Ἄντονυ Χίρστ, Ἕνας πολυμαθὴς καὶ πολυτεχνίτης ἑλληνιστὴς

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ-ΜΟΥΡ

Ὁ Ἄντονυ Χὶρστ  γεννήθηκε στὸ Χάντερσφιλντ, στὴ βόρεια Ἀγγλία τὸ 1945. Σπούδασε πρῶτα Θεολογία καὶ στὴ συνέχεια Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὸ Κέϊμπριτζ, ὅμως οἱ σπουδές του δὲν καθόρισαν ἀμέσως τὴν ἐπαγγελματική του πορεία ὅπως θὰ περίμενε κανείς. Ἀφοῦ ἐργάστηκε γιὰ λίγο ὡς βιβλιοθηκάριος, δούλεψε γιὰ ἑνάμισι χρόνο ὡς ἐρευνητὴς γιὰ τὴν Διεθνῆ Ἀμνηστεία, καλύπτοντας χῶρες ὅπως ἡ Ἑλλάδα τὴν περίοδο τῆς Δικτατορίας, τὸ Ἰρὰκ καὶ ἡ Ἰνδονησία. Στὴ συνέχεια ἐργάστηκε διαδοχικὰ ὡς ἐπιπλοποιός, ἐργολάβος οἰκοδομῶν καὶ ἀρχιτέκτων σχεδιαστής. Ὅταν, τὴ δεκαετία τοῦ ’90, ἡ ἀρχιτεκτονικὴ σὰν ἐπάγγελμα ἄρχισε νὰ φθίνει, δούλεψε γιὰ δυόμισι χρόνια σὰν ταχυδρόμος στὸ ἀνατολικὸ Λονδῖνο πρὶν ξαναρχίσει τίς ἀκαδημαϊκὲς σπουδὲς στὸ Κολλέγιο Κὶνγκς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Λονδίνου τὸ 1992, ὅπου σπούδασε Κλασική, Βυζαντινὴ καὶ Νεοελληνικὴ Γλῶσσα καὶ Φιλολογία ὁλοκληρώνοντας τίς μεταπτυχιακὲς σπουδές του.

Μιὰ ἐπεξεργασμένη μορφὴ τῆς διδακτορικῆς διατριβῆς τοῦ Ἄντονυ Χὶρστ μὲ τίτλο Ὁ Θεὸς καὶ τὸ Ποιητικὸ Ἐγώ κυκλοφορεῖ ἀπὸ τίς ἀκαδημαϊκὲς ἐκδόσεις Πῆτερ Λὰνγκ[1]  καὶ ἑστιάζει στὴ μελέτη τῆς χρήσης ἀλλὰ καὶ τῆς κατάχρησης τῆς Βιβλικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ, τὸν Σικελιανὸ καὶ τὸν Ἐλύτη. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ ἐρευνητὴς δὲν περιορίζεται στὸν συνηθισμένο ἐξαντλητικὸ ἐντοπισμὸ τῶν πηγῶν καὶ τὴν στεγνὴ ἀπαρίθμηση τῶν ἀναφορῶν ὅπως κάνουν πολλὲς μελέτες στὸ χῶρο αὐτό. Ἀξιοποιῶντας τίς γερές του βάσεις στὴ Θεολογία, ὁ Χὶρστ κάνει πρῶτα χρήσιμες ἀποσαφηνίσεις τῶν ὅρων χριστιανικὴ καὶ θρησκευτικὴ ποίηση, κάτι ποὺ μέχρι τώρα συχνὰ παραμένει συγκεχυμένο ὅσον ἀφορᾷ τοὺς παραπάνω τρεῖς ποιητές. Ἔτσι προχωράει πέρα ἀπὸ τὴν στεγνὰ ἀκαδημαϊκὴ καταμέτρηση καὶ παραπομπή, ἀναζητῶντας τὴ λειτουργία τῶν θρησκευτικῶν κειμένων στὸ νέο κειμενικὸ περιβάλλον γιὰ μᾶς δείξει πῶς οἱ τρεῖς ἕλληνες ποιητὲς ἀντιλαμβάνονται τὸ ἀντικείμενο τῆς ποίησης μὲ θρησκευτικὸ πνεῦμα ὅπως τὸ ὅριζε καὶ ὁ Ἔλιοτ τὸ 1935. [2]   Ἐπιμένει ὅμως νὰ διευκρινίσει ὅτι θρησκευτικὸ πνεῦμα δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα καὶ χριστιανικὸ πνεῦμα καὶ ὅτι συχνὰ οἱ οἰκειοποιήσεις τοῦ χριστιανικοῦ λεξιλογίου ἀπό τοὺς Παλαμᾶ, Σικελιανὸ καὶ Ἐλύτη, ὁδηγεῖ σὲ μιὰ σύντηξη Χριστιανισμοῦ καὶ παγανισμοῦ στὴν ὁποία τὸ Ποιητικὸ Ἐγὼ πρωταγωνιστεῖ μὲ στόχο τὴν ἐπανεκτίμηση ἢ καὶ ἀνατροπὴ τῶν Βιβλικῶν καὶ λειτουργικῶν πηγῶν τους.[3]

