Στρατής Πασχάλης, «Ο Νεκρός Θεός είναι ο ίδιος ο Έρωτας»

 

«Το συνθετικό έργο είναι κάτι άλλο. Απαιτεί μία πολύ στέρεη σύλληψη και μία σχεδόν μουσική ενορχήστρωση. Μία σύλληψη την οποία χειρίζεσαι ποιητικά σε έναν μεγάλο αριθμό σελίδων, όπως θα χειριζόσουν μια υπόθεση, μια πλοκή, στο μήκος ενός μυθιστορήματος. Παραπέμπει, επίσης στη μουσική συμφωνία, βασισμένη σε μια αντίληψη αρχιτεκτονική. Απαιτεί έναν δυνατό πυρήνα που να αφορά, να είναι αμέσως ευανάγνωστος, και που να μην χάνεται πουθενά. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα και μόνο ποίημα με πολλά μέρη και πολλές πτυχές. Αλλά η ενότητα είναι το παν. Να κρατιέται το υλικό γύρω από τον άξονα και να μην γίνεται πλαδαρό, φλύαρο, να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, διαγράφοντας ένα τόξο μέχρι το τέλος, σίγουρο και σταθερό… Σήμερα θεωρούμε πια την ποίηση μια ειδική τέχνη για περιορισμένο κοινό. Κι είναι κρίμα. Κι αυτό έχει επιπτώσεις και στην κατάταξη των ειδών. Την τοποθετούν τρίτη μετά το μυθιστόρημα και το διήγημα, ακριβώς γιατί την κρίνουν με βάση τους νόμους της αγοράς και το περιορισμένο κοινό της

Από τη νεανική Ανακτορία ώς την πρόσφατη Μεγάλη Παρασκευή, ο ποιητής ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ έχει διανύσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες και έχει να επιδείξει ένα ογκώδες έργο μοιρασμένο περίπου εξίσου σ’ αυτόν και τον προηγούμενο αιώνα. Με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο, μίλησε στο Νέο Πλανόδιον και τον Κώστα Κουτσουρέλη για τα μεγάλα θέματα της γραφής του, την ποίηση αλλά και το θέατρο, τον έρωτα αλλά και την πολιτική.

 

 

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

«Ο Νεκρός Θεός είναι ο ίδιος ο Έρωτας»

Μια συνομιλία με τον Κώστα Κουτσουρέλη

Ήδη λόγω όγκου, της τετραετίας πήρε η συγγραφή αλλά και της εντελώς ιδιαίτερης τυποτεχνικής της εμφάνισης, Η Μεγάλη Παρασκευή δείχνει, βοά θα έλεγα, ότι αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερη στιγμή στο έργο του ποιητή της.

Ναι, σωστά. Είναι ένα βιβλίο που το δούλεψα αρκετά. Το είχα αρχίσει με την κορύφωση της οικονομικής κρίσης σιγά-σιγά. Και το επεξεργάστηκα με πολύ προσοχή και μεγάλη διάθεση πειραματισμού. Το παιχνίδι ήταν το βασικό. Παιχνίδι με τις λέξεις, τις ρίμες. Ενώ ο τίτλος του είναι βαρύς, το περιεχόμενό του ήθελα να έχει μια φανταιζίστικη ελαφράδα. Τίποτε το βαρύγδουπο. Φυσικά, τα βιώματα έπαιξαν κρίσιμο ρόλο. Βιώματα από ανθρώπους, από την επαφή με τις τέχνες, από ταξίδια, κλπ. Βιώματα που αργά και σταθερά έπλεκαν τον «αφηγηματικό» ιστό ενός μικρού λυρικού «δρώμενου» με στοιχεία από το θέατρο και το τραγούδι… Τυποτεχνικά, θέλησα να μην ακολουθήσω ό,τι συνηθίζεται για τις ποιητικές συλλογές, αλλά να έχει κι έναν εικαστικό σχεδόν χαρακτήρα. Να είναι μια έκδοση καλλιτεχνική, όχι έκδοση ποιητικής συλλογής ανθρώπου των γραμμάτων. Γι’ αυτό διάλεξα την Κάπα Εκδοτική που φημίζεται για τις εκδόσεις της κυρίως για το θέατρο. Είχα πολύ καλά συνεργαστεί μαζί τους στην έκδοση της μετάφρασης του Masteclass. Έτσι, προέκυψε η έκδοση της Μεγάλης Παρασκευής που μας απασχόλησε για μήνες εωσότου κυκλοφορήσει… Ευχαριστώ γι’ αυτήν όλους τους επιμελητές και τον εκδότη.

