Month: Οκτώβριος 2018

Ο κλόουν και η υψηλή τέχνη της αποτυχίας

TerBruggen_Bacchanate_wApe_HS9303.jpg

~.~

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Το Εγχειρίδιο ενός καλού κλόουν του Ηλία Κουνέλα περιλαμβάνει ενενήντα εννιά στοχασμούς για τον κλόουν.[1] Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται απλώς για στοχασμούς· κάθε εγγραφή ταλαντεύεται ανάμεσα στο στοχασμό και την ποιητική φράση.

Σε πολλές περιπτώσεις, μπορούμε να διακρίνουμε όλα τα στοιχεία της ποίησης: τους στίχους και τις στροφές, τη μεταφορική χρήση της γλώσσας, τον λυρισμό. Επίσης, οι στοχασμοί του συγγραφέα είναι ταυτόχρονα και συμβουλές για κάποιον που θέλει να γίνει καλός κλόουν, αφού το βιβλίο τιτλοφορείται εγχειρίδιο, δηλαδή διδακτικό βοήθημα και εισαγωγικό εγκόλπιο. Κάθε στοχασμός λοιπόν είναι μια παρατήρηση, μια λυρική εικόνα ή μια συμβουλή προς μέλλοντες κλόουν, και έχει να κάνει πάντα με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του κλόουν.

Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρία επίπεδα ανάγνωσης του Εγχειριδίου. Στο πρώτο επίπεδο ο συγγραφέας μιλά για τον κλόουν επί σκηνής, για τη θέση του κλόουν μέσα στη θεατρική παράσταση. Δηλαδή, δίνει συμβουλές πώς πρέπει να ντύνεται, πώς πρέπει να αισθάνεται, πώς πρέπει να κινείται και τι γκριμάτσες πρέπει να κάνει ένας κλόουν. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο μιλά για τον κλόουν εκτός σκηνής, για τον κλόουν στη ζωή. Θέμα του βιβλίου γίνεται ο ανθρώπινος τύπος του κλόουν, ο κλόουν ως πρακτική του βίου και ως κοσμοθεωρία. Όπως σε κάποιες στιγμές της ζωής μας αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως τραγικό ήρωα ή γενναίο ιππότη, έτσι σε κάποιες άλλες περιπτώσεις λειτουργούμε ως γελωτοποιοί ή κλόουν. Αυτή την τελευταία περίπτωση πραγματεύεται εδώ ο συγγραφέας. Τέλος, στο τρίτο επίπεδο, μιλά για τον ίδιο του τον εαυτό. Αποκαλύπτει κάποιες πλευρές της προσωπικότητάς του. Έτσι, το βιβλίο γίνεται ενός είδους αυτοβιογραφία. Ο Ηλίας φοράει, για παράδειγμα, πάντα παπιγιόν. Και στο στοχασμό 95 διαβάζουμε:

Ο νεαρός κλόουν
φοράει πάντα παπιγιόν
που συμβολίζει το άπειρο
και τον άπειρο μαζί

Ο βετεράνος κλόουν
φοράει πάντα γραβάτα
που συμβολίζει τον κόμπο
της αυτοκτονίας

Η εικόνα του κλόουν είναι γνωστή σε όλους μας, ή στους περισσότερους από εμάς, χάρη στις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν ή από το τσίρκο. Ο Τσάπλιν δημιούργησε έναν από τους πιο αγαπητούς και αναγνωρίσιμους ήρωες του κινηματογράφου, αξιοποιώντας όλα τα γνωρίσματα του κλόουν. Ποιον δε συγκινούν οι περιπέτειες του φτωχού περιθωριακού με τους παιδικούς τρόπους και την αγαθή καρδιά; Σαν καλός κλόουν, ο Σαρλό κατά κανόνα δε μιλά, αλλά δείχνει με τις κινήσεις και τις γκριμάτσες του τα συναισθήματά του.

Αλλά και οι κλόουν των τσίρκων είναι επίσης πολύ δημοφιλείς. Παρεμβάλλονται ανάμεσα στα εντυπωσιακά νούμερα των ταχυδακτυλουργών, των θηριοδαμαστών και των ακροβατών και κάνουν τους θεατές να ξεκαρδίζονται με τα απλά τεχνάσματα και τ’ αστεία τους. Κατά κάποιο τρόπο, προσγειώνουν τον θεατή στην πραγματικότητα μετά από τις υψηλές πτήσεις των ζογκλέρ.

Ηλίας ΚουνέλαςΤο Εγχειρίδιο ενός καλού κλόουν έχει ως θέμα του τον κλόουν του θεάτρου, που συγγενεύει μεν με τον κλόουν του τσίρκου και του κινηματογράφου, αλλά διαφέρει κιόλας απ’ αυτόν. Στο θέατρο διακρίνονται τρία είδη κλόουν: ο Λευκός, ο Αύγουστος και ο Καρατερίστας. Ο Λευκός είναι ο αρχαιότερος και πιο αναγνωρίσιμος κλόουν. Κατάγεται από τον Πιερότο της Κομέντια ντελ άρτε. Το πρόσωπό του είναι βαμμένο λευκό και ντύνεται στην τρίχα. Είναι σοβαρός και έξυπνος. Είναι ο ανώτερος στην ιεραρχία των κλόουν. Αντίθετα, ο Αύγουστος προέρχεται απ’ τον Αρλεκίνο. Είναι χαζούλης και αστείος. Βάφει το πρόσωπό του ροζ ή στο χρώμα του δέρματος. Τα ρούχα και τα παπούτσια του είναι μικρότερα ή μεγαλύτερα απ’ όσο πρέπει, κι έτσι προκαλεί το γέλιο ήδη με την εμφάνισή του. Είναι ο δεύτερος στην ιεραρχία των κλόουν και συνήθως εμφανίζεται ζευγαρωτά με τον Λευκό. Ο Αύγουστος είναι ατζαμής και τα κάνει όλα λάθος, προκαλώντας διαρκώς προβλήματα στον Λευκό. Ο Καρατερίστας, τέλος, παίζει έναν χαρακτήρα: έναν αστυνομικό, έναν γιατρό, έναν μάγειρα, μια γριά, ένα μωρό κ.λπ.

~.~

Ο συγγραφέας εκφράζει την προτίμησή του για τον πιο αστείο και σκανταλιάρη κλόουν, τον Αύγουστο. Αυτός είναι ο πραγματικός κλόουν, μας λέει στο στοχασμό 96:

Ο πραγματικός κλόουν
είναι πάντα ο Αύγουστος

ο Λευκός κι ο Καρατερίστας
δεν είναι χωρίς αυτόν

Άλλωστε, οι περισσότεροι στοχασμοί του περιγράφουν έναν χαζούλη και κωμικό κλόουν: «Ο κλόουν δεν καταλαβαίνει τίποτα» (σελ. 16), αλλά «ξεκαρδίζεται με τα πάντα» (σελ. 17). «Το γέλιο γι’ αυτόν είναι ο τρόπος που αναπνέει» (σελ. 18). «[Δ]εν έχει συνείδηση της συμφοράς, μπροστά σ’ ένα τραγικό δυστύχημα κινδυνεύει να πεθάνει από τα γέλια» (σελ. 35). «Ο κλόουν μπορεί να διακόψει μια παράσταση απλώς και μόνο επειδή κατουριέται» (σελ. 100).

Η επιλογή του συγγραφέα δεν είναι τυχαία. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι η τέχνη του κλόουν ως τέχνη της αποτυχίας, και ο Αύγουστος είναι η ενσάρκωση της αποτυχίας. Ο κλόουν παρουσιάζεται απ’ τον συγγραφέα ως ο καλλιτέχνης και ο δάσκαλος του φιάσκου και της αστοχίας. Είναι ακριβώς εκείνος που δεν μπορεί να πετύχει. Ό,τι και να δοκιμάσει είναι καταδικασμένο.

Ο κλόουν μιμείται
διαρκώς τους γύρω του
για να δει αν μπορεί
να το κάνει κι ο ίδιος

φυσικά πάντα αποτυγχάνει (στοχασμός 31)

Η αποτυχία όμως δεν είναι για τον κλόουν κάτι που προσπαθεί να αποφύγει. Αντίθετα, το επιδιώκει και θέλει να το καταφέρει με κάθε τρόπο:

Ο κλόουν
ζει την
αποτυχία
με πάθος

ίσως είναι το μόνο του πάθος (στοχασμός 32)

Ένας κλόουν διακατέχεται από μεγάλη αγωνία
αν δεν εξευτελιστεί πάνω στη σκηνή
ζητάει συγγνώμη
        ↕
περνάει έξω
        ↕  
χάνει τον ύπνο του (στοχασμός 97)

Τελικά, γίνεται γι’ αυτόν το σπουδαιότερο και πολυτιμότερο πράγμα. Αυτό που νοηματοδοτεί την ύπαρξή του, όπως διαβάζουμε στο στοχασμό 33:

Ένας μεγάλος κλόουν
αναζητάει την

αποτυχία

 όπως ένας άνθρωπος
αναζητάει το

Θεό

Ενώ είναι καλλιτέχνης και άνθρωπος του θεάματος, δεν επιδιώκει την αναγνώριση της αξίας του, το θαυμασμό για τα ταλέντα και τις ικανότητές του. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου να κάνει επίδειξη της τέχνης του:

Ο κλόουν ουδεμία σχέση έχει
με τους ταχυδακτυλουργούς
και τους ζογκλέρ που θέλουν
να μας αποδείξουν
πόσα χαρίσματα έχουν (στοχασμός 34)

Στην πραγματικότητα, η τέχνη του και τα χαρίσματά του είναι η απουσία τέχνης και χαρισμάτων:

Ένας γνήσιος κλόουν
δεν ξέρει να κάνει τίποτα

όσο πιο άσχετος είναι σε οτιδήποτε
τόσο πιο σπουδαίος κλόουν είναι (στοχασμός 37)

Η αποτυχία, ισχυρίζεται ο συγγραφέας μας στον στοχασμό 39, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο κλόουν βάζει στόχο να είναι αποτυχημένος και χρειάζεται μια ολόκληρη ζωή για να τα καταφέρει.

Ο κλόουν
κατά τη διάρκεια της μύησης
που διαρκεί μια ζωή

μαθαίνει τον τρόπο
να μην τα καταφέρνει

μαθαίνει τον τρόπο
να αποτυγχάνει

Ο κλόουν λοιπόν, ο δεξιοτέχνης της αποτυχίας, έχει να μας διδάξει ένα μεγάλο μάθημα:

Ο αληθινός κλόουν
ζει την αποτυχία πάνω στη σκηνή
με τη μεγαλύτερη αγάπη

κι όταν ο κόσμος γελάσει
με την αποτυχία του
αυτός υποκλίνεται βαθιά

μ’ αυτό τον τρόπο μεταδίδεται
στον καθένα μας σαν μετάγγιση

το δικαίωμα στην αποτυχία (στοχασμός 40)</p>

~.~

to-egxeiridio-enos-kalou-klownΟ Ηλίας Κουνέλας μάς υπενθυμίζει με το βιβλίο του πως η τέχνη της αποτυχίας, μια πολύ υψηλή και δύσκολη τέχνη, είναι στην ουσία χαμένη για μας σήμερα. Η εποχή μας εγκωμιάζει διαρκώς και σε όλους τους τόνους την επιτυχία και τις επιδόσεις, το κέρδος και την αποτελεσματικότητα. Και δε δείχνει συμπόνια και συμπάθεια για τους αποτυχημένους και τους losers. Ο Ηλίας, κληρονόμος της μεγάλης παράδοσης των κλόουν, έρχεται να μας δείξει με το Εγχειρίδιο ενός καλού κλόουν, αλλά και με την υποκριτική του, την αξία της αποτυχίας. Όλοι έχουμε, μας λέει, το δικαίωμα, ακόμα και την υποχρέωση να αποτύχουμε. Αυτό είναι τελικά το γνώρισμα που μας κάνει ανθρώπους.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ

~.~

[1] Ηλίας Κουνέλας, Το εγχειρίδιο ενός καλού κλόουν, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2018.

Advertisement

Θανάσης Γαλανάκης, Ο πολύς Μάνος

Αστυνομικοί

~.~

Ὁ Πολὺς Μάνος 

Θὰ ὑπακούω σὲ ἄστρα
Χοιρινὸ μὲ πατάτες
Στὴ γάστρα

Σφάλμα ὀλέθριο ποὺ διέπραξα μικρὸς
καὶ νά! κατέληξα χωμένος στὰ βιβλία.
Ἔχει μαυρίσει ἡ ζωή μου, ἀσφαλῶς!
Ἔπρεπε νά ‘χα πάει στὴν Ἀστυνομία…

Πλῆγμα θὰ ἦταν γιὰ τὴν οἰκογένειά μου.
(Τὸ παίζαν πάντοτε λιγάκι ἀριστεροί).
Στὴ μπλὲ στολὴ ὅμως θά ‘βρισκα τὴν ὑγειά μου.
Τὰ ray-ban μου, τζαμαρία γυαλιστερή.

Στὴ γειτονιὰ ὅλοι θὰ παύαν σὰν περνοῦσα,
λὲς κι ἂν ἀκούσω θὰ τοὺς τράβαγα στὸ Τμῆμα.
Τοὺς συναδέλφους μου καφὲ θὰ τοὺς κερνοῦσα·
θὰ μὲ σεβόντουσαν στὸ κάθε μου τὸ βῆμα.

