Η άτεχνη μεταφυσική της τεχνητής νοημοσύνης

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Στις 16 Φεβρουαρίου του 1946 το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας παρουσίασε στο ευρύ κοινό και στον τύπο της εποχής τον ENIAC, έναν από τους πρώτους υπολογιστές και τον πρώτο τέτοιο με την καθιερωμένη πλέον σημασία του (υλοποιούσε εσωτερικά τη λεγόμενη αρχιτεκτονική φον Νώυμαν και ήταν πλήρως προγραμματιζόμενος). Ζύγιζε τριάντα τόνους και άνετα θα καταλάμβανε όλα τα δωμάτια ενός μεγάλου, σύγχρονου διαμερίσματος. Ήταν ένα άλλο χαρακτηριστικό του όμως που τράβηξε την προσοχή των δημοσιογράφων. Ο ENIAC είχε τη δυνατότητα να υπολογίσει την τροχιά ενός βλήματος σε λιγότερο χρόνο απ’ αυτόν που θα διαρκούσε η ίδια η τροχιά (το παράδειγμα με τις τροχιές βλημάτων δεν ήταν βέβαια τυχαίο, εφόσον ο ENIAC είχε σχεδιαστεί ακριβώς για τέτοιους σκοπούς στα πλαίσια της εμπλοκής των Η.Π.Α. στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσαν οι υπολογιστικές δυνατότητες του ENIAC ώστε δεν ήταν σπάνιες οι αναφορές περί ενός «ηλεκτρονικού εγκεφάλου».

Παρά την υπαρκτή υπερβολή αυτών των χαρακτηρισμών, θα ήταν ωστόσο προπέτεια να διαβάσει κανείς τις τότε αντιδράσεις απλά ως ένα ακόμα δείγμα δημοσιογραφικής εντυπωσιοθηρίας. Την αμέσως επόμενη δεκαετία μετά το ντεμπούτο του ENIAC θα εισαγόταν στο επιστημονικό λεξιλόγιο ο όρος «τεχνητή νοημοσύνη». Όχι από τους δημοσιογράφους, αλλά από τους ίδιους τους επιστήμονες της νεοαναδυόμενης τότε επιστήμης της πληροφορικής. Ο σκοπός τους ήταν τόσο μεγαλεπήβολος όσο αφήνει να εννοηθεί ο όρος: η αναβίωση της παλιάς εκείνης φιλοδοξίας του Λάιμπνιτς περί κατασκευής μιας καθολικής άλγεβρας του Λόγου μέσω της αναγωγής του σε μηχανικά διατυπώσιμους κανόνες. Κλεισμένοι στα εργαστήριά τους, οι ειδικοί επιστήμονες πιθανότατα δεν είχαν ούτε τον χρόνο ούτε την διάθεση να ασχοληθούν με τον Λάιμπνιτς. Ακόμα κι εν αγνοία τους όμως, συνέχιζαν πάνω στον δρόμο που αυτός είχε διανοίξει πριν μερικούς αιώνες, όταν ο Ορθός Λόγος είχε αρχίσει να ξυπνάει ξανά μετά από τον παρατεταμένο του ύπνο κάτω από το βαρύ πάπλωμα της θεολογίας. Βασιζόμενοι στην αναλογία (που οι ίδιοι διέβλεπαν) μεταξύ των ηλεκτρονικών διακοπτών – τρανζίστορ των υπολογιστών και των εγκεφαλικών νευρώνων θα έθεταν στον εαυτό τους τον στόχο να κατασκευάσουν μηχανές που «πραγματικά θα σκέφτονταν». Το εγχείρημα αυτό τελικά θα κατέρρεε εντυπωσιακά τα επόμενα χρόνια όταν και έγινε αντιληπτό το μέγεθος των δυσκολιών που ανέκυψαν για την επίλυση ακόμα και των απλούστερων προβλημάτων που θα όφειλε να μπορεί να αντιμετωπίσει μια «σκεπτόμενη» μηχανή. Όπως ήταν φυσικό, μαζί με την επιστημονική αλαζονεία, στέρεψαν και τα χρηματοδοτικά κονδύλια. Το εγκεφαλογράφημα της τεχνητής νοημοσύνης εκφυλίστηκε σε μια επίπεδη γραμμή για αρκετά χρόνια πριν εμφανίσει πρόσκαιρα κάποια σημάδια ζωής τη δεκαετία του 1980. Για να πέσει πάλι σε κωματώδη αδράνεια για το υπόλοιπο του 20ού αιώνα. Και για να ανανήψει για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ένα νέο κύμα επενδύσεων και υπερφίαλων (ξανά) υποσχέσεων.

