*
της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
Αθήνα χειμώνας του 1855. Στο σημερινό όγδοο απόσπασμα, από τα τελευταία κεφάλαια του πρώτου μέρους του βιβλίου μου Η Ελισάβετ της Κρήτης, παρακολουθούμε τα επακόλουθα μιας συνάντησής της με τον νεαρό ζωγράφο Πέτρο Μωραΐτη, τον κύριο συνεργάτη της στη σύνθεση του καλλιτεχνικού λευκώματός της Κλασική Ανθοδέσμη, με την οποία θα συμμετέχει στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων.
~.~
Άνοιξε γρήγορα την πόρτα του δωματίου και μπαίνοντας γύρισε αμέσως το κλειδί δυο φορές κι έπεσε στο κρεβάτι.
«Απόψε δεν ήθελα να με ενοχλήσει κανείς, είπε δυνατά, βέβαιη πως δεν την άκουγε κανείς· προτιμώ να μείνω μόνη, να βάλω σε τάξη όσα με έχουν αναστατώσει κι έγιναν η αιτία να απαντήσω προηγουμένως ψυχρά κι απότομα στη «μητέρα» που με ρώτησε: “Πώς πήγε λοιπόν σήμερα η συνεργασία σας με τον Πέτρο, Ελισάβετ; αργήσατε κάπως, μάλλον θα τελειώνετε με την Κλασική Ἀνθοδέσμη σου, γι’ αυτό υποθέτω…”.
»Δεν καταλάβαινα αν τα λόγια της δήλωναν βεβαιότητα, ερώτηση ή έλεγχο και της είπα τυπικά “ο κύριος Μωραΐτης θα ξαναέλθει”. Κι όταν εκείνη με γλυκιά φωνή με κάλεσε στην τραπεζαρία για το δείπνο, εγώ αρνήθηκα, προφασιζόμενη κούραση και χώθηκα εδώ μέσα, χωρίς να την κοιτάξω».
Ένας μικρός θόρυβος που άκουσε απέξω τη φόβισε μήπως υπάρχει κανείς ωτακουστής και αυτόματα άρχισε να μονομιλεί χαμηλόφωνα.
«Ναι, κουρασμένη είμαι, διανοητικά, αλλά νιώθω ανάλαφρη ψυχικά και κυριευμένη από μια πρωτόγνωρη συναισθηματική ευφορία· την πηγή της ήθελα να αναπολήσω· εκείνη τη μαγική στιγμή που έζησα στη Βιβλιοθήκη του αιδεσιμότατου θέλω με τη φαντασία μου να τη ζήσω ξανά και ξανά.
»Δεν θα ανάψω τη λάμπα κι ας βυθίστηκε το δωμάτιο στο σκοτάδι, καλύτερα σκοτεινά, το εξωτερικό φως μού είναι αχρείαστο· από μέσα μου ξεπετάγεται ένα άλλο φως, πιο δυνατό, που φωτίζει ολοκάθαρα το μέλλον μου, ένα μέλλον που θα με λυτρώσει από τη μοναξιά».
Έβαλε το αριστερό χέρι κάτω από το κεφάλι της και αυτόματα με το δεξί κάλυψε τα μάτια της· το σώμα της ακινητοποιήθηκε, αλλά η καρδιά της άρχισε να κτυπά δυνατά και γρήγορα ακολουθώντας τον ταχύ ρυθμό του νου που επαναλάμβανε διαρκώς την τολμηρή σκηνή στη Βιβλιοθήκη κι ένιωσε πάλι τα ανάμεικτα συναισθήματα που της είχε γεννήσει: έκπληξη και ηδονή, αγωνία και φόβο μην προδοθεί η πιο χυμώδης στιγμή της ζωής της, που ενώ επιθυμούσε να παραταθεί, επιβλήθηκε η λογική της και τη διέκοψε απότομα· ακόμη απορεί πώς κατάφερε την κρίσιμη στιγμή να συνέλθει και να φρενάρει την ασυγκράτητη φυσική ορμή τους και να του πει: “πρέπει να είμαστε προσεχτικοί, τουλάχιστον σε τούτον τον χώρο· κάποιο απροειδοποίητο άνοιγμα της πόρτας μπορεί να μας χωρίσει για πάντα”.
Εκείνο το υποθετικό “για πάντα” τώρα την ενοχλεί· και θυμώνει με τη σκέψη ενός πιθανού βίαιου και εξωγενούς αιτίας χωρισμού.
