Νίκος Ξανθόπουλος, Καταφυγή και παρηγορία για τον φτωχόκοσμο

*

τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗ

(Μὲ ἀφορμὴ τὸ βιβλίο: Νίκος Ξανθόπουλος, Ὅσα θυμᾶμαι καὶ ὅσα ἀγάπησα, Ἀθήνα, Ἄγκυρα 2005, σελ. 406 ‒ Μὲ ἕναν ψηφιακὸ δίσκο)

Τὸ βιβλίο τοῦ Νίκου Ξανθόπουλου Ὅσα θυμᾶμαι καὶ ὅσα ἀγάπησα εἶναι ἐκ τῆς προθέ­σεως τοῦ συγγραφέα του —τὸ μαρτυρεῖ καὶ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ τίτλου— καὶ ἐξ ἀντικειμένου πρωτί­στως αὐτοβιογραφία, κλασικὴ αὐτοβιογραφία, ὅπως τὴν ὁρίζει ἡ γραμματολογία, ἕνα εἶδος γρα­φῆς δηλαδή, ὅπου ὁ συγγραφέας καταγράφει τὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τὰ θυμᾶται, προσπαθῶντας, ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ ὁμολογεῖ οὔτε στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, νὰ δικαιω­θεῖ στὰ μάτια τοῦ ἀναγνώστη. Αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τῆς αὐτοβιογραφίας.

Τὸ βιβλίο τοῦ Νίκου Ξανθόπουλου εἶναι ἐπίσης, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ πρόθεση τοῦ συγ­γραφέα του, μαρτυρία τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ, ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ ἀφηγεῖται προκύπτει καὶ ἀναδεικνύεται, ἔστω καὶ πλαγίως φωτιζόμενη, ἔστω καὶ κατὰ ἕνα μέρος μόνο, μιὰ ὁλόκληρη ἐποχή, ἐκείνη ποὺ ἀρχίζει μὲ τὸν πόλεμο τοῦ ’40, περνᾶ ἀπὸ τὴν Κατοχὴ καὶ τὴν Ἀντίσταση, διατρέχει τὸν Ἐμφύλιο καὶ τὴ μετεμφυλιακὴ δυστυχία καὶ φτάνει ὣς τὴ Μεταπολίτευση καὶ τὰ τωρινά. Μερικὲς φορές, μάλιστα, μαρτυρεῖ καὶ γιὰ παλαιότερα γεγονότα, ὅπως ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ποὺ ὁ συγγραφέας γνωρίζει μόνο ἀπὸ τὶς ἀφηγήσεις τῶν γο­νέων καὶ τῶν συγγενῶν του ἢ ἀπὸ τὶς συνέπειές τους.

Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ κλήθηκε νὰ διέλθει ὁ Νίκος Ξανθόπουλος, ἕνα φτωχὸ προσφυγόπου­λο δεύτερης γενιᾶς ἀπὸ τὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Νέας Ἰωνίας καὶ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ καὶ τὴν πορεία του σ’ αὐτὴν ἀφηγεῖται. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀφήγηση, ὀφείλουμε νὰ τὸ ὑπογραμμίσουμε, ἔχει δύο χαρακτηριστικά, τὴν ἐντιμότητα καὶ τὴ λιτότητα τῆς γραφῆς. Δὲν ἀποκρύπτει πράγμα­τα οὐσιώδη γιὰ τὴν οἰκονομία τῆς γραφῆς, οὔτε τὰ ἐξωραΐζει, τὰ λέει ὅπως θὰ τὰ ἔλεγε σ’ ἕνα φίλο του μιὰ μέρα σ’ ἕνα ταβερνάκι τῆς γειτονιᾶς, ὅπως θὰ τὰ ἔλεγε στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Χωρὶς μεγαλοστομίες, χωρὶς περιττὰ λόγια, χωρὶς λογοτεχνικὲς φιοριτοῦ­ρες, μὲ λόγια ντρέτα καὶ σταράτα. Ὅπως θὰ τὰ ἔλεγε ἕνα παιδὶ τοὺ λαοῦ. Τὸ «παιδὶ τοῦ λαοῦ» τῆς Ἱστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου δὲν εἶναι κάποιος πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν ἀφηγητὴ Νίκο Ξανθόπουλο.

