*
Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας
Αποδόσεις του Ιγνάτιου Σακαλή
Το εισαγωγικό σημείωμα του αφιερώματος ΕΔΩ
~•~
Μεγάλη Παρασκευή
Πρὸ τοῦ τιμίου Σου σταυροῦ…
Ἦταν μπροστὰ στὸν τίμιο Σου
σταυρὸ ποὺ οἱ στρατιῶτες,
Κύριε, σ᾽ ἀναγελούσανε
κι ἐκεῖ ἀποσβολωμένοι
καὶ σαστισμένοι ἐστέκονταν
οἱ ἄγγελοι, καθὼς βλέπαν
τῆς καταφρόνιας νὰ φορῆς
στεφάνι στὸ κεφάλι,
Σύ, ποὺ τὴν πλάση ἐστόλισες
μὲ χίλια δυὸ λουλούδια·
καὶ Σύ, ποὺ μὲ τὰ σύννεφα
τὸν κόσμο περιντύνεις,
τὴ χλαίνα τοῦ περιπαιγμοῦ
θαμάζαν ποὺ φοροῦσες.
Ἔτσι ντυμένη ἡ Ἀγάπη Σου
πρόβαλε στοὺς ἀνθρώπους.
Ὢ Καλοσύνη ἀπέραντη,
Χριστέ· σὲ Σένα δόξα.
Πρὸ τοῦ τιμίου σου Σταυροῦ,
στρατιωτῶν ἐμπαιζόντων σε Κύριε,
αἱ νοεραὶ στρατιαὶ κατεπλήττοντο,
ἀνεδήσω γὰρ στέφανον ὕβρεως,
ὁ τὴν γῆν ζωγραφήσας τοῖς ἄνθεσι,
καὶ τὴν χλαῖναν χλευαζόμενος ἐφόρεσας,
ὁ νεφέλαις περιβάλλων τὸ στερέωμα,
τοιαύτῃ γὰρ οἰκονομίᾳ,
ἐγνώσθη σου ἡ εὐσπλαγχνία,
Χριστέ, τὸ μέγα ἔλεος, δόξα σοι.
Φοβερὸν καὶ παράδοξον…
Σήμερα ἐμπρὸς στὰ μάτια μας
παράξενο μυστήριο
καὶ φοβερὸ ξεπλέκεται.
Ὁ ἀνέγγιχτος κρατιέται·
στὰ δεσμὰ πέφτει ὁ Λυτρωτὴς
τοῦ Ἀδὰμ ἀπ᾽ τὴν κατάρα·
παράνομα ξετάζεται
ὁ ποὺ καρδιὲς ξετάζει·
τὴν ἄβυσσο ὁ ποὺ περικλειεῖ
μὲς σὲ κελλὶ σφαλιέται·
Μπρὸς στὸν Πιλάτο στέκει αὐτὸς
ποὺ οἱ ἄγγελοι τρέμουν μπρός Του·
ἀπὸ τὸ πλάσμα ράπισμα
δέχεται ὁ Πλαστουργός του –
κι ἡ καταδίκη εἶναι σταυρὸς
τοῦ δικαστῆ τῶν ὅλων–
Στερνὰ στὸν τάφο ὁ Δαμαστὴς
κλείνεται τοῦ θανάτου.
Ὅλα τὰ ἐδέχτης πρόθυμα
κι ὅλους ἀπ᾽ τὴν Κατάρα
μᾶς γλύτωσες, Φιλάνθρωπε
Κύριε, σὲ Σένα δόξα.
Φοβερὸν καὶ παράδοξον Μυστήριον,
σήμερον ἐνεργούμενον καθορᾶται.
Ὁ ἀναφὴς κρατεῖται, δεσμεῖται,
ὁ λύων τὸν Ἀδὰμ τῆς κατάρας.
Ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς, ἀδίκως ἐτάζεται,
εἱρκτῇ κατακλείεται, ὁ τὴν ἄβυσσον κλείσας,
Πιλάτῳ παρίσταται,
ᾧ τρόμῳ παρίστανται οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις,
ῥαπίζεται χειρὶ τοῦ πλάσματος, ὁ Πλάστης,
ξύλῳ κατακρίνεται, ὁ κρίνων ζῶντας καὶ νεκρούς,
τάφῳ κατακλείεται, ὁ καθαιρέτης τοῦ ᾍδου.
Ὁ πάντα φέρων συμπαθῶς,
καὶ πάντας σώσας τῆς ἀρᾶς,
ἀνεξίκακε Κύριε δόξα σοι.
Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου Σὲ νεκρόν…
Ὅταν νεκρὸ ἀπὸ τὸ σταυρὸ
ὁ Ἀριμαθείας Σὲ πῆρε
μ᾽ ἀκριβὴ σμύρνα εὐωδερὴ
καὶ καθαρὸ σεντόνι,
Ἐσέ, τῶν ὅλων τὴ ζωή,
Χριστέ μου Σὲ κηδεύει.
Κι ἐνῶ πόθος ἀνίκητος
τὸν ἔσπρωχνε μὲ χείλη
τρεμάμενα τὸ σῶμα Σου
τ᾽ ἄχραντο νὰ φιλήση,
βαθιὰ ἕνας φόβος μυστικὸς
τὸν κάνει καὶ δειλιάζει.
