*
*
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ
Δ Ν Ε Ι Π Ε Ρ Ο Σ
~.~
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΓΙΑ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΙΑ
- Εγώ, που δεν έχει νόημα πώς λέγομαι, ούτε τι θέλω, κάτοικος Μαριούπολης, για να αφηγηθώ την ιστορία μου λέγω:
- Ότι μια μέρα πριν την κήρυξη του πολέμου, πήρα άδεια για να πάω σ’ έναν φίλο μου, που ήξερα ότι δεν περνούσε καλά.
- Αυτός, εξήντα χρονών, είχε χάσει το πόδι του σ’ ένα ατύχημα, και τώρα, απ’ το να μην έχει να πιει προτιμούσε να ψοφήσει της πείνας.
- Αλλά εγώ στη σακούλα έβαλα κρέας, μακαρόνια, λαχανικά και δυο πακέτα τσιγάρα.
- Και ξεκίνησα, αν και με κρύο τσουχτερό. Θυελλώδης φυσούσε απ’ τη θάλασσα ο άνεμος, κι όλοι έλεγαν ότι θα ’ρθει βροχή.
- Και έτρεχαν να πάνε στις δουλειές τους, ενώ ένα κίτρινο παλιό LADA είχε κολλήσει σ’ έναν παράδρομο και τα αυτοκίνητα πίσω κόρναραν και κορόιδευαν.
- Σαν κοχύλια που πήρες το μέσα τους, έτσι είν’ η Αζοφική, αλλά από το τζάμι του λεωφορείου αφηρημένος θυμήθηκα την άφιξή μου στην πόλη, λίγους μήνες πριν.
- (Μέρα συννεφιασμένη στα μέσα του Ιουλίου. Και είχα στενάξει γιατί ήταν άσχημα στην αρχή, ούτε μ’ άρεσε ο κόσμος παρότι στο γραφείο μιλούσαν ελληνικά.)
- Και σκέφτηκα: Πατρίδα τα λεξικά καμίας γλώσσας δεν ξέρουν τι είναι. Δυο λόγια λένε, κι αυτά με παραδείγματα.
- Και μια γυναίκα τότε ανέβηκε στο λεωφορείο, όμορφη σαν τη δροσιά, ενώ το άρωμά της με κύκλωσε σαν ασημένιο δαχτυλίδι που ’πεσε στο νερό.
- Κι άρχισα να μετρώ τις στάσεις που ήθελα ακόμη. Και μου ’ρθε στον νου ο Ιωνάς μέσα στο κήτος. Ένας Ιωνάς που μετρά τις μέρες κι όλο τις βρίσκει δυο.
- Γι’ αυτό ήταν βαθιά η ανάσα στο τέλος. Προσέταξε Κύριος τω κήτει, και εξέβαλε τον Ιωνάν επί την ξηράν, μουρμούρισα, λες και είχα μπροστά μου τη Νινευή. Κι άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες.
- Εγώ είμαι, Βένια, φώναξα. Είχε την τηλεόραση ο γέρος στη διαπασών. Τότε τον άκουσα να σέρνει μια το πόδι το καλό και μια το πόδι το ψεύτικο. Όπως κάνει πάντα.
- Άρχισε να μου λέει για έναν εφιάλτη που ’χε δει. Κι ένα μπουκάλι, και δίπλα ένα δεύτερο, στον νεροχύτη, ανάμεσα σε πιάτα, άπλυτα από μέρες, ήταν σαν να ’βαζαν στα λόγια του την απόστροφο.
- Ήταν, λέει, πεθαμένος, κι από πάνω έκλαιγαν κάτι γυναίκες που δεν τις είχε ξαναδεί.
- Και στο ταβάνι είχαν άξαφνα απλωθεί ρωγμές, μα δεν ήταν νερό ούτε αίμα αυτό που έσταζε αλλά όπως θα ’ταν οι ευχές αν είχαν το σώμα σκουληκιού.
- Άσ’ τα όνειρα, είπα, και βάλε καφέ. Και πήγα κι έπιασα στο παράθυρο, στη θέα, εκεί που μ’ άρεσε να κάθομαι.
- Και τον ρώτησα για το σονέτο απ’ τις προάλλες. Και τότε ο Βένια πέταξε μπροστά μου ένα κίτρινο μπλοκάκι απ’ το οποίο δεν μπορούσα να βγάλω νόημα, με τις λέξεις του να κορδώνονται σαν τίποτε παγόνια.
- Εκτός βέβαια απ’ την πρώτη. Που δεν τη θυμάμαι πια. Κατά τα άλλα, είπα στον Βένια, το ποίημά του δεν είχε καμία χάρη.
- Το ξέρω, είπε ο Βένια, αλλά οι λέξεις θα φύγουν τώρα και τη θέση τους θα τη δώσουν στα όπλα. Πρέπει όμως, είπε –φώναξε–, γιατί οι λέξεις χάσανε τα λόγια τους.
- Και θα ’ρθουν καινούργιες λέξεις, είπε. Αλλά κι εκείνες, θα το δεις, μόνο τη σιωπή θα ξέρουν.
- Και τότε μου ’πε ότι, αργά, το καλοκαίρι, λίγο πριν γνωριστούμε, είχε μεθύσει κι αποκοιμηθεί σ’ ένα παγκάκι, και κάτι αληταράδες του ’βγαλαν το ψεύτικο ποδάρι κι εκείνος ξύπνησε απ’ τα ουρλιαχτά τους.
- Και το πετούσε ο ένας στον άλλο σαν να ’ταν μπάλα και γελούσαν και έλεγαν στον γέρο, έλα να το πάρεις.
- Και αφού βαρέθηκαν, το πέταξαν στα παρτέρια και έφυγαν να κάνουν αλλού τις αλητείες τους.
- Παιδιά των είκοσι ετών.
- Κι εσύ μιλάς για λέξεις, είπε ο Βένια, μιλάς για ποιήματα, λες και μπορούν να πετάξουν οι άγγελοι άμα τους πει όχι ο Θεός.
- Άλλα έτσι και μπουν οι Ρώσοι, θα το δεις, είπε ο Βένια, και θα καταλάβεις τη φύση των πραγμάτων. Έλληνα φίλε.