«Ἤμουν ἀθλητὴς τῆς Α.Ε.Κ. Ξέρανε ὅτι ἡ οἰκογένειά μου ἦταν φτωχὴ καὶ ὅτι μᾶς ἐνισχύει τὸ φιλόπτωχο. Κι ἔτσι, εἶχαν ἀποφασίσει νὰ μοῦ ἀγοράζουν τὰ βιβλία. Πήγαι­να, λοιπόν, στὸν ἔφορο ποδηλασίας, τὸν Τρανόπουλο, καὶ μοῦ ἔδινε λεφτὰ γιὰ τὰ βιβλία μου. Τό­τε τὰ βιβλία τ’ ἀγοράζαμε». []

«Μερικὲς φορὲς στὶς γιορτές, Χριστούγεννα-Πάσχα, ἐπειδὴ ἤμουν καλὸς μαθητής, μοῦ ἔκανε κάνα δῶρο καὶ τὸ σχολεῖο. Γι’ αὐτό, ὅταν κάποτε κάναμε ἀπεργία γιὰ τὸ Κυ­πριακὸ καὶ μᾶς εἴχανε στὸ τμῆμα, μοῦ ’ριξε ἕνα βλέμμα ὁ γυμνασιάρχης, ποὺ μ’ ἔσφαξε. «Κι ἐσὺ μωρέ», εἶπε, «κι ἐσύ!». Ἔπρεπε νὰ κάθομαι σούζα καὶ νά ’μαι τύπος καὶ ὑπογραμμός». []

«Ζωὴ στερημένη, καμιὰ χαρά γιὰ τὸ φτωχολόϊ ἢ μᾶλλον μιά: ἡ Α.Ε.Κ., ὅταν ὁ Κλεάν­θης Μαρόπουλος ἔβαζε γκὸλ καὶ κέρδιζε ἡ ὁμάδα μας». []

«Μὲ πόναγε ἡ κοινωνικὴ αδικία. Οἱ φτωχοί, οἱ ἀδύναμοι, καμιὰ τύχη. Αὐτὸ μὲ τρέ­λαινε. Νὰ θέλω μὲ τὴ στάση μου νὰ πάρω ἐκδίκηση. Νὰ πάρει μιὰ φορὰ ρεβὰνς τὸ φτωχο­λόϊ, νὰ γίνω σφεντόνα ἐγὼ ἀπέναντι στὰ μηχανοκίνητα τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, τῆς συνηθισμέ­νης πρακτικῆς τῶν Ἰσχυρῶν».

Ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια, πρὶν ἀκόμη ἀρχίσει νὰ γίνεται «Τὸ παιδὶ τοῦ λαοῦ» τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου, τὰ ἴδια πράγματα μὲ ἄλλα λόγια θὰ πεῖ στὸν Ἀπόστολο Τεγόπουλο, τὸν σκηνοθέτη ποὺ τοῦ ἔχει ἀναθέσει νὰ παίξει ἕνα ρόλο στὴν ταινία Ἕνα ρεμάλι, ἕνα παλιόπαιδο: «Ρὲ Ἀπόστολε, ἐγὼ ἄλλα σκέφτομαι. Θέλω νὰ μιλήσω γιὰ ἄλλα πράγμα­τα, γιὰ τὶς ταλαιπωρίες τοῦ κοσμάκη, γιὰ τὰ βιώματά μου».

Ἂς πάρουμε ὅμως τὰ πράγματα μὲ τὴ σειρὰ καὶ τὴν τάξη τοῦ βιβλίου, γιὰ νὰ προσπα­θήσουμε ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν κόκκινη κλωστὴ ποὺ συνδέει τὰ πράγματα, τὴν προσφυγιὰ δηλα­δή, τὸ φιλόπτωχο, τὸ βλέμμα τοῦ Γυμνασιάρχη, τὴ σφεντόνα ἀπέναντι στὰ μηχανοκίνητα τῆς ἀ­δικίας μὲ τὸ «παιδὶ τοῦ λαοῦ» τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου καὶ τὰ κατορθώματά του.

