Αγγελική Καραθανάση

Η «πρωτόγονη» ποίηση

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒ Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Κάποτε τοὺς ὀνομάζαμε «ἄγριους» καὶ περιφρονούσαμε κάθε τὶ δικό τους. Τώρα τοὺς λέμε μόνο «πρωτόγονους»[1] κι ἡ λέξη ἔχει χάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὴν ὑποτιμητική της σημασία. Γεμίζομε τὰ μουσεῖα μας μὲ τὶς τελετουργικές τους μάσκες, τὰ ὅπλα, τὰ γλυπτά τους, καταγράφομε κι ἠχογραφοῦμε τὰ τραγούδια τους, ἀποτυπώνομε σὲ ταινίες τοὺς χορούς τους κι ἀνακαλύπτομε, ὄχι σπάνια, πὼς μᾶς συγκινοῦνε πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι τὸ ἔργο κάποιου χτεσινοῦ ἀκόμη ποιητῆ ἢ ζωγράφου πού ’ζησε καὶ δημιούργησε ἀνάμεσά μας. Μ’ ὅλη τὴν τεράστια ἀπόσταση, τοπικὴ ἴσως καὶ χρονική, τὶς διαφορὲς στὸν πολιτισμό, στὴν κοινωνικὴ ὀργάνωση, στὴ θρησκεία, στὴ νοοτροπία ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν ἀνώνυμο γλύπτη τῆς Ὠκεανίας ἢ τὸν ἄγνωστο ποιητὴ τῆς Δυτικῆς Ἀφρικῆς, τὸ ξόανο τοῦ πρώτου καὶ τὸ τραγούδι τοῦ δεύτερου συχνὰ φτάνουν ὁλόισια στὴν καρδιά μας.

Ὁ ὅρος «πρωτόγονος», ὅταν ἀναφέρεται στὴν Τέχνη, σχεδὸν χάνει τὸ νόημά του. Γιὰ τὴν ἐπιστήμη ἔχει πρωταρχικὴ σημασία τὸ ἐπίπεδο τοῦ πολιτισμοῦ κι ἡ μόρφωση ἐκείνου ποὺ θ’ ἀσχοληθεῖ μαζί της. Ὁ ἐπιστήμονας πρέπει νά ’ναι κάτοχος ὅλου τοῦ ὄγκου τῆς γνώσης πού ’χει μαζευτεῖ ὣς τὴν ἐποχή του καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ μαζεύεται κάθε μέρα. Γιὰ τὴν Τέχνη δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία ἔχει τὴν πηγή της στὸ συναίστημα ποὺ ἀπὸ τὴ φύση του εἶν’ ἄλογο. Ἡ μόρφωση κι ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια τοῦ καλλιτέχνη μπορεῖ νὰ συντελοῦνε στὸ νὰ γίνει τέλεια ἡ μορφὴ τοῦ ἔργου τῆς Τέχνης ἢ νὰ τὸ πλουτίζουνε μὲ βαθύτερες ἀνησυχίες καὶ προβλήματα, μὰ δὲν εἶναι πάντα ἀπαραίτητες. Ἀρκοῦν οἱ ἁπλὲς ἐμπειρίες τῆς ζωῆς. Ὅταν αὐτὲς ἀγγίξουνε τὶς συναιστηματικὲς χορδὲς κάποιου πού, ἐξὸν ἀπὸ τὴν εὐαιστησία, θά ’χει καὶ τὸ χάρισμα νὰ βλέπει τὸν κόσμο μέσ’ ἀπὸ τὸ κρύσταλλο τῆς ὀμορφιᾶς, θὰ γεννηθεῖ τὸ ποίημα τοῦ λόγου ἢ τῆς ὕλης.

Στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ἡ Τέχνη ἔρχεται πρὶν ἀπὸ τὰ κατορθώματα τοῦ νοῦ. Οἱ μακρινοὶ πρόγονοί μας δὲν εἴχανε μάθει νὰ τρυποῦνε καὶ νὰ πελεκοῦνε τὴν πέτρα κι ὅμως γεμίζανε μὲ ζωγραφιὲς τὶς σπηλιὲς ὅπου κατοικούσανε. Τὸ μυαλό τους ἦταν ἀκόμη βαρύ, «ἕνα κουβάρι σκοτεινὸ» ποὺ δὲν εἶχε ἀρχίσει νὰ ξετυλίγεται. Μέσα τους ὅμως ἀναβόσβηναν οἱ ἀστραπὲς τοῦ τρόμου καὶ τῆς χαρᾶς, σηκώνουνταν τὰ κύματα τοῦ μίσους καὶ τοῦ ἔρωτα. Τὰ μάτια τους ἀνακαλύπτανε κιόλας πὼς κάποιες γραμμὲς εἶναι πιὸ ἁπαλὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες, κάποια χρώματα πιὸ ταιριαστὰ στὸ συνδυασμό τους· τ’ αὐτιά τους ξεχώριζαν ἤχους ποὺ χύνανε στὴν ψυχή τους μιὰ ἀνείπωτη γλύκα. Βρήκανε πὼς ὁ φόβος τους μπροστὰ στὰ γιγάντια θηρία μποροῦσε νὰ χαραχτεῖ στὴν πέτρα σὰν ἕνα τριχωρὸ μαμούθ, πὼς ἡ χαρὰ κι ἡ περηφάνεια τους γιὰ τὸ θήραμα ποὺ σκοτώσανε μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια μποροῦσε ν’ ἀποτυπωθεῖ στὸ τοίχωμα τῆς σπηλιᾶς μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς ταράνδου ποὺ τρέχει. Ἡ ἐρωτικὴ λαχτάρα ἔγινε ρυθμικὴ κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κι ἡ εὐμένεια τῶν πνευμάτων ἐξασφαλίστηκε μ’ ἕνα πλῆθος ὕμνους κι ἱκεσίες. (περισσότερα…)

