Βίαιη ενηλικίωση στην παγωμένη… Μικρά Ασία και άλλες ελάσσονες σκέψεις
Για την «Εξερεύνηση» του Αλέξανδρου Μπάρα
του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ
Σε πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Νέο Πλανόδιον,[1] κάναμε λόγο για τους Λύκους του Κωστή Παλαμά ως το ποίημα που αποτυπώνει την πλήρη συντριβή της Μεγάλης Ιδέας ακριβώς τη στιγμή εκείνη που η πτώση της συντελείται, με το δραματικό και γνωστό σε όλους μας τρόπο το 1922. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να προσδοκούμε από όλους τους ποιητές να είναι σε θέση να αντιδρούν ακαριαία, ούτε φυσικά να έχουν την πληθωρικότητα και την ολιστική, συνδυαστική σκέψη του Παλαμά. Για κάποιους δε ενδεχομένως το πλήγμα που έλαβε χώρα στον ψυχισμό τους να ήταν τόσο μεγάλο που χρειάστηκαν δεκαετίες ολόκληρες για να μπορέσουν να μιλήσουν γι’ αυτό, να το διαχειριστούν και να το κοινωνήσουν – κι ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση και πάλι διαμεσολαβημένο από δεκάδες πλευρές. Έχοντας αυτούς τους άξονες κατά νου αξίζει να μελετήσουμε την παραγνωρισμένη Εξερεύνηση του Αλέξανδρου Μπάρα, πάντοτε κρατώντας στη σκέψη μας πως έχουμε να κάνουμε με έναν ποιητή συνειδητά ελάσσονα.
Πώς, όμως, προσεγγίζουμε, αλήθεια, έναν ελάσσονα ποιητή; Ορισμένες – κατά βάση μετανεωτερικές– θεωρίες προτρέπουν να έχουμε ως άξονα την ιδιαίτερη και –τυχαία δημιουργημένη– έκκεντρη αφήγηση του καθενός, ως μοχλό ερμηνείας του εκάστοτε ατομοκεντρικού κόσμου, ενώ αντίστοιχα νεοσυντηρητικοί κύκλοι ζητούν τον πλήρη εξοβελισμό εν γένει της “χαμηλής φωνής” προς όφελος μίας –και πάλι κατασκευασμένης– μονοδιάστατης και υψηλού τόνου ποίησης. Παράλληλα, άλλες παρεμβάσεις τολμηρών ερευνητών θέτουν εν αμφιβόλω την ένταξη στη χορεία των μειζόνων ποιητών, περιπτώσεων συγγραφέων που οι δεκαετίες της κυριαρχίας του μοντερνισμού αντιμετώπισαν ως “ιερές αγελάδες”.[2] Σαφέστατα, βέβαια, όπως και στον κύκλο της ζωής η εξαφάνιση ενός είδους συμπαρασύρει τα άλλα στον αφανισμό, δεν είναι δυνατή η ύπαρξη της μιας κατηγορίας χωρίς την άλλη ως αντεστραμμένη όψη της. Οι ελάσσονες ποιητές αποτελούν το απαραίτητο συμπλήρωμα της μείζονος ποίησης, με την προϋπόθεση φυσικά αυτή να υφίσταται –μπορούμε, αλήθεια, σήμερα να το δηλώσουμε αυτό με ευκολία;– και τοποθετούμενοι στην ορθή τους θέση εντός του λογοτεχνικού σχήματος, ενάντια στη λογική αντιστροφής της πυραμίδας που προκρίνει ως θεμέλια τις επιμέρους εξακτινώσεις. Όπως η ποίηση έχει τελματώσει σήμερα επειδή της λείπει ο συνειδητός εκείνος προφήτης και κράχτης, ο μείζων γύρω από τον οποίο θα δομηθεί το σύστημα, έτσι κι αυτός δίχως τους συνειδητά ελάσσονες που αναπτύσσουν διαλεκτική σχέση μαζί του δε θα καθίσταται μια ψυχρή κι απόκοσμη φωνή στην ατέλειωτη ερημιά. Επομένως, μόνο μέσω μιας ολιστικής οπτικής κι ανάλυσης μπορεί να κατορθώσει ο ερευνητής να υπερβεί τις παρερμηνείες και τις προκαταλήψεις.