«Γεννήθηκα στὴ Νέα Ἰωνία, ἕνα προσφυγικὸ συνοικισμὸ τῆς Ἀθήνας, τὸ 1934. Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς μου τὰ ἔζησα ἐκεῖ. Μιὰ φτωχογειτονιὰ τῆς Ἀθήνας μὲ σπιτάκια τῶν δύο δωματίων, κολλημένα τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, μὲ μιὰ βρύση σὲ κάθε τετράγωνο, γιὰ νὰ παίρνει νερὸ ὁ κοσμάκης κι ἀνάμεσα στὰ τετράγωνα τρία-τέσσερα ἀπο­χωρητήρια, γιὰ νὰ κάνει τὴν ἀνάγκη του. Φτώχεια καὶ τῶν γονέων».

Οἱ γονεῖς του, ὁ Παναγιώτης καὶ ἡ Μαρία, πρόσφυγες ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ ἀπὸ τὶς πα­ρυφὲς τοῦ Πόντου. Ὁ πατέρας του, τσαγκάρης μπαλωματής, κι ἡ μητέρα του ὑφαντουργίνα στὰ ἐργοστάσια τῆς Νέας Ἰωνίας.

«Ὁ πατέρας μου εἶχε πάει δυόμιση τάξεις τοῦ δημοτικοῦ [] Σοῦ ἀνέλυε ὅμως τὸ Κε­φάλαιο τοῦ Μὰρξ στὶ πῖ καὶ φῖ, μὲ δικό του τρόπο. Παίζανε πρέφα μὲ τὰ δύο μπατζανάκια του ‒ ἐπίσης πολιτικοὺς ἀναλυτές ‒ κι ὁ τσακωμός τους ἀκουγότανε δυὸ μαχαλάδες πιὸ κά­τω. Ὄχι γιὰ τὰ χαρτιὰ [μὰ] γιὰ τὴ σωστὴ ἐφαρμογὴ τοῦ σοσιαλισμοῦ. Ἀκοῦς; Ἀκούω νὰ λές. Κι ἂν ἔβαζες καὶ τῶν τριῶν τὰ χρόνια στὰ θρανία, δὲν κάνα­νε ἕνα δημοτικό».

Τὰ γράφει αὐτὰ ὁ συγγραφέας μας καὺ θαυμάζει: «Ἀκοῦς; Ἀκούω νὰ λές». Τὰ διαβά­ζουμε τώρα ἐμεῖς οἱ γραμματισμένοι καὶ χαμογελοῦμε μὲ συγκατάβαση. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως αὐ­τοί —ξεχνάει ὁ ἀφηγητὴς ποὺ θαυμάζει, ξεχνοῦμε κι ἐμεῖς ποὺ χαμογελοῦμε μὲ συγκατάβαση— ψάχνανε νὰ βροῦνε τὶς αἰτίες, νὰ δώσουν απαντήσεις. Εἴχανε ζήσει τὸν πόλεμο καὶ τὸν ξερι­ζωμό, ζούσανε τώρα τὴν προσφυγιὰ καὶ τὶς συνέπειές της καὶ ἔπρεπε νὰ δώσουν ἀπαντήσεις, τὶς δικές τους ἀπαντήσεις, γιατὶ μόνο αὐτὲς θὰ εἴχανε ἀξία. Οἱ ἄλλες, αὐτὲς ποὺ ἄκου­γαν κάθε μέρα ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς καὶ τοὺς προσφυγοπατέρες, δὲν τοὺς ἔπειθαν. Εἶχαν ἀκού­σει καὶ γιὰ τὴ Μεγάλη Ὀκτωβριανὴ Ἐπανάσταση, ποὺ εἶχε δώσει τὴν ἐξουσία στοὺς φτω­χοὺς καὶ προσπαθοῦσαν νὰ βάλουν τὰ πράγματα σὲ τάξη. Ἔτσι γίνεται πάντοτε καὶ τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο.

Δὲν εἶναι λοιπὸν τυχαῖο ποὺ ὁ πατέρας τοῦ ἀφηγητῆ ἐγκαταλείπει τὴν οἰκογένειά του, ἔχει κάπου στὴ Βόρεια Πελοπόννησο, ὅπου εἴχανε πάει ἀναζητῶντας τροφή, καὶ περνάει ἀπέναντι, στὴ Ναύπακτο, κι ἀπὸ κεῖ, ἀπὸ τὸν Μόρνο, ἀνεβαίνει στοὺς ἀντάρτες τοῦ Ἄρη.