Έχοντας την πικρία από τους πρώτους «χειμώνες της τεχνητής νοημοσύνης», οι εμπλεκόμενοι επιστήμονες εμφανίζονται πλέον λιγότερο επιρρεπείς προς τη μεγαλαυχία, τουλάχιστον όσον αφορά σε πιο οριακά, φιλοσοφικά ζητήματα. Οι φιλοδοξίες τους εστιάζονται σ’ ένα πιο πρακτικό επίπεδο, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένες από το στοιχείο της υπερβολής και της (με μαρξιανή έννοια) ιδεολογίας· η μόνιμη επωδός περί επικείμενης εξαφάνισης της ανθρώπινης εργασίας αποτελεί ένα μόνο δείγμα. Οι περισσότερο φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του κλάδου έχουν βρει καταφύγιο πίσω από τον όρο «Γενική Τεχνητή Νοημοσύνη», με τον οποίο υποδηλώνεται η έρευνα περί της δυνατότητας κατασκευής «πραγματικά σκεπτόμενων» μηχανών, σε αντιπαραβολή με την πιο στενή έννοια της τεχνητής νοημοσύνης όπου το ζητούμενο είναι η κατασκευή «έξυπνων» αλγορίθμων για πιο πρακτικούς σκοπούς και ανεξαρτήτως του αν αυτοί παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα ή αναλογία προς την ανθρώπινη σκέψη. (περισσότερα…)

Advertisement

Γλωσσική σωρεία, εύκολη ρητορική

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Χρήστος Κούκης,
Outsider, Κέδρος 2022

Το Outsider του Χρήστου Κούκη, όγδοο ποιητικό βιβλίο του συγγραφέα, περιλαμβάνει κυρίως ποιήματα δύο τάσεων: κείμενα ανατομίας της κοινωνικής πραγματικότητας και θέσης πάνω στα διαχρονικά ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης και ποιήματα προσωπικά, ερωτικά που εκπέμπουν την ευδαιμονία του εκπληρωμένου έρωτα. Ενίοτε τέμνεται η προβληματική τους, καθώς ο έρωτας ορίζεται ως η προνομιακή περιοχή της ελευθερίας που ωριμασμένη εντέλει στην αγάπη εξανθρωπίζει το άτομο ως μονάδα και ως κοινωνικό υποκείμενο και το αίρει πάνω από τη χθαμαλότητα του μετρίως ζην. Παρόλο που εντοπίζουμε κάποια καλά ή ενδιαφέροντα κείμενα, η συλλογή υπονομεύεται από δύο κυρίως παράγοντες, τη φλύαρη ρηματική κατάστρωση και την αβαθή προβληματική που αυτή παράγει. Ενώ εκκινεί από ένα λόγο σχετικά μετρημένο, διαπιστωτικό, που επιχειρεί να εγγράψει σε συνοπτικά κείμενα και με αφοριστική πρόθεση τον στοχασμό, καθώς η συλλογή εξελίσσεται, το μέγεθος των ποιημάτων μεγαλώνει σε αντιστοιχία με την έκταση της πλατιάς φράσης που μετέρχονται, η οποία εκπίπτει στο αναμενόμενο και στην τετριμμένη καλολογία. Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο καλό ποίημα της συλλογής:

«Το πραγματικό νόημα του αναθεωρητισμού»

Είτε πιστεύει κανείς είτε όχι στον Θεό
ένα ερώτημα το ίδιο κτηνώδες με το να ζει κανείς ή να μη ζει
το βέβαιο είναι πως με το πέρασμα του προφήτη
απ’ τον πλανήτη με την ιδανική απόσταση απ’ τον Ήλιο
κατέστη σαφές, ιδίως στον άνθρωπο της Δύσης, τι σημαίνει
η αγάπη ως ελεύθερη βούληση στην τύχη του κόσμου
η αναγκαιότητα του θρήνου στην ανατροφή της άνοιξης
η σπουδή της ελπίδας στην αναχαίτιση της ματαιότητας
η συντριβή ως προϋπόθεση της αναγέννησης
το καλό και το κακό ως διάγνωση και πρόγνωση, μα και αντιστρόφως.

Η απάντηση στο αίνιγμα της Σφίγγας
από δω και στο εξής είναι
«ο άνθρωπος που είναι παρών».

(περισσότερα…)

Σε αναζήτηση μιας νέας ενότητας

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Πέτρος Πολυμένης
Και με την ελάχιστη υγρασία θ’ ανθίζουμε
Περισπωμένη 2022

Με τέσσερεις ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του (Υδατογραφίες, 1998, Ασώτου Μύθοι, 2004, Ξεκρέμαστα πορτρέτα, 2007 και Αίθουσα αναχωρήσεων, 2013) και ένα φιλοσοφικό έργο για τον “ενσώματο ιδεαλισμό” στην ποίηση (Λέξεις, εμπειρία και οι ακροβάτες, 2012), ο Πέτρος Πολυμένης συνεχίζει με συνέπεια και στην πέμπτη του συλλογή, Και με την ελάχιστη υγρασία θ’ ανθίζουμε, τον δρόμο που εξαρχής είχε χαράξει, όπου ποιητική ευαισθησία και φιλοσοφική διερώτηση συναιρούνται με έναν εξαιρετικά πρωτότυπο και γόνιμο τρόπο.

Βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης του Πολυμένη θα λέγαμε ότι είναι μια έγνοια για την φόρμα, όχι ως επιστροφή στην παραδοσιακή στιχουργική, αλλά ως μέριμνα για τη διαμόρφωση μέσω του γλωσσικού ιδιώματος μιας συνεπούς “συγκινησιακής” θεώρησης του κόσμου (o Πολυμένης χρησιμοποιεί τον όρο “αισθηματοποιημένη κοσμοεικόνα”), με όλη την αγωνία για την αποτυχία του εγχειρήματος, την απώλεια νοήματος, την έλευση του μηδενισμού, που μπορεί αυτή να συνεπάγεται, μια μέριμνα για τη φόρμα που δεν νοείται ως φορμαλιστική αναζήτηση αλλά ως ένα αίτημα υπέρβασης των εκάστοτε δυισμών, είτε της στείρας εσωστρέφειας και αυτοαναφορικότητας, που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της σύγχρονης ποίησης, είτε μιας εξωφρενικής εξωστρέφειας, ένα αίτημα επομένως για την ανάκτηση της διαμελισμένης ολότητας μέσω της επίπονης διαδικασίας συγκρότησης του ποιητικού έργου με τα εργαλεία που προσφέρει η φιλοσοφική διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης και των όντων, αλλά και η ίδια η λογοτεχνική πρακτική, που καθώς ανανεώνεται, αναμετριέται διαρκώς με την παράδοση, με ιδιαίτερη φροντίδα για την ανάδειξη της πολυφωνίας των προσώπων, την οποία ο Πολυμένης χτίζει με τους κανόνες της σύγχρονης δραματουργίας, καθώς επίσης αντλώντας από τις αστείρευτες πηγές του αρχαίου δράματος. (περισσότερα…)

Γιάννης Πατίλης, Ποιά μέρα γιορτάζουμε τὴν ποίηση

*

ΠΟΙΑ ΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ἐξ ἀποστάσεως χαιρετισμὸς
γιὰ νὰ διαβαστεῖ στὶς 21 Μάρτη
στὸ Μουσικὸ Σχολεῖο Κομοτηνῆς

Θέλει σκοτάδι ἡ ποίηση γιὰ νὰ γιορτάσει
βαθὺ σκοτάδι σὰν αὐτὸ
ποὺ πλάκωσε τὸν δύσμοιρο Οἰδίποδα
ὅταν νόμιζε πὼς θὰ γλυτώσει τὸν χρησμό
θέλει τῆς Μήδειας τὸ αἱματηρὸ γιορτάσι
ὅταν κατάλαβε πὼς ἔχασε γιὰ πάντα
τὸν γαμπρό
τοῦ Ἀχιλλέα τὴ μαύρη τρύπα τοῦ φιλότιμου
ὅταν τ’ ὡραῖο λάφυρο
τοῦ πῆρε τὸ ἀφεντικὸ ἀπ’ τὸ κρεβάτι

Ὄχι ἡ Ποίηση δὲν εἶναι σχολεῖο κατηχητικὸ
κι ὁ Ποιητὴς ρομαντικὸς γκαρσόνης
ποὺ θὰ μᾶς φέρει στὴ βεράντα τ’ ἀναψυκτικό
Χασάπης τῆς γλώσσας του εἶναι ὁ ποιητὴς
μαυρόψυχος ποὺ καίει τὸ λίπος του
νὰ φτιάξει ἕνα κερί
τὴν Ἐρινύα του πρὶν ἀπ’ ὅλα
νὰ φωτίσει

Νύχτα γιορτάζουμε τὴν ποίηση
μὲ ποιήματα κεριὰ
ποὺ οἱ ποιητὲς ὅλου τοῦ κόσμου
ἔχουν ἀνάψει γιὰ παρηγοριὰ
στοῦ σκοταδιοῦ τ’ ἀπίστευτο
τὸ μάκρος
Κοίταξε γύρω σου καὶ πίσω σου
καὶ δὲς
τί σιωπηλὰ τί ὄμορφα
καὶ τί πολλὰ ποὺ καῖνε
Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα σκέψου
ὅτι καὶ σὺ μπορεῖς ἂν χρειαστεῖ
νὰ φτιάξεις ἕνα

Γι’ αὐτὸ
μὴ μὲ ξαναρωτήσεις τώρα πιὰ
ποιά μέρα ἡ ποίηση γιορτάζει
Τὴν εἰκοστὴ πρώτη Μαρτίου ἁπλῶς τηροῦμε
ἑνὸς λεπτοῦ σιγὴ
ὅλοι μαζὶ πενθώντας
γιὰ ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες
καὶ τὶς νύχτες τῆς ζωῆς μας
τῆς Ποίησης
ποὺ στερηθῆκαν
τὸ κερί

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ

Τὸ σπασμένο εἶναι πιὸ ἀνθεκτικὸ. Ποιήματα 1970-2022, ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2023, σσ. 373-374.

*

*

Το προδοτικό φιλί

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό απόσπασμα, συνέχεια του προηγούμενου («Ένας έρωτας γεννιέται»), από το ανέκδοτο βιβλίο Η Ελισάβετ της Κρήτης, παρακολουθούμε τις συνέπειες της ερωτικής σχέσης μεταξύ της Ελισάβετ και του νεαρού ζωγράφου Πέτρου Μωραΐτη, που σχεδόν βίαια ως ανεπίτρεπτη, διακόπτουν αγαπημένα της πρόσωπα, αλλάζοντας ανεπίγνωστα την πορεία της ζωή της.

~ . ~

Απόγευμα πρωταπριλιάς του 1855 η Ελισάβετ άκουσε να κτυπά η πόρτα της ιεραποστολικής κατοικίας και πήγε ν’ ανοίξει. Είχε καλέσει τον Πέτρο,[1] να δει προσεχτικά την Ἀνθοδέσμη της, πριν την παραδώσει στην Επιτροπή, της το είχε προτείνει ο ίδιος· ήθελε να ελέγξει μήπως υπάρχει κάποια αβλεψία που μπορούσε την τελευταία στιγμή να διορθωθεί.

— Πρωταπριλιάτικο αστείο; τη ρώτησε εκείνος χαριτολογώντας και της πρόσφερε ένα κλαδάκι με ροζ απριλιάτικα τριαντάφυλλα.