Ειδικότερα στην περίπτωση του –σχεδόν λησμονημένου σήμερα– Αλέξανδρου Μπάρα, οι διαλεκτικές σχέσεις που ανοίγουν είναι πολλαπλές, τέμνοντας οριζόντια τον άξονα της μοντέρνας ποιητικής μας παραγωγής. Ο Κ. Στεργιόπουλος στην Ανθολογία Σοκόλη δίνει μια εύκολη λύση τοποθετώντας τον στη γενικότερη κατηγορία-ομπρέλα των “ενδιάμεσων κι επιγόνων” της ανανεωμένης παράδοσης,[3] δίπλα σε ονόματα όπως της Μαρίας Πολυδούρη και του Γιώργου Κοτζιούλα, με τους οποίους ελάχιστη συνάφεια έχουν η οπτική και η γραφή του. Για να μπορέσει ο αναγνώστης να καταλάβει τον Μπάρα, ας λάβει ως άξονες αναφοράς τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Καββαδία, μαζί με τους οποίους θα μπορούσε δυνητικά να κατηγοριοποιηθεί, έτσι ώστε να φτάσει κανείς να δηλώσει ακόμα πως ο Μπάρας αποτελεί έναν επίγονο του Καβάφη, με νοοτροπία Σεφέρη και ψυχικές επιθυμίες Καββαδία. Κι εξηγούμαι: η δομή και το ύφος του Μπάρα φέρνουν στο νου τις καινοτομίες του Καβάφη,[4] με τον ιδιότυπο επίγονο να καθίσταται μάλιστα ικανότερος στο χειρισμό του μέτρου και της υποδόριας –ή μη– ρίμας[5] από το πρότυπό του και να ξεπερνά φυσικά αυτομάτως όλους τους κοντινούς στον Καβάφη κι άτυπους “συνεχιστές” του. Η αντιμετώπιση, όμως, του νεωτερικού κόσμου και τρόπου ζωής ως πεδίου πλήρους ατομικής ήττας και αλλοτρίωσης τον εγγράφει στη λίστα των επικοινωνούντων με τον πυρήνα του σεφερικού έργου, με διαφορετικούς βέβαια λεκτικούς τρόπους απ’ ό,τι οι “σεφερίζοντες” Μ. Δημάκης και ο πρώιμος Ν. Βαλαωρίτης της Τιμωρίας των μάγων. Συγχρόνως, η επιθυμία για το ταξίδι-φυγή που ταυτίζεται ενίοτε με το τέλος της ζωής, μαζί και με τη συνακόλουθη παρουσία της θάλασσας φέρνουν στο νου ηχοχρώματα Ν. Καββαδία, ιδίως του πρώιμου έργου του, που διατηρεί το νήμα επικοινωνίας με την παράδοση του Ουράνη και των συμβολιστών. Κι ο ίδιος ο Μπάρας εξάλλου, με την κοσμοπολίτικη ζωή που έζησε ως διπλωμάτης, ταξίδεψε πολύ μελετώντας και μεταφράζοντας Γάλλους ποιητές, συμβολιστές και μη.[6]
Το πέρασμα των δεκαετιών ελάχιστα μετέβαλε τα παραπάνω χαρακτηριστικά μιας ποιητικής φωνής ούτως ή άλλως ολιγαρκούς ως προς την πληθώρα της παραγωγής της, αποτέλεσε όμως την αιτία που η ελαφριά ειρωνεία του πρώιμου Μπάρα σταδιακά περιορίζεται και οι μνήμες του παρελθόντος με τη -συνυφασμένη σ’ αυτές– εξιστόρηση περασμένων αληθινών –ή αληθοφανών– γεγονότων μεγεθύνονται. Σε μια τέτοια ενότητα ποιημάτων με τον τίτλο «Αναδρομή» είναι που στεκόμαστε σήμερα, ενότητα που εκκινεί την τέταρτη συλλογή των Συνθέσεων του Μπάρα που εκδόθηκε το 1973, ενότητα που ανακαλεί μνήμες, εκδρομές κι εικόνες από την Κωνσταντινούπολη της παιδικής και νεανικής του ηλικίας. Η “Εξερεύνηση “, κατά την άποψή μας το σπουδαιότερο και βαθύτερο ποίημα του Ρωμιού της Πόλης, είναι γραμμένη στον προσφιλή για τον Μπάρα ελευθερωμένο στίχο, τον οποίο και μεταπλάθει κατά το δοκούν είτε πεζολογικά είτε αυστηρά έμμετρα. Αποτελεί ποίημα χωρισμένο σε δύο ενότητες, με την μικρότερη σε έκταση πρώτη να λειτουργεί ουσιαστικά προλογικά εισάγοντας τον αναγνώστη στη βαθύτερη “περιπέτεια” της δεύτερης.
