*
COVID-19
Ηθικά ζητήματα σχετικά με την απόρριψη των εμβολίων
*
του MICHAEL KOWALIK
Πρόλογος-Μετάφραση Ηλίας Αλεβίζος
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους στο περιοδικό Journal of Medical Ethics, που εκδίδεται υπό την αιγίδα του ομίλου που κυκλοφορεί το British Medical Journal (BMJ), ένα από τα παλαιότερα ιατρικά περιοδικά υψηλού κύρους. Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή άρθρα του Journal of Medical Ethics, με βάση τα στατιστικά των
τελευταίων μηνών. Συγγραφέας του είναι ο Michael Kowalik, ανεξάρτητος φιλόσοφος από την Αυστραλία, ο οποίος, πέρα από το αυστηρά ακαδημαϊκό του έργο, διατηρεί και την ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα https://culturalanalysisnet.wordpress.com/. Από γλωσσική άποψη, πρόκειται για ένα μάλλον στρυφνό κείμενο, τουλάχιστον για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την κατά βάση αγγλοσαξωνική παράδοση της πραγμάτευσης φιλοσοφικών (ακόμα και ηθικών) ζητημάτων με έναν παροιμιωδώς ψυχρό και ανηλεώς αναλυτικό τρόπο. Κάτι που ωστόσο δεν φαίνεται να μειώνει την αναμφισβήτητη και σαφώς αξιέπαινη παρρησία με την οποία διατυπώνονται οι θέσεις του συγγραφέα – αν και σε κάποιες περιπτώσεις, για όσους μπορούν να διαβάσουν, η λογική κατάληξη της συλλογιστικής του συγγραφέα φαίνεται να διατυπώνεται έμμεσα και πίσω από τις γραμμές, λίγο πριν αγγίξει πολύ ευαίσθητα ζητήματα. Το «μειονέκτημα» της στρυφνότητας παρ’ όλα αυτά αποδεικνύεται, από μια άλλη άποψη, και ως το κύριο προτέρημα του άρθρου και ο βασικός λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε να μεταφραστεί. Ξεδιπλώνει συστηματικά (ακόμα και φορμαλιστικά κατά τόπους) και με συνέπεια, με σταθερό τόνο που δεν υψώνεται σε κραυγές, τις λογικές πλευρές του ζητήματος περί του ηθικώς νόμιμου ή μεμπτού των υποχρεωτικών εμβολιασμών. Ακόμα κι αν κανείς δεν είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει τον συγγραφέα σε επιμέρους τοποθετήσεις ή ακόμα και στο γενικό του συμπέρασμα, οφείλει, αν μη τι άλλο για λόγους διανοητικής εντιμότητας, να αναπτύξει επιχειρήματα με εξίσου σφιχτή δομή, χωρίς εύκολες προχειρότητες και λογικές εκπτώσεις. Ποιότητες που δεν αποκλείουν βέβαια το πάθος ή ακόμα και την πολιτική στράτευση, αλλά που έχουν καταστεί ακριβοθώρητες πλέον στον δημόσιο διάλογο (σε ό,τι έχει απομείνει από αυτόν), παραχωρώντας τη θέση τους στην ιδεολογική καψούρα, στον κομματικό αμανέ και σε αρκετές δόσεις θρασύδειλης επιθετικότητας που τόσο εύκολα πολλαπλασιάζεται στις εργαστηριακές συνθήκες του διαδικτύου, έχοντας ως μαγιά 280 χαρακτήρες, ειδικά όταν κανείς (νομίζει ότι) έχει τις πλάτες της εξουσίας. Το συγκεκριμένο άρθρο, λοιπόν, σε καμμία περίπτωση δεν εξαντλεί όλες τις πλευρές του θέματος και σίγουρα έχει αδυναμίες, ιδίως από τη στιγμή που αγνοεί σχεδόν παντελώς τις καθόλου δευτερεύουσες και μάλλον πιο σημαντικές εν τέλει πολιτικές, ιστορικές και κοινωνικές διαστάσεις του ζητήματος – μόνο μερικές νύξεις γίνονται εν παρόδω. Κάτι που ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι αρκεί να διατυπώσουμε το πρόβλημα υπό τους όρους μιας characteristica universalis λαϊμπνίτειας έμπνευσης και να περιμένουμε υπομονετικά την αλγοριθμική μηχανή να μας δώσει στην έξοδο το ορθό συμπέρασμα. Έστω κι έτσι όμως, το κείμενο που παρουσιάζεται εδώ σίγουρα ανεβάζει τον πήχη της συζήτησης, για όσους στέκονται στο απαραίτητο ύψος για να τον διακρίνουν. Οι υπόλοιποι είναι βέβαιο ότι θα περάσουν από κάτω του χωρίς καν να τον αντιληφθούν, με τη γνωστή μακαριότητα και αλαζονεία που απλόχερα χαρίζει η άγνοια.