 

Ἀλεξάνδρεια, Ντάρελ, Καβάφης

Γιὰ ἕνα χρόνο, ὡς μεταδιδακτορικὸς ὑπότροφος στὸ Πρίνστον (1999-2000), ὁ Χὶρστ μελέτησε τὰ «βυζαντινὰ» ποιήματα τοῦ Καβάφη σὲ σχέση μὲ τὴν πολιτικὴ ἱστορία τῆς ἐποχῆς ποὺ γράφτηκαν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμφίσημη στάση τοῦ ποιητῆ ἀπέναντι στὸ Βυζάντιο.[4] Ἀμέσως μετὰ δίδαξε στὸ Ἰνστιτοῦτο Βυζαντινῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κουὴνς τοῦ Μπέλφαστ γιὰ δέκα χρόνια. Τὸ 2004 ἐπιμελήθηκε μαζὶ μὲ τὸν Μάϊκλ Σὶλκ ἕναν τόμο γιά τὴν Ἀλεξάνδρεια μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες καὶ μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα, ἀπὸ τὸν Καλλίμαχο μέχρι τὸν Καβάφη, τὸν Ντάρελ καὶ τὸν Ἔλιοτ (Ἀλεξάνδρεια, Πραγματικὴ καὶ Φανταστική),[5] ἐνῶ, τὸ 2014, μὲ τὸν Πάτρικ Σάμον ἐπιμελήθηκε ἕναν τόμο γιὰ τὴν ἱστορία καὶ τὴν κουλτούρα τῶν Ἰονίων Νήσων. [6]

Ἀπὸ τίς δημοσιεύσεις τοῦ Χὶρστ ξεχωρίζει ἡ ἐπιμέλεια τῶν ποιημάτων τοῦ Καβάφη γιὰ τὸν δίγλωσσο συγκεντρωτικὸ τόμο The Collected Poems ποὺ ἐξέδωσε τὸ 2007 ἡ σειρὰ Παγκόσμιων Κλασικῶν της Ὀξφόρδης τοποθετώντας τὸν Καβάφη δίπλα στὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Βιργίλιο ἀλλὰ καὶ κλασικοὺς συγγραφεῖς ὅπως ὁ Ἰούλιος Βέρν καὶ ὁ Ντοστογιέφσκι. Ὁ Καβάφης εἶναι ὁ πρῶτος Ἕλληνας συγγραφέας ποὺ ἐκδίδει ἡ σειρὰ τῆς Ὀξφόρδης μετὰ τὸν Λουκιανό. Γιὰ τὴν ἔκδοση αὐτὴ ὁ Χὶρστ ἀκολούθησε τὴ στίξη καὶ τὴν ὀρθογραφία ὅπως τὴ βρίσκουμε στὴν τελευταία ἰδιωτικὴ ἐκτύπωση του κάθε ποιήματος ποὺ κυκλοφόρησε ὁ ἴδιος ὁ Καβάφης, ἀκολουθῶντας τὴν εὐρέως ἀποδεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἀγγλόφωνους ἐπιμελητὲς μέθοδο τοῦ σεβασμοῦ ἀπέναντι στὶς «τελευταῖες διακριτὲς προθέσεις» τοῦ δημιουργοῦ. Μέθοδος πού, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Χίρστ, στὴν περίπτωση τοῦ Καβάφη εἶναι εὔκολο νὰ ἐφαρμοστεῖ, ἐφόσον ἐξέδιδε ὁ ἴδιος τὰ ποιήματά του. Ἔτσι μᾶς παραδίδει τὸ Καβαφικὸ ἔργο χωρὶς τὴν ὁμογενοποίηση καὶ τὸν ἐκμοντερνισμὸ ποὺ ἐπιβλήθηκε προοδευτικὰ στὶς ἐκδόσεις τῆς Ρίκας Σεγκοπούλου (1935) καὶ τοῦ Γιώργου Σαββίδη (1963 καὶ 1991).