«Κάτι πρέπει να κάνω, να τον εμποδίσω» σκέφτεται και σηκώνεται αυτόματα· ανάβει ένα μικρό κερί, στρώνει το κρεβάτι για ύπνο, φοράει τη νυχτερινή περιβολή, σβήνει το κερί και χώνεται κάτω από την κουβέρτα να βάλει σε τάξη όσα είχαν συμβεί στην τελευταία απρόσμενη σχέση (σχέση;), να τη συγκρίνει με τις προηγούμενες και να τις αναλύσει λογικά, μακριά από ενοχές και όνειρα, να καταστρώσει ένα σχέδιο. Η σκέψη της τρέχει γρήγορα, χωρίς εμπόδια, χωρίς ωραιοποιήσεις.
«Εγώ προκάλεσα την τόλμη του Πέτρου, εγώ και την ατολμία του Ρίτσαρντ και του Γκιουζέπε. Όμως ο Πέτρος, ο Πέτρος μου, είναι τελείως διαφορετικός, είναι πολύ πιο νέος, και γι’ αυτό τολμηρός, και νομίζω πως δεν φοβάται τις αλλαγές στη ζωή του, ίσως και να τις επιζητεί…
» Οι άλλοι, μεγαλύτεροι από μένα, δυο χρόνια ο Ρίτσαρντ, δέκα ο Γκιουζέπε, όταν τους γνώρισα, ήταν διαμορφωμένοι, είχαν κύρος και φήμη, που επεδίωκαν όχι μόνο να διατηρήσουν, αλλά και να αυξήσουν, γυρίζοντας την οικουμένη. Τι θα ήμουν εγώ δίπλα τους; Και οι δύο είχαν φανερή τη φιλοδοξία της ανέλιξης…
» Εγώ όμως ποτέ δεν ονειρεύτηκα να ζω δίπλα σε κάποιον άνδρα που θα όφειλα να τον ακολουθώ ως σκιά του, εκμηδενίζοντας τον εαυτό μου για χάρη του…
» Ο Πέτρος δεν είναι έτσι. Χαίρομαι βαθιά την αρμονία της συνεργασίας μας, την εγγύτητα των ψυχών μας, τις συζητήσεις μας για την τέχνη· όταν φύγει, τα αποζητώ όλα, μα πιο πολύ αποζητώ τη σαγήνη της ελκυστικής παρουσίας του…
» Ίσως το έχει καταλάβει· τελευταία είχα παρατηρήσει ότι με κοίταζε με διαφορετικό τρόπο· ένιωθα σαν να με κάρφωνε με το σπινθηροβόλο βλέμμα του, προσπαθώντας να εισχωρήσει στα κρυφά βάθη της ψυχής μου… κι εκείνα τα τσακίσματα της φωνής του, με τη γλυκύτητα της χροιάς της, ένιωθα να σκάβουν βαθιά μέσα μου…
» Κι όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο βεβαιωνόμουν ότι η κρυφή λαχτάρα τής επόμενης συνάντησης ήταν κοινή κι ένωνε μυστικά κι απρόσμενα στις καρδιές μας.
» Στην αρχή δεν ήθελα να το παραδεχθώ, μην προδώσω τις ηθικές αρχές, που μου είχαν από μικρό παιδί διδάξει εδώ, και δεν τόλμησα ποτέ να ομολογήσω το παραμικρό σε κείνον· το πύρωμα της καρδιάς μου και τους δυνατούς παλμούς που της προκαλούσε η παρουσία του τα είχα φυλακίσει εντός μου και δεν ήξερα αν έπρεπε να τα πολεμήσω ή να τα αποδεχθώ, μέχρι που λίγη ώρα πριν έκανε εκείνος το πρώτο βήμα, ένα βήμα που άλλαξε κιόλας τη ζωή μου, γι’ αυτό και θυμούμαι την παραμικρή λεπτομέρεια εκείνης της κλιμακωτής ευφρόσυνης προσέγγισης, και μετανιώνω που τη βεβήλωσα με την παρεμβολή της ισχυρής λογικής μου».
***
«Σε κάθε συνάντησή μας έδειχνα διαρκώς την ανησυχία μου, μήπως δεν φανώ συνεπής στην υπόσχεσή μου να παραδώσω εγκαίρως στην Κριτική Επιτροπή την Κλασική Ἀνθοδέσμη μου. Εκείνος με υπομονή με καθησύχαζε πάντα.
» Σήμερα που η ανησυχία μου είχε ξεπεράσει τα όρια, εκείνος με ήρεμη φωνή μου λέει: “Ακούστε, δεσποινίς Ελισάβετ, έχετε ήδη δώσει στους συνεργάτες σας τα πάντα: τα άνθη, τα κείμενα, το νοερό σχέδιο και πάνω απ’ όλα την ιδέα. Όμως πρέπει να ξέρετε ότι η ζωγραφική, η διακόσμηση και η καλλιγραφία, τουτέστιν η καλλιτεχνική σύνθεση του υλικού απαιτεί χρόνο… Και τον αφιερώνουμε· το βλέπετε”.