— Το κύριο μέρος του βιβλίου, το τιτλώνυμο, απλώνεται σε σχεδόν εκατό σελίδες. Τα τρία του μέρη πάλι επιμερίζονται σε άλλα μέρη, αυτοτελέστερα. Γενικά, είναι πρόδηλη εδώ η αρχιτεκτονική, η συνθετική φροντίδα.

Το χώρισα σε τρία μέρη. Τα τρία μέρη της ημέρας της Μεγάλης Παρασκευής. Οι Ώρες, η Αποκαθήλωση και τα Εγκώμια. Που θα μπορούσαν να αντιστοιχούν στα τρία μέρη της Θείας Κωμωδίας. Την Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο. Κι αυτά πάλι, να αντιστοιχούν σε τρεις δικούς μου βιωματικούς κύκλους. Την Κρίση, την Περιπλάνηση και τη Λύτρωση. Οι οποίοι δεν ήταν απαραίτητα επάλληλοι όπως παρουσιάζονται. Άλλοτε ήμουν σε λύτρωση, άλλοτε σε κρίση, με ενδιάμεσες περιπλανήσεις. Οι τρεις αυτοί κύκλοι είχανε ο καθένας και μία διαφορετική μορφολογία. Στην Κόλαση, έγραφα κυρίως σαν «στιχοπλόκος». Στο Καθαρτήριο, κυρίως σαν «βάρδος». Στον Παράδεισο, περισσότερο σαν σύγχρονος ποιητής. Με «αφηγηματικές» πινελιές εδώ κι εκεί. Κι όλα αυτά προσδιορίζονταν από τα γεγονότα της ζωής, εσωτερικά και εξωτερικά. Υποκειμενικά και αντικειμενικά. Με στόχο να αποτυπωθεί το βίωμα μιας ενορχηστρωμένης διάλυσης, χωρίς την αίσθηση της ποιητικής δημιουργίας αλλά με τους όρους του τυχαίου παιχνιδιού. Ήθελα να λέγονται συγκλονιστικά πράγματα με ανάλαφρο – το ξαναλέω– τρόπο. Είχα προσέξει πως κάποια μυστικά ποιήματα έχουν αυτό γνώρισμα και είναι κάτι που με είχε κατά καιρούς απασχολήσει. Θυμάμαι τους μελοποιημένους στίχους του μυστικού ποιητή της Δύσης, του Ιωάννη του Σταυρού, από ένα μουσικό συγκρότημα της Τουλούζης, που είχα ακούσει κάποτε σ’ ένα ποιητικό φεστιβάλ στη Νότιο Γαλλία, πόσο μελωδικοί ηχούνε ακόμα στ’ αυτιά μου οι ερμητικοί του στίχοι. Επίσης, ο ρυθμικός δεκαπεντασύλλαβος του Συμεών… Γενικά όλη η βυζαντινή ποίηση βρίθει από παιγνιώδη σχήματα και λογοπαίγνια… Επίσης, ο Έλιοτ στην Τετάρτη των Τεφρών (έργο που με συναρπάζει ιδιαίτερα) αλλά και την Έρημη Χώρα κάνει το ίδιο. Αλλά και ο τεχνασματικός Πεσσόα… Αυτά τα παραδείγματα έγιναν διακείμενα και τόποι αναφοράς ως προς τον τρόπο γραφής.

— Μια παρέκβαση. Η τωρινή ελληνική ποίηση, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλαιότερα, δεν μας έχει συνηθίσει σε φιλόδοξες συνθέσεις τέτοιου μήκους. Το μεμονωμένο ποίημα της μιας ή των δύο σελίδων φαίνεται να επικρατεί απολύτως. Έχεις ίσως μια εξήγηση για το φαινόμενο;