 

Θεόδωρος Στεφανίδης: ἡ ἀνακάλυψη ἑνὸς σημαντικοῦ πολυμαθοῦς

Μετὰ τὴν συνταξιοδότησή του τὸ 2010, ὁ Ἄντονυ Χὶρστ ἵδρυσε στὸ Λονδῖνο τὸν μικρό, ἀλλὰ ποιοτικὸ οἶκο Colenso Books ὁ ὁποῖος ἑστιάζεται σὲ μεταφράσεις ἔργων τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας στὰ ἀγγλικά, ἔχει ὅμως ὡς κύρια ἀποστολή του νὰ φέρει στὸ φῶς ἀδημοσίευτα ἢ νὰ ἐπανεκδώσει ἐξαντλημένα ἔργα τοῦ Θεόδωρου Στεφανίδη, τοῦ γιατροῦ ἀπό την Κέρκυρα ποὺ ὑπῆρξε ἐπίσης ἐπιστήμονας, βιολόγος, ἱστορικός, ποιητής, μεταφραστής, ταξιδιώτης καὶ ἐπιστήθιος φίλος τοῦ Λῶρενς Ντάρελ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Τζέραλντ, ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Κέρκυρας. Ὁ Χίρστ, ποὺ ἀπὸ τὸ 2010 ὡς τὸ 2014 διετέλεσε διαχειριστὴς καὶ ἐκπρόσωπος τοῦ Κερκυραϊκοῦ Συνδέσμου Ντάρελ (Durrell School of Corfu), ἐνθουσιάστηκε ὅταν τὸ ξεχασμένο ἀρχεῖο τοῦ Στεφανίδη, ποὺ πέθανε τὸ 1983, ἀνακαλύφθηκε ξανὰ τὸ 2016 σὲ ἕνα κελλάρι τοῦ σπιτιοῦ του στὸ Λονδῖνο ὅπου ἔμενε τὰ τελευταῖα δέκα χρόνια τῆς ζωῆς του. Αὐτὸ τὸ πολύτιμο ἀρχεῖο ποὺ εἶχε συγκεντρώσει ἡ κόρη του, Ἀλεξία Στεφανίδη-Μερκούρη, εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ταξινομήσει καὶ νὰ καταλογογραφήσει ὁ Ἄντονυ Χὶρστ πρὶν τὴν παράδοσή του στὴν Βρετανικὴ Βιβλιοθήκη.