«Στὸ χωριὸ τὸ ξέρανε ὅλοι ὅτι ὁ πατέρας βγῆκε στὸ βουνό, δὲν πιστεύανε τὰ παραμύ­θια ποὺ τοὺς ἔλεγε ἡ μάνα μου. Ὥσπου μιὰ μέρα μᾶς μπαγλαρώσανε οἱ καραμπινιέροι καὶ μᾶς πήγανε στὴν Πάτρα. Ἄκουγα ἀπὸ τὸ διπλανὸ κρατητήριο ποὺ πέρνανε τὴ μάνα μου. —Ποῦνε ὁ ἄντρας σου μωρή; Ἐκείνη ἔσκουζε ἀπὸ τοὺς πόνους. Τῆς σπάσανε τὸ χέρι, ἐγὼ νὰ κλαίω, στὸ τέλος μᾶς κλείσανε φυλακὴ στὴν Ἐγλυκάδα, στὸ τρελάδικο τοῦ Λυμπερόπουλου, ποὺ εἴχανε τότε φυλακή».

Ἔτσι, ὁ συγγραφέας μας, ἡλικίας μόλις ἐννέα ἐτῶν, θὰ μείνει στὴ φυλακὴ ὀκτὼ μῆνες. Ἀργότερα, δὲν ξέρουμε πόσες φορὲς καὶ πόσους μῆνες ὡς ἥρωας τοῦ κινηματογρά­φου ἔμεινε στὴ φυλακή. Ὑποθέτουμε πολλὲς φορὲς καὶ πολλοὺς μῆνες, ὅπως ταιριάζει σ’ ἕνα παιδὶ τοῦ λαοῦ, ποὺ ζεῖ σὲ μιὰ κοινωνία ἄδικη, ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ τὸ δί­καιο καὶ ποὺ δὲν χάνει ὑποχωρήσεις στὶς ἀρχές του. Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή, χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ ἀνατρέξουμε στὶς σελίδες τοῦ βι­βλίου: «Γύρισε ὁ πατέρας ἀπὸ τὸ βουνό, μετὰ τὸν πιάσανε, τὸν κλείσανε φυλακή. Ἐμεῖς στὴ βιοπάλη, ἡ μάνα μου στὴ φάμπρικα, ἐγὼ στὰ τσιγάρα».

Ἀπὸ τὸ βουνὸ ὁ πατέρας ἐκόμισε, πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιληψιμη γιὰ τὴ νέα τάξη πραγμά­των δόξα τῆς συμμετοχῆς στὴν Ἀντίσταση, ἕνα σακίδιο «ποὺ εἶχε μόνο τὰ ἄπλυτα ροῦχα του καὶ ἕνα μεταξωτὸ σχοινὶ ἀπὸ ἀλεξίπτωτο, ποὺ ἡ μάνα μου τὸ διέλυσε, τὸ ὕφανε στὸν ἀρ­γαλειὸ καὶ τό ’δωσε στὸ ράφτη, τὸν Φωτιάδη, νὰ μοῦ φτιάξει ἕνα σακάκι. Μεταξωτὸ σακάκι χιονέ, μπαλωμένο παντελόνι καὶ ξυπόλυτος».

«Εἶχα γραφτεῖ καὶ στὸ σχολεῖο, ὅπου πηδάγαμε τὶς τάξεις δυό-δυό. Ἔτσι, τὸ ’48 τε­λείωσα τὸ Δημοτικὸ σημαιοφόρος. Ἐγώ, ὁ Νίκος τῆς κυρα-Μαρίας, ἀριστοῦχος».

Ἐδῶ ἂς σταματήσουμε. Ἂς παρακάμψουμε τὰ χρόνια τοῦ ὀκταταξίου γυμνα­σίου καὶ τῆς μαθητείας στὴ Σχολὴ τοῦ Ἐθνικοϋ Θεάτρου, γιὰ νὰ μεταφερθοῦμε στὰ χρόνια ποὺ ὁ ἀφηγητὴς ἀρχίζει νὰ γίνεται τὸ  «παιδὶ τοῦ λαοῦ» ‒ ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ περά­σει καὶ θὰ μείνει στὴν Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου.

