*
Στις 15 Ιανουαρίου αναρτήσαμε στη στήλη «Αναδρομές» του ΝΠ το ποίημα «Νίκος Καρούζος (1926-1990)» του Ευγένιου Αρανίτση, από το βιβλίο του Ποιήματα και πράξεις (1980-1993), Ίκαρος 1993. Ο ποιητής μάς πληροφόρησε ότι υπάρχει εν τω μεταξύ μια νεώτερη, αναθεωρημένη εκδοχή, δημοσιευμένη στην ανθολογία του Θ. Νιάρχου, Ποιητές για ποιητές. Χειραψία πάνω από την άβυσσο, Καστανιώτης 2002 (β’ έκδοση 2004).
Η αντιβολή των δύο εκδοχών έδειξε ότι σε μεγάλο βαθμό έχουμε να κάνουμε με ένα καινούργιο ποίημα, συγγενικό ασφαλώς σε πολλά με το αρχικό, αλλά και ουσιωδώς αποκλίνον σε άλλα. Με την άδεια του Ευγένιου Αρανίτση, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά, αλλά και με την πεποίθηση ότι μια συγκριτική ανάγνωση παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον, παραθέτουμε σήμερα και τη δεύτερη αναθεωρημένη εκδοχή.
~ . ~
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Οι ώρες είναι σκιές στα σκαλοπάτια
που κατεβαίνουν ως τους πεθαμένους
μας ποιητές. «Της άβυσσος τα μάτια»,
είπε ο Νίκος, «βλέπουν μαγεμένους
γκρεμούς όπου περπάτησε η Venus
Obscura. Μα, στης τρέλας το κρεβάτι, Α-
φροδίτη και Παρθένος γίνοντ’ ένα.
Το έμαθ’ απ’ τη μάνα μου. Απένα-
ντι σ’ ένα τέτοιο δράμα θα ορίσει
ο ποιητής το έργο, στην οθόνη
της μνήμης προσπαθώντας να κρατήσει
όχι αυτό που τρέμει και τελειώνει,
αλλά την όψη ’κείνου που ακόμη
κι ο θάνατος αρνείται ν’ αντικρίσει:
το Βλέμμα Του Πατέρα, την ερκάνη
μιας γλώσσας που αδιάκοπα θα φτάνει
»στην άκρα σιωπή… Ούτε που ξέρω
αν σώπασα στη σκέψη ή στην πράξη»,
προσέθεσε. «…Εφόσον ο Αχέρο-
ντας θα μας έχει δέσμιους στην τάξη
του θανάτου, να λες “Θεός φυλάξοι”
όταν βρεθείς απέναντι σε γέρο
γιατί τελειών’ η βάρδια του σε λίγο».
«Και η δική σου;» «Σίγουρα… Θα φύγω
για κεί όπου ο νους –η συμμετρία
ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι–
γιατρεύει την παλιά μοιρολατρία.»
Σωστά μιλούσε έτσι για τον Άδη
αλλά –του είπα– μένει το ψεγάδι
της σκέψης πως υπήρξε η πορεία
του χρόνου γραμμική. «Σιγά μην ήταν!
Εμένα μου θυμίζει τη σαΐτα
»που ρίχνει το παιδί απ’ τον φεγγίτη
να δει πώς καμπυλώνεται και πέφτει.
Τον χρόνο εσύ τον είπες “τρωγλοδύτη”
εγώ τον λέω “πνεύμα του καθρέφτη”.
Αλλά, βεβαίως, πρόκειται για ψεύτη.
Σ’ αυτό είμαστε σύμφωνοι… Οι χτύποι
των ρολογιών δεν είν’ αυθεντικοί, ας
μας έσπρωξαν στο ρεύμα μιας ανίας
αυθεντικά θανάσιμης – πηλίκα,
λογάριθμοι, διαιρέτες… Λοιπόν, τώρα,
εγώ, που ούτε το δάκρυ μου δε βρήκα
σ’ αυτής της νοσταλγίας την αιώρα,
σου εξηγώ του μνήματος τα δώρα:
οι στίχοι ’ναι του τίποτα η προίκα…»
Του είπα: «Ως εκεί δεν έχω φτάσει.»
Κι αυτός μου απαντάει: «Όποιος χάσει
»το δρόμο του ανάμεσα στους μύθους
σ’ αυτόν θ’ ανήκει πάντοτε η μνήμη
κι αυτός θα ’χει το κράτημα του ξίφους
ανάμεσα σε πόλεμο κι ειρήνη.»
Η νύχτα ξαγρυπνούσε σαν αγρίμι
κι ο Νίκος πάλι έπαιζε με γρίφους.
«Το ίσως», είπε, «είναι του βεβαίως
ο άλλος εαυτός, ο αμελητέος.»
Και μου ’πιασε το χέρι. «Θα σου δείξω
ουράνιες βοσκές, αγιογραφίες
στο φως του σταλακτίτη· θα σ’ ανοίξω
να δεις τις προ του χρόνου ερημίες,
όλους των θαλασσών τους αστερίες,
λουλούδια που ανθίζουνε στο ύψω-
μα του Σινά, εκεί που τα δυο χείλια
του Ζέφυρου μυρίζουνε βανίλια.»
