεδόν γυμνός. Η ατόφια σκέψη είναι μοναχική σαν στίχος. Κάθε «δοκιμή της σκέψης» δείχνει αμέσως την ωμότητά της χωρίς το άλλοθι μιας αφήγησης ή ενός μύθου, σου φανερώνεται όπως το ψάρι έξω από το νερό, όλο ένταση να ζήσει και να χτυπηθεί με τον κόσμο. Ο δεύτερος λόγος που το δοκίμιο τόσο προσεγγίζει την ποίηση είναι ο εξής: το χαρακτηριστικό του δοκιμιογράφου (το λέει ωραία ο Αντόρνο) είναι η συναισθηματική και ψυχική «υπερεπένδυση» που αυτός αποτολμά, η υπερβάλλουσα, αν προτιμάς, έμφαση σε ένα στοιχείο που αυτόν μεν τον συναρπάζει, ενώ ο επιστήμονας απλώς αναφέρει εν παρόδω, ή μετατρέπει σε υποσημείωση, ή πάντως το εντάσσει σε ένα ευρύτερο, τάχα αποστασιοποιημένο σχήμα. Άρα, ο δοκιμιογράφος εστιάζει την ματιά του μιλώντας βιωματικά, προσωπικά, δημιουργικά, την ίδια στιγμή που παρενδύεται μια λογοτεχνική κατασκευή ορθολογική και συνεπή, πειθαρχημένη και στοχαστική. Λοιπόν, η πάλη του αυτή με τους υφολογικούς περιορισμούς του δοκιμίου κάνει το βιωματικό στοιχείο να περιελίσσεται με κινήσεις ανεπαίσθητες Montaigne-Dumonstier.jpgκαι λεπτές, εξόχως ποιητικές. Τα δοκίμια του Μονταίνιου είναι λεπτεπίλεπτα τολμήματα, δοκιμές κυριολεκτικές (essais, από το essayer), σαν του εξερευνητή που δοκιμάζει να προχωρήσει σε έναν τόπο τον οποίο δεν γνωρίζει. Αλήτικο δεν γίνεται ποτέ το δοκίμιο, διατηρεί τους τρόπους του, όμως είναι φύση απρόβλεπτη. Τόσο λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στην δοκιμή και στην μορφή, τέτοιες εντάσεις ανάμεσα στο τόλμημα και στην στοχαστική πειθαρχία δεν θα βρει κανείς σε κανένα άλλο είδος του λόγου. Γι’ αυτό κι ο χειρισμός τους απαιτεί τα περισσότερα εφόδια. Διόλου τυχαία, λίγοι επιλέγουν το δοκίμιο ως την κύρια εκφραστική τους δίοδο, κι από αυτούς οι καλύτεροι διακρίνονται για τις ποιητικές τροπές του λόγου τους.

Το βιβλίο σας ασχολείται με εφτά ιδιαίτερους στοχαστές: Αγκωνίτης, Πλήθων, Ταρχανιώτης, Καΐρης, Παμπλέκης, Σοφιανόπουλος, Σιμωνίδης. Είναι στοχαστές που διαφέρουν πάρα πολύ ο ένας από τον άλλο. Όλοι τους όμως θέτουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας. Ποια είναι η προσωπική σας άποψη για το ζήτημα; Το νεοελληνικό έθνος είναι ένα πρόσφατο δημιούργημα εκ του μηδενός ή η απόληξη μια μακραίωνης διαδικασίας;

Τι συμβαίνει λοιπόν και ακόμη νομίζουμε πως «το νεοελληνικό έθνος είναι πρόσφατο δημιούργημα»; Πρώτον, ότι συχνά παραγνωρίζουμε την σημασία των ατόμων που προηγούνται του κανόνα, τα μεμονωμένα πρόσωπα που λειτουργούν ως εμπροσθοφυλακή των ιδεών, τόσο χρονικά, όσο και συνειδησιακά. Δηλαδή, κρίνουμε με γνώμονα το πότε μια ιδέα φτάνει
«στην βάση», κοιτάμε την μαζικότητα μιας ιδέας. Νομίζω πως πρόκειται για σφάλμα μεθοδολογικό και συγχρόνως για λάθος κατηγορικό, όπως λέμε στην φιλοσοφία. Διότι οι ιδέες δεν είναι η δημόσια απήχησή τους. Οι ιδέες ξεκινούν από πρόσωπα, κάποιες από αυτές εμψυχώνουν συλλογικότητες και κοινότητες, κι εντέλει εκφυλίζονται σε μια -ότητα ή σε έναν -ισμό. Εν προκειμένω, η διεθνής βιβλιογραφία επισημαίνει πως οι εθνικισμοί της Δύσης αναδύονται κατά τον δέκατο πέμπτο αιώνα, με αφορμή την Σύνοδο της Κωνσταντίας (1414/8). Την ίδια περίοδο στέλνει ο Πλήθωνας τα Υπομνήματά του, και αργότερα λόγιοι και ποιητές που βρέθηκαν εκτοπισμένοι στην Ιταλία αναζήτησαν μία νέα ελληνική ταυτότητα Ταρχανιώτηςπου δεν είναι Βυζαντινή, αλλά ούτε Δυτική. Κάποιοι μάλιστα, όπως ο Μάρουλλος Ταρχανιώτης, κινούνται προς μια νεοελληνική αυτοσυνειδησία γράφοντας στα νεολατινικά, πράγμα που βρίσκω εκπληκτικό ακόμη και από ψυχολογική άποψη: H απώλεια του γενέθλιου τόπου κι η απώλεια της μητρικής γλώσσας παρωθούν σε μια εκδοχή της ελληνικότητας που δεν είναι Ορθόδοξη και οικουμενική, αλλά εξίσου θέλει να διαφέρει από τον Ουμανισμό των Δυτικών. Εφόσον διαπιστώνουμε το αίτημα των προσώπων αυτών, και τον πόθο τους, τότε εξίσου υφίσταται η σύστοιχη ιδέα που αυτοί πρόταξαν: της συγκρότησης μιας νεοελληνικής πολιτικής κοινότητας με διακριτά σύνορα, δικό της νόμισμα, και δική της αυτοσυνειδησία, αν όχι κοσμοαντίληψη. Ας σημειώσουμε, πάντως, πως η έκφραση Νέοι Έλληνες εμφανίζεται γύρω στα 1675, και πως τους νεολογισμούς νεοελληνικός και Νεοέλληνες χρησιμοποιεί ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος στα 1815.

