Month: Δεκέμβριος 2021

Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Μια επιστήμη εντελώς μυστήρια

*

Μετάφραση: Ευαγγελία Μουχρίτσα-Κατερίνα Φωτιάδου

Τί εννοούν οι οικονομικοί επιστήμονες με τον όρο οικονομία είναι στην καλύτερη περίπτωση μόνο στους ίδιους σαφές. Ο υπόλοιπος κόσμος τρέφει αμφιβολίες σχετικά με τις ιδέες τους και αναρωτιέται εάν η δουλειά τους μπορεί να χαρακτηριστεί καν επιστήμη. Ναι μεν έχουν στη διάθεσή τους ερευνητικά ινστιτούτα, πανεπιστημιακές έδρες και είναι επαγγελματικά αποκαταστημένοι, η δουλειά τους όμως λίγο έχει να κάνει με το πώς ο περισσότερος κόσμος, λ.χ. οι νοικοκυρές, οι συνταξιούχοι ή τα παιδιά, διαχειρίζονται τα του οίκου τους.

Οι οικονομολόγοι ασχολούνται κυρίως με πληθυσμιακά μακρομεγέθη και επεξεργάζονται τεράστιες ποσότητες στατιστικών δεδομένων. Οι περισσότεροι είναι προσκολλημένοι σε ένα παράδοξο κουβάρι από θεωρίες που, για όποιον εκάστοτε λόγο, περνιούνται για νεοκλασικές. Όποιος τους ακούει με προσοχή, μεταφέρεται σε έναν κόσμο ειδυλλιακό, με γνωρίσματα παραμυθιού. Έκπληκτος μαθαίνει πως η αγορά, αδήριτα, παρά τις όποιες διακυμάνσεις, τείνει προς την εξισορρόπηση. Είναι αποτελεσματική, αυτοδιορθούμενη και αυτοβελτιούμενη και όσοι μετέχουν σε αυτήν φέρονται απολύτως ορθολογικά. Αυτές οι τοποθετήσεις θεωρούνται αυτονόητες, παρότι πρόκειται για απλές εικασίες, αναπόδεικτες ή και μη αποδείξιμες καν.

Αφότου ο κομμουνισμός, πρόωρα, μας άφησε χρόνους, η νεοκλασική θεωρία αυτοπροβλήθηκε ως υποκατάστατο της χαμένης ουτοπίας. Παρότι μάλλον ισχνή στο παρουσιαστικό της, δεν τσιγκουνεύτηκε τις εξαγγελίες ούτε της έλειψαν οι θιασώτες. Τράφηκε, κατά τα τέλη του εικοστού αιώνα, με υπερεκλεπτυσμένα μαθηματικά μοντέλα διαχείρισης κινδύνων. Οι οικονομικοί επιστήμονες δε δίστασαν να κάνουν προβλέψεις για το μέλλον και το γεγονός ότι γελοιοποιούνταν κατά κανόνα με τις προγνώσεις τους δεν τους έκανε ποτέ να αμφιβάλλουν σχετικά με την καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το σινάφι θα ήταν απαλλαγμένο από αμείλικτους εσωτερικούς και παραταξιακούς αγώνες, σαν αυτούς που δίνουν και παίρνουν και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους. Οι κεϋνσιανοί και οι μονεταριστές αγωνίζονται εδώ και δεκαετίες για την ερμηνευτική πρωτοκαθεδρία. Ένας αναλυτής χρηματιστηρίου δεν θα ήθελε επ’ ουδενί να τον συγχέουν με έναν θεμελιώδη αναλυτή ή με έναν ερευνητή των κυκλικών διακυμάνσεων. Εσχάτως μάλιστα κάποιοι οικονομολόγοι ανακάλυψαν ότι στην κλασική θεωρία οι περισσότεροι άνθρωποι παρουσιάζονται μόνο ως αφηρημένα μεγέθη. Με αυτή τη λογική συρρικνώνονται στον εκάστοτε ρόλο τους. Είναι είτε μισθωτοί είτε καταναλωτές είτε ασφαλισμένοι είτε επενδυτές είτε μέτοχοι είτε επιχειρηματίες είτε αποταμιευτές και στον καθένα από αυτούς τους ρόλους ένα πράγμα έχουν στο νου τους: στόχος τους είναι να μεγιστοποιήσουν το οικονομικό τους κέρδος και τίποτε άλλο.

Κι όμως κάποιοι κλασικοί από το παρελθόν ήταν ήδη πολύ πιο μπροστά. Πόρρω απείχαν από την ιδέα ότι οι οικονομικές αποφάσεις βασίζονται σε rational choice. Από το 1714, στον Μύθο των Μελισσών ο Μπέρναρντ Μάντεβιλ διατείνεται ότι ακριβώς τα ιδιωτικά πάθη, όπως η απάτη, η χλιδή και η έπαρση, είναι αυτά που επιτρέπουν τη σώρευση του δημόσιου πλούτου. Και ο Άνταμ Σμιθ, λιγότερο πολεμικός, τον ακολούθησε με την περιβόητη εικόνα της «αοράτου χειρός», η οποία τάχα θα εξισορροπούσε τη δράση του μεμονωμένου ατόμου και θα την έτρεπε στο γενικό καλό.

Για όλα αυτά η επικρατούσα κλασική διδασκαλία δεν ήθελε να ακούει λέξη. Ωστόσο εδώ και λίγο καιρό δέχεται πιέσεις από μια νέα τάση. Η συμπεριφοριστική οικονομία εντόπισε σε αυτό το σημείο ένα χαίνον κενό. Θα ήθελε να διερευνήσει, γιατί η διαγωγή των ανθρώπων δεν είναι έτσι, όπως νομίζουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Ναι μεν απομακρύνθηκε από το δόγμα του έλλογου homo oeconomicus, όχι όμως και από τη φιλοδοξία να κατασκευάζει, κατά το δυνατόν, τα δικά της μοντέλα. Με αυτή την πρόθεση καταφεύγει άλλοτε σε μαζικά πειράματα, δοκιμασίες και ερωτηματολόγια και άλλοτε σε μαθηματικές μεθόδους, όπως η θεωρία παιγνίων ή σε θεωρήματα εξελικτικής βιολογίας ή της κοινωνικής ψυχολογίας.

