Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Μια επιστήμη εντελώς μυστήρια

*

Μετάφραση: Ευαγγελία Μουχρίτσα-Κατερίνα Φωτιάδου

Τί εννοούν οι οικονομικοί επιστήμονες με τον όρο οικονομία είναι στην καλύτερη περίπτωση μόνο στους ίδιους σαφές. Ο υπόλοιπος κόσμος τρέφει αμφιβολίες σχετικά με τις ιδέες τους και αναρωτιέται εάν η δουλειά τους μπορεί να χαρακτηριστεί καν επιστήμη. Ναι μεν έχουν στη διάθεσή τους ερευνητικά ινστιτούτα, πανεπιστημιακές έδρες και είναι επαγγελματικά αποκαταστημένοι, η δουλειά τους όμως λίγο έχει να κάνει με το πώς ο περισσότερος κόσμος, λ.χ. οι νοικοκυρές, οι συνταξιούχοι ή τα παιδιά, διαχειρίζονται τα του οίκου τους.

Οι οικονομολόγοι ασχολούνται κυρίως με πληθυσμιακά μακρομεγέθη και επεξεργάζονται τεράστιες ποσότητες στατιστικών δεδομένων. Οι περισσότεροι είναι προσκολλημένοι σε ένα παράδοξο κουβάρι από θεωρίες που, για όποιον εκάστοτε λόγο, περνιούνται για νεοκλασικές. Όποιος τους ακούει με προσοχή, μεταφέρεται σε έναν κόσμο ειδυλλιακό, με γνωρίσματα παραμυθιού. Έκπληκτος μαθαίνει πως η αγορά, αδήριτα, παρά τις όποιες διακυμάνσεις, τείνει προς την εξισορρόπηση. Είναι αποτελεσματική, αυτοδιορθούμενη και αυτοβελτιούμενη και όσοι μετέχουν σε αυτήν φέρονται απολύτως ορθολογικά. Αυτές οι τοποθετήσεις θεωρούνται αυτονόητες, παρότι πρόκειται για απλές εικασίες, αναπόδεικτες ή και μη αποδείξιμες καν.

Αφότου ο κομμουνισμός, πρόωρα, μας άφησε χρόνους, η νεοκλασική θεωρία αυτοπροβλήθηκε ως υποκατάστατο της χαμένης ουτοπίας. Παρότι μάλλον ισχνή στο παρουσιαστικό της, δεν τσιγκουνεύτηκε τις εξαγγελίες ούτε της έλειψαν οι θιασώτες. Τράφηκε, κατά τα τέλη του εικοστού αιώνα, με υπερεκλεπτυσμένα μαθηματικά μοντέλα διαχείρισης κινδύνων. Οι οικονομικοί επιστήμονες δε δίστασαν να κάνουν προβλέψεις για το μέλλον και το γεγονός ότι γελοιοποιούνταν κατά κανόνα με τις προγνώσεις τους δεν τους έκανε ποτέ να αμφιβάλλουν σχετικά με την καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το σινάφι θα ήταν απαλλαγμένο από αμείλικτους εσωτερικούς και παραταξιακούς αγώνες, σαν αυτούς που δίνουν και παίρνουν και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους. Οι κεϋνσιανοί και οι μονεταριστές αγωνίζονται εδώ και δεκαετίες για την ερμηνευτική πρωτοκαθεδρία. Ένας αναλυτής χρηματιστηρίου δεν θα ήθελε επ’ ουδενί να τον συγχέουν με έναν θεμελιώδη αναλυτή ή με έναν ερευνητή των κυκλικών διακυμάνσεων. Εσχάτως μάλιστα κάποιοι οικονομολόγοι ανακάλυψαν ότι στην κλασική θεωρία οι περισσότεροι άνθρωποι παρουσιάζονται μόνο ως αφηρημένα μεγέθη. Με αυτή τη λογική συρρικνώνονται στον εκάστοτε ρόλο τους. Είναι είτε μισθωτοί είτε καταναλωτές είτε ασφαλισμένοι είτε επενδυτές είτε μέτοχοι είτε επιχειρηματίες είτε αποταμιευτές και στον καθένα από αυτούς τους ρόλους ένα πράγμα έχουν στο νου τους: στόχος τους είναι να μεγιστοποιήσουν το οικονομικό τους κέρδος και τίποτε άλλο.