— Όχι, δεν θα έκανα ποτέ τέτοια φάρσα, του είπε και τον οδήγησε στον συνηθισμένο χώρο, στη Βιβλιοθήκη.

Η Ελισάβετ τράβηξε από το ράφι της μικρής βιβλιοθήκης την κασετίνα, όπου φυλασσόταν το λεύκωμά της, και του την έδωσε. Την πήρε στα χέρια του με  προσοχή και αναφώνησε με θαυμασμό:

— Τι εντυπωσιακή ξυλογλυπτική και πόσο αρμονική με το έργο!

— Ντόπιο πλατανόξυλο και ελιόξυλο, ό,τι καλύτερο για μια τέτοια κασετίνα· είναι άξιος λεπτουργός ο Γλήνης, σχολίασε η Ελισάβετ.

Κάθισαν δίπλα δίπλα στο τραπέζι· ο Πέτρος έβγαλε προσεχτικά την Κλασική Ἀνθοδέσμη από την κασετίνα κι άρχισε να την ξεφυλλίζει και να την ελέγχει λεπτομερώς· σταμάτησε στην σελίδα με τον τίτλο «Πρόθεσις»·[2] τυπωμένο με μαύρα και κόκκινα γράμματα το μικρό κείμενο που ακολουθούσε αποκάλυπτε τον στόχο του έργου της. Ήταν το πρώτο δικό της γραπτό που είχε διαβάσει· είχε έλθει σε άμεση επαφή με τον νου και την ψυχή της, από όπου είχε αντληθεί. Θέλησε τώρα να το ξαναδιαβάσει δυνατά, να νιώσει πάλι τον ήχο των λέξεων και την ισχυρή επίδρασή τους στο πνεύμα και στην καρδιά του.

— Τι ωραίο το κείμενό σου, αγαπητή μου Ελισάβετ! εγκιβωτίζεις άριστα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης μας. Στις δυο λέξεις, «αλλεπάλληλα δυστυχήματα»,[3]  περιλαμβάνεις με λεπτό, έξυπνο και σύντομο τρόπο την τρέχουσα πολιτική και υγειονομική κατάσταση της Αθήνας, την Κατοχή και τη χολέρα·υμνείς δυο πόλεις, την Αθήνα, όπου δημιουργήθηκε η Ἀνθοδέσμη σου και από όπου ξεκινά το ταξίδι της και την πόλη του φωτός, όπου θα εκτεθεί·[4] φανερώνεις την αγωνία σου για την κακή τύχη, που φοβάσαι πως θα εξακολουθήσουν να έχουν τέχνες και επιστήμες στον τόπο, όπου γεννήθηκαν. Είμαι συγκινημένος.

— Γράφω ό,τι νιώθω, Πέτρο, και χαίρομαι πολύ που σου αρέσει. Ναι, δεν σου κρύβω ότι ανησυχώ για το μέλλον… απάντησε η Ελισάβετ, ενώ ο Πέτρος συνέχιζε να ξεφυλλίζει ένα ένα τα σχεδόν εβδομήντα φύλλα τού λευκώματος· σε κάθε φύλλο έλεγχε προσεχτικά τα πάντα, ακόμη και τα κενά. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Η προβληματική της ποιητικότητας

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Το θέμα του ποιητή και του συγγραφέα, της ουσίας τους, της κατάστασής τους και των αμοιβαίων τους σχέσεων, έγινε πρόσφατα και επανειλημμένα αντικείμενο λογοτεχνικής συζήτησης, και μάλιστα σχεδόν πάντα με το νόημα ότι παρήλθε η εποχή για τον ποιητή, στη θέση του ήλθε ένα άλλο φαινόμενο. Μέχρι και στις ύψιστες πνευματικές θέσεις επεκτάθηκε η συζήτηση αυτή, και προς τα κάτω σε διάφορα επίπεδα μέχρι την περιοχή των κάπως απλών οργάνων που απαιτούν έναν καθαρά κομματικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Έπειτα, στο περιοδικό τούτο, έκαμε ο Φλάκε μερικές παρατηρήσεις που έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα. Δεν αποδίδει καμιά σημασία στην ποίηση, το μυθιστόρημα είναι ανώτερό της. Το μυθιστόρημα είναι πολύ περιεκτικότερο, νομίζει, είναι πιο πολύ η φωνή της εποχής, οι σύγχρονοι άνθρωποι μπορούν μόνο με τα μέσα του να αναπαρασταθούν. Αυτή η αιώνια αναζήτηση του ποιητικού, δηλώνει! Οι κοινωνικές προϋποθέσεις για την ποιητική συντεχνία δεν υφίστανται πια διόλου, δεν είναι πια πιστευτές, κάθε μέρα και λιγότερο. Παρατηρεί ακόμη: «Η ποιητικότητα κατανοείται αφ’ εαυτής όπως και η ηθικότητα, δεν είναι ανάγκη να την εκφράζει κανείς σε κάθε αράδα, αρκεί να βρίσκεται ανάμεσα στις αράδες». Τούτο το τελευταίο θα πρέπει συνεπώς μάλλον να το κατανοήσομε έτσι, ώστε το έργο τέχνης που άφησε, παραδείγματος χάριν, ο Ρίλκε να μπορούσε να βρει θέση και στα σύγχρονα μυθιστορήματα, «ανάμεσα στις αράδες», αν κατόρθωνε κάποιος να το παρεμβάλει εκεί. Ο Φλάκε μιλά έπειτα για το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον ποιητή και στο παρόν. Τέλος χρησιμοποιεί μια λέξη, βέβαια όχι για την ποίηση ως τέτοια αλλά για ένα από τα εκφραστικά της μέσα, τον στίχο, που είναι πολύ σημαντική, λέει: αρχαϊκός. Κοινό σε όλες αυτές τις εργασίες, εκφράσεις και παρατηρήσεις είναι ότι δεν γίνεται εντελώς σαφές τι ακριβώς εννοούν στην πραγματικότητα: τον ποιητή ή την ποιητικότητα, τον λυρικό ή τη λογοτεχνία, κάτι θεματικό ή κάτι μεθοδικό, το έργο ή την ίδια τη διαδικασία του δημιουργείν. Η παρούσα εργασία εξ αρχής δεν στρέφεται σε αξιολογικές αποτιμήσεις μεταξύ των επιμέρους μορφών της τέχνης, ούτε περιγράφει τον ποιητή στην κοινωνική του παρουσία και στην ιστορική εξέλιξη, παρά αναλαμβάνει την προσπάθεια να συλλάβει με μια νέα υπόθεση την ποιητικότητα ως έννοια και ως Είναι και να την εντοπίσει ως φαινόμενο πρωταρχικού χαρακτήρα εντός της βιολογικής διαδικασίας.