Κατά τα άλλα, νομίζω πως το νεοελληνικό έθνος είναι η απόληξη μιας διαδικασίας που είναι ταυτοχρόνως μακραίωνη και εκφυλιστική. Η ιστορία του είναι μια ιστορία ανολοκλήρωτων συνθέσεων, εν ενί λόγω η ιστορία μιας αποτυχίας, ή μάλλον ενός αλλόκοτου υβριδισμού και μακελειού. Όπως το νεοελληνικό κράτος είναι ένα failed state, έτσι και το νεοελληνικό έθνος είναι ένα έθνος που με ταντάλειες παλινδρομήσεις διαρκώς αποτυγχάνει να αποκτήσει αυτοσυνειδησία (κι αφού δεν την βρήκε ως τώρα, μάλλον δεν θα την βρει ποτέ). Βεβαίως, ένα τέτοιο έθνος είναι οργανισμός που αντέχει σχεδόν τα πάντα, μπορεί να συνεχίζει στρεβλωμένο για αιώνες κι ακατάβλητο χωρίς να χαμπαριάζει τίποτα. Ως γνωστόν, ευάλωτες είναι οι πολύπλοκες και υψηλές φύσεις.

Στο βιβλίο σας αναδεικνύετε τη μακροχρόνια ένταση ή και σύγκρουση μεταξύ της χριστιανικής και της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Δείχνετε ότι η λεγόμενη ελληνοχριστιανική σύνθεση ήταν μια φενάκη. Πώς πιστεύετε ότι εκδηλώνεται αυτή η ένταση σήμερα και πόσο μας αφορά;

Υπάρχει ένα παλιό ψυχιατρικό ανέκδοτο που λέει πως ο νευρωσικός χτίζει παλάτια στον αέρα, ο ψυχωσικός ζει μέσα σε αυτά κι ο ψυχίατρος εισπράττει το νοίκι. Η κουβέντα για την σχέση ελληνικής φιλοσοφίας και Χριστιανισμού εξελίχθηκε για δεκαετίες με όρους νευρωσικούς, το δε νοίκι εισέπραξαν ολίγοι οργανικοί διανοούμενοι που έχτισαν εν μέρει την καριέρα τους υπομνηματίζοντας ad nauseam όψεις της κουβέντας αυτής. Διότι οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν ξεκάθαρη θέση για το ζήτημα, δηλαδή πως η ελληνική φιλοσοφία και η Ορθοδοξία είναι διακριτοί τρόποι ύπαρξης, κι ότι είναι σφάλμα να νομίζει κανείς πως η ομοιότητα της λέξεως συνεπάγεται ταύτιση με τον νοῦν των κειμένων. Σήμερα πια, η κουβέντα έχει –επιτέλους– κορεστεί. Η εκτίμησή μου είναι πως στο εγγύς μέλλον το ζήτημα της σχέσης ελληνικής φιλοσοφίας και Ορθοδοξίας θα εκκρεμεί αδιάφορο σαν απονευρωμένο δόντι.

Πιο σημαντικό είναι πως τελικά ούτε η αρχαία φιλοσοφία, ούτε η Ορθοδοξία εντάχθηκαν σε κάποια τέλος πάντων αναγνωρίσιμη μορφή νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας, και ότι οι ιδεολογικές τους χρήσεις πολύ γρήγορα κατέληξαν παρδαλές και φαιδρές. Γενικώς, η λεγόμενη «νεοελληνική ταυτότητα» ασφυκτιά μες στις συλλογικές δομές, κι όποτε πάει να πάρει κάποια επίσημη ή θεσμική μορφή εκτρέπεται στην γραφικότητα. Πιθανόν, αυτό ισχύει για κάθε ταυτότητα κατά το μάλλον ή ήττον, ας πούμε για την γερμανική ή την αγγλική.

Μια πρόταση για το πως μπορεί κανείς να κινηθεί αφ’ ης στιγμής συνειδητοποιήσει το μάταιο του πράγματος, είναι η αντιστροφή της σχέσης ατόμου (προσώπου) και κοινότητας. Αντί να ορίζεται κανείς από την όποια landauerκοινότητα, ας δοκιμάσει να την ξεγεννήσει από μέσα του. Ένας ελάσσων φιλόσοφος που μου αρέσει πολύ, ο Γκούσταφ Λαντάουερ, λέει το εξής: πως η κοινότητα, όταν την ανακαλύψεις εσύ ο ίδιος κινούμενος ως άτομο, όταν την ανασύρεις από βαθιά μέσα σου, είναι ισχυρότερη από την κοινότητα που σου είχε ετοιμάσει το Κράτος, κι ισχυρότερη από κάθε εκφυλισμένη παράδοση. Υπάρχει μια κοινότητα με τους ανθρώπους και τον κόσμο πίσω από τις κοινότητες. Οι αρμοί της είναι αρχαιότεροι και ισχυρότεροι από τους εξωτερικούς της εκάστοτε κοινωνίας. Όσο πιο βαθιά επαναπατρίζομαι στον εαυτό μου, τόσο εντονότερα τους γνωρίζω και συνάμα τους φτιάχνω. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, πως οι λέξεις που τελικά κάνουν την μεγάλη διαφορά στην ζωή μας, και οι οποίες εντέλει ορίζουν την σχέση μας με τους άλλους, λέξεις όπως «ευχαριστώ», «παρακαλώ», «συγγνώμη», ακτινοβολούν την ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα της ατομικά βιωμένης εμπειρίας. Είναι αυτή η αντιστροφή της οπτικής και της φοράς των πραγμάτων που πλέον σπανίζει στον Δυτικό κόσμο, και στην Ελλάδα ακόμη περισσότερο, όπως άλλωστε σπανίζει η προσωπική στάση.