Εγώ προσωπικά, ποτέ δεν δημοσίευσα συλλογές ποιημάτων. Το κάθε μου βιβλίο είναι μία αφήγηση. Η ποιητική καταγραφή ενός κύκλου. Οι Στίχοι ενός άλλου, η συγκεντρωτική όλων των συλλογών, θυμίζει, όπως ειπώθηκε από την κριτική, κάτι σαν ποιητικό αφήγημα. Θέλω όμως να ξεχωρίσω κάτι. Άλλο μια «σύνθεση» ποιητικής ύλης, «ποίησης», με μια κοινή γενική αίσθηση, αλλά χωρίς στέρεο θεματικό άξονα, και άλλο ένα συνθετικό έργο. Πρόσφατα, υποστήριξα κι εγώ την ανάγκη του αυτόνομου ποιήματος «που λέει κάτι», έναντι μιας νεφελώδους σύνθεσης κομματιών κοινής αίσθησης. Το συνθετικό έργο είναι κάτι άλλο. Απαιτεί μία πολύ στέρεη σύλληψη και μία σχεδόν μουσική ενορχήστρωση. Μία σύλληψη την οποία χειρίζεσαι ποιητικά σε έναν μεγάλο αριθμό σελίδων, όπως θα χειριζόσουν μια υπόθεση, μια πλοκή, στο μήκος ενός μυθιστορήματος. Παραπέμπει, επίσης, όπως σου είπα, στη μουσική συμφωνία, βασισμένη σε μια αντίληψη, όπως σωστά λες, αρχιτεκτονική. Απαιτεί έναν δυνατό πυρήνα που να «αφορά», να είναι αμέσως «ευανάγνωστος», και που να μην χάνεται πουθενά. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα και μόνο ποίημα με πολλά μέρη και πολλές πτυχές. Αλλά η ενότητα είναι το παν. Να κρατιέται το υλικό γύρω από τον άξονα και να μην γίνεται πλαδαρό, φλύαρο, να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, διαγράφοντας ένα τόξο μέχρι το τέλος, σίγουρο και σταθερό. Πολύ δύσκολο. Το έχω αποπειραθεί και άλλοτε. Στο Μιχαήλ και την Κωμωδία.

Βέβαια, η εντελώς σημερινή αντίληψη, πράγματι, δεν ευνοεί τέτοια έργα. Εδώ βέβαια θυμάμαι, τον Όμηρο του Ουώλκοττ και τον Περαστικό απ’ τον Άθω του Μπερνάρ Νοέλ που έχω μεταφράσει, σύγχρονα συνθετικά έργα ολκής. Θα υπάρχουν και άλλα. Ωστόσο, στην Ελλάδα, αντίστοιχα παραδείγματα έχουμε πολύ λιγότερα σε σχέση με το παρελθόν. Ίσως γιατί η ανάγνωση των βιβλίων γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη και το μικρό ποίημα, με ατομικό-υπαρξιακό-συναισθηματικό-υποκειμενικό θέμα, είναι πιο «εύχρηστο». Και πιο δημοφιλές. Ωστόσο, το συνθετικό έργο ενισχύει τη διαχρονική ιδέα της ποίησης ως κυρίαρχο είδος, που περιλαμβάνει και την αφήγηση και το δράμα και το τραγούδι. Κάτι που έχει ξεχαστεί. Θεωρούμε πια την ποίηση μια ειδική τέχνη για περιορισμένο κοινό. Κι είναι κρίμα. Κι αυτό έχει επιπτώσεις και στην κατάταξη των ειδών. Την τοποθετούν τρίτη μετά το μυθιστόρημα και το διήγημα, ακριβώς γιατί την κρίνουν με βάση τους νόμους της αγοράς και το περιορισμένο κοινό της. Απαράδεκτο.

— «Παράγγειλα καφέ και στάθηκα να τον πιω στα όρθια. Κανείς δεν είχε βλέμμα. Όλοι με μάτια τάφου. / Τότε κατάλαβα πως ο νεκρός θεός είναι θαμμένος μέσα μας, κι όλος μας ο σκοπός είναι να αναστηθεί.» Με αυτές τις φράσεις ξεκινά η Μεγάλη Παρασκευή. Ο αρχέγονος μύθος του τεθνεώτος αλλά αναστησόμενου θεού ενέπνευσε σπουδαίους ποιητές του περασμένου αιώνα, τον Άγγελο Σικελιανό λ.χ. ή τον Τ. Σ. Έλιοτ, για να αναφέρω δύο ονόματα. Τι ακριβώς σε έθελξε προσωπικά σ’ αυτόν;