Χωρίς καμιά παραχώρηση

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Στο γραφείο κανείς, η γραμματέας με άδεια. Επιστρέφοντας από την αίθουσα των αρχείων στην  άλλη άκρη του διαδρόμου ίσα που πρόλαβε και σήκωσε το ακουστικό. «Είσθε η διευθύντρια;», ρώτησε μια άγνωστη φωνή.

Όσα άκουγε από την άλλη άκρη της γραμμής στα πέρατα της χώρας ήταν δύσκολο να τα πιστέψει. Εκείνος ο κακομούτσουνος ο Μάριος των φοιτητικών της χρόνων εμφανιζόταν απρόσμενα μετά από σαράντα χρόνια. «Δεν σε ξέχασα ποτέ. Φροντίζω να μαθαίνω πού βρίσκεσαι… Νομίζω πως κάποτε είχες ανταποκριθεί στο ενδιαφέρον μου…». Τα λεγόμενά του αυτόματα τη γύρισαν χρόνια πίσω…

Μόλις είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ και είδε να καταφτάνει πίσω της ο φοιτητής που διάβαζε στο ίδιο σπουδαστήριο με κείνη. Την περίοδο των εξετάσεων του Ιουνίου ήταν το τελευταίο κορίτσι που εγκατέλειπε αργά το βράδυ το σπουδαστήριο του τέταρτου ορόφου. Ήθελε να περνάει όλα τα μαθήματα, για να χαρίζει το καλοκαίρι της στη θάλασσα και στην ηλιοθεραπεία πάνω στην καυτή άμμο. Τρομοκρατήθηκε, όταν έμεινε μόνη μαζί του μέσα στο καλοσφραγισμένο κινούμενο κουτί. Πάτησε γρήγορα το κουμπί για το ισόγειο. Της φάνηκε ότι κατέβαινε πολύ αργά. Σκέφτηκε την περίπτωση του εγκλωβισμού τους μέσα στον θάλαμο, αν τύχαινε κάποια βλάβη ή αν κοβόταν το ρεύμα. Κόλλησε το βλέμμα στο ρολόι της. Από τον τέταρτο ώς το ισόγειο ατέλειωτα και μαρτυρικά κύλησαν τα ελάχιστα δευτερόλεπτα της καθόδου. (περισσότερα…)

Ξενάγηση στο ποιητικό εργαστήρι του Γιώργη Μανουσάκη

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Τί θὰ μείνει στὸ σπίτι ἀπὸ μένα
ὅταν θά ’χω φύγει γι’ ἀντίπερα;
 
διερωτάται ο ποιητής στο ποίημά του «Κατάλοιπα ζωῆς».

Ο ίσκιος, η ματιά, τα όνειρα, οι επίμονοι φόβοι, η σιγανή φωνή δεν είναι τα μόνα και κυρίαρχα κατάλοιπά του στο σπίτι, όπως έγραφε. Μετά το θάνατό του, όταν χώθηκα στο αρχείο του για να το καταγράψω και να ταξινομήσω ό,τι είχε προκύψει από το γράψιμο που τον είχε απορροφήσει τόσα χρόνια, βρέθηκα μπροστά σ’ ένα πλήθος χειρόγραφων κειμένων, ποιητικών και μη, από τα οποία λίγα είχαν ενταχθεί στα βιβλία του

Έδωσα τότε μυστικά την υπόσχεση στον ποιητή και στους αναγνώστες τού έργου του ότι δεν θα αφήσω να επαληθευτεί ο φόβος του ότι «ο άνεμος του χρόνου θα σαρώσει» «τα συντρίμμια των στίχων» του, όπως είχε γράψει το 1976 στο ποίημα «[Ἂν φύτεψα…]», που ακούστηκε. Η ύπαρξη αυτών των καταλοίπων αποτελούσε και αποτελεί για μένα ἕνα βαρύ καθήκον με πολλαπλές διαστάσεις.

