Month: Απρίλιος 2023

Δημήτρης Καρακίτσος, Δνείπερος

*

*

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

Δ Ν Ε Ι Π Ε Ρ Ο Σ

~.~

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΓΙΑ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΙΑ

  1. Εγώ, που δεν έχει νόημα πώς λέγομαι, ούτε τι θέλω, κάτοικος Μαριούπολης, για να αφηγηθώ την ιστορία μου λέγω:
  2. Ότι μια μέρα πριν την κήρυξη του πολέμου, πήρα άδεια για να πάω σ’ έναν φίλο μου, που ήξερα ότι δεν περνούσε καλά.
  3. Αυτός, εξήντα χρονών, είχε χάσει το πόδι του σ’ ένα ατύχημα, και τώρα, απ’ το να μην έχει να πιει προτιμούσε να ψοφήσει της πείνας.
  4. Αλλά εγώ στη σακούλα έβαλα κρέας, μακαρόνια, λαχανικά και δυο πακέτα τσιγάρα.
  5. Και ξεκίνησα, αν και με κρύο τσουχτερό. Θυελλώδης φυσούσε απ’ τη θάλασσα ο άνεμος, κι όλοι έλεγαν ότι θα ’ρθει βροχή.
  6. Και έτρεχαν να πάνε στις δουλειές τους, ενώ ένα κίτρινο παλιό LADA είχε κολλήσει σ’ έναν παράδρομο και τα αυτοκίνητα πίσω κόρναραν και κορόιδευαν.
  7. Σαν κοχύλια που πήρες το μέσα τους, έτσι είν’ η Αζοφική, αλλά από το τζάμι του λεωφορείου αφηρημένος θυμήθηκα την άφιξή μου στην πόλη, λίγους μήνες πριν.
  8. (Μέρα συννεφιασμένη στα μέσα του Ιουλίου. Και είχα στενάξει γιατί ήταν άσχημα στην αρχή, ούτε μ’ άρεσε ο κόσμος παρότι στο γραφείο μιλούσαν ελληνικά.)
  9. Και σκέφτηκα: Πατρίδα τα λεξικά καμίας γλώσσας δεν ξέρουν τι είναι. Δυο λόγια λένε, κι αυτά με παραδείγματα.
  10. Και μια γυναίκα τότε ανέβηκε στο λεωφορείο, όμορφη σαν τη δροσιά, ενώ το άρωμά της με κύκλωσε σαν ασημένιο δαχτυλίδι που ’πεσε στο νερό.
  11. Κι άρχισα να μετρώ τις στάσεις που ήθελα ακόμη. Και μου ’ρθε στον νου ο Ιωνάς μέσα στο κήτος. Ένας Ιωνάς που μετρά τις μέρες κι όλο τις βρίσκει δυο.
  12. Γι’ αυτό ήταν βαθιά η ανάσα στο τέλος. Προσέταξε Κύριος τω κήτει, και εξέβαλε τον Ιωνάν επί την ξηράν, μουρμούρισα, λες και είχα μπροστά μου τη Νινευή. Κι άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες.
  13. Εγώ είμαι, Βένια, φώναξα. Είχε την τηλεόραση ο γέρος στη διαπασών. Τότε τον άκουσα να σέρνει μια το πόδι το καλό και μια το πόδι το ψεύτικο. Όπως κάνει πάντα.
  14. Άρχισε να μου λέει για έναν εφιάλτη που ’χε δει. Κι ένα μπουκάλι, και δίπλα ένα δεύτερο, στον νεροχύτη, ανάμεσα σε πιάτα, άπλυτα από μέρες, ήταν σαν να ’βαζαν στα λόγια του την απόστροφο.
  15. Ήταν, λέει, πεθαμένος, κι από πάνω έκλαιγαν κάτι γυναίκες που δεν τις είχε ξαναδεί.
  16. Και στο ταβάνι είχαν άξαφνα απλωθεί ρωγμές, μα δεν ήταν νερό ούτε αίμα αυτό που έσταζε αλλά όπως θα ’ταν οι ευχές αν είχαν το σώμα σκουληκιού.
  17. Άσ’ τα όνειρα, είπα, και βάλε καφέ. Και πήγα κι έπιασα στο παράθυρο, στη θέα, εκεί που μ’ άρεσε να κάθομαι.
  18. Και τον ρώτησα για το σονέτο απ’ τις προάλλες. Και τότε ο Βένια πέταξε μπροστά μου ένα κίτρινο μπλοκάκι απ’ το οποίο δεν μπορούσα να βγάλω νόημα, με τις λέξεις του να κορδώνονται σαν τίποτε παγόνια.
  19. Εκτός βέβαια απ’ την πρώτη. Που δεν τη θυμάμαι πια. Κατά τα άλλα, είπα στον Βένια, το ποίημά του δεν είχε καμία χάρη.
  20. Το ξέρω, είπε ο Βένια, αλλά οι λέξεις θα φύγουν τώρα και τη θέση τους θα τη δώσουν στα όπλα. Πρέπει όμως, είπε –φώναξε–, γιατί οι λέξεις χάσανε τα λόγια τους.
  21. Και θα ’ρθουν καινούργιες λέξεις, είπε. Αλλά κι εκείνες, θα το δεις, μόνο τη σιωπή θα ξέρουν.
  22. Και τότε μου ’πε ότι, αργά, το καλοκαίρι, λίγο πριν γνωριστούμε, είχε μεθύσει κι αποκοιμηθεί σ’ ένα παγκάκι, και κάτι αληταράδες του ’βγαλαν το ψεύτικο ποδάρι κι εκείνος ξύπνησε απ’ τα ουρλιαχτά τους.
  23. Και το πετούσε ο ένας στον άλλο σαν να ’ταν μπάλα και γελούσαν και έλεγαν στον γέρο, έλα να το πάρεις.
  24. Και αφού βαρέθηκαν, το πέταξαν στα παρτέρια και έφυγαν να κάνουν αλλού τις αλητείες τους.
  25. Παιδιά των είκοσι ετών.
  26. Κι εσύ μιλάς για λέξεις, είπε ο Βένια, μιλάς για ποιήματα, λες και μπορούν να πετάξουν οι άγγελοι άμα τους πει όχι ο Θεός.
  27. Άλλα έτσι και μπουν οι Ρώσοι, θα το δεις, είπε ο Βένια, και θα καταλάβεις τη φύση των πραγμάτων. Έλληνα φίλε.

