*
Μετάφραση ΕΙΡΗΝΗ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ-ΜΟΥΡ
Γιὰ τὸν ἐκδότη, ἑλληνιστὴ καὶ ποιητὴ Anthony Hirst βλ. τὸ εἰσαγωγικὸ κείμενο τῆς μεταφράστριας.
~.~
Πλατεία Κλαυθμῶνος, Ἀθήνα
25η Μαρτίου 2001
Βρίσκομαι ἐδῶ γιὰ νὰ φωτογραφίσω τὴν προτομὴ τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη,
τοῦ δημοσιογράφου «ποὺ ἔγραφε μὲ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἀναγνώστη»,
ἀλλὰ ποὺ τώρα ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἀσέβεια ἐκείνων
ποὺ εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι ποτέ δὲν τὸν διάβασαν
καὶ ποὺ πιθανὸν δὲν ἔχουν ἰδέα τοῦ ποιὸς ἦταν.
Τὸ μάρμαρό του καλυμμένο μὲ γκράφιτι σὲ δύο γλῶσσες.
Παιδιά προσπάθησαν νὰ προσθέσουν χρῶμα στὰ μαρμάρινα χαρακτηριστικά του.
Τὸ μουστάκι καὶ τὰ φρύδια του εἶναι τώρα καφέ-πορτοκαλί.
Σκοῦρο μπλὲ ἔχει καλύψει τὰ μάτια του γύρω καὶ μέσα.
Σήμερα εἶναι ἡ Ἐθνικὴ Ἑορτή, ἡ ἐπέτειος
τῆς ἔναρξης τοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγώνα. Ἡ ἡμερομηνία
πειράχτηκε λιγάκι γιὰ νὰ συμπέσει μὲ τὸν Εὐαγγελισμό…
Ἡ γέννηση τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ –
ἕνας ἰσχυρὸς μέχρι σήμερα συσχετισμός.
(Ποιὰ ἡ πιθανότητα εἰρήνης ὅταν ο Θεὸς
ἔχει τόσους ἐκλεκτοὺς λαούς;)
Εἶναι ἡ μέρα γιὰ στρατιωτικὲς παρελάσεις,
ὁ φτερωτὸς Ἀρχάγγελος ἔχοντας δώσει τὴ θέση του στὰ πολεμικὰ ἀεροσκάφη
και νἄμαστε ἐδῶ στὴν τροχιὰ πτήσης. Ὁμάδες τῶν τεσσάρων,
σὲ σχηματισμούς, ξυρίζουν τὶς ταράτσες τῶν ψηλότερων κτιρίων,
ὠχρὲς κοιλιὲς σὰν στῆθος περιστεριοῦ, νύχια μαζεμένα,
καὶ ὅπλα θηλυκωμένα κάτω ἀπ᾽ τὰ φτερά τους. Κάθε φορὰ ποὺ ἔρχονται
τὰ περιστέρια τῆς πλατείας στὰ δέντρα καὶ στὶς ἄκρες
ἀπ᾽ τὶς στέγες πετάγονται στὸν ἀέρα κατὰ ἑκατοντάδες. Μόλις ποὺ
προλαβαίνουν νὰ κάνουν τὸν κύκλο καὶ νὰ ξανακάτσουν στὶς κορυφὲς
πρὶν ἔρθουν τὰ ἐπόμενα τέσσερα, κι ὁ πανικὸς ξαναρχίζει.
Ὁ Γαβριηλίδης δὲν διέδωσε ἀκριβῶς τὸν Εὐαγγελισμὸ
καθότι ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ ἡ Ἀκρόπολις,
ἡ ἐφημερίδα του, τόλμησε νὰ δημοσιεύσει τὸν Ματθαῖο
στὴ δημοτική, τὴν σύγχρονη «Γλῶσσα τοῦ Λαοῦ»,
γεννώντας τὰ Εὐαγγελικὰ (ἕναν αἰώνα πρὶν σὰν σήμερα)
καί, τὴν μέρα τῆς Σύναξης τῶν Ταξιαρχῶν, Μιχαήλ
καὶ Γαβριὴλ ( Ἄγγελου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ),
ὅταν ἀστυνομία, στρατός καὶ ἄτομα ἀγνώστων στοιχείων
στὰ ἐπάνω παράθυρα τοῦ Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν ἄνοιξαν πῦρ,
ἄφησαν ὀχτώ ἄνδρες νεκρούς, κι ἄλλους ἑξήντα τραυματίες.