Ο Μανουσάκης ως δημιουργός που ζούσε και έγραφε στην επαρχία νόμιζε πως είχε ασθενική ποιητική φωνή με περιορισμένη απήχηση. Γι’ αυτό πότε πότε σκεφτόταν πως ήταν μάταιο να επιμένει να γράφει. Όμως το γράψιμο ήταν για κείνον το οξυγόνο που τον βοηθούσε να ζει, ήταν η ψυχική λύτρωση από την υπαρξιακή αγωνία, ήταν συγχρόνως και «μια δημόσια εξομολόγηση “εκ βαθέων”,[1] που γεφύρωνε το χάσμα μεταξύ του ίδιου και των άλλων. Ακόμη κι όταν η φθορά του σώματος είχε αρχίσει να απειλεί την ζωή του, το γράψιμο ήταν ο μοναδικός λόγος ὕπαρξης, όπως είχε πει στην τελευταία συνέντευξή του το Νοέμβρη του 2007, (περισσότερα…)

Στο σύνορο των δύο χρόνων

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὧρες μόνο μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸ σύνορο τῶν δυὸ χρόνων. Σὰν τὸ συλλογιζόμαστε νιώθομε νὰ χτυπᾶ πιὸ γρήγορα ἡ καρδιά μας. Ἕνα μυστικιστικὸ δέος ἀναρριχᾶται ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι  μας ἴσαμε τὴ σκέψη μας καὶ τήνε μουδιάζει γιὰ λίγες στιγμές. Οἱ τελευταῖες ὧρες ἑνὸς χρόνου ποὺ φεύγει εἶναι πάντα κάτι τὸ ξεχωριστό. Εἶναι φορτωμένες  ἀπὸ σημασία.

Κι ὅμως ἐξωτερικά, ἀντικειμενικά, εἶν’ ὅμοιες μὲ τὶς ὧρες ὁποιασδήποτε μέρας. Ἡ γῆ ἐξακολουθεῖ τὴν πορεία της μὲ τὴν ἴδια ταχύτητα κι ὁ ἥλιος της φέγγει μὲ τὴν ἴδια ἀδιαφορία, ὅπως πάντα. Οἱ δεῖχτες τοῦ ρολογιοῦ προχωροῦνε στρωτὰ πάνω στὴν ἄσπρη πλάκα δίχως νὰ ταράζουνται ἀπὸ τίποτα. Καμιὰ ἐντυπωσιακὴ ἀλλαγὴ στὴ ροὴ τοῦ χρόνου.

Μὰ ποιός μιλεῖ γιὰ ἀντικειμενικότητα μιὰ τέτοια μέρα; Σ’ αὐτὲς τὶς ὧρες τὸ μηχανικὸ ρολόι δὲ λέει τὴν ἀλήθεια. Τὸ ἄλλο ρολόι, ἐκεῖνο πού ’χομε μέσα μας, εἶναι τὸ μόνο ποὺ μετρᾶ σωστά, ἀφοῦ εἶναι σύμφωνο μὲ τὰ αἰστήματα καὶ τοὺς στοχασμούς μας. Κι αὐτὸ βρίσκει πὼς τὸ κάθε λεφτὸ τῆς τελευταίας μέρας τοῦ Δεκέμβρη εἶναι πολὺ πιὸ σύντομης διάρκειας ἀπὸ τὰ συνηθισμένα λεφτά. Τόσο σύντομο ποὺ δὲ θὰ πρέπει νά ’χει παραπάνω ἀπὸ εἴκοσι τριάντα δεφτερόλεφτα.

Ἡ πιὸ ἀπάνθρωπη ἐφεύρεση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέτρημα τοῦ χρόνου. Μπορεῖ νὰ τοῦ εἶναι χρήσιμη πραχτικά, κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει. Ὅμως αὐτὸ δὲν τήνε κάνει λιγότερο ἀπάνθρωπη. Ἐκείνη ἡ μονάδα ποὺ θὰ προστέσομε αὔριο στὸ γνωστὸ τετραψήφιο ἀριθμὸ πόσες μελαγχολικὲς σκέψεις δὲ μᾶς φέρνει! Ἕνα χρόνο πιὸ κοντὰ στὰ γεράματα. Ἕνα χρόνο πιὸ κοντὰ στὸ τέρμα τῶν φιλοδοξιῶν, στὸ τέρμα τῆς  δράσης, στὸ τέρμα τῆς ἔντονης ψυχικῆς ζωῆς. Ἕνα χρόνο πιὸ κοντὰ στὸ Μεγάλο Ἄγνωστο. Δὲ θά ’τανε καλύτερα νὰ μὴν καταγράψομε καὶ τούτους τοὺς  δώδεκα μῆνες ποὺ ἔχουν γίνει πιὰ παρελθόν; Τώρα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀλλαγῆς μιᾶς χρονολογίας θὰ σταματήσομε τὸ πρωὶ μπροστὰ στὸν καθρέφτη, μὲ τὸ χέρι ποὺ θὰ κρατᾶ τὸ χτένι μετέωρο γιὰ μιὰ στιγμή, καθὼς θὰ κοιτάζομε στὸ γυαλὶ τὴν εἰκόνα μας καὶ θὰ διαπιστώνομε τὰ χνάρια τῆς φθορᾶς πάνω της. Μιᾶς φθορᾶς ποὺ δὲν τὴν εἴχαμε ξαναπροσέξει. Καὶ θὰ νιώσομε τὴν ἴδια «πληγὴ ἀπὸ φριχτὸ μαχαίρι» ποὺ ἔνιωσε κι ὁ Ἰάσονας Κλεάνδρου τοῦ Καβάφη. (περισσότερα…)