Τον τελευταίο καιρό γράφετε μια νέα σειρά κειμένων* με θέμα τις περιπλανήσεις στις πόλεις, κυρίως στην Αθήνα. Η αγάπη σας για τη flânerie είναι έκδηλη και στον Αλλόκοτο ελληνισμό. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για την προσωπική σας σχέση με την αστική περιπλάνηση; Τι σας κινεί το ενδιαφέρον σε αυτή την ενασχόληση;

Τα κείμενα αυτά είναι ένα πείραμα μεγάλης διάρκειας, για όσα χρόνια θα αντέχω να περπατώ, να σκέφτομαι και να αισθάνομαι. Κάθε εβδομάδα καταγράφω εικόνες, συνειρμούς και σκέψεις που προκύπτουν σε συνθήκες αστικής περιπλάνησης, αλλά και σχόλια πάνω σε κείμενα που αφορούν την flânerie. Η αστική περιπλάνηση είναι πράξη και συνάμα θεωρία. Είναι ένας προσωρινός αποχωρισμός από τους συμπολίτες και τα πράγματα, η διάνοιξη ατομικών προοπτικών που ίσως, όμως, αφορούν εντέλει και άλλους. Σε θεωρητικό επίπεδο με έχουν επηρεάσει οι Ζίμμελ, Κρακάουερ, Μπένγιαμιν, Ντεμπόρ. Όμως, γρήγορα ανακάλυψα πως η Αθήνα είναι πιο σκληρή πόλη από όσες εκείνοι περιέγραψαν, και πολύ πιο δυνατή, μια πρόκληση για κάθε ικανό φλανέρ, λόγω της βάναυσης πολεοδομίας και της βάναυσης ψυχής της: αρκεί να αναλογιστεί κανείς την σπανιότητα αρχιτεκτονημάτων από την βυζαντινή, την οθωμανική και την νεώτερη περίοδο, λες και η πόλη υπάρχει μόνον στα άκρα της, ως Αθήνα αρχαία και Αθήνα σύγχρονη (από την άποψη αυτή, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με καλύτερη συνέχεια), ή τον sui generis μοντερνισμό της Αθήνας, για να το θέσω ευφημιστικά. Ή μάλλον, για να το πω ανοιχτά, πότε πότε, η πόλη αυτή μοιάζει με έναν αιφνίδιο εμετό από νοθευμένα μείγματα τσιμέντου που χύθηκαν διαμιάς ανάμεσα στα αρχαία ερείπια και σε όλα τ’ άλλα, μια τεράστια εμετική Πομπηΐα. Νά με τι καλούνται ο φλανέρ κι ο ψυχογεωγράφος να αναμετρηθούν, και τι Benjaminπασχίζουν να μετασχηματίσουν, τριγυρνώντας σε μια πόλη ιστορικά και ψυχολογικά τσιμεντωμένη. Δεν υπάρχουν παριζιάνες arcades στην Αθήνα, για να τους γλυκάνουν. Αναγκάζεται κανείς να πάει πέρα από τον Μπένγιαμιν. Η νεοελληνική αθλιότητα είναι συναρπαστικό θέμα, και με εμπνέει πολλαχώς. Εξίσου με συναρπάζει η περιπλάνηση εν μέσω ερειπίων, αρχαίων και σύγχρονων – κάτι αρκούντως ελληνικό σκιρτά εδώ, σκέφτομαι το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, όπου η πλάνη γίνεται σε έναν κόσμο θραυσμάτων, ενόσω θραύεται μαζί κι ο ίδιος ο πλάνης (Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη / τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν / ἀκρωτηριασμένα).

Βεβαίως, η αστική περιπλάνηση έχει προεκτάσεις πολύ πέρα από την σάρκα της πόλης. Μήπως ο Πλάτων και ο Νίτσε δεν είδαν την αλήθεια ως περιπλάνηση και παιχνίδι; Και με πιο αυστηρούς όρους ισχύει μία ακόμη διάκριση: πως η αλήθεια είναι ίσως ένα αποκορύφωμα του «γίγνεσθαι», ο θρίαμβος και το απόγειό του, μια στιγμή ισορροπίας και ηρεμίας· ενώ η διαδικασία της περιπλάνησης είναι μια αλήθεια που αποτυγχάνει, μια αλήθεια χωλή, μισή, αεικίνητη. Την διάκριση αυτήν την έμαθα από έναν άνθρωπο που επηρέασε κάποτε τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην φιλοσοφία, τον Κώστα Αξελό, ο οποίος άλλωστε θέτει το κρίσιμο ερώτημα: «Είναι η εξορία η πατρίδα της σκέψης;». Τούτο το ερώτημα νομίζω πως οφείλουμε να θέσουμε εκ νέου, όμως κατά μόνας και πλάνητες (άλλωστε, μόνοι είμαστε με την γέννηση και τον θάνατό μας), χωρίς τα φασκιά ενός νεοελληνικού τάχα «εμείς», κι έτσι πια να πορευθούμε – κατάμονοι, κι άρα μαζί.