Ἂς θυμηθοῦμε τὴ φράση μὲ τὴν ὁποία ἀναφέρεται στὰ παιδικά του χρόνια: «Μὲ πόναγε ἡ κοινωνικὴ ἀδικία». Καὶ τὴ φράση: «Ἤθελα νὰ γίνω σφεντόνα ἐγὼ ἀπέναντι στὰ μηχανοκίνητα τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας», μὲ τὴν ὁποία ἐπίσης ἀναφέρεται στὰ παιδικά του χρόνια. Καὶ τὴ φράση: «Ρὲ Ἀπόστολε, ἐγὼ ἄλλα σκέφτομαι. Θέλω νὰ μιλήσω γιὰ ἄλλα πράγματα, γιὰ τὶς ταλαιπωρίες τοῦ κοσμάκη, γιὰ τὰ βιώματά μου», μὲ τὴν ὁποία, ἀπευθυνόμε­νος στὸ σκηνοθέτη Ἀπόστολο Τεγόπουλο, περιγράφει τὸ ρόλο ποὺ θὰ ἤθελε νὰ παίξει στὴν ὀθόνη τοῦ κινηματογράφου. Ἂς προσέξουμε, τέλος, τὴ χρήση τῆς ἀντωνυμίας «ἐγώ», δυὸ φορὲς σὲ δυὸ σημαδιακὲς φράσεις: «νὰ γίνω σφεντόνα ἐγώ», «ἐγὼ ἄλλα σκέφτο­μαι» ‒ χρήση ποὺ ὑποδηλώνει τὸ ρόλο ποὺ θέλει νὰ παίξει.

Καὶ αὐτὸ τὸ ρόλο παίζει. Μόνος αὐτός, ἔξω ἀπὸ ὁμάδες, κόμματα καὶ παρατάξεις, σὰν τὸν Τσακιτζῆ, τὸν Ἐφφὲ τοῦ Ἀϊδινίου, δίνει συνεχῶς τὴ μάχη γιὰ τὸ δίκαιο καὶ τὴν ἀ­ξιοπρέπεια τοῦ φτωχοῦ καὶ τοῦ ἀδικημένου. Καὶ τὴν κερδίζει, γιατὶ (δὲν γίνεται ἀλλιῶς) τὸ δί­καιο στὸ τέλος κερδίζει τὸ ἄδικο, ἡ συκοφαντία στὸ τέλος καταρρέει καὶ ἡ δικαιοσύνη λάμπει, τὸ ψέμα ἔχει κοντα ποδάρια καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πάει μακριά. Ἀρκεῖ ἐσὺ νὰ εἶσαι τί­μιος, νὰ εἶσαι πιστὸς στὴν ἀγαπημένη σου, νὰ εἶσαι μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους καὶ νὰ ξεσκεπάζεις τὴν ὑποκρισία τῶν πλουσίων. Ἔτσι ἁπλά. Ἡ χρυσὴ κλωστὴ ἔχει δέ­σει στὰ δύο ἄκρα της.

Καὶ τὸ κοινὸ κατακλύζει τὶς αἴθουσες, ὅπου παίζονται οἱ ταινίες του. Στὴν Ἀθήνα καὶ στὴν ἐπαρχία, στὴν Αὐστραλία καὶ στὸν Καναδᾶ, στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὴ Γερμανία, ὅπου γῆς καὶ ὅπου ξεριζωμένοι Ἕλληνες. Ταπεινωμένοι καὶ καταφρονεμένοι, ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔ­χουν στὸν ἥλιο μοίρα, δίνουν τὶς μάχες ποὺ δὲν εἶχαν τολμήσει νὰ δώσουν μόνοι τους, παρέα μὲ τὸ Νίκο Ξανθόπουλο, τὸ παιδὶ τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο μ’ αὐτούς, ποὺ τὸν πο­νάει κι αὐτὸν ἡ κοινωνικὴ αδικία, ποὺ εἶναι ἡ σφεντόνα τους ἀπέναντι στὰ μηχανοκίνητα τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας. Καὶ ἐπιπλέον, εἶναι νέος καὶ ὡραῖος καὶ πάντοτε πιστὸς στὴν ἀγαπη­μένη του. Καὶ ὄχι ἕνας, ἀλλὰ χιλιάδες.

