Day: 02.10.2019

Η αράχνη και ο Πάνας. Ποιήματα για έναν αποϊεροποιημένο κόσμο

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Ένα απ’ τα ωραιότερα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο Τυφλό άλογο του Αλέξανδρου Κορδά είναι αναμφισβήτητα «Η αράχνη»:

Απλώνει τον ιστό της στις γωνίες,
μ’ απόλυτη αρμονία υφασμένο.
Κάνει τα σχέδια χωρίς παρατυπίες,
ότι θα πιάσει μύγα το ’χει δεδομένο.
 
Φρόνιμε παρατηρητή των επιγείων,
η αράχνη είναι πλάσμα που γελιέται,
γιατί ελπίζει στην επάρκεια των σχεδίων,
μα με μια κίνηση ο ιστός χαλιέται.
 
Κι αυτή, με μάτια καμωμένα από σκοτάδι,
παρατηρεί τα δευτερόλεπτα, τον χρόνο,
όπου θ’ απλώσει το καινούργιο της υφάδι,
 
πάνω απ’ τον άμβωνα, στον θόλο του ιερού,
για να κατέλθει πονηρά μέσα στο βράδυ,
να βεβηλώσει τ’ άγια του Ναού.[1]

 

Ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται αμέσως απ’ την τεχνική αρτιότητα του ποιήματος. Είναι ένα τέλειο σονέτο, με δύο τετράστιχες και δύο τρίστιχες στροφές· το μέτρο είναι ιαμβικό και ο στίχος άλλοτε ενδεκασύλλαβος και άλλοτε δεκατρισύλλαβος, με εξαίρεση τον δωδέκατο και τον δέκατο τέταρτο στίχο, που ’ναι σκόπιμα οξύτονοι, δωδεκασύλλαβος ο πρώτος και δεκασύλλαβος ο δεύτερος· η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή, τέλεια πλεγμένη, θα ’λεγε κανείς, σαν τον ιστό της αράχνης.

Ως προς το περιεχόμενο, το ποίημα απαρτίζεται από δύο διαδοχικές εικόνες που κέντρο τους είναι η αράχνη. Στην πρώτη, η οποία καταλαμβάνει τις δύο τετράστιχες στροφές, παρακολουθούμε την αράχνη ν’ απλώνει ανενόχλητη «τον ιστό της στις γωνίες, / μ’ απόλυτη αρμονία υφασμένο». Τα σχέδια της είναι τέλεια, «χωρίς παρατυπίες», και είναι βέβαιη ότι η μύγα θα πιαστεί στα δίχτυα της. Η αράχνη όμως κάνει λάθος, «γελιέται», νομίζει ότι τα σχέδια επαρκούν για να επιτευχθεί ο δόλιος σκοπός της, όπως επισημαίνει στον ακροατή του, στον «φρόνιμο παρατηρητή των επιγείων», ο αφηγητής του ποιήματος. Μια κίνηση αρκεί –μια ανθρώπινη κίνηση, φανταζόμαστε– για να χαλάσει ο ιστός. Το έργο της αράχνης είναι λεπτό και εύθραυστο.

Στη δεύτερη εικόνα, που απλώνεται στις δύο τρίστιχες στροφές, βλέπουμε την αράχνη να μην το βάζει κάτω, να ετοιμάζεται να επιτελέσει ξανά το ανόσιο έργο της. Καραδοκεί υπομονετικά μες στο σκοτάδι και περιμένει να έρθει η νύχτα, για να ξαναφτιάξει ανενόχλητη τον ιστό της. Και μάλιστα τώρα δεν έχει κρυφτεί σε μια απλή γωνία, αλλά «πάνω απ’ τον άμβωνα, στον θόλο του ιερού, / για να κατέλθει πονηρά μέσα στο βράδυ, / να βεβηλώσει τ’ άγια του Ναού». Ο στόχος της τώρα δεν είναι απλώς να παγιδέψει κάποια μύγα, αλλά να βεβηλώσει τα άγια των αγίων.

