Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας | Κυριακή των Βαΐων

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδας

Αποδόσεις του Ιγνάτιου Σακαλή

 

Ο Ιγνάτιος Σακαλής (Λέσβος, 1922 – Αθήνα, 2011) υπήρξε εγκρατής φιλόλογος και χαλκέντερος μεταφραστής πολλών και σημαντικών έργων της Κλασσικής και της Πατερικής Γραμματείας. Έχει μεταφράσει τραγωδίες του Ευριπίδη και του Σοφοκλή και την Απολογία Σωκράτους του Πλάτωνα, μα και τον νεοπλατωνικό Πρόκλο (Στοιχείωσις Θεολογική). Ενδεικτικό όμως της τόλμης μα και της υψηλής ποιότητας της εργασίας του είναι οι αποδόσεις δύσβατων και δυσανάβατων κειμένων της πατερικής –και δη της νηπτικής και μυστικής– γραμματείας, όπως τα έργα του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, του Γρηγορίου Νύσσης, του Μάξιμου Ομολογητού κ.ά. Ιδιαίτερη θέση στο μεταφραστικό του έργο κατέχουν οι –ποιητικές, (αν όχι ως πρόθεση, σίγουρα ως αποτέλεσμα)– μεταφράσεις τού ποιητικού corpus του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Συμεών του Νέου Θεολόγου.

Τύχῃ ἀγαθῇ, όταν καταπιάστηκα με τη μεταφορά των αποδόσεων του έργου του για την Βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη, εδώ στο ΝΠ, ήρθα σε επικοινωνία με την θυγατέρα του, η οποία μου έκανε γνωστό ένα έργο του, που απολησμονήθηκε και πέρασε στην αφάνεια. Μεσούσης της αλήστου μνήμης –καθαρευούσης– δικτατορίας, το 1968, ο Ιγνάτιος Σακαλής εξέδωσε ένα μικρό βιβλιαράκι (80 σελίδων), υπό τον τίτλο Σιγησάτω. Μέσα εκεί έχει επιλέξει και αποδώσει με τη δική του γλωσσική και ποιητική ευαισθησία (μα και με το άρωμα της εποχής του) στη δημοτική γλώσσα ορισμένους από τους πλέον συγκινητικούς, αριστουργηματικούς ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας. (Χαρακτηριστικό του ήθους και της σεμνότητας του ανθρώπου είναι η έλλειψη αναγραφής και του ονόματός του στο βιβλίο· μνημονεύεται μόνον από τον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο, στην σύντομη εισαγωγή). Αυτές τις αποδόσεις λοιπόν, από το μακρινό 1968, ανθολογούμε τούτο το Μεγαλοβδόμαδο, σαν δέσμη από αγριολούλουδα μικρά και ταπεινά στο ανοιξιάτικο επιτάφιο και σταυροαναστάσιμο δράμα του θνήσκοντος κι αναστημένου Θεού.

ΥΓ. Ρωτώντας μόλις χθες την θυγατέρα του Ι. Σακαλή για τη χρονολογία εκδημίας του πατέρα της, μου απάντησε με αυτά τα λόγια: «17 Απριλίου 2011, σαν αύριο, ξημερώματα της Κυριακής των Βαΐων»…

Το πήρα σαν ένα νεύμα χαροποιό από την αντίπερα όχθη.

~•~

Κυριακή Βαΐων εσπέρας

Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…

Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος! Ἔρχεται
μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Νύχτας
καλότυχος θὲ νἆναι αὐτὸς
ποὺ ἄγρυπνο θὰ τὸν εὕρη
κι ἀνάξιος πάλι ὁ ποὺ πιαστῆ
στὴ ραθυμία δοσμένος.
Βαρὺς ὁ ὕπνος κι ἔρχεται,
ψυχὴ μου, μὴ λυγίσης·
σὲ ἁρπάζει ὁ θάνατος μὲ μιὰ
κι ἡ βασιλεία χαμένη.
Ξύπνα λοιπὸν καὶ φώναξε,
«Τρισάγιος ὁ θεός μας».
Μὲ τίς εὐχὲς τῆς Δέσποινας
ὅλους ἐμᾶς σπλαχνίσου.

Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται
ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός,
καὶ μακάριος ὁ δοῦλος,
ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα,
ἀνάξιος δὲ πάλιν,
ὃν εὑρήσει ῥᾳθυμοῦντα.
Βλέπε οὖν ψυχή μου,
μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς,
ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς,
καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς,
ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν,
διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.

Τὰ πάθη τὰ σεπτά…

Τὰ πάθη τὰ σεπτά Σου
ἡ μέρα ἡ σημερνὴ
ἀστέρια σωτηρίας
ὁλόλαμπρα φορεῖ.

Χριστέ, στὸ πάθος μὲ σπουδὴ
ἡ καλοσύνη Σ᾽ ὁδηγεῖ.
Τὰ σύμπαντα στὴ φούχτα
κρατᾶς καὶ στὸ σταυρό,
τὸν ἄνθρωπο νὰ σώσης,
μὲ βῆμα πᾶς γοργό.