(περισσότερα…)

Τάσος Αναστασίου, Άμφισσα, 1985

*

Άμφισσα, 1985

Με κίνηση κοφτή κι επίμονη, γερμένος
πάνω απ’ το σωρό που υψώνεται, βιτσίζει
ένα ένα τα ελιόκλαρα, προσηλωμένος.
Μια σύντομη φυλλορροή, λες ψιχαλίζει,
κι απ’ το ραβδί δαρμένα τα κλωνάρια μένουν
γυμνό προσφάι για τη φωτιά. Σαν θυμωμένος
τα ρίχνει πλάι με χέρια που δεν ξαποσταίνουν.

Ογδόντα χρονών. Έκτυπες οι φλέβες, χρώμα
έτοιμο να εκραγεί. Ο σκελετός σαν χλεύη
στ’ απομεινάρι δέρματος, φθαρμένο στρώμα.
Το στήθος σαν το βλέμμα του ολοένα ρεύει
προς το βαθούλωμα. Χλωμός. Και να χρωστάει
το μέσα του σ’ αυτόν τον ύπουλο που ακόμα
χαιρέκακα τον αποικίζει, τον γλεντάει.

Τυλίγοντας με σύρμα τα κλαδιά δεμάτια
(η επιμονή μου απ’ τα βιβλία να ξεφύγω)
βλέπω με τα πρωτευουσιάνικά μου μάτια:
μπορεί να μη σταυρώνεται άλλο για τον τρύγο
στ’ αμπέλι του, ή να μην ξοδεύεται όπως όταν,
θέρος, ζεστό νερό καταηλιού, κομμάτια
για κάποιου αφεντικού τον έπαινο γινόταν,

ή να μην πολεμάει (καμένο το χωριό του
από τους Ιταλούς) μόνος του να στεριώσει
φερμένος πρόσφυγας εδώ το σπιτικό του,
και να δείχνει έτοιμος σχεδόν να παραδώσει
ευκολοδιάλυτο λεπτό ρεύμα αέρα
σαν λεύκα πέφτοντας από το ριζικό του –
μα δεν αδειάζει, κάτι φτιάνει κάθε μέρα.