Ο Κορδάς συνυφαίνει θαυμάσια στο ποίημα του την εικόνα της αράχνης με τη δολιότητα και τη βέβηλη πρόθεση, αλλά και με την αρμονική τάξη και τη σιγουριά του δόλιου βεβηλωτή. Με αυτό τον τρόπο παραπέμπει στους συμβολισμούς που έχει πάρει η αράχνη ανά τους αιώνες στη λογοτεχνία: ένα σύμβολο της τάξης και της αρμονίας, και ταυτόχρονα της πανουργίας και της ιεροσυλίας.

Η λογοτεχνική ζωή της αράχνης ξεκινά πολύ παλιά, απ’ τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Εκεί ο ποιητής αφηγείται τη θλιβερή ιστορία μιας χαρισματικής υφάντρας απ’ τη Μαιονία της Λυδίας, που τόλμησε να τα βάλει με τη θεά Αθηνά. Παρότι είχε ταπεινή καταγωγή, η Αράχνη έγινε ονομαστή για την υφαντική της. Και τότε διέπραξε την ύβρη: δήλωσε πως είναι ανώτερη απ’ τη θεά Αθηνά. Εκείνη εμφανίστηκε μπροστά της μεταμφιεσμένη σε γριά και την προκάλεσε σε αγώνα. Ανταγωνίστηκαν στην υφαντική και η Αθηνά δεν μπόρεσε να νικήσει την Αράχνη. Έτσι, τυφλωμένη από οργή, η θεά άρχισε να τη χτυπά με τη σαΐτα του αργαλειού, τόσο ώστε η κοπέλα κρεμάστηκε για ν’ αυτοκτονήσει. Εν τέλει όμως η θεά τη λυπήθηκε, και τη μεταμόρφωσε σε ζωύφιο, που διαρκώς υφαίνει τον ιστό της έχοντας διατηρήσει το εξαίρετο υφαντικό ταλέντο της.[2]

Η σημερινή συμβολική της αράχνης βέβαια διαφέρει πολύ από την αρχαία. Στις νεότερες και σύγχρονες λογοτεχνικές της χρήσεις, η αράχνη δεν είναι μια κοπέλα με χάρισμα στην υφαντική, αλλά ένα κακοποιό πλάσμα.[3] Διατηρήθηκε όμως το βασικό θέμα του ανταγωνισμού με τη θεά, ή με το θείο γενικότερα, το θέμα της ιεροσυλίας. Αυτό το ζήτημα της θεομαχίας, της ιεροσυλίας και της βεβήλωσης τίθεται γενικότερα στην ποιητική συλλογή που παρουσιάζουμε. Ο Κορδάς κάνει, κατά την άποψή μας, σε αυτό το ποίημα, όπως και σε όλη τη συλλογή του, ένα σχόλιο πάνω στο ζήτημα της βεβήλωσης και της αποϊεροποίησης.

Ποια έννοια όμως μπορεί να έχει η βεβήλωση στον σύγχρονο κόσμο; Ο Μισέλ Φουκώ, στο δοκίμιό του «Πρόλογος στην παραβίαση», δημοσιευμένο το 1963 σ’ έναν αφιερωματικό τόμο για τον Ζορζ Μπατάιγ, διαπιστώνει ότι η νεότερη σεξουαλικότητα

ανασυγκροτεί, σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν αντικείμενα, ούτε όντα, ούτε πνεύματα προς βεβήλωση, τη μόνη διαίρεση που εξακολουθεί να είναι δυνατή […] επιτρέπει μια βεβήλωση χωρίς αντικείμενο, μια βεβήλωση κενή και αναδιπλωμένη στον εαυτό της, τα εργαλεία της οποίας απευθύνονται μόνο στον εαυτό τους.[4]

Η βεβήλωση, γράφει, «σε έναν κόσμο που δεν αναγνωρίζει πλέον θετικό νόημα στο ιερό» είναι «κατά το μάλλον ή ήττον ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί παραβίαση».