Όταν η οικονομική κρίση ξεκίνησε για τα καλά, η ερημιά και το κενό παντού ήταν φανερά. Η βία και η παρακμή πήγαιναν χέρι-χέρι. Την ατμόσφαιρα «έρημη χώρα» δεν χρειαζότανε και πολύ να ψάξεις για να τη βρεις. Τότε ακριβώς, ένα κείμενο για τον Έλιοτ μου θύμισε το Χρυσό Κλωνάρι του J. G. Frazer, που το είχα στη βιβλιοθήκη μου, και θέλησα να το ξαναδιαβάσω. Ειδικά το κεφάλαιο για τον Νεκρό Θεό. Ταυτόχρονα με το Ψυχολογία και Θρησκεία του C. G. Jung , που ενώ το ήξερα από έφηβος, το ανακάλυπτα πιο ώριμος τώρα και πιο έκπληκτος με όσα διατυπώνει. Όλα αυτά μαζί γέννησαν ένα αίσθημα που με οδήγησε σε ό,τι σου είπα πιο πάνω. Η αίσθηση θανάτου και η ανάγκη αναγέννησης μ’ έκαναν να βλέπω παντού την εικόνα του Επιταφίου. Του ανθισμένου τάφου. Μοιραία όλα αυτά με πήγανε στον Σικελιανό ( «Στ’ όσιου Λουκά το Μοναστήρι»), τον Καβάφη ( «Ωραία λουλούδια κι άσπρα…», τον Σολωμό («Ο Πόρφυρας»), τον Ρεμπώ ( «Ο κοιμισμένος στη Ρεματιά»). Αλλά και στον Πικασσό και στη γαλάζια περίοδό του, όπου όλα άρχισαν από την γαλάζια υφή ενός νεκρού νεαρού φίλου του στο φέρετρο που τον ζωγράφισε πολλές φορές επίμονα, σχεδόν με μελαγχολικό πάθος – άλλος ένας νεκρός θεός… Αλλά και στην Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι παράλληλα με κάποια θεατρικά αποσπάσματα ή ταινίες, όλα μου έδιναν ερεθίσματα συνοδεύοντας κάτι σαν αναζήτηση του χαμένου χρόνου από βιώματα της εφηβείας και της νεότητάς μου, που ξαφνικά τα έβλεπα σαν στιγμές Επιταφίου και αυτά, σε αναζήτηση μιας Ανάστασης… Αλλά και γενικότερα η εποχή μας που με την κρίση έδειχνε πιο καθαρά τα τρωτά, της, τι άλλο είναι από μία Μεγάλη Παρασκευή σε διάρκεια που περιμένει την ανάσταση του νεκρού Μύθου;

— «Κι οι Εραστές πάλι πάνω στ’ αγριολούλουδα / κάνουνε πράξη για λίγο / αυτό που δεν θα καταγράψει ποτέ το ληξιαρχείο του χρόνου. […] Και δεν υπάρχει πια νεκρός θεός / γιατί ο νεκρός θεός έγινε / αυτή η ώρα κι αυτή η εικόνα κι αυτή η αίσθηση». Η απάντηση που θα βρει κανείς στην κατακλείδα της Μεγάλης Παρασκευής είναι ο έρωτας. Απέναντι στον ίσκιο του θανάτου, έχουμε εδώ, θα έλεγα, μια μεταφυσική όχι πλέον της αιωνιότητας, αλλά της στιγμής που υπαρξιακά και βιωματικά διαστέλλεται τόσο όσο να περιλάβει, και με τον τρόπο αυτόν να σώσει, ό,τι είναι πράγματι ακριβό και αξιοσυντήρητο εντός του παρόντος. Όπως στον Οδυσσέα Ελύτη ή τον Οκτάβιο Πας, ο νεκρός θεός δεν ανίσταται πλέον στο άχρονο επέκεινα, αλλά το αντίθετο, κατακλίνεται στο ερωτικό ακαριαίο εδώ.