Αν, έτσι όμως, παίρνει καν μυρωδιά το μυστηριώδες φέρσιμο των νοερών «οικονομικών υποκειμένων» είναι ζήτημα. Η ματαιοδοξία να μιμηθεί τις ακριβείς επιστήμες οδηγεί στο σημείο να προβάλλονται οι άνθρωποι μέσα στους υπολογισμούς της απλώς ως στατιστικά φαντάσματα. Η αγάπη των καημένων των ερευνητών για το αφηρημένο τους βάζει μονίμως τρικλοποδιές. Είναι προφανές ότι τόσο οι ίδιοι, όσο και οι άνθρωποι που εξετάζουν, δυσκολεύονται να βγουν από το πετσί τους. (περισσότερα…)

Στρατής Πασχάλης, «Ο Νεκρός Θεός είναι ο ίδιος ο Έρωτας»

 

«Το συνθετικό έργο είναι κάτι άλλο. Απαιτεί μία πολύ στέρεη σύλληψη και μία σχεδόν μουσική ενορχήστρωση. Μία σύλληψη την οποία χειρίζεσαι ποιητικά σε έναν μεγάλο αριθμό σελίδων, όπως θα χειριζόσουν μια υπόθεση, μια πλοκή, στο μήκος ενός μυθιστορήματος. Παραπέμπει, επίσης στη μουσική συμφωνία, βασισμένη σε μια αντίληψη αρχιτεκτονική. Απαιτεί έναν δυνατό πυρήνα που να αφορά, να είναι αμέσως ευανάγνωστος, και που να μην χάνεται πουθενά. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα και μόνο ποίημα με πολλά μέρη και πολλές πτυχές. Αλλά η ενότητα είναι το παν. Να κρατιέται το υλικό γύρω από τον άξονα και να μην γίνεται πλαδαρό, φλύαρο, να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, διαγράφοντας ένα τόξο μέχρι το τέλος, σίγουρο και σταθερό… Σήμερα θεωρούμε πια την ποίηση μια ειδική τέχνη για περιορισμένο κοινό. Κι είναι κρίμα. Κι αυτό έχει επιπτώσεις και στην κατάταξη των ειδών. Την τοποθετούν τρίτη μετά το μυθιστόρημα και το διήγημα, ακριβώς γιατί την κρίνουν με βάση τους νόμους της αγοράς και το περιορισμένο κοινό της

Από τη νεανική Ανακτορία ώς την πρόσφατη Μεγάλη Παρασκευή, ο ποιητής ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ έχει διανύσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες και έχει να επιδείξει ένα ογκώδες έργο μοιρασμένο περίπου εξίσου σ’ αυτόν και τον προηγούμενο αιώνα. Με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο, μίλησε στο Νέο Πλανόδιον και τον Κώστα Κουτσουρέλη για τα μεγάλα θέματα της γραφής του, την ποίηση αλλά και το θέατρο, τον έρωτα αλλά και την πολιτική.

 

(περισσότερα…)

Θανάσης Γαλανάκης, Αποχαιρετισμός στον δόκτορα

Ἀποχαιρετισμὸς στὸν δόκτορα

Ὅταν σοῦ ἔκλινα τὸ γόνυ εὐλαβικὰ
ποῦ νὰ προέβλεπα μιὰ τέτοια κατρακύλα
‒ ἐγὼ πὼς θά ’τρωγα ἀμάσητο παπᾶ
κι’ ἐσὺ πὼς θὰ κανοναρχοῦσες στὴ σαπίλα.

Νὰ ξεφτιλίζεσαι μὲ βρώμικες φανέλες
κι ὅλο νὰ κρύβεσαι πίσω ἀπ’ τὶς ἐκκλησιές.
Βυζὶ ἂν δὲν ἔχεις δὲν φτουρᾶν δέκα μπανέλες
κι ἀβγὰ δὲν βάφονται, Σωτήρη, μὲ πορδές.

Καὶ τώρα, πάει, μὲ ἐξέθεσες, φινίτο.
Θὰ λὲνε ὅτι εἶμαι εὐκολόπιστος καὶ βλίτο·
ὅτι ἀκόμα τρώω μὲ τὰ νεογιλά.

Ὅμως ἀφοῦ μοῦ ’χουν φανεῖ οἱ φρονιμίτες,
δαγκώνω ὀσφυοκάμπτες  —σὰν κι’ ἐσὲ— ἰησουίτες
ποὺ ἀκοῦνε «Πῆδα» καὶ ρωτᾶν «Πόσο ψηλά;».

Δεκέμβριος 2021

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

Φρήντριχ Νίτσε, Περί γυναικών και άλλων τινών

Μετάφραση Βασίλη Πράτσικα

Για όλες τις καθώς πρέπει κυρίες, γνώση σημαίνει προσβολή της αιδούς. Εμπρός της νιώθουν σαν τις έχουν πιάσει στα πράσα, χειρότερα ακόμη: σαν να τις κοιτάζουν κάτω απ’ τη φούστα.

Πίσω απ’ όλες τους τις προσωπικές ματαιοδοξίες, οι γυναίκες διατηρούν την ίδια απρόσωπη περιφρόνηση ‒  για τη «γυναίκα».

Έξω απ’ το παιχνίδι της αγάπης και του μίσους, η γυναίκα είναι μέτρια παίκτρια.

Ο φαρισαϊσμός δεν είναι ο εκφυλισμός του καλού ανθρώπου: κάθε άλλο, ως επί το πολύ είναι προϋπόθεση κάθε καλοσύνης.

Μια γυναίκα μαθαίνει να μισεί στο μέτρο που ξεμαθαίνει να θέλγει.

Στην εκδίκηση και στον έρωτα, η γυναίκα είναι βαρβαρότερη του άνδρα.

Το να ντρέπεσαι για την ανηθικότητά σου: ένα σκαλί στην σκάλα που σ’ οδηγεί τελικά στο να ντρέπεσαι και για την ηθική σου.

Το ν’ αγαπάς ένα μόνο πράγμα είναι βάρβαρο: γιατί είναι σε βάρος όλων των άλλων. Το ίδιο ισχύει και με την αγάπη προς τον Θεό.

Ο εγκληματίας συχνά είναι κατώτερος των πράξεών του: τις υποτιμά και τις διαβάλλει.

Εν καιρώ ειρήνης οι πολεμοχαρείς τα βάζουν με τον εαυτό τους τον ίδιο.

Οι ποιητές φέρονται ξεδιάντροπα στα βιώματά τους: τα λεηλατούν.

Η αφέλεια του θαυμασμού: όποιος την έχει δεν του έχει ακόμη περάσει απ’ τον νου ότι και τον ίδιο θα μπορούσαν να τον θαυμάζουν.

«Πλησίον μου δεν έχω τον γείτονα μου, αλλά τον γείτονα του γείτονά μου»: έτσι σκέφτονται τα έθνη.

Ο  χριστιανισμός πότισε τον έρωτα δηλητήριο. Δεν τον σκότωσε βέβαια, τον εκφύλισε όμως, σε διαστροφή.

«Τον αντιπαθώ!» — Γιατί; — «Γιατί είναι καλύτερός μου». Απάντησε ποτέ κανείς έτσι;

Η ένταση και ο τύπος της σεξουαλικότητας κάθε ανθρώπου τον πλημμυρίζει ώς την έσχατη κορυφή του πνεύματός του.

Κι ο αυτοπεριφρονούμενος ακόμη εκτιμά τον εαυτό του όταν περιφρονεί κάποιον άλλο.

Όχι επειδή είναι φιλάνθρωποι, αλλά επειδή είναι φιλάνθρωποι ανίσχυροι ‒ αυτό είναι το μόνο που συγκρατεί τους σημερινούς χριστιανούς απ’ το να μας ρίξουν στην πυρά.

Πώς; Μεγάλος άνδρας; Εγώ δεν βλέπω παρά τον ηθοποιό που ενσαρκώνει το ιδεώδες του.

Ο έπαινος είναι πιο φορτικός από τον ψόγο.

Την ώρα της απόφασης να κλείνει τ’ αυτιά ακόμη και στο καλύτερο αντεπιχείρημα: γνώρισμα του ισχυρού χαρακτήρα. Κι ακόμη, η προθυμία του πού και πού να κάνει τον βλάκα.