Ξάφνου αρχίζει ο βήχας. Στρέφω το κεφάλι
στην αυλόπορτα, ελάτινη, στερεωμένη
σε τοίχωμα από πλίθες, σκόπιμα μεγάλη
το φόρτωμα του μουλαριού για να προσμένει:
το πράσινό της πια τη χάρη έχει αποκτήσει
που η μνήμη απατηλή στο παρελθόν προβάλλει
όταν με απουσία του πόνου το στολίσει.

Ο βήχας ημερεύει. Από το δρόμο φτάνουν
φωνές παιδιών, τρεχαλητό. Κάτι ετοιμάζει
στο σπίτι μέσα κι η γιαγιά. Τα χέρια πιάνουν
ακόμα ένα κλαρί: σαν ξόρκι, όπως διαβάζει
τ’ απόγευμα κουκουβισμένος στο κρεβάτι
τη θεία επιστολή: πράξεις, ρυθμοί που κάνουν
το πέρασμα του χρόνου μια οφθαλμαπάτη.

Ίσως πάλι τυλίγεται όταν υποφέρει
σαν σιγουριά την πίστη: πως θ’ ακολουθήσουν
τα χνάρια του τα εγγόνια, έστω σ’ άλλα μέρη.
Δε μας βλέπει κυνηγούς που θα κυνηγήσουν
τ’ απρόσιτο της ηδονής – μες στο μυαλό τους
απόφαση παρμένη να κοπούν μαχαίρι
οι τελετές, οι ελπίδες, το εξωγήινό τους.

Πρόσφυγες του παρόντος είμαστε. Μονάχα.
Καθώς αργά γεμίζω το τσουβάλι φύλλα
που προορίζει για τα πρόβατα, σαν να ’χα
γευτεί πραγματικά το τέλος, τη μαυρίλα,
οργίζεται με το ρυθμό μου. Τέτοιο βλέμμα
να μάγκωνε και πιο παλιά τη μάνα τάχα,
μην πάει στο πανηγύρι, μην του πει ένα ψέμα,

μην . . .  ; Ή τη διαβολικά κινημένη βλέψη
του γείτονα που γύρευε χαμογελώντας,
έρποντας, μέρος απ’ το σύνορο να κλέψει; –
Μες στην αδιάκοπη χειρωναξία ζώντας
παραμένει. Δεν σκέφτηκε ποτέ άλλη τύχη.
Κι όμως. Κρατάει, ξεφυλλίζει αφού χαϊδέψει
όποιο βιβλίο μου κάθε φορά πετύχει.

«Απόστασα». Τρεμάμενοι οι ώμοι πλησιάζουν
τ’ άφθονο μαύρο της κληματαριάς. Αφήνει
το βάρος στο ραβδί. Τα μέλη ξεμουδιάζουν
με βήματα που λίγο λίγο κατευθύνει
προς το τραπέζι. Κι όπως κάθεται ανασαίνω
τον στεναγμό να διαφεύγει: όλα μοιάζουν
για σήμερα σωστά, σαν έργο κερδισμένο.

Ενώ τα χέρια αναζητούν κρασί, φοριέται
η γλύκα απ’ τη ματιά. Σαν φορτωμένο νιάτα
το επίμονο των σκέψεων αποτραβιέται,
όπως στο δρόμο τα ξεφωνητά (χορτάτα
πόλεμο). Στις παρυφές τώρα του χειμώνα
απλώνεται σαν θησαυρός και σπαταλιέται
το θρόισμα του μεσημεριού απ’ τον ελαιώνα.

ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Βραδιά στο “Flower”, 2001

*

Παλαιά ιστορία, νέα και καλαίσθητη απόδοση

*

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Γεωργίου Βιζυηνού, «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας»
Θεατρική διασκευή: Δέσποινα Μπισχινιώτη
Σκηνοθεσία: Διογένης Γκίκας – Δέσποινα Μπισχινιώτη
Ερμηνεύουν: Διογένης Γκίκας, Δέσποινα Μπισχινιώτη, Μιχαήλ Πάρτης
Θέατρο Σοφούλη, Θεσσαλονίκη, 21-23/4/2023

Με τη λήξη (;) της έντονης φάσης της πανδημίας του COVID-19, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια τεράστια βεντάλια επιλογών στον πολιτισμικό ορίζοντα, απότοκο, φυσικά, και των απολυταρχικών εγκλεισμών κι απαγορεύσεων που οδήγησαν την τέχνη και τη ζωή μας χρόνια πίσω. Μέσα σ’ αυτήν την κοσμογονία κυριολεκτικά δράσεων, εκδόσεων και πρότζεκτ που συντελείται τον τελευταίο χρόνο, είναι προφανές πως τα φώτα της δημοσιότητας δεν θα μπορέσουν να σταθούν εξίσου σε όλα τα εγχειρήματα. Στον θεατρικό δε τομέα, μοιραία η προσοχή θα πέσει στις παραγωγές των μεγάλων θιάσων, των ήδη «φτασμένων» ονομάτων κι ιδίως όσων έχουν επενδύσει χρήμα στην παραγωγή, τις γνωριμίες και την προώθηση, ανεξαρτήτως αισθητικού αποτελέσματος (συχνότατα δε και αντιστρόφως ανάλογα εκείνου, όπως είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε στις ακαλαίσθητες δράσεις περί της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 2023). Σε μια τέτοια συνθήκη, πρωτοβουλίες και παραστάσεις που ανεβαίνουν δίχως τυμπανοκρουσίες και μάλιστα εκτός Αθηνών, δίχως μάλιστα να υιοθετούν άκριτα κάθε ασυναρτησία που αυτοπροσδιορίζεται ως «πρωτοπορία», είναι μοιραίο να περάσουν στα ψιλά γράμματα, αν όχι στην σχεδόν άμεση λήθη. Κι όμως, κρίνουμε πως σε περιπτώσεις όπως εκείνη των Συνεπειών της παλαιάς ιστορίας του Γεώργιου Βιζυηνού που ανέβηκε προ ημερών στην πόλη της Θεσσαλονίκης σε διασκευή της Δέσποινας Μπισχινιώτη κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά άδικο.

Ο πρώτος σκόπελος που καλείται να περάσει κάθε προσπάθεια διασκευής της πεζογραφικής εξακτίνωσης του πολυσχιδούς έργου του Γεώργιου Βιζυηνού είναι αναμφίβολα η μετατροπή του μυθιστορηματικού ειρμού των εκτεταμένων διηγημάτων του σε λόγο θεατρικό και πειστικό, με συνοχή, σταθερή ροή και ρεαλιστική παραστατικότητα. Εδώ έρχεται η επιλογή των σημαντικότερων περιγραφικών και διαλογικών αποσπασμάτων από πλευράς της Μπισχινιώτη που όχι μόνο δεν μπερδεύει αλλά κρατά σχεδόν πάντα το ενδιαφέρον αμείωτο, διατηρώντας ακέραια την αίσθηση της συνέχειας παρά τις χρονικές μετατοπίσεις. Οι Γκίκας και Πάρτης τοποθετούνται σε πρώτο πλάνο με τον πρώτο να εναλλάσσεται ανάμεσα στα ανδρικά πρόσωπα και τον δεύτερο να υποδύεται σταθερά σε όλη την παράσταση μονάχα το ρόλο του μυθιστορηματικού Βιζυηνού, ενώ η γυναίκα της τριάδας κινείται στο φόντο, αναλαμβάνοντας συχνά χρέη αφηγητή και ολιγόλεπτους δεύτερους ρόλους. Το μοντάζ είναι πολύ καλά δουλεμένο, με μια κινηματογραφική ενίοτε εσάνς που αποδεικνύει σπουδή στις νεωτερικές (ευτυχώς όχι μετανεωτερικές) θεατρικές και στις κινηματογραφικές ακόμα τεχνικές, με οργανική, εντούτοις, ενσωμάτωσή τους στην υπάρχουσα δομή και αφήγηση κι όχι με άκριτη υιοθέτηση της κάθε πτυχής τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα εφφέ που «ντύνουν» σε δεύτερο πλάνο τις σκηνές και συγκολλούν τα συνδετικά τους σημεία, με λιγοστό μεν μπάτζετ, αλλά με μεγάλη ευρηματικότητα. (περισσότερα…)