Παρ᾽ ὅλ᾽αὐτὰ εἶναι ὁ Ματθαῖος ἐκεῖνος ποὺ μιλάει
γιὰ τὴν Σφαγὴ τῶν Ἀθώων,
ἀλλὰ πού, ἄν κάποιος ἦταν ἀθῶος ἐκείνη τὴν ἡμέρα τοῦ Νοέμβρη
δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ζήτημα ν᾽ ἀποφανθεῖ κανείς.
~.~
Τὰ χελιδόνια τῆς Καστοριᾶς
(Γιὰ τὴ Γιασεμί, τὴ Μακεδόνισσα)
Κινούμενος ἀνάμεσα σὲ ἀνθρωποφύτευτα πλατάνια
ποὺ περιστοιχίζουν τον δρόμο δίπλα στη λίμνη, ξαφνικά
βρέθηκα περικυκλωμένος ἀπὸ χελιδόνια.
Δωδεκάδες νὰ στροβιλίζονται γύρω μου
πιὸ γρήγορα κι ἀπ᾽ τ᾽ ἀνεμοσκορπισμένα τοῦ φθινοπώρου φύλλα.
Φυλλοσκορπισμένο φῶς νὰ χτυπάει
τὶς ἰριδίζουσες μαῦρες καὶ μπλὲ οὐρές τους
καὶ τὰ εὐαίσθητα στήθη τους στὸ χρῶμα τοῦ δέρματος.
Στέκομαι, μαγεμένος καὶ σιωπηρὰ προνομιοῦχος
ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἀδιαφορία τους γιὰ μένα, ὥσπου
ἕνα τυφλὸ ἁμάξι περνᾶ κι ἐξαφανίζονται.
Τὰ εἶχα δεῖ χτὲς τὸ σούρουπο
θαρρώντας τα στὴν ἀρχή γιὰ νυχτερίδες:
μαῦρες φιγοῦρες ἀκόπιαστα νὰ ἐκσφενδονίζονται,
νὰ ράβουν τὶς στενὲς λωρίδες δειλινοῦ οὐρανοῦ,
ἁπλωμένες ἀνάμεσα στὶς ὀροφὲς
τῶν ἑτοιμόρροπων ἀρχοντικῶν τῶν γουναράδων•
μετὰ τὸ πρωὶ πρόσεξα παντοῦ
τὶς φωλιὲς τους, ἀπὸ λάσπη κι ἄχυρο
κολλημένες στὶς γωνιὲς κάτω ἀπὸ γεῖσα,
μπαλκόνια καὶ χαγιάτια.
Καὶ σ᾽ ἕνα ἀρχοντικό, ὑπέροχα ἀνακαινισμένο,
συνάντησα ἕνα μοναχικὸ χελιδόνι, παγιδευμένο,
διαρκῶς ἀποτραβηγμένο ἀπ᾽ τὸ λαμπρὸ φῶς
στὸ κιόσκι («θερινὸ οἰκοδόμημα»
λέει ὁ ὁδηγός, «περιστύλιον» τὸ λεξικό) –
δύο σειρὲς παράθυρα πάνω ἀπὸ ντυμένα καθίσματα
ὁλόγυρα τρεῖς τοῖχοι, ἡ βόρεια πλευρά τοξοτὴ ἀλλὰ ἀνοιχτὴ
πρὸς τὸν δοξᾶτο (τὴν κύρια αἴθουσα ὑποδοχῆς),
τὰ πάνω παράθυρα τζαμωμένα καὶ προστατευμένα
μὲ γύψινα ἀραβουργήματα
ἐμπλουτισμένα μὲ πολύχρωμο γυαλί,
κάθε τζαμιλίκι διαφορετικό, πρόσφατα ξαναφτιγμένο
(«στὴν Τουρκία,» ἀπολογήθηκε ὁ ξεναγὸς),
τὰ κάτω, μὲ κάγκελα καὶ πατζούρια, χωρὶς τζάμι.
