Day: 10.12.2021

Ανάμεσα Δον Κιχώτη και Μεφιστοφελή: Σκέψεις για ένα ρώσικο περίπτερο απ’ τα Ουράλια

afiche-expo-1900-palais-russe

 

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Η Διεθνής Έκθεση των Παρισίων του 1900 ήταν η μεγαλύτερη έκθεση που είχε ιδεί μέχρι τότε ο κόσμος. Ταυτόχρονα αποτελούσε το κύκνειο άσμα του απερχόμενου κι ασυγκράτητα ελπιδοφόρου 19ου αιώνα, κι ως εκ τούτου μια θριαμβική ωδή στα μοντέρνα (τεχνικά και καλλιτεχνικά) επιτεύγματά του και στην πίστη στην αέναη πρόοδο, αλλά και ένα ευφορικό πρελούδιο για τον επελαύνοντα, θαυμαστά νέο κι ελπιδοφόρο –μα εντέλει τρομερό– 20ό αιώνα. Τα προσκεκλημένα έθνη από όλη την υφήλιο είχαν την ευκαιρία να επιδείξουν (μαζί με την εθνική τους ιδιοπροσωπία) τη συντελεσθείσα πρόοδό τους αλλά και να διαφημίσουν περήφανα την προσδοκώμενη ιδιαίτερη εθνική (καλλιτεχνική ή/και βιομηχανική) τους ανάπτυξη και εξέλιξη. Σε αυτό το διεθνές πανηγύρι η Ρωσία συμμετείχε ως τιμώμενη χώρα με 2.400 περίπου εκθέματα σε έναν χώρο που ξεπερνούσε τα 6.300 τετραγωνικά μέτρα, και απέσπασε 1.589 από τα συνολικά 42.790 βραβεία που επιδόθηκαν. Ένα σημαντικό μέρος των εκθεμάτων αναδείκνυε τη σημασία της Σιβηρίας και του Υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου, που εδώ και σχεδόν μια δεκαετία είχε ξεκινήσει να κατασκευάζεται.

Η παρισινή έκθεση παρείχε την δυνατότητα στην Ρωσική Αυτοκρατορία να επανακτήσει το τρωθέν κύρος της μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και να παρουσιαστεί στην διεθνή σκηνή ως μία από τις ισχυρότερες και υπολογίσιμες μεγάλες διεθνείς δυνάμεις. Παράλληλα δε, όπως έχει επισημανθεί, η Ρωσία αποπειρώμενη να ενισχύσει το αυτοκρατορικό της γόητρο και τις φιλοδοξίες της ενδυνάμωσε και εμπλούτισε την αυτοκρατορική της ταυτότητα μέσω μιας νέας επανερμηνείας, όπως επέβαλαν και οι νέες ιστορικές συνθήκες, κυρίως η προσάρτηση νέων εδαφών από την Κίνα, στην ρώσικη Άπω Ανατολή. Το έκθεμα που στόχευε να αναδείξει αυτήν ακριβώς την νέα και εμπλουτισμένη ταυτότητα ήταν το περίφημο χυτοσίδηρο περίπτερο από το Κασλί. Αυτό το περίπτερο φιλοξενείται σήμερα στο μουσείο Καλών Τεχνών, καταμεσής του Γιεκατερινμπούργκ, στην ιστορική πλατεία πλάι στον ποταμό Ισέτ· μες στο κέντρο του τεράστιου εσωτερικού αίθριου λούζεται απ’ το φως που άπλετο μπαίνει από την τζαμένια πλευρά της ανατολής.

Το περίπτερο κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από χυτοσίδηρο του εργοστασίου της πόλης του Κασλί στα νότια Ουράλια. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ο χυτοσίδηρος της περιοχής είχε χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία γλυπτών και είχε διακριθεί παγκοσμίως για την πλαστικότητά του, την καθαρότητα και την απαλότητα της επιφάνειας του μετάλλου. Το έργο ανατέθηκε το 1898 στον νεαρό Πετρουπολίτη αρχιτέκτονα Εβγκένι Μπαουμγκάρτεν, ξεκίνησε το 1899 και ολοκληρώθηκε στο τέλος του έτους από 16 έμπειρους τεχνίτες του Κασλί, αριθμώντας συνολικά 3000 κομμάτια. Συναρμολογήθηκε και αποσυναρμολογήθηκε αρκετές φορές πριν σταλεί στην Γαλλία, ώστε να αποφευχθούν πιθανά λάθη. Τα 3000 αποσυναρμολογημένα κομμάτια του περιπτέρου συνόδευαν στην Γαλλία και οι 16 τεχνίτες με τα εργαλεία τους, οι οποίοι και το έστησαν στην θέση του. Μετά τον επαναπατρισμό του, επανασυναρμολογήθηκε το 1957 στο Γιεκατερινμπούργκ, όπου κι έκτοτε παρέμεινε μέχρι της σήμερον ως το λαμπρότερο έκθεμα του μουσείου Καλών Τεχνών.

 

BO-Bogach-and-EE-Baumgarten-near-the-Pavilion.-Paris-1900

 

«Το περίπτερο σχεδιάστηκε με μνημειώδεις διακοσμητικές μορφές, τυπικές του νέου ρωσικού στυλ που αναδύθηκε στην ρωσική αρχιτεκτονική την δεκαετία του 1890… Το νέο ρωσικό στυλ ήταν ένας εκλεκτικισμός που εκφραζόταν μέσα από μία ελεύθερη επιλογή της διακοσμητικής σύνθεσης. Έτσι το περίπτερο ήταν κατάφορτο από παλαιορωσικά, σκανδιναβικά, βυζαντινά και βενετσιάνικα μοτίβα. Σε συνδυασμό με αυτά, η εξαιρετικά δημοφιλής διακόσμηση αρ νουβώ χρησιμοποιήθηκε επίσης εκτεταμένα. Επρόκειτο για μία εξέλιξη του ρωσικού ύφους που είχε ήδη διαμορφώσει την ρωσική αρχιτεκτονική για δύο περίπου δεκαετίες. Το νέο ρωσικό στυλ συνδύασε τα στοιχεία του ρωσικού ύφους με τα τυπικά στοιχεία του αρ νουβώ. Αμέσως αναγνωρίστηκε στο εξωτερικό ως το “νέο διακοσμητικό κίνημα” της Ρωσίας και έγινε για μία σύντομη, αλλά σημαντική περίοδο, το ισχυρότερο σύμβολό της, όπου η παράδοση συμφιλιώνεται με την πρόοδο, και οι ρωσικές λαϊκές φόρμες ενσωματώνονται στο κυρίαρχο δυτικό στυλ» (Claudia Weiss, “Representing the Empire: The Meaning of Siberia for Russian Imperial Identity,” Nationalities Papers: The Journal of Nationalism and Ethnicity, 35:3 (2007), σ. 447). (περισσότερα…)