Eφευρέτης μηχανών, εφευρέτης λέξεων

Σκριπ 25/6/1895 (από http://efimeris.nlg.gr)

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Το καλοκαίρι του 1895 παρουσιάστηκε στην Αθήνα, προερχόμενος από την Ινδία, ο Οδυσσεύς Μελαχρινός (Πολίτης έμπορος), ισχυριζόμενος ότι κατέχει τρεις ιδιότητες: εφευρέτης μηχανών, εφευρέτης λέξεων και ποιητής. Το σατιρικό Σκριπ άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε χοντρή καζούρα στον αφελή μεν κι αγαθό, αλλά και φαντασμένο εκείνον άνθρωπο. Λίγο πριν μεταβάλλει οριστικά τον σατιρικό χαρακτήρα του, αφιέρωσε δύο φύλλα του στη διακωμώδηση του Οδυσσέα Μελαχρινού, παρουσιάζοντας στο αθηναϊκό κοινό με τρόπο περιπαιχτικό τις παραπάνω ιδιότητές του. Παράλληλα παρουσίασε και ένα-δυο ‘ποιήματά’ του, κυρίως όμως έστρεψε τα πυρά της ανελέητης σάτιράς του προς τους ευτράπελους νεολεκτισμούς τού εξ Ινδίας άρτι αφιχθέντος εμπόρου και φιλόδοξου εφευρέτη λέξεων και ποιητή. Στο φύλλο της 25ης Ιουνίου 1895, το έντυπο έβαλε μάλιστα και τη φωτογραφία του Μελαχρινού, την οποία συνόδευε με τα κάτωθι:

«Προσωπικότητες, οποία η του κ. Μελαχρινού, εισί τόσον σπάνιαι εν τω φιλολογικώ και κοινονικώ ημών ορίζοντι, ώστε το “Σκριπ” υψίστην του θεωρεί ευτυχίαν, όταν κατορθώνη να παρουσιάζη εις τους αναγνώστας του έστω και μίαν τοιαύτην κατά δεκαετίαν. Αλλ’ είνε αδύνατον, διότι αστέρες τοιούτου μεγέθου φαίνονται σπανιώτερον, ως θα ομολογήσωσι πάντες οι μέλλοντες να ευτρυφήσωσιν εις τας ολίγας ταύτας γραμμάς.

Ο κ. Μελαχρινός παρουσιάζεται ενώπιον ημών υπό τρεις ιδιότητες: ως εφευρέτης μηχανών, ως εφευρέτης λέξεων και ως ποιητής. Υπό την πρώτην ιδιότητα εκίνησε πολύ το ενδιαφέρον του μηχανικού κόσμου της Ευρώπης, ουχί δε άπαξ εγένετο λόγος περί των μηχανημάτων του δι’ ων προλαμβάνονται τα δυστυχήματα εν περιπτώσει σιδηροδρομικών συγκρούσεων, δι’ ων διευθύνονται τ’ αερόστατα κατά της φοράς του ανέμου και δι’ ων κατασκευάζονται… τέλεια σιγαρέτα. Αλλά περί τούτων δεν πρόκειται, διότι υποθέτομεν, ότι οι ημέτεροι αναγνώσται εύχονται να μη ευρεθώσιν εις συγκρούσεις σιδηροδρομικάς, έστω και υπό τας προφυλάξεις του κ. Μελαχρινού, και δεν επιθυμούσι να ταξιδεύωσιν εις ύψη δυσθεώρητα εν αεροστάτω βαίνοντι προς εναντίαν του ανέμου διεύθυνσιν, άνευ πηδαλίου. Λοιπόν αντί του ύψους τούτου, ερχόμεθα εις το ύψος της ποιήσεως του κ. Μελαχρινού και αντί των σιδηροδρομικών ανατροπών, εις τας ανατροπάς τας οποίας κάμνει ούτος εφευρίσκων νέας λέξεις, προς μεγάλην λύπην του κ. Ψυχάρη».

(περισσότερα…)

Περιπλανήσεις με λόγο και εικόνα | 26.ΙV.23

*

Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΚΑΜΕΛΙΑ

Το άνθος της καμέλιας καλώ να μας φωτίσει.