~ . ~

sinios_am.jpg

 

* Η σειρά των κειμένων «Flânερειπie» του Νικήτα Σινιόσογλου εδώ.

 

 

 

Τα ακροβατικά οξύμωρα του νοήματος

ΣΠΕΡΜΟΛΟΓΟΣ

~.~

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ ~. ~

Α. Κ. Χριστοδούλου,
Σπερμολόγος ή Έκτροπα ενός λαθρόβιου,
Gutenberg-«Συρτις», 2016

Ο τίτλος της συλλογής δηλώνει ευκρινώς ποια ποιητική ταυτότητα ενδύεται  ο συγγραφέας σε αυτή του την εργασία: σπερμολόγος είναι ο «ευτελής και ευκαταφρόνητος» άνθρωπος, ο «ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων ἀποζῶν» που κυκλοφορεί μολύνοντας το ευυπόληπτο νόημα με τις «κενές πιθανολογίες» και τα «ξένα δαιμόνια», μια ενοχλητική καλιακούδα  που τρέφεται με τους πεσμένους σπόρους των φορτίων της αγοράς, ένας «εὐρυλόγος», ένας «ἀκριτόμυθος», διαβάζουμε στο επεξηγηματικό γλωσσάρι που προηγείται των ποιημάτων. Τουτέστιν, ένας λαθρόβιος που υποδυόμενος αυτόν τον ανυπόληπτο ρόλο του κυνικού φιλοσόφου –ποιητή υπονομεύει με παιγνιώδη και συχνά περιπαικτικό τρόπο αυτήν ακριβώς την βεβαιότητα των ανθρώπινων ρόλων στην αιχμή των καθημερινών παραλογισμών.

Στο βασικό ερώτημα της ύπαρξης ποιος είμαι εγώ σε σχέση με τον άλλο και τον κόσμο, η βασική απάντηση είναι: είμαι εγώ και ο άλλος, ο σωσίας του εαυτού και του άλλου και στο αντίκρισμά μου με τον διπλανό είναι δύσκολο να διακρίνω το θύτη από το θύμα:

Ο ΛΗΣΤΗΣ

μόλις βύθισε την απειλή
στα απορημένα μάτια μου
ούρλιαξε: «Βο ή..ή θεια
το ανθρωπάκι με ληστεύει»
κι ετράπη σε φυγή

και από κοντά σπασμένη
η φο βισμέν η φω νή του

Στο ερώτημα αν αληθεύει αυτό ή το άλλο,  απαντά: αληθεύει και αυτό και το άλλο, η διαφορά είναι ομοιότητα, το φως της μέρας είναι κι αυτό σκοτάδι, ο θεός είναι ο λογοκλόπος του λόγου μου που είναι δικός του βέβαια λόγος, οι αλήθειες των δύο συνθέτουν ένα ψέμα, αυτό που με χωρίζει από τα πράγματα είναι αυτό που με ενώνει μαζί τους, η διάψευση των ασύμπτωτων σχέσεων καταδεικνύει ακριβώς την βαθιά τους σύμπτωση:

«ΑΣΥΜΠΟΝΕΥΤΟΣ

είναι ο κύριος
που με βλέπει
να τον κοιτάω
όλος συμπόνια»

είπε κι αυτός
αποσύρθηκε
στα δύο τους ψέματα

Πάμπολλα είναι τα παραδείγματα αυτής της υποστασιακής αντίφασης. Αντιγράφω μερικά: «ομόηχοι και πλεοναστικοί» οι φθόγγοι της εσωτερικής χασμωδίας δεν αναιρούν το ταυτοτικό «ένα κάτι αδιάσπαστο / σαν μονωδία» που ακούγεται μέσα μας («Χασμωδία»)﮲ «μετακινούμενο πάντα και αμετακίνητο αιωνίως» σημείο η ψυχική μας έδρα («Ματαιότητα»)﮲ η επιστήμη που τρέχει να συλλάβει «τον Πανταχού Παρόντα Θεό / στο τέρμα της Απουσίας Του» («Τεχνογνωσία»)﮲ το παράπονο του ερωτευμένου: «Λιώνω αγγίζοντας το κορμί σου» που βρίσκει την απάντηση εκείνης: «Διπλή που εκτίεις λοιπόν η ποινή μου».

Γι’ αυτό και σε πολλά κείμενα της συλλογής βλέπουμε τον «καθημερινό άνθρωπο» (ο αναγνώστης, ο ξεναγός, ο ιερέας, ο σύζυγος, ένας άπιστος,  ο ταμίας, ο νυχτοφύλακας) να έρχεται αντιμέτωπος με μια τετριμμένη πράξη που γίνεται απροσδόκητα επικίνδυνη, φαινομενικά παράλογη, αλλά βαθιά δηλωτική της επίβουλης φύσης των ρόλων που αυτόματα αντιστρέφονται ή επικαλύπτονται.

Από αυτή τη θεώρηση προκύπτει το παιγνιώδες ύφος, τα ακροβατικά οξύμωρα, οι ειρωνικές ταυτολογίες, οι λεκτικές εξισώσεις που αναδεικνύουν τη διπλή και αμοιβαία ακυρωμένη φύση των πραγμάτων, την επισφάλεια της γνώσης: το άλλο που είναι ίδιο, το δικό μου που είναι δικό σου κ.ο.κ.  Αλλά το εξαγόμενο αυτής της εξίσωσης είναι η αμοιβαία ήττα, γιατί η παραδοχή της σύμπτωσης γίνεται κατά μόνας, ενώ στη διαδικασία του σχετίζεσθαι κυριαρχεί η αδιαφάνεια της διαφοράς. Αυτό που εντέλει ζητείται είναι το αρχικό ομοούσιο, πιστοποιημένο, όμως, μόνο αρνητικά, στη χασούρα των σχέσεων, της αναζήτησης του θεού, του διχασμένου εαυτού, της ποιητικής δημιουργίας.