«Ὁ κινηματογράφος ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ κράτησε μέχρι τὴν κατεδάφισή του δύο ρεκόρ», γράφει ὁ κινηματογραφικὸς παραγωγὸς Γ. Λαζαρίδης. «Τὸ πρῶτο εἶναι τὰ ἑντεκάμιση χιλιά­δες εἰσιτήρια μέσα σὲ μιὰ μέρα, ποὺ ἔκοψε ἡ σοβιετικὴ ταινία «Στάλινγκραντ», καὶ τὸ δεύτερο τὰ τριάντα δύο χιλιάδες εἰσιτήρια μέσα σὲ μιὰ βδομάδα μὲ τὴν ταινία Ἡ Ὀδύσσεια ἑνὸς ξε­ριζωμένου, μὲ τὸ Ν. Ξανθόπουλο. Ἂν βάλετε τριάντα δύο χιλιάδες κεφάλια, τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, φτιάχνετε μιὰ γραμμή, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Πλατεία Ὁμονοίας καὶ φτά­νει στὸ Φάληρο».

Καὶ δὲν εἶναι μόνο τὰ εἰσιτήρια, εἶναι καὶ ἡ λατρεία ποὺ φτάνει τὰ ὅρια τῆς ὑστερίας. Στρώνουν χαλιὰ στοὺς δρόμους γιὰ νὰ περάσει, κατεβάζουν τὰ εἰκονίσματα γιὰ νὰ τὸν ὑπο­δεχθοϋν, τοποθετοῦν τὴ φωτογραφία του στὰ εἰκονίσματα τοῦ σπιτιοῦ.

Ὁ ἴδιος ὁ Γ. Λαζαρίδης, ὁ ὁποῖος παράγει καὶ διακινεῖ ταινίες ἀνταγωνιστικὲς τῶν ται­νιῶν τοῦ Ξανθόπουλου, γράφει ἐπίσης: «Κάθε φορὰ ποὺ μάθαινα πὼς σὲ κάποια μεγάλη ἐπαρχια­κὴ πόλη ταινία δική μας ἔπρεπε νὰ συναγωνιστεῖ μὲ κάποια «Τεγοπουλιάδα», προτιμοῦσα νὰ με­ταθέσω τὴν ἡμερομηνία τῆς δικής μου προβολῆς, γιατί, βλέπετε, τὸ εἶχα πάρει τὸ μήνυμα, ἀπὸ τότε ποὺ εἶδα ἔξω ἀπὸ ἕνα ἐπαρχιακὸ κινηματογράφο νὰ ἔρχονται γυναῖκες κάθε ἡλικίας καὶ ν’ ἀφήνουν κεριὰ μπροστὰ στὴ φωτογραφία τοῦ Νίκου Ξανθόπουλου. Τὸ παι­δὶ τοῦ λαοῦ ἦταν ακαταμάχητο».

Καὶ ὁ Χρ. Βακαλόπουλος, ἐπικριτής, ἐντούτοις, τῶν ταινιῶν τοῦ Ξανθόπουλου, γρά­φει στὸ περιοδικὸ Σύγχρονος Κινηματογράφος: «Ὁ Νίκος Ξανθόπουλος εἶναι ὁ ἄνθρω­πος ποὺ ἀγαπήθηκε ὅσο ὁ Ἐλ. Βενιζέλος».

Ὁ ἴδιος ὁ Νίκος Ξανθόπουλος προσπαθεῖ νὰ ἐξηγήσει τὴν ἐπιτυχία. «Μίλαγαν», λέει γιὰ τὶς ταινίες του, «στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Κοινωνικές, δραματικές, λαϊκές, ρω­μαίϊκες, πλημμυρισμένες ἀπὸ τραγούδια» καὶ ἐπικαλεῖται τὰ λόγια τοῦ Νίκου Γαβριῆλ Πεντζί­κη: «Καταφυγὴ καὶ παραμυθία γιὰ τὸν φτωχόκοσμο».

Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως καλύτερα τὸ κοινωνικό φαινόμενο «Νίκος Ξανθόπουλος» (για­τὶ περὶ φαινομένου πρόκειται) καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ νὰ τὸ ἐξηγήσουμε, πρέπει νὰ εἰσαγάγου­με στὸν προβληματισμό μας καὶ δυὸ ἄλλα στοιχεῖα. Τὸ ἕνα ἐπιγράφεται «Ἡ Ἑλλάδα τῆς ἐπο­χῆς» καὶ τὸ ἄλλο «Τὸ συλλογικὸ ὑποσυνείδητο».