[…] η παραβίαση δεν υπαγορεύει απλώς τον μόνο τρόπο να ανακαλύψουμε το ιερό στο άμεσο περιεχόμενό του, αλλά να το ανασυνθέσουμε στην κενή μορφή του, στην απουσία του που αρχίζει τότε να σπινθηροβολεί. Μια αυστηρή γλώσσα […] δεν πρόκειται να αρθρώσει το φυσικό μυστικό του ανθρώπου, την ήρεμη ανθρωπολογική αλήθεια του, αλλά το γεγονός ότι ο άνθρωπος υπάρχει χωρίς Θεό.[5]

Και παρακάτω παρατηρεί:

Καθώς ο θάνατος του Θεού στερεί από την ύπαρξή μας το όριο του Απεριόριστου, την οδηγεί σε μια εμπειρία όπου τίποτε πλέον δεν μπορεί να αναγγείλει την εξωτερικότητα του είναι, και συνεπώς σε μια εσωτερική και υπέρτατη εμπειρία. Εντούτοις, μια τέτοια εμπειρία, όπου ξεσπά ο θάνατος του Θεού, ανακαλύπτει ως μυστικό και ως φως της, την ίδια της την περατότητα, την απεριόριστη βασιλεία του Ορίου, το κενό αυτής της διάβασης όπου φθίνει και εκλείπει. Με αυτήν την έννοια, η εσωτερική εμπειρία είναι καθ’ ολοκληρίαν εμπειρία του αδυνάτου […] Ο θάνατος του Θεού δεν μας επαναφέρει σε έναν περιορισμένο και θετικό κόσμο, αλλά σε έναν κόσμο που εκδιπλώνεται στην εμπειρία του ορίου, που φτιάχνεται και καταστρέφεται στην υπερβολή που το παραβιάζει.[6]

Η εξάλειψη του θείου και των απαγορεύσεων που κατόρθωσε ο σύγχρονος κόσμος έκανε, κατά τον Φουκώ, αδύνατη και την ιερότητα και τη βεβήλωση. Στον αρχαίο και στον μεσαιωνικό κόσμο, η ιερότητα και η βεβήλωση ήταν μέρη του ίδιου συνεχούς, συχνότητες του ίδιου φάσματος, που ξεκινούσε απ’ το δαιμονικό, την έκπτωση και την αμαρτία, και μπορούσε να εκταθεί μέχρι την έκσταση, τον εξαγιασμό και την ένωση με το θείο. Σήμερα όμως δεν υπάρχει θείο ούτε και δαιμονικό, δεν υπάρχει ιερό ούτε και βέβηλο. Το αποτέλεσμα είναι ο σύγχρονος άνθρωπος να προσκρούει συνεχώς στο όριο, να επιχειρεί διαρκώς μια παραβίαση, η οποία όμως είναι χωρίς αντικείμενο. Η εμπειρία του περιορίζεται διαρκώς και στενεύει. Η αράχνη του ποιήματος μάς έχει πια παγιδέψει στον ιστό της. Ο κόσμος μας είναι αποϊεροποιημένος και, ταυτόχρονα, αποβεβηλωμένος.

Στα ποιήματά του ο Κορδάς μιλά χωρίς ψευδαισθήσεις για τον αποϊεροποιημένο κόσμο μας:

Δεν ξέρω πώς τό ’χεις στον νου,
όμως
βουβά και χωρίς Θεό
είναι τα χρόνια πού ’ρχονται.[7]

 

Και παρακάτω:

Αυτή […]
είν’ εποχή για ν’ αγιάσεις
ή να γίνεις φάντασμα.[8]

 

Η ιστορία του κόσμου μας είναι μια ιστορία συντριβής, συντριμμένων ανθρώπων, συντριμμένων ζωών:

Θεοί ντυθήκαν οι άνθρωποι αγρίμια·
η Ιστορία αδιάκοπα σωρεύει
στα πόδια ενός Αγγέλου τα συντρίμμια.[9]

 

Ταυτόχρονα, η απουσία του ιερού και της πνευματικότητας συνεπάγεται την απουσία της αγάπης, τη μετατροπή της σε κακό:

Η αγάπη είν’ το κακό που μας συνθλίβει,
βίδα που μπήγεται στον νου μας και γυρίζει.[10]

 

Οι άνθρωποι θέλουν ν’ αγαπηθούν, μα δεν μπορούν:

Δυο χέρια θέλουν να ενωθούν, τα είδα·
μα πέφτουν κάτω ασώματα,
σε κύκλο δίχως κέντρο.[11]

 