Έλα μικρό μου άνθος, έλα και βγες απ’ την κρυψώνα σου. Αναμέρισε τα βαθυπράσινα φύλλα με τις διάφανες νευρώσεις και ρίξε το κόκκινο φως σου στον πενιχρό μας κόσμο. Άνοιξε την αλουργίδα σου και θέσε μας υπό την σκέπη σου. Είσαι από αίμα ή από μαρασμό ουράνιου άστρου; Βγες σαν σπασμένο ρουμπίνι, βγες σαν κόψη από άλικη αθέρα, βγες σαν εκνέφωση επτασφράγιστης κολόνιας, έλα, βγες και σίμωσε στον κόσμο μας, προτού μας κυριεύσει η νύχτα.

~.~ (περισσότερα…)

Το αντιέπος της Μεσσηνίας

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Η συμμιγή,
Εκδόσεις Ρώμη, 2022

Με την όγδοη ποιητική κατάθεσή του που τιτλοφορείται Η Συμμιγή, ο Βαγγέλης Τασιόπουλος συγκροτεί έναν πολυσήμαντο και βαθύ ποιητικό, αλλά και εσωτερικό χώρο στο δομημένο πλαίσιο μιας ευφάνταστης και υβριδικής ποιητικής σύνθεσης που διαλέγεται δημιουργικά και κριτικά με την ποίηση της γενιάς του. Κι αυτό γιατί, παρά το γεγονός ότι το ανά χείρας καλαίσθητο εκδοτικά βιβλίο εντάσσεται αφενός στο γραμματολογικό πλαίσιο της Γενιάς του ’80 ή αλλιώς Γενιάς του ιδιωτικού οράματος, την ίδια στιγμή εντοπίζουμε αρκετά στοιχεία που απομακρύνουν το όλο εγχείρημα από την ποιητική περιχαράκωση στο ιδιωτικό πάθος-δράμα. Πιο συγκεκριμένα, η υβριδική αυτή ποιητική σύνθεση (πεζή και ποιητική), δεν αποτελεί μόνο μια σύνοψη συναισθημάτων και ιδεών που αναπηδούν από ιδιαίτερα προσωπικά βιώματα απώλειας, αλλά εξακτινώνεται θεματικά στον ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό και ιστορικό χώρο, αποκαλύπτοντας μια γενικότερη θέαση του συλλογικού. Παράλληλα, η τριμερής και φιλόδοξη δόμηση του βιβλίου, καθώς και οι σαφείς ιστορικές και μυθολογικές αναφορές, απομακρύνουν αισθητά την ανά χείρας ποιητική σύνθεση από τη μορφολογική δεσπόζουσα της μικρής σύνθεσης, που κυριαρχεί στη Γενιά του ’80.

(περισσότερα…)

Περί της ηθικοποίησης της πολιτικής

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Όταν ήμουν στην εφηβεία, στο πλαίσιο των προβληματισμών της ηλικίας, υποστήριζα με θέρμη ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν ως πρότυπο στη συμπεριφορά τους τα παιδιά, και κυρίως την αθωότητά τους. Το επιχείρημά μου κατέρρευσε κυριολεκτικά, όταν μια αγαπημένη μου φίλη αντέτεινε ότι είναι λανθασμένη η υποστήριξη αυτού του επιχειρήματος, διότι απλά τα παιδιά δεν έχουν εισέλθει ακόμη στην πραγματική ανθρώπινη ζωή και συνεπώς δεν μπορούν να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση. Αργότερα έμαθα επίσης ότι το επιχείρημά μου ήταν διάτρητο και από άλλη πλευρά: τα παιδιά δεν είναι καθόλου αθώα!