Οι γνώμες που αναφέρθηκαν στην αρχή θα μπορούσαν, αν συνοψισθούν, να χαρακτηριστούν ως η κοινωνιολογική θεωρία της ποιητικότητας. Ως θεμέλιό της υπόκεινται οι ακόλουθοι συλλογισμοί γενικότερης φύσης. Ζούμε σε μιαν εποχή συλλογικών σχηματισμών, ευρέα στρώματα του πληθυσμού είναι οργανωμένα σε ενώσεις που κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνουν μόνο έναν κοινωνικό ή διεκδικητικό συνασπισμό, αλλά πνευματική διάρθρωση, τάξη σχετική με τη νοοτροπία. Όλα τούτα τα στρώματα έχουν αποδεχθεί μια κατ’ αρχήν αισιόδοξη κοσμοθεωρία που αποβλέπει στο τεχνικά βέλτιστο αποτέλεσμα, που θεωρεί ότι τα δεινά εξαρτώνται κατ’ αρχήν από τους θεσμούς και είναι θεραπεύσιμα, και γι’ αυτό ευλόγως και δικαίως απαιτεί μια τέχνη που ανταποκρίνεται στη νοοτροπία της, υιοθετεί τις τάσεις της, με την κυριολεκτική σημασία διασκεδάζει τον χρόνο μέχρι την εκπλήρωση των οικονομικών της ελπίδων. Μια κατ’ αρχήν πραγματιστική και θετική στάση, η οποία άλλωστε και κατά αξιοσημείωτο τρόπο διόλου δεν θεμελιώνεται ούτε περιορίζεται πολιτικά ή κοινωνικά, αντιθέτως, όσο ψηλότερα βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι πνευματικοί άνθρωποι, τόσο περισσότερο παρατηρεί κανείς στις εκφράσεις τους μια δηλωμένη κλίση προς την ευφροσύνη και τη διαύγεια, μιαν εκπλήσσουσα κατάφαση της ζωής, μιαν απροσδόκητη πίστη στη γνώση, μια νεανικότητα, έτοιμη να εξορίσει όλους εκείνους που τα βλέπουν όλα μαύρα, στο περίφημο χθόνιο στοιχείο να αντιπαραθέσει το ορθολογικό ως υψηλότερη τάξη, και ό,τι είναι σκοτεινό, να το αρνηθεί ως φούμαρα, δημαγωγία και απαισιοδοξία που παίζει τη φλογέρα.

Το πλαίσιο για όλες αυτές τις γνώμες, στάσεις, νοοτροπίες σχηματίζει πολύ έντονα η έννοια της εποχής, έπειτα εκείνη του αιώνα, σπάνια ή ποτέ, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, η έννοια του λαού, τέλος περιλαμβάνοντας το Όλον, ο σημερινός ευρωπαϊκός τύπος της ανθρώπινης φυλής, τον οποίο νομιμοποιεί μια σειρά πνευματικών περιόδων που μπορούν να ελεγχθούν βάσει ντοκουμέντων. Το μέτρο μετρήσεως είναι, με μια λέξη, ο πολιτιστικός τύπος, μια έκφραση που δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε παραπάνω από τον τύπο του μέσου όρου, τον οποίο δημιούργησε ο περασμένος αιώνας. (περισσότερα…)