Τοῦ περιστρόφου ἡ δερμάτινη ἡ θήκη,
ἀστραφτερή – κάθε πρωὶ γυαλιστικό.
Κι οἱ χειροπέδες τοῦ ἐγκλεισμοῦ θά ‘ταν διαθήκη
γιὰ κάθε ὕποπτο, τυχαῖο περαστικό.

Τὸ γκλὸπ σκληρὸ, ἔτοιμο γιὰ νὰ καταστείλει
ὅποιον εὐθύνεται —ἢ καὶ ὄχι— παραβάτη.
Στὸ εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ νὰ καίει καντήλι
γιὰ κάθε τῆς ὁμάδας ΔΙ.ΑΣ. ἀναβάτη.

Μπάτσος ὑπόδειγμα: τραβέλια καὶ πρεζόνια,
ἔμπορους, κλέφτες, βιαστὲς καὶ παπατζῆδες
θὰ ὀνειρευόμουν νὰ μαγκώνω στὴν Ὀμόνοια
καὶ θά ‘χα πλάτες μὲ μαφιόζους καὶ νταῆδες.

Κι ὅταν ἡ σύνταξη θὰ ἐρχόταν σὰν τὴν μπόρα
ποὺ αἴφνης ξεσπάει ἀπὸ σύννεφο μαβί,
τότε θὰ ξάπλωνα φαρδὺς στὴ νεκροφόρα.
Μηδενικὴ εἰς τὸ πηλίκο ἀνταμοιβή.

(13.12.17)

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

 

Γιώργος Βαρθαλίτης, Τρίπτυχον

Young_Girl_Reading_by_Jean-Baptiste-Camille_Corot_c1868.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

~.~.~

ΤΕΡΤΣΙΝΕΣ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

Πώς ξάφνου στον ορίζοντα προβάλλεις
άβυσσε από καθάρια λαμπηδόνα,
χρυσέ οφθαλμέ της μέρας της μεγάλης,

μαρμαρυγή, π’ αστράφτει στον αιώνα,
και το σκοτάδι,  λάμψη, που νικάει
και πλημμυρά του κόσμου το λειμώνα!

Πώς σα ναός η γη φεγγοβολάει,
που μύριες τον  φωτίζουνε λαμπάδες
και χείμαρροι φωτός που ξεχειλάει!

Τις άμετρες της φύσης ομορφάδες
εσύ μονάχος πάλι ξεσκεπάζεις:
βουνά και δέντρα, δάση και κοιλάδες.

Από τον ουρανό καθώς κοιτάζεις,
η θάλασσα, καθρέφτης, μας θαμπώνει,
τι και σ΄ αυτήν τη λάμψη σου μοιράζεις.

Το φως σου και τα σύννεφα χρυσώνει
και με πορφύρας χρώμα φλογισμένης
τα βάφει σαν η δύση σουρουπώνει.

Διαμάντι λαμπερό της οικουμένης
είσαι και κυανώνεις τα πελάγη
και τα χιονόδοξα βουνά λευκαίνεις,

λωτός, που δε γευτήκαν λωτοφάγοι,
μα π΄ όλοι με τα φίλτρα σου μεθάνε,
κι από χρυσόν αθώρητον αρπάγη,

κι εσύ είσαι, π’ όλα εσένα προσκυνάνε,
των αστεριών το πιο τρανό τ’  αστέρι,
που σα φανείς εκείνα διασκορπάνε!

Στ΄ απέραντο όμως μέσα καλοκαίρι
σκληρά πως καιν οι φλόγες σου τη χτίση
τ΄  ανήλεο και μεγάλο μεσημέρι.

Τίποτε πια θαρρείς πως δε θα αφήσει,
προτού  το κάνει στάχτη το καμίνι
και πριν φωτιά το πεύκο ξεγεννήσει.

Το ξέρουμε: δε φέρνεις τη γαλήνη
μα τη φωτιά, την παιδωμή, την πύρα,
που δίχως τους κανείς δε θά ΄χε μείνει,

τι ζωοδότρα αυτή η φωτιά ΄ναι μοίρα,
που σπλαχνικά τη ζήση μας μοιραίνει
κι οι αχτίδες σου χορός ειναι και λύρα,

κι οι αχτίδες σου κρυφή βροχή που ραίνει
το κάθε φύτρο γύρω μας και θάλλει,
το δέντρο και θεριεύει και πληθαίνει,

τη γη και λάμπει μ΄ όλα της τα κάλλη
και της ζωής τις κρύφιες αντηρίδες.
Στη Βαβυλώνα μέσα τη μεγάλη

σε δόξασαν και πλάι στις πυραμίδες
και πυρολάτρες άγριοι στην Περσία
και μυθικές, χαμένες Ατλαντίδες,

και στην αρχαία, ατέρμονην Ασία
λαούς πολλούς βαρβάρων διαφεντεύεις,
ανώνυμε, με κάθε ονομασία,

και Μίθρας, Ρα και Βήλος βασιλεύεις,
και των Δελφών, Απόλλωνας, τη χώρα
με τα χρυσά σου τόξα προστατεύεις.

Πηγή φωτός ακένωτη και τώρα
ποιά πόλη κρυσταλλένια περιχύνεις,
καθώς κυλούν εκεί τα τροχοφόρα,

μ΄ απ΄ όλους δυνατότερην εκείνης
λάμψη τους δυνατότερους λαμπτήρες,
ήλιε μου νοητέ δικαιοσύνης

και πάμφωτή μου μοίρα μες τις μοίρες;

~.~

ΑΡΙΑΔΝΗ

Πώς απ’ τη μνήμη ορθώνεται τη σκοτεινή βαθιά μου
ένα νησί με κάτασπρα στην κορυφή βουνά
και με σμαράγδια πράσινα στην αγκαλιά της άμμου,
π’ όλογυρα το ζώνουνε πελάγη γαλανά,

κι ένα παλάτι ατέλειωτο με σκάλες κι όλο σκάλες
και με κολώνες πορφυρές και πέτρινα θρονιά,
και με διαδρόμους άφεγγους, λευκές αυλές μεγάλες-
κι ήταν εκείνο, λέγανε, του Μίνωα μονιά.

Κι οι τοίχοι του με ζωγραφιές από γερό τεχνίτη
—κρίνους, χελιδονόψαρα, χταπόδια και πουλιά—
και το νησί ‘ταν η τρανή, φωτολουσμένη Κρήτη
κι ήμουν εγώ μονάκριβη κόρη του βασιλιά.

~.~

Ποιοι κύκλοι να χαράζουνε της μνήμης μου τα χνάρια;
Ποιο μίτο με τα χέρια μου, π’ αδειάζει, συγκρατώ;
Και πόσες κόρες οδηγώ και πόσα παλικάρια
μέσα σ’ ενός λαβύρινθου το μούχρωμα πηχτό;

Και το κουβάρι που κρατώ συνέχεια πώς αδειάζει!
(Κανένα φως δεν έρχεται ψηλά απ’ τον ουρανό.)
Θαρρείς πως άναστρη νυχτιά σε ζώνει και βραδιάζει
και ψηλαφάς τριγύρω σου το ζόφωμα πυκνό!

Με σώμα αντρίκειο ξαφνικά και ταύρου το κεφάλι
κάποια φριχτή κι αλλόκοτη ξεπρόβαλε μορφή,
πώς η σελήνη αμφίκυρτη τη νύχτα ξεπροβάλλει,
π’ ολόμαυρα τη σκέπουνε τα σύννεφα κρυφή.

Ο ένας τότε απ’ τους εφτά σε σύντομον αγώνα
κρατώντας του τα κέρατα στα χέρια του σφιχτά
και βάζοντας στον τράχηλο το δυνατό του γόνα
με το μαχαίρι στο λαιμό τον έσφαξε φριχτά.

Κι αυτός βαριά σωριάζεται στο χώμα και μουγκρίζει
κι οι πέτρινες αντιλαλούν στοές απ’ την κραυγή
και μαύρη λίμνη τ’ αίμα του τριγύρω ξεχειλίζει
και μ’ ένα στόμα το ρουφά η διψασμένη γη.

Και το σκοτάδι πορφυρό απ’ τ’ αίμα που κραυγάζει,
και κύκλοι κι άλλοι κύκλοι παν στην πέτρινην ειρκτή,
κι από μια πόρτα φως κρυφή, που απάντεχα μας βγάζει
σ’ αραξοβόλι γαληνό κι ερημικήν ακτή.

~.~

Άφαντο το γοργόπλωρο καράβι, που ‘χε αράξει—
μονάχη με παράτησαν στη μαύρη ακρογιαλιά—
η αυγή στο μέγα πέλαγο πριν λίγο ‘χε χαράξει—
κύματα σκάζαν γύρω μου και κρώζανε πουλιά.

Όλη τη μέρα μύρομουν στ’ άγιο νησί, τη Νάξο,
ριχτή σαν άχρηστο πανί στην καυτερή αμμουδιά,
μέχρι που δε μ’ απόμεινε δύναμη να φωνάξω,
μέχρι που μ’ όλα τ’ άστρα της κατέβηκε η βραδιά!

Και ξάφνου φύσηξε άνεμος το μαύρο γυρογιάλι
κι αντήχησαν στην ερημιά και κύμβαλα κι αυλοί
και κόπασε το πάθος μου στη νύχτα τη μεγάλη
και μια φωνή μου φάνηκε μακριά να με καλεί!

Και το Σαβάζιο αντίκρυσα στα ρούχα τ’ ανθηρά του
—άστρα τον περιζώνανε με παγερή φωτιά—
και χάιδεψα το ζοφερό στη ράχη πάνθηρά του
και τον κρυφό νυμφώνα της μας άνοιξ’ η νυχτιά!

~.~

ΟΒΕΛΙΣΚΟΙ

Οβελίσκοι μου, οβελίσκοι,
που φρουρείτε τους πυλώνες,
άσπρο φως, κατάμαυροι ίσκιοι,
στων αιώνων τους αιώνες,

οβελίσκοι μου από πέτρα,
που κανείς δε σας λυγάει
—αν μπορείς το ψήλος μέτρα!—
κι ανυψώνεστε στα χάη,

και που κάτω από τον ήλιο
με ναούς τρανούς κοντά σας
στης Αιγύπτου το βασίλειο
στήσατε τ’ ανάστημά σας,

κι είστε αιχμές αδρές τοξότη
και μαγνητικές βελόνες,
που στου πόλου τη γλαυκότη
δεν κλονίζουνε κυκλώνες,

κι είστε δόρατα φτιαγμένα
από μυστικό διαβήτη
και με τέχνη σμιλεμένα
στο σκληρότερο γρανίτη,—

σαν ο ήλιος ανεβαίνει
πώς αντιχτυπάει εκείνες
η κορφή σας χρυσωμένη
τις αγκαθερές του αχτίνες,

κι άλλοτε ο μεσημεριάτης
τη θωριά σας πυρακτώνει
και με τ’ άστρα τα δικά της
η νυχτιά σάς στεφανώνει

κι έτσι ορθώνεστε ολοΐσια
μες τ’ ασέληνο σκοτάδι
σάμπως μαύρα κυπαρίσσια
που φυτρώσανε στον Άδη!

Τρεις σας πια θα τραγουδήσω
με τραγούδι δουλεμένο
κι είθε δίπλα σας να στήσω
κι έναν τέταρτον απ’ αίνο!

Πρώτα τη δική σου δόξα,
οβελίσκε, μέλπω τώρα,
συ που του Ραμψή τα τόξα
κράζεις τα τροπαιοφόρα,

συ που κάτω σου περνούσαν
Φαραώ με τ’ άρματά τους
—τι φεγγοβολή σκορπούσαν
τα τρανά διαδήματά τους!—

και περνούσαν με χρυσάφι
στολισμένες αυλητρίδες
και με μάτια σαν ελάφι
και βαμμένες βλεφαρίδες,

κι έβλεπες την άγια βάρκα
ιερείς να λιτανεύουν
και με γρανιτένια σάρκα
σφίγγες πέρα να σου νεύουν,

και να σέρνει ο τροφοδότης
Νείλος τα βαριά νερά του,
π’ έλουζε το πρόσωπό της
η Ίβις, τ’ όρνιο του θανάτου,

κι από τ’ ουρανού τα μύχια
να πετάν ψηλά σου ολοένα
γυπαϊτοί μ’ ολέθρου νύχια
και γεράκια λιμασμένα,—

κι εσέ πού ’φεραν στην Πόλη,
για τον τσίρκο τους καμάρι,
να κοιτάζεις κάθε σκόλη
των λαών το μαύρο σμάρι,

και που σού ’γραψεν η μοίρα
να ξαναντικρίσεις πάλι
βασιλιάδες με πορφύρα
και με στέμμα στο κεφάλι,

κι είδες βασιλιάδες γαύρους
κι άνευρους κι οκνούς και λύκους
και Γιουστινιανούς κι Ισαύρους
και Φωκάδες κι Αντρονίκους,

και ν’ ορμούν αρματηλάτες
με τ’ ακράτητ’ άλογά τους
(βγάζουνε του τσίρκου οι στράτες
φλόγες απ’ τα πέταλά τους!),

και, μελίσσι αρίφνητ’, είδες
μανιασμένο να κραυγάζει
το λαόν απ’ τις κερκίδες
και στο ΝΙΚΑ να φρενιάζει,-

κι όσους τέλος ξεριζώσαν,
όσους ξένες πολιτείες
να στολίζετε καρφώσαν
σε πλακόστρωτες πλατείες,

π’ απ΄ τον ήλιο ξορισμένοι
οι βροχές σάς μαστιγώνουν
κι οι ουρανοί τους μολυβένιοι
τ’ όρθιο σας κορμί πλακώνουν.—

Φοινικιές σάς γνέφαν πρώτα
κι αύρες σάς σκορπίζαν μύρα-
τώρα σας ζαλίζουν φώτα
κι αυτοκίνητα τριγύρα,

οβελίσκοι μου, οβελίσκοι,
που μακριά από τους πυλώνες
του εαυτού σας γίνατ’ ίσκιοι
στων αιώνων τους αιώνες!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ

~.~

 

Ξάνθος Μαϊντάς, Η παλιά υπηρέτρια

Singer
              
                     Στέκεται στην γωνιά, μόνη της
διακοσμητική, στολίδι του σπιτιού,
άξια για εργασία ακόμη
όμως κανείς δεν την καταδέχεται.
Γιατί κανείς δεν ξέρει
τις ικανότητές της.
 