FRIEDRICH NIETZSCHE

Jenseits von Gut und Böse. Vorspiel einer Philosophie der Zukunft (1886)

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος Ε΄: Συμεών ο Νέος Θεολόγος | Αποδόσεις του Δημήτρη Σταθόπουλου και του Στρατή Πασχάλη

 

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

 

 

~.~ 

 

ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

«Ὅτι ὁ θάνατος τῇ λύπῃ καὶ τῶν στερροτέρων καθάπτεται…»

Αποδόσεις του Δημήτρη Σταθόπουλου και του Στρατή Πασχάλη 

 

Θρησκειολόγος, πανεπιστημιακός καθηγητής και ποιητής ο Δημήτρης Σταθόπουλος, επανερχόταν συχνά στο έργο του Συμεών του Νέου Θεολόγου, αφού είχε ασχοληθεί μαζί του ήδη από τη διατριβή του το 1964 στη Βόννη (με θέμα τον θείο έρωτα). Ταυτόχρονα άφησε και τις δυο ακόλουθες αποδόσεις ύμνων του Συμεών. Η πρώτη αφορά τον αντίστοιχο ύμνο που είχε μεταφράσει κι ο Ν. Γ. Πεντζίκης (εδώ μπορεί να αναζητηθεί και το πρωτότυπο κείμενο)· η δεύτερη –και προγενέστερη, από το 1965– παρατίθεται στη συνέχεια. Αμέσως κατόπιν ακολουθεί η πλέον πρόσφατη απόδοση του ίδιου ύμνου (μα και οποιουδήποτε ποιητικού κειμένου του Συμεών) από τον ποιητή και μεταφραστή Στρατή Πασχάλη, μία ψηφίδα στην ανθολόγησή του του έρωτα και της αγάπης, τον οποίο και θερμά ευχαριστούμε για την έκθυμα ευγενική συγκατάθεσή του προς αναδημοσίευση.

Πῶς εἶσαι φωτιᾶς ἀνάβρα
καὶ νερὸ ποὺ μὲ δροσίζει;
Πῶς εἶν᾽ ἡ κάψα γλυκασμὸς
καὶ πῶς ἐξαφανίζεις τὴ φθορά;

Πῶς ἐμᾶς κάνεις θεοὺς
καὶ ἀπ᾽ τὸ σκοτάδι κάνεις φῶς;
Πῶς ἀπ᾽ τὸν ἅδη ἁρπάζεις τοὺς θνητοὺς
ἄφθαρτους κάμνοντάς τους;

Πῶς τραβᾶς στὸ φῶς τὸ σκοτάδι
καὶ πῶς χουφτιάζεις τὴ νύχτα;
Πῶς μὲ λάμψη τυλίγεις τὴν καρδιά μου
καὶ ὁλόκληρο μ’ ἀλλάζεις; (περισσότερα…)

Περί της αλαζονείας των σύγχρονων οικονομολόγων

 

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Α, πολλά ανθίζουν, πολλά λιώνουν στη γλώσσα:
Που πας; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;
JOHN ASHBERY

1.

Η καθολική εποπτεία της ιστορίας μάς επιβάλλει τη διαπίστωση ότι, απ’ όλες τις μορφές του κοινωνικοϊστορικού βίου, το κυριότερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι προφανώς το γεγονός ότι η οικονομία – η παραγωγή και η κατανάλωση, αλλά επίσης τα οικονομικά «κριτήρια» τοποθετούνται σε θέση κεντρική και ανάγονται σε ύψιστη αξία της κοινωνικής ζωής. Απόρροια τούτου είναι η ιδιαίτερη συγκρότηση του κοινωνικού «προϊόντος» στον καπιταλισμό. Συνοπτικά, όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες και όλες τους οι συνέπειες καταλήγουν να θεωρούνται κατά το μάλλον ή ήττον ως ουσιωδώς χαρακτηριζόμενες και αξιολογούμενες από την οικονομική τους διάσταση. Η αξιολόγηση φυσικά γίνεται με όρους χρηματικούς[1].

Είναι γνωστό ότι το κυρίαρχο πεδίο σε κάθε κοινωνία αναπτύσσει τη δική του μορφή λόγου, που επιδιώκει την ιδεολογική ηγεμονία και κατά κανόνα την αποκτά. Συνεπώς το «ορθολογικό» οργανωμένο οικονομικό υποσύστημα αναδεικνύεται σε γενικότερο «δείκτη εξορθολογισμού» της ευρύτερης κοινωνίας. Η παραγωγή είναι η μόνη κοινωνική λειτουργία που μπορεί να αποτιμηθεί με βάση το μοναδικό και συγκεκριμενοποιήσιμο κριτήριο της μεγιστοποιητικής ορθολογικότητας. Στο μέτρο που η παραγωγική αποτελεσματικότητα μπορεί να «μετρηθεί» και να «στοιχειοθετηθεί», η μεγιστοποίηση αναδεικνύεται ως αυτόδηλη «απόδειξη» της ορθολογικότητας του συστήματος. Με αυτό τον τρόπο η οικονομική σφαίρα νομιμοποιείται και νομιμοποιεί, αφού η οικονομία είναι το μόνο «ορθολογικά» αποτιμήσιμο και ελέγξιμο κοινωνικό υποσύστημα.

Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με όλα τα άλλα συγκροτημένα και νοηματισμένα κοινωνικά υποσυστήματα (πολιτική, πολιτισμός….) για την αξιολόγηση της λειτουργίας και «επίδοσης» των οποίων υπεισέρχονται πολλαπλά και περίπλοκα αξιακά, δεοντολογικά αλλά και φιλοσοφικά στοιχεία, η αγοραία οικονομική οργάνωση μπορεί να καταξιώνεται με βάση το μοναδικό και ευθύγραμμο κριτήριο της παραγωγικής της αποτελεσματικότητας. Γεγονός που νομιμοποιεί την προβαλλόμενη αυτονομία του Οικονομικού, το οποίο εμφανίζεται ως η μόνη απόλυτα εκλογικεύσιμη σφαίρα κοινωνικών δραστηριοτήτων. Εάν λοιπόν, η αποτελεσματικότερη μεγιστοποιούσα παραγωγή είναι η αγοραία καπιταλιστική παραγωγή, και εάν, ταυτόχρονα, η οικονομία είναι το μόνο υποσύστημα που μπορεί να αποτιμηθεί ως προς την «αντικειμενική» αποτελεσματικότητά του, δεν είναι δύσκολο να εκβιασθεί η απόφανση ότι η αγοραία καπιταλιστική κοινωνία ως η κατά τεκμήριο γενικά ορθολογικότερη και αποτελεσματικότερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης: η εκλογίκευση της οικονομίας αρκεί για να τεκμηριώσει την εκλογίκευση της κοινωνίας[2].

 

2.

Η οικονομική ως «συστηματική» disciplina επιχειρεί να λαμβάνει υπόψη της τις κοινωνικές διεργασίες και αλλαγές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων στο corpus του καπιταλιστικού συστήματος. Η κοινωνική πραγματικότητα, οι μεταβολές της παραγωγικής διαδικασίας και ο τρόπος που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των κοινωνικών υποκειμένων αντανακλώνται και συμπεριλαμβάνονται στις εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την οικονομική[3].

