ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020
Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;
Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦμε κάθε ἑβδομάδα ἀπὸ ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς.
Τὰ ποιήματα θὰ παρατίθενται πολυτονισμένα, δίχως ὅμως ἄλλες παρεμβάσεις στὸ πρωτότυπο. Ἐπίσης, στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου θὰ δημοσιεύεται στὸν ἱστότοπο ὁ Θησαυρὸς Ἀναγνώσεων τῶν ἀνθολόγων μὲ τὴν μορφὴ ἀναλυτικοῦ καταλόγου, ὅπου καὶ θὰ καταγράφονται ὅλες οἱ ποιητικὲς συλλογὲς ποὺ εἴδαμε στὸ διάστημα αὐτό. Τὰ ποιήματα ποὺ θὰ προκύψουν στὸ πέρας τῆς διαρκοῦς αὐτῆς ἀνθολόγησης, συμπληρωμένα ἐνδεχομένως καὶ μὲ ἄλλα, θὰ ἀποτελέσουν τὸν κορμὸ μιᾶς ἔντυπης Ἐκλογῆς.
Οἱ σκοποὶ τοῦ ἐγχειρήματος, δύο: νὰ ἀναδείξουμε τὰ ἀξιανάγνωστα ποιήματα ποὺ γράφονται στὶς μέρες μας ἀπὸ νέους ποιητές· καὶ νὰ συμβάλλουμε στὴν ἐπόπτευση τῆς νεοελληνικῆς ποίησης τοῦ αἰώνα μας, μακριὰ ἀπὸ παρελκυστικὲς κατηγοριοποιήσεις, αἰσθητικὲς ἢ/καὶ ἰδεολογικές.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΔΑΣ
Μὲ δεδομένο τὸν τεράστιο ὄγκο τῆς τρέχουσας ποιητικῆς παραγωγῆς, ποὺ ξεπερνᾶ τοὺς 800 τίτλους ἐτησίως (813 γιὰ τὸ 2017, βάσει ἐπίσημων στοιχείων ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη), οἱ ἀνθολόγοι δὲν τρέφουν ψευδαισθήσεις ὅτι εἶναι σὲ θέση νὰ τὴν παρακολουθήσουν στὴν πληρότητά της. Ὑπόσχονται ὅμως νὰ ἐξετάσουν φιλότιμα ὅλα τὰ βιβλία ποὺ θὰ τεθοῦν ὑπ’ ὄψιν τους. Οἱ φίλοι νέοι ποιητὲς μποροῦν (μὲ ἁπλὸ δέμα/ἐπιστολή) νὰ τὰ στέλνουν στὶς διευθύνσεις: Ἀγησιλάου 7, Ἡράκλειο Ἀττικῆς, 141-22 καὶ Ἁγ. Φανουρίου 2, Ζωγράφου, 157-72. [Μὲ τὴν ἔνδειξη: “Α.Β.Γ.-Α.Κ. γιὰ τὸ Νέο Πλανόδιον” στὰ στοιχεῖα τοῦ παραλήπτη]
Στέλλα Βοσκαρίδου-Οἰκονόμου
(Ἀναγέλαστα. Τῶν γυναικῶν τζαὶ τῶν σκαλαπουντάρων, Λεμεσός, Τεχνοδρόμιον, 2013)
[VI]
Ἡ Φάουσα
Τζι εἶπεν της, τζι εἶπεν του
τζι εἶπεν της, τζι εἶπεν του
τζι εἶπεν της, τζι εἶπεν του
ὥσπου ὁ φτωχὸς ἐπόκαμεν
τζαὶ πκιὸν ὲν εἶσεν νὰ τῆς πεῖ
Πασιὰ πατημαθκιὰ
πά ’στὸ περίτου πού ’παιξεν
πού ’τουν μιτσὴς
ττόζιν τζαὶ κίττος ποὺ φακκοῦν
ἀβάττα μιὰν λοττούαν
σιεμὲς ποὺ ἐσονώννετουν
τζαὶ μουσαμμᾶς ἐγίνην
τραούλλιν!
τραχανὰς πασὺς ποὺ τρεῖς φορὲς τριυαλλοκοπᾶ
τζαὶ τρεῖς τριυαλλοκοπκιέται!
φκαίνει ἡ ψυσή του τοῦ φτωχοῦ
σὰν νὰ κατάπκιεν λάλλαρον
καράολος ἐτυλίχτηκεν τζι ὲν ἐξιποτυλίχτην
τὸ μεσομέριν γύρου του
Κανεί! λαλεῖ της
τζι ἔχταρεν τὰ λαιμά του τὸ κανεὶ
σὰν νά ’τουν ποξιμάτιν
Πρώτην φορὰν ἐμπόρηεν
νὰ ποσσιεπάσει ὁ γέρημος
τζαὶ πίσω που τὴν ὥραν νὰ δεῖ τὴν μοίραν
τζι ἄδρωπος σωστὸς
τῆς φάουσας νὰ συντύσει μὲ θαρρετόν.