Στέκεται μόνη,
παλιά σεβάσμια υπηρέτρια,
που οφείλει σύντομα να πεθάνει
για να αδειάσει τη γωνιά,
τον τόπο της.
Κι ας την θαυμάζουν όλοι,
τα παλιά έχουν χάρη.
Η χρήση τα έχει εξευγενίσει .
 
Στέκεται μόνη
η παλιά μας Singer.
Η αιωνόβια.

                ~.~

Τα λεφτά μου τα έβγαλα
ένα δαμάλι του παππού του Θεοχάρη
κι ένα τάλιρο ακόμη.
Έραψα παντελονάκια των μικρών
εσώρουχα με δαντέλες
μα και νυφικά.
Πάντρεψα κόρες κι εγγονές.
Στην κατοχή κρύφτηκα
από τους Ιταλούς,
μαζί με το πιστόλι του παππού.
Σκέβρωσε το καπάκι, το ντύσιμό μου
μα εγώ στη θέση μου.
Λίγο λάδωμα κι όλα εντάξει.
 
Τους έραψα, τους έντυσα
κι ακόμα αξίζω,
μα αυτοί με παραπέταξαν θαυμαστικά
γιατί είναι αυτοί που δεν μπορούν
ούτε κλωστή στην τρύπα να περάσουν
κι αν την περάσουν τι;
ούτε τη ρόδα με το χέρι να γυρίσουν
ούτε ένα χάδι στο πανί,

ένα στριφώνι ή ένα γάζωμα.

Έτσι ανήμποροι,
εύκολοι αγοραστές του έτοιμου,
δήθεν ωραίου
χαζεύουν το σχήμα και τη γραμμή
το στέρεο μέταλλο της ρόδας μου
και το αστραφτερό ατσάλι της βελόνας,
καθώς με παίζουν και με περιπαίζουν,
εκεί στη γωνιά του σπιτιού τους
άχρηστη και διακοσμητική. 

ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ

«Γαλήνη του κόσμου κι ειρήνη»

palamas-520x245

~.~

Oι «Λύκοι» του Κωστή Παλαμά και το τέλος του ποιητή-προφήτη

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Το 2016, ο Κωστής Παλαμάς, από το αιώνιο βάθρο που βρίσκεται και μας εποπτεύει όλους, είδε το έργο του να γίνεται αντικείμενο συζήτησης κι αντιπαράθεσης στη Βουλή των Ελλήνων[1] μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που η αναφορά στο όνομά του περιοριζόταν σε εθνικές επετείους και σε φράσεις του που λειτουργούν πλέον ως αυτόνομα γνωμικά και ρήσεις. Συγκεκριμένα, ο Γενικός Γραμματέας του Λ. Σ.-Χρυσή Αυγή, Νίκος Μιχαλολιάκος, επιθυμώντας να καυτηριάσει τους —αριστερής προέλευσης— πολιτικούς του αντιπάλους, χρησιμοποίησε ως βέλος στη φαρέτρα του τη φράση «καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι» από τους παλαμικούς «Λύκους». Η αντίδραση των Βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ περιελάμβανε τόσο το ποίημα-απάντηση του Κώστα Βάρναλη στους «Λύκους» όσο και την αναφορά στην πάνδημη κηδεία του εθνικού ποιητή που εξελίχθηκε σε παλλαϊκή αντιναζιστική κι αντικατοχική διαδήλωση. Το ποίημα των «Λύκων», ωστόσο, αφέθηκε στην άκρη, ωσάν να είχε τοποθετηθεί ορθώς εντός των συμφραζομένων που ο Μιχαλολιάκος το έθεσε.

mprosta_2.jpgΕπιπλέον, ξανά το 2016 ο ίδιος πολιτικός κυκλοφορεί ένα βιβλίο με κείμενά του για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία, με τους «Λύκους» σε περίοπτη θέση στο οπισθόφυλλο.[2] Πρόκειται για μια συρραφή των κατά καιρούς άρθρων του σχετικά με τη λογοτεχνία στην παραταξιακή εφημερίδα της Χρυσής Αυγής,[3] προφανώς ιδωμένα μέσα από τη σκοπιά της εθνικιστικής προπαγάνδας της συγκεκριμένης οργάνωσης. Κι αν μεν ο Μιχαλολιάκος και ο κάθε Μιχαλολιάκος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να εκφέρει λόγο περί της Ελληνικής Λογοτεχνίας, δημιουργείται δε μείζον ζήτημα όταν επιλέγει να παρουσιάσει μόνο τα τμήματα εκείνα του παλαμικού έργου που τον συμφέρουν με σκοπό να δικαιολογήσει τα προκατασκευασμένα συμπεράσματά του, τη στιγμή μάλιστα που κατηγορεί τους αντιπάλους για τον ίδιο ακριβώς λόγο.[4] Σε ένα πολυσχιδές και πολυπρισματικό έργο όπως το παλαμικό, η προσπάθεια απόκρυψης ισοδυναμεί με έγκλημα. Ιδιαίτατα, την περίπτωση των «Λύκων» οφείλει να πέσει άπλετο φως, καθώς το κομβικό και μεταβατικό αυτό ποίημα αποτελεί την τομή που κλείνει εκκωφαντικά τον κύκλο του Κωστή Παλαμά ως ‘‘ποιητή-προφήτη’’· πέραν αυτού, οι εξακτινώσεις του ταξιδεύουν πολύ μακρύτερα από οποιαδήποτε επικαιρική ανάγνωση.

Ας δούμε, όμως, τα γεγονότα με τη σειρά: Η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου —με τη συνακόλουθη επέκταση της Ελλάδας στα ανατολικά— βρίσκει το όραμα της ‘‘Μεγάλης Ιδέας’’ και της Ελλάδας των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών να παίρνει σάρκα και οστά. Ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος παρακολουθεί σταθερά και αταλάντευτα όλες τις εθνικές περιπέτειες των τελευταίων δεκαετιών, εμπνεόμενος και εμπνέων, οραματιζόμενος και δημιουργώντας όραμα, δεν είναι δυνατόν να απέχει από την παρακολούθηση της Μικρασιατικής εκστρατείας, μιας εκστρατείας που στα μάτια της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού έχει λάβει το χαρακτήρα της εποποιίας. Συνθέτει, λοιπόν, κομμάτια αυτόνομα, τα οποία και σκοπεύει να ενώσει κάτω από την κατηγορία των «Επικών Καιρών»,[5] σειρά που πρόκειται να μείνει ανολοκλήρωτη, όπως και άλλα παλαμικά έργα (ενδεικτικά: οι «Παράδεισοι», το «Τραγούδι του Ήλιου») κι εντέλει να ετεροπροσδιοριστεί ακόμα και στο ίδιο της το όνομα από τους «Λύκους» που έρχονται να την κατασπαράξουν και να της δώσουν το κεντρικό όνομα. Έτσι, πριν εμφανιστεί η αγέλη των «βαλτών για τα έργα του ολέθρου», ο Παλαμάς αναζητά στο ποίημα «Στον ποιητή Καρθαίο» τον «Λόγο που αν δεν είναι ο λυτρωτής / λαμπίζει σαν τα ακριβώτατο πετράδι / φωτίζει σαν πυρσός οδηγητής» και κάνει ακολούθως λόγο στη «Νεκρική Ωδή» για αγώνα «για της φυλής την ένωση», αλλά και για «θαμμένα κόκκαλα προγόνων», των οποίων η θυσία τώρα φαίνεται να δικαιώνεται. Ώσπου φτάνει, στο τέλος του καλοκαιριού του 1922, το εκκωφαντικό τέλος της επεκτατικής ‘‘Μεγάλης Ιδέας’’ με μια συμφορά πρωτόγνωρη για τον έως τότε ελληνισμό.

Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσει έναν αιώνα αργότερα ο μεγαλωμένος στη μεταπολιτευτική χαλαρότητα κι ευμάρεια αναγνώστης το μέγεθος της καταστροφής που συντελέστηκε στην ψυχή του λαού, αλλά κυρίως στο όραμα του ποιητή Παλαμά που είχε προσδέσει τη φωνή του στη παλλαϊκή συνεκτική αφήγηση του καιρού του. Η κατάρρευση του μετώπου είναι ραγδαία, ο ελληνικός στρατός πληρώνει στο αντίστροφο τα όσα έπραξε καθώς προχωρούσε και η καταστροφή της Σμύρνης ολοκληρώνει με το χειρότερο τρόπο το θρυμματισμό του ονείρου που γαλούχησε γενιές επί έναν αιώνα στην Ελλάδα. Ο Κωστής Παλαμάς βιώνει, όπως και όλοι οι Έλληνες, τον καταιγισμό των ραγδαίων εξελίξεων και καταγράφει την ίδια στιγμή και χωρίς καμία χρονική απόσταση —που θα τοποθετούσε τα γεγονότα σε πιο αντικειμενικά συμφραζόμενα— όσες σκέψεις και φοβίες τον κατακλύζουν.

μεγαλη ιδεα

~.~

Στις 27 Αυγούστου έχει ήδη ξεκινήσει να συνθέτει τους «Λύκους», ένα εκτενές ποίημα παράλληλων μονολόγων του ποιητή με μια «Φωνή», το οποίο εκκινεί με το εξής χαρακτηριστικό τετράστιχο:

Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!
Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.

Ποιοι, όμως, είναι οι λύκοι, μιας και στο παλαμικό έργο δεν εντοπίζεται μια ολιστική θέαση των πραγμάτων και η κάθε θέση συνυπάρχει με την αντίθεσή της; Η πρώτη, απλοϊκή κι επιφανειακή απάντηση φέρνει στο νου τους κομμουνιστές ή τον οποιονδήποτε ‘‘εσωτερικό εχθρό’’ που ικανοποιείται με την εθνική τραγωδία κι εμφανίζεται έτοιμος να σπείρει καταστροφή και διχόνοια. Φαίνεται ότι αυτή την εκτίμηση έκανε και ο Κώστας Βάρναλης, μιας και με το προαναφερθέν ποίημα «Λεφτεριά» απαντά ουσιαστικά στους παλαμικούς «Λύκους».[6] Η σχέση Παλαμά-Αριστεράς οφείλει σαφώς να μελετηθεί περαιτέρω, μιας και πρόκειται για βαθιά σχέση έλξης και απώθησης.[7] Είναι στιγμές που ο ποιητής νιώθει τον εαυτό του κοντά στην εργατιά κι ευλαβικά στέκει και δοξάζει τους καρπούς του μόχθου της, όπως στον «Κύκλο των τετράστιχων»,[8] ενώ στο χαρακτηρισμό ποιήματός του από τον Αντρέα Καραντώνη ως κομμουνιστικό εξανίσταται.[9] Αν και δεν παίρνει όπως φαίνεται ξεκάθαρη θέση για το ιδιώνυμο, ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, θα τον ξαναδιαβάσει την οριακή δεκαετία του ΄40 και θα τον διεκδικήσει για λογαριασμό του κομμουνιστικού κινήματος.[10]

Άραγε, τότε, «οι Λύκοι» θα μπορούσαν να είναι οι ξένες δυνάμεις που επιβουλεύονται τον ελληνισμό και ειδικότερα η Ρωσία —πλέον ‘‘μπολσεβικική’’ Σοβιετική Ένωση’’— που έσπασε τους αιώνιους μύθους για βοήθεια στην Ελλάδα εν ώρα ανάγκης και στράφηκε στον ‘‘εθνικό εχθρό’’; («Σπαθιά του Τούρκου και δαυλιά / παραμονεύει ο Βούλγαρος / κι ο Μόσκοβος φοβέρα είναι. / Κι ο Φράγκος ο άρχοντας […] παραμέρισε στο […] διάβα μας»). Μήπως, όμως, στους «Λύκους» συμπεριλαμβάνεται και ο ίδιος ο λαός που στέκει χαύνος («Ο λαός; Όνομα. Σκλάβας πλέμπας δούλα κ’ η οργή») ή μήπως και οι εσωτερικές φοβίες του καθενός και τα χαλινάρια που τον περιορίζουν μπροστά στη θέαση της καταστροφής; («Μάνα, δεν στέκει τίποτε / γερό κι αντρίκειο μέσα μου, / είμαι άρρωστος χίλιες φορές, / μύριες φορές είμαι άναντρος»); Φαίνεται, λοιπόν, πως στο παλαμικό έργο η μία και στενή ερμηνεία περιορίζει τόσο δραστικά το οπτικό πεδίο, σε βαθμό που δημιουργεί θυμηδία (ή και παρασέρνει στην ηθελημένα γραφική εικόνα του Παλαμά των σχολικών γιορτών κι εθνικών επετείων).