Διαρκῶς ξαφνιασμένο μπροστὰ
στὸ ἴδιο διάφανο τζάμι, τὸ χελιδόνι, ποὺ ἀναπαυόταν πάντα
ἀπὸ τὴν ἀπεγνωσμένη του πτήση στὴν ἴδια γωνιά,
κουρνιασμένο πάνω ἀπό ᾽να γύψινο καφασωτό,
ἀδιάφορο γιὰ τὰ ζωγραφισμένα δέντρα
στὴ σειρὰ μπροστὰ στὰ μάτια του κατά μῆκος τοῦ γύψινου ἐκμαγείου
καὶ τὰ ζωγραφισμένα λουλούδια, ἀπαρηγόρητο
ποὺ βρίσκονταν σ᾽ ὅ,τι θὰ πρέπει νά ᾽ναι
ἕνα ἀπὸ τὰ ὀμορφότερα, τὰ πιὸ ἀναπαυτικὰ δωμάτια στὴν Ἑλλάδα.
~.~
Ἀττικὴ διακοπὴ ρεύματος *
ὦ γαῖα καὶ νὺξ ἣν ἐδερκόμην πάρος
Ἀπόψε ἡ ἀνάγνωση τῆς Ἠλέκτρας
δὲν ἠλεκτρίζει. Τὸ βιβλίο
γλιστρᾶ καὶ μὲ παίρνει ὁ ὕπνος
πρὶν ὁ φόνος διαλύσει
τὸ σκότος ποὺ καθαρὰ εἶδε
καὶ ξυπνῶ –τὸ κερὶ νὰ καίει ἀκόμα–
λουσμένος σ᾽ ἕνα ψυχρὸ πράσινο φῶς
καθὼς ἡ κίνηση τῶν σφαιρῶν ἐπιτυγχάνει
τὴν περιοδική, σύντομη εὐθυγράμμιση
τοῦ προσώπου μου, τοῦ φεγγίτη καὶ τοῦ φεγγαριοῦ.
* Στὸν ἀγγλικὸ τίτλο ‘Attic power cut’ ὑπάρχει τὸ παιχνίδι ἀνάμεσα στὴ διπλὴ σημασία τοῦ attic: ἀττικὴ ἀλλὰ καὶ σοφίτα.
~.~
Πλατεία Βαρνάβα, Ἀθήνα
(Ἰούνιος 2012)
Η πλατεία πῆρε τ᾽ ὄνομά της ἀπὸ τὸν Βαρνάβα, τὸν Ἅγιο Βαρνάβα
θαρρῶ, σύντροφο ἐκείνου τοῦ ἀλλοπρόσαλλου ἠθικολόγου
τοῦ Ἅγιου Παύλου – «κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι».
Ἔτρωγα συχνὰ ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ χρόνια
ἀλλὰ ποτὲ δὲν σκέφτηκα ὅτι ἐκεῖ γινόταν καὶ ψωνιστήρι
ἀπὸ ἐκδιδόμενες γυναῖκες. Ἴσως τότε νὰ μὴν ἦταν.
Τώρα εἶναι τα δεκαπεντάποντα
ποὺ προδίδουν τὸ παιχνίδι.
Ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς ψηλοτάκουνες κυρίες ποὺ βλέπω
εἶναι στὸ πόστο της ἔξω ἀπὸ ἕνα σκοτεινὸ μαγαζὶ
κάπου εἴκοσι μέτρα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ κάθομαι
(τὸ τραπέζι μου στὸ πεζοδρόμιο δίπλα στὴν πόρτα ἑνὸς ἐστιατορίου).
Περπατάει πάνω κάτω, κάνει πέντ᾽ ἕξι
μικρὰ βήματα πρὸς τὰ μένα, μετὰ στάση,
μετὰ πέντε ἢ ἕξι βήματα πίσω, ἄλλη στάση,
χαλαρὴ καὶ καθόλου μαζεμένη, τὸ ἴδιο
κομμάτι τῆς βραδινῆς σκηνῆς
ὅσο καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ παίζουν στὸ κέντρο τῆς πλατείας,
ἢ οἱ οἰκογένειες ποὺ τρῶνε ἐκεῖ κάτω ἀπ᾽ τὰ δέντρα.
Τὰ μαλλιά της ἀνοιχτὰ καστανὰ καὶ μακριά, τὰ ροῦχα της ὅλα μπλὲ
μοντέρνο τζὴν παντελόνι λίγο κάτω ἀπ᾽ τὸ γόνατο,
μπλουζάκι στολισμένο με μικρούς καθρέφτες ποὺ ἀντανακλοῦν
τὰ φῶτα τοῦ δρόμου καὶ τῶν περαστικῶν αὐτοκινήτων.