Παρότι η βασική προκείμενη που διέπει την Οικονομική και γενικά την καθορίζει είναι ο προσανατολιζόμενος βάσει συμφερόντων και υπολογίζων homo oeconomicus, εντούτοις μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο το οικονομικό πρότυπο λειτουργεί εντός της κοινωνίας είναι έντονα διαφοροποιημένος στις δύο βασικές ιστορικές περιόδους που χαρακτηρίζονται η πρώτη ως αστική- φιλελεύθερη σε σχέση με τη σημερινή μαζικοδημοκρατική εποχή[4]. (περισσότερα…)

Συνωμοσιολογική σκέψη και καθεστωτική ιδεολογία: Διαδρομές σε έναν λαβύρινθο κατόπτρων

 

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

~~.~~

1. Η παραζάλη της κριτικής

Έχει ειπωθεί ότι ο Μιθριδάτης εκπαιδεύτηκε στο να πίνει δηλητήριο. Σαν κι αυτόν, μαθαίνουμε να καταπίνουμε και να μην βρίσκουμε πικρό το δηλητήριο της δουλείας.
ΕΤΙΕΝ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΟΕΣΙ

Γιατί ένα μεγάλο μέρος της προοδευτικής, συχνά αριστεροστρεφούς (για την ακρίβεια, αριστεροστραφούς) διανόησης έχει θέσει σε υψηλή προτεραιότητα και έχει «επιλέξει» ως κύριο αντίπαλό της τους «συνωμοσιολόγους» (όπως αυτή τους κατανοεί, εν πάση περιπτώσει, εντάσσοντας σε αυτούς ακόμα και αναγνωρισμένους και καθόλου αντι-κρατιστές επιστήμονες) και όχι το αρνητικό τους αποτύπωμα, με το οποίο εξάλλου βρίσκονται σε συμβιωτική σχέση: το παραλήρημα μιας εξουσίας που ισοπεδώνει δικαιώματα μέσα σε συνθήκες που λίγο απέχουν από την απροσχημάτιστη δικτατορία; Η εύκολη και για αυτό όχι και τόσο διαφωτιστική απάντηση θα έβλεπε ίσως σε αυτή τη διολίσθηση προς αντιδραστικές θέσεις μια σύγχυση και μια αδυναμία σύλληψης του ουσιώδους, λόγω φτωχών θεωρητικών εργαλείων. Παρότι και αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας, η κύρια αιτία θα έπρεπε μάλλον να εντοπιστεί σε έναν βαθύτερο μετασχηματισμό του προοδευτικού στρατοπέδου. Δεν πρόκειται για μια απλή, συμπτωματική και προσωρινή διολίσθηση, αλλά για μια μόνιμη και δομική μετατόπιση, για μια εγκατάσταση σε και συμφιλίωση με μια καθεστωτική γραμμή σκέψης και πράξης, σε τέτοιο βαθμό ώστε πλέον να τίθεται σοβαρά εν αμφιβόλω η χρησιμότητα της διάκρισης μεταξύ αριστεράς και δεξιάς – αν θεωρήσει κανείς ότι δεν είχε χαθεί αυτή η χρησιμότητα εδώ και δεκαετίες.

Το παράδοξο των (αυτο-χαρακτηριζόμενων ως) προοδευτικών διανοούμενων να τίθενται αυτοβούλως στην υπηρεσία ημι-ολοκληρωτικών καθεστώτων παύει έτσι να είναι τέτοιο: δεν πρόκειται για προοδευτικούς διανοούμενους (ασχέτως του πώς οι ίδιοι αυτο-κατανοούνται) αλλά για ένα κάπως παράδοξο είδος οργανικών διανοουμένων, οι οποίοι, χωρίς κανείς να τους έχει καλέσει να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο, επιδεικνύουν οι ίδιοι μια σχεδόν αντανακλαστική προθυμία.
Αυτά όμως είναι τα επίχειρα πέντε δεκαετιών σταδιακής αφομοίωσης της προοδευτικής διανόησης στα μεσαία στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας και προσάρτησής της στο άρμα των πιο προωθημένων τμημάτων του κεφαλαίου καθώς αυτό ολοκλήρωνε την 3η βιομηχανική επανάσταση και τώρα επιχειρεί τη μετάβαση προς την 4η. Γιατί η άνωθεν απάντηση απέναντι στις ταραχές της δεκαετίας του 60 (ο τελευταίος σπασμός των κοινωνικών κινημάτων) δεν περιλάμβανε μόνο την αναδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας με την εισαγωγή των τεχνολογιών του αυτοματισμού και της πληροφορικής, αλλά κι έναν ιδεολογικό σφετερισμό αρκετών συνθημάτων εκείνης της εποχής. Η ιδεολογία της αυτο-πραγμάτωσης, απαλλαγμένη από ένα σημείο και πέρα από τα βαρίδια των «μεγάλων αφηγήσεων», δεν είχε κανένα πρόβλημα να αναδεχτεί στους κόλπους της «ελευθεριακά» και «αντι-ιεραρχικά» αιτήματα. Όχι μόνο δεν ήταν προβληματική η καθεστωτική αποδοχή μιας τέτοιας ελευθεριακότητας, αλλά, έτσι ανάλαφρη όπως ήταν, έγινε το καύσιμο για ένα νέο κύμα οργιαστικού καταναλωτισμού. Μαζί με τις μεγάλες αφηγήσεις όμως (υποτίθεται ότι) κατέρρευσαν και οι μεγάλες αντιστάσεις, δίνοντας χώρο στις μικρές κι εφήμερες αντι-εξουσίες. Αυτή ήταν εν τέλει η διέξοδος που επέτρεψε σε μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης (και σίγουρα στους ακαδημαϊκούς, προοδευτικούς διανοούμενους) να διατηρήσουν μια ψευδεπίγραφη επαναστατικότητα, διοχετευόμενη προς έναν άνευρο δικαιωματισμό και προς μια ενίοτε αποπνικτική πολιτική ορθότητα που φιλοδοξεί να επιβάλλει ακόμα και γλωσσικούς ζουρλομανδύες, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τα προνόμια της κοινωνικής τους θέσης. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι το σύνολο των διανοουμένων προσχώρησε σε τέτοιες, εν πολλοίς μεταμοντέρνες αντιλήψεις. Αρκετοί αρνήθηκαν με εντιμότητα τέτοια καλέσματα.

Ακόμα κι έτσι όμως, ειδικά όταν μιλάμε για ακαδημαϊκούς διανοούμενους, οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους και της αναπαραγωγής τους ως ειδικού κοινωνικού στρώματος ήταν άμεσα συναρτημένοι με τις νέες συνθήκες εντός κι εκτός πανεπιστημίου, με ό,τι συνέπειες αυτό μπορούσε να έχει όσον αφορά στο χάσμα που ανοίγεται πλέον ανάμεσα σε θεωρία και πράξη, ανάμεσα σε ακαδημαϊκό μάθημα και κοινωνική στάση. Αυτό που τελικά έμεινε να ονομάζεται προοδευτικός χώρος (στον οποίο υποτίθεται ότι θέλει να ανήκει η αριστερά) θα έπρεπε επομένως να κατανοηθεί καλύτερα ως η «κοινωνικά ευαίσθητη» φράξια της κυρίαρχης, καθεστωτικής ιδεολογίας.