Όσο προχωρούμε στο Σεπτέμβριο της Καταστροφής και η απαρίθμηση των συμφορών και των πολλαπλών «Λύκων» προχωρά, τόσο γίνεται εμφανές πως το πρώτο μισό του ποιήματος που εκφέρεται από τον ‘‘Ποιητή’’ μετατρέπεται σταδιακά σε έναν μαζικό θρήνο και παλλαϊκό μοιρολόι, με την κατάλληλη βέβαια σκηνοθεσία. Επιστρατεύονται οι λεβέντες («Λεβέντες, τα μνημούρια σας / με τα χέρια σας σκάφτε τα, / προτού τα σκάψουνε για σας / άλλοι») και τα κορίτσιαΚορίτσια, ξεριζώστε τα / τα φουντωτά μακρόμαλλα / στη φούρια της απελπισιάς») κι όλοι μαζί καλούνται να συμμετάσχουν στον επιτάφιο θρήνο για την εθνική αφήγηση που καταρρέει παταγωδώς (κι αφού όλα τα όνειρα είχαν προσδεθεί σ’ αυτήν, καταρρέει και ‘‘χάνεται’’ μαζί με την πατρίδα και ο κόσμος ολόκληρος). Ο ποιητής αδυνατεί να δει την ομορφιά ακόμα και στα λουλούδια του περιβολιού των «μαγιάπριλων», μιας και όλα τα σημαίνοντα χάνουν το νόημά τους γύρω του («του κάκου τα ηλιογέρματα / στους κήπους με τις ευωδιές»). Σύντομα γίνεται σαφές πως δεν κηδεύεται ούτε η μικρασιατική εκστρατεία ούτε η Ελλάδα η ίδια, αλλά ο ‘‘Ποιητής-προφήτης’’, αυτός που είχε αρχίσει να ταλαντεύεται από την αλλαγή των καιρών στους Βωμούς[11] και πλέον στους «Λύκους» συντρίβεται σε χιλιάδες κομμάτια: «Μάννα, η Πατρίδα χάνεται / προφήτες, ήρωες, μάρτυρες, / και ο λυτρωτής και ο σαλπιστής / όλα εδώ σβύνουν. Θα σβυστής.» || «Να μας τον προφητεύουνε / κι αν πια οι προφήτες πάψανε, / κι αν κλάψανε τη χάση του, / τη συμφορά μας κλάψανε». Ο Κωστής Παλαμάς, ο ίδιος ο ιεροφάντης μιας ολόκληρης εποχής κι ενός τρόπου αντίληψης της τέχνης, της γλώσσας, της πλάσης όλης, δηλώνει το ίδιο δευτερόλεπτο της πτώσης το θλιβερό τέλος αυτού του κόσμου, της αθανασίας της γραφής και των ονείρων του, αλλά και την αλλαγή μιας εποχής, μέσα στα συντρίμμια των υπερφίαλων οραμάτων. Η σκηνή είναι συγκλονιστική και δικαιώνει ακόμα περισσότερο τον Παλαμά, μιας και η γενιά του Μεσοπολέμου που ακολουθεί δεν κάνει κάτι άλλο από το να επαναδιατυπώσει —και με χρονική μάλιστα καθυστέρηση— όσα πρώτος αυτός συμπέρανε.[12]

Σαφέστατα, ωστόσο, ο Παλαμάς, με την κυκλική αντίληψη του χρόνου, της τέχνης και της ζωής που τον διέπει, δε θα αφήσει το σκοτάδι και το θρήνο να κυριαρχήσουν και τους κάθε λογής «Λύκους» να αναδειχθούν νικητές. Το αποτύπωμα, οπότε, το οποίο το ποίημα αφήνει προς το μέλλον ανιχνεύεται κυρίως στην ανταπάντηση της ‘‘Φωνής’’ στον Ποιητή που με μια μικρή χρονική απόσταση λίγων ημερών επαναπροσδιορίζει το χάρτη και επανατοποθετεί τον κόσμο και την πραγματικότητα στις διαστάσεις που τους αναλογούν. Αντικαθιστώντας τον ίαμβο του πρώτου τμήματος (με τη διπλή τομή που έδινε ανόθευτη την αίσθηση του άγχους και του πνιγμού) με τον σπανιότερο μεσοτονικό της σταθερής τροχιάς και με ενσωματωμένη επωδό που επαναλαμβάνεται μετά το τέλος κάθε στροφής, ο Παλαμάς επιθυμεί να εξισορροπήσει το θρήνο και την οδύνη και να δημιουργήσει μια συνθήκη που θα εξασφαλίσει το αύριο, έστω και μετά την πτώση των ιδανικών, και θα εξαφανίσει από προσώπου γης τους «Λύκους».

Βλέποντας, λοιπόν, «ξημέρωμα / κι ας είναι μεσ’ στη συγνεφιά», «γαλάζιες χλωράδες / και μεσ’ στις χερσάδες / και μεσ’ στις ερμιές», ο Ποιητής δεν εγκλωβίζεται σε ένα επικαιρικό συναίσθημα τέλματος, αλλά αναγνωρίζει πως ο τροχός της μοίρας δεν μπορεί παρά να ξαναγυρίσει. «Τα Έθνη λυγίζονται, ορθώνονται, πάνε» συνεχίζει η Φωνή. Δεν αποτελούν, δηλαδή, μιαν αρτηριοσκληρωτική κατασκευή, αλλά αναπροσαρμόζουν ταχύτατα τους στόχους τους και ανασκουμπώνονται μετά από ήττες που φαντάζουν ολοκληρωτικές. «Μακριά το μαράζι / […] δεν χάνεται τίποτες όσο / φυτρώνω απ’ το χώμα» διατυπώνει ακολούθως, θέτοντας πια το νέο μεγάλο εθνικό στόχο που δεν είναι άλλος από την καταλλαγή, την τοποθέτηση του κόσμου στα πραγματικά του συμφραζόμενα μακριά από ‘‘Μεγάλες Ιδέες’’ και τη συνακόλουθη «γαλήνη και ειρήνη» τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Την συλλογική Γαλήνη των προσφύγων που κατακλύζουν τη μητέρα-πατρίδα μετά την καταστροφή θα την αναζητήσει αργότερα, ίσως επηρεασμένος από τον Παλαμά, ο Ηλίας Βενέζης στο ομώνυμο μυθιστόρημα.[13] Εξάλλου, η όλη —ανολοκλήρωτη— σύνθεση των «Επικών Καιρών»-«Λύκων» κλείνει με το «Τραγούδι των Προσφύγων», όπου και η Ελλάδα θα φωνάξει υπέρ της ένωσης και της αλληλεγγύης του λαού και των ξεριζωμένων τέκνων της.[14]

Μέσα στην μεταιχμιακή αυτή στιγμή που ένας προφήτης καταρρέει μαζί με τον κόσμο του, πολλοί θα έχαναν εύκολα την προσωπική τους πίστη. Αυτό δεν συμβαίνει, ωστόσο, στο παλαμικό έργο, το οποίο πατά σε στέρεες βάσεις κι αντικρύζει την ανθρώπινη συνθήκη στην ολότητά της, απαλλαγμένο από πάσης φύσεως νεωτερικές προκαταλήψεις. Ο ποιητής αναγνωρίζει πως εισέρχεται σε μια νέα περίοδο δίχως γυρισμό και την ευλογεί πρώτος, καθώς του έλαχε στο πέρασμα των χρόνων ένα ορισμένο τμήμα του κύκλου, γύρω απ’ τον οποίο προφανώς θα υπάρχουν επικαιρικές υψώσεις και βυθίσεις και το προσωπικό του καθήκον είναι να τραγουδήσει το τραγούδι του στα εκάστοτε δεδομένα, με πλήρη πια συναίσθηση πως και η δική του ζωή και φωνή είναι πεπερασμένης διάρκειας. Ίσως κάποτε, όταν θα έχουν περάσει εθνικές και λαϊκές ήττες και νίκες, σωβινιστές που παραποιούν την πραγματικότητα κατά το δοκούν, σημαιοφόροι κάθε λογής ιδεολογίας με επικαιρικά συνθήματα, να μείνει μόνο το τραγούδι, σημαία και ύμνος της ζωής που νικά εσωτερικούς κι εξωτερικούς «Λύκους» και καταφάσκει και πάλι στη ζωή την ίδια:

Γιατί το πολέμιο σαν παύη τουφέκι,
απάνου απ’ τα μαύρα χαλάσματα στέκει
μια Μούσα. Ποτέ το τραγούδι δεν παύει,
χαρήτε, κ’ οι ελεύτεροι τάχα, και οι σκλάβοι.
Διαβαίνουμε, κ’ ένα τραγούδι θα μείνη,
της φλόγας το θάμα, δροσιά στο καμίνι,
γαλήνη του κόσμου και ειρήνη!

 

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

 


[1] Βλ.: https://www.protothema.gr/politics/article/576387/vouli-lukoi-stihoi-kai-mathimata-kommounistikis-istorias/ (Τελ. προσπέλαση: 8/7/2018).

[2] Βλ.: Ν. Γ. Μιχαλολιάκος, Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή: 18 κείμενα για την Ελληνική Λογοτεχνία, Χρυσή Αυγή, Αθήνα 2016.

[3] Κάνω λόγο για συρραφή, διότι πολλά σημεία κι αποσπάσματα επαναλαμβάνονται, ενώ παράλληλα, τα αυτοτελή άρθρα του τόμου βρίσκονται πάντα εντός των επικαιρικών συμφραζομένων που ενέπνευσαν τη συγγραφή τους.

[4] Ό.π (σημ. 2), σ. 99. Για την ‘‘Ανθολογία Μιχαλολιάκου’’ που παρουσιάζεται ως η φυσιολογική εξέλιξη κι επιλογή του Έθνους, βλ. παλαιότερο άρθρο μου, προτού πέσει στα χέρια μου ο προαναφερθείς τόμος: https://tvxs.gr/news/user-post/%CE%B7-%CF%87%CF%81%CF%85%CF%83%CE%AE-%CE%B1%CF%85%CE%B3%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%BA%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AC (Τελ. προσπέλαση: 8/7/2018).

[5] Βλ.: Κωστής Παλαμάς, ««Οι Λύκοι»: τέσσερα κομμάτια από τους «Επικούς Καιρούς»»: Άπαντα, τ. ΙΔ’, Μπίρης, Αθήνα 1972.

[6] Γι’ αυτή την πλευρά του έργου του Βάρναλη αξίζει να μελετηθεί το: Ηρακλής Κακαβάνης, Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του, Εντός, Αθήνα 2012.

[7] Κοινός τόπος αποτελέι, άλλωστε, για τη σύγχρονη κριτική η αμφιταλάντευση του ποιητή μεταξύ του εθνικισμού και του αντι-εθνικισμού, της τυφλής πατριδολατρίας και της νηφάλιας αντιμετώπισης των πραγμάτων.

[8] Βλ: Αντρέας Καραντώνης, Γύρω στον Παλαμά, τ. Α’, Γκοβόστης, Αθήνα χ. χ. [3η έκδ.], σ. 72.

[9] Ό.π. (σημ. 8), σσ.46-48.

[10] Βλ.: Νίκος Ζαχαριάδης, Ο αληθινός Παλαμάς, Αλφειός, Αθήνα. (αφορά την έκδοση αναφοράς. Πρώτη έκδοση του βιβλίου το 1944).

[11] Για τους Βωμούς ειδικότερα γίνεται λόγος στο άρθρο μου: «Καρτερώντας τον κράχτη: Ο Κωστής Παλαμάς και η νεωτερική τομη», το οποίο πρόκειται να δημοσιευθεί στην ηλεκτρονική έκδοση του Νέου Πλανοδίου.

[12] Βλ. ενδεικτικά το χαρακτηριστικό ποίημα του επιφανέστερου εκπροσώπου της γενιάς αυτής, Κ. Καρυωτάκη: «Εις Ανδρέαν Κάλβον».

[13] Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, Εστία, Αθήνα 2010 [1η: 1939].

[14] «Μια είν’ η Πατρίδα των αιμάτων και δραμάτων, το άστρο / της Ιστορίας το πολικό, του τραγουδιού τροφή, / χώρες καρδιές από παντού μια ψυχή σ’ ένα κάστρο, / κι η προσταγή της: Αδερφοί!»: Κ. Παλαμάς, από το «Τραγούδι των προσφύγων» της ενότητας «Οι Λύκοι».