Κι όμως κάποιοι κλασικοί από το παρελθόν ήταν ήδη πολύ πιο μπροστά. Πόρρω απείχαν από την ιδέα ότι οι οικονομικές αποφάσεις βασίζονται σε rational choice. Από το 1714, στον Μύθο των Μελισσών ο Μπέρναρντ Μάντεβιλ διατείνεται ότι ακριβώς τα ιδιωτικά πάθη, όπως η απάτη, η χλιδή και η έπαρση, είναι αυτά που επιτρέπουν τη σώρευση του δημόσιου πλούτου. Και ο Άνταμ Σμιθ, λιγότερο πολεμικός, τον ακολούθησε με την περιβόητη εικόνα της «αοράτου χειρός», η οποία τάχα θα εξισορροπούσε τη δράση του μεμονωμένου ατόμου και θα την έτρεπε στο γενικό καλό.

Για όλα αυτά η επικρατούσα κλασική διδασκαλία δεν ήθελε να ακούει λέξη. Ωστόσο εδώ και λίγο καιρό δέχεται πιέσεις από μια νέα τάση. Η συμπεριφοριστική οικονομία εντόπισε σε αυτό το σημείο ένα χαίνον κενό. Θα ήθελε να διερευνήσει, γιατί η διαγωγή των ανθρώπων δεν είναι έτσι, όπως νομίζουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Ναι μεν απομακρύνθηκε από το δόγμα του έλλογου homo oeconomicus, όχι όμως και από τη φιλοδοξία να κατασκευάζει, κατά το δυνατόν, τα δικά της μοντέλα. Με αυτή την πρόθεση καταφεύγει άλλοτε σε μαζικά πειράματα, δοκιμασίες και ερωτηματολόγια και άλλοτε σε μαθηματικές μεθόδους, όπως η θεωρία παιγνίων ή σε θεωρήματα εξελικτικής βιολογίας ή της κοινωνικής ψυχολογίας.

Αν, έτσι όμως, παίρνει καν μυρωδιά το μυστηριώδες φέρσιμο των νοερών «οικονομικών υποκειμένων» είναι ζήτημα. Η ματαιοδοξία να μιμηθεί τις ακριβείς επιστήμες οδηγεί στο σημείο να προβάλλονται οι άνθρωποι μέσα στους υπολογισμούς της απλώς ως στατιστικά φαντάσματα. Η αγάπη των καημένων των ερευνητών για το αφηρημένο τους βάζει μονίμως τρικλοποδιές. Είναι προφανές ότι τόσο οι ίδιοι, όσο και οι άνθρωποι που εξετάζουν, δυσκολεύονται να βγουν από το πετσί τους.

Αυτοί όμως, ως γνωστόν, είναι επιρρεπείς σε κάθε λογής διαθέσεις, ψευδαπάτες, παραξενιές και συνήθειες. Ρέπουν εξίσου προς τον πανικό όσο και την αδράνεια, τον εγωισμό και την αγελαία ορμή. Πολλοί είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα προκειμένου να προστατέψουν την εικόνα τους, να περισώσουν τις γενετήσιες ορέξεις ή την bella figura τους. Στον οικονομολόγο, αυτό φαντάζει μάλλον λυπηρό, παράλογο και αδαές. Τελικά είναι σισύφειος άθλος να ποσοτικοποιεί κανείς εξάρτηση και φόβο, εμπιστοσύνη και ελαφρότητα, θυμό και πείσμα. Όχι μόνο επειδή οι διερευνώμενοι ξεγλιστρούν από τις συνεντεύξεις, τις δημοσκοπήσεις και τα ερωτηματολόγια, ή επειδή ψεύδονται ανενδοίαστα και εξαπατούν και τον εαυτό τους, αλλά και επειδή διαρκώς παραβιάζουν και τους απλούστερους οικονομικούς νόμους.