 

Ὁ Θ. Στεφανίδης τὸ 1987 στὴν Κέρκυρα (πηγή: Wikipedia)

Τὴ μορφὴ τοῦ Θεόδωρου Στεφανίδη γνώρισε τὸ ἑλληνικὸ κοινὸ ἀπὸ τὴ σειρὰ Οἰκογένεια Ντάρελ ποὺ προβλήθηκε στὴν ἑλληνικὴ τηλεόραση, βασισμένη στὸ αὐτοβιογραφικὸ ἔργο τοῦ Τζέραλντ Ντάρελ Ἡ Οἰκογένειά μου καὶ Ἄλλα Ζῶα (ἐκδόσεις Καλειδοσκόπιο 2015) ποὺ ἀργότερα δημοσιεύτηκε ὡς Τριλογία τῆς Κέρκυρας μαζὶ μὲ ἄλλα δύο ἔργα. Στὴν ὀθόνη βέβαια μεταφέρθηκε μιὰ ἐλάχιστη καὶ μᾶλλον μονοδιάστατη, ἂν καὶ συμπαθητική, πτυχὴ τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ δίγλωσσου ἕλληνα πολυμαθοῦς ποὺ σπούδασε ραδιολογία στὴ Σορβόννη δίπλα στὴ Μαρία Κιουρὶ καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους γιατροὺς ποὺ εἰσήγαγαν τὴν ἀκτινογραφία στὴν Κέρκυρα ἀλλὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα. Μαζὶ μὲ τὸ πάθος τοῦ Στεφανίδη γιὰ τὴν Ἀστρονομία ποὺ καλλιέργησε στὸ Παρίσι δίπλα στὸν Καμὶλ Φλαμαριὸν[7]  καὶ ἀργότερα γιὰ τὴ Βιολογία, [8] καλλιεργήθηκε καὶ τὸ πάθος του γιὰ τὴ μετάφραση τῆς ἑλληνικῆς ποίησης. Σημαντικὸς φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Στεφανίδη στὴ μετάφραση κυρίως τοῦ Παλαμᾶ, ὑπῆρξε ὁ Γιῶργος Κατσίμπαλης τὸν ὁποῖο γνώρισε γιὰ πρώτη φορὰ ὅταν καὶ οἱ δυό τους ὑπηρετοῦσαν φαντάροι στὸ Μακεδονικὸ μέτωπο τὸ 1917. Οἱ μελετητὲς ὑποψιάζονται ὅτι  ἡ συνεισφορὰ τοῦ Κατσίμπαλη σὲ αὐτὲς τίς μεταφράσεις ἦταν περιορισμένη, ὁ Στεφανίδης ὅμως σεβόταν πολὺ τὴ γνώμη τοῦ λόγῳ τῆς θέσης του στὰ ἑλληνικὰ γράμματα.

Ὅπως διευκρινίζει ὁ Χίρστ: «ὁ Στεφανίδης καὶ ὁ Κατσίμπαλης τύπωσαν ἰδιωτικὰ στὸ Λονδῖνο μιὰ σειρὰ τόμων τῶν μεταφράσεών τους ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ: μιὰ ἀνθολογία ποιημάτων τὸ 1925 (Poems by Kostes Palamas), Τρία Ποιήματα τὸ 1969, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα καὶ Ἡ Φοινικιὰ (Three Poems), τὸν Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου τὸ 1974 (The twelve Words of the Gypsy, βγῆκε στὸ ἐμπόριο τὴν ἀμέσως ἐπόμενη χρονιὰ) καὶ τίς Ἑκατὸ Φωνὲς τὸ 1976 (A Hundred Voices). Οἱ μεταφράσεις τους τῶν Ἰάμβων καὶ Ἀνάπαιστων καὶ τοῦ Ἀσκραίου περιλήφθηκαν στὸν τόμο γιὰ τὸν Παλαμᾶ ποὺ ἐπιμελήθηκε ὁ Κωνσταντῖνος Τρυπάνης μὲ τὸν Θεοφάνη Σταύρου (Kostis Palamas: A Portrait and an Appreciation, 1985) δημοσιευμένου μετὰ τὸν θάνατο τῶν δύο μεταφραστῶν. Οἱ μεταφράσεις τῶν δύο μεγαλύτερων ποιημάτων τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Δωδεκάλογου τοῦ Γύφτου καὶ τῆς Φλογέρας τοῦ Βασιλιᾶ  βγῆκαν στὸ ἐμπόριο τὸ 1975 καὶ τὸ 1982 ἀντίστοιχα.[9] Ὑπάρχει ὡστόσο ἕνα σημαντικὸ σῶμα ἀδημοσίευτων μεταφράσεων ποὺ συμπεριλαμβάνει ὁλόκληρη τὴ μεγαλύτερη συλλογὴ τοῦ Παλαμᾶ μὲ τίτλο Ἡ Ἀσάλευτη Ζωή[10]