Μιὰ τσάντα γύρω ἀπ᾽ τὸν ἕναν ὦμο καί,
στὸ ἄλλο χέρι, μιὰ ἀπ᾽ αὐτὲς τὶς στενόμακρες
τσάντες δώρου φτιαγμένες εἰδικὰ γιὰ μιὰ φιάλη.
Μιὰ ἄλλη ψηλοτάκουνη κυρία κάθεται στὸ τραπέζι
δίπλα ἀπ᾽ τὸ δικό μου, μὲ τὴ λέξη justmarried κεντημένη
στὰ ὀπίσθια μὲ χοντρὲς λαμπερὲς κλωστές.
Ἕνας κύριος ἑξήντα-κάτι μὲ σόρτς καὶ φοῦτερ
μὲ πολύχρωμες ρίγες σὰ δαχτυλίδια ἀπὸ βαρέλι
ν᾽ ἁπλώνονται κατὰ μῆκος τῆς παχουλῆς κοιλιᾶς του
σταματάει στὴν πόρτα νὰ τὴ ρωτήσει τ᾽ ὄνομά της.
«Ρόζα» τοῦ λέει μ᾽ ἕνα καλοδίπλωτο Ρ,
κι αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ τώρα – ὁ τύπος μπαίνει μέσα.
Εἶναι βέβαια μόνο ἕνα ὄνομα τοῦ ἐπαγγέλματος, γιατί
στὸ λεπτό βγαίνει ἕνας σερβιτόρος μὲ τὸ δίσκο γεμᾶτο
καὶ μὲ τὸ ποὺ τὴ βλέπει «Γειά σου, Ἑλένη» τῆς λέει
(ἡ ἀλληλεγγύη τῶν ἐπαγγελμάτων παροχῆς ὑπηρεσιῶν).
Εὐτυχῶς δὲν μὲ παίρνει χαμπάρι
ποὺ τὴν παρατηρῶ. Δὲν εἶμαι ἁπλῶς τοῦ κύκλου της –
ἕνας ἡλικιωμένος ξένος μὲ ἀτημέλητα ροῦχα.
Τὸ περίτεχνο ἀκουστικὸ τοῦ κινητοῦ δουλεύει ἐντατικὰ
καὶ ξάφνου ἕνα ἁμάξι ἐμφανίζεται, μιὰ μεγαλύτερη γυναίκα
στὸ τιμόνι, καὶ τὴν «πετάει» σὲ κάποια ἀποστολὴ
πιὸ πολυτελείας, φαντάζομαι,
ἀπ᾽ ὅ,τι τούτη ἡ φτωχὴ πλατεία μπορεῖ νὰ προσφέρει.
Τὸ καφὲ στὴν Αἴγινα
ὅπου τὰ γράφω αὐτὰ
ἔχει δεχθεῖ εἰσβολὴ ἀπὸ δυὸ ντουζίνες
καλοταϊσμένες προσκυνήτριες, πού,
καθὼς περιμένουν τὰ παγωτά τους
καὶ τὰ τεράστια πιάτα μὲ τὰ σιροπιαστά,
γυρίζουν χέρι μὲ χέρι νὰ μυρίσουν
τὰ μακριὰ ἀρωματικὰ κεριὰ
πού κάποια τους μόλις ἀγόρασε
γιὰ ν᾽ ἀνάψει στὴν ἐκκλησία.
Δυὸ ἀκόμα φτάνουν μαζί σ᾽ ἕν᾽ ἁμάξι –
τὰ ἵδια ψηλοτάκουνα, οἱ ἴδιες τσάντες μὲ κρασὶ-δῶρο –
κι ἀπομακρύνονται πιασμένες ἀπὸ τὸ μπράτσο
στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πλατείας, ἐκτὸς τοῦ ὀπτικοῦ μου πεδίου.
Ἑστιασμένος σ᾽ ἐκεῖνες, χάνω τὸ ψωνιστήρι
τῆς Δεσποινίδας Μπλέ. Τώρα περνάει ἀπὸ μπροστά μου
μιλώντας φιλικὰ μ᾽ ἕναν ἄντρα –
μπορεῖ μαγαζάτορα ἢ τεχνίτη
ποὺ μόλις ἔκλεισε τὸ μαγαζί του γιὰ τὸ βράδυ,
πλησιάζοντας θαρρῶ τὰ πενήντα –
χωρὶς ἀμφιβολία κατευθυνόμενοι γιὰ κοντινὸ ξενοδοχεῖο.