Ο «Νεκρός Θεός» είναι ο ίδιος ο Έρωτας, στην πιο πνευματική του διάσταση, που περιμένει την ανάστασή του. Αυτό βέβαια, χωρίς να το προϋποθέτει, δεν αποκλείει το σώμα, αρκεί η χρήση του να μην είναι μόνο ηδονοθηρική. Πάντως, ο έρωτας στην πιο πλατειά και την πιο ουσιαστική εκδοχή του. Η στιγμιαία ένωση με το Άλλο που μας λυτρώνει από τη φθορά γιατί αναστηνόμαστε, βγαίνουμε από το ζωϊκό εγώ όπου είμαστε σαν νεκροί θαμμένοι. Ό,τι είναι και η Στιγμή στον Ρεμπώ, η έκλαμψη της αιωνιότητας, αυτό που είπες πριν λίγο «ερωτικό ακαριαίο». Αν αυτή η στιγμιαία πραγμάτωση μέσα στο Άλλο γίνει διάρκεια, τότε ο θάνατος πια δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο το άχρονο Τώρα. Αυτό άλλωστε είναι και η ποίηση στην πιο ουσιαστική της σημασία. Αυτό ζητάμε κατά βάση, φυλακισμένοι στη σχετικότητα και την αποτυχία.

Βέβαια, στη Μεγάλη Παρασκευή, η επίκληση του έρωτα είναι και επίκληση για αληθινή ανθρώπινη επικοινωνία, σ’ έναν κόσμο τεράστιας μοναξιάς μέσα σε μία φρενίτιδα επιφανειακής επικοινωνίας… Όπως και μια επίκληση ομορφιάς, μέσα σε μια διαρκή εναλλαγή εικόνων ψεύτικης «ομορφιάς», που την επιδιώκουν και τη λατρεύουν όλοι, σε μια φρενίτιδα σύγχρονης ειδωλολατρίας… Άλλο όμως ειδωλολατρία και άλλο αρχαίος ελληνικός παγανισμός. Ο παγανισμός έχει πνευματικότητα, ιερότητα, η ειδωλολατρία δεν έχει καμιά. Είναι σκλαβιά και σκοτεινή προσκύνηση της ύλης και της πιο βάρβαρης εικόνας της… Ό,τι ζούμε σήμερα.

— Το ποίημα είναι πολύτροπο. Πεζά χωρία εναλλάσσονται περίτεχνα με ελευθερόστιχα και έμμετρα/ομοιοκατάληκτα, λιγότερο ή περισσότερο αυστηρά στη δομή τους. Ποια σημασία αποδίδεις στην τεχνική, στην προσωδία με την ειδική έννοια του όρου; Ποια είναι η γνώμη σου για το τεχνικό επίπεδο της σημερινής ποίησής μας;

Όπως σου είπα και πιο πάνω, η Μεγάλη Παρασκευή, κυρίως τα δύο πρώτα μέρη, είναι γραμμένη με έντονη επιδίωξη της στιχουργικής δομής, άλλοτε σταθερής και άλλοτε, όπως λες, σε μια πάρα πολύ ελεύθερη εφαρμογή. Άναρχη εφαρμογή. Καθόλου φορμαλιστική. Αυτό το είχα προσέξει στην Πολυδούρη και μου είχε εντυπωθεί. Η απείθαρχη πειθαρχία, κάτι σαν ξεχαρβαλωμένο τραγούδι. Υπάρχουν βέβαια στο βιβλίο μου, όπως είπα, και σημεία που πειθαρχούν σε μια πιο στέρεη δομή, αλλά χωρίς τη φιλοδοξία η φόρμα να συμβάλει στο ποιητικό αποτέλεσμα ουσιαστικά. Αλλά μόνο να ελαφραίνει την αίσθηση του πένθους και της απώλειας, ειρωνικά. Ακριβώς όπως κάθε φορά μου προέκυπτε, κατέγραφα το υλικό και το δούλευα προσαρμόζοντάς το στο σύνολο, στο πνεύμα μιας ενιαίας «δραματουργίας». Γιατί, στη σύνθεση, εκτός από την αφήγηση, το τραγούδι, το στιχούργημα, υπάρχει και το θέατρο, η αίσθηση του μονολόγου ή του διαλόγου, με απρόσωπες φωνές διάχυτες εδώ κι εκεί. Σαν θραύσματα ραδιοφωνικής παρουσίασης θεατρικών αποσπασμάτων.