Το ποίημα θεωρητικά εξιστορεί την εντύπωση που προκάλεσε στην ψυχή του νεαρού εφηβικού ποιητικού υποκειμένου, η αποτυχημένη προσπάθεια του Φρίτσοφ Νάνσεν να κατακτήσει στα τέλη του 19ου αιώνα τον Βόρειο Πόλο.[7] Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πολλαπλά χρονικά επίπεδα πάνω στα οποία δομείται το ποίημα: α) η τριετής περίοδος 1893-96 που κράτησε το προαναφερθέν ταξίδι της “εξερεύνησης”, β) ένα μεταγενέστερο ημερολόγιο του Νάνσεν, γ) το οποίο διαβάζει στα ταραγμένα «τέλη καλοκαιριού τού ΄22» ο νεαρός Μπάρας, δ) καθώς φυσικά και η τριπλή απόσταση του –ώριμου πια– ποιητή από τα γεγονότα μισόν αιώνα μετά και στα 1970 όπου τοποθετείται η συγγραφή του ποιήματος. Στο προλογικό πρώτο μέρος, ο Μπάρας θυμάται το εποχικό κατώφλι της ενηλικίωσης και τα ερεθίσματα εκείνα που διαμόρφωσαν το υπόστρωμα της μετέπειτα ποιητικής του. Αξίζει να σταθούμε στην “αντικειμενικοφανή” θεωρητική υποστήριξη που δίνει για την αγάπη και την προτίμησή του στην ερημιά της απομόνωσης έναντι της έντασης και του “ορυμαγδού”, άξονα με τον οποίο προσεγγίζουμε εν γένει το ποίημα, μιας και κάτι αντίστοιχο πράττει κι εδώ με την απόφασή του να μιλήσει ψυχρά κι αποστασιοποιημένα για το 1922. Απορρίπτοντας, λοιπόν, την εξερεύνηση «με το ένα μάτι ανοιχτό», όπου «δεν βρίσκει κανείς καιρό με την ψυχή του να μιλήσει» (αλίμονο! Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για του παλαμικούς Λύκους!), αντιπροτείνει «τ’ απέραντα οροπέδια των παγετώνων» –«προαύλια του διαστήματος» γι’ αυτόν–, στα οποία και μόνο είναι δυνατή η επικοινωνία με το είναι και τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Βαθύτερη είναι και η ουσία γενικότερα του ποιήματος που μόνο επιδερμικά έχει να κάνει με τον ίδιο τον Νάνσεν.
Ας μην ξεχνάμε εδώ, βέβαια, και τη λογοκρισία της δικτατορίας, η οποία αποτέλεσε έναν παραπάνω λόγο για να μιλήσει διαμεσολαβημένα για μια αποτυχημένη κι εθνικά επιζήμια στρατιωτική εκστρατεία, σ’ ένα ποίημα σκληρής ενηλικίωσης και διάλυσης των πρωτόβγαλτων ονείρων, τόσο προσωπικών όσο και συλλογικών. Το καλοκαίρι, λοιπόν, του 1922 που από την αρχή του δεύτερου μέρους της «Εξερεύνησης» ο ποιητής ορίζει ως το «στερνό» του εφηβικό «που επέταξες μ’ οργή στη γη τα στάχυα / κι εκράτησες πριν φύγεις το μαχαίρι», ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης και της Ιωνίας ζει μέσα στον τρόμο και την αβεβαιότητα για το ίδιο του το μέλλον εξαιτίας της διαρκούς υποχώρησης του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο. Του ίδιου, μάλιστα, του Μπάρα, του μέλλεται αμέσως μετά την καταστροφή να αναχωρήσει από τον «παιδικό του παράδεισο», προς ώρας όμως τον βλέπουμε να βρίσκει διαφυγή από τα αμείλικτα αδιέξοδα στο παλιό του ημερολόγιο.