Για ένα τραγούδι

δρόμος

~-~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ ~.~

Στη θεολογία και το δίκαιο, ως γνωστόν, έχουμε αυθεντική ερμηνεία, ερμηνεία δηλαδή ex officio, από επίσημο φορέα, δεσμευτική για την κοινότητα των πιστών ή την έννομη τάξη.

Τέτοιοι αυθεντικοί ερμηνευτές είναι λ.χ. ο πάπας ή η οικουμενική σύνοδος, στη μια περίπτωση, τα δικαστήρια, ιδίως τα ανώτατα, κάποτε και ο νομοθέτης διά των ερμηνευτικών του δηλώσεων, στην άλλη.

Στη λογοτεχνία τα πράγματα έχουν αλλιώς. Αυθεντικός ερμηνευτής δεν υπάρχει. Κανείς αναγνώστης, κανείς κριτικός, και ο πιο σπουδαίος ακόμη, δεν μπορεί να ορίσει δεσμευτικά το σημαινόμενο ενός έργου, να εξαντλήσει τελεσίδικα τις πιθανές δηλώσεις ή παραδηλώσεις του. Ακόμη και ο ίδιος ο συγγραφέας, αυθεντικός ερμηνευτής του έργου του δεν είναι. Το «όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος» εδώ δεν ισχύει, η ερμηνεία είναι δουλειά συλλογική, μοιάζει με ψηφιδωτό: κάθε γενιά αναγνωστών συμπληρώνει ψηφίδες στην παραδεδομένη εικόνα, ή με παλίμψηστο: σβήνει τις παλιές και, χωρίς ποτέ να τις εξαλείφει ολότελα, γράφει επάνω τους τις δικές της εντυπώσεις.

Φυσικά, δεν θέλω να πάω εδώ τόσο μακριά όσο οι μεταμοντέρνοι που θεωρούν ότι ο καθείς μπορεί να κάνει με το έργο ό,τι γουστάρει – κάθε άλλο. Η σπουδαία λογοτεχνία παρότι πολυσήμαντη, δεν είναι ερμηνευτικά χαώδης. Ο συγγραφέας θέτει όρια στον ερμηνευτή του, εκτός των οποίων δεν μπορεί να κινηθεί. Εδώθε όμως των ορίων, οι δυνατότητες αυτού του τελευταίου είναι μεγάλες, και πάντως ικανές να θρέψουν τη φαντασία και να κινητοποιήσουν την εμβρίθεια και την ευαισθησία του.

Είναι γι’ αυτό τον λόγο που παρακολουθώ με ενδιαφέρον τη συζήτηση που άναψε τελευταία για τη σωστή ερμηνεία ενός πασίγνωστου και κοσμαγάπητου τραγουδιού του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του «Αγάλματος» που δισκογραφήθηκε το 1969 από τον Γιάννη Πουλόπουλο σε μουσική Μίμη Πλέσσα και, μισόν αιώνα τώρα, δεν έλειψε από το στόμα των Ελλήνων. Το «άγαλμα» του στιχουργού είναι λέξη κωδική, μεταφορική υποστήριξε ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης: ««Αγάλματα» έλεγαν στον καιρό του τις κοπέλες που έκαναν πεζοδρόμιο, που έστεκαν στο ίδιο πόστο με καύσωνα ή με αγιάζι. Από μια τέτοια παρηγορείται ο ήρωας του τραγουδιού».

Όχι, τον αντικρούει ο μελετητής της γλώσσας Νίκος Σαραντάκος: «ο Χωμενίδης δεν παρουσιάζει κανένα τεκμήριο που να στηρίζει τα όσα λέει. Ομολογώ ότι, αν και μεγαλύτερος σε ηλικία, δεν έχω πουθενά συναντήσει να αποκαλούν «αγάλματα» τις κοπέλες που κάνουν πεζοδρόμιο». Στην κουβέντα παρενέβησαν κατόπιν και άλλοι, το πράγμα μάλιστα όλως αναιτίως τραχύνθηκε, οι τόνοι υψώθηκαν, ρωτήθηκε και ο ίδιος ο Παπαδόπουλος και η απάντησή του, όπως μας μεταφέρθηκε από τον Άρη Δημοκίδη, μοιάζει να στηρίζει την εικασία του Χωμενίδη ή, έστω, να μην της αφαιρεί τη νομιμοποιητική βάση.

Αναπόφευκτα, η διένεξη πέρασε και στο πεδίο το αισθητικό. Τι είναι λογοτεχνικά επιτυχέστερο; Η εικόνα του πέτρινου αγάλματος που ζωντανεύει για να παρηγορήσει τον ερωτοχτυπημένο, προδομένο ήρωα του τραγουδιού; Ή η εικόνα της τροτέζας της παρομοιαζόμενης με άγαλμα, στον ίδιο ρόλο; Και οι δυο αυτές εικόνες είναι συνήθεις στη λογοτεχνία. Στην Κίχλη του Σεφέρη, όπως επισημάνθηκε, βρίσκουμε τέτοια εξανθρωπισμένα αγάλματα:

Κι ὅμως τ’ ἀγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τὸν πόθο
στὰ δυό, σὰν τὸ ροδάκινο· κι ἡ φλόγα
γίνεται φίλημα στὰ μέλη κι ἀναφιλητὸ
κι ἔπειτα φύλλο δροσερὸ ποὺ παίρνει ὁ ἄνεμος·
λυγίζουν· γίνουνται ἀλαφριὰ μ’ ἕνα ἀνθρώπινο βάρος

Αλλά και η αντίστροφη εικόνα του ανθρώπου που απολιθώνεται δεν λείπει. Ο Ελύτης στο Άξιον εστί μάλιστα την συνδέει κι εκείνος με μια γυναίκα εκδιδόμενη:

Βλέπω τὴ μικρὴ Μυρτώ, τὴν πόρνη ὰπὸ τὴ Σίκινο, στημένη πέτρινο ἄγαλμα στὴν πλατεία τῆς Ἀγορᾶς μὲ τὶς Κρῆνες καὶ τὰ ὀρθὰ Λεοντάρια

Αν συνεχίζαμε τη γενεαλόγηση αυτή θα φτάναμε σίγουρα ώς τον Τάλω του Ηφαίστου και τη Γαλάτεια του Πυγμαλίωνα από τη μια μεριά, και ώς την φαρμακερή Μέδουσα και τη Γυναίκα του Λωτ από την άλλη. Και οι δυο μεταμορφώσεις είναι ισχυρές, δικαιωμένες από τον μύθο και την τέχνη των αιώνων. Άσκοπο να αναρωτιόμαστε ποια είναι καλύτερη. Προσωπικά πάντως, η εκδοχή του αγἀλματος-τροτέζας που παρηγορεί τον νέο με συγκινεί περισσότερο. Παρά την φαινομενικά ρομαντική αύρα της, δίνει ρεαλιστικό βάθος στον στίχο, σάρκα απτών, αληθινών ανθρώπων. Επιπλέον ενδυναμώνει την πλοκή και κεντρίζει τη φαντασία μας. Η κοπέλα του δρόμου δεν είναι άγνωστη στον νεαρό, τον ξέρει από παλιά· βλέποντάς τον, μας λέει ο ποιητής, «τον θυμήθηκε». Ήταν άραγε πελάτης της κι εκείνος, μήπως η παρηγορητική της στάση κρύβει ένα ενδιαφέρον βαθύτερο, μήπως το τρίγωνό μας είναι και ερωτικό;

Θυμίζω ότι ειδικά εκείνη την εποχή, η φιγούρα της συμπονετικής πόρνης, που όμως στο τέλος μένει μόνη και έρημη παρά το ηθικό της ύψος, είναι πολύ συνηθισμένη στην τέχνη. Κορυφαία της δείγματα, μια ταινία, η Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού, και ένα άλλο πασίγνωστο τραγούδι, το «Πρέπει» του Άκη Πάνου, που το έκανε διάσημο η φωνή της Βίκυς Μοσχολιού.

Ασφαλώς και δεν πρέπει να μας δούνε παρέα
επεράσαμε ωραία λίγες ώρες μαζί…
Είμαι εκείνη που είμαι κι έχεις όνομα κάποιο
σε χρυσό κόσμο σάπιο δε χωράω να μπω

Το κυριότερο επιχείρημα όμως υπέρ αυτής της ερμηνείας, αυτό που την καθιστά τόσο θελκτική, και νομίζω ανώτερη, είναι ότι δεν ακυρώνει και την άλλη εικόνα, αυτήν του ζωντανεμένου αγάλματος. Έρχεται να προστεθεί σ’ αυτήν, να την μπολιάσει με ένα πρόσθετο, και συναρπαστικό, επίπεδο σημασιών. Γιατί οι κοπέλες του δρόμου, ας το σκεφτούμε, είναι πράγματι αγάλματα. Όχι μόνο λόγω της στάσης τους τόση ώρα, ούτε μόνο από το επιδεικτικό βάψιμο που τις κάνει να μοιάζουν με διακοσμητικά μπιμπελό. Αλλά πρωτίστως επειδή είναι συναισθηματικά πετρωμένες, λίθινες. Το δόσιμο του κορμιού στον αγοραίο έρωτα προϋποθέτει τον ευνουχισμό του αισθήματος, είναι ένας ψυχικός ακρωτηριασμός. Και όταν αυτός για λίγο παύει, είναι σαν το άγαλμα να ζωντανεύει, να ξαναβρίσκει την χαμένη του ανθρώπινη φύση, από σκεύος ηδονής να ξαναγίνεται παλλόμενη καρδιά.

«Η ιδέα μου είναι ότι τα δυνατά συναισθήματα και οι βαθιά ριζωμένοι πόθοι» γράφει ο Σεφέρης προλογίζοντας τη μετάφραση του Άσματος Ασμάτων, «μπορούν να τραφούν από πολλές και διάφορες προσχώσεις και μπορεί να προσαρτήσουν και άλλους πόθους που μοιάζουν αλλότριοι — αν αγγίζουν ακέρια την ανθρώπινη ψυχή… Είναι πλούτος αυτό το μπόλιασμα· δεν είναι φτώχεια». Ας συγκρατήσουμε όμως και την παρότρυνση του ιδίου, αμέσως μετά: «Ωστόσο προτιμώ αυτό το πλούτισμα να το βρίσκω όπου μπορώ και όπως μπορώ χωρίς την ενοχλητική παρεμβολή του δογματισμού».

Τόσα πολλά σ’ ένα τραγούδι, θα πει κανείς; Και πολλά περισσότερα, θα πρόσθετα: όταν βέβαια το τραγούδι είναι τέτοιο, τουτέστιν λογοτεχνία σημαίνουσα. Κλείνω, παραθέτοντάς το, για όσους θέλουν να το θυμηθούν. Κι επειδή, εξ όνυχος ο λέων, ας προσεχθεί λίγο και η μαστοριά του Παπαδόπουλου: στίχος τροχαϊκός δεκατρισύλλαβος αυστηρός, με τομή στη όγδοη συλλαβή και (σπάνιο!) όλο με προπαροξύτονες ομοιοκαταληξίες.

Χθες μεσάνυχτα και κάτι κατηφόρισα
στη μικρή την πλατεΐτσα που σε γνώρισα
Κάποιο άγαλμα που μ’ είδε με θυμήθηκε
και τον πόνο μου ν’ ακούσει δεν αρνήθηκε

Και του μίλησα για σένα και για μένανε
και τα μάτια του βουρκώναν κι όλο κλαίγανε
Του ‘πα για το φέρσιμό σου και για τ’ άλλα σου
τ’ ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου

Κι ύστερα με πιάσαν θέ μου κάτι κλάματα
που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα
Με το άγαλμα ώς το δρόμο προχωρήσαμε
μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

 

Γιώργος Βέης, Ποιήματα

george-541x576

 

ΠΡΟΑΥΛΙΣΜΑ

Από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις το πρωί
δεν κουνιέται φύλλο συνήθως τέτοια ώρα
χειμώνα καλοκαίρι
έτσι νομίζουν οι νεοσύλλεκτοι της βάρδιας
γιατί κανείς δεν τους είπε
γιατί κανείς δεν ξέρει
ότι τότε ακριβώς, κάπου εκεί κοντά
θα ξεσπάσει θύελλα κι αντάρα
έρχεται, λέει το πρωί, ο κορυδαλλός
να συντρίψει τα έργα των τρελών ανθρώπων
λέει η τρίλια τρελή από πάθημα
διότι εκεί που δείχνουν όλα ατιμώρητα
όλο αυθάδεια κι υπερηφάνεια φούσκα
εκεί χτυπάει δυνατά η καρδιά
η οργή του αδικημένου.

~.~

ΑΔΕΙΟΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝΕΣ

είναι τα μάτια μας πολλές φορές
λες και οι εικόνες, ολόκληρα τοπία
ιδίως τα θεάματα των ημερών
υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο
για τα όνειρα των παιδιών.

~.~

ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ

Στάζει από λαχτάρα τώρα το ξημέρωμα
δεν νοιάζεται βέβαια καθόλου για μας
απλώς τα τριζόνια να τα φιλέψει σκέπη
στέργει.

~.~

Ο ΑΝΙΚΗΤΟΣ

Κάτω από την επιδερμίδα μας σέρνεται
δεν υποχωρεί παρά τις προσπάθειες
θάλλει από το αίμα ο πονηρός εχθρός
τον λένε “ο κέρδος”.