Μ᾽ ἀπὸ χαρὰ ἀσυγκράτητη
ξάφνου ξεσπάει καὶ κράζει·
«Δόξα σ᾽ Ἐσένα, ποὺ ὡς ἐμᾶς
χαμήλωσες μ᾽ ἀγάπη».
Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρόν,
ὁ Ἀριμαθαίας καθεῖλε, τὴν τῶν ἁπάντων ζωήν,
σμύρνῃ καὶ σινδόνι σε Χριστὲ ἐκήδευσε,
καὶ τῷ πόθῳ ἠπείγετο, καρδίᾳ, καὶ χείλει,
σῶμα τὸἀκήρατον, σοῦ περιπτύξασθαι,
ὅμως συστελλόμενος φόβῳ, χαίρων ἀνεβόα σοι.
Δόξα, τῇ συγκαταβάσει σου Φιλάνθρωπε.
Ὅτε ἐν τῷ τάφῳ τῷ καινῷ…
Σὰν γιὰ τὴν πλάση ὁλάκερη
στὸ μνῆμα τὸ καινούργιο
Σ᾽ ἔβαλαν καὶ Σὲ σφάλισαν,
τὸ λυτρωτὴ τῆς πλάσης,
ὁ Ἅδης ὁ κοσμογέλαστος
ζαρώνει βλέποντάς Σε.
Συντρίμμια χάμω οἱ μάνταλοι,
χίλια κομμάτια οἱ πόρτες,
οἱ τάφοι χάσκουν ἀνοιχτοὶ
κι οἱ πεθαμένοι βγαίνουν.
Τότε ὁ φτωχὸς Ἀδὰμ βαθειὰ
ἀναγάλλια ἐντός του νιώθει
κι ἀπὸ χαρὰ ἀσυγκράτητη
ξάφνου ξεσπάει καὶ κράζει·
«Δόξα σ᾽ Ἐσένα, ποὺ ὡς ἐμᾶς
χαμήλωσες μ᾽ ἀγάπη».
Ὅτε ἐν τῷ τάφῳ τῷ καινῷ,
ὑπὲρ τοῦ παντὸς κατετέθης,
ὁ Λυτρωτὴς τοῦ παντός,
ᾍδης ὁ παγγέλαστος,
ἰδὼν σε ἔπτηξεν,
οἱ μοχλοὶ συνετρίβησαν,
ἐθλάσθησαν πύλαι,
μνήματα ἠνοίχθησαν,
νεκροὶ ἀνίσταντο,
τότε ὁ Ἀδὰμ εὐχαρίστως, χαίρων ἀνεβόα σοι.
Δόξα, τῇ συγκαταβάσει σου Φιλάνθρωπε.
Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον…
Ἐσὲ ποὺ ντύνεσαι τὸ φῶς
σὰν τὸ καινούργιο ροῦχο,
Σὲ παίρνει ἀγάλια ὁ Ἰωσὴφ
ἀπ᾽ το σταυρὸ κι ὡς Σὲ εἶδε,
–μὲ τὸ Νικόδημο– νεκρό,
γυμνό, μὲ δίχως μνῆμα,
θρῆνο γλυκὸν ἀρχίνησε
καὶ μὲς στὰ δάκρυα λέει:
―’Ωιμέ, Ἰησοῦ γλυκύτατε!
Σ’ εἶδε πρὶν λίγο ὁ ἥλιος
στὸ ξύλο ἐπάνω τοῦ σταυροῦ
καὶ κρύφτηκε στὸ ζόφο·
ἡ γῆς ἐσειόταν ἔντρομη
καὶ τοῦ ναοῦ σκιζόταν
τὸ καταπέτασμα καὶ νά,
τώρα ποὺ Σ᾽ ἀντικρύζω
τὸ θάνατο γιὰ χάρη μου
θέλοντας νὰ ὑπομένης.
Νὰ σὲ κηδέψω, θεέ μου, πῶς;
Καὶ πῶς νὰ Σὲ τυλίξω
στὸ σάβανο; Καὶ χέρια ποιὰ
τὸ σῶμα τ᾽ ἄχραντό Σου
ν᾽ ἀγγίξουν; Καὶ στὸ ξόδι Σου
τραγούδι ποιό νὰ ψάλω;
Ὤ, Ἀγάπη! Τὰ παθήματα
δοξάζω Σου καὶ πλέκω
ὕμνων στεφάνια στὴν ταφὴ
καὶ τὴν Ἀνάστασή Σου
κράζοντας μ᾽ ὅλη τὴν ψυχὴ
«Κύριε, σὲ Σένα δόξα».
Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον,
καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ,
καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον,
εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών,
ὀδυρόμενος ἔλεγεν. Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ!
ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος,
ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβω ἐκυμαίνετο,
καὶ διεῤῥήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα,
ἀλλ’ ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι’ ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον,
πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἰλήσω;
ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα;
ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον;
Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφήν σου,
σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων. Κύριε δόξα σοι.
*
*
~.~
Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021
*