Τὰ Πάθη τὰ σεπτά,
ἡ παροῦσα ἡμέρα,
ὡς φῶτα σωστικά,
ἀνατέλλει τῷ Κόσμῳ,
Χριστὸς γὰρ ἐπείγεται,
τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι,
ὁ τὰ σύμπαντα, ἐν τῇ δρακὶ περιέχων,
καταδέχεται, ἀναρτηθῆναι ἐν ξύλῳ,
τοῦ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον.

Τὸν νυμφῶνά Σου βλέπω…

Ἡ παστάδα σου νάτη
στολισμένη, Χριστέ μου,
μὰ τὸ ροῦχο μοῦ λείπει
νὰ περάσω κι ἐγώ.

Σύ, τὸ φῶς ποὺ σκορπίζεις,
στὴ στολὴ τῆς ψυχῆς μου
ξαναδῶσε τὴ λάμψη,
βγάλε μ᾽ ἀπ᾽ τὸ γκρεμό.

Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω,
Σωτήρ μου κεκοσμημένον,
καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω,
ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ,
λάμπρυνόν μου
τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς,
Φωτοδότα, καὶ σῶσόν με.

Διακονῆσαι…

Ἀδὰμ φτωχέ μου, ἀπὸ ψηλά,
φτάνω νὰ σοῦ δουλέψω
καὶ –πλαστουργός σου– αὐτόθελα
ντύνομαι τὴ μορφή σου.

Τὰ θεϊκὰ τὰ πλούτη μου,
τὴν ἴδια τὴν ψυχή μου,
–Θεός, ἀπ’ τὰ πάθη πιὸ ψηλά–
δίνω γιὰ ξαγορά σου.

Διακονῆσαι, αὐτὸς ἐλήλυθα,
οὗ τὴν μορφὴν ὁ Πλαστουργός,
ἑκὼν περίκειμαι, τῷ πτωχεύσαντι Ἀδάμ,
ὁ πλουτῶν θεότητι, θεῖναι ἐμήν τε αὐτοῦ,
ψυχὴν ἀντίλυτρον, ὁ ἀπαθὴς θεότητι.

 

Τῆς ξηρανθείσης συκῆς…

Νάτη ἡ συκιὰ κατάξερη
ἡ ἄκαρπη στὴ στιγμή.
Τρόμος ἡ τιμωρία της,
ἀδέλφια μου, ἂς μᾶς γίνη.

Κι ἔργα σεμνὰ ἡ μετάνοιά μας
γιὰ προσφορὰ ἂς μᾶς δίνη
στὸν Ἰησοῦ, ποὺ ὅλους ἐμᾶς
χίλιες φορὲς ἐλεεῖ.

Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διὰ τὴν ἀκαρπίαν,
τὸἐπιτίμιον φοβηθέντες ἀδελφοί,
καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας,
προσάξωμεν Χριστῷ,
τῷ παρέχοντι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Δευτέραν Εὔαν…

Δεύτερην Εὔα βρίσκοντας
τὴν Αἰγυπτία τὸ φίδι
πάσκιζε μὲ γλυκόλογα
τὸν Ἰωσὴφ ν᾽ ἁρπάξη.
Μ᾽ ἀντάμα καὶ χιτώνα αὐτὸς
ἀφήνει κι ἁμαρτία
καὶ φεύγει ὡς ὁ πρωτόπλαστος,
ποὺ πρὶν νὰ παρακούση
τί ᾽ν᾽ ἡ ντροπὴ δὲν ἔνιωθε
τὴ γύμνια του θωρώντας.

Μὲ τὴ θερμή του δέηση,
Χριστέ, κι ἐμᾶς σπλαχνίσου.

Δευτέραν Εὔαν τὴν Αἰγυπτίαν,
εὑρὼν ὁ δράκων, διὰῥημάτων,
ἔσπευδε κολακείαις,
ὑποσκελίσαι τὸν Ἰωσήφ,
ἀλλ’ αὐτὸς καταλιπὼν τὸν χιτῶνα,
ἔφυγε τὴν ἁμαρτίαν,
καὶ γυμνὸς οὐκ ᾐσχύνετο,
ὡς ὁ Πρωτόπλαστος, πρὸ τῆς παρακοῆς,
αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ Ἰακὼβ ὀδύρετο…

Κλάμα καὶ θρῆνο ὁ Ἰακώβ
ποὖν᾽ ὁ Ἰωσὴφ φευγάτος!
Μ᾽ αὐτὸς σὲ θρόνο καθιστός
σὰ βασιλιὰς ἀστράφτει.

Τῆς Αἰγυπτίας σὰν κλώτσησε
τὶς ἄνομες ἀγάπες,
δόξα του δίνει ὁ ποὺ θωρεῖ
τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων

καὶ ποὺ στεφάνι ἀμάραντο
στὸ νικητὴ χαρίζει.

Ὁ Ἰακὼβ ὠδύρετο,
τοῦ Ἰωσὴφ τὴν στέρησιν,
καὶ ὁ γενναῖος ἐκάθητο ἅρματι,
ὡς βασιλεὺς τιμώμενος,
τῆς Αἰγυπτίας γὰρ τότε
ταῖς ἡδοναῖς μὴ δουλεύσας,
ἀντεδοξάζετο παρὰ τοῦ βλέποντος
τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας,
καὶ νέμοντος στέφος ἄφθαρτον.

*

 

*

~.~ 

 

Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021

*