Ταξιδεύοντας προς την Κωνσταντινούπολη

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη (1819-1879), αμφιλεγόμενη διανοούμενη του 19ου αιώνα από την Κρήτη, έδρασε στην Αθήνα και θαυμάστηκε από Έλληνες και ξένους ως «κόσμημα του έθνους της». Όταν ώριμη επέστρεψε στην πατρίδα της, μισήθηκε με πάθος, λόγω της τουρκοφιλίας της. Πέθανε περιφρονημένη, μόνη και πάμπτωχη στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη ελληνική Ιστορία την έχει αγνοήσει και διαγράψει. Με την υπό έκδοση μυθιστορηματική βιογραφία της επιχειρώ, με βάση τις πηγές, να την προσεγγίσω ως ιστορικό πρόσωπο και ως άνθρωπο και να εξηγήσω, ή τουλάχιστον να καταλάβω, την όψιμη τουρκοφιλία της. Το παρακάτω απόσπασμα, με το οποίο συμπληρώνονται οι προδημοσιεύσεις του βιβλίου στο Νέο Πλανόδιον, είναι από τα τελευταία κεφάλαια. – Α.Κ.

~.~

Όταν η Ελισάβετ διαπιστώνει ότι ο φαναριώτης Φάχρη, ταλαντούχος απατεώνας, δεν σκοπεύει να τηρήσει την υπόσχεση της επιστροφής των οφειλόμενων, αποφασίζει να πάει η ίδια στην Κωνσταντινούπολη, να προσφύγει στα ανώτατα δικαστήρια να βρει το δίκιο της.

«Πώς μ’ έπεισε για τις καλές τάχα προθέσεις του!» σκεφτόταν καθώς ταξίδευε, ψέγοντας τον εαυτό της· δεν μπορούσε να αποδεχθεί την τόσο μεγάλη αποτυχία της στα οικονομικά θέματα· «ανίδεη εγώ, το ίδιο ανίδεος κι άσχετος κι ο αδελφός μου» μονολόγησε.

Την τελευταία και πλέον εικοσαετία που ζούσε στα Χανιά μόνο η πολιτική την απασχολούσε σοβαρά. Ασκημένη στην Αθήνα θεωρητικά στην πολιτική τέχνη,  έμαθε έμπρακτα να ελίσσεται, να προτείνει λύσεις στους πασάδες, σε όλους τους πασάδες, που ανενδοίαστα την εμπιστεύονταν. «Δεν πρόδωσα ποτέ την πατρίδα, όπως με κατηγορούν, διαχειριζόμουν τα πολιτικά προς όφελος και των δύο πλευρών, επιτυχημένα, πιστεύω», σκεφτόταν. (περισσότερα…)

Θεσσαλονίκη

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

*

Α΄ Ἡ σύγχρονη πολιτεία κι ἡ μαγικὴ πολιτεία [1]

Μὲ καρδιοχτύπι περιμένω πάντα τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πρωταντικρύσω ἕνα τοπίο, μιὰ πόλη ἢ ἕνα μνημεῖο, γνωστὰ ἀπὸ  τὰ βιβλία. Ἀνησυχῶ γιὰ τὴν πρώτη ἐντύπωση ποὺ θἀ μ’ ἀφήσει, γιὰ τοὺς ἀντίλαλους ποὺ θὰ ξυπνήσει μέσα μου. Νά ’ναι, ἄραγε, ὅπως τό ’χει δουλέψει ἡ φαντασία μου χρόνια τώρα, παίρνοντας τροφὴ ἀπὸ φωτογραφίες, σχέδια καὶ περιγραφὲς ἢ θὰ μ’ ἀπογοητέψει;

Μὲ τούτη τὴν ἀνησυχία μέσα μου πήγαινα, ἀνυπόμονος νὰ κάμω τὴν πρώτη γνωριμία μὲ τὴ Θεσσαλονίκη.

Καθὼς τὸ λεωφορεῖο ἄρχισε νὰ συναντᾶ τὰ πρῶτα σπιτάκια κι ὕστερα, ὅσο πήγαινε, τὰ σπιτάκια νὰ πληθαίνουνε καὶ νὰ φαίνεται μπροστά μας μιὰ ὁλάκερη πολιτεία ἀνεβασμένη ἀπάνω στοὺς χωματόλοφους, μήτε ὑποψιάστηκα πὼς εἴχαμε μπεῖ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἀναρωτιόμουνα ποιά πολιτεία νά ’τανε κι ἔψαχνα νοερὰ τὸ χάρτη νὰ θυμηθῶ τὴ μαύρη μικρὴ κουκίδα ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ μακεδονίτικη πρωτεύουσα.  Μόνο σὰν ἐπροχωρήσαμε κάμποσο μέσα στὸ πέτρινο κορμί της κι ἄρχισε νὰ σταυρώνεται ὁ δρόμος μας μ’ ἄλλους δρόμους πολύβοους, τὴν ἀναγνώρισα.  Τὰ φτωχὰ τενεκεδόσπιτα, ξυλόσπιτα, χαμόσπιτα ἤτανε τὸ αἰώνιο θέμα ποὺ ὑπάρχει πάντα στὶς ἄκρες ὅλων τῶν ἑλληνικῶν πολιτειῶν.