 

Ὁ Γ. Κατσίμπαλης ἔνστολος στὸ Κιλκὶς 

 

Καθοριστικὴ ὑπῆρξε ἡ ἐπίδραση τοῦ Θεόδωρου Στεφανίδη πάνω στὸ ἔργο τῶν ἀδελφῶν Ντάρελ, ἀφοῦ στάθηκε ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ βρεῖ ὁ Τζέραλντ τὴν κλίση του στὴ Φυσικὴ Ἱστορία καὶ τὴ Ζωολογία καὶ ὁ Λῶρενς  νὰ γράψει τὴ Σπηλιὰ τοῦ Πρόσπερο. [11]  Ὁ Στεφανίδης ἦταν ὁ κρίκος ποὺ σύστησε τὸν Ντάρελ στὸν Σεφέρη καὶ ὑπῆρξε σημαντικὸ μέλος τῆς θρυλικῆς λογοτεχνικῆς ἑλληνοαγγλικῆς συντροφιᾶς ποὺ ἀναφέρει ὁ Μίλερ στὸν Κολοσσὸ τοῦ Μαρουσίου. [12]

Ἀπὸ τίς ἐκδόσεις Colenso Books κυκλοφορεῖ ἡ ἐξαιρετικὴ μετάφραση τῶν ποιημάτων τῆς Σαπφοῦς στὰ ἀγγλικὰ ἀπὸ τὸν Στεφανίδη σὲ αὐστηρὰ ἔμμετρο καὶ λυρικὸ στίχο καθὼς καὶ ἡ μετάφραση τριῶν ἔργων τοῦ Καραγκιόζη γιὰ τὸ Θέατρο Σκιῶν, ἐνῶ ἀναμένεται μὲ ἀγωνία ἡ ἔκδοση τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τῶν Ἀναμνήσεων τοῦ Θεόδωρου Στεφανίδη ἀπὸ τὸ μακεδονικὸ μέτωπο μὲ τίτλο: At the Macedonian Front 1917-1918: a diary and a memoir, σὲ ἐπιμέλεια τοῦ Ἄντονυ Χίρστ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη στὰ χέρια του ἀντίγραφα τοῦ πλούσιου ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει γεγονότα ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Στεφανίδη στὸ μέτωπο, ἀνέκδοτα ντοκουμέντα τῆς περιόδου 1919-1922, γράμματα στοὺς γονεῖς του, στρατιωτικὰ ἔγγραφα γιὰ τὴν τοποθέτησή του σὲ διάφορες θέσεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ λιγότερο γνωστὸ στρατοδικεῖο ποὺ πέρασε καθὼς καὶ τίς σκέψεις του γιὰ τίς ἑλληνικὲς στρατιωτικὲς ἀρχὲς τῆς ἐποχῆς του.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀνέκδοτο ἔργο τοῦ Θεόδωρου Στεφανίδη, ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος τοῦ Ἄντονυ Χὶρστ ἔχει ἐκδώσει λιγότερο γνωστὰ ποιήματα τοῦ Λῶρενς Ντάρελ, ἀλλὰ καὶ ἕνα πολὺ χρήσιμο Χρονολόγιο τοῦ Μπροῦστερ Τσάμπερλεϊν γιὰ τὸν σπουδαῖο συγγραφέα.[13]  Ἔχει ἀκόμα ἐκδώσει, σὲ μετάφραση τῆς Marjorie Chambers, ἐπιλεγμένα ἔργα τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας ὅπως ποιήματα τοῦ Ρίτσου καὶ τῶν συγχρόνων του ποιητῶν (Σαχτούρη, Γκάτσου, Βαφόπουλου, Βρεττάκου, Κοντοῦ), θεατρικὰ ἔργα τοῦ Ἰάκωβου Καμπανέλλη καὶ δημοφιλῆ ἔργα ὅπως τὸ Καλαμᾶς κι Ἀχέροντας τοῦ Χριστόφορου Μηλιώνη. Σὲ μετάφραση τοῦ J.M.Q. Davies κυκλοφοροῦν τὰ ἔργα τοῦ Κωνσταντίνου Θεοτόκη Ἡ Ζωὴ καὶ ὁ Θάνατος τοῦ Καραβέλα, Κορφιάτικες Ἱστορίες, Ἡ τιμὴ καὶ τὸ Χρῆμα καὶ Ὁ Κατάδικος. [14]