W. H. Auden, Νεκρώσιμο μπλουζ

*

Γραμμένο το 1936 αρχικά ως ποίημα σατιρικό για την πομπώδη ταφή ενός πολιτευτή (χαρακτηριστικές οι καυστικές εικόνες της δεύτερης στροφής), και διασκευασμένο αργότερα για τραγούδι καμπαρετίστικο (τη μουσική έγραψε ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν στο λαϊκό ύφος που υπαγορεύει ο τίτλος), το «Funeral Blues» του Ώντεν γνώρισε δόξα απρόσμενη όταν ένας από τους πρωταγωνιστές της ρομαντικής κομεντί Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία του 1994 το διάβασε ως ερωτική εξομολόγηση στο ξόδι του συντρόφου του. Habent sua fata poemata… Αυτές είναι οι ερμηνευτικές «προσχώσεις», για τις οποίες κάνει λόγο κάπου ο Σεφέρης. To «Νεκρώσιμο μπλουζ» (κατά τα «Νεκρώσιμο εμβατήριο», «Νεκρώσιμος ακολουθία» και τα συναφή) έχει μεταφραστεί κάμποσες φορές στα ελληνικά. Εδώ αποπειράθηκα να κρατήσω κάτι από την πρώτη σατιρική του πνοή και, φυσικά, την άψογη ωδική του φόρμα.  — ΚΚ

~.~

ΝΕΚΡΩΣΙΜΟ ΜΠΛΟΥΖ

Σπάστε τ’ ακουστικά, φιμώστε τα ρολόγια,
χώστε τα πιάνα και τα τύμπανα στα υπόγεια,
το ζώο μπουκώστε, τα γαυγίσματα να πάψουν,
φέρτε το φέρετρο να ρθούν για να τον κλάψουν.

Άστε από πάνω να βογγάνε τ’ αεροπλάνα
το «Είναι νεκρός» φιδοχαράζοντας στα ουράνια,
πένθιμα ας βάλουν παπιγιόν τα περιστέρια
κι οι τροχονόμοι γάντια ολόμαυρα στα χέρια.

Βοριά τον είχα και Νοτιά, Δύση κι Αυγή μου,
τον είχα καθημερινή, σχόλη, γιορτή μου,
ήταν οι ώρες μου όλες, ο καημός, το πάθος.
Έλεγα δεν πεθαίνει η αγάπη. Έκανα λάθος.

Για τ’ άστρα τώρα αδιαφορώ· κάντε τα πέρα,
φράξτε το φως του φεγγαριού, θάψτε τη μέρα·
χύστε τις θάλασσες, ξηλώστε κάθε δάσος·
δεν έχω τίποτε να ελπίσω πια ή να χάσω.

W. H. AUDEN
Προλόγισμα-Μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη

*

Παρατηρώντας το ανθρώπινο είδος

*

Πολλά χρόνια πέρασα πάνω στις σελίδες του Μαρσέλ Προυστ, περίπου έναν χρόνο για κάθε ένα από τα επτά βιβλία τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που τόλμησα να διαβάσω στα γαλλικά. Και η αίσθηση ήταν πάντα η ίδια: μου χάρισε μια ηρεμία δυσεύρετη στην σημερινή εποχή, μια απομόνωση αναγκαία για να συγκεντρωθώ στα λόγια του, μια ενδοσκόπηση στην ψυχή μου μέσω της περιγραφής της δικής του ψυχής. Κυρίως μου χάρισε αναψυχή, διασκέδαση δηλαδή, με τον δικό του τρόπο.

Ο Προυστ δεν είναι ακριβώς ο χιουμορίστας που θα σε κάνει να σκάσεις στα γέλια αλλά πολλές φορές μια παρατήρησή του, πολύ λεπτή, που την έχεις σκεφτεί κάποτε κι εσύ αλλά δεν μπόρεσες ποτέ να την διατυπώσεις με τόση οξυδέρκεια, σου φέρνει ένα μειδίαμα μαζί με καλή διάθεση. Την ανθρώπινη ψυχή την έχει μελετήσει οριζοντίως και καθέτως. Το θέμα τον απασχολεί τόσο στο κυρίως έργο του όσο και στο δοκίμιο «Περί ανάγνωσης» όπου μιλάει για ψυχοθεραπευτές και για «νευρασθενικούς».

Αν ζούσε σήμερα ίσως να έκανε σπουδές ψυχανάλυσης, στην εποχή του, όμως, η επιστήμη αυτή δεν ήταν ακόμα τόσο διαδεδομένη.

«Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα εκείνο που δεν μπορεί να βγει από τον εαυτό του, που γνωρίζει τους άλλους μόνο μέσω του εαυτού του, και ψεύδεται αν ισχυρίζεται το αντίθετο.»

Μελέτησε την υψηλή κοινωνία, στην οποία ανήκε προφανώς. Δεν κρύβει την αγάπη του για την αριστοκρατία έτσι όπως αντανακλάται στο πρόσωπο της Οριάν αλλά δεν διστάζει και να την κριτικάρει επίσης. Πετάει καρφιά για την κατώτερη αριστοκρατία της επαρχίας αλλά είναι φανερό ότι περισσότερο τον ενδιαφέρει η αριστοκρατία του πνεύματος. Τελικά ο Σουάν είναι το πρόσωπο που θαυμάζει περισσότερο. Ο Σουάν δεν έχει τίτλους ευγενείας αλλά κινείται με άνεση μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους αφ’ ενός και γνωρίζει αφ’ ετέρου τα πάντα για την τέχνη της Αναγέννησης. Ο Σουάν εισάγει εκείνον, τον μικρότερο σε ηλικία αφηγητή, τον ίδιο τον συγγραφέα, σ’ αυτές τις αισθητικές απολαύσεις. Στα ίχνη του Σουάν γίνεται και ο Προυστ μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια. (περισσότερα…)

Ο νέος ακαδημαϊσμός

*

Ακούγοντας προχθές στο Μέγαρο τους δυο μαέστρους μας, τον Νίκο Τσούχλο και τον Βύρωνα Φιδετζή, στην εξαίρετη βραδιά την αφιερωμένη στον Φίλιππο Τσαλαχούρη και τις νέες εκδόσεις του συνθετικού έργου του, ένιωσα να ταυτίζομαι με τα λεγόμενά τους. Κι αυτό, διότι εντελώς αντίστοιχες παρατηρήσεις έχω επανειλημμένα κάνει στα βιβλία και τα άρθρα μου για την ποίηση. Το ότι εκείνοι λένε τα ίδια για το δικό τους μετιέ, την μουσική, επιβεβαιώνει νομίζω αμφοτέρων την ακρίβεια.