Σκέφτηκα τα παραπάνω, παρακολουθώντας στη δημόσια συζήτηση τη διατύπωση επιχειρημάτων όπως περί «ηθικού πλεονεκτήματος», «ηθικής υποχρέωσης έναντι των πολιτών» και, γενικά, μια προσπάθεια «ηθικοποίησης» της πολιτικής αντιπαράθεσης. Πιο συγκεκριμένα, ως προς αυτό μπορώ να ισχυριστώ τα παρακάτω:

Πρώτο, δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί «ηθικό πλεονέκτημα» (στην πολιτική), καθώς κάθε ηθική αντίληψη που δεν έχει ως αντίπαλό της τα προβλήματα ενός πραγματικού κράτους, ανακαλύπτει εν τέλει ότι, όταν κατακτήσει την εξουσία, δεν μπορεί να κυβερνήσει. Ισχύει το επιχείρημα της φίλης μου. Η προσπάθεια ιστορικής θεμελίωσης (αν μπορεί να υπάρξει και, πιστέψτε με, είναι δύσκολο αυτό να τεκμηριωθεί) προσκρούει με ορμή στην ιστορική πραγματικότητα της διακυβέρνησης. Αρχή άνδρα δείκνυσι.

Δεύτερο, αυτό το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα», αλλά και τα υπόλοιπα «ηθικά» συμπαρομαρτούντα, στηρίζονται σε μια ηθική βεβαιότητα πηγάζουσα από διάφορες φιλοσοφίες της ιστορίας που τους επιτρέπουν να σχεδιάζουν το μέλλον, ένα πλήρως ηθικό μέλλον. Ο εγγενώς ουτοπικός, εσχατολογικός και ηθικολογικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας της ιστορίας έχει αναλυθεί επαρκώς έτσι ώστε να μην σταθούμε σε περισσότερες αναφορές εδώ. Οι συνέπειες της εφαρμογής τέτοιων αντιλήψεων στην ιστορία επίσης. (περισσότερα…)

ὡς στάχυν, ὡς μάργαρον, ὡς γλυκὺ μέλι

Η επιτάφια επιγραφή του ανώνυμου δεσπότη που αποδίδεται στον τάφο του Ισαακίου Κομνηνού (Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης· φωτογραφία της Έλλης Μπία).

 

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #2
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~ (περισσότερα…)

Για την «Έξοδο με το άλογο» του Νικηφόρου Βρεττάκου

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Το βιβλίο αυτό αποτελέστηκε αρχικά από σπαράγματα στίχων που γράφτηκαν, καταπώς το συνήθιζε ο Βρεττάκος, πάνω σε πακέτα από τα τσιγάρα. Τα παρέδωσε ο ίδιος στον φίλο του λογοτέχνη Κούλη Ζαμπαθά που με τη σειρά του τα εμπιστεύτηκε στην κόρη του λέγοντάς της: «Αυτά είναι του Νικηφόρου μας, να τα φυλάξεις σαν τα μάτια σου». Η Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου τα έδειξε με κάποια αφορμή στον ποιητή και αργότερα τα παρέδωσε στο γιό του Κώστα Βρεττάκο για να τα εκδώσει. Η έκδοση απαίτησε μεγάλη προσπάθεια ανάγνωσης αν όχι αποκρυπτογράφησης από τον γιό του, γιατί το χειρόγραφο διαβαζόταν πολύ δύσκολα εξ ου και κάποια κενά όπου δεν ήταν δυνατόν να αποσαφηνιστεί η γραφή. Πρώτη δημοσίευση έγινε το 1959. Ακολούθησαν επανειλημμένες και αναθεωρημένες εκδόσεις (1955, 1964, 1971, 1981).

Στις πρώτες σελίδες της θαυμάσιας νεώτερης έκδοσης του έργου (Έξοδος με το άλογο, Ποταμός, 2008), υπάρχει κάτι σαν μότο ή ειδοποίηση του ποιητή όπου διαβάζουμε:

Χωρίς χρόνο
Χωρίς ησυχία
Τρέχοντας, πάντοτε τρέχοντας
ΕΓΡΑΦΑ

(5 Φεβρουαρίου-5 Μαΐου 1950)

Ούτε χρόνο, λοιπόν, είχε ο Βρεττάκος, ούτε ησυχία. Αλλά επιπλέον: ΕΓΡΑΦΕ πάντα τρέχοντας.