Ἂς θυμηθοῦμε πὼς ζοῦμε στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 καὶ στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαε­τίας τοῦ ’60. Ἡ Ἑλλάδα, δέκα περίπου χρόνια μετὰ τὸν Ἐμφύλιο, ποὺ μοίρασε τὰ ἱμάτιά της στὰ δύο, προσπαθεῖ νὰ βρεῖ τὸ βηματισμό της. Οἱ ἄνθρωποι ‒ δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, συμ­μέτοχοι καὶ ἀμέτοχοι προσπαθοῦν νὰ ξαναφτιάξουν τὴ ζωή τους. Οἱ μισοὶ Ἕλληνες εἶναι ἐξ ὁ­ρισμοῦ ὕποπτοι, οἱ ἄλλοι μισοὶ πρέπει νὰ ἀποδεικνύουν καθημερινῶς τὴν  ἐθνικοφροσύνη τους. Καί οἱ μὲν καί οἱ δέ, πάντως, πρέπει νὰ ἔχουν τὸ στόμα κλειστό. Ὑπάρχουν πάντο­τε οἱ πλουτίσαντες ἐπὶ Κατοχῆς, ποὺ τώρα, χάρις στὸ Σχέδιο Μάρσαλ, ἔχουν γίνει πλουσιότεροι —καὶ αὐτοὶ εἶναι λίγοι— καὶ οἱ φτωχοὶ ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοίρα καὶ αὐτοὶ εἶναι οἱ πολ­λοί. Τὸ μεγαλύτερο ρεῦμα μετανάστευσης πρὸς τὶς ὑπερπόντιες χῶρες ἐκδηλώνεται στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’60.

Ἂς μιλήσουμε καὶ γιὰ τὸ ἄλλο στοιχεῖο, τὸ λεγόμενο Συλλογικὸ Ὑποσυνείδη­το. Ἐκεῖ κατοικεῖ πάντοτε ὁ Ἅη Γιώργης, ποὺ σκοτώνει πάντοτε τὸ δράκοντα, κατοικοῦν οἱ Ἅγιοι τοῦ θρησκευτικοῦ ἑορτολογίου, ποὺ μαρτυροῦν πάντοτε γιὰ τὴν πίστη τους ἀλ­λά, στὸ τέλος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μαρτυροῦν γιὰ τὴν πίστη τους, γίνονται ἁθλοφόροι. Ὑπάρχει ὁ Τσακιτζῆς, ποὺ χτυπάει τοὺς πλούσιους καὶ ὑπερασπίζεται τοὺς φτωχούς ‒ ἡ ἐφημερί­δα Ἀκρόπολη δημοσιεύσει ἐπὶ χρόνια τὰ κατορθώματά του. Ὑπάρχει, τὴν ἴδια ἐποχή, ὁ Μικρὸς Ἥρωας τοῦ Ἀνεμοδουρᾶ. Στὸ συλλογικὸ ὑποσυνείδητο αὐτὸ δὲν ἔχει ἀκόμη ἐγκατασταθεῖ ὁ Ἄρης Βελουχιώτης ‒ αὐτὸ θὰ γίνει ἀργότερα, ἐπὶ δικτατορίας καὶ κυρίως, γιὰ ἕνα μεγά­λο τμῆμα πολιτῶν, μετὰ τὴ μεταπολίτευση. Αὐτὰ τὰ δύο στοιχεῖα, συνδυαζόμενα, δημιουργοῦν τὸ γόνιμο ἔδαφος, ὅπου θὰ βλαστή­σει τὸ φαινόμενο «Νίκος Ξανθόπουλος». Ποὺ κι αὐτό, τώρα πιά, σαράντα χρόνια μετά, ἀποτε­λεῖ στοιχεῖο τοῦ λαϊκοῦ ὑποσυνειδήτου.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ

Μάρτιος, 2006


(Κείμενο ποὺ δημοσιεύθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ τχ. 40 τοῦ περ. Πλανόδιον [Ἰούνιος 2006] καὶ ἀναδημοσιεύεται ἐπὶ τῇ ἀφορμῇ τοῦ θανάτου τοῦ Νίκου Ξανθόπουλου).
Advertisement