Σκυτάλες | Η Ουκρανή δοκιμιογράφος Τάνια Μαλιάρτσουκ (επιμέλεια-μετάφραση Έλενα Σταγκουράκη)

Η Τάνια Μαλιάρτσουκ γεννήθηκε στο Ιβάνο-Φρανκίβσκ της Ουκρανίας το 1983. Σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Κίεβο. Το 2011 μετανάστευσε στη Βιέννη και έκτοτε καταξιώθηκε ως συγγραφέας όχι μόνο στον ουκρανόφωνο, αλλά και στο γερμανόφωνο χώρο. Απέσπασε το βραβείο Μπάχμαν το 2018, καθώς και το λογοτεχνικό βραβείο του Ούζεντομ το 2022, για το συνολικό έργο της. Στα γερμανικά έχουν κυκλοφορήσει η συλλογή δοκιμίων της «Η ιστορία συνεχίζεται, κάνουμε ένα διάλειμμα για μια ανάσα» (Kiepenheuer & Witsch, 2022), απ’ όπου και το παρόν, καθώς επίσης μία συλλογή διηγημάτων (2009) και τρία μυθιστορήματά της (2013, 2014, 2019). Σε αυτή τη σειρά των αναρτήσεων, σε επιλογή και μετάφραση της Έλενας Σταγκουράκη το Νέο Πλανόδιον παρουσιάζει χαρακτηριστικά δοκιμιακά κείμενα της συγγραφέως.

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Πίσω στο σπίτι στην εμπόλεμη ζώνη

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Την Κυριακή ταξιδεύω για Ουκρανία, μου ανακοινώνει μια δεκαοχτάχρονη φοιτήτρια του πανεπιστημίου οικονομικών της Βιέννης, η ανιψιά μου. Η μητέρα της κατέφυγε το Φλεβάρη στο εξωτερικό και τώρα μαθαίνει διακαώς γερμανικά, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται η παραμικρή ελπίδα επιτυχίας. Ο πατέρας της παρέμεινε με τους δυο σκύλους στο σπίτι, μόνος κι έρημος. «Μπορεί να ταξιδέψει κανείς με την παρούσα κατάσταση;» ρώτησα με φωνή τρεμάμενη, λες και ήμουν εγώ το ανήλικο, ενώ εκείνη ενήλικη κι αγέρωχη. Όντως, αυτή την εντύπωση δίνει η Σοφία ως επί το πλείστον, ατρόμητη, σχεδόν αδιάφορη. Από το ξέσπασμα του πολέμου δεν την είδα να κλάψει ούτε μία φορά – ίσως να το κάνει όταν συναντιέται με τις φίλες της.

Οι κόσμοι μας διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, πράγμα που έχω αποδεχτεί προ πολλού. Η Σοφία είναι ειδική στη στοχευμένη επικοινωνία, τα σόσιαλ μήντια και το μάρκετινγκ μέσω αυτών, ενώ εγώ κατά κύριο λόγο έχω ασχοληθεί με το Ολοκαύτωμα στη Γαλικία, απ’ όπου καταγόμαστε και οι δυο μας. Η Σοφία διαχειρίζεται ορθολογικά τους πόρους της, επενδύοντας 10% των πενιχρών εσόδων της σε δωρεές για τον ουκρανικό στρατό και 30% του ελεύθερου χρόνου της στη βοήθεια των προσφύγων. Εγώ από την πλευρά μου πέρασα ολόκληρο το χειμώνα και την άνοιξη επικοινωνώντας με δημοσιογράφους, γράφοντας κείμενα τις νύχτες, διατρέχοντας τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία και ολοκληρώνοντας επιτυχώς πενήντα «πολεμικές εμφανίσεις». Η αναπόφευκτη κατάρρευση που με ισοπέδωσε τελικά στις αρχές του καλοκαιριού περισσότερο έμοιαζε με σωτηρία.