Ως προς την προσωδία που με ρωτάς, είχα γράψει πριν χρόνια ένα κείμενο όπου διαφωνούσα, τότε, με την τάση και την άποψη που ήθελε μια επιστροφή σε αυτήν, ως λύση στο πρόβλημα της πεζολογίας, που τελικά –πράγματι– έχει «καταστρέψει» την ποίηση. Παρ’ όλο που συμφωνώ ως προς τη διαπίστωση της βλάβης που έχει υποστεί η ποίηση από τον ελεύθερο στίχο, εν τούτοις εξακολουθώ να μην πιστεύω σε μια επιστροφή στην προσωδία, τουλάχιστον τη στρατευμένη επιστροφή. Το θέμα είναι αλλού. Κι αυτό δεν είναι θέμα μορφής, αλλά ουσίας. Από την άλλη όμως, συμφωνώ πως είναι αδιανόητο ένας ποιητής, που γράφει ελεύθερο στίχο, να μην μπορεί να γράψει ένα καλό τετράστιχο με μέτρο, αίσθηση ρυθμού και ρίμα. Ή τουλάχιστον με κάποια αίσθηση μουσικής, ακόμα και εσωτερικής. Όλα είναι πια επίπεδα και ίδια, σε βαθμό πλήξης. Κι αυτό είναι το επικίνδυνο. Η ποίηση να ταυτιστεί με μια επίπεδα πεζολογική κατασκευή «εξυπνολογικών» (συγχώρεσέ μου τον όρο) τεχνημάτων, που μόνο ποιήματα δεν είναι.

Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα δεν είναι η μορφή. Είναι το «να βρεις μια γλώσσα» (Ρεμπώ). Είτε είσαι ο Νερβάλ, είτε η Πλαθ, είτε ο Καβάφης, είτε ο Λόρκα… Ο Καβάφης και ο Κάλβος, με καταγωγή από τη λόγια παράδοση, την ψεύτικη και αρχαιόπληκτη, ενίοτε γελοία, καθαρολογία, την μετέτρεψαν σε χρυσό. Γιατί, χρησιμοποιώντας την ως υλικό αλχημείας, βρήκαν μια «γλώσσα». Δηλαδή έναν τρόπο μοναδικό να αποτυπώσουν μια πολύ ιδιαίτερη ματιά. Άρα, δεν είναι θέμα μορφής ή γλωσσικού υλικού, είναι θέμα αλχημείας. Και η αλχημεία είναι ανεξήγητη. Εξαρτάται από πολλά άλλα, που δυστυχώς δεν μπορούν να οριστούν. Ψάχνει κανείς στο άγνωστο….

Τώρα, αν θέλεις να σου πω τη γνώμη μου γενικά για τη σημερινή κατάσταση της ποίησης, θα σου μιλήσω έμμεσα γι’ αυτήν… Θυμάμαι πριν επτά-οκτώ χρόνια στην Αλγερία, ήμουν σ’ ένα φεστιβάλ μεσογειακής ποίησης για γαλλόφωνους ποιητές, και τότε σε μια συζήτηση για τη σημερινή ποίηση όταν, μετά από μια άκρως διανοουμενίστικη άποψη που ακούστηκε από κάποιον ποιητή δεν θυμάμαι ποιας εθνικότητας, πάντως Ευρωπαίο, σηκώθηκε ξαφνικά μία γαλλόφωνη Αλγερινή ποιήτρια (όχι οπαδός των φανατικών αλλά που πονούσε για τη γλώσσα και την παράδοσή της), πολύ κομψή και αξιοπρεπής, και φώναξε σχεδόν με αγανάκτηση : «Η σημερινή δυτική ποίηση είναι ποίηση αυλικών!». Προβληματίστηκα, αλλά εν τέλει σκέφτηκα πως ίσως να μην είχε άδικο. Η ποίηση όταν «εκφράζει» τόσο ευσυνείδητα την εποχή και τα πρέπει της, δηλαδή την ποιητική νεωτερικότητα ως αυτονόητο καθεστώς και σύστημα, εξομοιώνεται με αυτήν, σε βαθμό που να γίνεται αθέατη σα να φορά στολή παραλλαγής. Όπως και η ποίηση των αυλικών σε σχέση με την εθιμοτυπία. Η ποίηση αντί να προηγείται της πράξης, όπως το ήθελε ο Ρεμπώ, έπεται της πράξης. Αντί να «επινοεί», «ανακυκλώνει» κομφορμιστικά. Φοβάμαι πως είμαστε «επίγονοι της νεωτερικότητας», σε μια εποχή νέου «αλεξανδρινισμού»…