Βέβαια, ἡ «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ» ἔχει μιὰ λαμπρὴ βιτρίνα. Τὸ κέντρο της, ὅλη ἡ κάτω πόλη, ἀπὸ τὸν Ἅη Δημήτρη ὣς τὴ θάλασσα, εἶναι μιὰ μεγαλούπολη τοῦ καιροῦ μας. Δρόμοι πλατιοί, ἴσιοι, μὲ τὰ μέγαρά τους, μὲ τὰ φανταχτερά τους καταστήματα, μὲ τὸ πλῆθος τῶν τροχῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ποὺ κυλοῦν ἢ περπατοῦν στὴν ἄσφαλτό τους. Ἡ Ἐγνατία, ἡ ὁδὸς Τσιμισκῆ, ἡ ὁδὸς Ἑρμοῦ, ἡ ὁδὸς Βενιζέλου. Τὸ κομμάτι τοῦτο τῆς πολιτείας δὲν ἔχει νὰ ζηλέψει τίποτα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἴσως εἶναι καὶ καλύτερό της. Ἔχει περισσότερη ἀρχιτεκτονικὴ συνέπεια ‒δὲν παρουσιάζει ἐκεῖνο  τὸ ἀνακάτωμα τῶν ρυθμῶν, άπὸ τὸν κλασικίζοντα τοῦ περασμένου αἰώνα, ὣς τοὺς περιστερώνες τῶν μοντέρνων πολυκατοικιῶν. Ἔχει ὁλόκληρο τὸ συντηρητικὸ σύγχρονο ὕφος πού ’χουνε τὰ χτίρια τῆς ἐποχῆς τοῦ μεσοπολέμου. Τοῦτο τὸ ὕφος παίρνει σὲ μερικοὺς δρόμους, ὅπως στὴν ὄμορφη ὁδὸ Ἀριστοτέλους, ἕνα ἰδιαίτερο χρῶμα, καθῶς σμίγει μὲ κάποια τυπικὰ στοιχεῖα βυζαντινοῦ ρυθμοῦ, σὰν τὶς κολόνες ποὺ βαστοῦνε μιὰ σειρὰ ἡμικυκλικὰ τόξα, σ’ ὅλο τὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ τὶς πλαστικὲς διακοσμήσεις στοὺς ἐξωτερικοὺς τοίχους.

Πίσω ἀπὸ τούτη τὴ βιτρίνα ἁπλώνεται μιὰ μελαγχολική, μιὰ σιωπηλὴ πολιτεία.  Οἱ παλιὲς γειτονιές, μὲ τὰ στενὰ φιδωτὰ δρομάκια τους προχωροῦν ἀνηφορίζοντας, ὥσπου νὰ συναντήσουνε τὸ κάστρο, τὸ Ἑπταπύργιο, στὴν κορυφή. Τὰ σπίτια μὲ τοὺς χαρακτηριστικοὺς μακεδονίτικους ἐξῶστες ἔχουνε τὴ γοητεία τῶν περασμένων καιρῶν. Ὅμως  πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν εἶδα τόσο ἔντονη τὴν εἰκόνα τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου ἑνὸς κόσμου, ὅσο ἐδῶ.  Τὰ περισσότερα παλιὰ σπίτια ἔχουνε μιὰ θλιβερὴ ὄψη ἐγκατάλειψης, ἄβαφα καθὼς εἶναι μὲ πεσμένους σοβάδες, μὲ ξεχαρβαλωμένα παράθυρα. Συχνὰ μεγάλες ραγισματιὲς  ἢ τοῖχοι ποὺ γέρνουν ἐπικίνδυνα πρὸς τὰ ἔξω, παραμορφωμένα σχήματα παραθυριῶν, φανερώνουνε τὴν ἐπιθανάτια ἀγωνία τοῦ γέρικου χτιρίου.  Κι ὅμως κάποιο κουρτινάκι πίσω ἀπὸ τὸ τζάμι λέει πὼς ἐξακολουθοῦνε νὰ κατοικοῦνε ἀκόμη ἄνθρωποι μέσα σ’ ἐκείνη τὴν παγίδα.  Κάπου κάπου  ἀνάμεσ’ ἀπὸ τοῦτα τὰ σπιτάκια τινάζει μιὰ ὁλοκαίνουργια πολυκατοικία πρὸς τὸν οὐρανὸ τὰ ὀχτώ της πατώματα, μὲ νεοπλουτίστικη  ξιπασιά.  Στὰ πόδια της τὰ ἑτοιμόρροπα σπιτάκια τὴ βλέπουνε ντροπιασμένα καὶ θαρρεῖς  πὼς μικραίνουν ἀκόμη πιὸ πολύ, θαρρεῖς πὼς  παρακαλοῦνε τὸ θάνατο νά ’ρθει νὰ τὰ σωριάσει στὴ γῆς. (περισσότερα…)

Οι αρραβωνιασμένοι

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στo παρακάτω απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου μου Η Ελισάβετ της Κρήτης. Από ταπεινό κορίτσι μοχλός πολιτικών εξελίξεων παρακολουθούμε ένα προσωπικό γεγονός της Ελισάβετ, καθόλου αποκομμένο από τα πολιτικά και εθνικά θέματα ούτε από τη Γενική Διοίκηση της Κρήτης.