Δεν μπορώ πια να διαβάσω τίποτα, παρεκτός τον Κόσμο του χθες του Στέφαν Τσβάιχ. Τα πρωινά πηγαίνω για περίπατο στο κανάλι του Δούναβη, κάποτε μαζί με τη Σοφία, που μου διηγείται τα όμορφα, όσο και απαιτητικά σχέδιά της. Εντυπωσιακό, το πώς εξακολουθεί να καταστρώνει σχέδια. Τη λέξη «πόλεμος» δεν την προφέρουν πια τα χείλη μας. Ούτε και για τις απώλειες στο περιβάλλον μας μιλάμε, λες και δεν υπάρχουν, λες και οι σύζυγοι των φιλενάδων μου και οι πατεράδες των συμφοιτητριών της να εξακολουθούν να βρίσκονται εν ζωή. Αντ’ αυτού, ονειροπολούμε για την Ουκρανία και παραδεχόμαστε ότι ποτέ πριν δεν μας έλειψε τόσο, όσο τώρα. Δύο μετανάστριες, οι οποίες άφησαν κάποτε οικειοθελώς την πατρίδα τους από περιέργεια για τα ξένα, νιώθουν τώρα να ασφυκτιούν, να χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους, λες και τους το έκλεψαν. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τα μανιτάρια που αναπτύσσονται σε μια όμορφη κοιλάδα, ενώ το μυκήλιό τους καταστρέφεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Στο νου μου καταφθάνει όμως άλλη εικόνα, περισσότερο ταιριαστή: περισσότερο μοιάζουμε με κουμπαράδες. Οι βίαια σκοτωμένοι νεκροί, παλιοί μας γνώριμοι από τα παιδικά χρόνια, πέφτουν μέσα μας σαν χρυσά νομίσματα και ένα αλλόκοτο κουδούνισμα ηχεί σε κάθε βήμα μας. Σε κάθε λέξη μας. (περισσότερα…)

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Εικόνα-πρόταση: 0-0

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Κάθε φωτογράφος ονειρεύεται να τραβήξει μια φωτογραφία, ικανή να σταματήσει τον πόλεμο. Αυτό δήλωσε σε συνέντευξή του ο Ουκρανός φωτογράφος Μαξ Λεβίν. Μέσα Μαρτίου του 2022 σκοτώθηκε από δύο σφαίρες κοντά στο Κίεβο. Όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος στα ανατολικά της χώρας οχτώ χρόνια νωρίτερα, ο Λεβίν τράβηξε πολλές εντυπωσιακές φωτογραφίες – καμία δεν εκπλήρωσε το όνειρό του. Αντιθέτως, ο πόλεμος χειροτέρεψε κι εξαπλώθηκε και δεν παίζει κανένα ρόλο με ποιο ταλέντο και σε τι βαθμό αποτυπώνει κανείς την αγριότητά του. Ανώφελο, επομένως;

Γίνομαι μάρτυρας της καταστροφής της Ουκρανίας από απόσταση ασφαλείας, μέσω σειράς φωτογραφιών που, κάθε μέρα που περνά, γίνονται όλο και βιαιότερες. Και κάθε μέρα που περνά, με το που ξυπνώ, με κυριεύει η υποψία (ή να είναι ελπίδα;) ότι όλα όσα είδα κι έμαθα ώς τώρα δεν είναι, παρά εφιάλτης, και δε συνέβησαν ποτέ στην πραγματικότητα. Πολύ απλά, κάποια πράγματα δεν επιτρέπεται να αληθεύουν, πολύ λιγότερο δε αυτός ο πόλεμος. Ευχαρίστως θα ξυπνούσα σε έναν κόσμο, όπου ο δρόμος στην Μπούτσα, τώρα γεμάτος πτώματα, δεν θα υπήρχε. Ευχαρίστως δεν θα είχα δει ποτέ το γυναικείο χέρι, μπλαβί στο μεταξύ, με τα νύχια βαμμένα κόκκινα, να ξεφυτρώνει από το έδαφος ούτε και τις σφαγμένες κότες να κρέμονται στο σκοινί για τα ρούχα σαν κάλτσες απλωμένες για να στεγνώσουν, σε κτίριο υπό την κατάληψη Ρώσων στρατιωτών. Ούτε και την πλατεία στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Κραματόρσκ, όπου βλήμα σκότωσε δια μιας πενήντα άτομα, ούτε τους κόκκινους λεκέδες στο πεζοδρόμιο, ούτε τις ορφανές βαλίτσες με τα παιχνίδια σκόρπια ένα γύρο, λες και οι ιδιοκτήτες τους είχαν ξεκινήσει για διακοπές στη θάλασσα, σταματώντας μια στιγμή στον παραπλήσιο φούρνο για να πάρουν κουλούρια για το δρόμο. (περισσότερα…)