Θανάσης Γαλανάκης, Αποχαιρετισμός στον δόκτορα
Ἀποχαιρετισμὸς στὸν δόκτορα
Ὅταν σοῦ ἔκλινα τὸ γόνυ εὐλαβικὰ
ποῦ νὰ προέβλεπα μιὰ τέτοια κατρακύλα
‒ ἐγὼ πὼς θά ’τρωγα ἀμάσητο παπᾶ
κι’ ἐσὺ πὼς θὰ κανοναρχοῦσες στὴ σαπίλα.
Νὰ ξεφτιλίζεσαι μὲ βρώμικες φανέλες
κι ὅλο νὰ κρύβεσαι πίσω ἀπ’ τὶς ἐκκλησιές.
Βυζὶ ἂν δὲν ἔχεις δὲν φτουρᾶν δέκα μπανέλες
κι ἀβγὰ δὲν βάφονται, Σωτήρη, μὲ πορδές.
Καὶ τώρα, πάει, μὲ ἐξέθεσες, φινίτο.
Θὰ λὲνε ὅτι εἶμαι εὐκολόπιστος καὶ βλίτο·
ὅτι ἀκόμα τρώω μὲ τὰ νεογιλά.
Ὅμως ἀφοῦ μοῦ ’χουν φανεῖ οἱ φρονιμίτες,
δαγκώνω ὀσφυοκάμπτες —σὰν κι’ ἐσὲ— ἰησουίτες
ποὺ ἀκοῦνε «Πῆδα» καὶ ρωτᾶν «Πόσο ψηλά;».
Δεκέμβριος 2021
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ
Γράμμα από την Μπογκοτά
ΗΜΕΡΕΣ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ – ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ
Πέρασαν σχεδόν τρεις μήνες. Μακριά από όλους, την κίνηση, τα μαγαζιά, τους θορύβους που καθόλου δεν μ’ ενοχλούν γιατί μεγάλωσα στο πρώτο πάτωμα μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Μακριά από το γραφείο μου, τα βιβλία μου, τη ζωή μου. Το σπίτι που μένω είναι ξύλινο, δίπατο, έχει τηλεόραση, τζάκι με γκάζι και ανέσεις. Βρίσκεται σ’ ένα αγρόκτημα είκοσι δύο στρέμματα μ’ ένα μικρό δάσος, με λόφο κι ένα ποταμάκι. Τριγυρίζομαι από πράσινο χορτάρι, αυτοφυές και διαρκές. Πατάω και βυθίζεται το πόδι μου σαν να περπατάω σε στρώμα. Όπου και να γυρίσω το βλέμμα μου δέντρα και ζώα. Αγελάδες και μοσχαράκια. Κότες, τρία σκυλιά, δύο άλογα.
Έφθασα στην Μπογκοτά της Κολομβίας αρχές Μαρτίου για μια επίσκεψη-συμπαράσταση στην έγκυο κόρη μου και την οικογένειά της, για ένα μήνα. Η Κίνα και ο παράξενος ιός της ήταν πολύ μακριά για να εμποδίσει ένα ταξίδι που είχα προγραμματίσει από καιρό. Ύστερα εκδηλώθηκαν τα πρώτα κρούσματα του εστεμμένου σε Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία· σε μια εβδομάδα έκλεισαν παντού όλα τα αεροδρόμια. Άλλαξα το εισιτήριο επιστροφής για Απρίλιο και φοβισμένοι από την κατάσταση με έγκυο και μικρό παιδί τα μαζέψαμε και ήρθαμε στο οικογενειακό αγρόκτημα, δυο ώρες με το αυτοκίνητο από την πρωτεύουσα. Πρωινό ξύπνημα στις 6 και στις 9 το βράδυ στο κρεβάτι. Οι άλλοι. Εγώ δεν μπορώ να πάω για ύπνο πριν τις 11. Παρά την κούραση του υψόμετρου. Δεν υπάρχει ούτε ένα ελληνικό βιβλίο και η σύνδεση του κινητού μου δεν επιτρέπει να κατεβάσω οτιδήποτε από το διαδίκτυο.