«Τρία χρόνια» κρατά το ταξίδι του πλοίου «Φραμ» στο Βορρά, καθόλου τυχαίο φυσικά με τα τρία χρόνια της περιόδου της βραχύβιας κατοχής της Σμύρνης από τον Ελληνικό Στρατό. Οι ομοιότητες στις δυο “εξερευνήσεις”, αυτήν του Βόρειου Πόλου κι εκείνη της Ανατολής, δεν σταματούν, όμως, εκεί. Έτσι, παρατηρούμε το ξεκίνημα της “υπερβόρειας” εκστρατείας να λαμβάνει χώρα «εν μέσω γενικού πανδαιμονίου / και με παλλαϊκάς επευφημίας» (λείπει, δηλαδή, μόνο ένας αντίστοιχος “Στεργιάδης” για να τους επιτηρεί), ενώ παράλληλα οι «δεμένοι θαλασσόλυκοι» ( που «μοιράζονται μαζί του αδελφωμένοι / τον πάγο, την ερμιά, την καταιγίδα») φέρνουν στο νου αναμφίβολα τους εμπόλεμους στρατιώτες. Τα δε υποστρώματα του νορβηγικού πλοίου («το χτίσανε γερά, μελετημένα / στου πάγου τα δαγκώματα ν’ αντέχει») συνεκδοχικά μπορούν να διαβαστούν και ως μια αντανάκλαση των ιδεολογικών βάσεων αυτού του εθνικού ιδεολογήματος. Σύντομα, όμως, όλες οι αρχικές προσδοκίες συντρίβονται. Το πλοίο Φραμ, όταν έρχεται ο άγριος χειμώνας του μαγνητικού πόλου, «στον πάγο απολιθώνεται μονήρες» (μόνο και χωρίς βοήθεια πια, όπως και η ελληνική εκστρατεία στις εσχατιές της Μικράς Ασίας – άλλωστε η «αρκούδα πεινασμένη τριγυρίζει» όπως γράφει ο Μπάρας, ίσως αποτυπώνοντας την εχθρική πια στάση της Σοβιετικής Ρωσίας έναντι στα ελληνικά συμφέροντα).
Οι σύντροφοι του Νάνσεν υπό αυτές τις συνθήκες λιποψυχούν. Αρχίζουν να θυμούνται «τα σπίτια τους μακριά στη Νορβηγία», «τη γυναίκα, τα παιδιά τους», χάνοντας το κουράγιο τους, κι η επερχόμενη νύχτα πια φαντάζει οριστική και «άσωστη». Στο σημείο αυτό, ο Αλέξανδρος Μπάρας σε μια από τις δυνατότερές του ποιητικά σκηνές αλλάζει το οπτικό πεδίο και μιλά ως εβδομηντάρης πια ποιητής προκαταλαμβάνοντας την εξέλιξη της ανθρώπινης Ιστορίας: «Χριστούγεννα, ας ορίσουνε κι οι φίλοι– / στ’ απρόσιτα όμως τέτοιου τώρα πλάτους / ποιο αντέχει περιστέρι να ’χουν στείλει; / –ο ασύρματος δεν βρέθηκεν ακόμη, / στα πρόθυρα αγωνίζεται ο Μαρκόνι / κι όσοι είναι μόνοι αληθινά είναι μόνοι…» Σα να έλεγε, π.χ., ο Καρυωτάκης «πώς να σωθούν οι φθισικοί, αφού ακόμη ο Φλέμινγκ δεν έχει ανακαλύψει την πενικιλίνη»! Τα χρονικά πεδία διαπλέκονται, η νεανική ειρωνεία του Μπάρα επανέρχεται, ενώ, μάλιστα, η όλη του πνευματική παραγωγή συντείνει στο συμπέρασμα πως ακόμα κι όταν ο Μαρκόνι τα “καταφέρει”, η ατομική και συλλογική μοναξιά του μοντέρνου, τεχνολογικού κόσμου περισσότερο θα γιγαντωθεί, παρά θα ελαττωθεί, καθιστώντας έτσι την τραγωδία κοινή και πανανθρώπινη, υπεράνω όλων των επικαιρικών συμφραζομένων.