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Μόνο θάνατος, μόνο γέλιο

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Σε αυτό το σημείο κανονικά θα βρισκόταν άλλο κείμενο. Το οποίο, δυστυχώς, δεν μου πέτυχε. Αφορούσε την Ουκρανία και τον πόλεμο εκεί, τη Σοβιετική Ένωση και τα αδιαλεύκαντα εγκλήματά της, για τα οποία ουδέποτε καταδικάστηκε κανείς. Αφορούσε ακόμη τα αγάλματα Σοβιετικών πολιτικών που έβριθαν μέχρι πρότινος σε ολόκληρη τη χώρα, λες και δεν επρόκειτο για δολοφόνους, παρά για εθνικούς ήρωες. Η αποτρόπαιη πραγματικότητα έχει τα θεμέλιά της σε ένα ακόμη πιο αποτρόπαιο παρελθόν. Μόλις πριν ένα χρόνο άρχισαν οι Ουκρανοί να καταστρέφουν σε μεγάλη κλίμακα σοβιετικά μνημεία – μία τρομακτικά καθυστερημένη πράξη αποσοβιετικοποίησης, η οποία έλαβε σχεδόν διαστάσεις τελετουργίας εξορκισμού.

Στο αποτυχημένο εκείνο κείμενο έγραφα ακόμη για τον προπάππο μου, εύπορο Ουκρανό αγρότη, που το 1933 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εν μια νυκτί το αγρόκτημά του, παίρνοντας μαζί του τα απολύτως απαραίτητα. Στις σκάλες του ορφανοτροφείου είπε στη μικρή του κόρη να τον περιμένει εκεί, θα πήγαινε να πάρει φαγητό και θα επέστρεφε αμέσως. Η κόρη τον περίμενε υπάκουη. Κάποτε, με κυριεύει η υποψία πως κατά βάθος εξακολουθεί ακόμη να τον περιμένει.

Το σπίτι του προπάππου μου μετατράπηκε σε κατάστημα για τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μία μόνο ακόμη φορά βρέθηκε εκεί η κόρη του, η γιαγιά μου, σαν το έσκασε από το ορφανοτροφείο για να μην αφήσει εκεί τα κοκαλάκια της. Ο καλόβουλος πωλητής είπε ένα «το ξέρω αυτό το κοριτσάκι, εδώ έμενε παλιά», της έβαλε ένα ψωμάκι στο χέρι και την έστειλε πάλι από εκεί που ήρθε.

Περνώντας μπροστά απ’ το μνημείο του Συντρόφου Κοσιόρ, ο οποίος υπό τας διαταγάς του Στάλιν επέβαλε καθεστώς πείνας στην Ουκρανία οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπων στο θάνατο, περνώντας λοιπόν μπροστά από το εν λόγω μνημείο σε δρόμο του Κιέβου, προσποιούμουν μέχρι πρότινος ότι ΔΕΝ το έβλεπα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως ΔΕΝ έβλεπα ούτε τον προπάππο μου που άφησε την τελευταία του πνοή καταρρέοντας σαν σκυλί στην άκρη του δρόμου ούτε και το κοριτσάκι που μαρμάρωσε μπροστά από το ίδιο του το σπίτι με ένα ψωμάκι στο χέρι. Το ψωμάκι τού το έκλεψαν λιμασμένα σκυλιά.