Αν τα παραπάνω έχουν μια βάση, τότε λύνεται κι ένα ακόμα παράδοξο: αυτό της συμπόρευσης περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων με την παραδοσιακή δεξιά. Από τη στιγμή που η σύγχρονη αριστερά και ο «προοδευτικός» χώρος, από την ίδια τους τη θέση, έχουν βρεθεί να εκφράζουν τα πιο δυναμικά τμήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όσοι μένουν πίσω ή νιώθουν να απειλούνται από αυτό το είδος ανάπτυξης βρίσκονται στην αγκαλιά των εκπροσώπων των πιο καθυστερημένων κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών που επιστρατεύουν τα όπλα της παραδοσιακής δεξιάς ως ανάχωμα. Με άλλα λόγια, πίσω από τους υποτιθέμενους ιδεολογικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε «αριστερά» και παραδοσιακή «δεξιά» βρίσκεται σε εξέλιξη μια σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές φράξιες των δυτικών καπιταλιστικών σχηματισμών που κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες στη μετάβασή τους προς το νέο, θαυμαστό κόσμο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης[1]. (περισσότερα…)

Ἄντονυ Χίρστ, Πλατεία Κλαυθμῶνος καὶ ἄλλα ποιήματα

*

Μετάφραση ΕΙΡΗΝΗ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ-ΜΟΥΡ

Γιὰ τὸν ἐκδότη, ἑλληνιστὴ καὶ ποιητὴ Anthony Hirst βλ. τὸ εἰσαγωγικὸ κείμενο τῆς μεταφράστριας.

~.~

Πλατεία Κλαυθμῶνος, Ἀθήνα

25η Μαρτίου 2001

Βρίσκομαι ἐδῶ γιὰ νὰ φωτογραφίσω τὴν προτομὴ τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη,
τοῦ δημοσιογράφου «ποὺ ἔγραφε μὲ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἀναγνώστη»,
ἀλλὰ ποὺ τώρα ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἀσέβεια ἐκείνων
ποὺ εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι ποτέ δὲν τὸν διάβασαν
καὶ ποὺ πιθανὸν δὲν ἔχουν ἰδέα τοῦ ποιὸς ἦταν.
Τὸ μάρμαρό του καλυμμένο μὲ γκράφιτι σὲ δύο γλῶσσες.
Παιδιά προσπάθησαν νὰ προσθέσουν χρῶμα στὰ μαρμάρινα χαρακτηριστικά του.
Τὸ μουστάκι καὶ τὰ φρύδια του εἶναι τώρα καφέ-πορτοκαλί.
Σκοῦρο μπλὲ ἔχει καλύψει τὰ μάτια του γύρω καὶ μέσα.

Σήμερα εἶναι ἡ Ἐθνικὴ Ἑορτή, ἡ ἐπέτειος
τῆς ἔναρξης τοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγώνα. Ἡ ἡμερομηνία
πειράχτηκε λιγάκι γιὰ νὰ συμπέσει μὲ τὸν Εὐαγγελισμό…
Ἡ γέννηση τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ –
ἕνας ἰσχυρὸς μέχρι σήμερα συσχετισμός.
(Ποιὰ ἡ πιθανότητα εἰρήνης ὅταν ο Θεὸς
ἔχει τόσους ἐκλεκτοὺς λαούς;)

Εἶναι ἡ μέρα γιὰ στρατιωτικὲς παρελάσεις,
ὁ φτερωτὸς Ἀρχάγγελος ἔχοντας δώσει τὴ θέση του στὰ πολεμικὰ ἀεροσκάφη
και νἄμαστε ἐδῶ στὴν τροχιὰ πτήσης. Ὁμάδες τῶν τεσσάρων,
σὲ σχηματισμούς, ξυρίζουν τὶς ταράτσες τῶν ψηλότερων κτιρίων,
ὠχρὲς κοιλιὲς σὰν στῆθος περιστεριοῦ, νύχια μαζεμένα,
καὶ ὅπλα θηλυκωμένα κάτω ἀπ᾽ τὰ φτερά τους. Κάθε φορὰ ποὺ ἔρχονται
τὰ περιστέρια τῆς πλατείας στὰ δέντρα καὶ στὶς ἄκρες
ἀπ᾽ τὶς στέγες πετάγονται στὸν ἀέρα κατὰ ἑκατοντάδες. Μόλις ποὺ
προλαβαίνουν νὰ κάνουν τὸν κύκλο καὶ νὰ ξανακάτσουν στὶς κορυφὲς
πρὶν ἔρθουν τὰ ἐπόμενα τέσσερα, κι ὁ πανικὸς ξαναρχίζει.

Ὁ Γαβριηλίδης δὲν διέδωσε ἀκριβῶς τὸν Εὐαγγελισμὸ
καθότι ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ ἡ Ἀκρόπολις,
ἡ ἐφημερίδα του, τόλμησε νὰ δημοσιεύσει τὸν Ματθαῖο
στὴ δημοτική, τὴν σύγχρονη «Γλῶσσα τοῦ Λαοῦ»,
γεννώντας τὰ Εὐαγγελικὰ (ἕναν αἰώνα πρὶν σὰν σήμερα)
καί, τὴν μέρα τῆς Σύναξης τῶν Ταξιαρχῶν, Μιχαήλ
καὶ Γαβριὴλ ( Ἄγγελου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ),
ὅταν ἀστυνομία, στρατός καὶ ἄτομα ἀγνώστων στοιχείων
στὰ ἐπάνω παράθυρα τοῦ Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν ἄνοιξαν πῦρ,
ἄφησαν ὀχτώ ἄνδρες νεκρούς, κι ἄλλους ἑξήντα τραυματίες.
Παρ᾽ ὅλ᾽αὐτὰ εἶναι ὁ Ματθαῖος ἐκεῖνος ποὺ μιλάει
γιὰ τὴν Σφαγὴ τῶν Ἀθώων,
ἀλλὰ πού, ἄν κάποιος ἦταν ἀθῶος ἐκείνη τὴν ἡμέρα τοῦ Νοέμβρη
δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ζήτημα ν᾽ ἀποφανθεῖ κανείς. (περισσότερα…)

Ἄντονυ Χίρστ, Ἕνας πολυμαθὴς καὶ πολυτεχνίτης ἑλληνιστὴς

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ-ΜΟΥΡ

Ὁ Ἄντονυ Χὶρστ  γεννήθηκε στὸ Χάντερσφιλντ, στὴ βόρεια Ἀγγλία τὸ 1945. Σπούδασε πρῶτα Θεολογία καὶ στὴ συνέχεια Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὸ Κέϊμπριτζ, ὅμως οἱ σπουδές του δὲν καθόρισαν ἀμέσως τὴν ἐπαγγελματική του πορεία ὅπως θὰ περίμενε κανείς. Ἀφοῦ ἐργάστηκε γιὰ λίγο ὡς βιβλιοθηκάριος, δούλεψε γιὰ ἑνάμισι χρόνο ὡς ἐρευνητὴς γιὰ τὴν Διεθνῆ Ἀμνηστεία, καλύπτοντας χῶρες ὅπως ἡ Ἑλλάδα τὴν περίοδο τῆς Δικτατορίας, τὸ Ἰρὰκ καὶ ἡ Ἰνδονησία. Στὴ συνέχεια ἐργάστηκε διαδοχικὰ ὡς ἐπιπλοποιός, ἐργολάβος οἰκοδομῶν καὶ ἀρχιτέκτων σχεδιαστής. Ὅταν, τὴ δεκαετία τοῦ ’90, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ σὰν ἐπάγγελμα ἄρχισε νὰ φθίνει, δούλεψε γιὰ δυόμισι χρόνια σὰν ταχυδρόμος στὸ ἀνατολικὸ Λονδῖνο πρὶν ξαναρχίσει τίς ἀκαδημαϊκὲς σπουδὲς στὸ Κολλέγιο Κὶνγκς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Λονδίνου τὸ 1992, ὅπου σπούδασε Κλασική, Βυζαντινὴ καὶ Νεοελληνικὴ Γλῶσσα καὶ Φιλολογία ὁλοκληρώνοντας τίς μεταπτυχιακὲς σπουδές του.