~.~

ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΡΡΑΒΩΝΩΝ

δεν θα τα φορέσουμε ποτέ,
λέει ο αέρας στο ψηλότερο έλατο
στην κορυφή της Πάρνηθας
δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, συνεχίζει
κανείς δεν θα μας αναγκάσει
να κρύψουμε λόγια,
θα χτυπιέμαι πάνω σου πάντα
δύναμη πολλή θα σου φέρνω
θα έρχομαι
για να σε πάρω στο τέλος μαζί μου
στον κόσμο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Ηλιόπετρα: Ένα αριστούργημα

του Τομάς Σεγόβια (Μτφρ.: Λένα Καλλέργη)

~.~

a2f711de2827dc643b0256f8bb07a0e6Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να πει κανείς για την Ηλιόπετρα είναι πως πρόκειται για ένα έργο κορυφαίο, ένα αριστούργημα.

Στις μέρες μας, η δημιουργία ενός αριστουργήματος είναι τόσο δύσκολη όσο και παλιότερα, όμως σήμερα, σε αντίθεση με άλλες εποχές, είναι επίσης και μια τρέλα. Μια τέτοια φιλοδοξία μπορεί να ενδιαφέρει μερικούς αφελείς, μερικούς χαρωπούς αδαείς, ενώ δεν είναι ούτε αφελής ούτε αδαής στόχος. Tο να θέλει κανείς να γράψει ένα τόσο φιλόδοξο έργο χωρίς να κρύψει τα σχέδιά του είναι κάτι που οι σοβαροί ποιητές αποφεύγουν, εδώ και πολύ καιρό. Φυσικά, καθένας από εμάς θα ήθελε να συγγράψει ένα αριστούργημα, ή και περισσότερα – όμως θα προτιμούσε αυτό να συμβεί ως αθέλητο αποτέλεσμα της εργασίας του, σαν μια κρυστάλλινη βροχή των έργων που πέφτουν από τα χέρια του, μια βροχή που ήρθε όταν ήδη τα έργα δεν ήταν πια στα χέρια του. Θα επιθυμούσαμε να είχαμε δημιουργήσει κορυφαία έργα, αλλά δεν επιθυμούμε να το κάνουμε – ονειρευόμαστε ότι θα γίνουν μόνα τους, χωρίς να λερώσουμε τα χέρια μας.

Η Ηλιόπετρα έχει ολοφάνερα τα σημάδια ενός τέτοιου σχεδίου. Το ποίημα αυτό είναι γραμμένο σε αυστηρό κλασσικό μέτρο, με συμβολικά προκαθορισμένο αριθμό στίχων και με μια συντακτική δομή που μοιάζει με κύκλο – το ποίημα αυτό δεν προσποιείται μια ευτυχισμένη τύχη, μια δόξα που ο συγγραφέας πάντα δέχεται ως δική του, χωρίς να έχει τίποτα να χάσει αν τυχόν γκρεμιστεί στην αποτυχία. Ο Οκτάβιο Πας ποντάρει τα πάντα, την ίδια του τη ζωή. Ξέρει ότι η καταστροφή που ρισκάρει να πάθει δεν είναι τίποτα μπροστά στην άλλη, την αληθινή καταστροφή: εκείνη του να μην τολμάς να ρισκάρεις.

Αν είναι να σωθεί η Ποίηση, αυτό πρέπει να γίνει κυρίως μέσα από τους ποιητές που τη φέρνουν στη ζωή, γιατί δεν έχει καμία σημασία να σώσουμε μια ποίηση που έχουμε αφήσει να πεθάνει. Η Ηλιόπετρα δεν έχει την πρόθεση να αποτελέσει ένα αριστούργημα που έπεσε από τα σύννεφα, που χαρίστηκε στον ποιητή χωρίς εκείνος να δώσει τίποτα – ούτε όμως διαφεύγει από την άλλη πόρτα, την ψεύτικη πόρτα του θαυματοποιού: εκείνη που αφήνουν ανοιχτή τα έργα μιας προσποιητής βαθύτητας, έργα που ανήκουν εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα, ιδιωτική περιουσία, χώρος αποκλειστικά για εκείνον, αμόλυντη ξένη χώρα για την οποία δεν έχουμε καν το δικαίωμα να συζητάμε, ούτε βέβαια να μιλάμε την ερμητική της γλώσσα. Η Ηλιόπετρα είναι ένα ποίημα ζωντανό, και γι’ αυτό περιμένει όλη τη χάρη από τον ουρανό, αλλά δεν βασίζεται σ’ αυτήν. Τι άλλο θα ονομάζαμε έμπνευση, αν η λέξη αυτή δεν είχε ήδη καταστραφεί, περιγράφοντας μάταια όνειρα; Ο Οκτάβιο Πας δεν επινοεί τίποτα – ή, για να διασώσω τη λέξη αυτή που εκείνου του αρέσει, δεν επινοεί τίποτα που να μην είναι ανακάλυψη, που να μην οφείλει, ταπεινά, την αποδοχή ή την απόρριψή του στην ίδια του την ύπαρξη, τίποτα που να μην είναι επινόηση τώρα, τίποτα που να μην είναι επιστροφή. Επιστροφή: αυτό είναι πάνω απ’ όλα η Ηλιόπετρα: επιστροφή του βλέμματος πάνω στην ίδια τη ζωή, επιστροφή στη ζωή, επιστροφή στο ξεκίνημα, επιστροφή στη σκέψη για την ίδια μας τη σάρκα.

130paz 1.TIFΚαι όταν εξετάζουμε το ποίημα αυτό ως λογοτεχνική επιτυχία ανάμεσα στα άλλα του είδους του, και πάλι το συναίσθημά που μας προκαλεί είναι πρώτα απ’ όλα εκείνο της επιστροφής: εκείνης του ποιητή μέσα μας, επιστροφή του διαλόγου με τον εαυτό μας, η ποίηση δική μας και πάλι, ποίηση επιστροφής, ποίηση που επιστρέφει. Θα ήταν η επιστροφή αυτή συνώνυμη με υποχώρηση; Είναι ο κύκλος της έλικας, η στροφή που ανεβαίνει. Η ποίηση που συνεχώς απομακρύνεται από εμάς δεν θέλει να δει ότι η απομάκρυνση δεν σημαίνει πάντα προχώρημα και πρόοδο. Αν σήμερα το μυθιστόρημα μπορεί, με λιγότερο κίνδυνο γελοιοποίησης, να ελπίζει στη δημιουργία αριστουργημάτων, είναι γιατί κανείς δεν του απαγορεύει να μιλάει τη γλώσσα μας. Μόλις τώρα αρχίζουμε να μπαίνουμε αληθινά σε αυτόν τον καινούριο κόσμο, που έχει τόσο διαφημιστεί· τώρα που, κοιτάζοντας πίσω, βλέπουμε με αγωνία ότι τα βήματα που κάναμε είναι ήδη μη αναστρέψιμα. Η εποχή αυτή φανερώνεται, μέχρι στιγμής, με αρκετά ανησυχητικά σημάδια. Υπάρχει φόβος ότι τις φανταστικές χαρές μας τις καταναλώνουμε σε μια τρομακτική απομόνωση. Tα μεγάλα μέσα επικοινωνίας είναι σήμερα εντελώς ακυβέρνητα και οι ελιγμοί τους μας πετούν έξω, αντί να μας δείξουν τον κόσμο: πρόκειται για μέσα ορφανά από σκοπό. Το άλμα, μάλιστα, από τον ποιητή στο κοινό του, γίνεται όλο και περισσότερο άλμα θανάτου. Όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, καθένας νομίζει ότι ο άλλος θα σπάσει το λαιμό του πέφτοντας. Ανόητο επιχείρημα: η ποίηση είναι εκείνη που χάνεται με κάθε πτώση.

~.~

Αυτός ο κόσμος, όμως, θα μπορούσε να είναι ενωμένος, αν δεν πέσει στην παγίδα να γίνει ομοιόμορφος. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει ποίηση με γεωγραφικά όρια. Η Γη είναι μια σφαίρα, αυτό το ξέρουμε ήδη: το κέντρο της δεν υπάρχει σε κανένα σημείο της επιφάνειάς της· πρέπει να το αναζητήσουμε βαθιά μέσα της. Τα ποιήματα που παλιότερα φαίνονταν εκκεντρικά, πλέον δεν είναι παρά ισαπέχοντα. Πολλά από αυτά έχουν ακόμα φρέσκο αίμα. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε ότι αυτό αποτελεί οπισθοδρόμηση· πάντα θα υπάρχουν λόγοι για να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο όπως και για το αντίθετο, όμως το θέμα δεν είναι μόνο οι λόγοι: αν το πούμε αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε. Στην Ηλιόπετρα το αίμα πάλλεται, ο κύκλος είναι κύκλος κυκλοφορίας. Η επιστροφή στη ζωή δεν είναι το φυλογενετικό παρελθόν μιας απελπισίας, είναι αυτή η απελπισία σωσμένη και έρχεται αργότερα. Ο Θάνατος βρίσκεται πάντοτε μπροστά, όμως ο νεκρός μένει πάντα πίσω.

TOMAΣ ΣΕΓΟΒΙΑ (Μτφρ.: Λένα Καλλέργη)

~.~

(Ο Tomás Segovia, 1927-2011, Ισπανός ποιητής και κριτικός,  έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στο Μεξικό. Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύτηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1965 στο περιοδικό La Cultura en Mexico, τ. 189, σελ. xiii. Η παρούσα μετάφραση προέρχεται από την αναδημοσίευση του κειμένου στην ανθολογία Lecturas de Piedra de Sol, ed. Hugo J. Verani, Fondo de Cultura Económica, México 2007).

~.~

 

 

Στις ερήμους του μεταμοντερνισμού

Σονόρα

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Δυο βιβλία σταθμοί του μεταμοντερνισμού, οι Άγριοι Ντετέκτιβ του Ρομπέρτο Μπολάνιο και Η Σκούπα και το Σύστημα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας συνδέονται με ένα κοινό στοιχείο: τελειώνουν αμφότερα σε μια έρημο. Στην έρημο Σονόρα του Μεξικού το πρώτο και στην φανταστική Θ.Ε.Ο. (Θρυλική Έρημος Οχάιο) το δεύτερο. Επίσης και στα δύο, οι κεντρικοί ήρωες αναζητούν μια γηραιά γυναικεία φιγούρα που έχει χαθεί. Την ποιήτρια Σεσάρεα Τιναχέρο στους Άγριους Ντετέκτιβ, τη Λινόρ Μπίντσμαν στη Σκούπα. Μια αναζήτηση που φυσικά έχει προσχηματικό χαρακτήρα και γίνεται απλά η αφορμή για την ανάπτυξη διακλαδωτών υποπλοκών. Μια τρίτη ομοιότητα είναι ότι και τις δυο αφηγήσεις διαπερνά μια αίσθηση τρελού, διαβρωτικού και καταλυτικού χιούμορ, ενώ η έλλειψη σοβαροφάνειας είναι πανταχού παρούσα. Τέλος μια κοινή συνιστώσα είναι η πολυεστιακή αφηγηματική οπτική (που φτάνει σε σημεία έξαρσης και παροξυσμού στον Μπολάνιο): παρακολουθούμε την εξέλιξη της κάθε ιστορίας μέσα από το πρίσμα ποικίλων και διαφορετικών αφηγητών.

Έχει ειπωθεί επανειλημμένως, με κάποια αμηχανία βεβαίως (την αμηχανία που μας διακατέχει όταν διατυπώνουμε κάτι αυτονόητο), ότι ο Γουάλας με το μυθιστόρημά του Η Σκούπα και το Σύστημα σατιρίζει τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. Ασφαλώς και το κάνει. Αλλά η λέξη σάτιρα είναι λίγο περιοριστική για να χαρακτηρίσουμε ένα τόσο πολύπλευρο και πολυσήμαντο μυθιστόρημα όσο η Σκούπα.

Ο Γουάλας δυναμωμένος από λογοτεχνική θεωρία και μελέτη καθώς ήταν και παίζοντας στα δάχτυλα τις αρχές και τους κανόνες του storytelling εξαπολύει μια δριμεία επίθεση στο ίδιο το concept “μυθιστόρημα”.

Τα χτυπήματα που καταφέρνει είναι πολλαπλά και καθοριστικής σημασίας.

Αρχικά εμπαίζει, κοροϊδεύει και αντιστρέφει όλα τα στοιχεία της τεχνικής που πρεσβεύει με τόσο ζήλο το αμερικάνικο story theory. Αν λοιπόν μια απόλυτη αρχή των δασκάλων δημιουργικής γραφής είναι ότι ο κεντρικός ήρωας πρέπει να έχει έναν στόχο, ένα πολύ συγκεκριμενο “θέλω”, μια επιθυμία που τον κινητοποιεί και παράγει από μόνη της πλοκή, ο Γουάλας κάνει στην κεντρική του ηρωίδα την Λινόρ Μπίτσμαν, μια ψευδο-αστυνομική ανάθεση: να βρει τη συνονώματη, εξαφανισμένη προγιαγιά της. Όπως σημειώσαμε η εν λόγω αναζήτηση δεν έχει παρά επιφανειακή σημασία και λειτουργεί ως αφηγηματικό άλλοθι για όσα είναι να γίνουν. Εντούτοις δίνει τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας περίεργα οδυσσεϊκής πορείας της ηρωίδας προς αναζήτησην του εαυτού της. Και αυτό βέβαια υπονομεύεται με τη σειρά του. Το άτομο που ψάχνει η ηρωίδα λέγεται, Λινόρ Μπίντσμαν, όπως ακριβώς και η ίδια. Ποια είναι η Λινόρ; Ποια η προγιαγιά της; Μήπως στην ουσία αναζητά τον εαυτό της; Το αίνιγμα είναι τόσο αυτονόητο που αυτοκαταργείται.