Αφού ο Μαρκόνι δεν έχει ακόμα πετύχει, η μοιραία πορεία του Φραμ και –συνακόλουθα– των Ελλήνων είναι προδιαγεγραμμένη. Τότε, ο Νάνσεν αποφασίζει σε μια απονενοημένη πράξη να αφήσει το καράβι και –μονάχα μαζί με τον πιο πιστό του φίλο– να παλέψει να φτάσει με έλκηθρο στην εσχατιά της γης, μόνο για να δει και αυτή του την πράξη να καταδικάζεται στη συντριβή. Ο Νορβηγός θάβει «σταυρωμένο τ’ όνειρό του […] δίπλα σε σημαία» και παίρνει οριστικά κι αμετάκλητα το δρόμο της επιστροφής. Αντίστοιχα, ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας μετά την υποχώρηση του στρατού ξεριζώνεται από τις πατρογονικές του εστίες, ενώ ο νεαρός Μπάρας αναγκάζεται από τις συνθήκες και τα παρεπόμενα της καταστροφής στο δρόμο της φυγής από την Πόλη. Ο ηλικιωμένος Νορβηγός διπλωμάτης, μάλιστα, ο οποίος και προτείνει την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλήνων και Τούρκων το 1923 στη Λωζάνη δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Φρίτσοφ Νάνσεν (!), με τους ρόλους να έχουν αντιστραφεί και τη νέα ελληνική γενιά στη θέση του, καταδεικνύοντας έτσι πια προς πάσα κατεύθυνση και το πραγματικό νόημα του ποιήματος. Η ενηλικίωση έχει συντελεστεί πλήρως, μέσα και παράλληλα με τις δραματικές εξωτερικές συνθήκες. Όλα μέλλονται εντέλει να πάρουν το δρόμο τους σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή, αλλά θα λάβουν χώρα σε έναν κόσμο “απομαγεμένο”: ο Βόρειος Πόλος θα κατακτηθεί λίγα χρόνια αργότερα αλλά από τον Αμούσντεν κι όχι από τον Νάνσεν,[8] η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη θα ακμάσουν αλλά ως τουρκικό πια έδαφος, ο ίδιος ο Μπάρας θα γυρίσει στην τελευταία αλλά ως διπλωμάτης Αναγνωστόπουλος[9] εργαζόμενος στο έδαφος μιας άλλης χώρας, ο Μαρκόνι θα εφεύρει τον ασύρματο σώζοντας ζωές και ταξίδια χωρίς όμως να έχει βοηθήσει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους τη στιγμή που έπρεπε ώστε να έχει νόημα και συνοχή ο κόσμος. Τα όνειρα της νιότης θα μείνουν για πάντα θαμμένα: στο ημερολόγιο, στους βόρειους πάγους, στα χώματα της Μικράς Ασίας, η οποία και ήταν παρούσα σε όλο το ποίημα χωρίς ωστόσο στιγμή να έχει αναφερθεί.