Μιὰ ἐπεξεργασμένη μορφὴ τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς τοῦ Ἄντονυ Χὶρστ μὲ τίτλο Ὁ Θεὸς καὶ τὸ Ποιητικὸ Ἐγώ κυκλοφορεῖ ἀπὸ τίς ἀκαδημαϊκὲς ἐκδόσεις Πῆτερ Λὰνγκ[1]  καὶ ἑστιάζει στὴ μελέτη τῆς χρήσης ἀλλὰ καὶ τῆς κατάχρησης τῆς Βιβλικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ, τὸν Σικελιανὸ καὶ τὸν Ἐλύτη. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ ἐρευνητὴς δὲν περιορίζεται στὸν συνηθισμένο ἐξαντλητικὸ ἐντοπισμὸ τῶν πηγῶν καὶ τὴν στεγνὴ ἀπαρίθμηση τῶν ἀναφορῶν ὅπως κάνουν πολλὲς μελέτες στὸ χῶρο αὐτό. Ἀξιοποιῶντας τίς γερές του βάσεις στὴ Θεολογία, ὁ Χὶρστ κάνει πρῶτα χρήσιμες ἀποσαφηνίσεις τῶν ὅρων χριστιανικὴ καὶ θρησκευτικὴ ποίηση, κάτι ποὺ μέχρι τώρα συχνὰ παραμένει συγκεχυμένο ὅσον ἀφορᾷ τοὺς παραπάνω τρεῖς ποιητές. Ἔτσι προχωράει πέρα ἀπὸ τὴν στεγνὰ ἀκαδημαϊκὴ καταμέτρηση καὶ παραπομπή, ἀναζητῶντας τὴ λειτουργία τῶν θρησκευτικῶν κειμένων στὸ νέο κειμενικὸ περιβάλλον γιὰ μᾶς δείξει πῶς οἱ τρεῖς ἕλληνες ποιητὲς ἀντιλαμβάνονται τὸ ἀντικείμενο τῆς ποίησης μὲ θρησκευτικὸ πνεῦμα ὅπως τὸ ὅριζε καὶ ὁ Ἔλιοτ τὸ 1935. [2]   Ἐπιμένει ὅμως νὰ διευκρινίσει ὅτι θρησκευτικὸ πνεῦμα δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα καὶ χριστιανικὸ πνεῦμα καὶ ὅτι συχνὰ οἱ οἰκειοποιήσεις τοῦ χριστιανικοῦ λεξιλογίου ἀπό τοὺς Παλαμᾶ, Σικελιανὸ καὶ Ἐλύτη, ὁδηγεῖ σὲ μιὰ σύντηξη Χριστιανισμοῦ καὶ παγανισμοῦ στὴν ὁποία τὸ Ποιητικὸ Ἐγὼ πρωταγωνιστεῖ μὲ στόχο τὴν ἐπανεκτίμηση ἢ καὶ ἀνατροπὴ τῶν Βιβλικῶν καὶ λειτουργικῶν πηγῶν τους.[3]

 

Ἀλεξάνδρεια, Ντάρελ, Καβάφης

Γιὰ ἕνα χρόνο, ὡς μεταδιδακτορικὸς ὑπότροφος στὸ Πρίνστον (1999-2000), ὁ Χὶρστ μελέτησε τὰ «βυζαντινὰ» ποιήματα τοῦ Καβάφη σὲ σχέση μὲ τὴν πολιτικὴ ἱστορία τῆς ἐποχῆς ποὺ γράφτηκαν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμφίσημη στάση τοῦ ποιητῆ ἀπέναντι στὸ Βυζάντιο.[4] Ἀμέσως μετὰ δίδαξε στὸ Ἰνστιτοῦτο Βυζαντινῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κουὴνς τοῦ Μπέλφαστ γιὰ δέκα χρόνια. Τὸ 2004 ἐπιμελήθηκε μαζὶ μὲ τὸν Μάϊκλ Σὶλκ ἕναν τόμο γιά τὴν Ἀλεξάνδρεια μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες καὶ μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα, ἀπὸ τὸν Καλλίμαχο μέχρι τὸν Καβάφη, τὸν Ντάρελ καὶ τὸν Ἔλιοτ (Ἀλεξάνδρεια, Πραγματικὴ καὶ Φανταστική),[5] ἐνῶ, τὸ 2014, μὲ τὸν Πάτρικ Σάμον ἐπιμελήθηκε ἕναν τόμο γιὰ τὴν ἱστορία καὶ τὴν κουλτούρα τῶν Ἰονίων Νήσων. [6]

Ἀπὸ τίς δημοσιεύσεις τοῦ Χὶρστ ξεχωρίζει ἡ ἐπιμέλεια τῶν ποιημάτων τοῦ Καβάφη γιὰ τὸν δίγλωσσο συγκεντρωτικὸ τόμο The Collected Poems ποὺ ἐξέδωσε τὸ 2007 ἡ σειρὰ Παγκόσμιων Κλασικῶν της Ὀξφόρδης τοποθετώντας τὸν Καβάφη δίπλα στὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Βιργίλιο ἀλλὰ καὶ κλασικοὺς συγγραφεῖς ὅπως ὁ Ἰούλιος Βέρν καὶ ὁ Ντοστογιέφσκι. Ὁ Καβάφης εἶναι ὁ πρῶτος Ἕλληνας συγγραφέας ποὺ ἐκδίδει ἡ σειρὰ τῆς Ὀξφόρδης μετὰ τὸν Λουκιανό. Γιὰ τὴν ἔκδοση αὐτὴ ὁ Χὶρστ ἀκολούθησε τὴ στίξη καὶ τὴν ὀρθογραφία ὅπως τὴ βρίσκουμε στὴν τελευταία ἰδιωτικὴ ἐκτύπωση του κάθε ποιήματος ποὺ κυκλοφόρησε ὁ ἴδιος ὁ Καβάφης, ἀκολουθῶντας τὴν εὐρέως ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἀγγλόφωνους ἐπιμελητὲς μέθοδο τοῦ σεβασμοῦ ἀπέναντι στὶς «τελευταῖες διακριτὲς προθέσεις» τοῦ δημιουργοῦ. Μέθοδος πού, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Χίρστ, στὴν περίπτωση τοῦ Καβάφη εἶναι εὔκολο νὰ ἐφαρμοστεῖ, ἐφόσον ἐξέδιδε ὁ ἴδιος τὰ ποιήματά του. Ἔτσι μᾶς παραδίδει τὸ Καβαφικὸ ἔργο χωρὶς τὴν ὁμογενοποίηση καὶ τὸν ἐκμοντερνισμὸ ποὺ ἐπιβλήθηκε προοδευτικὰ στὶς ἐκδόσεις τῆς Ρίκας Σεγκοπούλου (1935) καὶ τοῦ Γιώργου Σαββίδη (1963 καὶ 1991). (περισσότερα…)