Πριν από μέρες ένας ταύρος έριξε τα σύρματα και κατέβηκε ως το σπίτι μας μασουλώντας ενώ εγώ ανίδεη βολτάριζα. Στα πενήντα μέτρα άκουσα τις φωνές της κόρης μου που με προειδοποιούσε να μείνω ακίνητη και τότε τον είδα. Ένας μεγάλος μαύρος ταύρος που με περιεργαζόταν. Ο τρίτος της ζωής μου. Αναμετρηθήκαμε για λίγο. Ύστερα προσγειώθηκε στο λαιμό του ένα λάσο σε καουμπόικο στιλ. Δυο άντρες τον τράβηξαν πέρα με μεγάλη δυσκολία. Τον ταΐζουν πατάτες για να παχύνει και να τον πουλήσουν. Δε συμφέρει να υπάρχει ταύρος στο κοπάδι. Η αναπαραγωγή γίνεται με τεχνητή γονιμοποίηση κι αυτόν το μήνα γεννήθηκαν πέντε μοσχαράκια. Υπάρχουν και οκτώ μικρά ταυράκια. Κι αυτά θα πουληθούν μόλις παχύνουν αρκετά.
Σήμερα ξύπνησα από το μουγκανητό ενός μοσχαριού. Είχε λυθεί και βρισκόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρό μου. Άνοιξα το παντζούρι και το έβλεπα καθώς κοίταζε προσεκτικά τα κάγκελα της βεράντας. Είπα πως τώρα θα πηδήξει και θα μπει μέσα, αλλά προτίμησε να φάει το πιο ωραίο ροζ τριαντάφυλλο του μικρού κήπου και ύστερα πήρε την κατηφόρα μέχρι που το μάζεψαν κι αυτό μ’ ένα λάσο.
Κάθε μέρα οι αγελάδες κατεβαίνουν από τα βοσκοτόπια, πεντέμιση το πρωί και τρεισήμισι το απόγευμα για το άρμεγμα. Ύστερα επιστρέφουν στα πιο ψηλά λιβάδια. Βρισκόμαστε στα 2800 μέτρα υψόμετρο. Στα υψίπεδα των Άνδεων. Το κλίμα ίδιο όλο τον χρόνο, άνοιξη μάλλον και λίγο φθινόπωρο Απρίλιο και Μάη. Τις πρώτες μέρες δεν άντεχα να περπατήσω για πολύ ώρα. Μου έλειπε το οξυγόνο. Χρειάστηκα περίπου μια εβδομάδα για να συνηθίσω τα 2500 μέτρα της Μπογκοτά. Όμως τώρα εδώ τα πράγματα βελτιώθηκαν. Ανεβαίνω τις ανηφόρες χωρίς στάσεις, χωρίς λαχάνιασμα.
Η καραντίνα είναι αυστηρή με μεγάλα πρόστιμα, απαγορεύουν τις μετακινήσεις όπως και στην Ελλάδα, αλλά έχουν γενική απαγόρευση κυκλοφορίας τα σαββατοκυριακοδεύτερα όταν οι Κολομβιάνοι πάνε εκδρομές, γλεντάνε και πίνουν, γι’ αυτό υπάρχει ταυτόχρονα και απαγόρευση πώλησης ποτών. Οι μεγάλες εταιρείες απολύουν υπαλλήλους αράδα. Ο κόσμος δυσανασχετεί με την κλεισούρα, αλλά περισσότερο υποφέρουν όσοι ζούσαν από δουλειές του ποδαριού – και είναι πολλοί αυτοί, εκατομμύρια. Τους βλέπουμε στην τηλεόραση, στις πιο φτωχές συνοικίες, κρεμάνε ένα κόκκινο πανί έξω από το σπίτι τους που σημαίνει ΠΕΙΝΑΜΕ. Οι διάφορες οργανώσεις μοιράζουν πακέτα με τρόφιμα καθημερινά αλλά δεν φτάνουν. Και όσοι μένουν στα βόρεια προάστια φοβούνται μια εξέγερση, μια κοινωνική αναστάτωση όσο κρατάει η καραντίνα. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει γιατί περιμένουν αύξηση των κρουσμάτων στο τέλος του μήνα.
Το Πάσχα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Είχα σκεφτεί να βάψω αυγά, ίσως να φτιάξω τσουρέκια, αλλά όλα αυτά φάνταζαν ξένα στο περιβάλλον μου. Στη δοκιμή που έκανα τα δέκα αυγά βγήκαν σκούρα μπεζ κι ας τα άφησα δυο ώρες να βράζουν στο κόκκινο νερό των παντζαριών.
Η πτήση του Απρίλη ακυρώθηκε κι έκανα καινούργια κράτηση για Μάη.