— Φανερό είναι το δραματικό υπόστρωμα του έργου, η έντονα σκηνική, όπως θα τη χαρακτήριζα, προοφορικότητά του. Αμέσως αναλογίζεται κανείς βεβαίως την πολύχρονη ενασχόλησή σου με το θέατρο, μεταφραστική και όχι μόνο. Πόσο συντονισμένες είναι αυτές οι δύο φωνές μέσα σου, του λυρικού ποιητή και του θεατρανθρώπου;

Δεν νιώθω θεατράνθρωπος. Στο θέατρο, λειτουργώ κι εκεί σαν ποιητής. Πάντως, στο θέατρο νιώθω πιο υγιής. Γιατί μου θυμίζει τις παλιές εκείνες «κανονικές» εποχές της ποίησης, όταν στα γρήγορα, γιατί υπήρχε η σκηνική ανάγκη, έπρεπε να σκαρώνεις λόγια σε στίχους για να τα πούνε οι ηθοποιοί. Κάπως έτσι δεν γινότανε με τον Σαίξπηρ; Χωρίς πολλές φιοριτούρες και σοβαροφανείς ναρκισσισμούς. Αυτό μου αρέσει στο θέατρο. Και οι ηθοποιοί που είναι σαν παιδιά. Ανοιχτοί κι ονειροπαρμένοι, αλλά και πολύ προσγειωμένοι στο σανίδι, τον στέρεο τόπο του ονείρου… Δεν έχω παράπονο απ’ το θέατρο γιατί συνεργάστηκα με ταλαντούχους θεατρανθρώπους και καλούς ηθοποιούς, κι έμαθα πολλά για την έκφραση. Το θέατρο με βοήθησε να απομακρυνθώ από τον ρόλο του ανθρώπου των Γραμμάτων, που με κρατούσε κολλημένο σ’ ένα γραφείο, και να καταλάβω την ποίηση σαν ζωντανή φωνή-ενέργεια που θέλει να μιλήσει σε κάποιον. Μετά απ’ αυτό άρχισα να βλέπω τα κείμενα αλλιώς. Σα να έγιναν τρισδιάστατα…

— Εκτός από τον λυρικό και τον δραματικό, απαραγνώριστος είναι κατά τόπους ο σατιρικός τόνος (να τον πω καρυωτακικό;), αυτή η λοξή ματιά στον κόσμο γύρω μας. Καταλαβαίνεις τούτο το κομμάτι του έργου σου ως κοινωνική ποίηση, ως κοινωνική κριτική; Ποια είναι η γνώμη σου για την πολιτική, στην ευρεία της έννοια, ποίηση, γράφεται πράγματι τέτοια στις μέρες μας;

Σίγουρα, στη Μεγάλη Παρασκευή –ο Καρυωτάκης και βέβαια είναι παρών, άλλωστε με αυτόν αρχίζω τη σύνθεση– υπάρχει ειρωνεία και χιούμορ. Σχετίζεται με την ελαφράδα για την οποία σου μίλησα. Αλλά και με την κοινωνική κριτική που μοιραία πυροδότησε η εποχή της κρίσης. Η εποχή που ζούμε. Η ποίηση είναι πράξη πολιτική ούτως ή άλλως, η τέχνη γενικότερα. Το αν θα γίνει στρατευμένα ή στοχευμένα πολιτική είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας του κάθε ποιητή, ή και συγκυρίας. Θέλω όμως να πω κάτι. Όπως έχει αναφέρει ο Παζολίνι κάπου, οι καιροί μας είναι καιροί ανθρώπινης μετάλλαξης. Κι αυτό το ζούμε σήμερα όσο ποτέ. Ε, η ποίηση νομίζω πως έχει σήμερα το καθήκον να σώσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Υπηρετώντας την Ομορφιά και την Ευαισθησία (κι ας ακούγονται αυτές οι λέξεις σαν παλιομοδίτικες). Που κινδυνεύουν από τη μετάλλαξη του ανθρώπου σε ανθρωποειδές. Κι αυτή η αντίσταση στη μετάλλαξη τι άλλο είναι εκτός από πολιτική πράξη;

— Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι μια σειρά από εκ πρώτης όψεως αυτοτελή ποιήματα (που ωστόσο στα περιεχόμενα φέρουν συνεχή αρίθμηση από το 1 ώς το 35) υπό τον τίτλο «Ο τοίχος με την κόκκινη Βουκαμβίλια». Θέλεις να μας πεις δυο λόγια γι’ αυτά και για τη σχέση τους με το κύριο μέρος της έκδοσης.