Αλλά και η ομορφιά σκοτεινιάζει, και απειλείται διαρκώς από το θάνατο:

Ό,τι είναι όμορφο σ’ αυτόν τον κόσμο θλίβει,
με χέρι σάπιο ο θάνατος τ’ ορίζει.[12]

 

Σ’ ένα άλλο ποίημα της συλλογής του όμως, στον «Πάνα», που έχει υπότιτλο «ύμνος ενός μύστη», ακούμε έναν ιεροφάντη να εκφράζει την πίστη του ότι ο κόσμος θα ιεροποιηθεί και πάλι, ότι η διάκριση ιερού και βέβηλου θα επιστρέψει. Ο μύστης βλέπει ξανά τον Πάνα να εμφανίζεται στα δάση:

Είδαμε πάλι τον θεό τον τραγοπόδη,
στα ξέφωτα να παίζει την φλογέρα.[13]

 

Ο Πάνας, οι θεοί και οι δαίμονες, όλα τα πνευματικά όντα, οι κάτοικοι του μυστικού κόσμου, που μοιάζουν να έχουν εξαφανιστεί και οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια στην ύπαρξή τους, θα επιστρέψουν, λέει με βεβαιότητα:

Ο Πάνας, είπαν, ο Βαάλ, ο Εωσφόρος,
θα επιστρέψει στα μεγάλα δάση,
κι ας τον νομίζουν οι άθεοι πεθαμένο,
κι ας έχουν τα τραγούδια του ξεχάσει.[14]

 

Σ’ έναν κόσμο που έχει ξεχάσει τη διάκριση ιερού και βέβηλου, που έχει αποϊεροποιηθεί πλήρως, τα ποιήματα του Κορδά μιλάνε για ιερότητα και προφητεύουν την επανιεροποίηση· εκφράζουν τη νοσταλγία του ιερού, και ταυτόχρονα δηλώνουν την πίστη στην επιστροφή του. Ο πνευματικός και μυστικός κόσμος, οι θεϊκές και οι δαιμονικές όψεις του, διωγμένες απ’ τον ορθολογισμό και αποσιωπημένες απ’ την επιστήμη, βρίσκονται τώρα στο περιθώριο της ζωής, αλλά μπορεί και πάλι κάποια στιγμή να επιστρέψουν στο κέντρο της. Μέχρι τότε ο ποιητής θα υποδύεται τον τσαρλατάνο και θα γυρνά στα πανηγύρια προφητεύοντας εις ώτα μη ακουόντων:

Λειψός κι αλαφροΐσκιωτος, κι ακόμη,
της Λύπης μου πουλάω κουρδιστήρια,
κι όσοι με ζώσαν οραμάτων τρόμοι,
τους φτύνω στίχους μες στα πανηγύρια.[15]

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑΣ


[1] Αλέξανδρος Κορδάς, Το τυφλό άλογο, Σμίλη, Αθήνα 2018, σελ. 20.

[2] Οβίδιος, Metamorphoses 6,1-145.

[3] Στην πρόσφατη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, μπορεί κανείς να δει μια ωραία πραγμάτευση της αράχνης στο διήγημα του Αριστείδη Αντονά «Η αράχνη», εφ. Τα Νέα, 23.8.2002 (βλ. και εδώ: https://antonas.files.wordpress.com/2007/09/apaxni4.pdf). Και στο διήγημα του Αντονά, όπως και στο ποίημα του Κορδά, η αράχνη γίνεται σύμβολο ταυτόχρονα της τάξης και της πανουργίας.

[4] Michel Foucault, «Πρόλογος στην παραβίαση», Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2012, σελ. 10.

[5] Ό.π.

[6] Ό.π., σελ. 12-13.

[7] «Θεία Λειτουργία ΙΙ», Το τυφλό άλογο, σελ. 10.

[8] Ό.π.

[9] «Angelus Novus», ό.π., σελ. 17.

[10] «Κύκλος», ό.π., σελ. 23.

[11] Ό.π.

[12] Ό.π.

[13] «Πάνας», ό.π., σελ. 27.

[14] Ό.π.

[15] «Ο τσαρλατάνος», ό.π., σελ. 22.

Advertisement