Η σκούπα και το σύστημα

Ο Γουάλας μοιάζει να λέει κρυφογελώντας: σε σένα, αναγνώστη, που ζητάς πάντα κάποιο νόημα και χαίρεσαι όταν πιστεύεις ότι το κατέχεις, θέτω ένα αίνιγμα. Η απάντηση όμως είναι από την αρχή γνωστή, άσχετα αν ο αναγνώστης αυθυποβάλεται και νομίζει ότι την βρίσκει καθ’οδόν καθώς γυρίζει σελίδες. Η ταύτιση της Λινόρ με τη φασματική και απισχνασμένη μορφή της προγιαγιάς της είναι δεδομένη.

Κάθε συγγραφέας είναι και ένας απατεώνας. Το ίδιο το γράψιμο γίνεται συχνά η τέχνη της απάτης. Στους συγγραφείς του μεταμοντερνισμού όμως αυτό λαμβάνει ακόμα πιο βαρύνουσα σημασία. Γιατί δεν εμπαίζουν μόνο τον αναγνώστη, αλλά και την ίδια την τέχνη τους.

Ο Μπολάνιο χρησιμοποιεί επίσης ένα ψευδο-μυστήριο ως προπέλα της αφηγηματικής του μηχανής. Εδώ η “απάτη” λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερη αισθητική αίγλη γιατί ταιριάζει και με τον χαρακτήρα των κεντρικών ηρώων που είναι πλάνητες, μποέμ και τυχοδιώκτες. Ο Ουλίσες Λίμα και ο Αρτούρο Μπολάνο (τόσο εξόφθαλμα το alter ego του συγγραφέα που καθίσταται αδύνατον να μη δούμε την ειρωνική διάσταση – ο Μπολάνιο επίσης κοροϊδεύει τις γνωστικές ικανότητες του αναγνώστη και την εγγενή τάση του να εξηγεί και να κατανοεί πράγματα) είναι δυο φιγούρες οριακές. Δυο πρόσωπα του περιθωρίου που διακατέχονται από μια ανάγκη. Θέλουν να βρουν τη μέντορά τους, την ηλικιωμένη ποιήτρια που συνέθεσε το μανιφέστο του λογοτεχνικού ρεύματος στο οποίο ανήκουν, του περιβόητου ενστικτορεαλισμού. Φημολογείται ότι η ποιήτρια βρίσκεται στην έρημο, όπως και η προγιαγιά της Λινόρ άλλωστε. Στο τέλος πάνε εκεί για να τη συναντήσουν.

Η έρημος και στα δύο μυθιστορήματα μοιάζει να ενεργοποιεί κεντρομόλους δυνάμεις. Έλκει τους πρωταγωνιστές και συνεπώς τις ιστορίες τους στην επικράτειά της. Βρίσκεται στις παρυφές της αφήγησης, στις ακρώρειες του μυθιστορήματος και από κει ρυθμίζει όλη τη δράση, όλο το δραματικό γίγνεσθαι. Κυρτώνει τον μυθοπλαστικό χωροχρόνο και τραβάει τα πάντα προς το μέρος της. Διαθέτει μια σχεδόν μεταφυσική παρουσία (εξ ου και το αρκτικόλεξό της στη Σκούπα) που ορίζει τη μοίρα και τις πορείες των ηρώων, οι οποίοι εκόντες άκοντες είναι παγιδευμένοι στην αναπόδραστη βαρυτική της δύναμη.

Άγριοι ντετέκτιβ

Κατά μία έννοια όλο το μυθιστόρημα του Μπολάνιο εξελίσσεται μέσα στην έρημο Σονόρα. Τα τοπωνύμια, οι πόλεις και οι περιοχές που αναφέρονται (ακόμα και αν κάποια από αυτά βρίσκονται πολύ μακριά, στην Ευρώπη) δεν είναι παρά διάσπαρτα σημεία μιας κολοσιαίων διαστάσεων ερήμου. Η επίδραση της ερήμου είναι ορατή στον ψυχικό κόσμο των ηρώων, στα άδεια εσωτερικά τους τοπία, στην άνυδρη και αδιέξοδη πνευματική τους κατάσταση. Το ίδιο και στη Σκούπα. Εκεί οι διαδρομές των ηρώων δεν είναι τόσο μεγάλες και η έρημος βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην πόλη, έτοιμη να την καταβρωχθίσει.

Οπωσδήποτε και οι δυο αυτές έρημοι του μεταμοντερνισμού δημιουργούν τέτοια ποικιλία και ένταση αντικατοπτρισμών που μας κάνουν να υποψιαζόμαστε ότι στην ουσία αποτελούν μια αχανή και εύφορη όαση “το κέντρο της οποίας βρίσκεται παντού και η περιφέρειά της πουθενά”.

Η χλωρίδα που αναφύεται εκεί δεν είναι τίποτε άλλο από διακλαδώσεις πιθανοτήτων και αφηγηματικών δυνατοτήτων.

Κατά μία (μπορχεσιανή) έννοια όλες οι έρημοι αποτελούν μία και μοναδική έρημο. Η Σονόρα και η Θ.Ε.Ο. είναι διαφορετικές περιοχές μιας αχανούς έκτασης. Επικοινωνούν μεταξύ τους κατά τρόπο παράδοξο και μυστικό και συνιστούν ένα συμβολικό όριο πέρα από το οποίο θεωρητικά δεν μπορεί να περάσει κανείς.

Το μυθιστόρημα, όμως, το storytelling, η ανάγκη μας να ακούμε και να αφηγούμαστε ιστορίες – ευτυχώς – δεν τελειώνουν σε καμία έρημο. Η μεγάλη προσφορά του μεταμοντερνισμού στη λογοτεχνία είναι το απαύγασμα των δομών, μέσα από τη διαστροφή τους, την υπονόμευση και την άρνηση προς αυτές. Το μυθιστόρημα φτάνει στο τέλος του, στο συμβολικό του τέλος, για να πετύχει μια νέα επανεκκίνηση, με τους εσωτερικούς του μηχανισμούς, τα τεχνικά του μέσα, τους αφηγηματικούς του κανόνες να είναι πιο επίκαιροι και αναγκαίοι από ποτέ.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ

Ποιος ήταν ο Ουμπερτίνος από την Καζάλε;

 

Ubertin_de_Casale,_auteur_de_Arbor_vitae_crucifixae_Jesu_Christi.jpg

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Στις πρώτες σελίδες του Ονόματος του ρόδου, παρακολουθούμε το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, τον Γουλιέλμο της Μπάσκερβιλ και τον Άντσο της Μελκ, να φτάνουν σ’ ένα άγνωστο μοναστήρι, χωμένο κάπου στα βουνά της βόρειας Ιταλίας, όπου θα λάβουν χώρα στη συνέχεια οι παράδοξες περιπέτειές τους. Εκεί τους υποδέχεται ο ηγούμενος της μονής, όπως επιβάλλει η εθιμοτυπία. Ο Γουλιέλμος, άλλωστε, είναι απεσταλμένος του αυτοκράτορα και ο Άντσο ο γραμματέας του. Αμέσως μετά την εθιμοτυπική συνάντησή τους με τον ηγούμενο, οι ήρωές μας σπεύδουν στην εκκλησία για ν’ αναζητήσουν τον Ουμπερτίνο της Καζάλε, έναν αυστηρό ασκητή τον οποίο ο Γουλιέλμος αγαπά και σέβεται απεριόριστα. Τον βρίσκουν να προσεύχεται σε μια απομονωμένη γωνιά του ναού:

Κοντά στο τελευταίο εικονοστάσι […] υψωνόταν μια λεπτή κολόνα, πάνω στην οποία στεκόταν μια πέτρινη Παρθένος […] Στα πόδια της Παρθένου, σε στάση προσευχής και πλήρους υποταγής, βρισκόταν ένας άνδρας με ένδυμα του Τάγματος των Κλουνιακών.

Πλησιάσαμε. Ο άνθρωπος, ακούγοντας τον θόρυβο των βημάτων μας, σήκωσε το πρόσωπο. […] Έριξε επάνω μας ένα βλέμμα, στην αρχή σαστισμένο, σαν να τον είχαμε ενοχλήσει σε κάποιο εκστατικό όραμα· μετά το πρόσωπό του φωτίστηκε από χαρά.

«Γουλιέλμο!» φώναξε. «Αγαπημένε μου αδελφέ!» Σηκώθηκε με κόπο και πήγε κοντά στον δάσκαλό μου, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα. «Γουλιέλμο!» επανέλαβε, και τα μάτια του μούσκεψαν από δάκρυα. «Πόσος καιρός! Κι όμως, σ’ αναγνωρίζω ακόμα! Πόσος καιρός, πόσα γεγονότα! Πόσες δοκιμασίες μάς επέβαλε ο Κύριος!» Έκλαψε. Ο Γουλιέλμος τον αγκάλιασε φανερά συγκινημένος. Ήμασταν μπροστά στον Ουμπερτίνο της Καζάλε.[1]

Η όψη του Ουμπερτίνου προκαλεί βαθιά εντύπωση στον Άντσο, που μας αφηγείται την ιστορία. Βλέποντάς τον από κοντά επιβεβαιώνει πολλά απ’ όσα είχε ακούσει γι’ αυτόν παλιότερα. Νιώθει το σφοδρό του πάθος προς τον Θεό, την αγιότητά του, αλλά και τη σκληρότητα στην οποία μπορεί να μεταμορφωθεί αυτό το πάθος.

3a48ce26-b5c5-4286-8415-a15f3c850b8c_8.jpgΟ δάσκαλός μου με παρουσίασε και ο γέρος μού χάιδεψε το μάγουλο μ’ ένα χέρι ζεστό, σχεδόν φλογισμένο. Στο άγγιγμα εκείνου του χεριού κατάλαβα πολλά απ’ όσα είχα ακούσει για τον άγιο αυτόν άνθρωπο και απ’ όσα είχα διαβάσει στις σελίδες του Arbor Vitae, και αντιλήφθηκα τη μυστική φλόγα που τον κατέτρωγε από τη νεότητά του, τότε που, σπουδαστής στο Παρίσι, απομακρύνθηκε από τους θεολογικούς διαλογισμούς και θεώρησε ότι μετουσιώθηκε σε μετανοούσα Μαγδαληνή· και τις στενές σχέσεις που είχε με την Αγία Αγγελική του Φολίνιο, από την οποία μυήθηκε στους θησαυρούς της μυστικής ζωής και στη λατρεία του σταυρού· και τους λόγους για τους οποίους κάποτε οι ανώτεροί του, ανησυχώντας για τη θέρμη των κηρυγμάτων του, τον έστειλαν σε απομόνωση στη Βέρνη.

Ερευνούσα το πρόσωπο εκείνο με τα γλυκύτατα χαρακτηριστικά, που έμοιαζαν της αγίας με την οποία αντάλλαξε αδελφικά βαθύτατα πνευματικές έννοιες. Μάντευα ότι γνώριζε να παίρνει όψη πολύ σκληρότερη […][2]

Η συζήτηση μεταξύ Γουλιέλμου και Ουμπερτίνου περνά στους παλιούς τους φίλους και συντρόφους και ο Άντσο μαθαίνει όλο και περισσότερα για τον διάσημο ερημίτη. Ο Ουμπερτίνος είναι ασυμβίβαστος εχθρός του ορθολογισμού και της εγκεφαλικής σοφίας. Περιφρονεί και απαξιώνει όσους δεν έχουν φλογερή επιθυμία.

«Ελάχιστα τον είχα γνωρίσει [τον Γουλιέλμο του Όκαμ]. Δεν μου αρέσει. Άνθρωπος δίχως πάθος, μόνο κεφάλι δίχως καρδιά».

«Ωραίο όμως κεφάλι».

«Ίσως· και θα τον οδηγήσει στην κόλαση».

«Τότε, θα τον ξαναδώ εκεί και θα συζητήσουμε περί Λογικής».

«Σώπα, Γουλιέλμο», είπε ο Ουμπερτίνος χαμογελώντας με βαθιά τρυφερότητα, «είσαι καλύτερος από τους φιλοσόφους σου. Αρκεί να ήθελες…»[3]

Ο Γουλιέλμος προσπαθεί να συγκρατήσει τον Ουμπερτίνο και τονίζει τη σημασία της νηφαλιότητας. Η σφοδρή επιθυμία και το φλογερό πάθος μπορούν να οδηγήσουν στο κακό, προειδοποιεί τον Ουμπερτίνο.

