*
της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Τα τύμπανα χτυπούσαν από τα χαράματα. Το παρελθόν ήταν βιωμένο, το μέλλον προδιαγεγραμμένο και η αιωνιότητα ήταν τώρα.
Εδώ τα δάκρυα των καιρών, τα δάκρυα των πραγμάτων.
Κι όσοι καταλάβαιναν, όσοι πασκίζαν να μας ξυπνήσουν, άλλος εδώ, άλλος εκεί. Άλλοι πνίγονταν μέσα στο νερό, για να γλιτώσουν. Κι όσοι είχαν πέσει δεν ξανασηκώνονταν.
Ένα αστραφτερό λαμπύρισμα από δόρατα, ακόντια, ξίφη, αισθανόσουν τον θάνατο να αντανακλάται στο γυαλιστερό καθρέφτισμα των σπαθιών, ανάμεσα στις οιμωγές των γερόντων και τις κατάρες των γυναικών — το ανεύθυνο της ζωής και της μοίρας. Ένας που κράταε μιανού παιδιού τους κύβους, έναν πετώντας στον αέρα κι άλλον να τον τσαλαπατά μ’ αόριστους αλαλαγμούς ευχαρίστησης, λες και γύρευε να του βγάλει κι αυτουνού την ψυχή.
Ήξερε πως οι άνθρωποι, λίγο από ανεπάρκεια, ίσως κι από ένα καλά χωνιασμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης, αρπάζουν ο ένας τον άλλο απ’ όπου βρουν, όπως τα θηρία. Άλλοτε πάλι, μια ανέμελη νεότητα στα πρόσωπά τους, στο ιλαρό τους βασίλειο, ανίδεοι και χορτάτοι μπροστά στην αμείλικτη εμπειρία μας, με φανατική φορά προς το αφεύγατο φευγιό τους. Τόσες ανέξοδες, σπαταλημένες ζωές γύρω της, δίχως ν’ αφήνουν ίχνη.
Αόρατα χέρια εγείρουν τα κάστρα που μέλλει να παίξουμε μέσα τον ρόλο μας, χωρίς να μας ρωτήσουν. Κάποιος έχει ήδη στήσει για σένα τα σκηνικά, ακόμα κι αν έχεις γεννηθεί έτοιμος για μια μεγάλη ανθρώπινη μοίρα. Αλλά, φανταζόταν, δεν γίνεται όλα να χαθούν, κάπου θα υπάρχει ένα πέρασμα, κάπου θα υπάρχει ένας δρόμος που, αν τον ανέβαινε κανείς με θάρρος, θα τον έβγαζε σε τόπους που οι πιο κρυφές επιθυμίες του αποζητούσαν, κάπου οι πατρίδες και τα βουνά πρέπει να ζουν αιώνια, πέρα από τη λήθη, κάπου θα υπάρχει μια περιοχή ανεκμετάλλευτη, άβατη, άπλαστη, άμωμη, γεμάτη φθόγγους και ρυθμούς, κάπου το ανθρώπινο πνεύμα ανθεί, κάπου το ανθρώπινο πρόσωπο θα πρέπει να ζει αδιαίρετο.
Εκείνη τη στιγμή οι ουρανοί θα μπορούσαν να ανοίξουν γύρω της μεμιάς κι όλοι της οι μυστικοί άγγελοι να της προσφέρουν, με μια βαθιά υπόκλιση, ένα μακρύ δαφνόκλαδο, ένα βιολί και μια κορόνα. Ετούτα την έβρισκαν όμως αδιάφορη, όπως και ότι την πράξη της ίσως κανείς ποτέ να μην τη μάθει, μπροστά στον κόσμο της που έγερνε στον αφανισμό. (περισσότερα…)