Day: 06.04.2022

Ελένη Χαϊμάνη, Η Λενιώ

*

Σηκώθηκε με κόπο απ’ το ντιβάνι, ακούγοντας τα κόκκαλα της να τρίβονται κάτω απ’ το γερασμένο της πετσί. Το σήκωσε πιέζοντας το, ανάμεσα στa δυο δάχτυλα, αντίχειρα και δείχτη, και όταν το άφησε, αυτό άργησε πολύ να επιστρέψει στην αρχική του θέση. Τα γεμάτα φολίδες απ’ την ξηροδερμία καλάμια της, πονούσαν μες στο κρύο, παρότι κοιμόταν αποβραδίς με τις μάλλινές της κάλτσες.

Η καλύβα ήταν κρύα, χειμώνας καιρός και δίπλα στη θάλασσα ήταν πολύ βαρύ να το αντέξει. Κι όμως, έμαθε να ζει σ’ εκείνες τις συνθήκες, και η αποδοχή της πραγματικότητας, της έκανε καλό. Νίφτηκε με κρύο νερό στο πρόσωπο και έσφιξε τα δόντια. Περνώντας απ’ το μικρό χολ απέναντι από την κεντρική πόρτα, κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Κωμικό πρόσωπο πάντοτε, ο Πειρασμός κι ο Διάβολος. Τα γαλανά της μάτια ήταν το μόνο νεανικό σημάδι που έφερνε απάνω της. Μεγάλα, με μια στραβή γωνία πως τα κάτω είχαν την δύναμη να τρομάξουν τον κάθε ατρόμητο που την έβλεπε. Κάνοντας να φύγει, να φτιάξει τον καφέ της, είδε στο πλάι την σηκωμένη της καμπούρα, σα κόκκαλο που έβγαινε με βία από τη βάση του κορμού και προσπαθούσε χαζά να το καλύψει με τα βαμβακερά μαλλιά της. Τα χώριζε πάντοτε στη μέση, αυστηρά, και τα χτένιζε με μανία μέχρι κάτω και αυτά κατέληγαν σαν μια ουρά στην βάση της καμπούρας. Είχε περισσότερο το φως μιας μούσας, παρά μιας χάριτος. Ήταν, ομολογώ, μάλλον άσχημη παρά ωραία στο πρόσωπο. (περισσότερα…)