τζι ἐνύχτωσεν,
τζι ἀλάβρυνεν
τζι ἀνασσιελλα ἐτζοιμήθην
(πρώτην φοράν).
~.~
[VIII]
Ἡ Πολλοπάητη
[…]
φεγγάρκα
ἐθῶρες θκυὸ τζαὶ τρία
(κάτι κοτζιάκαρες στὴν Λεμεσόν, ποτζεῖ στὰ τούρτζικα
περίτου ποὺ ἑκατὸν χρονῶν
λαλοῦν πὼς εἶδαν τζαὶ πέντ’-ἕξι)
ἀντζελοσσιάστηκεν τοῦ Νιόβρη τὸ θερκόν
τρεῖς ἑφτομάες ἔπιννεν
–ἀντὶς νερόν–
τρία ποτήρκα τερατσόμελλον κάθε πουρνὸν
τζι ἔππεφτεν τζι ἐτζοιμάττουν μὲ τὲς κότες
τζι οὔτε ποὺ ’τόλμαν νὰ δικλίσει μὲ τζεῖ μὲ δὰ
γιατὶ
τὸ πούρρου πούρρου τὸ πολλὺν
ἔφαν του τὰ συκώθκια του
τὸ θαρρεόν του οὗλλον
ἐρούφησέν το
σὰν νά ’τουν ἀϊράνιν
τζαὶ μὲ τὸ κλώστου
τζαὶ μὲ τὸ σούστου
ἐξισκοπίστην ὁ οὐρανός
ἐξισκοπίστηκεν τζι ὁ Πλάστης
…………………………
[…]
~.~
σκαλαπούνταροι
[…]
Οἱ πρῶτοι ποὺ τ’ ἀκούσασιν ἐμεῖναν εἰς τὸν τόπον
ἐπαουρίζαν οἱ παπποῦες τῶν μωρῶν
ν’ ἀκκάσουσιν τὲς γλῶσσες τους οἱ φάουσες
τζαὶ τὰ μωρὰ ὀδύρουντον
μὰ
ὥστι νὰ φύουν θκυὸ φτομάες
τζι ἄλλες γεναῖτζες
ἐξαμολλιοῦντον μὲς τοὺς δρόμους τζι ἐφωνάζαν
ἂς φάει τὰ κοπελλούθκια μας
πέρκιμον φύει ὁ σκαλαπούνταρος
βουρᾶτε χωρκανοὶ
ἂς φάει τὰ κοπελλούθκια μας
νὰ τοῦ σύρουμεν τὰ κοπελλούθκια μας πά’ στὸ δῶμαν
πέρκιμον φύει
ἂς φάει τὰ κοπελλούθκια μας
πέρκιμον φύει ὁ σκαλαπούνταρος
Ἐτάραξεν ὁ τόπος ποὺ τὸ σούσουρον
ἐβοῦραν ὁ μουχτάρης τζι ὲν ἐσύφταιννεν
τζι ἐποτυλίουντον οἱ παπάες μὲ τοὺς ἁγιασμοὺς τζαὶ τὰ
ἑξαπτέρυγα
τζι ἐκοινωνούσασιν τὸν κόσμον μὲς τὲς στράτες ἁμμὰ
ὣς ποὺ νὰ πεῖς τζαὶ νὰ δεῖς ἀρκέψασιν τζι οἱ σερνιτζοὶ
τζι ἐφκαίννασιν ἀξαμωμένοι τζι ἐσυνεχίζασιν τὸν ἴδιον χαβάν
Νὰ τοῦ σύρουμεν ὁλὰν τὰ τὰ κοπελλούθκια μας πά’ στὸ δῶμαν
πέρκιμον φύει ὁ σκαλαπούνταρος
Ἂς φάει τὰ κοπελλούθκια μας!
[…]
Τζι ἐφτάνναν ποὺ τὴν μιὰν μερκὰν τὰ Πάτερ ἡμῶν τζαὶ ποὺ τὴν
ἄλλην
κομμάτιν ξεροτήανον τὰ κοπελλούθκια μας
ποὺ τὴν μιὰν μερκὰν τὰ Κύρι’ ἐλέησον τζαὶ ποὺ τὴν ἄλλην
μασαίριν μαυρομάνικον τὰ κοπελλούθκια μας
ποὺ τὴν μιὰν τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον
τζαὶ ποὺ τὴν ἄλλην τιτσὶν
τιτσὶν
τὰ κοπελλούθκια μας.