Ανάμεσα Δον Κιχώτη και Μεφιστοφελή: Σκέψεις για ένα ρώσικο περίπτερο απ’ τα Ουράλια

afiche-expo-1900-palais-russe

 

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Η Διεθνής Έκθεση των Παρισίων του 1900 ήταν η μεγαλύτερη έκθεση που είχε ιδεί μέχρι τότε ο κόσμος. Ταυτόχρονα αποτελούσε το κύκνειο άσμα του απερχόμενου κι ασυγκράτητα ελπιδοφόρου 19ου αιώνα, κι ως εκ τούτου μια θριαμβική ωδή στα μοντέρνα (τεχνικά και καλλιτεχνικά) επιτεύγματά του και στην πίστη στην αέναη πρόοδο, αλλά και ένα ευφορικό πρελούδιο για τον επελαύνοντα, θαυμαστά νέο κι ελπιδοφόρο –μα εντέλει τρομερό– 20ό αιώνα. Τα προσκεκλημένα έθνη από όλη την υφήλιο είχαν την ευκαιρία να επιδείξουν (μαζί με την εθνική τους ιδιοπροσωπία) τη συντελεσθείσα πρόοδό τους αλλά και να διαφημίσουν περήφανα την προσδοκώμενη ιδιαίτερη εθνική (καλλιτεχνική ή/και βιομηχανική) τους ανάπτυξη και εξέλιξη. Σε αυτό το διεθνές πανηγύρι η Ρωσία συμμετείχε ως τιμώμενη χώρα με 2.400 περίπου εκθέματα σε έναν χώρο που ξεπερνούσε τα 6.300 τετραγωνικά μέτρα, και απέσπασε 1.589 από τα συνολικά 42.790 βραβεία που επιδόθηκαν. Ένα σημαντικό μέρος των εκθεμάτων αναδείκνυε τη σημασία της Σιβηρίας και του Υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου, που εδώ και σχεδόν μια δεκαετία είχε ξεκινήσει να κατασκευάζεται.

Η παρισινή έκθεση παρείχε την δυνατότητα στην Ρωσική Αυτοκρατορία να επανακτήσει το τρωθέν κύρος της μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και να παρουσιαστεί στην διεθνή σκηνή ως μία από τις ισχυρότερες και υπολογίσιμες μεγάλες διεθνείς δυνάμεις. Παράλληλα δε, όπως έχει επισημανθεί, η Ρωσία αποπειρώμενη να ενισχύσει το αυτοκρατορικό της γόητρο και τις φιλοδοξίες της ενδυνάμωσε και εμπλούτισε την αυτοκρατορική της ταυτότητα μέσω μιας νέας επανερμηνείας, όπως επέβαλαν και οι νέες ιστορικές συνθήκες, κυρίως η προσάρτηση νέων εδαφών από την Κίνα, στην ρώσικη Άπω Ανατολή. Το έκθεμα που στόχευε να αναδείξει αυτήν ακριβώς την νέα και εμπλουτισμένη ταυτότητα ήταν το περίφημο χυτοσίδηρο περίπτερο από το Κασλί. Αυτό το περίπτερο φιλοξενείται σήμερα στο μουσείο Καλών Τεχνών, καταμεσής του Γιεκατερινμπούργκ, στην ιστορική πλατεία πλάι στον ποταμό Ισέτ· μες στο κέντρο του τεράστιου εσωτερικού αίθριου λούζεται απ’ το φως που άπλετο μπαίνει από την τζαμένια πλευρά της ανατολής.

Το περίπτερο κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από χυτοσίδηρο του εργοστασίου της πόλης του Κασλί στα νότια Ουράλια. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ο χυτοσίδηρος της περιοχής είχε χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία γλυπτών και είχε διακριθεί παγκοσμίως για την πλαστικότητά του, την καθαρότητα και την απαλότητα της επιφάνειας του μετάλλου. Το έργο ανατέθηκε το 1898 στον νεαρό Πετρουπολίτη αρχιτέκτονα Εβγκένι Μπαουμγκάρτεν, ξεκίνησε το 1899 και ολοκληρώθηκε στο τέλος του έτους από 16 έμπειρους τεχνίτες του Κασλί, αριθμώντας συνολικά 3000 κομμάτια. Συναρμολογήθηκε και αποσυναρμολογήθηκε αρκετές φορές πριν σταλεί στην Γαλλία, ώστε να αποφευχθούν πιθανά λάθη. Τα 3000 αποσυναρμολογημένα κομμάτια του περιπτέρου συνόδευαν στην Γαλλία και οι 16 τεχνίτες με τα εργαλεία τους, οι οποίοι και το έστησαν στην θέση του. Μετά τον επαναπατρισμό του, επανασυναρμολογήθηκε το 1957 στο Γιεκατερινμπούργκ, όπου κι έκτοτε παρέμεινε μέχρι της σήμερον ως το λαμπρότερο έκθεμα του μουσείου Καλών Τεχνών.

 

BO-Bogach-and-EE-Baumgarten-near-the-Pavilion.-Paris-1900

 

«Το περίπτερο σχεδιάστηκε με μνημειώδεις διακοσμητικές μορφές, τυπικές του νέου ρωσικού στυλ που αναδύθηκε στην ρωσική αρχιτεκτονική την δεκαετία του 1890… Το νέο ρωσικό στυλ ήταν ένας εκλεκτικισμός που εκφραζόταν μέσα από μία ελεύθερη επιλογή της διακοσμητικής σύνθεσης. Έτσι το περίπτερο ήταν κατάφορτο από παλαιορωσικά, σκανδιναβικά, βυζαντινά και βενετσιάνικα μοτίβα. Σε συνδυασμό με αυτά, η εξαιρετικά δημοφιλής διακόσμηση αρ νουβώ χρησιμοποιήθηκε επίσης εκτεταμένα. Επρόκειτο για μία εξέλιξη του ρωσικού ύφους που είχε ήδη διαμορφώσει την ρωσική αρχιτεκτονική για δύο περίπου δεκαετίες. Το νέο ρωσικό στυλ συνδύασε τα στοιχεία του ρωσικού ύφους με τα τυπικά στοιχεία του αρ νουβώ. Αμέσως αναγνωρίστηκε στο εξωτερικό ως το “νέο διακοσμητικό κίνημα” της Ρωσίας και έγινε για μία σύντομη, αλλά σημαντική περίοδο, το ισχυρότερο σύμβολό της, όπου η παράδοση συμφιλιώνεται με την πρόοδο, και οι ρωσικές λαϊκές φόρμες ενσωματώνονται στο κυρίαρχο δυτικό στυλ» (Claudia Weiss, “Representing the Empire: The Meaning of Siberia for Russian Imperial Identity,” Nationalities Papers: The Journal of Nationalism and Ethnicity, 35:3 (2007), σ. 447). (περισσότερα…)

Ντένις Τζόνσον, Δύο ποιήματα

♦♦♦

Δύο ποιήματα από τη συλλογή The Incognito Lounge and Other Poems (1982)