«[…] συχνά η απόσταση μεταξύ εκστατικού οράματος και αμαρτωλής φρενίτιδας είναι ελάχιστη», είπε ο Γουλιέλμος.

Ο Ουμπερτίνος τού έσφιξε τα χέρια, και τα μάτια του θάμπωσαν και πάλι από δάκρυα: «Μην το λες αυτό, Γουλιέλμο. Πώς μπορείς να συγχέεις τη στιγμή της εκστατικής αγάπης, που σου καίει τα σπλάχνα από το άρωμα του λιβανιού, με την ταραχή των αισθήσεων που γνωρίζουν το θειάφι; […]»

[…] «Είσαι φλογερό πνεύμα, Ουμπερτίνο, τόσο στην αγάπη του Κυρίου, όσο και στο μίσος του Κακού. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στη φλόγα του Σεραφείμ και τη φλόγα του Εωσφόρου, γιατί γεννιούνται πάντα από μιαν άκρατη πυρπόληση της θέλησης».

«Ω! Η διαφορά υπάρχει και την ξέρω!» είπε ο Ουμπερτίνος με έμπνευση. «Θέλεις να πεις ότι μεταξύ της επιθυμίας του Καλού και της επιθυμίας του Κακού η απόσταση είναι μικρή, διότι πάντοτε πρόκειται για την καθοδήγηση της ίδιας θέλησης. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως η διαφορά υπάρχει στο αντικείμενο, και το αντικείμενο είναι διαυγέστατα αναγνωρίσιμο. Από εδώ ο Θεός, από εκεί ο Διάβολος».[4]

Ο Γουλιέλμος δεν αντιπαραθέτει στη φωτιά της βούλησης την ψυχρή διάνοια και την εγκεφαλικότητα. Της αντιπαραθέτει την αισθητική απόλαυση της φυσικής ομορφιάς, το θαυμασμό μπροστά στην ωραιότητα της Δημιουργίας, στην οποία αποκαλύπτεται εν μέρει το κάλλος του Δημιουργού. Αυτή, άλλωστε, ήταν, κατά τον Γουλιέλμο, και η διδασκαλία του Φραγκίσκου, του ιδρυτή του τάγματός τους.

«Ίσως συνήθισα στην Οξφόρδη», είπε ο Γουλιέλμος, «όπου ακόμη οι μυστικιστικές εμπειρίες ήτανε αλλιώτικες».

«Όλες μέσα στο κεφάλι», χαμογέλασε ο Ουμπερτίνος.

«Ή στα μάτια. Ο Θεός γίνεται αντιληπτός στο φως, στις ακτίνες του ήλιου, στις εικόνες του καθρέφτη, στη διάχυση των χρωμάτων πάνω στα μέρη της δομημένης ύλης, στις αντανακλάσεις της ημέρας πάνω στα βρεγμένα φύλλα. Δεν είναι αυτή η αγάπη πλησιέστερη στην αγάπη του Φραγκίσκου που αινεί τον Θεό στις δημιουργίες του, τα άνθη, τα φυτά, το νερό, τον αέρα;»[5]

Και διευκρινίζει στον Ουμπερτίνο πως ακριβώς η καχυποψία του απέναντι στη φλόγα του πάθους, στην ευκολία με την οποία η φλόγα της αγάπης μπορεί να μετατραπεί σε φλόγα μίσους, ήταν η αιτία για την οποία εγκατέλειψε το αξίωμα του ιεροεξεταστή· η αμφιβολία πως μπορεί να κάνει λάθος και να καταδικάσει κάποιον αθώο.

«[…] Αν οι εξεγερθέντες άγγελοι χρειάστηκαν τόσο λίγο για να μετατρέψουν τη φλόγα της λατρείας και της ταπεινοφροσύνης σε φλόγα αλαζονείας και στάσης, τι να πούμε για τα ανθρώπινα όντα; Ορίστε, τώρα το ξέρεις, αυτή η σκέψη με διακατείχε όσο έκανα τις ανακρίσεις μου. Και γι’ αυτό εγκατέλειψα αυτή την ασχολία μου. Μου έλειπε το θάρρος να ερευνώ τις αδυναμίες των κακών, γιατί ανακάλυψα ότι είναι οι ίδιες οι αδυναμίες των αγίων».[6]

Στα μάτια του νεαρού Άντσο και των αναγνωστών του μυθιστορήματος, η βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση μεταξύ Γουλιέλμου και Ουμπερτίνου μοιάζει παράδοξη. Ο Ουμπερτίνος είναι ένας παθιασμένος μυστικιστής, σχεδόν ημιπαράφρων θρησκόληπτος, ενώ ο Γουλιέλμος είναι ψυχρός εμπειριστής και, σε κάθε περίπτωση, ορθολογικός και ισορροπημένος. Τι μπορεί να συνδέει αυτούς τους δύο τόσο διαφορετικούς ανθρώπους; Πώς ερμηνεύεται η αγάπη του ενός για τον άλλο και η συναντίληψή τους;

uDmc5Vzc_400x400.jpeg

Ο Ubertino da Casale ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Μαζί με τον Μιχαήλ της Τσεζένας, που επίσης εμφανίζεται στο Όνομα του ρόδου, ήταν οι ηγέτες των Πνευματικών, δηλαδή της σκληροπυρηνικής φράξιας εντός του φραγκισκανικού τάγματος. Το 1316, στη γενική σύναξη του τάγματος στη Νάπολη, ο Μιχαήλ εκλέγεται Γενικός Ηγούμενος των Φραγκισκανών και οι Πνευματικοί καταλαμβάνουν έτσι την ηγεσία του πολυπληθέστερου και πιο σεβαστού μοναστικού τάγματος της εποχής. Το αποτέλεσμα είναι μια τεράστια αναταραχή στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που θα διαρκέσει δεκατρία χρόνια και θα λήξει μόνο αφότου ο Πάπας πάρει τον έλεγχο του φραγκισκανικού τάγματος, το 1329. Οι ηγέτες των Πνευματικών, καθαιρεμένοι και αφορισμένοι, βρήκαν καταφύγιο στην αυλή του Γερμανού Αυτοκράτορα. Ο Ουμπερτίνος πέθανε υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες, πιθανόν δολοφονημένος, λίγο καιρό αργότερα, ίσως το 1332.

Στον Ουμπερτίνο αφιερώνει λίγους στίχους και ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία, στο δωδέκατο άσμα του Παραδείσου, στ. 121-126. Εκεί καταδικάζεται γιατί δεν ακολούθησε την ισορροπημένη στάση του αγίου Φραγκίσκου, αλλά ήταν αυστηρότερος από εκείνον, όπως άλλοι ήταν χαλαρότεροι:

Ben dico, chi cercasse a foglio a foglio

nostro volume, ancor troveria carta

u’ leggerebbe “I’ mi son quel ch’i’ soglio”;

ma non fia da Casal né d’Acquasparta,

là onde vegnon tali a la scrittura,

ch’uno la fugge e altro la coarta.

Αλήθεια, αν φύλλο φύλλο τα χαρτιά μας

ξεφύλλιζαν, θα βρίσκουνταν ακόμα

φύλλο να γράφει: “Εγώ πιστός ’πομένω”

μα απ’ το Καζάλ δε θα ’ναι ή απ’ το Ακασπάρτα

πούθε έρχουνται αδερφοί, και τους κανόνες

τούτοι αμολούν και κείνοι περσοσφίγγουν.[7]

Ο Ουμπερτίνος είναι ο εκπρόσωπος των Zelanti, των ένθερμων υποστηρικτών του φραγκισκανικού κανόνα, των ζηλωτών της πενίας. Αντίθετα, o Ματθαίος της Ακασπάρτα εξέφραζε τους Relaxati, εκείνους που ζητούσαν τη χαλάρωση του κανόνα. Για τον Δάντη, και ο μεν και ο δε βάδιζαν το δρόμο της πλάνης, μακριά απ’ τις υποθήκες του Φραγκίσκου.[8]

Ο Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ, απ’ την άλλη, είναι ένα φανταστικό πρόσωπο που έχει επινοήσει ο Έκο. Πρότυπο όμως για τη δημιουργία του αποτέλεσε ο Γουλιέλμος του Όκαμ, που αναφέρεται στο μυθιστόρημα ως φίλος του. Ο Γουλιέλμος του Όκαμ ήταν και αυτός ηγετική μορφή των Φραγκισκανών και βρέθηκε και αυτός διωκόμενος απ’ τον Πάπα στην αυλή του Αυτοκράτορα. Ήταν όμως επίσης και σπουδαίος φιλόσοφος, θεολόγος, φυσικός και μελετητής της λογικής. Η πιο γνωστή του συνεισφορά είναι μάλιστα στην επιστήμη της λογικής, το γνωστό ως «ξυράφι του Όκαμ».

Στη συζήτηση λοιπόν του Ουμπερτίνου με τον Γουλιέλμο ubertino-of-casale-84eba4a1-9386-4286-a21f-a4fd2541769-resize-750.jpegαντιτίθενται τα δύο ρεύματα των ιδεών που θα καθορίσουν τους Νέους Χρόνους. Απ’ τη μία, η επιστημονική νηφαλιότητα, ο ορθολογισμός και η δημοκρατία, που εκπροσωπεί ο Γουλιέλμος· απ’ την άλλη, το ριζοσπαστικό αίτημα για δικαιοσύνη και ισότητα, ο μεσσιανισμός, που εκπροσωπεί ο Ουμπερτίνος. Για τον Έκο, οι μεσσιανιστές συγγενεύουν περισσότερο με τους μυστικιστές του Μεσαίωνα: το πρωτεύον σε αυτούς είναι το πάθος, αφήνονται στη φλογερή επιθυμία. Αντίθετα, οι υπέρμαχοι της δημοκρατίας είναι οι πρωτεργάτες της Αναγέννησης: γι’ αυτούς προέχει ο Λόγος, εξετάζουν νηφάλια τα πράγματα και αμφιβάλλουν για τα πάντα. Και τα δύο ρεύματα όμως φύονται σε κοινό έδαφος, όπως υποδεικνύει ο Έκο: στις θρησκευτικές αναζητήσεις του τέλους του Μεσαίωνα, στο αίτημα επιστροφής στην ευαγγελική απλότητα και αλήθεια, όπως το εκφράζουν ο άγιος Φραγκίσκος και οι Φραγκισκανοί.

~.~

Μετά τη συνάντηση του Γουλιέλμου με τον Ουμπερτίνο, ο Άντσο προσπαθεί να εκμαιεύσει τη γνώμη του δασκάλου του για τον άνθρωπο που συνάντησαν. Ο Γουλιέλμος θα του απαντήσει με το φλεγματικό χιούμορ του Άγγλου και τη γελαστή ελαφρότητα του Φραγκισκανού.

«Είναι… παράξενος άνθρωπος», τόλμησα να πω στον Γουλιέλμο.

«Είναι, ή υπήρξε, από πολλές πλευρές, μεγάλος άνθρωπος. […] Ο Ουμπερτίνος θα μπορούσε να είχε γίνει ένας από τους αιρετικούς που ο ίδιος βοήθησε να σταλούν στην πυρά, ή ένας καρδινάλιος της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Βρέθηκε πολύ κοντά και στις δύο αυτές πλάνες.»[9]

Ο Γουλιέλμος περιπαίζει με τρυφερότητα το φλογερό ταπεραμέντο του φίλου του. Το πάθος του, λέει, θα μπορούσε να τον έχει οδηγήσει είτε στα ύπατα αξιώματα είτε στον δια πυράς θάνατο ως αιρετικό. Θα μπορούσε να έχει γίνει ένας ισχυρός του κόσμου τούτου ή να έχει θανατωθεί ως ριζοσπάστης του περιθωρίου. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα του εκκρεμούς κινήθηκε ο Ουμπερτίνος όλη του τη ζωή. Έφτασε να εκπροσωπήσει το τάγμα του ενώπιον του Πάπα το 1322, για να εγκαταλειφθεί από όλους και να δολοφονηθεί δέκα χρόνια αργότερα. «Υπήρξε, από πολλές πλευρές, μεγάλος άνθρωπος.»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ

umberto-eco.jpg

~.~


[1] Ουμπέρτο Έκο, Το όνομα του ρόδου, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, τόμ. 1, σελ. 76-77.

[2] Ό.π., σελ. 84-85.

[3] Ό.π., σελ. 89.

[4] Ό.π., σελ. 91-92.

[5] Ό.π., σελ. 93.

[6] Ό.π., σελ. 96.

[7] Δάντης, Η Θεία Κωμωδία, μτφρ. Νίκος Καζαντζάκης, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2010 (1η έκδ. 1934), σελ. 483-484.

[8] Για τον Ουμπερτίνο, τον Μιχαήλ, τον Ματθαίο και γενικά για τη συναρπαστική ιστορία των Πνευματικών, βλ. το εξαιρετικό βιβλίο του David Burr The Spiritual Franciscans. From Protest to Persecution in the Century After Saint Francis [Οι Πνευματικοί Φραγκισκανοί. Απ’ τη διαμαρτυρία στο διωγμό στα εκατό χρόνια μετά τον άγιο Φραγκίσκο], The Pennsylvania State University Press, 2001.

[9] Ουμπέρτο Έκο, Το όνομα του ρόδου, ό.π., σελ. 105.

~.~