[…]
Τζι ὕστερα ἐδιάταξεν νὰ τοῦ κατεβάσουν ποὺ πά’ στὰ ράφκια
οὕλλα τὰ ποίματα τοῦ Βασίλη Μιχαηλίδη
τζι ἐμετροφῦλλαν ὅπως τὸν πελλὸν
τζι ἐγυάλλισεν τὸ ’μμάτιν του τοῦ σκαλαπούνταρου
χαζίριν νὰ τὰ σσίσει οὕλλα
τζαὶ προπαντὸς
μόλις ἧβρεν τζεῖντο κομμάτιν ποὺ λαλεῖ ἡ Ρωμιοσύνη ἔν φυλὴ
συνότζαιρη τοῦ κόσμου κανένας δὲν ἑβρέθηκεν γιὰ νὰ τὴν ἰξηλείψη
ἐτραβολόαν τὰ γράμματα ἕναν ἕναν τζι ἐμάσαν τα,
ἐκτὸς ποὺ τὴν λέξην Ρωμιοσύνη ποὺ τὴν ἐξιμπάρρωσεν οὕλλην
μαζὶν τζι ἐκατάπκιεν τὴν ἀμάσητην
γιά ἐπειδὴ ὲν ἄντεχεν νὰ τὴν θωρεῖ ὀμπρός του
γιά ἐπειδὴ ὲν εἶδεν χαπάριν
τί ἐστὶ
Ρωμιοσύνη.
[…]
Νὰ παραιτήσουμεν ὁλὰν τὲς δουλειές μας
τζαὶ νὰ ταΐζουμεν τὸν σκαλαπούνταρον ὥσπου νὰ φύει
ξιθάψετε ὁλὰν τζαὶ τοὺς γονιούς σας ποὺ μὲς τοὺς τάφους τζαὶ
φέρτε τους
τζαὶ προπαντὸς τοὺς πκιὸ ἄξιους
ἂς γλείψει τζαὶ τὰ κόκκαλα τῶν γονιῶν σας πέρκιμον φύει ὁ
σκαλαπούνταρος
φέρτε του τζαὶ τὸν Αὐξεντίου
νὰ δοῦμεν ἴντα καρτζιλαμᾶς ὲν τοῦτος ποὺ χορεύκουμεν
φέρτε του τζαὶ τὴν ἀρφὴν τοῦ Αὐξεντίου, τὴν Χρυστάλλαν τζαὶ
οὕλλα τὰ μαντήλια ποὺ καταήσεψεν
γιὰ νὰ σκουπίζει τ’ ἀμμάτιν της
ποὺ πκιὸν ὲν ἤτουν ἀμμάτιν
ἤτουν ὁ καταρράχτης τοῦ Μηλλομέρη
φέρτε τζαὶ τὸ τραπέζιν ποὺ κάτσασιν νὰ φᾶν τὲς Σήκωσες τὸ
1957 τζαὶ
ὲν ἐντζίσαν πάνω
φέρτε του τὴν Χρυστάλλαν
ἂν μὲν ἀντρέπεστε
φέρτε του τὴν Χρυστάλλαν
πού ’σει τὸ ’μμάτιν της γεμάτον γαρίλλες
ποὺ ἀθθυμάτι οὕλλες τὲς Σήκωσες
ποὺ πκιὸν ὲν ἤτουν Σήκωσες ἤτουν Μεγάλες Παρασκευὲς
τζαὶ οἱ σαράντα μέρες τῆς Σαρακοστῆς
ἤτουν Μεγάλες Παρασκευὲς
μασαίριν μαυρομάνικον
τζαὶ οἱ Μεγάλες Παρασκευὲς
τζι ὲννα τὲς φάει
–συχχώρα με Πλάστη μου–
ὁ σκαλαπούνταρος
[…]
Ἡ Στέλλα Βοσκαρίδου γεννήθηκε στὴ Λεμεσὸ τὸ 1981. Σπούδασε Μουσικολογία τὴν Ἀθήνα καὶ τὸ Νιούκαστλ. Ἐργάζεται στὸν χῶρο τῆς μουσικῆς (διδασκαλία, ἔρευνα, σύνθεση κ.ἄ.) Ἔχει εκδώσει τὰ ποιητικὰ βιβλία: Ἀναγέλαστα. Τῶν γυναικῶν τζαὶ τῶν σκαλαπουντάρων (2013) καὶ ΦόΒ. Ὑπογλώσσιο Νυχτερινό (2015).