Ο Τσούχλος μίλησε, αναγνωρίζοντας προς τιμήν του το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί, για τον μοντερνιστικό ακαδημαϊσμό που κατατρύχει τα μουσικά μας πράγματα. Για το φαινόμενο λ.χ. ένας συνθέτης να θάβει μέσα σε ποικίλα τερτίπια και τεχνάσματα μια εξαίρετη μουσική του ιδέα, επειδή φοβάται ότι θα θεωρηθεί τόσο γοητευτική μες στην απλότητά της που οι «προχωρημένοι» ομότεχνοί του, οι οποίοι μετρούν τα πάντα με τη μεζούρα της αβανγκάρντ, θα την αποδοκιμάσουν. Πόσοι και πόσοι καλοί ποιητές μας δεν κάνουν το ίδιο; Μασκαρεύονται ώστε να αρέσουν – όχι στους αναγνώστες τους, αλλά σε ένα στανικό δόγμα για το πώς πρέπει να μοιάζει το «μοντέρνο ποίημα» σήμερα.

Και ο Βύρων Φιδετζής μίλησε για την τύχη που επιφύλαξαν εδώ σε μας στον μεγάλο Νίκο Σκαλκώτα (!) οι μουσικοκριτικοί και οι ομότεχνοί του ώς τα τέλη σχεδόν του προηγούμενου αιώνα. Σημαντικό τμήμα των συνθέσεών του θεωρήθηκε «πάρεργο», αποσιωπήθηκε και αφέθηκε ανεκτέλεστο. Ανάμεσά τους οι περίφημοι Ελληνικοί χοροί. Ο λόγος; Δεν ήταν αρκούντως πρωτοποριακό, ο Σκαλκώτας όταν επέστρεψε στην Αθήνα από τη Γερμανία «συμβιβάστηκε» λέει και υπέστειλε το λάβαρο του δωδεκαφθογγισμού…

Το ότι ο Σκαλκώτας είναι ως συνθέτης πολυστυλίστας (πολυειδής και πολυυφής, μοντερνιστής μαζί και νεοκλασσικός, «εθνικός» και κοσμοπολίτης) μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε αρχίσει να το διακρίνουμε. (Ας είναι καλά και οι ξένες ορχήστρες που τον παίζουν…) Να δούμε πότε θα καταφέρουμε το ανάλογο και στην λογοτεχνία, πότε θα δούμε δηλαδή ότι ο Ελύτης λ.χ. είναι, ταυτόχρονα, και το Άξιον Εστί και τα Ρω του έρωτα, και το Μονόγραμμα και η Μαρία Νεφέλη. Ή ότι ο Ρίτσος είναι και ο κομμουνιστής βάρδος των πολιτικών συνθέσεων και ο μύχιος βιογράφος των μικρών πραγμάτων… (Για να μην πάω στον Παλαμά ή τον Παπαδιαμάντη…)

Το ρεζουμέ; Όπως ακριβώς στην πολιτική, έτσι και στην τέχνη οι ιδεολογίες είναι μισαλλόδοξες. Όπου παίρνουν το πάνω χέρι, βιάζουν, κακοποιούν πράγματα και ανθρώπους.

Ο Νίκος Τσούχλος ανέφερε προχθες την «φιλάνθρωπη», όπως την αποκάλεσε, συμβουλή που είχε απευθύνει ο Καλομοίρης στον Σκαλκώτα όταν εκείνος πρωτόπαιξε έργα του δωδεκαφθογγικά στην Αθήνα το 1932. Το κοινό είχε μείνει, φυσικά, εμβρόντητο και αντέδρασε πολύ αρνητικά. Μήπως ανάλογα δεν είχαν αντιδράσει και οι Βιεννέζοι οι ίδιοι όταν πρωτάκουσαν τέτοιας λογής έργα;

Ο Καλομοίρης συνέστησε ευγενώς στον Σκαλκώτα να έρθει στη θέση των ακροατών του. Να μην περιμένει μόνο να καταλάβουν εκείνοι τα πειράματά του, αλλά κι εκείνος να προσπαθήσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους. Ευτυχώς, για όλους μας, ο Σκαλκώτας είχε την ευφυία να τον ακούσει.

(Τα Τοπία και τα σαρανταρικά Εαρινά του Φίλιππου, που ερμήνευσαν με ακρίβεια και δόνηση εσωτερική προχθές η Ευγενία Καλοφώνου και ο Θοδωρής Τζοβανάκης, έχουν όλη τη θυμική οικειότητα που λείπει από μεγάλο τμήμα της σύγχρονης λόγιας μουσικής. Ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου τώρα που ευγνωμόνως γράφω αυτά τα λόγια.)