Εδώ για όλα πρέπει να πας αυτοπροσώπως να τα παραλάβεις, δεν υπάρχουν ντελιβεράδες. Ένα άτομο ασυνόδευτο ―στην Μπογκοτά βγαίνουν σε διαφορετικές μέρες οι άντρες από τις γυναίκες, μονά ζυγά, ίσως για ν’ αποφεύγουν τα ραντεβού― σύμφωνα πάντα με τον λήγοντα αριθμό της ταυτότητας. Παραδείγματος χάρη οι λήγοντες σε 0 οκτώ με έντεκα το πρωί και μόνο στην πιο κοντινή πόλη, δηλαδή χωριό. Φαρμακεία και λίγα μεγάλα μπακάλικα με περιορισμένη ποικιλία και μόνο δύο προϊόντα από κάθε είδος. Αυτό αποκλείει οποιονδήποτε ξένο. Δεν έχω βγει έξω εδώ και τρεις μήνες. Δεν έχω περπατήσει σε δρόμο. Δεν έχω μπει σε κατάστημα. Όμως υπάρχουν πολύ λίγα κρούσματα στο νομό της Μπογιακά όπου βρίσκομαι και κανένας θάνατος. Κάτι είναι κι αυτό.
Ιδανικές διακοπές μου λένε όταν παραπονιέμαι, στη φύση, στον καθαρό αέρα, με καθημερινή κουζίνα γκουρμέ της κόρης μου που απολαμβάνει το καλό και υγιεινό φαγητό. Γιατί δεν είμαι ευχαριστημένη με αυτές τις συνθήκες απομόνωσης; Τι παραπάνω κάνω στο γραφείο μου στην Αθήνα; Πόσο πολύ λοιπόν αποζητούμε τη δική μας φυλακή;
Μάταια και καθημερινά αναζητώ το κρυμμένο νόημα σε αυτόν τον υποχρεωτικό εγκλεισμό. Μια απλή, λίγο παράλογη επιβίωση, ένας εγκλεισμός χωρίς μέλλον, ένας σχεδόν θάνατος. Προσπαθώ να δώσω ένα σχήμα, ένα σκοπό, σε αυτήν τη διαβίωση, αλλά δεν βρίσκω τίποτα που να ανακουφίσει την απελπισία μου. Μου λείπει η Αθήνα, μου λείπει το Wifi του σπιτιού μου. Στην αρχή, όταν ξέμεινα από data, μ’ έπιασε ένας πανικός, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με την Ελλάδα, με τους δικούς μου. Τώρα παλεύω με τις λιγοστές μονάδες για περιήγηση που αγοράζω σχετικά φτηνά, αυτό είναι αλήθεια, αλλά λόγω της καραντίνας κανένας δεν τοποθετεί κεραίες εδώ στην εξοχή. Δεν μπορώ να γράψω, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Πότε πότε πονάει ο λαιμός μου κι ένας μικρός πανικός ξεφυτρώνει για λίγες τουλάχιστον ώρες. Μήπως μολύνθηκα; Μήπως θ’ αφήσω εδώ τα κόκκαλά μου; Πόσο ασήμαντα είναι όλα αυτά που σχεδίαζα μπροστά στην επιτακτική ανάγκη της απομόνωσης για να σωθούμε όλοι. Και γιατί να σωθούμε, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται. Γιατί να μην ρισκάρουμε, να δούμε ποιός πραγματικά μπορεί να επιβιώσει. Ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας που με τις χειρότερες προοπτικές θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της ανθρωπότητας.
Θυμάμαι μια ηθελημένη απομόνωση έξι εβδομάδων στην πόλη των Αγγέλων, στις ΗΠΑ. Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Σάντα Μόνικα, μόνη, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, σκυμμένη στον υπολογιστή μέρα νύχτα. Το δίδυμο κρεβάτι ήταν μαυροπίνακας γεμάτος κίτρινα αυτοκόλλητα χαρτάκια: οδηγίες για το σενάριο που έγραφα, έγραψα. Έβγαινα μόνο για φαγητό, σ’ ένα εστιατόριο ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο, καμιά φορά βόλτα με το νοικιασμένο αυτοκίνητο στα free ways για να εξοικειωθώ με την πόλη. Έγραφα ασταμάτητα, αγόραζα παγωτό στο σούπερ που ήταν κι αυτό μέρα-νύχτα ανοιχτό και μια φορά την εβδομάδα μάθημα συγγραφής σεναρίου με τον Σιντ Φιλντ στο διάσημο Μπέβερλι Χιλς, στο σπίτι του Γκέρσουιν. Ανακάλυψα τον Σ.Φ. διαβάζοντας τα βιβλία του, τον είχα βρει στο διαδίκτυο και μετά από ένα χρόνο αλληλογραφία βρέθηκα στο Λος Άντζελες με την ιδιότητα της μαθήτριας να γράφω το πρώτο μου σενάριο με την βοήθεια και την καθοδήγηση του. Το γυμναστήριο του ξενοδοχείου το ανακάλυψα δυστυχώς μόνο την τελευταία εβδομάδα. Όπως και τις καινούριες φίλες και τα φαγάδικα του Λ.Α.