 

Ποιήματα πολλῶν δεκαετιῶν

Σήμερα ὁ Ἄντονυ Χὶρστ διευθύνει τὸ Διεθνὲς Βυζαντινὸ Ἑλληνικὸ Θερινὸ Σχολεῖο τοῦ Κολλεγίου Τρίνιτυ τοῦ Δουβλίνου. Τὸ 2020 ἐξέδωσε γιὰ πρώτη φορὰ καὶ ἕναν τόμο μὲ δικά του ποιήματα μὲ τίτλο Ἀναμνήσεις, Νυχτερινὰ καὶ τὰ Λοιπά.[15] Ὅπως ὁ ἴδιος παρατηρεῖ στὴν εἰσαγωγή, τὰ ποιήματα αὐτά, ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουν δεῖ μέχρι τώρα τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας, χωρίζονται σὲ τέσσερα μέρη καὶ κινοῦνται ἀπὸ χώρα σὲ χώρα καὶ ἀπὸ δεκαετία σὲ ἄλλη δεκαετία μὲ βασικὴ ἀρχὴ ὀργάνωσης τὴν «ἀλληλεπίδραση δύο συγκρουόμενων ἀρχῶν: τὴν ἀντίθεση καὶ τίς σχέσεις θέματος ἢ τόνου μεταξὺ διαδοχικῶν ποιημάτων».[16] Ἀνάμεσα στὶς χῶρες ποὺ κινεῖται ὁ Χὶρστ στὰ ποιήματά του, σημαντικὴ θέση κατέχει ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ ἱστορία της. Γιὰ τὸ λόγο αὐτόν, στὸ αὐριανὸ δεύτερο μέρος τοῦ παρόντος μικροῦ ἀφιερώματος, ἐπέλεξα νὰ μεταφέρω στὰ ἑλληνικὰ κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ ποιήματα ὥστε νὰ γνωρίσει ὁ Ἕλληνας ἀναγνώστης την πολὺ ἐνδιαφέρουσα ματιὰ αὐτοῦ τοῦ ἑλληνιστὴ μελετητὴ ὁ ὁποῖος, παρόλο ποὺ δηλώνει ‘πρώην χριστιανός’, μοιάζει νὰ πλησιάζει τὰ θέματά του μὲ τόν ‘τρόπο τοῦ προσκυνητὴ’ μὲ ἕναν τρόπο δηλαδὴ ποὺ ἐκλείπει στὶς μέρες μας: αὐτὸν τοῦ ὁδοιπόρου ταξιδιώτη καὶ ὄχι τοῦ τουρίστα. Ἡ ματιά του εἶναι ἡ ματιὰ  τοῦ ἀνθρώπου ποὺ βάζει κάτω τὸν Ἄτλαντα τοῦ Κόσμου καὶ ἀναζητᾷ τὸ ἀπρόσμενο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ οἱ δρόμοι καὶ τὰ μονοπάτια ἔχουν κεντρικὴ θέση στὰ ποιήματά του, εἴτε πρόκειται γιὰ κάποιον θρηνητικὸ περίπατο στὰ Docklands τοῦ Λονδίνου ἢ στὸ Συμμαχικὸ Νεκροταφεῖο τῆς Σούδας, γιὰ ἕνα βραδινὸ περίπατο στὰ δρομάκια τῆς Θεσσαλονίκης, μιὰ πρωινὴ ἐξερεύνηση στὸ δρόμο γιὰ τὶς Ἠφαιστειακὲς Λίμνες στὴν Οὐγκάντα ἢ στὸν δρόμο μὲ τὰ πλατάνια δίπλα στὴ λίμνη τῆς Καστοριᾶς.