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

Coluccio Salutati, Για την αποτυχία της παρηγοριάς απέναντι στον θάνατο

*

Συντομευμένη απόδοση της 2ης επιστολής
προς τον Francesco Zabarella [1]

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

H 2η επιστολή του Κολούτσιο Σαλουτάτι προς τον Φραντσέσκο Ζαμπαρέλλα αποτελεί κορυφαία στιγμή στην ιστορία της φιλοσοφικής παραμυθητικής γραμματείας. Συντάσσεται όταν ο Σαλουτάτι, καγκελάριος της Φλωρεντίας και κορυφαία μορφή του ιταλικού ανθρωπισμού, συντρίβεται από τον χαμό του αγαπημένου του γιου Πιέρο στην Πανώλη του 1400 – λίγα χρόνια πριν είχε υπομείνει και τον θάνατο της γυναίκας του Πιέρα. Ο Ζαμπαρέλλα ήταν εκείνος που έγραψε πρώτος στον φίλο του, εξαίροντας μεταξύ άλλων την αξιοπρεπή και στωική του στάση ως εφάμιλλη της στάσης που τήρησαν απέναντι στο πένθος και την οδύνη σημαντικά πρόσωπα της αρχαιότητας. Στην πρώτη του επιστολή προς τον Ζαμπαρέλλα, ο Σαλουτάτι περιγράφει γλαφυρά τις τελευταίες στιγμές του Πιέρο και ομολογεί πόσο έχει απομυθοποιήσει την επάρκεια του φιλοσοφικού παραμυθητικού λόγου. Ο ίδιος βρίσκει περισσότερη παρηγοριά στη θρησκεία παρά στην παραμυθητική επιχειρηματολογία του 3ου βιβλίου των Τουσκουλανών διατριβών του Κικέρωνα. Ο Ζαμπαρέλλα συντάσσει νέα επιστολή στην οποία υπερασπίζεται εκτενώς την ικανότητα της φιλοσοφίας –ιδίως εκείνης που παραδέχεται την αθανασία της ψυχής– να προφυλάσσει τον άνθρωπο απ’ την οδύνη που προκαλεί ο θάνατος. Η 2η επιστολή του Σαλουτάτι περιλαμβάνει τη σφοδρή του απάντηση: συντηρητική από κάποιες απόψεις αλλά εντυπωσιακά ρηξικέλευθη στην υπεράσπιση και ανατίμηση της πραγματικότητας των ανθρώπινων συναισθημάτων.

~.~

Διακεκριμένε δάσκαλε, αδελφέ μου, αγαπημένε φίλε,

Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό όταν σου έγραφα τις προάλλες ότι θα καταλήγαμε να έλθουμε σε αντιπαράθεση. Για να ’μαι ειλικρινής, όσα πραγματεύθηκα τότε μου φαίνονταν τόσο αληθινά που ούτε καν διανοήθηκα ότι θα φθάσω ποτέ να τα αμφισβητήσω. Να όμως που τώρα –για ακόμη μια φορά– συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει ούτε μια αλήθεια στον κόσμο που να έχει διερευνηθεί τόσο εξαντλητικά ώστε να είναι αδύνατον να τη θέσει υπό αμφισβήτηση η ορμή της αντιπαράθεσης.

[…] Έρχομαι, λοιπόν, σε αυτό που αντιμάχεσαι και θα συζητήσω μαζί σου σε πνεύμα αδελφικό εάν αυτές οι θεραπείες που ο Κικέρων και άλλοι φιλόσοφοι προτείνουν για να προσφέρουν παρηγοριά, εκπληρώνουν όντως αυτό που υπόσχονται. Ας ακολουθήσουμε τον ειρμό των σκέψεών σου –ή, μάλλον, εκείνων του Κικέρωνα– προκειμένου να εξετάσουμε εάν αληθεύουν όσα υπερασπίζεσαι έντεχνα και διακηρύττεις τόσο επίμονα. Έχοντας δε την άνεση να εκφράζομαι ελεύθερα μαζί σου, οφείλω να σου ομολογήσω ότι στη συζήτησή μας βλέπω το βλέμμα σου στραμμένο περισσότερο στη φιλοδοξία και τον εντυπωσιασμό, παρά στην αλήθεια. Ισχυρίστηκα λοιπόν –και πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου– ότι ο θάνατος είναι κακός από τη φύση του, κι όχι επειδή αποτελεί συνέπεια της αμαρτίας. Ο Σιληνός φέρεται να είπε ότι το καλύτερο για τους ανθρώπους θα ήταν να μην γεννηθούν ποτέ, και το αμέσως επόμενο να πεθάνουν το συντομότερο δυνατό. Και κάποιος άλλος θα πει –μιμούμαι εδώ τα λόγια και το ύφος των Εθνικών– πως οι θεοί μερίμνησαν αξιοθαύμαστα ώστε τα δεσμά της ψυχής, δηλαδή τα σώματά μας, να είναι θνητά και όχι αιώνια. Αλλά τέτοια λόγια ελάχιστα καταφέρνουν να αποδείξουν ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό. Και φυσικά, το κύρος της αλήθειας και των Θείων Γραφών μετρά για μένα ως Χριστιανό πολύ περισσότερο από τις αερολογίες εκείνων που φαντάζονται ότι οι ψυχές εγκατασπείρονται στα άστρα κι ότι, αιώνιες και δημιουργημένες προ πάντων των αιώνων, κατεβαίνουν στα σώματά μας… (περισσότερα…)