Σκέφτομαι πως τίποτα δεν θα είναι ίδιο στο μέλλον. Ίσως θα πρέπει να φορούμε όλοι μάσκες και γάντια, να κρατάμε αποστάσεις, να αποφεύγουμε τις συγκεντρώσεις. Εκτός κι αν κάνουμε κάθε χρόνο το εμβόλιο του κορωνοϊού όπως της γρίπης. Η πτήση του Μαΐου ακυρώθηκε κι αυτή, έκλεισα θέση για 5 Ιουνίου.
Κάθε βράδυ βλέπω σπίτια στον ύπνο μου. Σπίτια που υπήρξαν, σπίτια που είχα και πούλησα ή εγκατέλειψα, σπίτια παλιά, σπίτια ερείπια. Περιφέρομαι εκεί μέσα και ψάχνω τους δικούς μου, πότε τη μάνα, πότε κάποιο παιδί, πότε κάποιον αγαπημένο που έχω χρόνια να δω. Κάθε βράδυ επιστρέφω σε γνωστά μέρη, ξεχασμένα ή κι αξέχαστα.
Και περνώ τις μέρες μου κλεισμένη σ’ έναν Παράδεισο, σε μια Εδέμ, χωρίς καμιά έγνοια, δεν πρέπει να πληρώσω νοίκι ούτε κοινόχρηστα, δεν βγαίνω για ψώνια, άλλος μαγειρεύει, άλλος προγραμματίζει την καθημερινότητά μου, δεν έχω υποχρεώσεις, η μέρα ξημερώνει μες στο πράσινο, τα κοκόρια με ξυπνούν τα χαράματα όπως ποτέ στη ζωή μου δεν με ξύπνησαν, αγελάδες και άλογα γεμίζουν τις πλαγιές, κότες που μου δίνουν τα φρέσκα αυγά τους, μια βουκολική ζωή που δεν επιζήτησα. Φοράω τα ρούχα που έφερα για ένα μήνα, σχεδόν έλιωσα ένα πανταλόνι, έχω άλλα δύο. Έχω ξεχάσει το βάψιμο, την κοκεταρία, δεν φοράω πια γυαλιά, νταντεύω μια εγγονή και περιμένω μιαν άλλη.
Τώρα τελευταία άρχισα να διακρίνω μια ελαφριά κατάθλιψη. Αν ήμουνα πιο νέα ίσως να το διασκέδαζα, όμως εδώ μου λείπουν τα γραφτά μου, αυτά που θα μπορούσα να τακτοποιήσω, να αρχειοθετήσω, τα βιβλία μου που θα μπορούσα να ξαναδιαβάσω, κάποιες μεταφράσεις που ήθελα να κάνω στον ελεύθερο χρόνο μου. Στην άλλη μεριά του ωκεανού είναι η πατρίδα, ο καλός μου, οι άλλοι αγαπημένοι. Αναρωτιέμαι για την τύχη του βιβλίου που παρέδωσα στην εκδότρια, τη ζωή μου όπως την ήξερα.
Η πτήση μου πάλι ακυρώθηκε, τώρα έχω κάνει κράτηση για πρώτη Ιουλίου. Η δήμαρχος βγήκε στην τηλεόραση και είπε πως τα αεροδρόμια θα παραμείνουν κλειστά μέχρι τις 31 Αυγούστου.
Όλα έχουν μπει σε αναμονή.
Κάπως έτσι νομίζω πως θα είναι ο θάνατος. Μια μέρα ξαφνικά θα εξαφανιστώ, θα βρεθώ σε μια άλλη πραγματικότητα, άγνωστή μου μέχρι τότε, θα τα αφήσω όλα πίσω. Ίσως να συναντηθώ με άλλους γνωστούς και αγαπημένους, να χαίρομαι την παρέα τους, να θυμάμαι παιδικά τραγουδάκια και παραμύθια, να κάνω ξανά τις τόσο γνωστές αλλά και ξεχασμένες κινήσεις, τα χάδια, τις αγκαλιές, τα νανουρίσματα. Ένας ήρεμος τόπος, πολλά δέντρα, καθαρή ατμόσφαιρα, μια ζωή με τα απολύτως απαραίτητα. Μια ατέλειωτη αιωνιότητα, μια αληθινή Νιρβάνα, αλλά τόσο βαρετή!
ΚΛΑΙΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ
Παναγιώτης Νικολαΐδης, Μανιφέστο αποτυχίας
ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ
Και ξαφνικά το χρήμα
δεν χρησιμεύει πια σε τίποτα
ούτε οι έξυπνες βόμβες του στρατού
ούτε ο τρυπημένος ουρανός
γεμάτος κάμερες και δορυφόρους.
Φαίνεται πως η φύση πήρε τον λόγο
και θα τον έχει για καιρό
καθώς μας πνίγουν ολοένα
οι στέγες των μεγάλων μας σπιτιών
κι αυτός ο φόβος ο βαθύς
πως θα πεθάνουμε από κάτι τόσο απλό
ενώ δαμάσαμε όλα τα είδη στον πλανήτη.
Γι’ αυτό, λοιπόν,
πετάμε μόνο με ψηφιακούς χαρταετούς
(ό,τι χτίζουμε μας γκρεμίζει πιο πολύ)
αφού το βαθύτερο νόημα
δεν είναι πια να μετοικήσουμε στον Άρη,
τη σελήνη ή κάπου αλλού
αλλά να δούμε τη ζωή αλλιώς
με τις φυλακισμένες μας αισθήσεις.
έξω στον κήπο, όμως,
κοκκινίζουν πάλι τ’ άνθη της ροδιάς
και τα σπουργίτια
χορεύουν σάλσα μες στο φως
σαν εσωτερικοί μετανάστες του εφήμερου.
Έτσι απλά αδέλφια νικά πάντα η ζωή
καθώς οι φλόγες
μεταφέρουν κομμάτια
της απανθρακωμένης μας ψυχής
στον ατελείωτο ιμάντα
του χρόνου.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Γιάννης Πατίλης, Milano si sente N.Y.
Γιάννης Πατίλης
Milano si sente N.Y.
μνήμη Σέρζιο Μπάσι
Ἰταλοῦ ρὸκ τραγουδιστῆ, θύμα τοῦ covid-19
Κρέμα τῆς Λομβαρδίας, 16.03.20 †
Νέα Ὑόρκη τότε ὅλα θυμίζαν,
καὶ στὸ δικό σου, Σέργιε, τὸ Μιλάνο,
στὸ ἔδικτο ὅπως τῶν Μεδιολάνων,
νέας Γενιᾶς τὰ ὄνειρα ἀνθίζαν,
ἐνῶ τῆς Μαντουνίνας σου χρυσίζαν
φιλιὰ ψηλὰ ἀπ’ τὸ Ντουόμο ἀπάνω
ποὺ ἀπὸ τῆς καρδιᾶς τ’ ἀνεμοπλάνο
σκόρπιζε στοὺς φτωχοὺς τοὺς δίχως ρίζα.
Καὶ τώρα ποὺ λυθήκανε οἱ ὅρκοι,
σὲ σύνορα κλειστά, σπίτι μαράζι,
μὲ θάνατο ποὺ παίρνει μαῦρα μέτρα
φέρετρα ἀπὸ τοῦ κόβιντ τὴ φαρέτρα,
ἡ μοίρα τῆς Γενιᾶς μας, Σέργιε, μοιάζει
ἀκόμη πιὸ πολὺ στὴ Νέα Ὑόρκη.