~.~

Πολύ μεγάλη χαρά ένιωσε η Ελισάβετ, όταν είδε τον Χριστόφορο να της χτυπά την πόρτα λίγο πριν από εκείνο το ζεστό μεσημέρι της τελευταίας ημέρας του Οκτωβρίου του 1858. Δεν ήταν μικρότερη και η δική του. Αυθόρμητα την αγκάλιασε και τη φίλησε στη δεξιά παρειά. Έκπληξη και ευχαρίστηση ένιωσε η Ελισάβετ, αλλά δεν την έδειξε· «ένας θερμός φιλικός ασπασμός είναι», σκέφτηκε, μη δίνοντας άλλη ερμηνεία στον νεανικό ενθουσιασμό του. Είχε εξάλλου να την δει πολύ καιρό.

—Δεν σε περίμενα, νόμιζα πως μας ελησμόνησες, του είπε με δυσδιάκριτο παράπονο.

—Να λησμονήσω εσένα, Ελισάβετ; Είναι δυνατόν; Ήλθα για σένα κυρίως…

—Κυρίως; Τι εννοείς, έχομε κάποια αποστολή;

—Ακριβώς· μόνο που αυτή τη φορά έχω αναθέσει την αποστολή στον εαυτό μου.

—Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω, Χριστόφορε.

—Άκουσε με προσοχή ό,τι θα πω. Έχω έλθει με τον πατέρα μου, για να σε ζητήσω σε γάμο από τη μητέρα και τον αδελφό σου. Δεν σε έχει δει ποτέ, αλλά του έχω μιλήσει για σένα τόσο, που σε έχει μάθει καλά.

—Νομίζεις πως οι συνθήκες είναι κατάλληλες για γάμο;

—Η γνήσια αγάπη θάλλει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, Ελισάβετ.

—Φοβούμαι μήπως ο πατέρας σου δεν εγκρίνει τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας μας.

—Ο πατέρας μου με εμπιστεύεται, δεν θα φέρει καμιά αντίρρηση, της είπε και την αγκάλιασε με θέρμη.

* * *

Μετά τον αρραβώνα, ο Χριστόφορος παρέμεινε στα Χανιά αρκετό καιρό, υποσχόμενος ότι θα πηγαινοέρχεται με το ατμόπλοιο από το Ηράκλειο, μέχρι να γίνει ο γάμος· ακόμη δεν είχε προσδιοριστεί η ημερομηνία του.

Στο διάστημα αυτό ήθελε να γνωρισθούν καλύτερα, να μιλήσουν περισσότερο για την προηγούμενη ζωή τους, για τις λύπες, τις χαρές, τις εμπειρίες τους· να γίνει η ζωή τού ενός κομμάτι της ζωής τού άλλου· πριν ενωθούν «εἰς σάρκα μίαν», να  νιώσουν πως έχουν ενωθεί «εἰς ψυχὴν μίαν»· κι αυτό απαιτεί χρόνο και προϋπόθεση της σαρκικής ένωσης.

Η Ελισάβετ εξιστορούσε στον Χριστόφορο για μέρες όλη την περασμένη ζωή της και με λεπτομέρειες· ακόμη και τον έρωτά της με τον Πέτρο Μωραΐτη τού ομολόγησε, δεν ήθελε να έχει μυστικές πτυχές η σχέση τους. (περισσότερα…)

Ἡ φύση κι ἐμεῖς

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Τὸ καλοκαίρι εἶν’ ἡ ὥρα τῆς φύσης. Ὁ ἥλιος δὲν εἶναι ἀπόμακρος κι ἀκατάδεχτος. Κατεβαίνει κοντά μας. Κι ἀπὸ τοῦτο τὸ πλησίασμά του ὅλ’ ἀλλάζουνε γύρω μας: Τὰ σύννεφα, τοῦτοι οἱ σκυθρωποί, σταχτιοὶ κυρίαρχοι τοῦ χειμωνιάτικου οὐρανοῦ, ἀποτραβιοῦνται στὰ καταφύγιά τους, πέρα ἀπὸ τὶς μακρινὲς βορεινὲς χῶρες. Ἀνεμπόδιστο τὸ φῶς κουρνελίζει πάνω στὴ στεριὰ καὶ τὸ νερό, στὸ βουνὸ καὶ τὸν κάμπο, ποτίζει τὰ πάντα καὶ τὰ κάνει πιὸ χαρούμενα, πιὸ φιλικά. Τὰ δέντρα ἀνοίγουνε τὶς πράσινες ἀγκαλιές τους νὰ μπεῖ ὁ ἐραστής τους, ὁ ἥλιος, νὰ τὰ γεμίσει ἐρωτικὰ λουλούδια ποὺ θὰ γίνουνε χρυσοὶ καρποί. Ἡ θάλασσα γαληνεύει, παύει νὰ θωρεῖ σὰν ἐχθρό της τὸν ἄνθρωπο· ἀφήνει, ἀνεξίκακα, τὰ καράβια νὰ ὀργώνουνε τὸ κορμί της, παιζογελᾶ μὲ τοὺς κολυμβητές. Κι ἡ νύχτα, ἡ μαύρη μάγισσα, ἡ γεμάτη φαντάσματα καὶ κακὰ πνεύματα, ὁ τρόμος τοῦ ἀδύναμου πρωτόγονου, ἀκόμη κι αὐτὴ γίνεται κρυστάλλινα διάφανη ἡ δροσιά της εἶναι καλοδεχούμενη, ὕστερ’ ἀπὸ τὴ ζέστα τῆς μέρας.