Καὶ σιωπηρὰ τοὺς εὔχομαι νὰ πᾶνε στὸ καλό – εὔχομαι
ἐκεῖνος νὰ ἐκτιμήσει τὸ ἀναμφίβολο
κάλλος τοῦ σώματός της, κι ἐκείνη
νὰ ἔχει τουλάχιστον τὴν ἱκανοποίηση μιᾶς
δουλειᾶς ποὺ ἔγινε σωστά, τοῦ πελάτη ποὺ ἱκανοποιήθηκε,
τῶν χρημάτων ποὺ κερδήθηκαν καλά, γιατὶ σίγουρα θέλει τέχνη
νὰ κάνεις σὲξ γιὰ χρήματα – μιὰ τέχνη ποὺ θὰ μποροῦσε,
ἴσως, ὅπου ὑπάρχει, νὰ τιμᾶται περισσότερο
(ἄν καὶ φυσικὰ ὄχι ἀπ᾽ τὸν Παῦλο ἢ τὸν Βαρνάβα)
~.~
Θέατρο τοῦ Διονύσου, Ἀθήνα
Τὸ μάρμαρο ὅλο τοῦτο ξέχνα το γιὰ μιὰ στιγμή.
Σκέψου ἕναν θίασο περιοδεύοντα,
πού, σὰν τὸ μπουλούκι ἑνὸς τσίρκου,
κουβαλάει σκηνὴ καὶ καθίσματα μαζί του.
Πὲς ὅτι ἔφτασες τὸ μεσημέρι καὶ τὸ θέατρο
ἤδη μισο-διαλυμένο –βλέπεις τὰ ἐξαρτήματα
βαλμένα στὴ σειρὰ γιὰ φόρτωμα– εἶναι ἄδειο.
Οἱ ἠθοποιοί (ἐργάτες σήμερα), ποὺ χθὲς τὸ βράδυ ἔπαιξαν–
νὰ ἦταν ἄραγε, ἡ παγκόσμια πρεμιέρα τῆς Ὀρέστειας,
εἶναι ἐκεῖ κάτω, φαντάζεσαι, ξεκουράζονται στὴ σκιὰ
τῶν πεύκων καὶ τῶν κυπαρισσιῶν. Σύντομα θὰ ἐπιστρέψουν, συλλογίζεσαι,
νὰ πάρουν τὰ τελευταῖα γύψινα σκηνικὰ
μὲ τοὺς σκυφτοὺς σατύρους ποὺ μοιάζουν νὰ σηκώνουν τὴν σκηνή,
τὰ ἐναπομείναντα καθίσματα στὶς κερκίδες· καὶ νὰ σωριάσουν
τὶς καρέκλες τῆς πρώτης σειρᾶς μὲ τὴν ψηλὴ πλάτη, σημειωμένη μὲ τίτλους
θρησκευτικῶν καὶ δημοσίων ἀξιωματούχων
(ποὺ μπορεῖ ν᾽ ἀλλάξουν βέβαια ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες
τῆς κάθε πόλης ποὺ ἐπισκέπτονται).
. Μὰ δὲν ἐπιστρέφουν –
μόνο ἕνας νεαρὸς ἀρχαιοφύλακας, μιλώντας, ἀδέξια,
τὴ δική σου βάρβαρη γλώσσα (οὔτε τὴ δική του οὔτε τὴ δική τους)
διατάσσει ἕνα ζευγάρι ποὺ παραβίασε τὰ σκοινιὰ νὰ μετακινηθεῖ.
Καὶ καθὼς παρατηρεῖς τὴν ἤπια ἀπειλητική του προσέγγιση,
τὴν βαρύθυμη ἔξοδό τους, μέσα στὸ ἐκθαμβωτικὸ λιοπύρι
οἱ αἰῶνες ἐξαχνοῦνται καὶ ὅλο αὐτὸ τὸ πρόσκαιρο συντρίμμι
παρατημένο ἀπ᾽ τοὺς ἠθοποιούς, μαρμαρώνει.
ANTHONY HIRST
* * *
*