Το ειρωνικό αμόνι σφυρηλατείται περισσότερο προκλητικά στις παράπλευρες θεματικές του βιβλίου: στα ποιήματα ποιητικής (όπου ή γραφή ισούται με μια ατελέσφορη αντιγραφή, εξίσου όμως σώζουσα), στα ποιήματα που διαλέγονται με την φενακισμένη ιστορία, την άψυχη παντοκρατορία της επιστήμης, την εκχρηματισμένη λογική της ζωής.

Το ζιζάνιο του σπερμολόγου δεν επιτρέπει, βέβαια, δραματικές απολήξεις, αλλά φροντίζει να απαλείψει κάθε λυρική υπόνοια:

Η ΣΦΑΙΡΑ

Αν μιλήσεις
εξοστρακισμένη πάνω μου
η σφαίρα σου κατάστηθα
θα σε χτυπήσει

Η συνέπεια είναι γνωστή –
κανείς από τους δυο μας
δε θα πεθάνει

Αυτές οι ειρωνικές ασυνέχειες του νοήματος δηλώνονται και υποστασιοποιούνται  ενίοτε και οπτικά με την ανάλογη διευθέτηση των στίχων και την τομή των λέξεων.

Συχνά, βέβαια, γίνεται κατάχρηση αυτού του σαρδόνιου χιούμορ που εκπίπτει σε αβαθή λογοπαίγνια ή σε καλαμπούρι (π.χ. το ποίημα «Τρέλας Τρέλα»), ενίοτε καρουζικού ηχοχρώματος. Και η αρχική του σύσταση: «Να μπουσουλάς […] με τη γλώσσα / έξω ν’ αλληθωρίζει / προς τ’ άγαρμπα κοψίδια / κάθε στίχου σφαγμένου/ κρεμασμένα απ’ τα τσιγκέλια / της ακυριολεξίας» δεν αποδεικνύεται πάντα συνετή συμβουλή, καθώς, με αυτή τη λεκτική γυμναστική και τη συχνή «σφαγή» των στίχων, το νόημα δυστροπεί ή εξωθείται σε μια εύκολη οπτικοποίηση  και έτσι ό,τι θέλει να κερδίσει με τον αιφνιδιασμό της τεχνικής το χάνει με την επανάληψη του τεχνάσματος.

Μια ιδιότυπη γραφή που απονέμει πλήρως τον τίτλο του «σπερμολόγου» στον ποιητή που συνθέτει με φανερή αυθάδεια και κρυφή συμπόνια ένα εγκώμιο-λίβελλο της μωρίας του ανθρωπάκου μας, μπλεγμένου στα δίχτυα της αυταπάτης του. Μια ασκητική λαθρόβιου που επιλέγει την ξηρασία του λιτοδίαιτου λόγου, ακόμα, όμως, και εκεί που θα έπρεπε να στάξει λίγη βροχούλα συναισθήματος ή συμφιλίωσης, όπως αυτή που βρέχει στο όμορφο ποίημα «Ένα πουλί»:

ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ

δεν είναι σωστό
πουλί αλλά δυο τοσοδούλικα
αραχνοΰφαντα συννεφάκια
συνδυασμένα στο σχήμα
μιας αιθέριας ωραίας ουράς
ενός μικρού αδιόριστου πτηνού
με το υπόλοιπο κομμάτι
(κεφαλάκι εν συνεχεία στήθος)
αδιόρατο σε όσο τμήμα
του ουρανού δε χωράει
σε ανθρώπινο μάτι

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

 

Μιὰ Πρω­το­χρο­νιὰ τοῦ ’84

Giannispatilis

Τὴ χρονιὰ ποὺ μᾶς ἔφυγε, ὁ Γιάννης Πατίλης, ποιητής, κριτικός καὶ ἐκδότης τοῦ ἱστορικοῦ λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ Πλανόδιον (1986-2012), συμπλήρωσε τὰ ἑβδομῆντα του ἔτη. Μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν πρόσφατων βιβλίων του, τὸ Νέο Πλανόδιον τοῦ ἀφιέρωσε τὴν τελευταία ἑβδομάδα τῶν ἀναρτήσεων τοῦ 2017 – ἀναγνώριση ἐλάχιστη ἀνεξαγόραστης ὀφειλής. Συμμετεῖχαν κατά σειρά οἱ Κώστας Κουτσουρέλης, Σωτήρης Γουνελᾶς, Ἄγγελος Καλογερόπουλος, Ξάνθος Μαϊντᾶς, Θανάσης Γαλανάκης, Γιῶργος Πινακούλας καὶ Ἕλενα Σταγκουράκη. Σήμερα, Πρωτοχρονιά, κλείνουμε καταπὼς ταιριάζει – μὲ ἕνα κείμενο τοῦ ἴδιου τοῦ τιμώμενου, ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἀνέκδοτο ἡμερολόγιό του.