Στὰ ποιήματα τοῦ Χίρστ, ὅπως καὶ στὶς σπουδὲς καὶ στὶς μελέτες του, ἡ παρουσία τῆς Ἑλλάδας εἶναι ἔντονη καὶ συχνὰ μὲ τρόπο ποὺ ξαφνιάζει καθὼς ἄλλοτε γοητεύει καὶ ἄλλοτε ‘πληγώνει’ τὸν ἀφηγητὴ ὅπως θὰ πλήγωνε καὶ ἕναν Ἕλληνα, ποὺ θὰ ἔλεγε κι ὁ Σεφέρης. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τοῦ ταξιδιοῦ καὶ τῆς περιπλάνησης, αὐτὸ ποὺ ἀναδεικνύεται ἔντονα στὴν ποίηση τοῦ Χὶρστ εἶναι ἡ ἐξύμνηση τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τοῦ ἔρωτα, συχνὰ σὰν καβαφικὴ ἀνάμνηση. Πιὸ πολὺ ὅμως καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο, κυριαρχεῖ ἡ ἀποστροφὴ τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸν πόλεμο καὶ ὅποια ἰδεολογία βρίσκεται πίσω ἀπὸ αὐτόν, εἴτε εἶναι πολιτικὴ εἴτε θρησκευτική, ἀπ’  ὅπου κι ἂν αὐτὴ προέρχεται. Στὶς περιπλανήσεις του στὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο συχνὰ τὸν βασανίζει ἕνα προαιώνιο ἐρώτημα στὸ ὁποῖο ὅμως μοιάζει νὰ ὑποψιάζεται καὶ τὴν ἀπάντηση, ὅπως διαφαίνεται στὸ παρακάτω ἀπόσπασμα:

‘Αὐτὰ τὰ μέρη’

Ἔρχομαι σ᾽ αὐτὰ τὰ μέρη ξανὰ καὶ ξανά,
νὰ περπατήσω τοὺς σκονισμένους δρόμους. Ὄχι να ξεφύγω
[…]
μὰ ν᾽ ἀναρωτηθῶ γιὰ κάτι, κάτι
ὄχι ἐντελῶς προσωπικό, κάτι
ποὺ ποτὲ δὲν θὰ ἐκδηλωθεῖ ἀκριβῶς, ἐδῶ
ὅπου ἡ Εὐρώπη ἄρχισε…
.                                    ὅπου ἡ Εὐρώπη τελειώνει –
πέρα ἀπὸ τὴ νοτιότερη ἀκτὴ τῆς Κρήτης
τὸ Λιβυκὸ Πέλαγος, τὴ Βόρεια Ἀφρική, τὸ Ἰσλὰμ
καὶ μιὰ δίψα γιὰ δύναμη πιὸ στιβαρὴ
λιγότερο γερασμένη ἀπ᾽ τὴν δική μας [17]

ΕΙΡΗΝΗ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ-ΜΟΥΡ

 