» Εγώ θεωρώντας κάπως προσβλητικά τα λόγια του αμύνθηκα: “Ο χρόνος τρέχει, κύριε Μωραΐτη. Με βεβαιώνετε ότι θα προλάβομε;” τον προκάλεσα επιτακτικά να απαντήσει. Έμεινε για λίγο σιωπηλός».
» Μετά άρχισε να μου μιλάει με πάθος για μια άλλη τέχνη, για την οποία δεν είχα ιδέα, φωτογραφική την ονόμαζε. “Ο Φίλιππος Μαργαρίτης, ο δάσκαλός μου στο Πολυτεχνείο, μας την αναφέρει συχνά” είπε, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα σε κάθε λέξη. Κι αμέσως, μιλώντας με γρήγορο ρυθμό, πέταξε κάτι που με εξέπληξε: “Αν είχα μάθει κι εγώ αυτή την τέχνη και αν είχα μια μηχανή σαν αυτή του Πολυτεχνείου, θα μπορούσα, αντί να καθυστερώ με τα πινέλα, να φωτογραφίζω τις αρχαιότητες που χρειάζεσθε για το λεύκωμα και τότε δεν θα είχατε καμιά αγωνία, δεσποινίς”.
» Είδε τον μορφασμό της απορίας μου και συνέχισε με πάθος να εκθειάζει τη νέα τέχνη, ενώ συγχρόνως μετακινούσε λίγο λίγο την καρέκλα του προς το μέρος μου μέχρι που την κόλλησε στη δική μου. Δεν τραβήχτηκα, δε είπα λέξη. Μου άρεσε.
» Εκείνος, σαν να είχε κάνει την πιο φυσική κίνηση, εξακολουθούσε να είναι λαλίστατος· ανάμεσα στα πολλά θεωρητικά περί των δύο τεχνών, άλλαξε ξαφνικά ύφος και είπε με τρυφερή φωνή κάτι, που ήταν η αρχή για ό,τι αναπάντεχο ακολούθησε: “Αν είχα δική μου μηχανή, θα φωτογράφιζα ό,τι θέλεις, μα πρώτα πρώτα εσένα, αγαπημένη μου Ελισαβέτα…” είπε και χαμήλωσε τα μάτια από ντροπή για την τόλμη του ενικού και της προσφώνησης».
» Δεν απάντησα· ξαφνιάστηκα μεν, δεν ενοχλήθηκα δε, ούτε με τον ενικό ούτε με την προσφώνηση· το κατάλαβε· σήκωσε τα μάτια, με κοίταξε με βλέμμα που τρύπησε τα σωθικά μου και με σταθερή φωνή μού είπε “σε αγαπώ, ίσως το έχεις καταλάβει”…
» Διάβασε την αποδοχή στο βλέμμα μου κι αμέσως έγειρε και με αγκάλιασε σφιχτά και χωρίς κανένα δισταγμό μου έδωσε το πρώτο σύντομο φιλί στα χείλη κι ένιωσα όλο το σώμα μου να ριγεί…
» Τώρα ομολογώ στον εαυτό μου πως εκείνη τη στιγμή μου είχε χαρίσει αυτό που επιθυμούσα, κι ας τρόμαξα από την πρωτόγνωρη ηδονή που ένιωσα. Ίσως γι’ αυτό τραβήχτηκα και σηκώθηκα όρθια λέγοντας: “Πέτρο, κι εγώ σε αγαπώ και σε αγαπώ πολύ, πρέπει να το έχεις αντιληφθεί, αφού τις ανησυχίες μου για το λεύκωμα μόνο σε σένα τις εκφράζω· πρέπει όμως να είμαστε προσεχτικοί, τουλάχιστον σε τούτον τον χώρο· κάποιο απροειδοποίητο άνοιγμα της πόρτας μπορεί να μας χωρίσει για πάντα· σου το έχω ξαναπεί, αν θυμάσαι;”
» Σηκώθηκε να φύγει· είχε πια αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά. “Θα έλθω αύριο τη συνηθισμένη ώρα, είπε στηλώνοντας ξανά το βλέμμα του στα μάτια μου που είδε να γυαλίζουν”· του έσφιξα ιδιαίτερα θερμά το χέρι, και άνοιξα την πόρτα. Είδα στην αυλή την κυρία Χιλλ και τον αποχαιρέτισα τυπικά, ως συνήθως, μη την αναστατώσω και μην της δώσω δικαίωμα για σχόλια και νουθεσίες, που ήδη εγνώριζα.
Τώρα όμως φοβούμαι μήπως δεν τα αποφύγω· φοβούμαι μήπως τα έχει ήδη προκαλέσει η απότομη και ένοχη απάντησή μου…
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
*