~. ~

τοῦ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ ~.~

Στὴν μνή­μη τοῦ πα­τέ­ρα μου Πα­να­γι­ώ­τη Ἰ­ω­άν­νου Πα­τί­λη

Ἀ­γα­πη­τὲ Κώ­στα,

μοῦ ζή­τη­σες ἕ­να κεί­με­νο γιὰ νὰ δη­μο­σι­ευ­τεῖ ἀ­νή­με­ρα τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς στὸ ψη­φι­α­κὸ Νέ­ο Πλα­νό­διον, κλεί­νον­τας τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα. Κά­ποι­α στιγ­μὴ μοῦ ’γρα­ψες ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι κά­τι καὶ ἀ­πὸ τὶς Ἡ­μέ­ρες καὶ Νύ­χτες, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο ποὺ κρα­τοῦ­σα στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’80. Πρὸς στιγ­μὴν σκέ­φτη­κα νὰ σοῦ στεί­λω τὰ «Πα­πα­γι­ωρ­γι­κά» τῆς ἐ­πο­χῆς τῆς «Νή­σου», ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­να —μ’ ὅ­λα τὰ ξε­σα­λω­μέ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα καὶ πρω­το­χρο­νι­ά­τι­κά τους—εἶ­ναι μα­κρο­σκε­λέ­στα­τα κι ἀν­τι­δι­κτυα­κά, πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρί­πλο­κα καὶ λι­γό­τε­ρο προ­σω­πι­κά. Ἔ­τσι, ἀ­φοῦ τό ’ψα­ξα λι­γά­κι, κα­τέ­λη­ξα νὰ σοῦ στεί­λω μιὰ ἐγ­γρα­φή μου τῆς 01-01-1984. Ὁ πα­τέ­ρας μου, ἐ­πὶ τρεῖς δε­κα­ε­τί­ες με­τὰ τὴν πτώ­χευ­σή του πλα­νό­διος ἔμ­πο­ρος ὡ­ρο­λο­γί­ων καὶ κο­σμη­μά­των στὰ ἀρ­βα­νι­το­χώ­ρια τῆς Δυ­τι­κῆς Ἀτ­τι­κῆς, μό­λις εἶ­χε σα­ραν­τί­σει κι ὁ τά­φος του φρε­σκο­σκαμ­μέ­νος, κι ἐ­γὼ παίρ­νον­τας τὴν τσάν­τα του, εἶ­χα ἀ­να­λά­βει νὰ μα­ζέ­ψω τὶς χρε­ω­στού­με­νες «δό­σεις» τῶν πε­λα­τῶν του… Τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα τῆς πα­ρού­σης ἐγ­γρα­φῆς, Κυ­ρια­κὴ 31 Δε­κεμ­βρί­ου 1983, βρι­σκό­μου­να γι’ αὐ­τὴ τὴ δου­λειὰ στὸν Ἀ­σπρό­πυρ­γο. Πα­ρέ­α μου ὁ τό­τε κουμ­πά­ρος μας του­μπί­στας Γιά­ννης Ζου­γα­νέ­λης… Τὶς μέ­ρες ἐ­κεῖ­νες εἶ­χε ση­μει­ω­θεῖ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ νε­ρὰ μιὰ ἐ­πί­θε­ση καρ­χα­ρί­α σὲ χει­με­ρι­νὸ κο­λυμ­βη­τή. Ἕ­να τί­πο­τα μπρο­στὰ στοὺς ἑ­κα­τον­τά­δες καρ­χα­ρί­ες ποὺ γυ­ρό­φερ­ναν τό­τε ἕ­ναν ἡ­μι­θα­νῆ λα­ό, καὶ ἔ­κτο­τε ἐ­πε­κρά­τη­σαν πλή­ρως στὶς ζω­ές μας….

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑ­ΤΙ­ΛΗΣ
Νέ­α Σμύρ­νη, 28 Δε­κεμ­βρί­ου 2017

ΥΓ. Στὴ φω­το­γρα­φί­α παι­δά­κι στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’50, στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ πα­τέ­ρα μου στὸ σπί­τι μας, Λέ­νορ­μαν 117, στὸν Κο­λω­νό.

~ . ~

Patilis, Yiannis-08, Pateras, (Aidipsos)

~ . ~

[Ἡ­μέ­ρες καὶ Νύ­χτες
Ση­μει­ώ­σεις ἡ­με­ρο­λο­γί­ου]

Δευ­τέ­ρα, 1 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1984

Χτὲς πῆ­γα μὲ τὸν Γιά­ννη στὸν Ἀ­σπρό­πυρ­γο. Στῆς Ἀ­πο­στο­λο­πού­λου, χά­ρι­σα στὸ κο­ρι­τσά­κι της τὴ Δή­μη­τρα ἕ­να ζευ­γά­ρι χρυ­σὰ σκου­λα­ρί­κια. Εἶ­πα πὼς τῆς τὰ χα­ρί­ζει ὁ παπ­πούς. (Ἐ­μέ­να τὸ παι­δά­κι μὲ λέ­ει «θεῖ­ο».) Συγ­κι­νή­θη­κε κι ἡ μά­να, μιὰ συμ­πα­θη­τι­κὴ γυ­ναί­κα, καὶ τὸ κο­ρι­τσά­κι. Φεύ­γον­τας μοῦ φώ­να­ζε ἡ μά­να του πὼς ἔ­κλαι­γε τὸ παι­δά­κι.

Στὸ σπί­τι τοῦ Μαγ­γα­νᾶ στὴ Δι­α­σταύ­ρω­ση, ἕ­νας γέ­ρον­τας μοῦ ’λε­γε: «τί νὰ κά­νου­με, δι­α­βά­τες εἴ­μα­στε».

Πῆ­ρα τὴν τε­λευ­ταί­α δό­ση ἀ­πὸ τὴ Μα­κε­δό­να. Κά­θε ποὺ ξο­φλά­ει ἕ­νας πε­λά­της μὲ πιά­νει μιὰ θλί­ψη. Εἶ­ναι σὰ νὰ ξε­κολ­λᾶ καὶ νὰ πε­θαί­νει —λί­γο-λί­γο— ἕ­να ἀ­κό­μη κομ­μά­τι ἀ­π’ τὸν πα­τέ­ρα. Τοὺς εἶ­πα πὼς θὰ πε­ρά­σω νὰ τοὺς ξα­να­δῶ. Χά­ρη­καν. Μοῦεἶ­παν νὰ πά­ρω τὴ γυ­ναί­κα μου καὶ νὰ πᾶ­με – κι ὅ­λοι μα­ζὶ νὰ βγοῦ­με γιὰ χόρ­τα.