*

*

Στη σύνθεση αυτή επιβεβαιώνεται η ειδοποίηση του ποιητή για τον χρόνο, την ησυχία και το τρεχαλητό. Αλλά ακόμη και προπαντός επιβεβαιώνεται και κάτι άλλο: ο διονυσιασμός του, η αστείρευτη έμπνευσή του, ο καλπασμός της ψυχής που αποτυπώνεται σε στίχους. Αυτός ο διονυσιασμός δεν μας πάει πίσω στους αρχαίους, θα μπορούσε να ειπωθεί εκχριστιανισμένος αλλά θα μπορούσε ακόμη να ειπωθεί, όπως στην παρένθεση του τίτλου «ύμνος στη χαρά», μα έμμεσα και ύμνος στην αγάπη. Αυτό θα το εξηγήσω αργότερα. Τώρα ας πιάσουμε το αρχίνισμα, όπου χτυπούν καμπάνες. Ο ποιητής μιλάει για το τέλος της νύχτας και το φανέρωμα της ημέρας. Υπάρχει ένας ερωτηματικός στίχος: (περισσότερα…)

περαστικά & παραμόνιμα | 04:23

*

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Το όνομά του, Τζακ Τεϊσέιρα. Εθνοφύλακας των ΗΠΑ, ετών 21. Σιδηροδέσμιο τον συνέλαβε τις προάλλες το FBI με τα ΜΜΕ να επιχαίρουν και να χειροκροτούν. Κάποια μάλιστα συνεργάστηκαν προθυμότατα με τις αρχές για τον εντοπισμό του.

Το έγκλημά του; Έδωσε στη δημοσιότητα εκατοντάδες απόρρητα έγγραφα που τινάζουν στον αέρα το δυτικό αφήγημα για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όχι, δεν έχει καμιά υπόσταση το παραμύθι της μη άμεσης εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ. Ειδικές δυνάμεις της Δυτικής Συμμαχίας πολεμούν στο πλευρό του Ζελένσκι και του Κιέβου κατά των Ρώσσων. Όχι, οι Ουκρανοί δεν κερδίζουν τον πόλεμο. Το αντίθετο συμβαίνει: αναγκάζονται από τους υποτιθέμενους συμμάχους τους σε όλο και πιο επώδυνες, όλο κι πιο απέλπιδες θυσίες.

Τώρα τον Τζακ Τεϊσέιρα περιμένει η τύχη του Ασσάνζ. Ήδη τα ΜΜΕ, τα ίδια αυτά που διαδίδουν τόσον καιρό πρωτοσέλιδα τα δυτικά ψεύδη περί του πολέμου, πρωτοστατούν στους χαρακτηρισμούς. Φιγουρατζής και οπλομανής λέει ο νεαρός, αντισημίτης κιόλας. Κάπως έτσι όμως δεν προγράφτηκε και ο Ασσάνζ, ως βιαστής μάλιστα; Στην πυρά λοιπόν και ο Τζακ και όσα έφερε στο φως. Με πρώτη πρώτη την αλήθεια.

(Σκέφτομαι τώρα τι θα έλεγαν τα δυτικά ΜΜΕ αν οι Ρώσσοι πάθαιναν τέτοια νίλα, αν τόσα απόρρητα έγγραφα δικά τους διέρρεαν στη δημοσιότητα…)

~.~

Η Βανδέα στη Γαλλική Επανάσταση ήταν προπύργιο ζηλωτικό των μοναρχικών και της εκκλησίας. Σήμερα, στο όνομα του κοσμικού κράτους (λέγε με woke και ορθοπολιτική) αποκαθηλώνει, και με δικαστική βούλα παρακαλώ, το άγαλμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ από την κοινή θέα.

Έτσι όμως είναι η ζωή και η ιστορία, κύκλους κάνει. Όταν ο χριστιανικός όχλος γκρέμιζε το ξόανο του Σεράπιδος στην Αλεξάνδρεια, μας αφηγούνται, ξεχύθηκαν από μέσα τα ποντίκια. Ο Παλλαδάς έχει εκείνο το σπαρακτικό επίγραμμα για το άγαλμα του Διός, νομίζω, που το έλιωσαν και το έκαναν τηγάνι. Και οι μνήμες με τους Ταλιμπάν να ανατινάζουν τους ελληνοπρεπείς Βούδδες της Βακτριανής ή τους ισλαμοκρατιστές να κάνουν το ίδιο στα ερείπια της Παλμύρας είναι ακόμη ( ; ) ζωντανές. (περισσότερα…)