[ἀπὸ τὴ σειρὰ Σονέτα μὲ σημαία εὐκαιρίας]
Γράμμα από τα Τρίκαλα
Στις απόκριες λόγω κορωνοϊού δεν βάλαμε μάσκες. Μετά η ζωή άλλαξε. Δεν χρειαστήκαμε τις καθημερινές, περάσαμε κατευθείαν στις ιατρικές. Όσοι βρήκαν δηλαδή, γιατί εξαρχής υπήρξε μεγάλη έλλειψη. Έμεινε το πρόσωπό μας γυμνό. Και το γυμνό πρόσωπο είναι εύθραυστο σαν το γυαλί και συχνά κόβει. Κάθομαι πολλές ώρες στο μπαλκόνι και κοιτώ. Μετά γράφω επιστολές στον εαυτό μου. Φωτογραφίζω μια εποχή και μια πραγματικότητα. Γεννά μια ηδονή η αποτύπωση του πρωτόγνωρου. Φαντάζομαι έτσι θα ένιωθε ο Όττο Ντέπε, ο Γερμανός ανταποκριτής που παρακολουθούσε ζωντανά στα άδυτα της NASA το 1969 την προσσελήνωση του Απόλλωνα 11. Τότε ζούσαν την προσσελήνωση του Απόλλωνα 11, τώρα ζούμε την προσγείωση του COVID-19. Αποτυπώνω μικρά στιγμιότυπα με τη σιγουριά ότι οι άνθρωποι μοιάζουν. Υποθέτω πως παντού, σε όλη τη χώρα, θα έχουμε παρόμοιες συμπεριφορές, ότι το μικρό είναι ένδειξη του ευρύτερου. Δεν πιστεύω ότι η καινούρια κατάσταση θα μας αλλάξει προς το καλύτερο. Ο καθένας είναι όπως είναι. Αυτός που βλέπει αλλιώς τα πράγματα λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών, σύντομα, μόλις αλλάξουν, θα δει πάλι με τον τρόπο που έβλεπε. Ο σκληρός εργοδότης θα γίνει ακόμη πιο σκληρός, το θύμα περισσότερο θύμα και οι αδύναμοι δεν θα ξέρουν πού να κρυφτούν. Λίγοι θα αλλοιωθούν εσωτερικά σαν τον Οιδίποδα. Θα τους καταλάβουμε, γιατί θα κυκλοφορούν τυφλοί και θα προφητεύουν. Δεν ξέρω ωστόσο η έκρηξη του ηφαιστείου που σιγοβράζει πόσο καταστροφική θα είναι. Εύχομαι η σκόνη και τα αέρια να μην κρύψουν τον ουρανό, γιατί πολλοί θα πεθάνουν από ασφυξία. (περισσότερα…)
Γράμμα από την Καλιφόρνια
Εδώ Άγρια Δύση
Στα μονοπάτια του χρυσού περπατάω εδώ και δεκαπέντε χρόνια – αν και δεν υπάρχει πια ούτε για ψήγμα. Μακριά , κάποιες φορές πολύ μακριά, από την Ελλάδα μου.
Έκλεισε μήνας πια από την ημέρα του εγκλεισμού. Τον έβλεπα να έρχεται, αν και εδώ οι περισσότεροι το θεωρούσαν αδύνατο. Η αμερικάνικη νοοτροπία τής υπερδύναμης το θεωρούσε σχεδόν προσβλητικό να υποχρεωθούν οι Αμερικάνοι να ακολουθήσουν σε κάτι τον υπόλοιπο κόσμο. Να ακολουθήσουν; Και όχι να εξαιρεθούν; Ανήκουστο.
Σταθήκαμε τυχεροί εδώ στην Άγρια Δύση, γιατί όταν έκρουσε ο κώδωνας κινδύνου, τον άκουσαν οι υπεύθυνοι. Έγκλειστοι στα σπίτια μας εδώ κι ένα μήνα, we flatten the curve. Υπάκουσαν οι επαναστάτες Καλιφορνέζοι, ίσως γιατί τελικά παραμένουν ακόμη κοντά στη φύση και τα λουλούδια που τόσο αγαπούν. Ίσως γιατί η αγωνία της επιβίωσης είναι ισχυρότερη από κάθε επίκτητη νοοτροπία.
Τηλεόραση σκόπιμα δεν έχουμε στο σπίτι, ενημερωνόμαστε από το διαδίκτυο – κραταιό ευτυχώς, μιας και είμαστε μια πηδιά από τη Σίλικον Βάλλεϋ. Ακόμη με εντυπωσιάζει η ανωριμότητα του δημόσιου λόγου, όταν ανυπόμονοι και εκνευρισμένοι με την πρωτόγνωρη συνθήκη δημοσιογράφοι ρωτούν τον Δρ. Φαούτσι ―τον αντίστοιχο δικό μας κ. Τσιόδρα― πότε επιτέλους θα επιστρέψουμε στη ζωή μας.
Η ζωή μας άλλαξε δια παντός όμως. Θα το καταλάβουν σιγά-σιγά και οι έφηβοι Αμερικάνοι. Το να χτυπάνε με σθένος το πόδι τους κάτω, δεν αλλάζει τα δεδομένα. Το δεδομένο πως δεν μοιάζουν πια τόσο πολύ με υπερδύναμη, καθώς εξ αρχής δεν υπήρχαν τεστ ούτε για δείγμα, ενώ τώρα συχνά θέλουν δεκατέσσερις μέρες για το αποτέλεσμα. Το δεδομένο των ευρύτατων ελλείψεων, καθώς δεν υπάρχουν μάσκες, γάντια, αντισηπτικά, αλλά κυρίως αναπνευστήρες και κλίνες εντατικής, ενώ υπάρχουν εκατομμύρια άστεγοι και ακόμη περισσότεροι ανασφάλιστοι.