Κι ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τῆς πολιτείας μὲ τὴν κονσερβαρισμένη ζωή, βγαίνομε, σὰν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν οἱ δουλειές μας, νὰ περάσομε μερικὲς ὧρες μέσα στὴ φύση. Στὸ ὕπαιθρο, ὅπου ὅλα  ἔχουνε μιὰ ἀπροσποίητη ἁπλότητα, ὅπου ὅλα εἶναι νεανικά, καὶ δυνατὰ καὶ ξέγνοιαστα, νιώθομε σιγὰ σιγὰ κάτι ν’ ἀλλάζει μέσα μας. Γινόμαστε πιὸ νέοι, λιγότερο τυπικοί, λιγότερο ὑποκριτές, πιὸ χαρούμενοι. Τὸ συναίσθημα, τὸ καταπιεσμένο ἀπὸ τὴ λογική, ξαναβρίσκει τὴ θέση του στὴν καρδιά μας. Ἀνακαλύπτομε τὴν ὀμορφιά.

Ὅσοι ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς δουλειᾶς τους, στερηθήκανε τὸ ἀχνὸ πλησίασμα τῆς φύσης, αὐτοὶ ἴσως χαίρονται πιὸ βαθιὰ τὴν ἐπαφή μαζί της. Γίνονται οἱ ἐκστατικοί, οἱ ἐραστὲς τοῦ ἥλιου καὶ τοῦ ἀέρα, τῆς θάλασσας καὶ τοῦ λουλουδιοῦ. Θυμοῦμαι τώρα τὸν Παλαμᾶ. Τὶς σπάνιες φορὲς ποὺ ἄφησε τὴν «ἀσάλευτη ζωὴ» τοῦ γραφείου του, ποὺ βγῆκε ὄξω ἀπὸ τὴν ἄσφαλτο τῆς Ἀθήνας, ἀντίκρυσε τὸν κόσμο γύρω σὰν ἐρωτευμένος ἔφηβος: «Ὦ, Φύση, ὁλάκερη ζωὴ κι ὁλάκερη σοφία!».[1] (περισσότερα…)

«Είμαι στη διάθεσή σας, εξοχότατε…»

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Τo απόσπασμα είναι από το Β΄ μέρος του ανέκδοτου βιβλίου Η Ελισάβετ της Κρήτης. Πιεσμένη από τους Χιλλ, ύστερα από όσα μεσολάβησαν στην Αθήνα, η Ελισάβετ επιστρέφει ακούσια στα Χανιά, ως ξένο σώμα, όπως πιστεύει· κι αμέσως προσπαθεί να ενταχθεί στην υψηλή κοινωνία της πόλης.

~ . ~

Ντυμένος ευρωπαϊκά, όπως πάντα, και φορώντας με χάρη το τούρκικο φέσι την περίμενε με ανυπομονησία στην κουνιστή πολυθρόνα. Πότε πότε σηκωνόταν να δει από το παράθυρο μήπως έρχεται. Του είχε πει ότι το σπίτι της γειτόνευε με την επισκοπή, με τα πόδια θα ερχόταν· το Διοικητήριο είναι σχετικά κοντά.

Κι όμως καθυστερούσε· προσπαθούσε μέσα του να τη δικαιολογήσει κι απέρριπτε την πιθανότητα να μην έλθει. Η νευρικότητα σκίασε το πρόσωπό του· ο υπηρέτης του θέλησε να τον ηρεμήσει και του έφερε γεμάτο τον ναργιλέ. Τον άναψε και του έδωσε το μαρκούτσι. Εκείνος το έφερε αργά στα χείλη του κι άρχισε να ρουφάει. Αφοσιωμένος στην ευχαρίστηση του καπνίσματος, η αδημονία του έσβηνε σιγά σιγά.