Ἔ­πια­σα κου­βέν­τα μὲ τὴ Μα­ρί­α τὴ Στά­μου, μιὰ χον­τρὴ γυ­ναί­κα μὲ νε­α­νι­κὸ πρό­σω­πο. Μὲ τὸν ἄν­τρα της καὶ τὸν ἀ­νι­ψιό της ἔ­χουν μιὰ βι­ο­τε­χνί­α ἐ­κτύ­πω­σης καὶ πλα­στι­κο­ποί­η­σης, μὲ βά­ση τὴν ἀ­νι­λί­νη, κι ἀ­πα­σχο­λοῦν γι’ αὐ­τὸ εἰ­δι­κὸ «ἀ­νι­λι­νά». Τὴ ρώ­τη­σα μὲ τί ἀ­σχο­λοῦν­ται τώ­ρα οἱ ἀ­σπρο­πυρ­γι­ῶ­τες, μιὰ καὶ πε­ρι­ο­ρί­στη­κε ἡ κτη­νο­τρο­φί­α (ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν ἀ­γε­λά­δων ἔ­χει πέ­σει στὸ μι­σό, 2.000 ἀ­πὸ 3.500, νο­μί­ζω). Μοῦ εἶ­πε πὼς ἀρ­κε­τοὶ ἀ­σχο­λοῦν­ται ἀ­κό­μη μὲ τὴν κτη­νο­τρο­φί­α (ἔ­χει λε­φτά), πολ­λοὶ μὲ τὰ περ­βό­λια (ἔ­χουν ἀρ­κε­τὲς ἐ­κτά­σεις πρὸς βορ­ρᾶ), ἄλ­λοι στὸ συ­νε­ται­ρι­σμὸ γά­λα­κτος, ἄλ­λοι στὰ ἐρ­γο­στά­σια (χα­λυ­βουρ­γι­κή, χαρ­το­ποι­ΐ­ες κ.ἄ.). Ἄλ­λοι πῆ­ραν ἀρ­κε­τὰ χρή­μα­τα ἀ­πὸ τὶς ἀ­παλ­λο­τρι­ώ­σεις τοῦ ΟΣΕ καὶ τοῦ Ὑπ. Δη­μο­σί­ων Ἔρ­γων γιὰ δι­ά­νοι­ξη (ἢ δι­α­πλά­τυν­ση) δρό­μων πρὸς Ἀ­θή­να (Ἁγ. Πα­ρα­σκευ­ὴ κλπ.).

Πό­σο μᾶς ἔ­λει­πες, πα­τέ­ρα, χτὲς τὰ με­σά­νυ­χτα. Κλά­ψα­με, πά­λι, γιὰ σέ­να.

Καὶ πά­λι κοι­τού­σα­με σὰν ἠ­λί­θιοι γύ­ρω στὶς δυ­ὸ ὧ­ρες τὴν ἔγ­χρω­μη τη­λε­ό­ρα­ση. Σχε­δὸν σὰν ἠ­λί­θιοι, για­τὶ δια­ρκῶς προ­κα­λοῦ­σα τὰ παι­διὰ καὶ κυ­ρί­ως τὴν Κι­κή, γι’ αὐ­τὸ ποὺ γι­νό­τα­νε. Ἐ­γώ, θυ­μᾶ­μαι, τὶς πρω­το­χρο­νι­ές, οἱ ἄν­θρω­ποι μα­ζε­μέ­νοι γύ­ρω ἀ­π’ τὸ τρα­πέ­ζι, παί­ζα­νε χαρ­τιά, ἀλ­λά­ζα­νε δῶ­ρα καὶ δι­α­σκε­δά­ζα­νε, βλέ­πον­τας στὸ πρό­σω­πο ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον. Ὄ­χι ἔ­τσι, ὅ­πως τώ­ρα, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι, κοι­τών­τας ὁ κα­θέ­νας γιὰ λο­γα­ρια­σμό του τὴν τη­λε­ό­ρα­ση, δί­χως ν’ ἀν­τι­κρί­ζουν πιὰ τὸ δι­πλα­νό τους.