Μετάφραση-επίλογος: ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΠΟΣΚΙΤΗΣ

♦♦♦

ΝΥΧΤΑ

Ατενίζω από ψηλά
την προβλήτα το δείλι
και τα πίνω με μια πενηνταεννιά
-χρονη τραγουδίστρια κοκτέιλ μπαρ
τίγκα στο ρουζ· αυτή την ολότελα ξένη.
Κοιτάζουμε τα θλιβερά μικρά
φέρι μποτ που μετεωρίζονται ανάμεσα στον κόσμο αυτόν
και τον άλλον που φλέγεται απ’ τον ήλιο που δύει
και λέμε μ’ αδάμαστη
συγκίνηση για τον καιρό.
Ουρανός και πελώρια κύματα πορφυρίζουν
κι είναι οι τσέπες μου άδειες και το αλκοόλ μάς τελειώνει. (περισσότερα…)

Τα Ονειρικά Τραγούδια: Αποθεσμοποίηση και μεταφραστικός ακαδημαϊσμός

Berrym

♦♦♦

του ΓΙΑΝΝΗ ΛΕΙΒΑΔΑ

“There are two voices, and the first voice says, “Write!”
and the second voice says, “For whom?”
I think that’s marvelous; he doesn’t question the imperative, you see that.
And the first voice says, “for the dead whom thou didst love”;
again the second voice doesn’t question it;
instead it says, “Aye, for they return as posterity”.
Isn’t that good?” J.B.

Είναι γεγονός ότι η εποχή μας σημαδεύεται απ’ την πικρή αλήθεια πως όσο λιγοστεύει η τέχνη τόσο ανθεί η κριτική και πως η διάχυση των εφαρμογών της κριτικής ελαχιστοποιεί την αναγνώριση της ποιητικής τέχνης. Αυτό σημαίνει πως η ανάγκη για κριτική είναι μακράν πιο εντεταμένη από την ανάγκη για ποίηση, κι ετούτο συμβαίνει τόσο στον τομέα της κριτικής όσο και στον τομέα της ποίησης – με την εγκυρότητα των δύο όρων να τίθεται εδώ, εμφανώς, κατά τη δοξασία και την εξουσία που έχουν εδραιώσει, υπό αμφισβήτηση.

Ένας από τους κλάδους της λογοτεχνικής κριτικής αγγίζει και τον τομέα της λογοτεχνικής μετάφρασης, ή ορθότερα, τείνει οριστικά να τον εξουδετερώσει καθώς οι τακτικές της έχουν παγιώσει την επιρροή τους στο πεδίο προσδιορισμού και αναγνώρισης των ποιητικών αξιών.

Οι κατανομές τέτοιων σημαντικών και ασήμαντων εξουσιών, κριτική/ερμηνεία/αξιολόγηση/μετάφραση/εγγραφή, στηρίζονται στα προαναφερθέντα. Πρόκειται για ακατάπαυστη επιστροφή σε μια εφημερότητα όπου οι γνώσεις και η αντίληψη οι οποίες είναι απαραίτητες για την κατανόηση και τη δημιουργική σύλληψη της ποίησης, είναι σε τέτοιο βαθμό θεωρητικοποιημένες, κατεστημένες, που έχουν απωλέσει τη σχέση που αρχικώς είχαν με την τέχνη της ποίησης.

Παρατηρείται συχνά ασυμβατότητα μεταξύ των δημοσιοποιημένων εκτιμήσεων με τις οποίες προασπίζεται κανείς ένα ποιητικό ζήτημα και της μετάφρασης του ποιητικού έργου το οποίο αποτέλεσε αφορμή για την προάσπιση των όσων δημοσιοποιεί. Πολλές φορές η προάσπιση καθίσταται εύκολα έγκριτη ή αξιοπρόσεκτη καθώς ο εμπλεκόμενος δεν έχει παρά να παραθέσει τα αποτελέσματα των όσων έχει διαβλέψει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η προάσπιση παροδηγεί τη μεταφραστική εργασία, ακόμη κι όταν αυτή δεν είναι ορθά επιτελεσμένη, στην κερδισμένη της «εγκριτότητα».

Σε ένα άλλο επίπεδο λειτουργίας και στάσης απέναντι σε κάθε κείμενο, η μετάφραση, ακριβώς επειδή επιτελείται, τρόπον τινά, ως εκ νέου ανάληψη του έργου από θέση μέλλοντος, συχνά δημιουργεί απαιτήσεις και δυσκολίες, οι οποίες της στερούν την άμεση αναγνώριση∙ όπως ακριβώς συμβαίνει και με την πρωτότυπη ποίηση.

Οι μετατροπές, οι τροποποιήσεις, των στοιχείων που συνθέτουν το πλαίσιο, το στερέωμα της τέχνης ενός ποιητή, εάν δεν αποβαίνουν καταστροφικές, οπωσδήποτε αποβαίνουν προβληματικές, αντιβαίνουσες. Τέτοια φαινόμενα οφείλουμε να τα διερευνούμε όντας αδιάφοροι προς την απήχηση που προκαλούν, διότι πάντοτε αυτού του είδους οι μετατροπές, οι τροποποιήσεις, (οι οποίες δεν είναι τυχαίο πως ταυτίζονται απόλυτα με παρωχημένες φιλολογικές ύλες) έχουν ιδιαίτερη απήχηση, καθώς η ποίηση ολοένα και περισσότερο προσφέρεται ως προϊόν συγκεκριμένων κοινωνικών, πολιτισμικών και ηθικοπλαστικών μικροσυνθηκών και όχι ως τέχνη, ως συνθήκη μιας εποπτικής επινόησης.

Αυτό το, προαναφερθέν, προϊόν, καθόλα γνήσιο απόσταγμα της λειτουργίας μιας παραποιημένης υποδειγματοποίησης, ταυτίζεται με το λεγόμενο «λυρικό υποκείμενο» ως θεωρητική αφετηρία δίχως κατάληξη και ως θεωρητική κατάληξη δίχως αφετηρία. Πρόκειται για αποκαλυπτικό λάθος το οποίο κρέμεται στα χείλη όσων δεν αναγνωρίζουν την ποίηση ως τέχνη.

Η σύγχυση είναι μνημειώδης καθώς το, λεγόμενο, λυρικό υποκείμενο προσδιορίζεται ως κοιτίδα αναφαίρετων ποιητικών χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων, μολονότι πρόκειται για το άκρο αντίθετο του ποιητικού υποκειμένου: το λυρικό υποκείμενο χρησιμοποιεί γλώσσα μα το ποιητικό υποκείμενο δημιουργεί γλωσσικό κώδικα.

Υποστηρίζω εν ολίγοις πως, ευρύτερα, το περιεχόμενο της προσέγγισης δεν είναι πάντοτε επαρκές ή σχετικό με το περιεχόμενο της ποίησης και πως το περιεχόμενο μιας γόνιμης προσέγγισης ως επί το πλείστον επαληθεύει τη διαφορετικότητα της ποίησης και ως εκ τούτου την αδυνατότητα μίας εκ βάθρων περιεχομενικής εκπροσώπησής της. Η πραγματική προσέγγιση (είτε πρόκειται για κριτική, για μελέτη ή για μετάφραση) δεν εκπροσωπεί το περιεχόμενό της ποίησης μα το εκθέτει. (περισσότερα…)