Μετά από ώρα άκουσε την πόρτα να κτυπά, είδε τον υπηρέτη να τη μισανοίγει· «ήλθε» του είπε. Ο Βελής άφησε το μαρκούσι και σηκώθηκε, καθώς η Ελισάβετ εισερχόταν στο μεγάλο γραφείο· εξαϋλωμένος ο πασάς στο θολό σύννεφο του δωματίου, «σας περιμένω πολλή ώρα» της είπε και την καλωσόρισε θερμά. Εκείνη, ελαφρά ζαλισμένη από την έντονη μυρωδιά που έβγαζε το πλούσιο χαρμάνι, απάντησε:

— Εξοχότατε, ζητώ ταπεινά να με συγχωρέσετε για την καθυστέρηση, δεν ήταν ηθελημένη. Θα σας εξηγήσω.

Την άκουσε να μιλεί κάπως πνιγμένα και χαμηλόφωνα. Κατάλαβε ότι την είχε πειράξει ο ναργιλές του. Κάλεσε τον υπηρέτη να ανοίξει τα παράθυρα και να πάρει τον ναργιλέ· βγήκαν στο μπαλκόνι, ώσπου να αεριστεί ο χώρος. Η Ελισάβετ ανέπνευσε βαθιά κι άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί στη θάλασσα.

— Ας καθήσουμε για λίγο εδώ, έχει ήλιο ζεστό σήμερα, της είπε και της έδειξε τις πολυθρόνες.

— Τι ωραίο μπαλκόνι! Δική σας η θάλασσα, δική σας και η πόλη, που ξανοίγεται πίσω, κάτω από τα πόδια σας, του είπε με θαυμασμό, υποκρύπτοντας τα υπονοούμενα των λέξεων. (περισσότερα…)

Ἡ ἄλλη ὄψη τῆς κωμωδίας

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ἂς ξαναθυμηθοῦμε ἕν’ ἀπὸ τὰ πιὸ κωμικὰ ἐπεισόδια τοῦ Πατούχα, ἐκεῖ πρὸς τὸ τέλος τοῦ βιβλίου. Ὁ πρωτόγονος, ζαλισμένος ἀπὸ τὸ περίσσεμα τῆς δύναμης τῆς ζωῆς του, ἔφηβος ἀποφασίζει νὰ κλέψει μὲ τὴ βία τὴν πεισματάρα, ψηλομύτα Μαργή, ποὺ δὲν λέει ν’ ἀνταποκριθεῖ στὸν ἔρωτά του. Μπαίνει κρυφά, τὴ νύχτα, στὸ σπίτι της, σιμώνει τὸ κρεβάτι της κι ὅπως κοιμᾶται, μὲ τὰ σκεπάσματα, τὴ σηκώνει στὰ χέρια του καὶ τὴν φέρνει στὸ μαγαζί του. Μ’ ὅλο του τὸ μεθύσι παραξενεύεται ποὺ δὲ συναντᾶ καμιὰν ἀντίσταση σ’ ἐτούτη τὴν πράξη του. Ὅμως εἶναι τόση ἡ χαρά του καὶ τὸ θόλωμα τοῦ μυαλοῦ ἀπὸ τὸ κρασί, ποὺ δὲν τοῦ μένει καιρὸς γιὰ πολλὲς σκέψεις. Καὶ μόνο σὰν ἀνάψει τὸ λύχνο καὶ παραμερίσει τὰ σκεπάσματα, τότε θὰ βρεῖ τὴν ἐξήγηση: Δὲν ἔκλεψε τὴν κόρη, παρὰ τὴ μάνα. Θυμωμένος μαζὶ καὶ ντροπιασμένος θὰ διώξει τὴν ἐρωτευμένη μεσόκοπη χήρα καὶ θὰ γιατρευτεῖ ἀπὸ τὴν «κουζουλάδα» του. Θὰ ζητήσει συχώρεση ἀπὸ τὸν πατέρα του, θὰ φιλιωθεῖ μαζί του καὶ σὲ λίγες μέρες θὰ γίνει ὁ γάμος μὲ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του, τὴν Πηγή. Κι ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Πατούχα θὰ τελειώσει εὐτυχισμένα.

Κι ἡ χήρα; Ὁ Κονδυλάκης μᾶς πληροφορεῖ μὲ λίγες γραμμές: «Μετ’ ὀλίγον ἦλθε μία γυναίκα ἐκ τοῦ συγγενολογίου, ἡ ὁποία ἀνήγγειλεν ὅτι ἡ χήρα ἡ Ζερβούδαινα εἶχε παραφρονήσει. Καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπανελάμβανε μίαν φράσιν: «Ντὰ δὲ σ’ ἀρέσω;» Αὐτὸ εἶν’ ὅλο. Μέσα στὴ γενικὴ χαρά, μέσα στὸ εὐτυχισμένο τέρμα τῶν παθημάτων τοῦ Μανώλη, δὲν ἀξίζει ν’ ἀπασχολήσει τὸ συγγραφέα παραπάνω ἡ ἱστορία τῆς Ζερβούδαινας. Αὐτὸ ἄλλωστε θὰ χαλοῦσε τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἔργου. Οἱ ἀναγνῶστες πρέπει κλείνοντας τὸ βιβλίο νά ’χουν ἕνα χαμόγελο στὰ χείλια. (περισσότερα…)