Από την άλλη πλευρά, ιδιωτικά, οι καλιφορνέζοι κάνουν σε γενικές γραμμές ό,τι τους έχει ζητηθεί. Και βεβαίως έχουμε όλοι μαζί τρελαθεί από το πρωί να κάνουμε ζουμ, γκουγκλ χάνγκ-άουτς και ό,τι άλλο υπάρχει διαθέσιμο για να συνεχίσουμε να κινούμαστε. Και το απόγευμα να βγαίνουμε για τρέξιμο, για περπάτημα, να βγάζουμε τα σκυλιά βόλτα ―πάντα τηρώντας αποστάσεις ασφαλείας και καχυποψίας― και κυρίως να μυρίζουμε την άνοιξη που οργιάζει ανενόχλητη. Παντού.
Τώρα πια η απόσταση ανάμεσα στην άγρια δύση μου και την Ελλάδα, εκμηδενίστηκε. Απόσταση είναι κάτι που χρειάζεται να διανυθεί. Τώρα που κανείς δεν μπορεί να τη διανύσει, έχει αυτo-αναιρεθεί. Δεν υπάρχει απόσταση. Είμαστε όλοι εδώ.
ΙΩΑΝΝΑ ΛΕΚΚΑΚΟΥ
Γράμμα από την Πρέβεζα
Ανοσία Αγέλης
Πρέβεζα, 30/03/2020
Σε μοναχικούς περιπάτους, βλέπεις ανθρώπους ανήμπορους να συμφιλιωθούν με τη στιγμιαία μοναξιά τους. Αντί λόγου χάρη να σταθούν να ατενίσουν τη θάλασσα στήνοντας αυτί στο μέσα κυματισμό τους, τρέχουν να πάρουν κάποιο τηλέφωνο ή να σερφάρουν στα ρηχά του διαδικτύου. Σπάνε με κάθε τρόπο τη σιωπή που αφήνει να ακουστεί ο ψίθυρος του εαυτού τους. Σε καιρούς κοινωνικής αποστασιοποίησης, η μεγαλύτερη απόσταση που έχει κανείς να διανύσει είναι η συνάντηση με τον ίδιο του τον εαυτό και αυτό απαιτεί κότσια. Όσο επικρατεί η τρέχουσα κοινωνική ζωή, ο οφθαλμός επιπολάζει στους άλλους, και αποστρέφει το βλέμμα από εμάς τους ίδιους, οπότε αποφεύγεται μία κατ’ αντιμωλίαν εξέταση με τη συνείδησή μας. Η καραντίνα προκαλεί υποτροπή μίας καραμπινάτης δυσανεξίας στον εαυτό, για αυτό και όλοι εκφράζουν εναγωνίως το πόσο στερούνται αγαπημένα πρόσωπα ή κοινωνικές τους συναναστροφές. Ο έγκλειστος εαυτός, έχοντας στερηθεί βαθμούς ελευθερίας, υπάρχει φόβος πως δε θα χαριστεί τώρα που μας βρίσκει αφύλακτους. Για αυτό φαίνεται πως μας χρειάζεται μία ανοσία τύπου αγέλης μέσω κοινωνικού συγχρωτισμού, ώστε να περάσουμε στο πόδι τη ζωή και τις ιοβόλες σκέψεις μας.
ΘΩΜΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Γράμμα από τη Βηρυτό
Βηρυτός, 22 Μαρτίου 2020
Είναι πρωί Κυριακής κι ένα ελικόπτερο κάνει κύκλους στον γαλανό ουρανό πάνω από την πρωτεύουσα του Λιβάνου, καλώντας από το μεγάφωνο τους πολίτες να παραμείνουν στα σπίτια τους, ώστε να περιοριστεί η διάδοση του νέου κορωνοϊού. Οι ακτίνες του ήλιου διάχυτες κατεβαίνουν στο μπαλκόνι μου, απλώνοντας τις κομψές σιλουέτες των αναρριχητικών φυτών στα ανοιχτόχρωμα πλακάκια.
Στον ήσυχο δρόμο κάτω από το διαμέρισμά μου, μια ηλικιωμένη γυναίκα με μάσκα προσώπου και φουσκωτό φούξια σακάκι περνά έξω από το γραφείο τελετών κουτσαίνοντας. Κάνει μικρά και προσεκτικά βήματα∙ με το ένα της χέρι, γυμνό, κρατάει ένα μπαστούνι και με το άλλο ψάχνει για ισορροπία ακουμπώντας στη σταθμευμένη νεκροφόρα. Κάτω από τα πόδια της ο δρόμος είναι βρεγμένος, έχει μόλις απολυμανθεί∙ μικροσκοπικές φυσαλίδες λάμπουν στο φως του ήλιου.