Καὶ τί ἀ­θλι­ό­τη­τα στὴν τη­λε­ό­ρα­ση! Ἀ­νεί­πω­τη! Κυ­ρί­ως τὰ «τρα­γού­δια» – τὰ κω­μι­κὰ σκὲτς κά­τι σώ­ζαν… Φτώ­χεια (μὲ πο­λυ­τε­λῆ ντε­κόρ), βαρ­βα­ρό­τη­τα, ἀ­θλι­ό­τη­τα. Τί «τρί­τος κό­σμος» λέ­με! Οὔ­τε πέμ­πτος, οὔ­τε δέ­κα­τος, οὔ­τε εἰ­κο­στός. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σα πο­τὲ νὰ φαν­τα­στῶ τὸν «τρί­το κό­σμο» μὲ τέ­τοι­α ψυ­χι­κὴ φτώ­χεια. Πο­τέ! (Μή­πως αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὸ τί­μη­μα μιᾶς κοι­νω­νί­ας γιὰ τὴν «ἀ­νά­πτυ­ξή» της;). Ἄρ­χι­σε ἡ ψυ­χι­κὴ ὑ­πα­νά­πτυ­ξη: αὐ­τὸ ἐ­ξη­γοῦ­σα τὸ βρά­δυ στὸ κρε­βά­τι στὴν Ἔλ­σα. Αὐ­τὴ ἡ «ἀλ­λα­γή», αὐ­τὴ ἡ δι­ά­λυ­ση τῆς συλ­λο­γι­κῆς ἐ­θνι­κῆς καὶ κοι­νω­νι­κῆς μας ψυ­χῆς ἄρ­χι­σε σι­γὰ-σι­γά, δί­χως νὰ τὸ συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­με, στὰ χρό­νια τῆς Χούν­τας (καὶ δί­χως νὰ φταί­ει ἡ Χούν­τα σ’ αὐ­τό), καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα στὴν πε­ρί­ο­δο ’68-’71, πε­ρί­που. Στὰ χρό­νια ’73-’77, εἴ­χα­με ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὸ μᾶλ­λον πι­σω­γύ­ρι­σμα σ’ αὐ­τὴν τὴν κοι­νή μας —ἀ­πὸ τὰ μέ­σα της φορ­τι­ζό­με­νη καὶ φω­τι­ζό­με­νη—ψυ­χή, καὶ κα­τό­πιν ἄρ­χι­σε ἡ κα­τρα­κύ­λα. Νο­μί­ζω πώς, ἐ­ξαι­ρών­τας μιὰ ὁ­ρια­κὴ συλ­λο­γι­κὴ κα­τά­στα­ση —π.χ. ἕ­να πυ­ρη­νι­κὸ ὄ­λε­θρο— δὲν ὑ­πάρ­χει δρό­μος γιὰ τὸ πί­σω: ἐν­νο­ῶ αὐ­τὴν τὴν αὐ­το­τρο­φο­δο­τού­με­νη συλ­λο­γι­κὴ ψυ­χι­κὴ ζω­ή. Τὸ μέλ­λον: ἡ αὐ­ξα­νό­με­νη ψυ­χι­κὴ ὑ­πο­βάθ­μι­ση, στὶς πα­ροῦ­σες συν­θῆ­κες, εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ βέ­βαι­η. Καὶ ὅ,τι θὰ προ­κύ­ψει στὸ μέλ­λον ὡς ψυ­χι­κὴ ἄν­θι­ση θὰ εἶ­ναι προ­ϊ­ὸν μιᾶς ἀ­το­μι­κῆς-προ­σω­πι­κῆς ἀν­τί­δρα­σης σ’ αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν κα­τά­στα­ση.

Ἔ­τσι ἡ πρω­το­χρο­νι­ά­τι­κη τη­λε­ο­πτι­κὴ εὐ­χὴ τοῦ Σαβ­βό­που­λου «Σᾶς εὔ­χο­μαι ἕ­να κα­λύ­τε­ρο πα­ρελ­θόν» —μ’ ὅ­λη τὴν κρυμ­μέ­νη ἑλ­λη­νο­χρι­στι­α­νι­κή της αἰχ­μή: ἄλ­λο «ὕ­πο­πτο» φαι­νό­με­νο αὐ­τό— κα­θί­στα­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­βλη­μα­τι­κή.

Ὅ­λα τὰ πρὸς τὰ πί­σω, λοι­πόν, ποὺ γί­νον­ται τώ­ρα, κα­ταν­τοῦν «ρε­τρό», «θε­α­μα­τι­κὸ ὕ­φος», «πό­ζα». Κυ­ρί­ως: τί­πο­τα δὲν κρί­νε­ται ἀ­π’ αὐ­τά. Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­δο­χή τους ἢ ὄ­χι. Π.χ. τὸ ρεμ­πέ­τι­κο, οἱ κομ­πα­νί­ες, τὸ ὕ­φος —στὰ μαλ­λιά, στὸ φω­τι­σμό, στὸ ρου­χι­σμό— δε­κα­ε­τί­ας πε­νήν­τα, σα­ράν­τα, τριά­ντα, ἡ «νε­ο­ορ­θο­δο­ξί­α»: κυ­ρί­ως αὐ­τή. Κι ἀμ­φι­βάλ­λω ἂν ὑ­πῆρ­ξε κα­νέ­νας ποὺ νὰ θυ­μή­θη­κε τί­νος ἀ­κρι­βῶς πράγ­μα­τος ἔ­γι­νε —κι αὐ­τό— «ρε­τρό», ἡ «νε­ο­ορ­θο­δο­ξί­α»!… Ἂν θυ­μή­θη­κε τὶς «ἴ­δι­ες» ἀ­κρι­βῶς τά­σεις —ἀλ­λὰ στὸ χῶ­ρο ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­χαν λό­γο νὰ ὑ­πάρ­χουν— πρὶν τὴ Χούν­τα, τὸ ’64 μὲ ’67, τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Σύ­νο­ρο», τὶς κι­νή­σεις τοῦ Γι­αν­να­ρᾶ καὶ τῶν ὁ­μό­ψη­φών του, τό­τε!… Κον­τὰ σ’ αὐ­τὰ κι ὁ καρ­χα­ρί­ας! Μέ­σα σὲ τό­σο τε­χνη­το-τε­χνι­κὸ-τε­χνο­λο­γι­κὸ κλπ. θά­να­το, κα­ταν­τᾶ σχε­δὸν μα­κά­βριο εὐ­τύ­χη­μα μιὰ ἀ­πώ­λεια ποὺ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει μὲ συν­τα­ρα­κτι­κὸ —πλὴν ὅ­μως ἐ­λά­χι­στα συ­νει­δη­το­ποι­ού­με­νο τρό­πο— τὴν πα­ρου­σί­α, σὲ μιὰ τό­σο χει­ρο­πια­στὴ μορ­φή, τῆς φύ­σης.

«Νε­ο­ορ­θο­δο­ξί­α»…: ξέ­ρου­με πε­ρὶ τοῦ Μο­σκώφ, καὶ ἀ­γνο­οῦ­με —εὐ­τυ­χῶς! μέ­σα ἀ­πὸ τέ­τοι­α κα­νά­λια— τὸν Κου­τρουμ­πῆ!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ

~ . ~

HmeresKaiNychtes-(467-468)-0239