Το αποτυχημένο εκείνο κείμενο κατέληγε με τη δήλωση πως η Ουκρανία μπορεί να πλησίασε γεωγραφικά τη Δυτική Ευρώπη τώρα με τον πόλεμο, παραμένει ωστόσο, ακόμη και τώρα, παντελώς άγνωστη. Περιμένει να τη διηγηθούν. Δυστυχώς, στις ιστορίες της την κυρίαρχη θέση την κατέχει πάντα ο θάνατος. (περισσότερα…)

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Την πατρίδα στον ώμο

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Γνώρισα κάποτε έναν Τυνήσιο, ο οποίος ξεκινούσε κάθε πρότασή του με τη φράση «Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι». Όταν του είπα ότι είμαι συγγραφέας, ο Φουρτ –έτσι λεγόταν– με κοίταξε με απερίγραπτη λύπηση, λες και ήμουν κολοβό κουνέλι. «Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», έσπευσε να ανακοινώσει, «οι έξυπνοι σπουδάζουν μαθηματικά και φυσική, οι λιγότερο έξυπνοι οικονομικά, και οι εντελώς βλάκες, μην όντας ικανοί για τίποτα, ασχολιούνται με τη λογοτεχνία. Έτσι για να ξέρεις, εγώ είμαι μαθηματικός». Πάντα, όταν μιλούσε, στόλιζε το λόγο του με ανάλογες σοφίες.

«Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», συνήθιζε να λέει ο Φουρτ: «Ο μηχανικός κατασκευάζει το αεροπλάνο, ο οικονομολόγος υπολογίζει την αξία του και ο συγγραφέας το κοιτάζει κι αναφωνεί ‘αχ, τι ωραίο!’. Γιατί, ποια είναι η δουλειά σας, εσάς των συγγραφέων;! Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα. Ούτε μία λέξη δεν αληθεύει εκεί μέσα, όλα αποκυήματα της φαντασίας. Ψεύδεστε ασύστολα και για τα πάντα!»

Τον Φουρτ τον γνώρισα στα μαθήματα γερμανικών στη Βιέννη. Λατρεύω τα μαθήματα γερμανικών γιατί εκεί μπορεί να παρατηρήσει κανείς καλύτερα την ποικιλία και τη διαφορετικότητα της υφηλίου. Εκεί η υφήλιος συναντιέται έτσι, όπως είναι, συγκρούεται και απομακρύνεται άρον-άρον ανυπόμονη, ξεροκέφαλη, πολύξερη, προκατειλημμένη, αντιλέγει τα ίδια της τα λεγόμενα, τσακώνεται και περιφρονεί, εκεί η υφήλιος δεν αποδέχεται τον εαυτό της. Ο Φουρτ ονειρευόταν για παράδειγμα πως δεν θα υπήρχε ο κόσμος, παρά μονάχα μια μεγάλη, πολύχρωμη Τυνησία, και πως η Τυνησία θα βρισκόταν παντού, θα κάλυπτε τα πάντα. Ο Φουρτ κουβαλούσε, με άλλα λόγια, την πατρίδα του στον ώμο, τη μετέφερε διασχίζοντας τη Μεσόγειο, την έκανε φύλακα-άγγελο κι ασπίδα ενάντια σε κάθε φόβο που του επεφύλασσε το Άγνωστο. Έτσι ένιωθε πιο ήρεμος, έτσι έβρισκε παρηγοριά.

«Σε μας στην Τυνησία είναι έτσι», έλεγε πραγματικά με κάθε ευκαιρία, πράγμα που μου την έδινε γερά στα νεύρα. Ώσπου ξεκίνησα κι εγώ μ’ αυτό. (περισσότερα…)