Είναι το ίδιο κλίμα και οι ίδιοι προβληματισμοί, σε μεμονωμένα ποιήματα, που γράφτηκαν κι αυτά την περίοδο που έφτιαχνα τη σύνθεση. Εκεί με απασχολεί περισσότερο το στοιχείο της ελληνικότητας, της ποίησης σήμερα, του μύθου μέσα στην καθημερινότητα και άλλα πολλά. Συμπληρώνουν τη σύνθεση και τη στηρίζουν. Όλο μαζί το βιβλίο είναι ένα τετράδιο ασκήσεων ύφους πάνω σ’ ένα θέμα μεγάλης εσωτερικής κρίσης και αφόρητου πόνου. Σαν κάποιος να παίζει ένα σκοπό ελαφράς μουσικής στο πιάνο, ενώ τα πλήκτρα κρύβουν καρφιά που μπήγονται σαν ακίδες και του ματώνουν τα δάχτυλα, όμως εκείνος είναι υποχρεωμένος να παίζει τον ελαφρό σκοπό του… χαμογελώντας. Αυτή ήθελα να είναι η αίσθηση.

— Από τη νεανική Ανακτορία ώς την ώριμη Μεγάλη Παρασκευή, ο ποιητής Στρατής Πασχάλης έχει διανύσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες, και ένα ογκώδες έργο μοιρασμένο περίπου εξίσου σ’ αυτόν και τον προηγούμενο αιώνα. Κοιτώντας προς τα πίσω, ο τωρινός ποιητής πώς βλέπει τον παλαιότερο εαυτό του; Άφησε desiderata ανεκπλήρωτα αυτή η διαδρομή, ή μήπως θα έλεγες γι’ αυτήν «The work is done… According to my boyish plan», όπως ο Γέητς στον απολογισμό του; Άραγε έχεις ήδη προ οφθαλμών το επόμενο βήμα;

Θα το έλεγα ακριβώς όπως το λέει ο Γέητς. Η διαδρομή αυτή μου έδωσε τη χαρά να μπορώ σήμερα να νιώθω ελεύθερος. My boyish plan, που άρχισε στα δεκάξη του, κατέληξε στους Στίχους ενός άλλου, την Ποίηση σε μικρόψυχους καιρούς, τη μετάφραση του Ρακίνα και του Ρεμπώ, των δύο άκρων της γαλλικής ποίησης. Γύρω απ’ αυτά, υπάρχουν, βέβαια, και άλλα έργα μου που τα πλαισιώνουν, κρατώντας το ίσο. Όμως αυτά είναι τα βασικά, τα κεντρικά, που ορίζουν τη ζωή μου και την τέχνη μου… Τι να ζητήσω άλλο; The work is done. Και τώρα μπορώ να χαρώ την ελευθερία μου από τη φιλοδοξία. Και να ζήσω χαρούμενος γιατί έχω πια κυριολεκτικά καταλάβει πως η ποίηση δεν είναι μόνο γραφή. Είναι κάτι άπειρα διαφορετικό και από την τέχνη της γραφής, όπως νομίζω πως έλεγε ο Νοβάλις και το αναφέρει κάπου ο Παλαμάς. Οπότε, δεν έχω σχέδια, αλλά έχω όνειρα. Όπου η ποίηση θα έχει πάντα τον πρώτο λόγο, αλλά ποιος ξέρει πώς, πότε και αν… Υγεία να έχουμε. Ειδικά στους καιρούς μας. Μόνο αυτό.

— «Ειδικά στους καιρούς μας»… Ταιριαστή κατακλείδα νομίζω για τη συνομιλία μας.

Ευχαριστώ πολύ, αγαπητέ Κώστα, για τη φιλοξενία, στο σοβαρό περιοδικό σου, και τη συζήτηση μαζί σου! Και τα δυο με τιμούν.