Εκατό χρόνια μετά την ενηλικίωση του Μπάρα, η ελληνική ποίηση φαίνεται να έχει παγώσει κι αυτή στους δικούς της ιδιότυπους “παγετώνες”, σαν ένα χαλασμένο πικάπ που παίζει αενάως αποσπάσματα από το ίδιο, φθαρμένο πια βινύλιο και τα αναδιατάσσει τυχαία θαρρώντας ότι πρωτοτυπεί. Ίσως η συστηματική επανατοποθέτηση του έργου που έχει συντελεστεί πάνω στους σωστούς του άξονες να ήταν, βέβαια, μια καλή αρχή ώστε να αρχίσει ένα ξεκαθάρισμα και μια αναγκαία επαναδιευθέτηση πέραν των εκάστοτε συγκυριακών στοχεύσεων. Ακόμα κι αν προκαλεί τη θυμηδία μέσα στον κυκεώνα των αντιμαχόμενων φωνών του διαρκώς αποθεωμένου “τώρα” κάποιος πρέπει να το κάνει, άμεσα όμως κι όχι μισόν αιώνα μετά και διαμεσολαβημένα όπως ο –σε κάθε περίπτωση αξιοπρεπέστατος– ποιητής που εξετάσαμε. Εξάλλου, κάπως πρέπει κι εμείς να προχωρήσουμε και να δημιουργήσουμε μέχρι να βρεθεί ένας “νέος Μαρκόνι” για να δημιουργήσει εκείνο τον απαραίτητο δίαυλο επικοινωνίας και για να στείλει –όπως θα ‘λεγε κι ο συγγενικός στη γραφή του Μπάρα Ν. Καββαδίας– «το S.O.S»…[10]
ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ
Σημειώσεις:
[1] Βλ.: Θάνος Γιαννούδης, «Γαλήνη του κόσμου κι ειρήνη: Οι Λύκοι του Κωστή Παλαμά και το τέλος του ποιητή-προφήτη»: https://neoplanodion.gr/2018/10/17/%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B9-%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7-o%CE%B9-%CE%BB%CF%8D%CE%BA%CE%BF%CE%B9/ (τελ. προσπέλαση: 3/3/2019).
[2] Όπως αποδείχτηκε περίτρανα τα τελευταία χρόνια από το δοκίμιο του Κ. Κουτσουρέλη για τον Καβάφη (Κώστας Κουτσουρέλης, Κ. Π. Καβάφης, Μελάνι, Αθήνα 2013) από τη συνακόλουθη θύελλα αντιδράσεων που προκάλεσε.
[3] Βλ.: Κώστας Στεργιόπουλος (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία, τ. Γ’ : Η ανανεωμένη παράδοση, Σοκόλης, Αθήνα 2000, σσ. 482-501.
[4] Κάτι που έχει επισημάνει και ο Στεργιόπουλος, βλ. Κ. Στεργιόπουλος (επιμ.), ό.π. (σημ. 3), σ. 484.
[5] Έχει γράψει και αμιγή έμμετρα ποιήματα που αγγίζουν τη μορφική τελειότητα, επομένως καθίσταται σαφές πως πρόκειται για βαθύ γνώστη που κάνει απλά τη συνειδητή επιλογή να “παίξει” με το μέτρο και τη ρίμα.
[6] Βλ.: Αλέξανδρος Μπάρας, Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση, Πρόσπερος, Αθήνα 1986.
[7] Για τον αγώνα αυτόν του Νάνσεν που θεωρείται σήμερα στη Νορβηγία εθνικός ήρωας, βλ.: «Το έπος του Φρίτσοφ Νάνσεν στους πάγους», (25/12/2008) στο: https://www.tovima.gr/2008/12/25/society/to-epos-toy-fritsof-nansen-stoys-pagoys/, (τελ. προσπέλαση: 3/3/2019).
[8] Βλ.: «Η κατάκτηση του Βόρειου Πόλου και η περιπέτεια σε ένα παγόβουνο εμπειρίας», (8/8/2009), στο: http://www.kathimerini.gr/366163/article/epikairothta/kosmos/h-katakthsh-toy-voreioy-poloy-kai-h-peripeteia-se-ena-pagovoyno, (τελ. προσπέλαση: 3/3/2019).
[9] Το πραγματικό όνομα του ποιητή.
[10] Νίκος Καββαδίας, «Black and White»: Πούσι, Άγρα, Αθήνα 2008 [18η ανατύπωση], σσ. 19-20.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...