~ . ~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Anthony Hirst, 2004, God and The Poetic Ego, The Appropriation of Biblical and Liturgical Language in the Poetry of Palamas, Sikelianos and Elytis, Bern: Peter Lang.
[2] T.S. Eliot 1935, ‘Religion and Literature’ στὸ Anthony Hirst, 2004, ὅ.π. σελ. 26.
[3] Hirst, 2004, ὅ.π. σελ.: 34.
[4] Anthony Hirst, 2000, «C. P. Cavafy: Byzantine historian?», στὸ Κάμπος 8: Cambridge Papers in Modern Greek, σελ. 45-74 καὶ 2003, «Cavafy and Cantacuzenus: allies or enemies?», στὸ Κάμπος 11: Cambridge Papers in Modern Greek, σελ. 51.
[5] Anthony Hirst καὶ Michael Silk (ἐπιμ.), 2004, Alexandria Real and Imagined, Oxford: Routledge.
[6] Anthony Hirst καὶ Patrick Sammon (ἐπιμ.), 2014, The Ionian Islands: aspects of their history and culture, Newcastle upon Tyne: Cambridge Scholars Publishing.
[7] Διάσημος Γάλλος ἀστρονόμος, ἀδελφός τοῦ Ἐρνὲστ Φλαμαριόν, ἱδρυτὴ τῶν γνωστῶν παρισινῶν ἐκδόσεων. Βλ. Theodore Stephanides, 2011, Autumn Gleanings, ἐπιμ. Richard Pine κ.ἄ., Κέρκυρα: Durrel School of Corfu, σελ. 13.
[8] Ὁ Στεφανίδης ἦταν σοβαρὸς μελετητὴς τῶν ὑγροβιότοπων τῆς Κέρκυρας, εἶχε μάλιστα ἀνακαλύψει καὶ ὀνομάσει τρεῖς μικροσκοπικοὺς ὑδρόβιους ὀργανισμοὺς τοῦ νησιοῦ, βλ. Stephanides, 2011, σελ. 14.
[9] The Twelve Words of the Gypsy, 1975, Memphis: State University Press, The King’s Flute, 1982, Ἀθήνα: Ἴδρυμα Κωστῆ Παλαμᾶ.
[10] Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κατσίμπαλη ὁ Στεφανίδης μετέφρασε καὶ τὸν Ἐρωτόκριτο, ὁ ὁποῖος κυκλοφόρησε στὸ ἐμπόριο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἵδιου. Γιὰ λεπτομέρειες βλ. Stephanides 2011, τὴν ἐπιλεγμένη Βιβλιογραφία στὶς σελ. 19-21.
[11] Βλ. τὶς ἐγκάρδιες ἀφιερώσεις τῶν ἔργων τους: ὁ Λῶρενς ἀφιερώνει στὸν Θεόδωρο Στεφανίδη τὸ ἔργο του Τὰ Ἑλληνικὰ Νησιὰ καὶ τὴν νουβέλα Τὸ μαγνητικὸ νησὶ “εἰς ἀνάμνησιν τεσσάρων ἐτῶν μαγικῆς φιλίας”. Ὁ Τζέραλντ τοῦ ἀφιερώνει τὸ βιβλίο Πτηνά, Κτήνη καὶ Συγγενεῖς “μὲ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὰ γέλια καὶ τὴ μάθηση”, βλ. Stephanides, 2011, σελ. 15.
[12] Κολοσσός τοῦ Μαρουσίου εἶναι ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου τοῦ Χένρι Μίλερ (2017, Ἀθήνα: Μεταίχμιο) ἀλλὰ καὶ τὸ παρατσούκλι ποὺ εἶχε ἀποδώσει ὁ ἴδιος ὁ Μίλερ στὸν Κατσίμπαλη γιὰ τὴν ἐπιβλητική του ἐμφάνιση.
[13] Lawrence Durrell, 2018, The fruitful discontent of the world, (ἐπιμ. Peter Baldwin) Λονδῖνο: Colenso Books σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Delos Press, Brewster Chamberlin, 2019 The Durrell Log: a Chronology of the Life and Times of Lawrence Durrell, Λονδῖνο: Colenso Books.
[14] Πολλά ἀπὸ αὐτὰ τὰ βιβλία μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς στὸ Καφὲ/Βιβλιοπωλεῖο Little Tree κοντὰ στὸ Μουσεῖο Ἀκρόπολης.
[15] Anthony Hirst, 2020, Memorials, Nightscapes, Etcetera, Λονδῖνο: Colenso Books.
[16] Hirst, 2020, ὅ.π.: σελ. xiv.
[17] Hirst, 2020, ὅ.π.: ‘These places’ σελ. 91.