Οι περισσότερες από τις καθημερινές συναλλαγές τους διενεργούνται εκτός της κυκλοφορίας του χρήματος και του δανεισμού. Ανατρέφουν παιδιά, χωρίς να αξιώνουν ανάλογη πληρωμή. Συνάπτουν σχέσεις χωρίς να εξασφαλίζονται κατά ενδεχόμενων επισφαλών δανείων ή χωρίς να έχουν κάνει έναν, έστω στοιχειώδη, λογαριασμό σχέσης κέρδους-ζημίας. Ενίοτε εργάζονται αμισθί ή αφήνουν λαμπρές ευκαιρίες ανεκμετάλλευτες από καθαρή ισχυρογνωμοσύνη, πετάνε τα χρήματά τους από το παράθυρο, σπαταλάνε πολύτιμο χρόνο, εμπιστεύονται το ωροσκόπιό τους ή τον φετφά κάποιου ιεροκήρυκα και, προς απογοήτευση των θεωρητικών, συνεχίζουν έτσι εσαεί.

Όσον αφορά λοιπόν την πραγματική οικονομική πρακτική του ανθρώπινου είδους αναφαίνεται μια αχανής terra incognita. Οι πολύχρηστες έννοιες της μαύρης εργασίας, της μαύρης αγοράς και του μαύρου χρήματος δεν επαρκούν και δεν συλλαμβάνουν τις προϋποθέσεις της άτυπης οικονομίας. Προκειμένου να ρίξει κανείς λίγο φως στα πράγματα θα έπρεπε, καλώς ή κακώς, να μπει σε λεπτομέρειες και αυτό σημαίνει να απαρνηθεί υπεραπλουστεύσεις και να αφήσει την επιστήμη στους επιστήμονες, ακόμα και όταν κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται στον επαΐοντα. Μια τέτοια μικροοικονομική θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με σχετικώς ελάχιστους πόρους, ξεκινώντας την ερευνά της στον οικογενειακό και φιλικό κύκλο του ερευνητή. Θα αρκούσαν ως δείγμα πέντε-έξι άνθρωποι για να αποδειχτεί ότι στον τομέα αυτό επικρατεί απίστευτη ποικιλία.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την Πολωνή κυριούλα, η οποία κάθε δεύτερη εβδομάδα πηγαίνει στο σπίτι της με το λεωφορείο, ταξιδεύοντας επί δώδεκα ώρες, για να φροντίσει την παραπληγική μητέρα της και, στη συνέχεια, επιστρέφει με το ίδιο λεωφορείο στη Γερμανία για να δουλέψει ως καθαρίστρια. Ποτέ της δεν συμπλήρωσε κάποιο υπηρεσιακό έντυπο, δεν έχει τραπεζικό λογαριασμό, δεν πληρώνει φόρους και πληρώνεται μόνο σε μετρητά. Είναι όμως βράχος τιμιότητας γιατί ξέρει πως ο Ιησούς θα αποδοκίμαζε οποιαδήποτε άλλη πράξη.

Αλλά και ο πολυμήχανος επιχειρηματίας που κατακλύζεται από ιδέες, που συστήνει συνεχώς νέες εταιρείες, χλευάζει κάθε απόπειρα ταξινόμησής του· διότι μόλις αρχίσει η κερδοφορία εγκαταλείπει την ανθηρή του επιχείρηση, με την πρόφαση ότι η ρουτίνα της επιτυχίας του προκαλεί θανάσιμη πλήξη και επειδή, κατά τα λεγόμενά του, δεν χρειάζεται χρήματα.

Και ας μην ξεχνάμε τον λόγιο και βιβλιόφιλο που αρέσκεται να προσκαλεί τους γνωστούς του σε πρωτοκλασάτα εστιατόρια αλλά, τη στιγμή που το γκαρσόνι φέρνει το λογαριασμό, διαπιστώνει με συντριβή καρδίας πως έχει ξεχάσει το πορτοφόλι του. Υπάρχει ακόμα και ο οικογενειακός γιατρός ο οποίος συμμετέχει με πάθος σε μια τοπική χορωδία, αλλά μια φορά το χρόνο χάνει ολόκληρη σειρά από πρόβες γιατί βολοδέρνει για βδομάδες ολόκληρες στο Μπουρούντι ή στο Κονγκό, όπου δεν προσφέρει μόνο τις πρώτες βοήθειες στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα αλλά έχει και πάρε-δώσε με παιδιά-στρατιώτες και αρχηγούς ατάκτων· τα δε αεροπορικά εισιτήρια μοιάζει να τα πληρώνει από την τσέπη του.

Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί ο κηπουρός που έρχεται τρεις φορές το χρόνο στο σπίτι, παρά τις απανωτές οχλήσεις δεν στέλνει ποτέ τιμολόγιο, αν και η τράπεζα του έχει κόψει την πίστωση. Ο ίδιος δικαιολογείται ότι έχει άλλα πράγματα που τον καίνε. Και πώς εξηγείται ο επώνυμος μυθιστοριογράφος να μη βρίσκει εκδότη για το τελευταίο βιβλίο του· να είναι άφραγκος, αλλά να απασχολεί μαγείρισσα και γραμματέα που τις πληρώνει έγκαιρα· να μην του δίνει άλλο βερεσέ ο μπακάλης της γειτονιάς και να δειπνεί μ’ ένα ταπεινό ψωμάκι και ένα τηγανητό αυγό;

Όπως γνωρίζει κάθε αναγνώστης του Τύπου, ο ολοσχερής ανορθολογισμός ο οποίος χαρακτηρίζει τους εσφαλμένα λεγόμενους μέσους καταναλωτές και ο οποίος διαρκώς εξοργίζει και καταπλήσσει τους οικονομολόγους, συμπαρασύρει τους πάντες, μηδενός εξαιρουμένου. Αντίθετα, φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν πρόκειται για τους παράγοντες της χρηματοπιστωτικής οικονομίας και τους συμβούλους τους. Ο νομπελίστας οικονομολόγος βαράει ένα κανόνι, που κάνει την Ουώλλ Στρητ να τρέμει. Ο άρτι αποφυλακισθείς τραπεζικός επενδυτής, που το παιχνίδι των πυραμίδων του εξασφάλισε τρία χρόνια στη στενή με όλες τις ανέσεις, την κοπανάει για τη Σιγκαπούρη ή το Ντουμπάι, για να ιδρύσει τα επόμενα hedgefunds και ο μοναχικός daytrader στη Φρανκφούρτη δεν κλείνει μάτι, γιατί το χρηματιστήριο στο Τόκιο ανοίγει ήδη από τις δύο τα ξημερώματα, έτσι που πρωί και βράδυ χρειάζεται να έχει διαθέσιμη στην τουαλέτα ολόκληρη σακούλα με κοκαΐνη για να κρατηθεί ξύπνιος.

Παρόμοια φαινόμενα εμφανίζονται συνήθως στον τομέα της οικονομίας όταν πρόκειται για παίκτες που κινούν μεγάλα ποσά. Για τους άλλους δε γίνεται καν λόγος δημοσίως. Αυτοί κινούνται πιθανότατα πέρα από κάθε εγχειρίδιο λογικής, σε σφαίρες οικονομικές για τις οποίες καμιά σχολή δεν είναι σε θέση να δώσει πληροφορίες. Μόνο πότε-πότε μας προσφέρει η ιδιωτική τηλεόραση τη δυνατότητα να ρίξουμε μια φευγαλέα ματιά στο σκοτάδι, όπως για παράδειγμα στη σειρά «Τέρμα τα χρέη».

Ότι θα αποκτήσουμε ποτέ μια συνεκτική εικόνα δεν υπάρχει ούτε φόβος ούτε ελπίδα. Όποιος λοιπόν πραγματικά θα ήθελε να ξέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι και τι είναι αυτό που τους παρακινεί, ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσει από τον ίδιο του τον εαυτό. Αρκετά σύντομα θα ανακάλυπτε ότι η οικονομική του λογική δεν απέχει και πολύ από τη λογική των παλαβών, των ίδιων εκείνων που με τα καμώματά τους τον αφήνουν κάθε φορά εμβρόντητο.

HANS MAGNUS ENZENSBERGER

Πρώτη δημοσίευση: ΝΠ1, χειμώνας 2013-2014

*  * *