Ακούσαμε απαλό της χλόης το ρίγος
στο πέλμα και ο άνεμος θρηνούσε
το κύμα των ψυχών μέσα στο σφρίγος
μιας άγνωστης φωνής που αντηχούσε
πλησιάζοντας διαρκώς. Αδημονούσε
η νύχτα να μιλήσει κι ήταν λίγος
ο χρόνος που απέμενε στον κήπο.
Τον μέτραγε η καρδιά σε κάθε χτύπο
κι ο ήλιος είχε πάψει να ρυθμίζει
την προβολή του νου στο μονοπάτι.
«Η τύχη σου τελειώνει ’κεί που αρχίζει
κι αρχίζει εκεί που φλέγονται οι βάτοι.
Σ’ αυτής της γης τα μήκη και τα πλάτη
δεν ξέρει η ψυχή να μουρμουρίζει
στ’ αυτί των κοιμισμένων κοροϊδίες·
οι σιωπές κυλούν σαν ευωδίες
που φέρνει του ρυθμού η ευτυχία
από τη μία φράση προς την άλλη
καθώς εκείνη παύει ν’ αντηχεί. Α,
λύπη που νικήθηκες στην πάλη
(το ψάρι σου μυρίζει απ’ το κεφάλι!)
με του κανόνα τ’ άγρια θηρία!
Πεθαίνοντας, παντρεύτηκες το χώμα
και τώρα ταξιδεύεις δίχως σώμα.»
Παιδιά περάσαν δίπλα μας και γέροι
μιλώντας σε αόρατες Κυρίες
που ακούμπησαν στον ώμο μου το χέρι.
Οι άγγελοι διηγούνταν ιστορίες
για αρραβώνες, γάμους και μοιχείες
γνωστές από παλιά σ’ αυτά τα μέρη.
Κι ο Νίκος είπε: «Εδώ θα μοιραστούμε
αυτό που απομένει ν’ αρνηθούμε.»
Θολά, εκτυλισσόταν κάποιο όρα-
μα βάφτισης και βγήκε απ’ τη λίμνη
(όπου οι ψυχές περίμεναν την ώρα
που θ’ άγγιζε η φτερούγα τους τη μνήμη)
η μάνα μου κοιτώντας προς την κρήνη
που έπιναν νερό τα σαρκοβόρα.
Στα μάτια της φυσούσε απ’ την Ασία
και μέσα στης ροής την πανδαισία
ερχόταν κι ο πατέρας μου. Περνούσε
τις μέρες, τις βδομάδες του, τα χρόνια,
αμίλητος. (Θυμάσαι; Κυβερνούσε
το σπίτι μας· σκακιέρα· τρία πιόνια…)
Η πίκρα του μου φάνηκε αιώνια
όπως όταν ρωτούσα αν μ’ αγαπούσε.
Κι ο Νίκος είπε: «Ξέχνα τον, δε βλέπει.
Μια μέρα, θα τον βρεις εκεί που πρέπει.»
Ιρίδιζαν οι κήποι. Κι ένα πούμα
αργά μας οδηγούσε προς το δέντρο
της γνώσης του καλού και του κακού. Μα-
νώλιες, γιασεμιά, συρμή, στο κέντρο
του λιβαδιού· φλογίτσες· και το τέμπρο
άλλαξε της φωνής μου: «Θα αρκούμα-
στε, άραγε, στην Κόλαση αν είχε
δοθεί απ’ την αρχή;» «Σαφώς!» «…Ω μύχιε
αστέρα που ζεσταίνεις και η πάχνη
διαλύεται, τι ξέρεις για το άνθος
της γλώσσας μου;» «Η γλώσσα είν’ αράχνη
που πλέκει του πατέρα σου το λάθος…
Κοιμήσου», είπε τέλος, «και στο βάθος
να σκέφτεσαι το σώμα που σε ψάχνει.
Εδώ, όλες οι μέρες είν’ αργίες
κι ο ύπνος θα σου δίνει οδηγίες».
Κοιμήθηκα κι αυτός μονολογούσε
ορθός μπροστά στης νύχτας το δρεπάνι
«Ναι!», έλεγε, «ο θάνατος χωρούσε
πολλούς ακόμη, μόνο που η πλάνη
του κάτω κόσμου ήταν το λιμάνι
για όσους ο Θεός δε συγχωρούσε,
Παράδεισος – το όνομα του τόπου
που φτιάχτηκε απ’ τη φύρα του ανθρώπου».
Ξημέρωσε κι απλώθηκε να λύσει
τα μάγια του το φως πάνω στο στάρι
που πάλλονταν. Κατάλαβα τη ρήση·
ο χρόνος είχε σβήσει το λυχνάρι
του μέλλοντος· και ρίχνοντας το ζάρι
μιας μοίρας που την είχα λησμονήσει
θυμήθηκα το μόνο που γνωρίζω:
«Αναχωρώ» θα πει, απλώς, «γυρίζω».
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
Πηγή: Θανάσης Θ. Νιάρχος, Ποιητές για ποιητές. Χειραψία πάνω από την Άβυσσο, Ανθολογία, β΄ έκδοση συμπληρωμένη, Καστανιώτης 2004
*